5ο - 1900 μέρος γ'

Η ιστορία συνεχίζεται παρακάτω...

- Δημοσθένης Ομπολένσκαγια [  Κώστας Ευριπιώτης ] 

- Ανδρονίκη Ομπολένσκαγια [ Κατερίνα Παπουτσάκη ] 

- Ελισσώ Ομπολένσκαγια [ Σοφία Πανάγου ]


          Η μικρή Σουμέλα είχε φέρει την Άνοιξη στο σπιτικό του Ιορδανίδη και του Παταχουρίδη. Δεν ξεκολλούσε κανένας από πάνω της. Λίγων ημερών ήταν η μικρή και είχε κλέψει τις καρδιές όλων τους. Κάποιοι έλεγαν ότι έμοιαζε με την Καρτερή, άλλοι ότι ήταν ίδια ο Σωκράτης όταν ήταν μικρός. Σε όποιον και να έμοιαζε όμως, ήδη είχε κατακτήσει τη καρδιά κάποιου. Εκείνος  ήταν ο Νικηφόρος. Ονειρευόταν κάθε μέρα, όλο και πιο πολύ, την επιθυμία του να γίνει πατέρας και να αποκτήσει την οικογένεια που σκεφτόταν τόσο καιρό. Η Καρτερή δεν γνώριζε για τη συνάντηση που είχε κανονίσει ο Καλλικράτης με τον γαιοκτήμονα Ομπολένσκαγια και όταν το άκουσε από το στόμα του Νικηφόρου στο μεσημεριανό τραπέζι παραξενεύτηκε και της κακοφάνηκε ακόμα πιο πολύ. 

- Πατέρα ντο θα γίν' με εκείνο το προξενιό; Πότε θα δεις εκείνον τον Ρωσοπόντιο; Ρώτησε ο Νικηφόρος. Ο Καλλικράτης τον κοίταξε και κατάλαβε ότι τον ενδιέφερε το θέμα αρκετά. Ο Σωκράτης αντίθετα, στραβοκατάπιε μόλις άκουσε τα λόγια του αδερφού του. Η αντίδραση του Ιεροκλή ήταν αδιάφορη. Εξάλλου είχε ξεκαθαρίσει πως δεν ήταν πρόθυμος να νυμφευτεί καμία κορασίδα πριν ο ίδιος ο αποφασίσει και φυσικά να την ερωτευτεί. Η οικογένεια Παταχουρίδη εντυπωσιάστηκε που ο Νικηφόρος ήταν η κινητήρια δύναμη για το προξενιό. Αυτό ευνοούσε τον Κλέων που θα είχε δική του πια την Αρετή. Αλλά δεν θα της το έλεγε. Θα περίμενε την κατάλληλη στιγμή να της το ανακοινώσει. Για πόσο θα έμενε κρυφό βέβαια στο χωριό είναι άλλο θέμα. Η μόνη που είχε ενστάσεις ήταν η Καρτερή, που εκείνη τη στιγμή θήλαζε τη μικρή Μελιώ.

- Αύριο θα μιλήσω με τον Δημοσθένη. Το έχ'με κανονίσει. Είπε ο Καλλικράτης τσιμπολογώντας από το πιάτο με τα κοχλίδεα. Η Καρτερή άφησε κάτω το πιρούνι της κάνοντας θόρυβο με το πιάτο. 

- Ντο λέτε; Ποίο προξενιό; Εγώ ογιάντα κεν εξέρα'το; Ρώτησε.

- Εσύ τότε μάνα γεννούσες. Θα ερχόμασταν να σου πούμε για το προξενιό εκείνη την ώρα; Είπε ειρωνικά ο Ιεροκλής στη μητέρα του.

- Έχω δικαίωμα να ξέρω Ιεροκλή. Μάνα σας κεν είμαι; Μπορεί να έχω υπό την επίβλεψή μου την αδελφίτζα σας αλλά εγώ έχω μεγαλώσει πέντε παιδία. Μαζί με τον πατέρα σας που όφειλε να με ενημερώσει. Απάντησε. Πράγματι είχε δίκιο. Έπρεπε να γνωρίζει όμως τώρα ήταν αργά για να επιβάλλει τη γνώμη της. 

