9ο - Έτος 1908
Η ιστορία συνεχίζεται παρακάτω...
- Δημοκράτης Ιορδανίδης [ Ιάσονας Μπαλοπητός]
- Γεσθημανή Βλαχίδη Μοσχογιαννίδη [ Γιούλικα Σκαφιδά]
Τα πράγματα στην Πόλη για τον Σουλτάνο δεν ήταν καλά. Ο Αμπνούλ Χαμίτ ο δεύτερος, δεν θα έμενε για πολύ ακόμα στη θέση του. Η προσπάθεια της επανάκτησης του Συντάγματος του 1876 από το κίνημα των Νεότουρκων ήταν από επαναστατικό ως και απειλητικό για τον Σουλτάνο. Ουσιαστικά το κίνημα τους είχε σκοπό την εκσυγχρόνιση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και τον εκευρωπαϊσμό της έτσι ώστε να μπορέσει να εναντιωθεί στις Μεγάλες Δυνάμεις που είχαν κυρίαρχη θέση στην Ευρώπη. Αυτό κανένας δεν ήξερε τι θα σήμαινε πραγματικά. Νόμιζαν πως ευνοούσε την οικουμένη, όμως πάντα υπάρχει εκείνο το ενδεχόμενο που κανένας δεν σκεφτόταν. Ο Ιεροκλής, που εκείνη τη περίοδο είχε προταθεί από τον Σουλτάνο να αναλάβει και άλλα στελέχη της Τουρκικής Κυβέρνησης, δεν είχε πια φιλοδοξίες για τη συγκεκριμένη θέση. Αναλογιζόταν τις Νεοτουρκικές αντιδράσεις και προέβλεπε ότι ούτε η δική του θέση θα έμενε δίπλα στον σουλτάνο και προφανώς στην υπόλοιπη κυβέρνηση. Προσεχώς είχε σκοπό να επισκεφτεί τον πατέρα του στην Σαμψούντα που εδώ και λίγα χρόνια εκτελούσε χρέη προέδρου στην κοινότητα. Με τις πρόσφατες Νεοτουρκικές εξελίξεις όμως, θα αργούσε η απόφασή του.
Όσο και να προσπαθούσε να αλλάξει τη γνώμη του σουλτάνου, ήταν πολύ δύσκολο. Κινούνταν πέρα δώθε συνεχώς απο νευρικότητα και άγχος. Ο Ιεροκλής προσπαθούσε να τον ηρεμήσει.
- Μπέη μου σας συμβουλεύω να πρυτανεύσει λογική και ηρεμία στη περίπτωση αυτή. Είναι αναγκαίο να δηλώσετε εσείς ο ίδιος την παραίτησή σας. Θα εκτιμηθεί. Σας το υπογράφω. Του είπε. Ο σουλτάνος ήρθε απέναντί του και τον πλησίασε τόσο πολύ, που θάμπωναν τα γυαλιά του από την ανάσα του μπέη.
- Δεν υπάρχει καμία τέτοια περίπτωση! Το ξέρεις πολύ καλά πως σας έδωσα ό,τι θέλατε! Σας έχτισα σπίτια, ολάκερα saraylar (παλάτια) έχετε! Δουλειές δικές σας, χρήμα, πλούτη! Φιλελεύθερος είμαι για, όχι κουτός! Τι άλλο θέλετε; Να σας δώσω και τη θέση μου; Olmaz! (με τίποτα) Αντιτάχθηκε ο σουλτάνος με τη βαριά τουρκική προφορά του. Είχε δίκιο σε όσα έλεγε και ο Ιεροκλής το ήξερε αυτό. Ο ίδιος ο σουλτάνος απευθυνόταν στο δεύτερο πρόσωπο και έκανε τον Ιεροκλής κατά κάποιον τρόπο να αισθάνεται ένοχος. Ήταν και εκείνος κοινωνικά μιλώντας, ανάμεσα στους υποστηρικτές του κινήματος. Εκεί άνηκαν άνθρωποι μορφωμένοι, αστοί, αξιωματικοί, πολιτικοί και γενικότερα διανοούμενοι. Πραγματικά ούτε εκείνος ήταν σύμφωνος να κατέβει απο την εξουσία ο σουλτάνος, μόνο και μόνο επειδή θα έχανε και τη δουλειά του, αλλά από την αλλη το να αναχθεί το Σύνταγμα του 1876, ως νομικός το έβλεπε πιο δημοκρατικό και φιλελεύθερο. Συγκεκριμένα ευνοούσε περισσότερο τον χριστιανικό πληθυσμό, άρα και εκείνον. Η δουλειά όμως παρέμενε δουλειά.
