Οι Ήρωες της Ανατολής
Σουλτάνος Νίκος: Γεννήθηκε στον Νότο σε μαφιόζικη οικογένεια. Συγκεκριμένα, ο πατέρας του, ο Σοφοκλής, ήταν ο Αρχηγός της Μαφίας του Νότου και ανάγκαζε το γιο του να κάνει φριχτά εγκλήματα από πολύ μικρή ηλικία, κάνοντας τον έτσι σκληρό και σχεδόν χωρίς συναισθήματα. Μέσα σ' αυτά τα εγκλήματα ήταν και το γνωστό τρομοκρατικό χτύπημα στο Μεγάλο Ξέφωτο, στο οποίο πολλοί αθώοι σκοτώθηκαν ανάμεσα τους και ο πατέρας της Κάτιας, τον οποίο σκότωσε ο Σοφοκλής, ενώ ο Νίκος κατόπιν διαταγής και πίεσης του πατέρα του τραυμάτισε και την ίδια πιστεύοντας ότι τη σκότωσε. Όταν μεγάλωσε, ο Νίκος γνώρισε την Ελεονόρα, μια κοπέλα που δεν είχε σχέση με μαφία, όμορφη κι αθώα, η οποία τον έκανε να νιώσει ξανά. Παντρεύτηκαν, δεν πρόλαβαν να κάνουν παιδιά όμως, καθώς λίγο μετά την εκτέλεση των γονιών του Νίκου, εχθροί της οικογένειας σκότωσαν και την ίδια. Από εκείνη την ημέρα ο Νίκος έγινε ακόμα πιο σκληρός. Μετά το θάνατο του πατέρα του δεν πήρε ο ίδιος την αρχηγεία αλλά κάποιος εχθρός του, έτσι ο Νίκος παρέμεινε στο στόχαστρο και δεν πήγαινε πουθενά χωρίς το όπλο του. Δεν φοβόταν για τη ζωή του, απλά αναζητούσε εκδίκηση για το θάνατο της γυναίκας του, βάζοντας έτσι σε κίνδυνο πολλούς φίλους του οι οποίοι εκτελέστηκαν όλοι εν ψυχρώ ένας- ένας. Ο εχθρός άφησε τον Νίκο να ζήσει επίτηδες για να υποφέρει, ώσπου γνώρισε την Κάτια, τη φιλοξένησε σπίτι του καθώς ήταν μεθυσμένη και ορκίστηκε στον εαυτό του να τη σώσει. Του θύμιζε πολύ την Ελεονόρα κάνοντας τον έτσι να την ερωτευθεί, ενώ όταν έμαθε ποια ήταν στην πραγματικότητα και πώς συνδεόταν η οικογένεια της , η παλιά της οικογένεια και ειδικά η μητέρα της, με τη δική του, κατάλαβε πως δεν θα πετύχαινε ποτέ η σχέση τους. Επιπλέον, φοβόταν ότι οι εχθροί του θα έβαζαν στο στόχαστρο και αυτήν αν μάθαιναν για τη σχέση τους, έτσι την εγκατέλειψε μετά την μοναδική φορά που έκαναν έρωτα αφήνοντας της ένα γράμμα το οποίο ωστόσο δεν έλεγε όλη την αλήθεια.
Ο Νίκος περιπλανήθηκε στα χωριά του Κέντρου, τα γύρισε όλα και έμεινε και για λίγα χρόνια στην Πρωτεύουσα. Ώσπου σε ένα χωριό, γνώρισε μετά από μερικά χρόνια τη Μαρία. Στην αρχή νόμισε πως ήταν η Κάτια. Όμως εκείνη του είπε πως ήταν η δίδυμη αδελφή της και του αποκάλυψε την ιστορία της. Τη βοήθησε να ξεχάσει το παρελθόν της και ερωτεύθηκαν. Έζησαν για λίγο καιρό μαζί στο σπίτι το οποίο νοίκιαζε τότε σε εκείνο το χωριό, όπου η Μαρία έμεινε έγκυος στη Χριστίνα. Τότε του ήρθε ένα γράμμα από έμπιστο του άτομο στον Νότο, ο οποίος δεν ήταν άλλος απ΄ τον Βαγγέλα, ότι οι εχθροί είχαν όλοι εξουδετερωθεί και ότι μπορούσε να επιστρέψει εκεί. Επέστρεψε μαζί με τη Μαρία για μια καλύτερη ζωή, αγόρασαν ένα σπίτι, παντρεύτηκαν και λίγους μήνες μετά γεννήθηκε η κόρη τους. Λίγα χρόνια μετά, ο Νίκος κατάφερε να πάρει τη θέση του Αρχηγού της Μαφίας η οποίο κληρονομικά του ανήκε και μεσολάβησε για να μπει η Χριστίνα στο Σώμα των Κατασκόπων και να γίνει αργότερα η Αρχηγός τους και το δεξί χέρι του Βασιλιά Μάξιμου, με σκοπό να ανατρέψει μια μέρα την κυβέρνηση και να πάρει εκείνος το θρόνο. Τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά όμως όταν η Χριστίνα με το σατανικό της μυαλό, συνδυασμό και από τους δυο της γονείς, τους πρότεινε ένα εναλλακτικό σχέδιο, το οποίο ήταν να πλησιάσει ένα από τα δύο ξαδέλφια της στον Βορρά και να τον ξελογιάσει με σκοπό να τον χρησιμοποιήσουν για να πάρει εκείνη κι αυτός το θρόνο. Ο Νίκος δέχθηκε και, όταν ο Αλέξανδρος και η Χριστίνα έγιναν τελικά Βασιλιάδες του Νότου, ο Νίκος διοργάνωσε κρυφά και ένα άλλο σχέδιο και μαζί με δικούς του εισέβαλλαν στο Βασίλειο της Ανατολής και στο Παλάτι, εκτέλεσαν κρυφά και πολύ εύκολα τον προηγούμενο ηλικιωμένο σουλτάνο και έγραψαν γράμμα στο οποίο εκείνος δήθεν αποκάλυπτε μια μακρινή συγγένεια ανάμεσα τους και διέταζε να γίνει ο Νίκος Σουλτάνος.
