26o - 1913 μέρος ζ'
Το βράδυ εκείνο επικρατούσε μια απόλυτη σιγή στο σπίτι. Η Ελισσώ ήταν κλειδωμένη στον επάνω όροφο και δεν επιθυμούσε να μιλήσει με κανέναν. Μόνο η Μπαχάρ ήταν μια παρηγοριά της, ένα όμορφο και ήσυχο πούπουλο επικοινωνίας στο σπίτι. Η Καρτερή ευγνωμονούσε τον θεό που της χάρισε έναν από τους γιούς της και που πάλι θα έχει ένα εγγονάκι να τρέχει και να δίνει φως στις σκοτεινές τους μέρες και νύχτες στο αρχοντικό. Παρόλα αυτά, ο Καλλικράτης συνέχιζε να μην δίνει σημεία ζωής. Κανείς δεν γνώριζε που μπορούσε να είναι, ούτε τον είχε δει κάποιος. Η Καρτερή βαθιά μέσα της πίστευε πως βρισκόταν τριγύρω στο σπίτι, όμως δεν μπορούσε να είναι απόλυτα σίγουρη για τίποτα πλέον, μέχρι τουλάχιστον να επιστρέψουν και οι άλλοι δυο υιοί της. Η ώρα ήτανε οκτώ το βράδυ και το δείπνο τους ήτανε έτοιμο. Η Παρασκευή φρόντισε για την προετοιμασία του καθώς η Καρτερή ξημεροβραδιαζότανε στα χωράφια και στις εξωτερικές δουλειές. Η μικρή Σουμέλα πάλι, προσπαθούσε να μην χάσει την επαφή της με τα βιβλία και όσο η Ελισσώ είχε τη δυνατότητα, έκανε σε εκείνη και στον Δήμο μαθήματα, εφόσον στο σχολείο σπάνια πατούσανε τα πόδια τους παιδιά. Η Ανδρονίκη πάλι, δεν πατούσε το δικό της πόδι στο σπίτι. Το καφενείο εγκαταλελειμμένο, κλειστό, σκονισμένο, σχεδόν αρχαίο έμοιαζε. Σιγά σιγά ξεχνούσε πως είχε και ένα παιδί δώδεκα χρόνων να την περιμένει στο σπίτι. Το μοναδικό απόκτημα που της είχε αφήσει ο Νικηφόρος και το μοναδικό που της είχε ζητήσει πριν φύγει είναι να του υπενθυμίζει πως ο πατέρα τους τον σκέφτεται. Η Ανδρονίκη φυσικά δεν κράτησε την υπόσχεσή της. Την ενδιέφερε να μένει μακριά από το σπίτι, ούτε η ίδια δεν ήξερε τον λόγο. Η γνωριμία, ο γάμος, η δύσκολη εγκυμοσύνη, το νοικοκυριό, ο πόλεμος. Ήρθαν όλα πολύ γρήγορα. Αιφνιδιάστηκε και αποφάσισε να ξεσπάσει με έναν αλλιώτικο τρόπο από όλους τους άλλους. Ίσως το γεγονός ότι πήγαινε με πολλούς άνδρες της έδινε την ελευθερία που είχε στερηθεί στο αρχοντικό των Ιορδανίδιδων. Ο Αβραάμ συνέχιζε να αποζητά ένα εγγόνι. Όσο έβλεπε πως η οικογένεια του Καλλικράτη και της Καρτερής μεγάλωνε, τόσο περισσότερο λαχταρούσε από την Αρετή και τον Κλέωνα ένα παιδάκι, κι ας ήταν και κορίτσι. Η Παρασκευή στεκόταν σαν αδερφή για την Καρτερή. Όλον αυτό το καιρό βοηθούσε την οικογένεια με όποιο κόστος. Μέσα της χαιρόταν που ο υιός της στάθηκε πιο τυχερός και δεν ακολούθησε τους