- Καταλαβαίνω την αρνητική σας στάση σουλτάνε μ' όμως σκεφτείτε τις συνέπειες που εσείς θα υποστείτε. Αν δεν φύγετε με τη θέλησή σας, οι Νεότουρκοι θα σας αναγκάσουν έτσι και αλλιώς. Είναι μονόδρομος δεν το βλέπετε;
- Όχι Ιεροκλή! Δεν το βλέπω! Όλοι είστε αχάριστοι! Κάνετε λες και τόσο καιρό χωρίς το Σύνταγμα σας καταπιέζαμε. Σαν να ήμασταν οχτροί και όχι συμπολίτες. Τι παραπάνω θα σας δώκει αυτό το ρημάδι; Επέμενε εκείνος. Ο Ιεροκλής είχε την απάντηση του αλλά προτίμησε να τη κρατήσει για τον εαυτό του. Δεν ήθελε να μείνει άνεργος μια ώρα νωρίτερα.
- Αλλά βέβαια δεν ξέρεις τι να πεις. Και εσύ χριστιανός δεν είσαι; Σε βολεύει όσο και να μην το ομολογείς Ιεροκλή.
- Με βολεύει ό,τι με συμφέρει αφέντη μου. Δεν με συμφέρει να χάσω τη δουλειά μου. Αλλά βλέπετε σας παροτρύνω να φύγετε από το αξίωμα του Σουλτάνου για εσάς. Για την ασφάλεια και το καλό σας. Αν δεν το κάνετε με το καλό, θα σας το κάνουν με το κακό.
- Ιεροκλή σε αγαπώ, σε εκτιμώ αλλά αυτό όχι! Hayir (Όχι) Αναφώνησε χτυπώντας το χέρι του στο γραφείο.
- Μα μπέη μου...
- Δεν ακούω κουβέντα! Dişarıda! ( Έξω!) Του φώναξε. Πήρε τον χαρτοφύλακά του και βγήκε έξω. Βρισκόταν σε μια κατάσταση αδράνειας. Ακόμα δεν ήξερε τι να κάνει και τι να πει στον σουλτάνο για να τον πείσει. Ήταν απόλυτα σίγουρος πως θα μπορούσε να του αλλάξει την γνώμη σε κάθε περίπτωση. Σε αυτήν όμως ήταν πολύ δύσκολο. Ο χειμερινός αέρας χτυπούσε με ορμή πάνω στο πρόσωπό του και τα μάτια του ανοιγόκλιναν με μανία από την πίεση. Οι κροτάφοι του πονούσαν από το άγχος. Όταν έκλεισε ορμητικά τα μάτια του από το ψύχος και τα άνοιξε με κόπο, αντιλήφθηκε την κομψή φιγούρα της Ελισσούς μπροστά από το τουρκικό καφενεδάκι πίσω από το Πανεπιστήμιο. Είχαν κλείσει ραντεβού εκεί και τον περίμενε επί μισή ώρα μέσα στο κρύο. Τα δάχτυλά της είχαν μελανιάσει , σχεδόν, ακόμα και μέσα απο τα δερμάτινα γάντια της τα αισθανόταν. Ο Ιεροκλής δεν ήταν εγκάρδιος όπως τις άλλες φορές που την άρπαζε από τη μέση και την φιλούσε σαν να μην υπάρχει αύριο. Παραξενεύτηκε εκείνη. Τι να έπαθε; Τον τράβηξε από το χέρι και μπήκαν στο καφενέ. Παρήγγειλαν δύο τσάι και εκείνη μπήκε κατευθείαν στο ψητό.
- Πες μου ντο έπαθες. Ογιάντα είσαι έτσ' ;
- Τα χάνουμε όλα και τς κερδίζουμε όλα ταυτόχρονα Ελισσώ.
- Ντο εννοείς; Εξήγησε μου. Του είπε.
- Ο σουλτάνος τελειώνει. Οι Νεότουρκοι θα καταλάβουν τη θέση του. Γνάφτ'ς πως τούτο εν καλό και κακό.
- Κακό ογιάντα; Το σύνταγμα εν για το καλό μας Ιεροκλή. Μη ξεχνάς πως είσαι χριστιανός. Έλληνας. Πόντιος καλέ μου.