Έτσι και έγινε, και πολέμησε ως σύμμαχος του Αλέξανδρου και της Χριστίνας διατάζοντας το στρατό της Ανατολής να τον ακολουθήσει. Εκείνοι παρασυρμένοι από το μίσος τους για τους Δυτικούς δέχθηκαν με τη θέληση τους και χωρίς απειλές. Μετά τη συμφιλίωση του Βορρά και του Νότου, οι Ανατολικοί και οι Δυτικοί παρέμειναν στο στρατόπεδο αρνούμενοι να συμφιλιωθούν, ώσπου έμαθαν για την κατάσταση της Κάτιας και αποφάσισαν να λήξουν τον πόλεμο και μεταξύ τους. Τελικά, ο Περικλής ήταν εκείνος που έπεισε τον Νίκο και η Λίζα να συμφιλιωθούν στη δεξίωση μετά τον πόλεμο των Τεσσάρων Βασιλείων, έτσι πολέμησαν όλοι μαζί στη συνέχεια στο Κέντρο. Πέντε χρόνια μετά και πριν τον Πόλεμο με τους Πειρατές, ο Νίκος παραδέχθηκε ότι ποτέ δεν έπαψε να αγαπάει την Κάτια και, έχοντας περάσει ξανά χρόνο μαζί της το πάθος ανάμεσα τους αναζωπυρώθηκε. Η απώλεια της κόρης του όμως στο τέλος του πολέμου έβγαλε ξανά στην επιφάνεια το σκληρό πρόσωπο του Νίκου και οι τύψεις για όσα είχε κάνει τον έκαναν να ομολογήσει στη συνέχεια την αλήθεια στην Κάτια και να πάρει την απόφαση να φύγει για πάντα στον Μέγα Ανατολικό Ωκεανό. Οι φήμες σχετικά με το τι μπορεί να απέγινε ήταν πάρα πολλές, όμως η επικρατέστερη θεωρία είναι πως ανακάλυψε μια ξένη χώρα και αποφάσισε να κάνει νέα αρχή εκεί ξεκινώντας από το μηδέν.
Σουλτάνα Μαρία: Δίδυμη αδελφή της Κάτιας. Έχασαν τον πατέρα τους πολύ νωρίς και στα δεκαεννιά τους πήγαν να ζήσουν με τη μητέρα τους στον Βορρά, όπου εκεί ερωτεύθηκαν τον ίδιο άνδρα: τον Λεωνίδα. Ο κρυφός πόθος της Μαρίας και η ζήλεια που τον είχε η αδελφή της κι όχι εκείνη την έκαναν να κάνει άδικες και κακές πράξεις και να στραφεί ενάντια στην αδελφή της μαρτυρώντας την κρυφή τους σχέση στους γονείς τους. Όλα άλλαξαν όταν εξαφανίστηκε η Κάτια και η Μαρία πήρε την απόφαση να εξαφανιστεί και εκείνη ούτως ώστε όταν γυρίσει να παριστάνει την Κάτια. Ήταν έτοιμη να φύγει όταν ο πατριός της Βασιλιάς Αλέξανδρος της επιτέθηκε και τη βίασε. Δεν ακύρωσε το σχέδιο της, απλά πρόσθεσε σε αυτό και τη δολοφονία του βασιλιά. Περιπλανήθηκε σε όλο τον Νότο και το σκοτάδι εγκαταστάθηκε για τα καλά στην καρδιά της. Επέστρεψε δύο περίπου χρόνια μετά, αμέσως μετά την επέμβαση του Λεωνίδα στα μάτια του και κατάφερε να τον πείσει ότι εκείνη ήταν η αληθινή Κάτια, να την παντρευτεί και να στεφτούν βασιλιάδες, όμως ο γάμος τους δεν ολοκληρώθηκε ποτέ καθώς η Μαρία θυμόταν το βιασμό της από τον ίδιο τον πατέρα του Λεωνίδα και δεν μπορούσε να δεχθεί το άγγιγμα του. Κατέληξαν να είναι σαν ξένοι στο Παλάτι, και η Μαρία έσβηνε τον πόνο και τη δυστυχία της σκορπώντας λεφτά σε πανάκριβα ρούχα, κοσμήματα και λούσα. Όταν επέστρεψε η πραγματική Κάτια, φοβήθηκε ότι η αλήθεια θα αποκαλυφθεί και έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της να πείσει τον Λεωνίδα πως αυτή ήταν η Μαρία και συνεπώς η δολοφόνος του πατέρα του, οδηγώντας την έτσι στην εκτέλεση. Η απάτη της όμως αποκαλύφθηκε με τη βοήθεια της Λίζας και αφού πέθανε η Ανθή στη θέση της Κάτιας, η Μαρία άρχισε να νιώθει τύψεις για όσα έκανε. Ο Λεωνίδας θα την εκτελούσε, όμως η Κάτια τη λυπήθηκε και τον έπεισε να της χαρίσει τη ζωή, έτσι την εξόρισε από τον Βορρά. Αργότερα μαθαίνουμε τι απέγινε η Μαρία. Πήγε να πηδήσει από τον Ποταμό Γκρεμό, αλλά το μετάνιωσε και πήγε στο Κεντρικό Βασίλειο. Περιπλανήθηκε πιθανότατα σε αρκετά χωριά του ώσπου έφτασε σε αυτό που γνώρισε τον Νίκο.
