27ο- 1913 μέρος η'

              Λίγους μήνες πριν μπει το 1914, πριν δηλαδή τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, τα πράγματα στην Αμισσό είχαν γίνει πιο σκληρά. Η επιστροφή των Τούρκων αξιωματικών πάλι πίσω στο χωριό, δυσκόλευε την διαβίωση τους με τους Έλληνες του Πόντου και αυτό σήμαινε πως σταδιακά ξεκινούσαν οι εκδιώξεις των Ελλήνων από τις εστίες τους με βίαιο και απάνθρωπο τρόπο. Πριν από αυτό όμως, το σπίτι των Ιορδανίδιδων, ήταν σε κατάσταση εμπόλεμης ζώνης

            Ξημερώματα ήταν όταν η Ανδρονίκη μπήκε από το παράθυρο της κουζίνας σαν τον κλέφτη μέσα στο σπίτι για να δει τον Δήμο στον ύπνο του όπως έκανε τα τελευταία βράδια. Πατούσε σαν πούπουλο τις φτέρνες της στο ξύλινο πάτωμα και ανέβαινε τις σκάλες αργά για να μην ακουστεί τίποτε. Πρώτη φορά μετά από τόσες μέρες κάποιος στο σπίτι δεν κοιμόταν όπως υπολόγιζε η Ανδρονίκη. Άκουγε έντονους ψίθυρους από το δωμάτιο της Ελισσούς, η δόλια είχε μπει στον μήνα της και δεν κουνιόταν από το κρεβάτι εδώ και βδομάδες. Φαινόταν πως με κάποιον μάλωνε. 

" Χάθ' αβδά είπα σε! Κεν ηθέλω να ελέπω σε. Ντο κ' εγνάφτ'ς ατό; " έλεγε η Ελισσώ στον Ιεροκλή. Οι νυχτερινές του επισκέψεις στην κάμαρή της ήταν τόσο συχνές τελευταία, που και η ίδια είχε αγανακτήσει. Ο Ιεροκλής επιζητούσε απεγνωσμένα να της εξηγήσει και να βρει αποδείξεις πως δεν έγραψε εκείνος κανένα γράμμα, κάποιος άλλος ήταν που ήθελε να τους χωρίσει και γνώριζε για την παράνομη σχέση τους, η οποία είχε λήξει εν τέλει προ πολλού. 

" Άκσον με για λίον..." 

" Κ' με λυπάσαι καθόλου; Περίμενα τόσον καιρόν να ελέπω ντο θα εφτάγω με τον Σώκρατε, κεν ήρθε ποτέ. Αντ'αυτού ήρθες εσύ σην θέσην του. Στο ξεκαθάρισα από την αρχή. Άφησέ με να εφτάω τη ζωή που πάντα ήθελα και εσύ ήσουν το εμπόδιο σε αυτήν γιάντα πάντοτε κάτι τύγχαινε! " 

" Σσς! Μην φωνάσκεις. Θες να μας ακούσει κανένας βραδιάτικα; " 

" Θέλω να φύγεις! " 

" Να σου μιλήσω θέλω μόνον. " 

" Αν κ' εφύγεις θα φωνάξω τούτη τη στιγμή. Κ' αντέχω σε άλλο. Με έχεις κουράσει, εγνάφτ'ς ατό;" αποκρίθηκε φανερώς εξουθενωμένη από την επίμονη στάση του Ιεροκλή. 

" Καλά θα φύγω, εμείς όμως κ' ετελειώσαμεν ακόμα. " αποκρίθηκε ο Ιεροκλής και έφυγε από τη κάμαρη της Ελισσούς.

