Πρόλογος
Αγαπητή μου,
Πόσο αισθάνθηκα το αίμα στις φλέβες μου να κυλά ενώ των άλλων κυλούσε στο χώμα. Πόσο μίσησα τον εαυτό μου που υποχώρησα ενώ άλλοι φορούσαν χακί για εμένα. Πόσο σιχάθηκα τη γη που πατώ ενώ εδώ ζούσα για χρόνια. Πόσο μου έλειψε το γεμάτο με ζωές σπίτι μου ενώ εδώ υπήρχαν ζωές πεσμένες. Πόσο ζητούσα να πεθάνω ενώ ταυτόχρονα μετάνιωνα την στιγμή που το έλεγα. Ζήτησα από το Θεό να μου δώσει λίγες ακόμα στιγμές. Να ζήσω, όχι για εμενα, αλλά για τους άλλους. Να πατήσουμε όλοι μαζί την γη που ζούμε και να δώσουμε χρόνο σε άλλους. Και εκεί που περίμενες πως ένα πιστόλι θα σε αφήσει σε τόπο αναπαύσεως, σε τόπο χλωρό, έρχεται η λύτρωση και το χτύπημα κάτω από τη μέση. Περνάμε την ίδια αγωνία μέχρι να βρεθεί από το πουθενά ένας Πόντιος, συμπατριώτης, και να σε σώσει από βέβαιο θάνατο. Εσένα και τους άλλους τριάντα που ήταν μαζί σου. Ο κατακτητής να είναι πια στη θέση σου και εκείνος στη δική του. Ενούνισα την στιγμή που είδα τα μάτια σου να με περιμένουν ζωντανό και ήξερα από τσ'αρχές ότι δεν έπρεπε να σε απογοητεύσω. Περίμενες να έρθει ο άνθρωπος που σε βοήθησε να ζήσεις και δεν ήθελα να σε υποβάλλω σε τέτοιο μαρτύριο. Είσαι η πιο ευάλωτη ψυχή που ξέρω. Πιο πολύ και απο τη μάνα. Εσά εξέρτς'ατο πόσο η μάνα φοβάται το θάνατο. Μέχρι να 'ρθω πρόσεχε την μικρή. Δεν θέλω να μάθει πως κινδύνεψα. Όσο για τους άλλους δυο πες τους το. Ας γίνει ότι γίνει. Εγώ για όλους θα έρθω. Όχι για εκείνους που με περιμένουν μόνο.
Να προσέχεις και να τους προσέχεις.
Καρς,
25 Μαΐου 1919 .
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top