Ο Νίκος την πλησίασε αρχικά νομίζοντας πως ήταν η Κάτια, αλλά του είπε την ιστορία της και αποφάσισε να τη βοηθήσει. Την ερωτεύθηκε επειδή έμοιαζε στην Κάτια, την οποία Κάτια είχε ερωτευθεί επειδή με τη σειρά της έμοιαζε στη νεκρή γυναίκα του, κάνοντας τον έτσι ένα αρκετά συναισθηματικά ασταθές άτομο. Το καλό ήταν πως ο Νίκος βοήθησε τη Μαρία να ξεπεράσει το βιασμό της, έτσι σύντομα του δόθηκε, έμεινε έγκυος στη Χριστίνα και, στη συνέχεια, πήγαν μαζί στον Νότο και παντρεύτηκαν. Η Μαρία στάθηκε στο πλευρό του Νίκου συμφωνώντας να βοηθήσει στο σχέδιο, επιστρέφοντας έτσι στον παλιό, κακό της εαυτό. Στάθηκε δίπλα του και ως Σουλτάνα της Ανατολής αργότερα, χωρίς να γνωρίζει ότι ο προηγούμενος Σουλτάνος στην πραγματικότητα δολοφονήθηκε από εκείνον, παρόλο που αμφέβαλλε σχετικά με τη συγγένεια του μαζί του. Δεν ήταν μάχιμη βασίλισσα, δεν έμαθε ποτέ να χειρίζεται κάποιο όπλο, έτσι στον Πόλεμο των Τεσσάρων Βασιλείων και του Κεντρικού δεν συμμετείχε στις μάχες παρόλο που έμεινε στο Στρατόπεδο καθ' όλη τη διάρκεια τους. Στο τρίτο βιβλίο τη βλέπουμε να παίρνει ίσως τελικά την τιμωρία που της αξίζει, όταν βλέπει τον Νίκο και την Κάτια να φιλιούνται και καταλαβαίνει πως έχασε από την αδελφή της για ακόμα μια φορά. Αυτή τη φορά δεν μετανιώνει την αυτοκτονία της και πηδάει στον Γκρεμό, αλλά για καλή της τύχη πέφτει στο νερό και όχι στα βράχια, έτσι σώζεται. Το ρέμα του Ποταμού την ξεβράζει στην Ερημιά, όπου την σώζει ο Μάριος. Χωρίς να γνωρίζει ότι πρόκειται για τον Πρίγκιπα Μάριο του Βορρά, αρχίζει να έχει αισθήματα και θέλει να μείνει μαζί του, όμως τη βρίσκει δύο ή τρεις ημέρες μετά η αποστολή που είχε ορίσει ο Περικλής, μέλος της οποίας είναι και η κόρη της. Τη νύχτα πριν φύγουν για να επιστρέψουν στον Βορρά, η Μαρία κι ο Μάριος κάνουν έρωτα και τότε καταλαβαίνει ποιος είναι και αποκαλύπτει πως και ο ίδιος την είχε καταλάβει. Αποφασίζουν να το ζήσουν και όσο κρατήσει, κάνοντας μια νέα αρχή και επιστρέφουν μαζί στον Βορρά. Η Κάτια και η αδελφή της σμίγουν και συμφιλιώνονται ξανά. Στον Πόλεμο με τους Πειρατές έμεινε πίσω στην Ανατολή. Η απώλεια της κόρης της στο τέλος του πολέμου αυτού τη διέλυσε και την έκανε να πιστεύει πως ήταν άλλη μια τιμωρία απ' τον Θεό για όσα είχε κάνει. Μετά το διαζύγιο με τον Νίκο πήγε να ζήσει με τον Μάριο στην Ερημιά και ένιωσε καλύτερα, όμως αυτή η καλή της διάθεση ήταν μόνο προσωρινή, καθώς λίγους μήνες μετά έπαθε ξανά κατάθλιψη και έκανε απόπειρα πέφτοντας από τον τρίτο όροφο του Πανδοχείου, μένοντας έτσι για πάντα καθηλωμένη σε αναπηρικό καροτσάκι. Στο τέλος του δεύτερου βιβλίου, στο γάμο της Ανθής και του Σίμου τη βλέπουμε να αρχίζει να συνέρχεται για ακόμα μια φορά. Τελικά, η αγάπη του Μάριου τη γιάτρεψε ψυχολογικά, και η σωματική της αναπηρία της φάνηκε σαν η τιμωρία που τη λύτρωσε, έτσι δεν χρειαζόταν να νιώθει τύψεις πια. Δεν ξαναπερπάτησε ποτέ, παντρεύτηκε όμως τον Μάριο και έγιναν άρχοντες της Ερημιάς, δημιουργώντας έτσι το δικό τους βασίλειο.