        Η κατάσταση αυτή είχε ξεκινήσει από τότε που ο Ιεροκλής κατάλαβε ποιος έγραψε το γράμμα με την υπογραφή του, όμως δεν ήταν ακόμα απολύτως σίγουρος. Ήθελε να το συζητήσει με την Ελισσώ και να δουν εάν πράγματι ίσχυαν όσα υποστήριζε ο Ιεροκλής. Η Ανδρονίκη εκείνη τη νύχτα, για πρώτη φορά, έπιασε στα "πράσα" τον Ιεροκλή με την Ελισσώ. Τόσο καιρό δεν γνώριζε τίποτε, ούτε το υποψιαζόταν. Τώρα τον είχε στο χέρι. Πραγματικά δεν την ενδιέφερε διόλου πως το μυστικό αυτό θα επηρέαζε και την ετοιμόγεννη αδερφή της. Βρήκε τον τρόπο να εκβιάζει τον κουνιάδο της και αυτό της έφτανε και της περίσσευε.

         Το επόμενο πρωινό, είχαν κατέβει όλοι στη κουζίνα, είχαν καθίσει στις θέσεις τους για να φάνε, πλην της Ανδρονίκης. Ακόμα και η Παρασκευή με τον Κλέωνα ήταν παρόντες. Καθώς συζητούσαν, άκουσαν βήματα από τις εξωτερικές σκάλες. Αργά και βαριά. Ο Ιεροκλής τους έκανε νόημα να σωπάσουν. Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις τώρα τελευταία που Τούρκοι τσέτες εμπλέκονταν στα σπίτια και λεηλατούσαν ό,τι έβρισκαν. Ο Κλέωνας άρπαξε ένα όπλο που το είχαν κρυμμένο σε ένα μπαούλο στη κουζίνα. Ακολούθησε σιωπή. Τα βήματα πλησίαζαν όλο και περισσότερο τη πόρτα. Όταν άνοιξε, ο Κλέωνας σημάδεψε προς τη πόρτα. Μόλις συνειδητοποίησαν πως ήτανε η Ανδρονίκη, σαν να μην ενθουσιάστηκαν ιδιαίτερα. Ο μικρός Δήμος έπεσε στην αγκαλιά της. Όπως και να το κάνουμε, αυτή τον είχε γεννήσει. Ήταν σχεδόν αδιάφορη η έλευση της για ορισμένους. Το πιο ξεκάθαρο συναίσθημα το είχε φυσικά ο Ιεροκλής.

" Καλημέρα αγαπημέντζα μου οικογένεια. " είπε ειρωνικά η Ανδρονίκη, ανοίγοντας θεατρικά τα χέρια της διάπλατα.

" ...μέρα... " ψέλλισαν ορισμένοι αδιάφορα, συνεχίζοντας το πρωινό τους.

" Μη χαιρούστε τόσο! " συνέχισε να σχολιάζει ειρωνικά.

" Ντο καλατσέβ'ς βρε Ανδρονίκη μου, θέλομεν τον χρόνον μας για να γνεφίσομε..." προσπάθησε να το σώσει η Παρασκευή ρίχνοντας το φταίξιμο στο πρωινό ξύπνημα.

" Ναι ναι βέβαια. Απάν' των απανίων έχετε για τ' εμόν. " αποκρίθηκε η Ανδρονίκη πάλι ειρωνικά. Φαίνεται πως είχε αναθαρρέψει τώρα που γνώριζε ένα καλά κρυμμένο μυστικό της αδερφής της και του Ιεροκλή. Εκείνος όταν την είδε τον διαπέρασε ένα έντονο ρεύμα. Ήταν ήδη φορτισμένος από τον καβγά του με την Ελισσώ και πλέον, πρωί πρωί, δεν θα δίσταζε ούτε για τα θεία να βλαστιμίσει. Της είχε απαγορεύσει να έρθει στο σπίτι μετά τα ξεδιάντροπα καμώματά της στα χωράφια. Θα έπρεπε να αισχύνεται μόνο και μόνο που τόλμησε να έρθει με τέτοιαν άνεση στο αρχοντικό, σκέφτηκε ο Ιεροκλής. 

