3ο - Έτος 1897


Η ιστορία συνεχίζεται παρακάτω...

- Πάτερ Τιμόθεος Μοσχογιαννίδης [ Κώστας Σαββιδάκης ]

- Αρετή Μοσχογιαννίδη [ Κατερίνα Γερονικολού ] 

- Ευστάθιος Μοσχογιαννίδης [ Μάνος Παπαγιάννης ] 

- Αβραάμ Παταχουρίδης [ Χάρης Ρώμας ] 

- Παρασκευή Παταχουρίδη [ Κατερίνα Λέχου ] 

Κλέων Παταχουρίδης [  Γιώργος Χρανιώτης ] 



          Το τρένο ήταν σχεδόν έτοιμο να αναχωρήσει από την Σαμψούντα για την Πόλη. Ο Ιεροκλής ήταν πολύ ενθουσιασμένος που επιτέλους θα έφευγε από το χωριό του για να ζήσει τη ζωή του και να ξεκινήσει τις σπουδές του στη νομική. Ο Καλλικράτης ήταν πολύ περήφανος πατέρας και καμάρωνε που είχε γιο σπουδαγμένο και με άκρως άριστη μόρφωση. Όλη η οικογένεια βρισκόταν στον σταθμό για να τον αποχαιρετίσει και να του ευχηθεί καλή τύχη για τη νέα του ζωή. Ο Νικηφόρος πλέον θα αισθανόταν μοναξιά χωρίς τον μεγάλο του αδερφό. Ο Σωκράτης πάλι, ο μικρότερος, δεν είχε τόσο μεγάλο πρόβλημα διότι δεν είχαν τις πιο στενές σχέσεις. Παρόλα αυτά όμως, χαιρόταν που ο αδερφός του βρήκε τον δρόμο του, και ανυπομονούσε και εκείνος να βρει τον δικό του. Η Καρτερή συγκινημένη, όπως κάθε άλλη φορά, φίλησε στο μέτωπο τον μεγάλο της γιο και του έδωσε μια εικόνα της Παναγιάς για να τον φιλά.

- Πάρε αυτή την εικόνα και να την ελέπ'ς να μας αναστοράς υιέ μ'. 
- Μην αναφελίουσαι ρε μάνα. Κεν θα λείπω για πάντα. Θα ξανά έρθω να σας δω. Της είπε και την παρότρυνε να μην κλαίει. Η Καρτερή ήταν ευσυγκίνητη γενικότερα και στεναχωριόταν που το στεριοπούλι της θα έφευγε πρώτη φορά από κοντά της. 
- Μην ελέπ'ς τη μάνα. Εσύ κοίτα να είσαι καλά και να μας γράφ'ς γράμματα. Να ξέρουμε ντο κάμεις εκεί. Αποκρίθηκε ο Νικηφόρος. Ο Καλλικράτης χτύπησε στοργικά τον ώμο που Ιεροκλή.
- Εκεί που θα πας, έραζε να μην ανασπαλτεύτ'ς τη γλώσσα μας και το πολιτισμό μας. Να ομιλείς και Ελληνικά. Να είσαι υπάκουος στους καθηγητές σου και να σέβεσαι τους συνανθρώπους σου. Εν σημαντικό τούντο που λέγω σε. Τόνισε εκείνος. Ο Ιεροκλής έγνεψε καταφατικά. Έσκυψε λίγο στο ύψος του Σωκράτη. Γνώριζε πως δεν βρισκόταν αρκετά κοντά στον μικρό του αδερφό αλλά ήθελε να του φέρεται αδελφικά και όπως αρμόζει
- Μικρέ. Να αφουκρούεις τον πατέρα και τη μάνα. Ο Νικηφόρος που τώρα θα εν ο προστάτης σου να τον αφουκρούεις και αυτόν. Γνάφ'ς ατο; Τον ρώτησε ξέροντας πως θα τα τηρούσε όσα τον συμβούλεψε. Ο Σωκράτης έγνεψε και τον αγκάλιασε. Η Καρτερή έβαλε πάλι τα κλάματα και ο Ιεροκλής την κοίταξε συμπονετικά. Πραγματικά λυπόταν που την έβλεπε έτσι όμως έπρεπε να γίνει. Πως αλλιώς θα φτιάξει τη ζωή του; Γνώριζε καλά πως αν δεν πήγαινε τώρα να σπουδάσει, δεν θα το έκανε ποτέ. 
- Άντε πάενε ογιάντα θα φύγει το τρένο. Επισήμανε ο Νικηφόρος κοιτώντας το ρολόι που βρισκόταν στο σταθμό. Ο Ιεροκλής πήρε τις δύο βαλίτσες του, έριξε ένα τελευταίο βλέμμα στους δικούς του, κυρίως στη μάνα του που είχε αδυναμία, και μπήκε στο τρένο. 
          Το σπίτι ήταν άδειο χωρίς τον Ιεροκλή. Ίσως ήταν η ώρα τέτοια που όλοι ξεκουράζονταν στο χωριό και δεν κουνιόταν ψυχή. Ο Καλλικράτης με τον Αβραάμ κάθονταν έξω στη βεράντα και έπιναν τον καφέ τους όσο η Καρτερή με την Παρασκευή έφτιαχναν διάφορα γλυκίσματα στη λιτή κουζίνα τους. 

