4ο - 1897 μέρος β'
Γύρω στις έντεκα το βράδυ, ο Σωκράτης με τον Νικηφόρο, που είχαν κοινή κάμαρη, αντιλήφθηκαν πως κάποιος, ή μάλλον κάποιοι, έκαναν βραδυνές εξορμήσεις στον κήπο. Ο Σωκράτης σκούντηξε τον Νικηφόρο στον ώμο για να τον ξυπνήσει. Όταν σηκώθηκε από το βαρύ και ξύλινο κρεβάτι, περπατώντας στις μύτες σχεδόν, πήγε στο διπλανό κρεβάτι για να ξυπνήσει τον Κλέων. Με γρήγορες κινήσεις φόρεσαν τα μαύρα γεμενία τους στα πόδια και προσπαθούσαν να περπατούν όσο πιο αθόρυβα μπορούσαν. Παρατήρησαν πως από το μέρος που έβαζαν τα υποδήματά τους έλειπαν μόνο δύο ζευγάρια. Του Αβραάμ και του Καλλικράτη. Οι γυναίκες ήταν μέσα. Τα αγόρια δεν είχαν πει σε κανέναν ότι θα τους ακολουθούσαν. Σκέφτηκαν πως οι γονείς τους θα τους απαγόρευαν να πάνε, αλλά ο Νικηφόρος ως ενήλικας, είχε κάθε δικαίωμα να συμμετέχει στη συνέλευση. Στο κάτω κάτω για να εκφράσει την επιθυμία που ήθελε, έπρεπε να παρευρίσκεται εκεί και μόνο έτσι θα έβρισκε την ευκαιρία να μιλήσει. Ο Καλλικράτης και ο Αβραάμ δεν είχαν καταλάβει πως είχαν ξοπίσω τους τα αγόρια. Περπατούσαν σαν τους κλέφτες ανάμεσα στα σοκάκια της Αμισσού και στα φτωχικά σπίτια των κατοίκων. Μετά από αρκετή ώρα είχαν φτάσει σχεδόν έξω από το χωριό. Ο Κλέωνας παραξενεύτηκε με τον μακρύ δρόμο και πραγματικά είχε κουραστεί να ακολουθεί τους δυο άνδρες.
- Που θα φτιάσουν πια; Νεγκασιάστ'κα. Είπε ο Κλέων. Ο Σωκράτης τον σκούντηξε ελαφρά αλλά εκείνος από τη νύστα του και την κούρασή του έπεσε πάνω σε ένα δέντρο. Οι δυο άντρες τους αντιλήφθηκαν. Ο Νικηφόρος πήρε πρώτος το λόγο.
- Πόσο κοττοβός εν τούτος μώρ' Σχολίασε χτυπώντας με το χέρι του το κεφάλι του.
- Έρχετ' ο πατέρας. Λέει ο Σωκράτης ανήσυχα. Οι δύο άντρες πλησιάζουν τους υιούς τους και τους κοιτούν κατάπληκτοι.
- Ντο εφτάετε εσείς εδώ βρε; Που πάτε στα άγαλα; Ρώτησε ο Αβραάμ.
- Θείε Αβραάμ μάθαμε για τη συνέλευση. Έχουμε το δικαίωμα να έρθουμε.
- Ντο λες βρε Σωκράτη. Κεν εν μέρος για παιδία εκεί. Αντιτίθεται ο Αβραάμ στον Σωκράτη. Χαιρόταν που τα παιδιά τους ήθελαν να είναι ενεργοί πολίτες και ενδιαφέρονταν για την πόλη τους αλλά ήταν επικίνδυνο να βρίσκονται και τα μικρά μαζί τους. Αν γινόταν κανένα συμβάν, θα έπαιρναν στο λαιμό τους και τα παιδιά. Πως θα δικαιολογούσαν στην Παρασκευή και στην Καρτερή τα συμβάντα;
- Πατέρα εγώ τουλάχιστον θα έρθω.
- Ο Νικηφόρος ας έρθει. Εσείς παένετε στο σπιτόπ'λλον. Είπε ο Καλλικράτης και έδειξε με το χέρι του τον δρόμο. Ο Κλέωνας όμως δεν μπορούσε να δεχτεί ότι ο Νικηφόρος, πάλι, θα ήταν ο κυρίαρχος της υπόθεσης. Τελικά τον ζήλευε σε πολλά πράγματα, όχι μόνο στο ότι είχε κατακτήσει τη καρδιά της Αρετής.