άλλους τρεις στον πόλεμο, συμπαραστάθηκε στην Καρτερή για τον ίδιο λόγο. Εκείνη την ενδιέφερε περισσότερο η ακεραιότητα των παιδιών παρά η απόκτηση απογόνου. Η Αρετή κοιμόταν και ξυπνούσε με την έγνοια του Νικηφόρου. Δεν τον ξέχασε ποτέ. Η συντροφιά του Κλέωνα τελικά δεν στάθηκε αρκετή για να τον ξεχάσει όμως είχε βάλει πια στο μυαλό της την σκέψη ότι ο αγαπημένος της μπορεί να μην ζούσε και να ήταν καλύτερα να αφοσιωθεί πλήρως, μετά από τόσα χρόνια στον Κλέωνα που ήταν κερί αναμμένο για εκείνη. Από τα τελευταία γεγονότα όμως με τον Αλέξη Πετρωνέλη, που της ζήτησε να τα παρατήσει όλα και να ζήσει μαζί του, ως τελευταία επιθυμία του θανόντα, κατά εκείνον, Νικηφόρο, άλλαζε όλα τα δεδομένα. Η Γεσθημανή, η νύφη της Αρετής βρισκόταν σε πλήρη άγνοια για τον θάνατο του Ευστάθιου. Ο πάτερ Τιμόθεος εξίσου. Ο Θεός αυτή τη φορά δεν του έδωσε κάποιο σημάδι πως ο υιός του βρισκότανε στα χέρια του. Την ενημέρωση έπρεπε να τη κάνει ο Ιεροκλής που ήξερε από πρώτο χέρι τι συνέβη εκείνη την ημέρα.
Στο δείπνο κάποια έλειπε. Η Ανδρονίκη δεν βρισκόταν εκεί. Ήταν όλοι καθισμένοι στις θέσεις τους στην ξύλινη τραπεζαρία αλλά κάποιες θέσεις ήταν κενές. Ο μικρός Δήμος αντιλήφθηκε την απουσία της μητέρας του όμως δεν μίλησε. Την είχε συνηθίσει πλέον. «Μάνα» έλεγε την Καρτερή πια. Η ίδια η Καρτερή το πρόσεξε αλλά δεν μίλησε ούτε εκείνη. Την απορία την είχε η Ελισσώ η οποία δεν είχε καταλάβει τίποτα από την τρομερή αποστροφή της αδερφής της.
" Μάννα; Η Ανδρονίκη μερ' εν; " αναρωτήθηκε. Ο Ιεροκλής πρόλαβε την απάντηση της Καρτερής. Συνέχιζε να είναι απόλυτα εκνευρισμένος με την συμπεριφορά της νύφης του. Ντρεπόταν που την είχε στην οικογένειά του.
" Κεν θα έρθ' οσήμερον. Ετσά μου είπε. " αποκρίθηκε. Ξαφνιάστηκαν όλοι στο τραπέζι.
" Και μερ' θα μείνε θείε; "
" Θα καθαρίζει το κεφενείο ούλ το βράδον. Ωσάν έρθει ο πάπας σου να το έβρει έτοιμο. " είπε δείχνοντας μια απόλυτη αδιαφορία για την τύχη της. Ούτε ο ίδιος ήξερε που θα κοιμηθεί η Ανδρονίκη. Πιθανόν σε κάποιου άντρα το κρεβάτι.
" Να σας καληνυχτίσω και εγώ. Πρέπ' να πάω σον σπίτ' να δω και τα παιδία. Ιεροκλή είδες τους; Μίλησες με τον Κλέωνα γιαβρί μου; " ρώτησε η Παρασκευή.
" Όχι. Θα σε συνοδεύσω. Πρέπ' να μιλήσω σον παπά. Μην είσαι και μοναχέσα σου τέτοια ώρα. " αποκρίθηκε σκουπίζοντας τα χέρια του. Σηκώθηκε και φόρεσε το παλτό του. Ακόμα μύριζε πόλεμο, μύριζε φόβο.