- Είμαι αβουκάτος του. Ντο θα κάμω; Μερ θα βρώ δουλεία μετά;
- Θα μιλήσω στον μπαμπά. Κάτι θα κάμει. Απάντησε.
- Και ντο θα πεις σον Δημοσθένη αγάπη μου; Πατέρα θέλω να βρεις δουλεία στον εραστή μου που συμπτωματικά εν ο κουνιάδος μου; Της είπε. Δύσκολα λόγια και βαριά ξεστόμισε.
- Σουτ! Μη φωνάσκεις! Θα μας ακούσουν!
- Ας μας ακούσουν Ελισσώ! Όλα πάνε κατά διαόλου. Κεν μας θέλει το πεπρωμένο. Ελέπεις το. Είχε δίκιο. Όσο τον πονούσε τόσο πιο πολύ τον απομάκρυνε από την Ελισσώ το πεπρωμένο.
- Και γω ντο θα κάμω Ιεροκλή; Θα ζω με έναν άνδρα που δεν αγαπώ; Εξέρτ'ς πως δεν τον αφήνω να με αγγίζει! Γιατί από τη μια ντρέπομαι να με αγγίζει εκείνος ενώ είμαι δοσμένη αλλού και από την αλλη κεν θέλω το. Εσένα ήθελα που την αρχή. Όχι εκείνον! Ώρες ώρες ξεχνούσε πως ήταν παντρεμένη με τον Σωκράτη. Και αυτός όμως δεν φρόντιζε να της το θυμίζει. Η Ελισσώ είχε έρθει με τη πρόφαση πως είχε κάποιες εκκρεμότητες από το Πανεπιστήμιο. Η πραγματική αιτία ήταν ότι ήθελε να δει τον εραστή της. Ο Σωκράτης δεν την είχε αγγίξει εδώ και εφτά χρόνια. Μια φορά πήγε να την αγγίξει αλλά η Ελισσώ αυτόματα το σταμάτησε. Γνώριζε πως δεν θα το έκανε από αγάπη αλλά από υποχρέωση και καθήκον. Μπροστά σε άλλους ήταν σπαθί όμως. Φαινόταν σαν το πιο καλό και ταιριαστό ζευγάρι. Ο Ιεροκλής δεν την αισθανόταν σαν ερωμένη πια αλλά σαν γυναίκα του. Όσο βρισκόταν μακριά από τον Σωκράτη ήταν καλά. Μπροστά του ένιωθε τύψεις που βρισκόταν με τη γυναίκα του κρυφά.
- Ως εδώ Ελισσώ. Κεν μπορώ άλλο να κρύβομαι. Οκτώ χρόνια. Πέρασαν τόσα και ακόμα είμαι εγώ εκείνος που ακόμα περιμένει. Ντο θα κάμω εγώ; Γεροντοπαλίκαρο κεν θέλω να μένω πια. Της απάντησε. Άφησε σκόρπια κάποια νομίσματα στο τραπέζι και σηκώθηκε όρθιος.
- Θέλω παιδιά αμόν τον Νικηφόρο Ελισσώ. Και εσύ πρέπει να τα κάνεις με τον Σωκράτη και όχι με τε με. Αποκρίθηκε. Είχε κουραστεί. Αισθανόταν πως έχανε τα χρόνια του σε κάτι άσκοπο. Εκείνη είχε την ευκαιρία να κάμει παιδιά. Αυτός όμως; Τι θα απογινόταν στη ζωή του;
Ο Νικηφόρος αντίθετα ήταν ο οικογενειάρχης των τριών αδελφών. Τότε που η Ανδρονίκη ήταν έγκυος, έκανε ένα αγοράκι. Τον είπαν Δημοκράτη για να μην αφήσουν κανένα παππού παραπονεμένο. Ο μικρός Δήμος ήταν η προσωποποίηση του Νικηφόρου. Ήταν σαν να έβλεπες την αντιγραφή του σε ένα επτάχρονο αγοράκι. Ο Δήμος ήταν επτά και η θεία του οκτώ χρόνων. Η Μελιώ τον λάτρευε. Μιας που τα αδέρφια της ήταν μεγάλα, έβλεπε εκείνους σαν πατεράδες της και τον Καλλικράτη σαν παππού. Περνούσε χρόνο μαζί με τον Νικηφόρο στο καφενείο τα σαββατοκύριακα, και όταν