7ο - Έτος 1901

          Έναν χρόνο αργότερα  από την βαναυσότητα του Μεχμέτ Τεμέρογλου και τα παντρολογήματα του Ομπολένσκαγια και του Ιορδανίδη με τα παιδιά τους, η ατμόσφαιρα δεν ήταν η ίδια. Ο φόνος του Καλλιφατίδη είχε σπείρει τον τρόμο στους Πόντιους. Οι Τούρκοι έδειχναν την δύναμη τους με κάθε τρόπο και έφερναν σε δύσκολη θέση όποιο Πόντιο έβρισκαν μπροστά τους. Τα εμπόδια που τους δημιουργούσαν ήταν απερίγραπτα όσο και ο φόβος τους. Η καθημερινότητα δεν ήταν η ίδια. Όσο υπάρχει μόνο Τούρκος πρόεδρος για να υπερασπίζεται τα συμφέροντα, φυσικά και μόνο, Τούρκων, η Ελληνική κοινότητα δεν λειτουργεί και μένει άπραγη, αδρανής σε ο,τι προσπαθεί να κάνει και να δημιουργήσει. Τα πράγματα ήταν δύσκολα ανάμεσα στους Πόντιους εξίσου. Δημιουργούνταν διάφορες παρεξηγήσεις και διαφωνίες μεταξύ τους, ενώ έπρεπε να μένουν ενωμένοι και δυνατοί για να μπορέσουν να συμμαχήσουν εναντίον των Τούρκων, αν τυχόν συμβεί κάτι. Ο Καλλικράτης στήριζε όσο τίποτε άλλο την οικογένειά του, τον Δημοσθένη Ομπολένσκαγια, την οικογένεια Παταχουρίδη αλλά και όλο το χωριό. Τον συμπαθούσαν ιδιαίτερα και ήταν αγαπητός σε όλους. Όταν του έγινε πρόταση από την Τραπεζούντα να γίνει ο πρόεδρος της ελληνικής κοινότητας των Ποντίων στην περιοχή, αισθάνθηκε πως η λύτρωση ερχόταν με σκοπό να βοηθήσει τους συμπολίτες του. Πίστευε πως αν είχε την εξουσία πάνω στα χέρια του, θα μπορούσε να ελέγξει τους Τούρκους αλλά και οποιονδήποτε άλλο που προσπαθούσε να τους βλάψει. Η Καρτερή όμως είχε ακριβώς την αντίθετη άποψη. 

- Ντο λες με Καλλικράτη;! Ντο πας να κάμεις; Που θα μπλέξεις βρε; Τον επέπληξε. Εκείνος σηκώθηκε από τη καρέκλα του και την πλησίασε περισσότερο

- Άκσε με βρε Καρτερή. Εν καλή ευκαιρία για τε με. Κεν εβγάζ'με πέρα με τον μισθό μου μόνο. Τόσα στόματα να θρέψουμε. Θα δεις πως θα μας βοηθήσ' . Της είπε. Εκείνη ήταν δύσπιστη ξανά. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως ο Καλλικράτης συνεχίζει και σκέφτεται το ενδεχόμενο να γίνει πρόεδρος της κοινότητας μετά από όσα συνέβησαν. 

- Δεν ακούω κουβέντα Καλλικράτη. Αμα εβρούμε σε σε κανένα χαντάκι, σε κανένα δεντρίτζι κρεμασμένο ντο θα κάμω με λες; Εκείνοι εν αδίστακτοι Καλλικράτη. Του είπε με πικρία στα λόγια της. Καημό το είχε καμιά φορά να κάνει κάτι ακίνδυνο ο Καλλικράτης. Αυτό ήταν ένα σοβαρό μειονέκτημα κάποιες φορές. Σκεφτόταν το κοινό καλό και όχι της οικογένειάς του. 

- Αν γίνω εγώ πρόεδρος αυτά θα κοφτούν. Θα δουν πως έχουν να κάμουν με άνθρωπο και όχι με ζώο. Με ψυχή και όχι με καμιάν αδυνατιά. Θα δώσω αρμοδιότητες, θα μοιράσω τη γη για να επαρκεί για όλους. Ντο σο καλόν, κεν θα συμμορφωθούν για; Αναρωτήθηκε.

- Ο συγχωρεμένος τα ίδια ήθελε να κάμει. Και έδες τον πως κατέληξε. 

- Κεν είμαστε το ίδιον με τον Καλλιφατίδη Καρτερή.

- Εγώ μιαν πίτα ήρθα να φέρω στα παιδία και συ εγρούλεψές με. Παραπονέθηκε εκείνη.  