- Και πόσο καιρό θα μείν' ο Ιεροκλής σην Πόλην; 
- Κεν ξέρω Παρασκευή. Φοβούμαι. Πως θα νοικοκυρευτεί εκεί για; Κεν ξέρ' ούτε μια κάλτζα να μαντάρ'. Είπε η Καρτερή καθώς ανακάτευε υλικά για να φτιάξει τις παραδοσιακές ποντιακές τηγανίτες, τα πισία
- Τρανόν αγόρ' εν. Μην φοβάσαι. Θα έβρει και μιαν καλή κοπέλα να παντρευτεί. Να κάμει εγγονάκια να έχετε. Της απάντησε. 
- Εν το λιγότερο που με ενδιαφέρ' αρατώρα. Φέρε μου το σεκιέρ. Την πρόσταξε για να αλλάξει τη συζήτηση. Η Παρασκευή της έδωσε τη ζάχαρη και ανακάτεψε τα υλικά καλά για να γίνουν μια ομοιόμορφη μάζα. 
- Το μυστικό εν στο άπλωμα της θυλλόπιτας Παρασκευή. Εμπάζεις το αλέυριν σον τραπέζ και πασπαλίζεις καλά τη θυλλόπιτα. Απάντησε. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε μια γνώριμη φωνή από το βάθος και βήματα που πλησίαζαν τη κουζίνα.
- Ντο μαγερεύετε; Φώναξε η Αρετή μπαίνοντας μέσα. Οι γυναίκες χάρηκαν πολύ που την είδαν. Επειδή είχαν μόνο αγόρια στην οικογένεια, ήθελαν και ένα κορίτσι να τους ομορφαίνει το σπίτι. Όμοια, η Αρετή είχε μόνο τον πατέρα της και τον αδερφό της στο σπίτι οπότε χρειαζόταν κάπου κάπου μια γυναικεία συμβουλή και συμβολή.
- Αα! Καλώς την έμορφην! Ντο εφτάετε σον σπίτ'; Ο αδερφός, ο πάτερ Τιμόθεος καλά εν; 
- Ναι. Μια χαράν. Έρχεται σε λίον. 
- Θα κάτσεις να μας βοηθήσεις ή θα πας να παίξεις με τα παιδία; 
- Ντο λες Καρτερή. Ο Νικηφόρος εν κοτζάμ αγουρότης και πεκιάρης κιόλας. Θα καθίσει να παίξει με την Αρετούλα; Είπε η Παρασκευή. Η Αρετή ακόμα δεν είχε συνειδητοποιήσει πως ο Νικηφόρος πριν λίγο καιρό τελείωσε το σχολείο στο οποίο ο Καλλικράτης δίδασκε. Είχε έναν τρόπο να τον βλέπει. Έναν λόγο να πηγαίνει στο σχολείο και να χαίρεται που βρίσκεται εκεί. Τώρα πια ούτε αυτό. Έβρισκε όμως αφορμή τώρα που και ο Ιεροκλής έλειπε. Υποτίθεται πως ερχόταν για να παρηγορήσει τον Νικηφόρο, που είχε στεναχωρηθεί από την απουσία του αδερφού του. Άλλα όταν το καλοσκεφτόταν, κατανοούσε πως ο Νικηφόρος δεν ήταν πια παιδί για να στεναχωριέται για τέτοια πράματα
- Κεν είπα ότι θα παίξει με τον Νικηφόρο. Τον Σωκράτη εννοούσα για. Απάντησε. Τελικά η Αρετή βγήκε έξω και κατευθύνθηκε σε μια αλάνα που βρίσκονταν τέτοια ώρα πολλά παιδιά. Κάπου εκεί καθισμένα, ήταν τέσσερα αγόρια στη σειρά. Ο ένας ξανθός και πιο κοντός από τους άλλους, επειδή ήταν ο μικρότερος. Κρατούσε δυο φύλλα στάχυα στα χέρια του. Ο διπλανός του ήταν ελαφρώς πιο ψηλός και κοιτούσε τριγύρω το τοπίο. Οι άλλοι δύο είχαν περίπου το ίδιο ύψος. Ο ένας καστανός και ο άλλος μελαχρινός, ψηλός και μεγαλύτερος. Εκεί εστίαζε το βλέμμα της. Πάντα. Όταν έβλεπε τον Νικηφόρο η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. Ντρεπόταν να το ομολογήσει όμως. Για