- Όχι θείε Καλλικράτη. Εάν έρθει ο Νικηφόρος θα'ρθω και εγώ. Ή είμαστε όλοι μιαν φαμίλια ή όχ'. Απάντησε. Υπερήφανος όσο τίποτε ένιωθε ο Αβραάμ. Ίσως να μην ήξερε ότι κάπου στα λόγια του Κλέωνα κρυβόταν και ζήλια αλλά παρόλα αυτά χαιρόταν για το παιδί του. Κοίταξε τον Καλλικράτη και του έκανε ένα νεύμα επιδοκιμασίας. Τελικά συνέχισαν και οι πέντε τον δρόμο μέχρι την έξοδο του χωριού που βρισκόταν ένα ξωκκλίσι. Στην αυλή είχαε μαζευτεί όλη η Ελληνική κοινότητα του χωριού και περίμεναν με ανυπομονησία τον μέντορά τους, τον Καλλικράτη. Κάθισε ο πληθυσμός στα εξωτερικά πεζούλια και ψιθύριζαν διάφορα. Ο παπά Τιμόθεος έβαλε μια τάξη και επικρατούσε ησυχία. Ο Σωκράτης έφερε μιαν καρέκλα και την τοποθέτησε στη μέση της αυλής. Κάθισε πάνω της ο Καλλικράτης και όρθιος δίπλα του ο Αβραάμ.
- Εξέρω πως είσαστε σε τρανήν ταραγμονήν μετά τα εφιαλτικά συμβάντα που έγιναν στο καφενείο του Πελεκίδη. Αλλά μην το βάζετε αθκάτ' . Θα βοηθήσουμε όλοι τον Πελεκίδη να σταθεί στα ποδάρια του ξανά. Είπε στους συμπολίτες του. Ο Δήμαρχος Καλλιφατίδης τον χειροκρότησε πρώτος.
- Και μη φοβούστε για τον Χότζα. Κεν ξέρωμεν ακόμα αν εν εκείνος ο υπαίτιος της καταστροφής. Θα παρθούν τα κατάλληλα μέτρα από τους αστυφύλακες και θα ειδούμεν ντο θα κάμωμεν. Απάντησε ο δήμαρχος. Εκείνη τη στιγμή φωνές αποδοκιμασίας ακούστηκαν από τον οργισμένο όχλο. Ο Καλλικράτης ήξερε τον λόγο αλλά περίμενε ποιος θα ήταν εκείνος που θα εξέφραζε την άποψή του πρώτος. Προς μεγάλη τους έκπληξη, ο Σωκράτης, όντας μικρός βέβαια, είχε το θάρρος να μιλήσει λογικά πρώτος.
- Ντο λέτε δήμαρχε; Οι αστυφύλακες είναι βαλτοί του Χότζα. Κεν θα κάμουν τίποτα.
- Σώκρατε καταλαβαίνω τι θέλτ'ς να πεις. Όμως κεν μπορώ να λειτουργήσω αλλιώς. Ακόμα και ο πρόεδρος της Τουρκικής κοινότητας εν με το μέρος τους. Μόνο ο Ιμάμης μπορεί να μας βοηθήσει και κεν μπορεί να κάμει πολλά ούτε άβτος. Λέει. Είχε δίκιο ο Καλλιφατίδης. Όλοι το ήξεραν αλλά δυστυχώς η Τουρκική φάκα ήταν μεγάλη για να τους χωρέσει όλους μέσα.
- Εν πάση περιπτώσει, σημασία έχ' να φτιάξουμε πάλε από την αρχή το καφενείο. Αποκρίθηκε ο Αβραάμ. Τότε ο Πελεκίδης πήρε το λόγο, αφού τον αφορούσε πλήρως το θέμα.
- Κεν το θέλω το μαγαζί Αβραάμ. Έφτασα εξήντα χρονώ. Κεν μπορώ να το ζήσω άλλο. Όλοι αποστομώθηκαν όταν το άκουσαν. Όλη η μάζωξη για το τίποτα. Ο Νικηφόρος τότε βρήκε την ευκαιρία που ήθελε. Προσπαθούσε καιρό να εκφραστεί αλλά οι προσδοκίες του Καλλικράτη για τα παιδιά του ήταν υψηλές και δεν θα μπορούσε να δεχτεί αυτό που θα άκουγε.
- Θέλω να το λειτουργήσω εγώ το καφενείο. Μπορώ να τα καταφέρω. Είπε. Ο Καλλικράτης τον κοιτούσε με γουρλωμένα μάτια και ο Σωκράτης δεν το περίμενε. Ο Κλέωνας πάλι δεν εντυπωσιάστηκε καθόλου από την ανακοίνωση. Μάλιστα πίστευε πως η Αρετή, αν μάθαινε ότι ο Νικηφόρος θα άνοιξε το καφενείο, δεν θα τον έβλεπε με το ίδιο μάτι. Θα τον έβλεπε υποτιμητικά πίστευε.