Στρατηγός Χριστίνα: Ίσως η μόνη γυναίκα στο βιβλίο που άλλαξε τόσους πολλούς ρόλους. Κόρη της Μαρίας και του Νίκου, γεννήθηκε στο Νότιο Βασίλειο και έμαθε από μικρή να δείχνει σκληρή σαν τον πατέρα της, ενώ πήρε επίσης την πονηριά της μητέρας της. Στα δεκαπέντε της είχε μάθει ήδη να χειρίζεται άψογα σπαθιά και άλλα όπλα, ανάμεσα τους και μαφιόζικα πιστόλια και ο πατέρας της, την έγραψε στο Σώμα των Κατασκόπων, έχοντας αρχίσει ήδη να καταλαβαίνει πως η κόρη του ήταν το τέλειο μέσο να ανατρέψει την κυβέρνηση. Η Χριστίνα έμαθε τα πάντα σχετικά με την κατασκοπία και όταν έγινε δεκαοχτώ, ο πατέρας της, της αποκάλυψε το σχέδιο του. Ο προηγούμενος αρχηγός των κατασκόπων είχε αποσυρθεί τότε, έτσι ο Νίκος την πρότεινε ως την επόμενη Αρχηγό των Κατασκόπων, καθώς ο Αρχικατάσκοπος όπως όλοι γνωρίζουμε είναι επίσης το δεξί χέρι του βασιλιά και πάντα στο πλάι του. Σε κάθε βασίλειο τον/την επιλέγει είτε ο προηγούμενος αρχηγός, είτε γίνεται ψηφοφορία μεταξύ των συντρόφων, είτε ο βασιλιάς ο ίδιος. Σε περίπτωση που εκλεχθεί ένας κατάσκοπος αλλά δεν κερδίσει την εμπιστοσύνη του βασιλιά, εκείνος έχει το δικαίωμα να τον/την αλλάξει και να επιλέξει κάποιον άλλον. Στον Νότο όμως, τα πράγματα τότε ήταν διαφορετικά. Η Μαφία έλεγχε πολλά πράγματα, έτσι ο Νίκος «πρότεινε» την κόρη του, απείλησε δηλαδή τον προηγούμενο κατάσκοπο με τις ζωές των μελών της οικογένειας του με σκοπό να επιλέξει τη Χριστίνα. Φυσικά η Χριστίνα, με τη γοητεία της και την ικανότητα της να προσποιείται, κέρδισε αμέσως την εμπιστοσύνη του Βασιλιά Μάξιμου, έτσι εκείνος την κράτησε ως το δεξί του χέρι, πράγμα το οποίο τον οδήγησε στην καταστροφή του, στην απώλεια της συζύγου του και του θρόνου του, όταν η Χριστίνα ξελόγιασε τον Αλέξανδρο ο οποίος δέχθηκε να βοηθήσει εκείνη και την οικογένεια της να αποκτήσουν εξουσία στον Νότο για τους δικούς του σκοπούς, έτσι, ακόμα και όταν ανακάλυψε πως ήταν ξαδέλφη του, δεν δίστασε να την παντρευτεί, έγιναν οι επόμενοι Βασιλιάδες του Νότου και ήρθαν σε πόλεμο με τον Βορρά.
