2ο - 1900 μέρος β'

Έξω από το σπίτι του Ιορδανίδη είχε μαζευτεί κόσμος πολύς και περίμενε με αγωνία τα νέα για το επόμενο τέκνο του Καλλικράτη. Η Καρτερή, αφού γνώριζε μετά από τρεις γέννες τι την περίμενε δεν είχε κανένα απολύτως άγχος. Αντίθετα ήταν ενθουσιασμένη και ανυπομονούσε να δει επιτέλους αν το τέταρτο παιδί της θα είναι το κοριτσάκι που λαχταρούσε. Οι πόνοι της ήταν αφόρητοι και ένιωθε πως η κοιλιά της θα εκραγεί. Η βοήθεια της Παρασκευής ήταν πολύτιμη. Η Παρασκευή ήταν μια από τις καλύτερες φίλες της Καρτερής. Μαμή, μαγείρισσα, καθαρίστρια, βοηθός παντού και πάντα. Όταν εγκαταστάθηκε από τη Πόλη στη Σαμψούντα με τον άνδρα της, Αβραάμ Παταχουρίδη και τον γιο τους Κλέων, έχοντας χάσει όλη τη περιουσία τους από Τούρκους αξιωματικούς, ο Καλλικράτης ήταν εκείνος που τους βοήθησε, τους έδωσε δουλειά, κουράγιο και ελπίδα να συνεχίσουν τη ζωή τους με τον επτάχρονο Κλέων. Η στέγη ήταν μέσα στο σπίτι του Ιορδανίδη. Ναι. Ζούσαν μαζί όλοι τους, αρμονικά και χωρίς εντάσεις. Ο Καλλικράτης, η Καρτερή, ο Ιεροκλής, ο Νικηφόρος, ο Σωκράτης, ο Αβραάμ, η Παρασκευή και ο Κλέων. Το σπίτι ήταν ένα από τα πιο μεγάλα του χωριού, οπότε υπήρχε η απαιτούμενη άνεση. Έτσι, είχαν ακόμα έναν αδερφό, που μπορεί να ήταν φίλος αλλά τόσα χρόνια κοντά τους ήταν σαν αδερφός. Ο Κλέων ήταν πιο κοντά ηλικιακά με τον Νικηφόρο αλλά ο Σωκράτης ήταν η αδερφή ψυχή του. Μπορεί να είχαν τρία τέσσερα χρόνια διαφορά, όμως μόνο ο Σωκράτης όταν ήταν μικρά ασχολούνταν μαζί του και έπαιζαν ο,τι ο Κλέων ήθελε. Ως μεγαλύτερος τον «χειραγωγούσε» στα παιχνίδια. Τον Σωκράτη δεν τον πείραζε. Τον ενδιέφερε να είχε έναν φίλο αφού οι άλλοι ως μεγαλύτεροι είχαν δουλειές και τα κατάφερε.
Η Καρτερή κρατούσε τα σεντόνια του κρεβατιού με δύναμη και τα ιδρωμένα της χέρια έτρεμαν από τον πόνο. Άκουγε φωνές από τους συγχωριανούς της και έπαιρνε κουράγιο. Η Παρασκευή, χρησιμοποιώντας τα χέρια της, ψηλάφιζε το κάτω μέρος της κοιλιάς της για να καταλάβει αν ήταν η ώρα να έρθει στη ζωή το βρέφος.