- Είπα σε. Όλα καλά θα παν'. Εγνεύτ'ς ατο; Μεν ξεχνάς πως έχ'με να ετοιμάσομεν και τη προίκα της Σουμέλας για. Της είπε για να την καθησυχάσει από την ανησυχία της. Εκείνη απλά του χαμογέλασε αλλά συνέχιζε να μη μπορεί να το δεχτεί. Πως θα ήταν ήσυχη όταν ήξερε πως κινδύνευε η ζωή της οικογένειάς της μετά από αυτή την τολμηρή απόφαση. 

- Αμα πάθεις κάτι να δω ντο θα έπω στα παιδία σου, στις νύφες σου και σε εκείνο το δόλιο το παιδί που θα γεννηθεί. Ντο θα πω για το παππού του. Αποκρίθηκε και σηκώθηκε για να φύγει. Κι όμως, μετά βιας έναν χρόνο παντρεμένοι έκλειναν  ο Νικηφόρος με την Ανδρονίκη και ήδη κατάφεραν να απολαύσουν τον έγγαμο βίο. Μετά το νυφόπαρμαν, δηλαδή τη παραλαβή της νύφης από το γαμπρό, όταν έφτασαν στην εκκλησιά για το στεφάνωμα, κουμπάρα ήταν η Αρετή. Τηρώντας τα προβλεπόμενα έθιμα, από τον Ευστάθιο, γιατί εκείνος ήταν άντρας, η Αρετή δεν ήθελε να παρευρεθεί στο γλέντι. Αφού ο Ευστάθιος έκανε τα παζάρια με τους συγγενείς της νύφης για να την "αγοράσει", όπως έλεγε το έθιμο, με πιο απλό σκοπό να τους δώσει χρήματα, ο Κλέωνας που βρισκόταν εκεί παρατήρησε πως η Αρετή δεν ήταν πουθενά. Αμέσως, χωρίς να χάσει χρόνο , έφυγε τρέχοντας για το σπίτι της Αρετής. Η πόρτα ήταν ορθάνοιχτη. Μόλις της είδε σκυμμένη πάνω από το φόρεμά της να κλαίει, η καρδιά του ράγισε ξανά. Είχε να φάει μέρες και να κοιμηθεί νύχτες. Τα δακρυσμένα μάτια της είχαν γίνει κατακόκκινα και τα πόδια της είχαν πρηστεί από το πέρα δώθε τα βράδια. Ο πάτερ Τιμόθεος έλειπε τα βράδια γιατί είχε γίνει λόγος για βανδαλισμούς σε ιερά μέρη και φοβόταν. Ο Ευστάθιος πήγαινε στη τελευταία του τάξη τα πρωινά στο σχολειό και τα βράδια δούλευε σε ένα χωριό πιο πέρα, σε έναν καφενέ. Εκείνη έμενε να κάνει τη δούλα στο σπίτι και να απελπίζεται που ο Νικηφόρος παντρευόταν και την είχε χρήσει κουμπάρα τους. Εκείνη την ημέρα θα τους στεφάνωνε με τον Ευστάθιο και για μια ζωή θα μετάνιωνε που ζει και που υπάρχει για να αναπνέει και να τον βλέπει. Ο Κλώνας την αγκάλιασε. Σήκωσε το θλιμμένο βλέμμα της και τον είδε με αγανάκτηση.

- Ντο έπαθες πάλε μικρέντζα μου; Την ρώτησε χαϊδεύοντας τον προσκέφαλό της.

- Παράτα με Κλέωνα. Άσε με σον πόνον μου. 

- Πάλι για τον Νικηφόρο κάμεις έτσ'; Είπε αγανακτώντας και έφυγε από κοντά της.

- Ξέρεις ντο εν να κοιμώνται όλοι οι άλλοι και εγώ να κλαίγω για εκείνον και εκείνη την μαίγερα την Ανδρονίκη; Ε; Τον αγαπώ εδώ και χρόνια και εκείνος νυμφεύεται μιαν άλλη ξένη. 

- Φτάνει να χαραμίσκεις το βίον σου για εκείνον! Ο Νικηφόρος δεν σε αγαπά και δεν σε αγάπησε ποτέ! Θα σε κάνω ευτυχισμέντζα. Εγώ αγαπώ σε! Φώναξε. Η Αρετή γούρλωσε τα μάτια της και κοίταξε το βλέμμα του που είχε καρφωθεί στα χείλη της. Ένιωθε πως πνίγεται. Τα χέρια της έτρεμαν και κοιτούσε γύρω της τον χώρο. Ζαλιζόταν. Έσπρωξε τον Κλέωνα με μανία και έτρεξε για το σπίτι της Ανδρονίκης που είχε φτάσει ο γαμπρός. Οι στενοί συγγενείς είχαν μπει μέσα στο σπίτι και έτρωγαν τη κοσάρα. Ξαφνικά, όταν οι λυράρηδες βλέπουν την Αρετή να τρέχει προς τα μέσα με φόρα και κλαμμένα μάτια, σταματάνε τη μουσική. Η Ανδρονίκη, που φορούσε το νυφικό της συγχωρεμένης της μάνας της, ντράπηκε. Από τότε πήρε την Αρετή με κακό μάτι. Ο Νικηφόρος όμως τρόμαξε. Νόμιζε πως κάτι έπαθε. Ανησύχησε. Όταν η Ανδρονίκη τον στραβοκοίταξε, εκείνος της έπιασε το χέρι και το φίλησε. Η Αρετή σιχάθηκε τον εαυτό της. Έπαψα να σκέφτεται το ισχό μέλλον της. Απομακρυνόταν από την πραγματικότητα. Τα χέρια της έτρεμαν. Όχι από άγχος ή ανησυχία αλλά από στεναχώρια και απογοήτευση. Όλα τα βλέμματα ήταν πάνω της. Τι να έλεγε; 