" Χάθ' αβδά ατέν τη στιγμή. Σήκω αμον είσαι και πέρνιξον οξουκά! Παλαλέσα γαρή! " είπε φωνάζοντας και την έπιασε από το μπράτσο για να τη σύρει στο κατώφλι του σπιτιού. 

" Σώς Ιεροκλή! Ντροπή σύμπουρνα εμπονέστε έχ'με! Άσ' την για! " τον παρακάλεσε η Παρασκευή, γιατί έρχονταν μέρες νηστείας και με το βλέμμα της έδειξε τα παιδιά που κάθονταν αμίλητα στο τραπέζι. Μπορεί να μην ήξεραν τι συνέβαινε αλλά καταλάβαιναν περισσότερα από όσα νόμιζαν οι υπόλοιποι. 

" Άσε με Παρασκευή! Είπα σε να μη πατήσεις το ποδάρ' σου αδά απές! Είμαι ικανός να σε δώκω στους χωροφύλακες να σε πάνε εκείνοι ακέκα που ξέρ'νε! " Συνέχιζε να φωνάζει και να απειλεί την Ανδρονίκη ο Ιεροκλής. Εκείνη πήρε το σοβαρό της το ύφος. Εκείνο με τα μαζεμένα φρύδια που τη δημιουργούσε έντονες γωνίες στο πρόσωπο. 

" Μάννα πάρε τα παιδία από 'δω. "  αποκρίθηκε αυστηρά διατάζοντας σχεδόν την Καρτερή. Σήκωσε τον Δήμο και την Σουμέλα και κατευθύνθηκε προς την αυλή. Θα ήθελε πολύ να ακούσει αυτή τη συζήτηση όμως θα γινόταν σίγουρα αντιληπτή. Έριξε μια φευγαλέα ματιά στην Μπαχάρ. Μέσα στην αναταραχή, την τράβηξε σιμά της και της ψιθύρισε στο αυτί. 

" Άμε να ακούσεις κούτση μου ντο καλατσέβ'νε! Κ' επείράζ' που δε τα λες. Θα τα γράφτ'ς! Άμε! " της είπε. Η Μπαχάρ ίσα που κατάλαβε ότι η Καρτερή της ζητούσε να κρυφακούσει, να ρουφιανέψει τον Ιεροκλή και την Ανδρονίκη. Η Μπαχάρ δεν την συμπαθούσε εξαρχής την Ανδρονίκη, δεν ήθελε μπλεξίματα με το συνάφι της. Το θέμα ήταν ,όμως, πως θα δικαιολογούσε στην Καρτερή το γεγονός ότι δεν γράφει ελληνικά ρωμέικα. Ήταν σωστό να κρυφακούσει τον Ιεροκλή;

" Τώρα που ξεκουμπίστηκαν, άκσον. Από αυτό αδά τ' οσπίτ κ' θα με διώξει κανένας. Εγνάφτ'ς ατό για το θέλτ΄ς και γραπτώς; " 

"  Ποια νομίζεις πως είσαι ε; Ποια παριστάνεις; Θα σε πιάσω από τα μαλλία και θα σε σύρω στην πλατεία του χωριού. Ντρέπομαι που ο ανιψιός μου έχει εσένα για μάνα! Παλιογύναιο. "  Αναφώνησε. Την άρπαξε από το μπράτσο ξανά όπως πρωτύτερα και την έσερνε στο χωλ μέχρι που εκείνη αντιστάθηκε και του τα αποκάλυψε όλα. 

" Εάν με ξανά πεις έτσι και εάν καλατσέβ'ς έμπρα σον Δήμο αραέτς για τε με, θα πω σε ούλους ότι είχες κρυφή σχέση με την Ελισσώ. Και τότε, τότε κύριε Ιορδανίδη θα ελέπομεν ποίος εν η ντροπή του σπιτιού σε τούτη την οικογένεια. " απάντησε και τράβηξε τον αγκώνα της απο το χέρι του. Έκανε να φύγει, αφού πλέον είχε κερδίσει ό,τι ήθελε και είχε καταφέρει να τον σωπάσει προσωρινώς. Μέχρι που στο κεφάλι της ήρθε μια αναλαμπή. Σταμάτησε για λίγο και γύρισε ξανά προς το μέρος του.