- Εγώ φταίω Καρτερή μου. Με τον ενθουσιασμό μου για το μωρό το ξέχασα εντελώς. Όταν θα έρθ' νε αύριο θα τους γνωρίσεις και θα δεις πως εν καλά άνθρωποι. Της είπε ο Καλλικράτης. 

- Έχω μωρό παιδί σον σπίτ'. Κεν θέλω να έρθ' κανένας εδώ μέσα. Άκσες; Επιτέθηκε. Η Παρασκευή κατάλαβε ότι η Καρτερή μετά από την τέταρτη γέννα, η ψυχή της, αλλά κυρίως το σώμα της κουράστηκε. Ήθελε την ησυχία της και να μένει όσο γίνεται μακριά από όλους και από όλα. Το αντιλήφθηκε επειδή και η ίδια μετά από τη γέννα της στον Κλέωνα είχε παρόμοια συναισθήματα. Ήταν κυκλοθυμική και εγωκεντρική. Για αυτό το λόγο αποφάσισε να την ελαφρύνει όσο μπορεί. 

- Μεν πουγαλίεσαι κόρη μ'. Για το καλό των αγοριών σου εν. Φαντάσου σε δύο χρόνια από τώρα να έχεις την μικρέντζα και παρέα της να είναι τα εγγονάκια σας! Να γεμίσει το σπίτ'  λαλές και χαρά! Απάντησε. Η Καρτερή τότε το καλοσκέφτηκε και της άρεσε η ιδέα. Όσο νέα και να είσαι, ενώ έχεις παιδιά της παντρειάς, σου αρέσει η ιδέα να έχεις τα εγγόνια σου παρέα. Να ξέρεις πως τα παιδιά σου έκαμαν τη ζωή τους και πως ευτύχισαν. 

- Καλά ας είναι. Όλους θα σας δώσουμε; Να περιμένω τρία εγγόνια; Ρώτησε χαριτολογώντας.

- Όχι μάνα. Εγώ δεν έχω σκοπό να παντρευτώ από τώρα με προξενιό. Τον Νικηφόρο και τον μικρό θα πάρουν οι κοπέλες. Λέει ο Ιεροκλής. Η Καρτερή τον στραβοκοίταξε.

- Σωκράτη αγόρι μου είσαι μικρός ακόμα. Ντο θα κάμεις στη ζωή σου; Περίμενε να τρανέψεις λίον για να σταθείς στα ποδάρια σου για. Τον συμβούλεψε.

- Ξέρω ντο κάμω μάνα. Έτσι και αλλιώς εμένα με ενδιαφέρ'  γη. Ο Ρωσοπόντιος θα με βοηθήσει αν με θέλει για γαμπρό. Θα αναλάβω τα χωράφια του. Είπε εκείνος. Η Καρτερή έκανε ένα νεύμα διστακτικά και από μέσα της ευχήθηκε να πάνε όλα καλά και όπως πρέπει. 

          Ο Αβραάμ, η Παρασκευή και ο Κλέων έλειπαν από το σπίτι και είχαν πάει με το τρένο στη Πόλη για αγορές. Η Καρτερή κοίμιζε στη κάμαρή της την Μελιώ και οι άντρες, ντυμένοι με άκρως ακριβά και εντυπωσιακά σακάκια και γιλέκα περίμεναν την άφιξη της οικογένειας Ομπολένσκαγια. Είχαν στρώσει ένα τραπέζι όξω στην αυλή με πολλά καλούδια. Στύπα, αλμυρά πισία, ψάρια, σαλάτες και ειδών ειδών γλυκά. Στεκόντουσαν στην αυλή και έκαναν βόλτες τριγύρω. Ο Σωκράτης ένιωθε πως δεν είχε αισθήματα. Δεν την ήθελε πραγματικά αυτή την γνωριμία και το μόνο που τον ωθούσε ήταν η μελλοντική επαγγελματική του κατάρτιση. Επειδή δεν είχε νιώσει ποτέ τον έρωτα και την αγάπη, δεν του έκανε καμία απολύτως εντύπωση η στάση του. Αντίθετα, ο Νικηφόρος ήταν πολύ ενθουσιασμένος και είχε αγωνία για τη συνάντηση. Είχε ένα καλό προαίσθημα για τη σημερινή συνάντηση. Ο Ιεροκλής ήταν ο πιο αναιδής της υπόθεσης. Δεν τον ενδιέφερε καθόλου τι θα συμβεί. Το μόνο που ήθελε ήταν να τελειώνει μια ώρα αρχύτερα όλα και να έφευγε την επομένη για την Πόλη. Ο Καλλικράτης είχε πολλές προσδοκίες για τη βραδιά και ήταν σίγουρος πως θα πετύχει. Μετά από μισή ώρα περίπου αχνοφάνηκε πίσω από την καγκελόπορτα μια ακριβή κούρσα Πεζό τύπου 30. Άστραφτε ο δρόμος όταν περνούσε το αμάξι προς τα εκεί. Οι συγχωριανοί δεν είχαν ξανά δει τέτοιο πράμα στη περιοχή. Όλοι μετακινούνταν με άλογα και γαϊδούρια. Οπότε ήταν κάτι πρωτόγνωρο. Όταν άνοιξε η πόρτα από έναν καλοντυμένο νεαρό σοφέρ, πρώτος βγήκε ο Δημοσθένης Ομπολένσκαγια. Άνδρας γύρω στα πενήντα με εξήντα. Κατάμαυρα μαλλιά και μάτια με έντονα χαρακτηριστικά και κομψή ενδυμασία. Οι άνδρες σηκώθηκαν από τις καρέκλες και έτρεξαν να χαιρετίσουν τον άνδρα. Άνοιξαν την εξώπορτα και έφεραν μέσα τον άνδρα. 