" Ο πάτερ εν σην Παναγιά Σουμελά. Πήγε και έφταε τάμα που κλωσκούθ'κες. Κεν θα τον έβρεις σον σπίτ'. " Τώρα ο Ιεροκλής ήταν αναγκασμένος να μιλήσει στις γυναίκες για τον θάνατό του Ευστάθιου και αυτό ήταν πιο δύσκολο ακόμα. Ξεφύσηξε και βγήκε μαζί με την Παρασκευή παραμάσχαλα.
Η πλατεία είχε αδειάσει. Το καφενείο πάλι ήτανε άδειο. Η Παρασκευή αντιλήφθηκε πως κάτι πήγαινε λάθος με την Ανδρονίκη. Ο Ιεροκλής γνώριζε πόσο ξύπνια είναι η Παρασκευή και μίλησε πρώτος για το θέμα, αιφνιδιάζοντάς την.
" Εμάλασά την με άλλον. Γι 'ατό την χάτεψα που το σπίτ'. " εξομολογήθηκε ο Ιεροκλής στην Παρασκευή. Εκείνη τον θωρούσε με ορθάνοιχτα μάτια, δεν πίστευε αυτό που άκουσε διόλου. Ήταν ντροπιαστικό για την οικογένεια, για κάθε οικογένεια.
" Ντο καλατσέβ'ς βρε Ιεροκλή; Είσαι σίουρος; "
" Είδα τη με έναν Τούρκο σο παράν σα θέματα. Την επέπληξα Παρασκευή. Εθαρρείς πως εν τίμιο να έρθ' ο άγουρος που τον πόλεμο και αυτή να εφτάει τέτοια αδιαντροπέσα πράματα; Θα την αφορήσει ο παππάς αν εγνάψει το. " απάντησε. Η Παρασκευή έκανε έναν μορφασμό ντροπής. Ήταν φυσικό για την εποχή τέτοια πράγματα να μην αρμόζουν σε μια κλειστή κοινωνιά όπως ένα χωριό του 1913. Δύσκολα ο κόσμος αποδέχονταν τέτοιες ανάρμοστες και χυδαίες συμπεριφορές, ειδικά εάν προέρχονταν από τίμιες και ηθικές οικογένειες, με αρχές και αξίες.
Όσο η Παρασκευή προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει αυτό που έμαθε, έφτασαν με τον Ιεροκλή στο σπίτι του Κλέωνα και της Αρετής, εκεί που διέμενε και η Γεσθημανή με τον αδικοχαμένο Ευστάθιο. Ένα τέτοιο γεγονός δεν μπορούσε να μείνει άλλο μέσα στο μυαλό και στις σκέψεις του Ιεροκλή. Έπρεπε όπως και δήποτε να ενημερώσει τους συγγενείς του, πρωτού έχουν κρυφές ελπίδες ότι κάποια μέρα θα γυρίσει όπως ήρθε και ο Ιεροκλής. Για καλή ή και κακή του τύχη, η Αρετή έλειπε από το αρχοντικό. Ο Αβραάμ ξημεροβραδιαζόταν στο κουρείο και η ίδια η Παρασκευή ακόμα, λίγο τον έβλεπε μέσα στην ημέρα. Στο σπίτι βρισκόταν ο Κλέων και η Γεσθημανή. Όταν η Παρασκευή άνοιξε την πόρτα, ο Κλέωνας πετάχτηκε από τον καναπέ.