" Μήπως το παιδί που κουβαλνά η αδερφή μου κ' εν του Σωκράτη, Ιεροκλή; "

     Την ίδια στιγμή ο Σωκράτης με τον τυφλό, πλέον, Νικηφόρο, μόλις είχανε φτάσει στην είσοδο του χωριού. Η ευωδία από τα πάτρια εδάφη δεν μπορούσε να μην έχει ιδιαίτερη θέση στις αισθήσεις του Νικηφόρου, όπου τώρα θα ήταν αναγκασμένος να λειτουργεί περισσότερο με τις υπόλοιπες αισθήσεις του. Όσο βρισκόταν ο Σωκράτης στο πλευρό του, ένιωθε ασφάλεια. Του φαινόταν απίστευτο που τον καθοδηγούσε τόσο καλά. Είχε σταθερά βήματα και σχεδόν αθόρυβα. Με κόπο ανηφόρισαν προς το καφενείο. Ήταν κλειστό. Ψυχή δεν υπήρχε πουθενά. Ο Σωκράτης προσπάθησε να μην κάνει τον Νικηφόρο να το αντιληφθεί αλλά το μυαλό του ήταν πιο δυνατό από τα μάτια του πια.

" Πρέπει να είμαστε κοντά σον καφενέ Σώκρατε. "

" Ναι αδερφέ μου. "

" Ντρέπομαι να με ελέπουν αραέτς οι συγχωριανοί μας..." είπε ο Νικηφόρος με βουρκωμένα μάτια. Ο Σωκράτης του άφησε το χέρι απότομα, ο Νικηφόρος απόρησε, αναζητούσε το χέρι του. Τον έπιασε από τους ώμους σφιχτά. 

" Αυτό να μη το ξανά αλέεις Νικηφόρε. Ποτέ γεγουτέν! Ποτέ! Εσύ και εγώ εντάμαν γυρίσαμε από τον πόλεμο, κ' ήρθαμε από κανένα ταξίδι αναψυχής ή από κάποιο κακόβουλο μέρος που θα έπρεπε να ντρεπόμαστε. Εφτάγαμε ό, τι μπορούσαμε για να ζούμε και για ζουν όσοι μένουν σε αυτό εδώ το χωριό. " του απάντησε σχεδόν νευριασμένος. Δεν μπορούσε να κατανοήσει πως το πρόβλημα που δημιούργησε ο πόλεμος στον αδερφό του, του είχε δημιουργήσει και πολλές ανασφάλειες. 

" Κ' εγνάφ'ς ότι κ' θα μπορέσω να ελέπω τα όμμαται του αγούρ τε μον, του μοναχοπαίδ' που έχω, τα γέλτα της μάννας όταν θα μας ελέπ', την νασάν σον κατσίν του πάπα. Πως; Πως θα πααίνω σον καφενέ; Πως θα σεγκάζω το σεκέρ στους καφέδες; Πως θα νιώθω άνθρωπος;  " αναφώνησε εκείνος. Θλίψη κυρίευε το πρόσωπό του, μοναξιά το κορμί του και ένιωθε άβουλος χωρίς την βοήθεια των ματιών του. 

" Ο Δήμος θα εν περήφανος για τον πάπα του. Η μάννα θα είναι ευτυχισμέντσα μόνο και μόνο που θα ξέρει ότι ζούμε, ότι είμαστε ακέκα εντάμαν. Ο πάπας θα εν ο πιο χαρούμενος άνθρωπος σον κόσμον που έφταγε τρεις άντρες που ξεπέρασαν τον πόλεμον και η Ανδρονίκη θα σε κάνει να νιώσεις και πάλι πόσο σημαντικός είσαι για εκείνη. Για τον καφενέ μη σκας. Η Μπαχάρ θα εν τα ομμάται σου. Για ατο την πήραμε εξάλλου. " αποκρίθηκε. Τα λόγια του μαλάκωσαν τις σκέψεις του Νικηφόρου. Φυσικά ο Νικηφόρος δεν εννοούσε την Ανδρονίκη, αλλά την Αρετή και φυσικά ο Σωκράτης δεν εννοούσε την Μπαχάρ για βοηθό του Νικηφόρου αλλά για μια ευχάριστη, ας πούμε, ύπαρξη στο σπίτι. 