- Καλλικράτη! Τι κάνετε; 

- Καλά Δημοσθένη μου. Να σου συστήσω τους υιούς μου. Εξάλλου για εκείνους πρόκειται η συνάντησις. Από εδώ εν ο Ιεροκλής. Ο μεγάλος μου. Ο Νικηφόρος που είδες και στο καφενείο και ο Σωκράτης. Ο μικρότερος. Είπε ο Καλλικράτης δείχνοντας έναν έναν τα παιδιά του.  

- Εδώ πατέρα κάμεις λάθος. Έχουμε και τη Σουμέλα απάν' . Συμπλήρωσε ο Νικηφόρος.

- Τόσο καιρό συνήθισα να λέω πως έχω τρία παιδία. Έχ'με και την μικρέντζα κόρη μ' απάν'. Γέννησε η Καρτερή μου πριν λίγες μέρες. Απάντησε ο Καλλικράτης. 

- Ο! Συγχαρητήρια! Η γυναίκα σου πρέπει να είναι πολύ νέα και όμορφη! Αν κρίνω από τα αγόρια σας! Είπε ο Δημοσθένης προχωρώντας προς το τραπέζι παρέα με τους υπόλοιπους. Ο Νικηφόρος κοιτούσε τριγύρω και αναρωτιόνταν. 

- Κύριε Δημοσθένη, αλήθεια οι κόρες σας θα έρθουν; Ρώτησε ο Νικηφόρος. Ο Δημοσθένης χαμογέλασε και φώναξε. 

- Κορίτσια! Ελάτε πια. Τι φτιασιδώνεστε τόσες ώρες; Είπε. Εκείνη την στιγμή ακούγονται βήματα από πίσω τους. Αυθόρμητα γυρνούν ο Νικηφόρος και ο Καλλικράτης για να τις αντικρίσουν πρώτη φορά. Και οι δύο τους είναι μελαχρινές και ίδιες με τον Δημοσθένη. Η πιο ψηλή φοράει ένα κόκκινο φόρεμα με φαρδιά μανίκια, με στενή μέση και ένα μεγαλοπρεπές καπέλο. Η άλλη προτιμά τις πιο απαλές αποχρώσεις. Το μπέζ-ροζ φόρεμά της με τις έντονες πιέτες στο κάτω μέρος και τους μαύρους φιόγκους είναι ιδανικό. Αυτόματα ο Νικηφόρος όταν βλέπει την ψηλή κοπέλα ενθουσιάζεται παραπάνω. Κοιτάζει τα καφετιά της μάτια και βυθίζεται μέσα σε αυτά. Εκείνη βγάζει το καπέλο και απελευθερώνονται τα καστανά μακριά μαλλιά της. 

- Από εδώ η μεγάλη μου θυγατέρα. Η Ανδρονίκη. Λέει ο Δημοσθένης δείχνοντάς την. Ο Νικηφόρος τότε τη πλησιάζει με αργές κινήσεις και φιλά το χέρι της σαν αληθινός κύριος. Εκείνη του χαμογελά. Το χαμόγελό της ανθίζει στη καρδιά του και του γεμίζει όλα τα κενά που είχε σε αυτήν. 