- Σοβαρά λέσ'ατο;
- Ναι. Το θέλω το μαγαζί.
- Κεν γίνεται τόντο που θες παιδί μ'. Ποίος θα το φτιάξει απ'την αρχή πάλε; Με τι μαΐδια θα το κάμεις; Τον ρώτησε. Ήταν ένα βασικό ερώτημα αυτό αλλά ο Νικηφόρος είχε τα κότσια και τις αντοχές για να τα κάνει όλα από την αρχή. Το μόνο που του έλειπε ήταν το ρευστό και αυτό δεν υπήρχε.
- Εμείς θα σας βοηθήσουμε Ιορδανίδη. Εσείς έχετε κάμει τόσα για εμάς. Ήρθε η ώρα να σας βοηθήσουμε σε κάτι. Θα βάλωμεν ο καθένας κατιτίς και θα το κάνουμε νέο τον καφενέ! Φώναξε ένας από το πλήθος. Όλοι συμφώνησαν. Δεν μπορούσαν να κάνουν και αλλιώς. Εξάλλου ήταν αλήθεια ότι η οικογένεια Ιορδανίδη είχε κάνει πολλά για όλους. Μέχρι τώρα δεν είχε βρεθεί κάποια στιγμή που να χρειαζόντουσαν βοήθεια. Όταν εν τέλει τη χρειάστηκαν, η αδελφική αλληλεγγύη ήταν εκεί για αυτούς.
Οι εργασίες είχαν ήδη αρχίσει. Θα χρειαζόταν τουλάχιστον δύο εβδομάδες να φτιαχτεί ξανά αλλά με το κατάλληλο προσωπικό και της φιλοτιμία όλων, θα γινόταν ένα αξέχαστο καφενείο. Ενώ όλοι ασχολούνταν με την επισκευή του καφενείου, η Αρετή καθόταν σε μια καρέκλα και παρατηρούσε λεπτομερώς τον Νικηφόρο και το πάθος του για τη δουλειά. Αχ πόσο θα ήθελε να είχε τέτοιο πάθος και με εκείνη. Να της μιλά συνεχώς, να την αγγίζει, να της δίνει σημασία κάθε μέρα, να την κοιτάζει στα μάτια με εκείνο το γλυκό ύφος του πάθους, της αγάπης και της ηδονής. Αλλά δεν ξεχνά και το άλλο. «Είσαι μικρό κορίτσι! Ντροπή!», «Τι θα πει ο κόσμος! Είναι πολύ μεγάλος!». Όπως και να έχει όμως, αυτά τα συναισθήματα μπορούσε να της τα δημιουργήσει ο Κλέωνας. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε αυτός.
- Πως και από εδώ;
- Ήρθα να βοηθήσω. Λέει εκείνη αθώα.
- Κεν εν δουλείες για κοριτσόπλα αυτές. Να πας σον σπίτ' να διαβάσεις. Απάντησε ο Κλέωνας. Δεν ήθελε να παραδεχτεί το γεγονός ότι η αγάπη του παραμέριζε το ενδιαφέρον του και κοίταζε άλλους άνδρες και μάλιστα αδελφικούς του φίλους.
- Εσένα ντο σε ενδιαφέρ'; Ήθελα να έρθω και ήρθα. Σε πειράζει;
- Ναι με ενδιαφέρ'. Κεν θέλω να ελέπω σε ανάμεσα σε τόσους άνδρες. Λέει. Η Αρετή άρχισε να χασκογελά σαν μικρό κοριτσάκι και να νομίζει πως ο Κλέων την κοροϊδεύει.
- Ογιάντα κάμεις έτσι; Παντρεμένοι κεν είμαστε. Φίλοι ήμαστε. Είπε εκείνη. Ο Κλέων αισθάνθηκε σαν να γκρέμισαν την μισή καρδιά του και να έπεσε η άλλη μισή. Η Αρετή απαρνιόταν την αγάπη που εκείνος της έτρεφε και αυτό δε το άντεχε.
- Εξάλλου ξέρ'ς ογιάντα έρχομαι αβδά. Θέλω να ελέπω τον Νικηφόρο. Του εξομολογήθηκε.
- Καλά. Είπε με νεύρο και έφυγε. Η Αρετή αναρωτιόταν τι έπαθε. Δεν καταλάβαινε την αγάπη που ο Κλέων της έτρεφε, αλλά ούτε για το πόνο που του προκαλούσε.