          Μετά από αρκετές ώρες, βρίσκονταν στο σπίτι η Καρτερή με τα παιδιά και ο Κλέωνας με τον Αβραάμ. Χτύπησε η πόρτα. Η Σουμέλα άνοιξε την πόρτα και είδε μπροστά της τον Νικηφόρο με τον Σωκράτη. Ενθουσιασμένη όπως ήταν φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε. 

" Ήρθανε! Ήρθανε!! " 

        Αγκαλιάστηκαν μεταξύ τους, ο Νικηφόρος προσποιούνταν πως καταλάβαινε ποιος μίλαγε, με ποιον αγκαλιαζόταν, ποιος ήταν δίπλα του, αλλά αποκαλύφθηκε σύντομα. Είχε αντιληφθεί πως κάποιος καθότανε χάμω, μπροστά στα πόδια του, ψιλάφησε τα μαλλιά και τυχαία είπε ένα όνομα ελπίζοντας πως θα ήταν το σωστό. 

" Δήμο; Ψήλωσες γιαβρί μου; " 

" Πάπα...κάθομαι δίπλα με τε σεν, γιάντα καλατσέβ'ς κοιτώντας αλλού; " ρώτησε ο Δήμος. Πάγωσαν όλοι. Η Καρτερή τον πλησίασε, είδε τα μάτια του βουρκωμένα, σιωπηλοί όλοι, η Καρτερή στάθηκε μπροστά του και κούνησε αριστερά δεξιά ένα μενταγιόν που είχε κρεμασμένο στο λαιμό της. Το βλέμμα του Νικηφόρου παρέμενε σταθερό, αδρανές. Δεν μίλησε, δεν είπε τίποτε. Η Σουμέλα, που προηγουμένως εκείνη ήταν που της χάιδεψε τα μαλλιά, πήρε τον λόγο πρώτη. 

" Αδερφέ μου, εγώ είμαι. " είπε κρατώντας του σφιχτά τα χέρια. Εκείνος άρχιζε να δακρύζει, δεν μίλαγε διόλου. 

" Ντο εν' τονε Νικηφόρε; Σώκρατε; Πέει! " 

" Εν προσωρινόν μάννα, μην αγχώνεσαι, θα περάσει. Ετσά είπε ο γιατρός. "  τους καθησύχασε ο Σωκράτης. Έψαχνε διακριτικά την Μπαχάρ στο σπίτι ώσπου την είδε να κατεβαίνει. Τα κατακόκκινα μαλλιά της ξεπρόβαλαν από την μαντίλα της με έναν παιχνιδιάρικο, αφελή τρόπο, προσπαθούσε να τα συμμαζέψει. 

" Για ατό φέραμε και την Μυριόχαρη σον σπίτ' , για να βοηθάει τον Νικηφόρο, να εν' τα ομμάται του. " συμπλήρωσε όταν την είδε. Όσο μιλούσε για εκείνη την κοίταζε βαθιά στα μάτια, μήτε να αντιληφθεί πως πίσω από εκείνη κατέβαινε η εγκυμονούσα Ελισσώ. Η Ανδρονίκη εκείνη την ώρα έμπαινε στο αρχοντικό και ακολούθησε μετά από λίγο ο Ιεροκλής. Οι δυο τους είχανε έναν ακόμα έντονο διαπληκτισμό. Η Ελισσώ είχε βάλει στόχο να κάνει την οικογένεια που πάντα επιθυμούσε, παρόλο που δεν ήταν ο άντρας που είχε ερωτευτεί ο πατέρας του παιδιού της. Μόλις τον είδε, έπεσε στην αγκαλιά του, τον φίλαγε, ίσως παθιασμένα, ίσως επιδεικτικά έντονα για τον Ιεροκλή. 