- Νικηφόρος Ιορδανίδης. Γοητευμένος. 

- Παρομοίως! Ξεστομίζει. Τότε γυρνά και ο Σωκράτης. Σκέφτεται ήδη πως ο Νικηφόρος κατέκτησε απλά και εύκολα την Ανδρονίκη. Ήταν η σειρά του να δώσει στην άλλη κοπέλα το πράσινο φως για να προχωρήσει η σχέση τους. Κόβει από μια γλάστρα της αυλής ένα άνθος και πηγαίνει προς την αδερφή της Ανδρονίκης. Η αλήθεια είναι πως δεν του έκανε κάποια ιδιαίτερη εντύπωση η παρουσία της αλλά δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Ίσως με τον καιρό καταλάβαινε την αξία της. 

- Και από εδώ η άλλη μου κόρη. Η Ελισσώ. Απαντά ο Ομπολένσκαγια. Το όνομα αυτό ηχεί σαν κουδούνι στα αυτιά του Ιεροκλή. Σηκώνεται από τη καρέκλα και προχωρά ξανά στην αρχή της αυλής για να επιβεβαιώσει αυτό που πέρασε από το μυαλό του. Μέχρι να πάει ο Ιεροκλής εκεί, ο Σωκράτης ήδη είχε παραδώσει το λουλούδι στα χέρια της Ελλισούς. 

- Αυτό είναι για εσάς. Της είπε ευγενικά. Αυτή το δέχτηκε πρόθυμα. 

- Δεν χρειάζεται να μου μιλάς στον ενικό. Ο ενικός, για εμένα τουλάχιστον, χρησιμοποιείται καθαρά για να δηλώσεις την αποστασιοποίηση σου με κάποιον. Απάντησε η Ελισσώ. Μόνο και μόνο από τις αντιλήψεις, τις εκφράσεις της, την ομιλία της και τον χαρακτήρα της φαινόταν ότι ήταν σπουδαγμένη κοπέλα με αρχές και κανόνες. Αυτό το ήξερε ακόμα καλύτερα ο Ιεροκλής. Όταν την αντίκρισε μετά από τόσο καιρό και πάλι μπροστά του ταράχτηκε. Δεν ήθελε να το δείξει όμως. Ήθελε να την αγκαλιάσει. Να τη γεμίσει με φιλιά και να αισθανθεί εκείνη τη ρίγη όταν τον άγγιζαν τα λεπτεπίλεπτα δάχτυλά της. Αλλά ταυτόχρονα ήθελε να της δείξει τον θυμό, την αγανάκτηση και την οξυθυμία που τον διακατείχε. 

- Καλησπέρα σας. Είπε εκείνος αιφνίδια. Ήθελε να την πιάσει απροετοίμαστη για να δει την αντίδρασή της. Μόλις τον άκουσε, άφησε ασυναίσθητα ελεύθερα τα χέρια της και το λουλούδι της έπεσε κάτω στο έδαφος. Δεν ήξερε τι να κάνει. Δεν περίμενε να τον δει. Ουδόλως δεν γνώριζε πως έμενε εκεί. Το μόνο που της είχε πει ο πατέρας της είναι πως θα πάνε να γνωρίσουν κόσμο και τίποτε παραπάνω. Ο Σωκράτης μάζεψε το λουλούδι και της το ξανά έδωσε. Αυτή το πήρε με τρεμάμενα χέρια και προσπαθούσε να κρατήσει τη ψυχραιμία της. 

          Μετά από λίγη ώρα, ο Νικηφόρος πήρε αγκαζέ την Ανδρονίκη και κάθισαν κοντά στο τραπέζι. Η Καρτερή συστήθηκε στην οικογένεια Ομπολένσκαγια και κάθισε μαζί τους επίσης. Ο Δημοσθένης παραμέριζε τις κόρες του, έτσι ώστε να νιώσουν πιο ελεύθερες για να γνωριστούν με τα αγόρια και συζητούσε με τον Καλλικράτη για διάφορα θέματα. Ο Σωκράτης δεν προσπαθούσε ιδιαίτερα να κάνει την Ελισσώ να νιώσει οικεία. Εκείνη συνέχιζε να αισθάνεται αμήχανα και δεν μιλούσε πολύ ξέροντας πως πήγαινε να νυμφευτεί τον αδερφό του πρώην συντρόφου της, που κανένας δεν το γνώριζε βέβαια. Αυτό το παρατήρησε η Καρτερή. Όπως και παρατήρησε πως ο Ιεροκλής δεν ήταν καθόλου επικοινωνιακός με καμία από τις κοπέλες. Συνέχιζε να είναι της άποψης ότι έπρεπε εκείνος να παντρευτεί πρώτος. Παράλληλα είδε πως δεν έβγαζε τα μάτια του από πάνω της. Αχ και να ήξερε. 