εκείνον σίγουρα η Αρετή ήταν ένα παιδάκι. Για εκείνη όμως ήταν ο άντρας των ονείρων της. Ο έρωτας που τόσα χρόνια έβλεπε αλλά δεν άγγιζε. Αυτό το μυστικό όμως το ήξεραν και άλλοι. Ο Κλέων, το μελαχρινό παιδί με τη μπάλα και ο Σωκράτης, ο κολλητός της φίλος. Ήταν ο μοναδικός που δεν είχαν μεγάλη διαφορά ηλικίας και τα έλεγαν καλά μεταξύ τους. Η Αρετή, όταν έφτασε κοντά στη παρέα, κάθισε δίπλα στον αδερφό της, το καστανό αγόρι. Εάν δεν βρισκόταν ο Ευστάθιος εκεί, τότε σίγουρα θα επέλεγε να καθόταν δίπλα στον Νικηφόρο. Αλλά ο Ευστάθιος ήταν λίγο ιδιόρρυθμος χαρακτήρας και δεν ήθελε να τον προκαλεί. 
- Ογιάντα ήρθες αβδά; Κεν σε θελ' ο πατέρας για δουλείες; Ρώτησε ο Ευστάθιος την Αρετή προσπαθώντας τη διώξει από τη παρέα του. Ο Νικηφόρος, που κατάλαβε την πρόθεσή του, αποκρίθηκε θέλοντας να βοηθήσει την μικρή Αρετή. 
- Εγώ είπα να έρθει. Εσείς θα παίξετε. Εγώ με ποίον θα λακιρτεύω; Απάντησε. Η Αρετή τότε πήγε και κάθισε κοντά του αφού εκείνος προθυμοποιήθηκε να την υπερασπιστεί. Ο Κλέων και ο Σωκράτης κοιτάχτηκαν με ένα υπαινικτικό βλέμμα. Στη συνέχεια ο Ευστάθιος σηκώθηκε από το πεζούλι και πήγε να παίξει με τα άλλα παιδιά. Ο Σωκράτης με τον Κλέωνα κατευθύνθηκαν προς το σπίτι για να πιουν νερό και στον δρόμο ο Κλέωνας εξέφρασε ένα παράπονο που τον βασάνιζε εδώ και έναν χρόνο. Ο Σωκράτης δεν το ήξερε αλλά τώρα πια γνώριζε τι βασάνιζε τη ψυχή του Κλέωνα και στη πορεία τι της Αρετής.
- Ντο έχ'ς ρε αδερφέ; Κεν ελέπω σε καλά. 
- Την Αρετή. Την είδες πως έκανε όταν ο αδερφός σου είπε πως εκείνος την εβάρκισε να 'ρθεί; 
- Εσένα ντο σε ενδιαφέρ'; 
- Η Αρετή εν...Έλεγε αλλά δεν μπορούσε να κρυφτεί. Το βλέμμα του Σωκράτη ήταν καθηλωτικό και άκρως υπαινικτικό
- Ξέρτ'ς ότι η Αρετή αγαπά τον αδερφό μου. Ήσουν ο πρώτος που το απόμαθε. 
- Κεν μπορώ να κρυφτώ αδερφέ. Ετρώγει με έναν ολάκερο χρόνο. Όταν ελέπω την Αρετή να κοιτά τον αδερφό σου αέτσι, με πιάνει μανία Σωκράτη. Τρελλένουμαι. Του εξομολογήθηκε. Ο Σωκράτης είχε μείνει άφωνος από τα λεγόμενα του αδελφικού του φίλου. 
- Ντο λες με; Τόσον καιρό αγάπας την Αρετή και γω απομαθάνω το τώρα; Η Αρετή που εν μικρέντζα μου το είπε πιο νωρίς. 
- Επειδή ήξερα την αντίδρασή σου κεν στο έλεγα. Αλλά τώρα ντο θα αλλάξ'; Αναρωτήθηκε θλιμμένα. Κανένας δεν περίμενε πως ένας, σχεδόν άντρας, δεκαοκτώ χρονών θα ερωτευόταν ένα κοριτσάκι. Βέβαια το ίδιο συμβαίνει και με την Αρετή. Κανένας δεν περιμένει από μια τόσο μικρή κοπέλα να ερωτευτεί έναν εικοσάρι -και βάλε- άνδρα. 
          Μόλις έφτασαν πίσω από τη πόρτα άκουσαν φωνές και διάφορα κακολογήματα από τη βεράντα. Κοντοστάθηκαν να ακούσουν τι γινόταν πρωτού μπλεχτούν στη συζήτηση. Αλλά φαινόταν πως κάτι κακό είχε συμβει. 