" Ελισσώ ... Είσαι...είσαι... "  δε μπορούσε να ολοκληρώσει τη φράση του από την συγκίνηση. 

"  Βαρεσμέντσα εν γιαβρί μου! " αποκρίθηκε η Καρτερή. Ο Νικηφόρος γύρισε προς το μέρος των φωνών που άκουγε. Η Ανδρονίκη τον είχε αντιληφθεί, δεν αισθάνθηκε τίποτε απολύτως. Ίσως λίγη ανακούφιση που τον έβλεπε, αλλά ως εκεί. Είχαν χαθεί ό, τι συναισθήματα είχε κάποτε για αυτόν τον άνθρωπο. 

" Ντο; Αλήθεια; " 

" Κ' ελέπ'ς Νικηφόρε; Φουσκωμέντσα κοιλιά έχει, ντο άλλο θα μπορούσε να εν; " είπε η Ανδρονίκη με εκείνο το επικριτικό βλέμμα της. Ο Νικηφόρος γύρισε στη δική της μεριά το κεφάλι του. Ταυτόχρονα ο Ιεροκλής την επέπληξε. 

" Σώς! Πάψε! Σεβάσου τον άντρα σου που πολέμησε για να ζεις πια! " της φώναξε. 

" Ανδρονίκη; Εσύ είσαι; " 

" Και τότε που έβλεπες πάλε αχρείαστος ήσουν. " είπε και εξαφανίστηκε όπως κάθε άλλη φορά. 

" Πως είστε; Θέλετε φαγητό; Να στρώσουμε; Να εφτάτε και ένα μπάνιο. " 

" Καλά είμαστε Ελισσώ. " 

" Μυριόχαρη, βοήθησε μας να στρώσομεν το τραπέζ'.  " πρόσταξε η Ελισσώ. Με τη βοήθεια του Σωκράτη, ο Νικηφόρος έκατσε σε μια καρέκλα και ένιωθε μια όμορφη μυρωδιά να πηγαινοέρχεται και να φέρνει πιάτα και ποτήρια. Κατάλαβε πως ήτανε η Μυριόχαρη, η Ελισσώ είχε πιο βαριά μυρωδιά. Αυτό το θυμότανε. Ήταν νεανική μυρωδιά. Καθώς πηγαινοερχόταν εκείνη, την έπιασε από το χέρι και της ψιθύρισε. 

" Bu gece bir yere gitmeme yardim etmelisin.. " της είπε σε άπταιστα σχεδόν τουρκικά και εκείνη του χάιδεψε στοργικά τον ώμο ως ένδειξη ότι το κατάλαβε. Ήθελε να πάει να βρει την Αρετή. Ακόμα και σε αυτή την κατάσταση θα το έκανε. 

       Ξάφνου μπαίνει μέσα ο Κλέων φουρτουνιασμένος. Φαινότανε τρομαγμένος, σχεδόν ιδρωμένος. Δεν είχε καλά μαντάτα. 

" Βρήκανε ένα πτώμα...Είναι άντρα μεγάλης ηλικίας λένε... " 

" Όχι... όχι Καλλικράτη..." είπε η Καρτερή και μια σιωπή τους κάλυψε όλους. 





Αγαπημένοι μου! Έχω έναν χρόνο περίπου που δεν έχω γράψει! Αλλά γύρισα ξανά! Έγιναν πολλά τον τελευταίο χρόνο και με περιόριζε τόσο ο χρόνος όσο και οι υποχρεώσεις. Θα επανορθώσω όμως. Πείτε μου τα νέα σας! Το κεφάλαιο πως σας φάνηκε; Τα λέμε! 

Σας φιλώ!!!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top