ο πατέρας της τους άφηνε νωρίτερα από το σχολειό, πήγαινε κάπου κάπου να βοηθήσει και τον Σωκράτη στα χωράφια. Ο Σωκράτης πια ήταν ο μεγαλέμπορας της Αμισσού. Απο γεωργός, αγρότης, καλλιεργητής, έγινε έμπορας, επιχειρηματίας, άνθρωπος με κέφι για αυτό που κάνει. Έκανε συναλλαγές με τη Πόλη και την Σμύρνη. Τα προϊόντα του άρεσαν και είχαν ζήτηση. Η γη πάντα έχει ζήτηση. Γιατί ήταν όνειρο. Αυτό μόνο όμως είχε καταφέρει. Η Ελισσώ δεν του έδινε καμία ζεστασιά, κανένα χάδι. Πως να νιώσει άνδρας ο δόλιος; Εκείνα τα κουτσούβελα που ήθελε να σπείρει κάποτε πως θα γίνονταν; Από μόνα τους; Είχε φτάσει τα εικοσιπέντε και δεν είχε παιδί ενω ήταν εφτά χρόνια παντρεμένοι. Ζήλευε τον Νικηφόρο καλόβολα που ο Δήμος του είχε κλέψει τη καρδιά. Μετά τον Δήμο όμως ο Νικηφόρος σαν κάτι να έπαθε. Δεν είχε την ίδια κάψα με πριν να κάμει παιδιά. Ίσως ένιωθε πλήρης τώρα. Ίσως πάλι έφταιγε η Ανδρονίκη που είχε αφοσιωθεί στον Δήμο και παραμελούσε τον άνδρα της. Ίσως όμως ευθυνόταν και η Αρετή που δεν έφυγε ποτέ από το μυαλό του. Ο γάμος της με τον Κλέωνα έγινε το 1905. Βλέπεις εκείνη το καθυστερούσε όσο μπορούσε, μετά έτυχε που ο Κλέωνας κρεβατώθηκε με πνευμονία μετά από τον βαρύ χειμώνα του '03. Και τον επόμενο χρόνο παντρεύτηκε ο Ευστάθιος την Γεσθημανή Βλαχίδη, ορφανή κόρη του ψάλτη της εκκλησιάς του πάτερ Τιμόθεου. Τα γεγονότα έφερναν το ένα το άλλο και η Αρετή το 1907 απέβαλε το μικράκι της όντας μόνο τριών μηνών. Τότε που το έμαθε ο Νικηφόρος, κρυφά απ'όλους όπως πάντα, γνωρίζοντας πως ο Κλέωνας ήταν στα χωράφια και αφού είχαν φύγει πια απο το αρχοντικό του Ιορδανίδη και είχαν μετακομίσει σε ένα σπιτάκι λίγο πιο πέρα από τη πλατεία, πήρε τα ποδαράκια του και πήγε στο σπίτι της.
- Ούτε ο Θεός κεν θέλ' να γεννηθεί το παιδί του.
- Νικηφόρε ντο λες με; Ντο θέλτ'ς αβδά;
- Αυτό που άκσες. Έμαθα για την αποβολή σου. Ο θεος κεν θέλ' να είσαι με τον Κλέωνα.
- Και εσύ ήρθες να μου πεις αυτό; Σήκω φυγε. Φύγε λέω σε! Του φώναξε και έσπρωχνε την πόρτα.
- Κεν θα είσαι ευτυχισμέντζα μαζί του!
Αυτό της είχε πει. Σπάραξε η καρδιά της. Μπορεί να μην είχε δυνατά αισθήματα για τον Κλέωνα αλλά τον εκτιμούσε για την αφοσίωσή του. Αυτό το αγέννητο έμβρυο το αγάπησε. Όσο ήταν μέσα της. Ο Νικηφόρος ήθελε με κάθε τρόπο να της δείξει πως την αγαπά αλλά ποτέ δεν της το έλεγε κατάματα και σταράτα. Ήταν εξάλλου και το δικό του παιδί στη μέση. Και μια Ανδρονίκη που ποτέ δεν συμπάθησε την Αρετή. Που έφτασε στο σημείο ακόμα και να τη καταραστεί. Για αυτό λέει έχασε το μωρό. Έτσι είχε εκμυστηρευτεί στην Ελισσώ.