- Νουνίζω πως δικαιούμαι και γω τη κοσάρα. Αναφώνησε. Η κοσάρα, ουσιαστικά είναι το παραδοσιακό κοτόπουλο που μαγείρευαν οι συγγενείς της νύφης και την παρέδιδαν και αυτήν, αφού την " αγόραζε " ο κουμπάρος, στο σόι του γαμπρού. Αν η κοσάρα δεν ήταν ολόκληρη, τότε έλεγαν πως η νύφη δεν ήταν αγνή. Για αυτό το λόγο την έραβαν. Τον Νικηφόρο βέβαια δεν τον ενδιέφερε αυτό. Για αυτό δεν άργησε καθόλου να βάλει μπρος για παιδί. Ήταν ένα όνειρο που ήθελε να εκπληρώσει. Η ζωή του ήταν σχεδόν πλήρης. Και αυτό το σχεδόν έπρεπε να το αποκλείσει από το λεξιλόγιό του. Την νύχτα του γάμου ήταν αποφασισμένος να δείξει στην Ανδρονίκη πόσο είχε την ανάγκη να αγαπήσει και να αγαπηθεί. Ενώ το γλέντι συνεχιζόταν έξω στην αυλή, η Ανδρονίκη άρπαξε το χέρι του και τον έσυρε μέσα στα υπνοδωμάτια. Δεν υπήρχε κόσμος μέσα και ήταν ευκαιρία να δοθούν ο ένας στον άλλον.

- Ογιάντα τέτοια βιασύνη χαρά μου; Κεν μπορείς να περιμένεις; Την ρώτησε με μια νύξη. Έφερε τα χέρια του γύρω από τη λεπτή μέση της. Δεν ήταν πρώτη φορά που πήγαινε με γυναίκα αλλά αυτό ήταν διαφορετικό. Η συγκεκριμένη ήταν μόνο δικιά του και κανενός άλλου.

- Μένουμε τόσα άτομα εδώ μέσα. Είναι παράξενο... Του εξομολογήθηκε. Το περίμενε και εκείνος. Ήταν λογικό. Πλέον η φαμίλια είχε συν δύο στόματα να θρέψει.