Η Χριστίνα ως δυνατή και πολύ σκληρή πολεμίστρια πολέμησε σε όλες τις μάχες στο πλευρό του, κι όταν ο Αλέξανδρος θέλησε να λήξει τον πόλεμο, προσπάθησε να τον μεταπείσει. Τελικά, αναγκάστηκε να του αποκαλύψει την απάτη της, ότι δηλαδή γνώριζε από την αρχή πως ήταν ξαδέλφια αλλά τον πλησίασε με σκοπό να τον ξελογιάσει για να τον χρησιμοποιήσει, και εφόσον πλέον ο Αλέξανδρος μετάνιωσε για όλα όσα συνέβησαν εξαιτίας του τη σιχάθηκε και τη χώρισε. Όμως η Χριστίνα τον είχε αγαπήσει στα αλήθεια, για αυτό και μετά το χωρισμό τους δεν πλησίασε κανέναν άλλον άντρα ερωτικά. Πήγε με τους γονείς της στην Ανατολή και υπήρξε για ένα μικρό διάστημα Πριγκίπισσα της Ανατολής. Στον Πόλεμο του Κεντρικού Βασιλείου έμεινε επικεφαλής στο Ανατολικό Βασίλειο για να το προσέχει και για να συνέλθει από το χωρισμό. Μετά το τέλος και αυτού του πολέμου και εφόσον ο Στρατηγός Θωμάς είχε πέσει στη μάχη, ο Νίκος όρισε τη Χριστίνα ως νέα Στρατηγό, εφόσον γνώριζε τα πάντα από όπλα, από στρατιωτικά θέματα και ήταν έμπειρη και γενναία πολεμίστρια. Στο δεύτερο βιβλίο τη βλέπουμε να έρχεται συνεχώς σε αντιπαράθεση με τον Δυτικό Στρατηγό Δημήτρη, αν και κατά βάθος συμπαθούσαν ο ένας τον άλλον και υπήρξαν κάποιες φήμες ότι υπήρξε και ένα σύντομο ειδύλλιο ανάμεσα τους, καθώς ο Δημήτρης ήταν ερωτευμένος μαζί της όμως εκείνη δεν μπορούσε να ανταποκριθεί συναισθηματικά. Στον Πόλεμο με τους Πειρατές έκαναν «διαγωνισμό» μεταξύ σοβαρού και αστείου σχετικά με το ποιος θα σκότωνε τους περισσότερους, για να διαπιστώσουν ποιος από τους δυο είναι ο καλύτερος, ενώ η μας έδωσε μια ιδέα της χημείας που υπήρχε στην πραγματικότητα ανάμεσα τους. Στο τέλος η Χριστίνα έσωσε τον Δημήτρη, σκοτώνοντας τον Βασιλιά των Πειρατών Ιάκωβο και λήγοντας συγχρόνως τον πόλεμο. Έμεινε στην ιστορία ως «η κακιά που έγινε ηρωίδα», ως μια από τις ελάχιστες γυναίκες στρατηγούς στην ιστορία των Πέντε Βασιλείων και η μοναδική (έως τότε) Ανατολική που έσωσε έναν Δυτικό δίνοντας τη ζωή της.
Αρχηγός Κατασκόπων Έφη: Όπως πολλοί Αρχηγοί Κατασκόπων, για το λόγο ότι γενικά οι ηλικίες κυμαίνονται συνήθως από 16 έως 35 στο Σώμα, έτσι και η Έφη, εκλέχθηκε Αρχηγός σε νεαρή ηλικία, είκοσι χρονών συγκεκριμένα. Είναι καθαρόαιμη Ανατολίτισσα και κατάγεται από πολύ πλούσια οικογένεια. Όταν ο Νίκος δολοφόνησε τον προηγούμενο Σουλτάνο πέρασε από διάφορες δοκιμασίες την Έφη για να δει αν μπορεί να την εμπιστευτεί, τις οποίες η νεαρή Αρχικατάσκοπος πέρασε με επιτυχία και στάθηκε στο πλευρό του καινούργιου Σουλτάνου ορκιζόμενη πίστη και υποταγή, παρόλο που κατά βάθος ποτέ δεν πίστεψε πως είχε συγγένεια με τον τέως Σουλτάνο και γενικά πως είχε οποιαδήποτε Ανατολίτικη καταγωγή. Όμως ως κλασική Ανατολίτισσα μισούσε τους Δυτικούς έτσι χάρηκε όταν έμαθε πως θα πολεμούσε εναντίον τους, όπως είχε κάνει ο λαός της σε πολλές ιστορίες που είχε ακούσει. Στάθηκε στο πλευρό του Νίκου σε όλους τους πολέμους ως το δεξί του χέρι και πολέμησε με τους δικούς της με ιδιαίτερη δίψα για αίμα και ειδικά Δυτικό, ενώ όταν τελείωσε ο πόλεμος ανάμεσα σε Βόρειους και Νότιους, όπως και πολλοί άλλοι δεν ήθελε να σταματήσει ο δικός τους πόλεμος με τη Δύση. Όμως, εφόσον εν τέλει αυτή ήταν η απόφαση του σουλτάνου της, όφειλε να τη σεβαστεί. Όταν ο Στρατηγός Θωμάς σκοτώθηκε στον Πόλεμο του Κέντρου, λυπήθηκε αφάνταστα, όμως χάρηκε όταν έμαθε πως η κόρη του Σουλτάνου θα γινόταν Στρατηγός της, καθώς τη συμπαθούσε πολύ και της άρεσε ο χαρακτήρας της. Ο θάνατος της, την έκανε να λυπηθεί αφάνταστα κι ας μην το έδειξε. Έκτοτε ο Νίκος είχε εκείνη σαν κόρη του, την εμπιστευόταν και της έλεγε όλα του τα προβλήματα ζητώντας συμβουλές. Όταν πήρε την απόφαση να διασχίσει τον Μέγα Ανατολικό Ωκεανό, προσπάθησε να του αλλάξει γνώμη, γνωρίζοντας κατά βάθος πως δεν θα επέστρεφε ποτέ. Όμως ο Νίκος ήταν ανένδοτος. Έδωσε διαταγή να στεφθεί εκείνη Σουλτάνα, αν δεν επέστρεφε σε έξι μήνες, πράγμα το οποίο και έγινε. Η Έφη ως Σουλτάνα κυβέρνησε με δικαιοσύνη και συνεργαζόμενη με επιτυχία με τα υπόλοιπα βασίλεια, ακόμα και με τους Δυτικούς που κάποτε μισούσε. Παντρεύτηκε και έκανε μια κόρη, τη Φανή, η οποία έγινε η επόμενη Σουλτάνα.