- Έρχεται τ' αρχοντοπούλλιν σου δάσκαλε! Λέει η Παρασκευή. Όλοι τους αγκαλιάστηκαν και ευχήθηκαν στην οικογένεια. Η Παρασκευή μπήκε ξανά μέσα στη κάμαρη βαστώντας ένα κουβά με ζεστό νερό που είχε ετοιμάσει από πριν. Ο Καλλικράτης έπινε ρακί με τον Αβραάμ και τον παπά Τιμόθεο. Ανά καιρούς πήγαινε στους υπόλοιπους καλεσμένους και τους κερνούσε με καλούδια. Την ίδια στιγμή από τη πόρτα έρχεται ο Νικηφόρος με ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά. Μπήκε παραστατικά μέσα και είπε:
- Δέτε ποίον έφερα! Φώναξε. Τότε εμφανίστηκε από το πουθενά ο Ιεροκλής. Ο Ιεροκλής βρισκόταν για οκτώ μήνες στη Τραπεζούντα για επαγγελματικές δουλειές. Η Καρτερή ήταν εκείνη που παρακίνησε τον Ιεροκλή να ασχοληθεί με την νομική. Ήξεραν καλά, ως Έλληνες του Πόντου, τι πάει να πει αδικία και έπρεπε κάποιος να φροντίσει για αυτόν.
- Ντο εφτάετε συγχωριανοί!; Ρώτησε πρόθυμα. Ο Καλλικράτης σηκώθηκε και τον αγκάλιασε μετά από καιρό. Ο Νικηφόρος βρήκε μια θέση ελεύθερη δίπλα στην Αρετή και κάθισε εκεί. Φτερούγιζε η καρδιά της κάθε φορά που τον έβλεπε να τη πλησιάζει. Αχ και να μπορούσε να περάσει λίγες ώρες μαζί του. Τον βλέπει μονάχα όταν κάτι συμβαίνει στο χωριό ή όταν τη στέλνουν να ενημερώσει κάποιον από την οικογένεια για κάτι ασήμαντο. Πράγμα που σημαίνει ότι όταν εκείνη πηγαίνει στο σπίτι τους, αυτός είναι στο καφενείο.
- Ντο έχ'ς Αρετούλα;
- Τίποτα.
- Δε χαίρεσαι που θα έχομεν έναν έμορφον μωρό αδά; Τη ρώτησε. Εκείνη ήθελε τόσο πολύ να του μιλήσει για τα συναισθήματά της αλλά φοβόταν πολύ. Δεν ήθελε να χαλάσει την όμορφη και τρυφερή σχέση που είχαν δημιουργήσει.
- Χαίρομαι.
- Κεν φαίνεται. Πες μου ντο έγινε. Μπορώ να σε βοηθήσω ίσως.
- Έχεις ορεκχθεί ποτέ ότι θες να ορκιτεύτ'ς για κάτι τόσο πολύ σε κάποιον και τελικά να μη σου βγαίνει; Να αγωνίσκουσαι αλλά να σε κρατά κάτι πίσω. Αναρωτήθηκε. Πίστευε πως εκείνη τη στιγμή ο Νικηφόρος θα καταλάβαινε αλλά το πήρε...αλλιώς.
- Πως βέβαια. Όταν ενώ είχα για πατέρα τον δάσκαλο του χωριού φοβούμουν να του ορκέψω ότι κεν έγναφα από γράμματα. Ποίος να το έλεγε πως θα είχα το καφενείο. Ο ένας δάσκαλος, ο μεγάλος γραμματιζούμενος, ο αγουρίτζης μέλλον γαιοκτήμονας και γω καφετζής. Η ντροπή του σογιού! Είπε γελώντας και χαχανίζοντας. Η Αρετή γελούσε με τη ψυχή της όταν έλεγε τέτοια ο Νικηφόρος. Άλλος ένας λόγος να τον αγαπά.
- Ναι δεν εννοούσα... πρόλαβε να πει αλλά ο Νικηφόρος τότε σηκώθηκε από τη θέση του και εξαφανίστηκε στο κενό λέγοντάς της πως θα επιστρέψει σε λίγο. Εκείνη ήξερε πως δεν επρόκειτο να ξαναρθεί.
Ο Ιεροκλής είχε πολλές εμπειρίες πια από τη Πόλη. Αυτό έκανε τους υπόλοιπους να έχουν πολλά ερωτήματα και να τους γεννιούνται ένα σωρό απορίες για τη ζωή έξω από τη Σαμψούντα. Καθισμένοι όλοι τριγύρω του, έπιναν και έτρωγαν μέχρι να ακούσουν τα καλά μαντάτα.