- Ε εντάξει. Αλλά μην νομίζεις. Ο έρωτας δίνεται και σε άλλα μέρη. Όχι μόνο σε ένα κρεβάτι σον σπίτ'. Απάντησε ο Νικηφόρος. Τα χέρια του άγγιζαν με αργές κινήσεις την μέση της και πήγαιναν στο φερμουάρ του φορέματός της. Εκείνη έπεφτε σιγά σιγά στα πονηρά του δίχτυα και χώριζε πια από τη παρθενική ζωή της. Ο Νικηφόρος την φίλησε για πρώτη φορά. Από τη στιγμή των αρραβώνων μέχρι και όταν παντρευόταν το ζευγάρι, ήταν απαγορευμένο να βρεθούν. Μετά από τόσο καιρό την έβλεπε και την ωρεγόταν ακόμα περισσότερο. Οι λεπτές καμπύλες της έγιναν προέκταση του χεριού του. Τα χείλη τους κόλλησαν για πρώτη φορά και δίχως άλλη στιγμή να τους εμποδίζει, τα κορμιά τους ήρθαν πιο κοντά από ποτέ. Το νυφικό κρεβάτι βρισκόταν στον πάνω όροφο. Η Ανδρονίκη, καθώς ανέβαινε τα σκαλιά, η καρδιά της χτυπούσε δυνατά και το κορμί της αναζητούσε το σώμα του Νικηφόρου που τόσο περίμενε να γευτεί. Εκείνος άρπαξε το χέρι της και την πήγε στον τοίχο δίπλα από το νυφικό δωμάτιο. Ρούφηξε το δέρμα της και τον λαιμό της στάλα στάλα. Τα δάχτυλά της μπλέχτηκαν στα σκούρα του μαλλιά. Ήταν άπειρη, δεν ήξερε τι να κάνει και πως να φερθεί στον ανεξέλεγκτο πόθο του Νικηφόρου. Όταν εκείνος σήκωνε αργά το φόρεμα της με το ένα του χέρι και της χάιδευε τον μηρό, αισθάνθηκε ένα κάψιμο, εκείνες τις πεταλούδες χαμηλά στη κοιλιά. Όσο αυτός έψαχνε τις ανεξερεύνητες πτυχές της και όσο τα χέρια του περιεργάζονταν τα λευκά εσώρουχά της, εκείνη έβλεπε το είδωλό της στον καθρέφτη απέναντι να μένει άπραγο και να μην φαίνεται πως ποθεί τον άντρα της. Πήρε τη πρωτοβουλία και κόλλησε εκείνη στον τοίχο τον Νικηφόρο. Αυτός άφησε στο χέρι της τα πάντα. Του άνοιξε τα κουμπιά του πουκαμίσου και σιγά σιγά χαμήλωνε το ύψος της. Ο Νικηφόρος το απολάμβανε. Όταν όμως στον καθρέφτη αντίκρισε κάτι άλλο από αυτό που πραγματικά έπρεπε, θόλωσε. Κούνησε το κεφάλι του για να φύγει από το μυαλό του η εικόνα που ο ίδιος δημιούργησε, όσο και να μη το πιστεύει. Όταν αντιλήφθηκε πως η Ανδρονίκη κατάλαβε ότι κάτι τον πείραξε, σταμάτησε αμέσως να τον γδύνει. Την αγκάλιασε και εκείνη τύλιξε γύρω από το κορμό του τα πόδια της. Θώπευε τους μηρούς της αργά και βασανιστικά. Αυτή άρχιζε να ανασαίνει βαριά. Ο Νικηφόρος την έριξε μαλακά στο κρεβάτι με τα λευκά σεντόνια. Μπήκε κάτω από τη φούστα του φορέματός της και αφαίρεσε μηχανικά το εσώρουχό της. Εκείνη αισθάνθηκε ντροπή, όπως ήταν φυσικό. Η Ανδρονίκη έβγαλε μόνη της το φόρεμα της και τώρα ο Νικηφόρος την έβλεπε μόνο με τη νυχτικιά της. Ήταν ερεθισμένη παντού. Τα χείλη του κολλούσαν στο αρωματισμένο δέρμα της. Ξεκίνησε να τη φιλά από τις άκρες των ποδιών της μέχρι και τους μηρούς της. Της έριξε ένα βλέμμα για να δει αν ήταν άνετη και να μπορέσει να συνεχίσει αλλά πάλι έβλεπε ένα άλλο πρόσωπο στα μάτια της Ανδρονίκης. Προσπάθησε να επανέλθει στον σκοπό του. Εκείνη το κατάλαβε και του πίεσε αργά το κεφάλι. Αυτό σήμαινε αποδοχή. Τα μάτια της ήταν ορμητικά κλειστά. Αισθάνθηκε το χέρι του να περιεργάζεται αισθησιακά το στήθος της, τον βοήθησε αφαιρώντας πλήρως κάθε ίχνος ρούχου από πάνω της. Πλέον βρισκόταν ολόγυμνη μπροστά του. Η Ανδρονίκη του έβγαλε την φανέλα με γρήγορες κινήσεις και εκείνος έβγαλε το υφασμάτινο παντελόνι του. Η Ανδρονίκη δεν ήξερε τι θα την περιμένει στη συνέχεια. Όταν είδε πως ο Νικηφόρος έβγαζε το τελευταίο του ρουχικό, έκλεισε ασυναίσθητα τα μάτια της. Της άνοιξε ελαφρά τα πόδια. Εκείνη ένιωθε την εμφανή υγρασία ανάμεσα τους. Ο Νικηφόρος ξάπλωσε πάνω της και την φίλησε με πάθος. Οι γλώσσες τους χόρευαν ρυθμικά και σε λίγο θα χόρευαν και τα σώματά τους. Η Ανδρονίκη το μόνο που έκανε ήταν να χαϊδεύει τη γυμνή του πλάτη. Τα δικά του χέρια σιγά σιγά κατευθύνονταν αλλού. Κατέβαιναν χαμηλά και άγγιζαν την περιοχή της. Η Ανδρονίκη έβγαζε άηχες ανάσες ρυθμικά και αυτό έδινε ικανοποίηση στον Νικηφόρο που τον μάγευε η πλήρης σωματική αφοσίωση της αγαπημένης του. Τα δάχτυλά του έμπαιναν μέσα της με ρυθμό και έπαιζαν με το σώμα της. Οι γρατζουνιές της στη πλάτη του ήταν σημάδια ηδονής και απόλαυσης. Η μόνη λέξη που αναφωνούσε ήταν "ναι" και τίποτε άλλο. Η στιγμή που δεν θα ήταν πια αγνή και άσπιλη ήρθε όταν ο Νικηφόρος πήρε καλύτερη θέση πάνω της. Φιλούσε τα ποθητά στήθη της και είχε κλειδώσει τα χέρια της με το δικό του σαν να ήταν σχοινί. Αισθάνθηκε τη κορφή του ανδρισμού του να μπαίνει μέσα της. Ήθελε να απεγκλωβίσει τα χέρια της από τα δικά του αλλά εκείνος τα πίεζε ακόμα περισσότερο. Αυτό του έδινε την ευκαιρία να την κάνει ο,τι αυτός θέλει. Μπήκε μέσα της αργά. Αυτή έκανε ξανά κίνηση για να ελευθερώσει τα χέρια της. Ήθελε να αγγίξει το κορμί του. Εκείνος όμως ήθελε να έχει τον πλήρη έλεγχο. Έβλεπε το σώμα της να ζητά ακόμα πιο πολύ τον ανδρισμό του. Το σεντόνι δεν είχε βαφτεί κόκκινο ακόμα. Αυτό μαρτυρούσε ότι έπρεπε να μπει μέσα της πιο δυνατά και πιο βίαια. Πήρε την απόφαση και πήγαινε μέσα έξω συνεχώς. Οι κραυγές της ηχούσαν σε όλο το δωμάτιο. Πονούσε από ηδονή και από ικανοποίηση. Τα επιφωνήματά της έλεγαν τα πάντα. 