Υπαρχηγός των Κατασκόπων Εύα: Η μικρότερη αδελφή της Έφης, προσωπική βοηθός της και Υπαρχηγός των Κατασκόπων. Υπάρχει μόνο μια αναφορά για αυτήν στο δεύτερο βιβλίο, όταν οι Αρχηγοί Κατάσκοποι με τους βοηθούς τους έκαναν τη μυστική εισβολή στο Νησί των Πειρατών. Όταν η Έφη έγινε Σουλτάνα, την όρισε Αρχηγό των Κατασκόπων της.
Αρχίατρος Ευτυχία: Υπάρχει επίσης μια απλή αναφορά για εκείνη και όχι αρκετές πληροφορίες σχετικά με την ιστορία της. Τη βλέπουμε στη σκηνή όπου η Χριστίνα πεθαίνει, και η Ευτυχία συνειδητοποιεί ότι το τραύμα της είναι θανατηφόρο και δεν μπορεί να τη σώσει, έτσι, αναγκαστικά, αφαιρεί το σπαθί από μέσα της για να ξεψυχήσει πιο σύντομα και να μην παρατείνει άλλο το μαρτύριο της. Η Ευτυχία ήταν κι επίσης μια μάχιμη γιατρός που πολεμούσε για να σώσει τραυματίες απ' το πεδίο της μάχης.
Ναύαρχος Παντελής: Ένας σπουδαίος ναύαρχος που έφυγε σαν ήρωας. Πήρε την πρωτοβουλία να εισβάλλει με μερικούς δικούς του από το πλήρωμα του στο Ανατολικό Τείχος στο Νησί των Πειρατών, μήπως μπορέσουν να εισβάλλουν από εκεί στο Κάστρο. Οι άνδρες του όμως σκοτώθηκαν όλοι και ο ίδιος, προτού τον προλάβουν οι εχθροί, αλλά και επειδή ένιωθε υπεύθυνος που οδήγησε τους άνδρες του στο θάνατο, προτίμησε να πηδήσει στο γκρεμό δίνοντας τέλος στη ζωή τους. Δεν είχε γυναίκα ούτε παιδιά να θρηνήσουν για αυτόν, και ο Σουλτάνος Νίκος αδιαφόρησε για το θάνατο του, αφού ο θάνατος της κόρης του τον ενδιέφερε μόνο.
Πρίγκιπας Μάριος της Ερημιάς: Εφόσον η Ερημιά μέχρι πρότινος ανήκε στο Ανατολικό Βασίλειο, θεώρησα σωστό να τον αναφέρω σε αυτό το κεφάλαιο παρόλο που έχει Βόρεια καταγωγή. Ήταν ο μικρότερος γιος του Αλέξανδρου και της Λουκίας. Όμως αποχωρίστηκε τη μητέρα του όταν ήταν μόλις μερικών μηνών, καθώς ο Αλέξανδρος την έδιωξε απ' το Παλάτι με το έτσι θέλω επειδή ήθελε να φέρει άλλη γυναίκα για βασίλισσα. Δεν την άφησε να πάρει ούτε το μωρό της μαζί, επιμένοντας πως οι πρίγκιπες έπρεπε να μείνουν όλοι μαζί του στο Παλάτι. Έτσι μεγαλώνοντας, ο Μάριος θεωρούσε περισσότερο την Ανθή για μητέρα του, παρά τη Λουκία, παρόλο που ο Βασιλιάς την άφηνε να επισκέπτεται τους γιους της μερικές ώρες την εβδομάδα και ήταν επίσης καλεσμένη σε όλες τις γιορτές. Η μικρή Λίζα, η ετεροθαλής αδελφή του απ' την Ανθή, ήταν η αδυναμία του και είχαν μια πολύ ιδιαίτερη αδελφική σχέση, περνούσαν πολύ χρόνο μαζί κι έπαιζαν. Όταν οι τρεις αδελφές μετακόμισαν μαζί τους στον Βορρά, ο Μάριος ήταν δεκαπέντε χρονών. Ερωτεύθηκε τη Μαρία με την πρώτη ματιά, όμως εκείνη τον απέφευγε και τον απόπαιρνε συνεχώς, καθώς ήθελε τον Λεωνίδα και ήταν και μεγαλύτερη απ' τον Μάριο. Ο Μάριος ένιωθε ζήλια για αυτό και έβγαζε κακία μερικές φορές στα λεγόμενα του για τον αδελφό του, όμως δεν θέλησε ποτέ να του κάνει κακό ούτε να μαρτυρήσει τη σχέση του με την Κάτια στους γονείς τους. Όσο περνούσε ο καιρός, απογοητευόταν όλο και περισσότερο που δεν