- Ιεροκλή πως εν η πρωτεύουσα για; Κοτζάμ δικαστής κεν σε έχουν αναθέσει καμίαν δουλείαν; Ρωτήθηκε από τον Σπύρο Ρομαλιάδη, έναν αγράμματο γέροντα που ασχολούνταν με την επισκευή επίπλων.
- Δεν είμαι δικαστής μπαρμπά - Σπύρο. Νομικός σύμβουλος είμαι. Έχ' διαφορά.
- Γιαβρί μου που ήσουν; Που έμενες τόσον καιρόν;
- Μου είχε παραχωρήσει η πρεσβεία ένα δωμάτιο ξενοδοχείου. Και ακούστε το καλύτερο. Με ανέθεσαν σύμβουλο του Σουλτάνου. Είπε. Όλοι πάγωσαν. Δεν ήξεραν πως να αντιδράσουν.
- Καλό είναι αυτό πατέρα; Ρώτησε ο Κλέων τον Αβραάμ περιμένοντας μιαν απάντηση. Τότε ο Σωκράτης έδωσε την απάντηση που λίγοι θα τολμούσαν να ξεστομίσουν.
- Αδερφέ πως το δέχτηκες τούτο; Πως σε έπεισαν εννοώ. Κεν είναι λίον προδοσία αυτό που έκανες; Ο Σουλτάνος ξέρει πως είσαι Πόντιος; Πως είσαι Έλληνας; Ρώτησε ο Σωκράτης. Φυσικά δεν είχε σκοπό να προσβάλλει τον αδερφό του ή τους συγχωριανούς του, αλλά ο Ιεροκλής αλλιώς το συνέλαβε.
- Ντο θέλτ'ς να πεις αδερφέ; Πως είμαι ψεύτης ή πως δεν ξέρω την κρισιμότητα της κατάστασης; Νομικός σύμβουλος είμαι για. Φυσικά και ο Σουλτάνος ξέρει πως είμαι Πόντιος. Εκείνος με διάλεξε. Ξέρει την αξία μου και το εκτίμησε.
- Κεν αμφιβάλλω για τίποτα από όσα είπες αλλά ενούνισες τις αντιδράσεις των Τούρκων και των δικών μας; Αν ο μη γένοιτο γίνει τίποτες με τους Ποντίους και τους Τούρκους εσύ ποίον θα υπερασπιστείς; Την πατρίδα σ' ή το συμφέρον σ' ; Είπε ο Σωκράτης. Η αλήθεια είναι πως ο Σωκράτης δεν συμπαθούσε ιδιαίτερα τους Τούρκους. Ήταν υπέρ της δικαιοσύνης, της ισότητας και αγαπούσε την πατρίδα του όσο τίποτα άλλο. Για αυτό τον λόγο αντέδρασε έτσι με τον Ιεροκλή. Ήξερε ότι ο Ιεροκλής ήταν φιλόδοξος και εργατικός άνθρωπος αλλά δεν ήταν σίγουρος για το αν θα ξεπουλιόταν για τα χρήματα ή όχι.
- Ο Αμπντούλ Χαμίτ είναι φιλελεύθερος άνθρωπος Σώκρατε, μη κολλάς στον τοίχο τον αδερφό σου. Ξέρτ'ς ότι εν καλός δικηγόρος και πως μπορεί να διαχειριστεί τις δουλείες του.
- Εξάλλου μετά από τον γάμο του με την Μπεχιτζέ, κεν αναθυμούμαι ποία εν, η δωδέκατη ή η δεκατητρίτ' γυναίκα του, έχει συμμορφωθεί. Απάντησε ο Νικηφόρος.
- Νικηφόρε έχει κάμει τόσους γάμους. Σοβαρέψ' λίον. Ως δικηγόρος του δεν έχω σκοπό να του πω πως θα διαχειριστεί τις ερωτικές του σχέσεις. Κεν έχ' καμία σχέση με αυτό που λέμε.