Αντίθετα, στην Κωνσταντινούπολη, ο Ιεροκλής αισθανόταν την αγάπη που η Ελισσώ έτρεφε για εκείνον και πίστευε πως ήταν αμοιβαίο. Εκείνη η κοπέλα ήταν ο,τι ήθελε ο κάθε άνδρας. Αισθησιακή, όμορφη, νοικοκυρά, ευπαρουσίαστη, φινετσάτη και πάνω απ'όλα Πόντια. Όταν μια μέρα ο Ιεροκλής γυρνούσε από τη σχολή του, μια από τις καλύτερες στην Τουρκία, έπιασε σε μία γωνιά ενός πάρκου την Ελισσώ να μιλά με έναν άγνωστο άνδρα. Θόλωσε το μυαλό του. Το αίμα κυλούσε στις φλέβες του με γοργό ρυθμό και ήλπιζε να είχε μια καλή δικαιολογία να του πει, αλλά στον Ιεροκλή δεν έπιαναν αυτά καθόλου. Ήταν οξύθυμος και άκρως νευρικός σε τέτοιες στιγμές. Εκείνη, η πιο όμορφη ανάμεσα σε όλες τις γυναίκες. Τουρκάλες, Ελληνίδες και μη, προσπαθούσε πάντα να είναι ευδιάθετη και χαρωπή. Μπροστά στον Ιεροκλή δε, ήταν υπάκουη και προσιτή αλλά υπό τέτοιες συνθήκες υπερασπιζόταν τον εαυτό της. Έτσι της είχαν μάθει και έτσι έκανε. Όταν ο Ιεροκλής την πλησίασε, ο άλλος άνδρας έφυγε, χαλαρά και καθόλου διστακτικά.
- Ελισσώ. Ποίος ήταν αυτός;
- Ένας συμφοιτητής μου από τη σχολή ήταν.
- Και ογιάντα έφυγε μόλις ήρθα; Έγινε τίποτα που δεν έπρεπε να μάθω; Της ψιθύρισε νευρικά πιάνοντάς την από το μπράτσο.
- Ιεροκλή τι έπαθες;! Άσε το χέρι μου!
- Σα κεν ντρέπεσαι που κοιτάς άλλους; Εγώ ντο είμαι για τε σε; Ε;!
- Μέχρι να μιλήσεις στον πατέρα μου δεν είμαι τίποτα για εσένα! Του είπε και τράβηξε το χέρι της από εκείνον.
- Είπα σε. Αν δεν βρω δουλεία κεν μπορώ να πω σον πατέρα σου για εμάς. Εγνάφτ'ς ατο; Την ρώτησε επιδεικτικά.
- Α μπα; Να με ατιμάσεις ήξερες όμως! Να σου δοθώ ήθελες! Του φώναξε εκείνος νευρίασε ακόμα περισσότερο. Είχε χτυπήσει κόκκινο το νεύρο του και σήκωσε το χέρι του να τη χτυπήσει αλλά εκείνη τον σταμάτησε με το δικό της.
- Αλήθεια; Θα με χτυπήσεις;
- Δεν...
- Δεν είμαστε πια μαζί. Τελειώσαμε Ιεροκλή. Μπορεί να σε αγαπώ, να σε ερωτεύτηκα αλλά τον σεβασμό μου τον έχασες. Του απάντησε και έφυγε. Ο Ιεροκλής δεν περίμενε την αντίδρασή της. Δεν έκανε ρούπι όμως από εκεί. Πίστευε ότι ήταν δεδομένη και πως θα γυρνούσε αλλά του έλειπε και δεν γύρισε ποτέ. Την ήθελε όσο τίποτε άλλο. Προς θεού, δεν είχε σκοπό να την εκμεταλλευτεί. Την ατίμασε επειδή είχαν σκοπό να παντρευτούν αλλά τελικά εκείνη έκανε το τελευταίο βήμα και δεν θα γινόταν τίποτε. Ήλπιζε ότι δεν θα τον ξανά έβλεπε ποτέ, παρόλο που βρίσκονταν στην ίδια μεγαλούπολη. Έτσι νόμιζε...
Γεια σας παιδιά μου! Τι μου κάνετε; Ένα ακόμα κεφάλαιο έτοιμο για εσάς! Αλήθεια νομίζετε πως άξιζε να τον χωρίσει η Ελισσώ ή έπρεπε να του δώσει άλλη μια ευκαιρία; Θα σας αποκαλύψω πως το επόμενο κεφάλαιο θα περιέχει τα παντρολογήματα (και ίσως θα είναι το αγαπημένο μου αλλά και σας) Μην ξεχάσετε να πατήσετε το αστεράκι κάτω αριστερά και να αφήσετε τα σχόλιά σας. ( Πάνω σας έχω βάλει τον πιο διαδεδομένο και αγαπημένο μου ποντιακό χορό ).
Σας φιλώ!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top