- Ντο έπαθες για; Ρώτησε ο Καλλικράτης τον πάτερ Τιμόθεο που μόλις είχε φτάσει και βρισκόταν σε συγχυσμένη κατάσταση.
- Ζώδος! Πάθεμα Ιορδανίδη! Γαλγάνισαν το καφενείο σην πλατείαν! Έγιναν όλα στάχτυ! Φώναξε ο παπάς. Ο Καλλικράτης σηκώθηκε βίαια από τη καρέκλα και χτύπησε το χέρι του στο τραπέζι με μανία.
- Ντο λες! Κάηκε ο καφενές του Πελεκίδη; Από ποίους; 
- Εσύ από ποίους λες Καλλικράτη; Ρώτησε ο Αβραάμ ρητορικά. Όλοι ήξεραν την απάντηση. 
- Ποίος άλλος; Ο Χότζας και τα τσιράκια του. Κεν μπορούν να ζήσουν αρμονικά με κανέναν! Ο θεός ο ίδιος τους τσουρουφλίζει και τους καίει. Λέει ο παπά Τιμόθεος εξοργισμένος. 
- Προς το παρόν καίνε τα δικά μας πράγματα πάτερ! Αυτή η κατάστασις είναι άκρως απαράδεκτη. Και τι; Αύριο μεθαύριο θα κάψουν τα σπίτια μας; Τις οικογένειές μας; 
- Πρέπει να κάνουμε κάτι. Πρέπει να μάθουμε για ποίον λόγο έκαμαν τούντα τα αίσχη. Σήμερα θα μαζευτούμε να σώσουμε ο,τι σώζεται και να συζητήσουμε. Τα μεσάνυχτα. Είπε ο Αβραάμ αποφασιστικά και όλοι συμφώνησαν. Ο Κλέων είχε μείνει άναυδος και ο Σωκράτης το ίδιο. Αμέσως έτρεξαν στην αλάνα. Ακόμα και εκεί επικρατούσε ένα χάος. Μια ομάδα παιδιών μάλωναν. Με λόγια μόνο. Όμως όταν άρχισαν το ξύλο, τα πράγματα σοβάρεψαν. 
- Ο βλάκας ο πατέρας σου έκαψε το καφενείο μας! Δεν μπορείτε να δείξετε αλλιώς τη δύναμή σας και την δείχνετε έτσι; Είπε ένα παιδί από την ομάδα.
- Ο πατέρας μου δεν έκανε τίποτα. Εσείς φταίτε για όλα. Οι Έλληνες. Αφήσατε τους θείους μου στον δρόμο. Μας πήρατε γη και ζωντανά και δεν έχουν δουλειά. Έπρεπε να πληρώσετε! Απάντησε ένα άλλο παιδί. Τα αίματα είχαν ανάψει. Πάνω που άρχισαν να χτυπιούνται μεταξύ τους, ο Νικηφόρος τους χώρισε. Ως μεγαλύτερος όλων τριγύρω, και ως πιο λογικός, προσπάθησε να τους βοηθήσει να λύσουν τις διαφορές τους αλλιώς. Τι στο καλό. Παιδιά δέκα και δώδεκα ετών ήταν. Άλλων αμαρτήματα πλήρωναν τα δόλια