κέρδιζε τον έρωτα της Μαρίας, όμως εκείνη του είχε χαρίσει τουλάχιστον τη φιλία της. Άρχισε να γυρνάει σε κακόφημα μέρη και να κοιμάται με γυναίκες δεξιά κι αριστερά προσπαθώντας να την ξεπεράσει. Τρία χρόνια μετά, η Μαρία του δόθηκε και έκαναν έρωτα για πρώτη φορά. Όμως μετά, έκανε πως δεν συνέβη, έτσι ο Μάριος κατάλαβε πως τον χρησιμοποίησε. Είχε καλή καρδιά όμως και δεν της κρατούσε κακία, καθώς ήταν τυφλωμένος από έρωτα. Ήταν μάλιστα εκείνος που ανακάλυψε πως εκείνη σκότωσε τον πατέρα τους, τη νύχτα της εξαφάνιση της, όμως δεν τη μαρτύρησε στα αδέλφια του. Λίγο καιρό μετά, ο Λεωνίδας κατάλαβε πως δεν ήταν πια ασφαλείς, έτσι τους ανακοίνωσε, συμβουλευμένος τη μάγισσα που θα γιάτρευε τα μάτια του, πως έπρεπε να διοργανώσουν ένα σχέδιο διαφυγής εκείνου και του Κωνσταντίνου για να εξουδετερώσει εκείνος τους εχθρούς.
Το σχέδιο περιλάμβανε τη σκηνοθεσία των θανάτων τους, πράγμα το οποίο έκανε έξαλλο τον Μάριο και δεν ήθελε να φύγει. Τελικά ο Κωνσταντίνος, που ήταν κι εκείνος εναντίον του σχεδίου στην αρχή, γιατί αυτό θα κατέστρεφε την Ανθή και την αδελφή τους, τη Λίζα, η οποία θα έμενε πίσω μαζί με τον Λεωνίδα, κατάφερε τελικά να τον πείσει. Ανακοίνωσαν το σχέδιο στον Στρατηγό Διονύση και σε όσους θα βοηθούσαν σ' αυτό, βάζοντας τους να ορκιστούν πλήρη εχεμύθεια, καθώς και στη μητέρα τους, τη Λουκία, η οποία έπρεπε αναγκαστικά να γνωρίζει για να μην πεθάνει από τον καημό της ή αυτοκτονήσει. Ο Λεωνίδας διέταξε τον Στρατηγό να τους φυγαδεύσει κρυφά μέσα στη νύχτα μεταμφιεσμένους σε γυναίκες, ώστε κανένας να μην τους γνωρίσει. Ο Μάριος χωρίστηκε με τον Κωνσταντίνο, δίνοντας όρκους να ανταμώσουν μια μέρα ξανά, και πήγε ανατολικά, ώσπου βρέθηκε στην Ερημιά. Βρήκε ένα εγκαταλειμμένο πανδοχείο και έμεινε εκεί για λίγο καιρό, ώσπου άρχισε να το ξαναφτιάχνει ολομόναχος, μην έχοντας τι άλλο να κάνει. Κάποια άτομα περνούσαν από εκεί μια μέρα και τον βοήθησαν, και όταν η ανακαίνιση ολοκληρώθηκε, κράτησε μερικούς από αυτούς για προσωπικό, ιδρύοντας έτσι το λεγόμενο «Πανδοχείο της Ερημιάς». Σύντομα έγινε γνωστό στο Ανατολικό Βασίλειο και όσοι ήθελαν να ηρεμήσουν για λίγες μέρες ή να ξεφύγουν από κάτι (ή κάποιον) που τους κυνηγούσε, κατέφθαναν εκεί. Ο Μάριος έβγαλε αρκετά λεφτά από αυτή την επιχείρηση, μετά από μερικά χρόνια όμως άρχισε να επέρχεται η παρακμή του Πανδοχείου και αναγκάστηκε να απολύσει όλο το προσωπικό, εφόσον δεν είχαν πλέον δουλειά, και να κρατήσει μόνο έναν μάγειρα, έναν καμαριέρη και ένα άλογο στους στάβλους, τον Ηρακλή τον οποίο είχε ως μέλος της οικογένειας μαζί με τα άλλα δύο μέλη. Παράλληλα επικοινωνούσε με τον Λεωνίδα στον Βορρά, στέλνοντας γράμματα με έμπιστα του άτομα και ο Λεωνίδας έστελνε κατασκόπους του και μάθαιναν ο ένας τα νέα του άλλου. Με τον Κωνσταντίνο όμως είχαν συμφωνήσει να μην επικοινωνήσουν ποτέ για να μην το ρισκάρουν και μαθευτεί το ότι ήταν ζωντανοί.