- Αχ! Πάρε με Νικηφόρε! Πάρε με! Φώναζε όσο εκείνος ήταν συγκεντρωμένος στο συζυγικό του καθήκον. Έριξε ένα βλέμμα στο ματωμένο σεντόνι που έπρεπε να απλωθεί στο πέτρινο μπαλκονάκι. Μέχρι εκείνη τη στιγμή παρατηρούσε μόνο το υπέροχο σώμα της που το λιγουρευόταν μέρες τώρα στα όνειρά του. Εκείνη τελείωσε πριν από αυτόν. Όταν η Ανδρονίκη έφερε τα πόδια της στους ώμους του, τέλειωσε και αυτός. Οι ανάσες τους πήραν πάλι τον κανονικό τους ρυθμό. Βγήκε από μέσα της και ξάπλωσε πάνω στα ερεθισμένα στήθη της. Εκείνη έκλεισε με τα χέρια της το όμορφο προσωπάκι του. Αυτός φίλησε τα ακροδάκτυλά της, και όταν έβγαλε τα χέρια της από τα μάτια του, είδε ξανά αυτό που δεν έπρεπε. Στο πρόσωπο της Ανδρονίκης φανερωνόταν σαν παραίσθηση εκείνο της Αρετής. 

          Η Αρετή, όταν αντιλήφθηκε την απουσία του Νικηφόρου από το γλέντι που γινόταν βρήκε την ευκαιρία να του μιλήσει. Ήταν αποφασισμένη αυτή τη φορά. Δεν πέρασε από το μυαλό της πως αφού έλειπε και η Ανδρονίκη θα ήταν μαζί στο κρεβάτι αγκαλιά. Ήξερε ποιο ήταν το δωμάτιο που είχαν ετοιμάσει για το γάμο, αφού η ίδια μαζί με τις υπόλοιπες γυναίκες του χωριού το έφτιαξαν, και επίσης τα άλλα δωμάτια ήταν κλειστά για λόγους ασφαλείας. Ανέβηκε δειλά τις σκάλες και στάθηκε στην άκρη της όταν άκουσε φωνές. Οι κραυγές της Ανδρονίκης ακουγόντουσαν τόσο πολύ που έκαναν την καρδιά της να ματώσει. Ήταν λίγο αφελής αλλά ήθελε να πιστεύει πως οι φωνές ήταν κάποιας άλλης. Πλησίασε ακόμα περισσότερο και ενώ οι ήχοι από τις λύρες και τους Πόντιους να τραγουδούν μπερδευόταν με τις φωνές της Ανδρονίκης, εκείνοι δεν κατάλαβαν τίποτα. Τους κρυφοκοίταζε από τη κλειδαρότρυπα. Έβλεπε τον αγαπημένο της να ξαπλώνει πάνω στη γυμνόστηθη Ανδρονίκη και ξεριζωνόταν η ψυχή της. Κάθε τόλμη και θάρρος είχε φύγει από τη καρδιά της. Άρχιζε να δακρύζει από πόνο. Αφού είδε τον Νικηφόρο της να φιλά τα χείλη της Ανδρονίκης, θόλωσε ξανά. Έτρεξε στις σκάλες και βγήκε από την πίσω πόρτα, πάλι έκλαιγε με λυγμούς και έτρεμε. Ο Κλέωνας ως συνήθως εμφανιζόταν στις πιο κατάλληλες-ακατάλληλες στιγμές. Πέταξε το τσιγάρο που φούμαρε στο χώμα και την έπιασε από το χέρι ενώ έβγαινε από τη πόρτα. 