- Ο Νικηφόρος εννοεί ότι η Μπεχιτζέ έκαμε τον φιλελεύθερο. Έδοκε μας προνόμια υιέ μ'. Εγώ ως δάσκαλος θα πω σε ότι έκαμες σωστή δουλείαν που βρήκες στη ζωή σου το λιμάνι που έψαχνες επαγγελματικά. Ως πατέρας θα σε στηρίξω να σταθείς στα αντζώνια σου. Αλλά ως Έλληνας του Πόντου και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας θα σε δαρμενίσω να είσαι προσεκτικός και να επιβλέψ' καλά το συμφέρον σ' και των δικών σ'. Απάντησε ο Καλλικράτης με σθένος και λογική. Ο Σωκράτης είδε πως ο πατέρας, όπως πάντα, ήταν δίκαιος άνδρας, πρόθυμος να βοηθήσει και να βοηθηθεί. Όμως ακόμα πίστευε ότι ο Ιεροκλής ήταν ακατάλληλος για να αναλάβει ένα τέτοιο βάρος στην εργασία του. Δεν γνώριζε τι θα συνέβαινε στη πορεία και αν τελικά οι Έλληνες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας θα εξεγερθούν εναντίον του Σουλτάνου για να ζητήσουν το Σύνταγμα που επιθυμούν, αλλά γνώριζε πως τη θέση του νομικού συμβούλου έπρεπε να την έχει Τούρκος και όχι Έλληνας.
- Ο Σωκράτες αποκαλατζεύει επειδή εν παιδί ακόμα. Όταν αντρουθείς και βγεις να ψάξεις δουλεία θα μάθεις πως ακόμα και πέτρες να σου προσφέρουν θα τις δέχεσαι χωρίς ερωτήσεις. Αποκρίθηκε ο Ιεροκλής.
- Εγώ τις αγαπώ τις πέτρες. Οι πέτρες είναι γη και η γη είναι ζωή.
- Όταν θα παντρευτείς τότε θα λαβωχίζετε πέτρες με χώμα. Τα παιδία σου τάισέ τα βρούβες και χόρτα. Είπε ειρωνικά. Ο Σωκράτης νευρίασε με την ειρωνεία το αδερφού του και σηκώθηκε από τη καρέκλα του απειλητικά.
- Έχω προσβάλλει εγώ τα όνειρά σου;
- Προσέβαλλες το ήθος μου όμως.
- Το ήθος σου έτσι είναι από μόνο του. Του απάντησε. Τότε ο Ιεροκλής σηκώθηκε βίαια και παρά λίγο να πιαστούν στα χέρια. Ο Κλέων με τον Νικηφόρο τους χώρισαν. Ο Καλλικράτης όμως χαιρόταν με ο,τι συνέβαινε.
- Πατέρα ογιάντα κεν εχώρισές τους; Εν κε γνάφ'ς τι γίγνεται; Ρώτησε ο Νικηφόρος που παρακολουθούσε τον Ιεροκλή να βγαίνει έξω για να ηρεμήσει.
- Νικηφόρε, τα αδέρφια σου είναι τόσο διαφορετικοί αλλά συνάμα ίδιοι. Έχουν φραγμούς στην ηθική και παραγαπούν τον τόπον μας. Ξέρτ'ς ντο σημαίνει τούτο; Πως είναι γνήσιοι Πόντιοι και κάνουν τα πάντα για μας Νικηφόρε. Μας αγαπούν και μας σέβονται, ο καθένας με το δικό του τρόπο και με τη δική του κρίση. Ο Σωκράτης ήθελε να πει σον αδερφόν του ότι είναι υπερήφανος για εκείνον και ότι φοβούται για το μέλλον του. Ο Ιεροκλής ήθελε να του απαντήσει ότι το ξέρει αλλά πως θα μπορέσει να καταφέρτ'ς ατα. Ογιάντα αγαπά εμάς αλλά εγαπά και την δουλείαν του. Απάντησε. Όλοι τον άκουσαν και θαύμαζαν την εξομολόγηση ψυχής του Καλλικράτη. Ο Νικηφόρος ήταν περήφανος για την οικογένειά του όσο τίποτα άλλο. Ταυτόχρονα, ενώ ο Σωκράτης ήταν ακόμα νευρικός, ο Κλέωνας προσπαθούσε να τον καθησυχάσει και να τον βοηθήσει να αποκαταστήσει τη σχέση του με τον αδερφό του.