Λίγο καιρό μετά, ο Λεωνίδας του έγραψε πως είχε εξοντώσει όλους τους μυστικούς εχθρούς και μπορούσαν πλέον εκείνος και ο Κωνσταντίνος να επιστρέψουν, όμως ο Μάριος δεν μπορούσε να αφήσει το Πανδοχείο και επιπλέον, δεν θα ήταν σωστό να επέστρεφε έτσι απλά απ' τους νεκρούς, θα ήταν τεράστιο σοκ για τη Λίζα η οποία τους είχε πενθήσει. Στο τελευταίο γράμμα του, ο Λεωνίδας του έλεγε πως η αληθινή Κάτια είχε επιστρέψει, αποκαλύπτοντας ότι η γυναίκα που επί έξι συναπτά έτη πίστευε πως ήταν η Κάτια, στην πραγματικότητα ήταν η Μαρία, πως παντρεύτηκε μαζί της και την έκανε βασίλισσα και, τέλος, πως ο πατέρας τους ήταν βιαστής, πως είχε επιχειρήσει να βιάσει την Κάτια και πως με τη Μαρία το ολοκλήρωσε αυτό. Ο Μάριος έκλαψε πικρά για όλα αυτά και ιδιαίτερα για την τύχη της Μαρίας. Αυτό ήταν και το τελευταίο γράμμα του Λεωνίδα και έκτοτε σταμάτησε να του γράφει. Ο Μάριος έστελνε γράμματα αλλά απάντηση δεν έπαιρνε, οπότε σταμάτησε να προσπαθεί. Μάθαινε όμως νέα του βασιλείου του Βορρά από τους ελάχιστους πελάτες που έρχονταν κάθε τόσο στο Πανδοχείο. Έμεινε εκεί σαν αυτοεξόριστος, εκτός από μερικά ταξίδια που έκανε σε άλλα βασίλεια για να αγοράσει προμήθειες και να προσελκύσει πελατεία για το πανδοχείο του. Πήγε και σε άλλα νησιά, ανάμεσα τους και στο Νησί των Πειρατών στο οποίο τον φιλοξένησε ένας Βόρειος ξυλοκόπος και πρώην γιατρός που ζούσε εκεί, ο Μάνος με τον οποίο έγιναν καλοί φίλοι. Δεν συμμετείχε στους Πολέμους των Τεσσάρων Βασιλείων και του Κεντρικού, πιθανόν γιατί έλειπε σε κάποιο ταξίδι εκείνη την περίοδο. Έτσι πέρασε ο καιρός, ώσπου βρήκε τη Μαρία εκείνη την ημέρα στο ποτάμι, την έσωσε, την περιέθαλψε και από τις ιστορίες της κατάλαβε ποια ήταν, καθώς εκείνη χωρίς να τον έχει αναγνωρίσει τον εμπιστεύθηκε κι ένιωσε πως υπήρχε χημεία μεταξύ τους. Όταν τη βρήκε η αποστολή του Περικλή, τους φιλοξένησε όλους δωρεάν στο Πανδοχείο του και πήρε την απόφαση να αποκαλύψει την ταυτότητα του και να επιστρέψει στον Βορρά, έστω και για λίγο. Εκείνη τη νύχτα έκαναν έρωτα, η Μαρία κατάλαβε από μόνη της ποιος ήταν και της αφηγήθηκε την ιστορία από τη δική του πλευρά. Η Μαρία παραδέχθηκε ότι πάντα τον αγαπούσε όμως το πείσμα της να κερδίσει τον Λεωνίδα δεν την άφηνε να το καταλάβει. Αποφάσισαν να κάνουν μια νέα αρχή μαζί.
Κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας με τους Πειρατές έμεινε στο Ανάκτορο για να κρατάει συντροφιά στη Μαρία, ενώ στη μυστική εισβολή συμμετείχε και ο ρόλος του ήταν καταλυτικός καθώς σύστησε τον Μάνο ο οποίος βοήθησε τους Πέντε Στρατούς. Εκείνος και ο Μάριος πολέμησαν μαζί τους μάλιστα ντυμένοι στα χρώματα του Βορρά στην τελική μάχη. Μετά το τέλος αυτού του πολέμου πήγε να ζήσει με τη Μαρία στην Ερημιά και τη στήριξε μετά το θάνατο της κόρης της. Η Μαρία παρόλα αυτά έκανε απόπειρα αυτοκτονίας, όμως ο Μάριος της στάθηκε όσο κανένας άλλος και τη φρόντισε, ώσπου τελικά ένιωσε καλύτερα. Παντρεύτηκαν δύο χρόνια μετά και η Σουλτάνα Έφη, μετά από σύσταση του Βασιλιά του Βορρά Περικλή, έδωσε την πλήρη ανεξαρτησία στην Ερημιά η οποία έγινε ανεξάρτητο βασίλειο με πρώτους άρχοντες τον Μάριο και τη Μαρία και δική του σημαία!
****************************************************************
Πώπω, μεγάλες οι ιστορίες των περισσότερων ηρώων τη Ανατολής!! Ποια σας άρεσε περισσότερο;
Στο επόμενο κεφάλαιο θα δούμε κι άλλες ενδιαφέρουσες ιστορίες, εκείνες των ηρώων του Χωριού της Αναγέννησης (ή Επανάστασης).
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top