Ο Καλλικράτης ήταν ο πιο "βολεμένος" απ'όλους. Τον συντρόφευε η θυγατέρα του, με την Καρτερή ήταν μέλι γάλα. Ο Αβραάμ τον είχε σαν αδερφό του, η Παρασκευή επίσης. Το προεδριλίκι ήταν δύσκολη υπόθεση. Του ταίριαζε παρ' όλα αυτά. Όμως υπήρχαν και εκείνα τα προβλήματα που ποτέ δεν θα άλλαζαν. Τώρα ήταν η εποχή που έρχονταν τα επιδόματα των ανέργων. Κάθε χρονιά, τέτοια εποχή όλοι περίμεναν πως και πως να παραλάβουν τα χρήματά τους και επιτέλους να βγάλουν τον χειμώνα. Αυτή η χρόνια όμως ήταν πιο κρίσιμη. Κόσμος πολύς είχε μαζευτεί στο προεδρείο και διαμαρτυρόταν.
- Τι θα γίνει Ιορδανίδη με το επίδομα; Έναν μήνα τρώμε χόρτα από τα βουνά και πίνουμε νερό απο το ποτάμι! Είπε ένας απελπισμένος Τούρκος οικογενειάρχης.
- Ντο να γενεί; Και εγώ ένα όργανο της εξουσίας είμαι για. Περιμένουμε. Απάντησε ο Καλλικράτης σοφά όπως πάντα.
- Μέχρι πότε θα περιμένουμε Ιορδανίδη; Μέχρι ο γιόκας σου να μας πιάσει όλη τη βουνοπλαγιά και να μας έχει όλους στη δούλεψή του; Εμείς πως θα ζήσουμε; Με τι χρήματα θα θρέψουμε τα παιδιά μας ε; Είπε ο Χότζας. Είχε φτάσει να γίνει πιο αντιπαθητικός με τα χρόνια.
- Ο γιος μου Μεχμέτ είναι άξιο παλικάρι και ό,τι κάνει το κάνει με την αξία του. Εαν υπάρχει τόσο μεγάλο πρόβλημα θα εισηγηθώ να δουλέψει μαζί του ο Ομέρ. Μην στεναχωρούσαι τόσο πια.
- Να μου λείπει κυρ' δήμαρχε. Ένας Τεμέρογλου δεν θα πέσει ποτέ τόσο χαμηλά! Δεν θα ρουφά τη γη από τα πόδια ενός γκιαούρη Πόντιου! Δεν θα σκληραίνουν τα δάχτυλά του για ένα παξιμάδι όσο ο Έλληνας θα κάθεται να χτίζει το σπιτάκι του!
Δεν θα υποταχθεί σε έναν βρωμοχριστιανό συμφεροντολόγο και στον πατέρα του που ρουφά τα χρήματα του κράτους για να ζει στη σπιταρώνα του. Για πείτε μωρε; Έχετε δει πότε άλλοτε τέτοιο αρχοντόσπιτο; Ούτε ένας Τούρκος μωρέ δεν το κατέχει. Και το κατέχει ένας γκιαούρης με τα μπάστρδά του! Αποκρίθηκε. Ήταν έτοιμοι να πιαστούν στα χέρια. Ο Καλλικράτης πήγε να τον χτυπήσει. Ο Αβραάμ τον συγκράτησε όμως. Εκείνος τον πλησίασε και με το βρωμόστομά του έφτυσε πάνω στο πρόσωπο του Καλλικράτη. Κανένας δεν έκανε τίποτε.
Το πραγματικό πρόβλημα όμως θα ερχόταν όταν το επίδομα έφτανε στο χωριό. Έφτανε όμως για όλους; Και οι Νεότουρκοι τελικά θα τα κατάφερναν; Φυσικά και θα τα κατάφερναν. Σε λίγους μήνες ο Σουλτάνος θα ήταν παρελθόν και δεν θα υπήρχε μέλλον.
Γειά σας φίλοι μου! Όπως θα καταλάβετε θα γράφω πιο αραιά διότι ξεκίνησα φροντιστήρια πανελληνίων και δεν έχω όσο χρόνο θα ήθελα. Θα ανεβαίνουν κεφάλαια αλλά ένα την εβδομάδα. Το ξέρω πως οι εξελίξεις πήγαν κάπως γρήγορα αλλά δεν μπορώ να μένω για πολύ καιρό σε μια χρονική περίοδο διότι πιστεύω θα χαθεί το ζουμί της υπόθεσης. Αυτά απο εμένα! Μην ξεχάσετε να πατήσετε το αστεράκι κάτω αριστερά και να μου πείτε την γνώμη σας στα σχόλια.
Σας φιλώ!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top