- Ιεροκλή, ογιάντα κεν επαίρνεις την Ελισσώ μας και να της δείξεις την αυλή και τα περίχωρα; Πρότεινε η Καρτερή που σκοπός της ήταν να φέρει πιο κοντά την Ελισσώ με τον Ιεροκλή και όχι με τον Σωκράτη. 

- Ευχαρίστως. Λέει με μια ψευδή προθυμία. Η Ελισσώ ξέρει πως δεν θα της βγει σε καλό αυτή η βόλτα. Αν και δεν είχε καμία διάθεση να πάει με τον Ιεροκλή, σηκώθηκε και ήλπιζε πως κάτι θα γινόταν και θα άλλαζε γνώμη αλλά ήταν αργά. Μόλις έφτασαν έξω από την πόρτα ο Ιεροκλής κοίταξε αριστερά και δεξιά για να δει εάν υπήρχαν άνθρωποι και βίαια, ξανά, άρπαξε το χέρι της και την έσυρε μέχρι έναν στενό δρόμο πίσω από το σπίτι. Εκείνη αιφνιδιάστηκε και δεν πρόλαβε να αντιδράσει διόλου. Τα μάτια του εστίαζαν στο βλέμμα της και οι ρυτίδες γύρω από τα μάτια του είχαν γίνει πιο έντονες από ποτέ. 

- Ντο θέλτ'ς εδώ; Ποιος διάλος σε έκαμε να έρθεις; Της φώναξε. Αυτή δεν ήξερε τι να πει. Αφού έτσι και αλλιώς δε το έκανε επίτηδες. Αυτό όμως ο Ιεροκλής δεν το γνώριζε. 

- Ο πατέρας μου μου είπε ότι θα πάμε κάπου. Νόμιζα πως βρισκόσουν στη Πόλη ακόμα. Απολογήθηκε. 

- Αφού δεν πάτησα στη σχολή μέρες. Θα με τρελάνεις!; 

- Ξέχασες πως εγώ σπουδάζω φιλολογία Ιεροκλή; Που να ξέρω εγώ πότε πας στη σχολή και πότε όχι; 

- Α ναι; Ο αγαπητικός σου κεν εν αβοκάτος; Ή μήπως προτιμά πιο διανοούμενα επαγγέλματα όπως του δασκάλου; Της είπε ειρωνικά με αύθαδες ύφος. Αυτή εξοργίστηκε. Συνέχιζε να την κοροϊδεύει και να την υποτιμά για την ηθική της ακόμα και τώρα. Τότε του ρίχνει ένα χαστούκι ασυναίσθητα. Είχε αγανακτήσει πια από τη συμπεριφορά του. Η ζήλια του και ο θυμός του την είχαν κάνει έξω φρενών ξανά. Το μάγουλό του έγινε κατά κόκκινο αλλά το πάθος του μεγαλύτερο. Την κοίταξε σαν να έβλεπε μπροστά του μια φτηνή πόρνη. Μια γυναίκα που μπορούσε να του προσφέρει μόνο σαρκικές ηδονές. Αλλά όταν πλησίασε τα χείλη της και ένιωσε την ανάσα της να καταρρέει πίστεψε πως τελικά θα μπορέσει να τα βάλει όλα πίσω του και να την παντρευτεί εκείνος αντί για τον Σωκράτη. Κόλλησε τα χείλη του στα δικά της. Παράλληλα άγγιζε τα λυτά μαλλιά της και αφουγκραζόταν το μεθυστικό ακριβό άρωμά της. Τα πόδια της είχαν κοπεί από το άγχος και τον ενθουσιασμό που ζούσε ξανά. Τελικά ήταν λάθος να χωρίσουν τότε. Έτσι πίστεψε. Και έτσι ήταν. Όταν έληξε το φλογερό φιλί τους, κοιτάχτηκαν για λίγα δεύτερα και αγκαλιάστηκαν μετά από καιρό. 