- Μεν κάνεις αμον παιδί τώρα. Ξέρτ'ς πως εν ο Ιεροκλής.
- Είναι εγωιστής και αγαπά το παρά Κλέωνα.
- Επειδή εσύ βολεύεσαι με τα απλά κεν σημαίνει πως ούλοι βολεύονται. Εσύ θέλτ'ς τη γη, τα ζωντανά, τη πρώτην ύλη. Αυτός θέλει το δίκαιο και το σωστό. Σκέψατο έτσ'. Τι στο καλό. Αδέρφια είστε. Μην κανείτε αμον παιδία. Λέει ο Κλέων στον Σωκράτη. Ο Σωκράτης άκουγε πάντα τα λεγόμενά του και ήξερε ότι ήταν ο άνθρωπος που τον βοηθούσε να ηρεμήσει και να σκέφτεται πιο λογικά. Για αυτό το λόγο, μετά από λίγα λεπτά ηρεμίας, πήγε και μίλησε στον Ιεροκλή και του ζήτησε συγγνώμη που αμφισβήτησε το ήθος και τη παιδεία του. Οι συγχωριανοί τους κοιτούσαν με θαυμασμό.
Λίγες ώρες αργότερα και αφού η Καρτερή ήταν στην τελική ευθεία να γεννήσει, ο Καλλικράτης αποφάσισε πως ήταν η ώρα να μιλήσει στους υιούς του για την άφιξη του μεγαλογαιοκτήμονα Ομπολένσκαγια και για την πρόταση που έκανε. Πάνω κάτω μπορούσε να προβλέψει τις αντιδράσεις τους αλλά όπως και να είχε όφειλε να τους ενημερώσει. Μάζεψε και τους τρις σε μια γωνιά στην αυλή και τους προετοίμασε.

- Ήρθε και έβρηκεν με ένας γαιοκτήμονας Ρωσοπόντιος. Μου ζήτησε να του δώσω δυο από εσάς για τις κόρες του. Αρχικά είπα πως κεν ήθελα να δώκω τον Σωκράτη αλλά το καλοσκέφτηκα και είπα να μιλήσω και σε εσέ για αυτό. Τους ανακοίνωσε. Πράγματι δεν είχε σκοπό να παντρέψει τον Σωκράτη από τώρα, αλλά όταν είδε την ωριμότητα και το θάρρος του, σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να ανοίξει σπιτικό και πίστευε πως θα του χαρίσει μάλιστα και τα πρώτα του εγγόνια.
- Εοστί μας κάμεις προξενιόν.
- Ναι. Συμφώνησα πως θα τον συναντήσω την άλλη εβδομάδα που θα γυρίσει από την Πόλη να μιλήσουμε. Θα τους κάμουμεν το τραπέζ' για να γνωρίσετε τις θυγατέρες του.
- Τρις εν; Ρώτησε ο Νικηφόρος.
- Δυο. Η μια δεκαοκτώ και η άλλ' εικοσιπέντε. Εσύ Νικηφόρε ή ο Ιεροκλής μπορείτε να δεσμευτείτε με τη μεγάλη. Θα εδέτε πρώτα ταις νύφες και θα αποφασίσετε. Ο Σώκρατες μπορεί να πάρει τη μικράν του.
- Πατέρα εγώ δεν παντρεύομαι από προξενιό. Ανασπάλτ'ς ατο! Είπε ο Ιεροκλής αποφασιστικά. Αναμενόμενο.
- Ογιάντο Ιεροκλή; Μεγάλσες. Φτάν'ς τα τριάντα. Ντο θα απογίνεις για; Πως θα ανοίξεις σπιτικό αγόρι μου;
- Από σεβντά θα παντρευτώ πατέρα. Από έρωτα.