- Ντο έπαθε μάτια μου πάλε; Τη ρώτησε. Πέρασε μια τούφα από τα μαλλιά της πίσω από το αυτί της
- Ο...ο Νικηφόρος...
- Ο Νικηφόρος παντρεύκεται κούκλα μου. Ανασπάλτ'ς ατόν σε παρακαλώ. Γνέψε ότι θα εν παντρεμένος άνθρωπος από εσήμερον. Είπα σε πως θα σε παντρευτώ εγώ. Θα γενείς η γυναίκα μου και θα είμαστε ευτυχισμέν' για πάντα. Της είπε. Δεν άκουγε σχεδόν τίποτα από όσα είπε ο Κλέωνας. Το μόνο που ήθελε ήταν να φωνάξει. Να κλάψει στην αγκαλιά του Κλέωνα και να φωνάξει για να αποβάλλει το μίσος της. 

- Σε μισώ Ιορδανίδη! Φώναξε με ο,τι δύναμη της είχε απομείνει από το ατελείωτο κλάμα. Που να ήξερε και τη πλευρά του Νικηφόρου όμως.

          Σε αντίθεση με τον Νικηφόρο, ο Σωκράτης παντρεύτηκε έναν μήνα αργότερα την Ελισσώ. Η διαδικασία ήταν παρόμοια. Το μόνο που δεν ήταν ίδιο, ήταν η διαμονή στο σπίτι. Η Ελισσώ έπρεπε να τελειώσει τις σπουδές της και δεν υπήρχε περίπτωση να μείνει χώρια από τον Σωκράτη. Όσο και να ήθελε να μένει μακριά απο τον Ιεροκλή, τόσο πιο πολλές ώρες περνούσαν μαζί. Ωστόσο, ήδη πριν τον γάμο τους, το όνειρο του Σωκράτη να γίνει ο αυτοκράτωρ της πλαγιάς, είχε σχεδόν πραγματοποιηθεί. Σηκωνόταν χαράματα για να θερίσει, να καλλιεργήσει, να φυτέψει, να κλαδέψει. Μπορεί να μην ήταν παντρεμένος με την Ελισσώ όταν πήρε την ευθύνη των χωραφιών, αλλά ο Δημοσθένης του είχε αδυναμία και δεν θα άφηνε κανέναν να χαλάσει το γάμο τους. Τον αισθανόταν περισσότερο σαν γιο του παρά σαν γαμπρό του. Εκείνη τη νύχτα του γάμου, στο κρεβάτι τους δεν έγινε απολύτως τίποτε. Όταν έληξε το γλέντι γύρω στις πέντε το χάραμα, η Ελισσώ δεν ήξερε πως να φερθεί. Παρομοίως και ο Σωκράτης. Δεν ήταν πως δεν ήθελε να την κάνει δική του, αλλά αν το έκανε έπρεπε να έχει το συναίσθημα που με την Ελισσώ δεν υπήρχε. Εκείνη πάλι ήθελε να μείνει πιστή στον Ιεροκλή. Δεν μπορούσε να σκεφτεί ότι κοιμόταν με τον αδερφό του εραστή της. Ο Σωκράτης δεν ήξερε απολύτως τίποτα. Το ματωμένο σεντόνι δεν βγήκε ποτέ εκείνη τη νύχτα. Ο Σωκράτης βρήκε τη δικαιολογία πως έπρεπε να σηκωθεί σε μιαν ώρα για να σπείρει στα χωράφια και εκείνη δεν έφερε αντίρρηση. Και στο ίδιο κρεβάτι που κοιμόντουσαν δεν αισθανόταν άνετα. Παρεμπιπτόντως, ο Νικηφόρος με τη συμβία του κοιμόντουσαν στο απέναντι δωμάτιο, ο Ιεροκλής κοιμόταν με την Μέλια, από δική του πρωτοβουλία, σε διπλανή κάμαρη, κάτω βρισκόταν το ζεύγος Ιορδανίδη και Παταχουρίδη, ενώ ο Κλέωνας ήταν σε ένα δωματιάκι που ήταν αποθήκη παλαιότερα. Μιαν μέρα που ο Ιεροκλής είχε ετοιμάσει τα υπάρχοντά του για να φύγει για την Πόλη, λίγες μέρες αργότερα από το γάμο του Σωκράτη, που προς μεγάλη έκπληξη της Ελισσούς δεν δημιουργήθηκε κάποιο θέμα, άκουσε τις αρβύλες του Σωκράτη να κατεβαίνουν τις σκάλες. Ήξερε ότι ο Σωκράτης έφευγε για τα χωράφια τότε. Δεν μπορούσε ωστόσο να δεχτεί πως η αγαπημένη του κοιμόταν στο ίδιο κρεβάτι με τον αδερφό του. Πως μύριζε το υπέροχο άρωμά της ένας άλλος. Πως άγγιζε τα θεσπέσια χείλη της ένας άλλος. Στις μύτες των ποδιών περπάτησε μέχρι τη κάμαρη της. Έριξε μια ματιά στο απέναντι δωμάτιο που ήταν αγκαλιά η Ανδρονίκη με τον Νικηφόρο. Ήλπιζε να μην τον έβλεπαν. Ήταν περίπου πέντε το χάραμα. Όταν μπήκε μέσα, είδε τους ακάλυπτους μηρούς της και κόλλησε τα μάτια του εκεί. Έσκυψε και της φίλησε μεθοδικά τον λαιμό. Αυτή ασυναίσθητα πίστεψε πως ήταν ο Σωκράτης. 