- Το ξέρεις πως ο πατέρας μου σε προορίζει για τον Σωκράτη; 
- Το κατάλαβα όταν ήρθα. Εμείς τι θα κάνουμε; 
- Τώρα θα πάμε και θα ζητήσω το χέρι σου από τον κυρ-Δημοσθένη. Θα δεχτεί; Την ρωτάει.

- Ναι σίγουρα. Απαντά εκείνη και φεύγουν μαζί για το σπίτι του Ιορδανίδη. Φτάνοντας έξω από την πόρτα, ο Ιεροκλής παίρνει μιαν βαθιά ανάσα για να προετοιμαστεί για αυτό που θέλει να τους ανακοινώσει. Η Ελισσώ κάθεται στο τραπέζι και χαμογελά ευδιάθετα. Όμως όλα μπορούν να ανατραπούν. 

- Εσάς περιμέναμε! Φώναξε ο Καλλικράτης με ανυπομονησία.
- Τι έγινε; Ρώτησε ο Ιεροκλής πριν προλάβει να μιλήσει.

- Ο συμπέθερος έδωκεν μας τα χέρια των κοριτσόπ'λων του! Μεθαύριο σην γιορτή του πολιούχου μας του Αγίου Ευγενίου, τρανήν η χάρη του, θα ανακοινώσομεν τα αρραβωνιάσματα του Νικηφόρου με την Ανδονίκη μας και του Σωκράτη με την Ελισσώ μας! Ο συμπέθερος ήδη μας παρέδωσε τα προικιά των κοριτσών και μας έδωκε την ευχήν του! Είπε ο Καλλικράτης κρατώντας τη μικρή Μελιώ στα χέρια του. Τα λόγια αυτά έπεσαν σαν πέτρες στο στομάχι του Ιεροκλή. Δεν πρόλαβε να τους μιλήσει και είχαν λογοδοθεί ήδη. Ο Σωκράτης επέμενε δηλαδή. Όσο ο Ιεροκλής και η Ελισσώ βρίσκονταν μαζί, ο Δημοσθένης συζητούσε ασυστόλως με τον Καλλικράτη και τον Σωκράτη για το μέλλον. Κατανόησε πως ο Σωκράτης είχε δίψα για δουλειά και μεράκι για τη γη. Το εκτίμησε ο Δημοσθένης. Έβλεπε εκείνον στα μάτια του και το πόσο αγαπούσε τη γη. Το παν είναι η αφιέρωση σε αυτή έλεγε ο Δημοσθένης και δάκρυζε από συγκίνηση που βρήκε ένα εργατικό και αξιόλογο παιδί για την θυγατέρα του. Η Καρτερή τον θαύμασε για το πόσο μπορεί η γη να βοηθήσει έναν άνθρωπο να εξωτερικεύσει τα συναισθήματά του. Συνεπώς το κλειδί για τον, ίσως λευκό, γάμο ήταν η γη. 

          Ο Ιεροκλής είχε απογοητευτεί πλήρως. Όταν η Ελισσώ και η Ανδρονίκη με τον Δημοσθένη έφυγαν, ξέσπασε σε δάκρυα. Ναι. Ένας τόσο δυναμικός άνδρας έχει αισθήματα και πόσο μάλλον τόσο έντονα. Ο Σωκράτης δεν το αντιλήφθηκε και καλύτερα για εκείνον. Όσο για τον Νικηφόρο, ήταν πιο χαρούμενος από ποτέ. Δεν μπορούσε να περιμένει μέχρι μεθαύριο. Ήθελε όσο τίποτα άλλο να ζήσει τη στιγμή που όλα θα πήγαιναν κατ'ευχήν. Θα πήγαιναν όμως; 


Γεια και πάλι! Δυο κεφάλαια σε δύο μέρες. Ελπίζω να σας άρεσε και θέλω να μου πείτε ποιους ηθοποιούς θα βάζατε εσείς στη θέση τους. Μη ξεχάσετε να πατήσετε το αστεράκι κάτω αριστερά και να μου αφήσετε τα σχόλιά σας. 

Σας φιλώ! 





Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top