- Έχνε προίκα. Ο Δημοσθένης εν ο πιο πλούσιος αβδά. Έχει όλα τα χτήματα ση πλαγίαν πάνω. Μη κλοτσάς το ογούρι σ' . Απάντησε ο Καλλικράτης. Μέχρι πρότινος η συζήτηση δεν ενδιέφερε τον Σωκράτη όμως όταν άκουσε ότι ο Ομπολένσκαγια έχει τα χτήματα της πλαγιάς ένιωσε σαν να αναζωπυρώθηκε το όνειρο που είχε για τις καλλιέργειες και για να ζήσει από τη φύση που πάντα ήθελε. Θα ήταν η ευκαιρία του να αποκτήσει αυτό που θέλει. Σαν μήνυμα από τον θεό ήταν.
- Κεν με ενδιαφέρ' πατέρα.
- Βρε μπας και είχες καμία σην Πόλην και έκρυψές μας το; Ρώτησε ο Νικηφόρος υπαινικτικά. Κι όμως! Ο Ιεροκλής είχε συνάψει κρυφό δεσμό με μια κοπέλα, φοιτήτρια μουσικών σπουδών. Ήταν ερωτευμένοι και ήθελαν να επισημοποιήσουν τη σχέση τους αλλά η κοπέλα φοβόταν τον πατέρα της. Ήταν ισχυρός άνθρωπος και σίγουρα θα ήθελε για γαμπρό του κάποιον του κύκλου του, και όχι έναν απλό νομικό. Όλα αυτά συνέβησαν πρωτού ο Ιεροκλής γίνει νομικός σύμβουλος του Σουλτάνου. Της είχε υποσχεθεί πως όταν γίνει θα το έλεγε στον πατέρα της και θα παντρευόντουσαν αλλά εκείνη τον εγκατέλειψε πριν λίγες εβδομάδες και ο Ιεροκλής ήταν απελπισμένος. Μέχρι που έμαθε ότι η μητέρα του γεννά σε λίγες μέρες και ήλπιζε πως θα βρει την αγάπη που περίμενε από ένα μικρό πλασματάκι. Εκείνος ήταν πιο ενθουσιασμένος και από τον πατέρα που θα δει το νέο του αδερφάκι.
- Είχα κάποια. Αλλά είναι παρελθόν. Σημασία έχ' πως κεν θέλω να παντρευτώ πατέρα. Γνάφτ'ς ατο.
- Καλά καλά. Για μιαν γνωριμία θα έρθουν οι άνθρωποι. Αν δεν θέλεις εσύ τότε έχει ο Νικηφόρος σειρά. Και συ μεγάλωσες.
- Εγώ κεν έχω πρόβλεμα. Καλή κοπέλα να εν.
- Θέλω και γω να παντρευτώ πατέρα. Είπε ο Σωκράτης. Και οι τρις τους τον κοιτούσαν με ένα παράξενο ύφος.
- Ούτε δεκαοκτώ δεν είσαι για. Πως θα ζήσεις ολάκερη οικογένεια; Ρώτησε ο Ιεροκλής.
- Μιαν χαράν θα τα καταφέρ'. Έχω εμπιστοσύνη σον μικρόν. Είπε ο Καλλικράτης. Ο Νικηφόρος ξεμονάχιασε τον Σωκράτη γιατί κατάλαβε ότι δεν ήθελε να παντρευτεί την κόρη του Ομπολένσκαγια για τη δέσμευση ή για να περάσει τη ζωή του με κάποια.
- Κεν με λες. Εσύ ογιάντα θελτ'ς να παντρευτείς;
- Για...για να έχω ένα ζεστό πιάτο φαΐ στο σπίτι. Εσύ ντο ρωτάς ατό;
- Ρε πες μου την αλήθειαν. Εγώ είμαι τόσο χρόνων και θέλω να δεσμευτώ. Εσύ μετά βίας είσαι δεκαοχτώ. Πως θα τα βολέψεις; Ρώτησε ξανά.