- Σωκράτη μου, εσύ; Είπε κοιμισμένα, χωρίς να δει ποιος την διεκδικούσε.

- Έχετε προχωρήσει με τον Σωκράτη Ελισσώ μου; Την ρώτησε νευρικά και ειρωνικά. Γύρισε ξανά ο παλιός του εαυτός. Η Ελισσώ μόλις γύρισε και τον είδε μπροστά της τρόμαξε! Σηκώθηκε ξαφνικά από το κρεβάτι και κοίταξε την απέναντι κάμαρη που είχε ανοιχτή πόρτα.  

- Ντο κάμεις εσύ αβδά Ιεροκλή! Φύγε! Απάντησε σπρώχνοντάς τον. 

- Απάντησε μου Ελισσώ. Επέμενε και της έκλεισε με τα χέρια του τους λεπτεπίλεπτους καρπούς της. Αυτή είχε ανοίξει ορθάνοιχτα τα μάτια της από φόβο. Της καλάρεσε όμως που τη ζήλευε τόσο. 

- Ιεροκλή φύγε! Θα σε ακούσουν! Ψιθύριζε φοβούμενη μήπως τον ανακαλύψουν. 

- Πέει Ελισσώ! Θα τα σπάσω όλα αδά - απέσου λέω σε! Είπε σχεδόν φωναχτά ενώ την είχε πλησιάσει απειλητικά. 

- Όχι δεν έχουμε κάνει έρωτα. Εντάξει; 
- Μωρό μου αγαπώ σε. Κεν μπορώ να φανταστώ άλλον να σ'αγγίζ'. Της εξομολογήθηκε πικρά. Αυτή μόνο που δεν έβαλε τα κλάματα. Πλήγωνε όσο τίποτε άλλο τον μοναδικό της έρωτα και το ήξερε παρόλο που δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. 
- Καλοξέρω το αγάπη μου. Αλλά φύγε για. Θα μας ακούσουν λέω σε. Είπε. Αυτός σηκώθηκε και κλείδωσε τη πόρτα πίσω του. 
- Ντο κάμεις εκεί; 
- Θέλω ένα δώρο πίρχον φύγω για την Κωνσταντινούπολη. Απάντησε βγάζοντας το ακριβό του παλτό του. Η Ελισσώ δεν πίστευε αυτό που άκουσε. Ο Ιεροκλής ήθελε να της κάνει έρωτα εδώ και τώρα. Εκείνη φοβόταν μέσα στο σπίτι να του δοθεί. Αυτός όμως ήταν πολύ πιεστικός και αποφασιστικός. Κάθισε στο κρεβάτι, την πήρε από τη μέση και την κάθισε πάνω στα πόδια του. Έλυσε το φιόγκο από τη νυχτικιά της και φιλούσε με απρόσμενο πάθος τον λαιμό της και το στέρνο της. Τα χέρια του χούφτωναν με μανία τα οπίσθιά της. Αυτή φιλούσε τα ζουμερά του χείλη που είχε καιρό να γευτεί τόσο έντονα. Κατέβασε τις τιράντες του νυχτικού της και εμφανίστηκε το όμορφο στήθος της. Πιπίλιζε τις ρόγες της που πίστευε πως είχαν ακόμα πιο ωραία γεύση από πριν. Αυτή αναστέναζε μόνο από αυτό. Είχε πιο πολύ πείρα από την Ανδρονίκη και ήξερε τι άρεσε στον Ιεροκλή. Του κατέβασε το φερμουάρ από το παντελόνι και με μιαν κίνησε έβγαλε εκείνη το μόριό του από τη θέση του. Ο Ιεροκλής της έβγαλε με τη σειρά του το μεταξωτό της εσώρουχο, και έτσι αγκαλιά πως ήταν την σήκωσε και την έστησε πάνω σε ένα ψηλό κομοδίνο ξύλινο που είχαν. Έβαλε μέσα της τον ανδρισμό του και εκείνη λύγισε το κορμάκι της προς τα πίσω από ηδονή. Μπαινοέβγαινε μέσα της επί λίγα λεπτά χωρίς σταματημό. Δεν τελείωσε μέσα της όμως. Δημιούργησε ένα φλογερό τόξο με το σώμα της. Αυτός όλο και περισσότερο χαιρόταν που έβλεπε την αγαπημένη του να ηδονίζεται από εκείνον. 