- Ντο κάνετε εκεί βρε; Μαλώνετε; 
- Τι θέλεις εσύ και μπλέκεσαι; Αποκρίθηκε ένα άλλο παιδί. 
- Εσείς γιατί μπλέκεστε στις δουλείες των μεγάλων; 
- Ο πατέρας του έκαψε το καφενείο μας! Είμαστε χωρίς δουλειά! Είπε. Ο Νικηφόρος ένιωσε σαν να μην άκουσε καλά. Τότε ο Σωκράτης και ο Κλέωνας του είπαν όσα άκουσαν και ο,τι είχαν κανονίσει οι γονείς τους. Έπρεπε να πάρει και εκείνος μέρος σε όλο αυτό. Και να κάνει ακόμα κάτι που καιρό επιθυμούσε, αλλά να το άκουγε ο Καλλικράτης, θα έβαζε τις φωνές. 
          Στην Πόλη τα πράγματα ήταν αλλιώτικα. Ο Ιεροκλής ήταν ένας νέος και ωραίος φοιτητής που δεν περνούσε απαρατήρητος από καμία γυναίκα. Ήδη τις πρώτες μέρες, μια κοπέλα ονόματι Ελισσώ, άνοιγε σιγά σιγά την καρδιά της στον Ιεροκλή και του εκμυστηρευόταν πράγματα που κανένας δεν περίμενε. Του είχε πει για τον θάνατο της μητέρας της, που σε κανένα δεν μιλούσε για αυτό. Εκείνος δειλά δειλά επίσης άνοιγε τη καρδιά του και της έλεγε τα όνειρα που είχε. Μόνο που το μέλλον δεν θα τους έβρισκε μαζί. Κοντά ναι μεν, αλλά όχι μαζί...


Γεια σας και πάλι! Να σας ενημερώσω πως έχει ανέβει σχετικό κεφάλαιο με τους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Ευχαριστώ για τη στήριξή σας και την αγάπη που δείχνετε στην ιστορία μου αυτή! Η ερώτησή μου είναι αν πιστεύετε σε εκείνο που λέμε "Αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα ". Θα το δούμε σε μελλοντικά κεφάλαια οπότε να το περιμένετε...

Σας φιλώ!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top