- Θέλω τα χωράφια Νικηφόρε. Θέλω να δουλέψω εκεί.
- Ήμουν σίγουρος. Το καλοκόρασον κεν το σκέφτεσαι; Εκείνη παντρεύκεται για να κάμει παιδία. Εσύ θα μπορέσεις να της το δώκεις αυτό; Ρώτησε. Ο Σωκράτης το σκέφτηκε καλά. Είπε με το νου του ότι θα αγαπούσε τη κοπέλα όσο περνούσε ο καιρός, και που ήξερε, μπορεί να την ερωτευόταν κιόλας.
- Θα την αγαπήσω αδερφέ. Θα ελέψ' ατο. Είπε και ξεφύσηξε από αγανάκτηση.
Ξαφνικά βγαίνει έξω και η Παρασκευή φωνάζοντας. Ένα χαμόγελό μέχρι τα αυτιά. Έψαχνε τον Καλλικράτη. Η Καρτερή μόλις γέννησε. Και ήταν αυτό που περίμεναν όλοι εναγωνιοδώς.

- Καλλικράτη! Να ποδεδίσεις την κορασέα σου! Εν κορίτσ'! Φώναξε. Οι άντρες σηκώθηκαν και από χαρά φιλήθηκαν σταυρωτά. Ευχές και λόγια αγάπης έβγαιναν από τα στόματα των υπόλοιπων. Ο Καλλικράτης, πριν μπει στο δωμάτιο για να δει την θυγατέρα του, έδωσε μια παραγγελιά στον Κλέωνα, που καθόταν και μιλούσε με την Αρετή όσο οι άλλοι μιλούσαν για παντρολογήματα, και του είπε να πάρει τη λύρα του για να χορέψουν όλοι προς τιμήν της κόρης του.
- Κλέων! Παίξ' έναν έμορφον χορόν για τον πατέρα! Φώναξε. Ο Κλέωνας κάθισε σε μια καρέκλα στην αυλή και μόλις άρχισε να παίζει με τη λύρα το τραγούδι που ο Καλλικράτης είπε, οι Πόντιοι του χωριού έκαναν ένα κύκλο και τράνταζαν τη γη από τα ποδοπατήματά τους.
Ο Καλλικράτης μπήκε μέσα στη κάμαρη και τα μάτια του είδαν την όμορφη εικόνα που είχε χρόνια να δει. Η Καρτερή κρατούσε αγκαλιά την όμορφη κόρη τους. Μια σταλιά βρέφος έδινε τόση χαρά σε ολόκληρη οικογένεια.
- Έφτασεν η θυγατέρα μας. Είπε η Καρτερή συγκινημένη. Ο Καλλικράτης κάθισε κοντά της και χάιδεψε το όμορφο προσωπάκι της κόρης του.
- Είμαι πολλά ευγνώμων για τη φαμίλια μας Καρτερή μου. Τόσα χρόνια και ακόμα είμαστε όπως πάντα.
- Αγαπώ σε ακόμα. Τούτο είναι που με κάμει να τρελένουμαι για τε σε. Του απάντησε. Εκείνος την φίλησε το μέτωπο στοργικά και γλυκά.
- Πως θα την ονομάσομεν;
- Σουμέλα. Αμον την Παναγίαν. Να μας φυλά και να μας προστατεύει. Ογιάντα ποτέ δεν ξέρτ'ς ντο θα συμβεί σην ζωήν και σον κόσμον.


Γεια και πάλι! Η ανταπόκρισή σας ήταν απίστευτη. Ευχαριστώ πολύ και ελπίζω να σας αρέσει και αυτό το κεφάλαιο όσο το προηγούμενο. Η σημερινή μου ερώτηση είναι αν θα κάνατε τα πάντα για να πραγματοποιήσετε το όνειρό σας, όπως ο Σωκράτης για τα χωράφια της πλαγιάς. Ανυπομονώ να δω ξανά τα σχόλιά σας και να μην ξεχάσετε να πατήσετε το αστεράκι κάτω αριστερά. Σας φιλώ!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top