- Ιεροκλή πόσο μου έλειψαν τα χάδια σου! Του έλεγε. Ο Ιεροκλής φίλησε τα όμορφα της χείλη και άφηνε τα σημάδια του στο κορμί της. Προσπαθούσε να είναι αθόρυβη αλλά με έναν τέτοιο παρτενέρ ήταν πολύ δύσκολο. 

- Σςς. Μη φωνάζεις μωρό μου. Της απάντησε ψιθυριστά. Σταμάτησε για λίγο, έτσι ώστε να βρούν τις ανάσες τους. Η Ελισσώ πίστεψε πως τελείωσε η πράξη. Πήγε να κατέβει από το κομοδίνο όμως ο Ιεροκλής την άρπαξε ξανά. Την άφησε όρθια. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι θα έκανε. Τον είδε να χαμηλώνει και να πέφτει στα γόνατα. 

- Ντο θα κάμεις...; 

- Αυτό θα είναι το δικό μου δώρο. Αποκρίθηκε. Σήκωσε λίγο τη νυχτικιά της και ακούμπησε ελαφρά με τη γλώσσα του την κλειτορίδα της. Ξαφνικά ταρακουνήθηκαν τα πόδια της από ηδονή. 

- Ιεροκλή...Είπε αναστενάζοντας. 

- Ντο έχ'ς μάτια μου; Την ρώτησε περιπαιχτικά. Συνέχιζε να κάνει την ίδια κίνηση. Κουνούσε τη γλώσσα του και τα χείλη του για να ηδονιστούν τα δικά της. Αυτή τον άρπαζε από τα μαλλιά για να μην αναγκαστεί να φωνάξει. Το ήθελε πολύ αλλά δεν μπορούσε. Όταν τελείωσε και εκείνη, οι χυμοί της έπεσαν σαν γλυκό νερό. Κάθισε στο κρεβάτι κουρασμένη σαν αν έτρεχε ώρες ατελείωτες. Τον κοιτούσε με ντροπή όσο εκείνος φτιαχνόταν για να φύγει. Λυπόταν που τον έβλεπε με τα ρούχα της φυγής. Ήρθε κοντά της και της φίλησε το χέρι τρυφερά. 

- Θα γυρίσω σύντομα. Μην λυπίζεσαι. Είπε. Της έδωσε ένα τελευταίο γλυκό, αυτή τη φορά, φιλί και έφυγε χωρίς να τον αντιληφθεί κανείς. Λίγες μέρες αργότερα, η Ελισσώ έπρεπε να γυρίσει στη σχολή της για κάποια χρωστούμενα μαθήματα. Ο Σωκράτης πήγε μαζί της εκεί για λίγο καιρό αλλά δεν μπορούσε να μείνει για πολύ. Την άφησε έναν μήνα περίπου με τον Ιεροκλή. Ήταν το καλύτερό της. Περνούσαν νύχτες μαζί και πολλές μέρες. Για την Πόλη συνέχισε να είναι η αρραβωνιαστικιά του Ιεροκλή. Κανένας δεν ήξερε ότι ήταν η γυναίκα του Σωκράτη. Εκείνος ήταν αφοσιωμένος στα χωράφια και στις δουλειές του. Το ίδιο και ο Καλλικράτης. Ανέτρεφε τη θυγατέρα του και ήταν ο πιο περήφανος δάσκαλος της περιοχής. Όταν όμως μαθευτεί η απόφασή του για την προεδρεία δεν θα είναι όλα τα ίδια....


Γεια φίλοι μου! Πως είστε; 3871 λέξεις σήμερα. Ρεκόρ. Πως φάνηκε το ερωτικό μου κεφάλαιο; Στο επόμενο θα δούμε Τούρκικα προβλήματα. Πάνω υπάρχει βίντεο με ποντιακό παραδοσιακό τραγούδι γάμου. Μην ξεχάσετε να πατήσετε το αστεράκι κάτω αριστερά και να μου αφήσετε τα σχόλιά σας. 

Σας φιλώ! 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top