" Μάννα ήρθες; "
" Ήρθα. Τέρεν ποίος έρται! " φώναξε ενώ όδευε με τον Ιεροκλή προς τη μικρή τραπεζαρία που βρισκόταν και η Γεσθημανή. Όταν ο Κλέων τον είδε για πρώτη φορά μετά από καιρό, δάκρυσε από συγκίνηση και θαυμασμό. Η Γεσθημανή δεν πίστευε στα μάτια της. Τον πλησίασε, τον άγγιξε σαν να ήταν από πάγο. Μόλις κατάλαβε πως δεν ονειρευόταν τον αγκάλιασε. Αισθανόταν στην ατμόσφαιρα, βαθιά μέσα μια μυρωδιά από πόλεμο. Από βασανισμούς. Ο Κλέωνας αμέσως προχώρησε προς το μέρος τους και τον χάιδεψε στοργικά στη πλάτη. Είχε πολύ καιρό να δει έναν από τα φιλαράκια του της οικογενείας. Και πραγματικά χαιρόταν.
" Παναήα μου! Γίνίσκονται και θάμματα τελικά. Έλα κάτσε Ιεροκλή, κάτσε. " ο Ιεροκλής υπάκουσε και κάθισε σε μία από τις ξύλινες καρέκλες του δωματίου. Με δυσκολία κρατιόταν να μην κλάψει και ο ίδιος. Έπεφταν βροχή οι ερωτήσεις και οι απαντήσεις του ήταν λιγόλεπτες και ανάλογες.
" Ο άντρας μου Ιεροκλή; Ο Ευστάθιος; Θα έρθει με τους άλλους; " ρώτησε η Γεσθημανή. Ήρθε η στιγμή. Ο Ιεροκλής πλησίασε την Γεσθημανή, της έσφιξε το χέρι στοργικά και προσπάθησε να είναι όσο πιο αμερόληπτος γινόταν. Εάν εξέφραζε τα συναισθήματα που τον κατέκλυσαν εκείνη τη στιγμή, σίγουρα η μέρα θα γινόταν ακόμα πιο αποπνικτική.
" Τον Ευστάθιο, Γεσθημανή, σασέψαμε τον σην θάλασσαν. 'Ειναν όλα τσίπ γλήορα. Γύρισα το κηφάλ τε μον για να τερέψω ντο έφτααν οι άλλαι άντρες και ξάφνου με ενημέρωσαν πως κάποιος έντονε σην θάλασσαν φουρκισμένος. Έκανα να βουτήξω, άμαν είχε θαλάσσωμα. Κε πρόλαβα τον... " στο τέλος της φράσης του ένα δάκρυ κύλησε στο κοκκινωπό μάγουλό του. Τα λόγια του τόσο βαριά, μολονότι έψαχνε λέξεις πιο απλές για να εκφραστεί. Η Γεσθημανή άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Ο Κλέων κρατιόταν. Προσπαθούσε.
" Κε' θα ελέπω το πουλόπο μ' ξανά, κεν θα έντονε η ζωή όπως έντονε πριν ποτέ. Αυτά τα χέρια κε θα τα ακουμπήσω, το κορμί εκείνο κεν θα το θάψω αμόν πρέπ'. Το σώμα αυτό κεν θα ζητεί εμένα πια. " βροντοφώναζε η Γεσθημανή στην αγκαλιά της Παρασκευής. Ο Ιεροκλής ένιωθε απαίσια. Ευχόταν ποτέ κανείς να μην χρειαστεί να ανακοινώσει κάτι τέτοιο σε κανέναν. Πήρε τον Κλέωνα από το μπράτσο και του είπε να προσέξει πως θα το πει στην Αρετή και στον πεθερό του. Πιθανότατα εκείνος να έχει μια καλύτερη αντίδραση. Ως άνθρωπος του Θεού, καταλαβαίνει πως ο Ύψιστος τον ήθελε συμπορευτή του. Έτσι τον επέλεξε να έρθει κοντά του.
Η Αρετή από την άλλη βρισκόταν σε πλήρη άγνοια για την άφιξη του Ιεροκλή. Εάν το γνώριζε δεν θα είχε βρεθεί με τον Αλέξη εκείνο το βράδυ. Τα λόγια του στριφογύριζαν στο κεφάλι της σαν σβούρα. Είχε κουραστεί. Δεν ζούσε τη ζωή που ήθελε, δεν έμενε με αυτόν που ήθελε. Τόσα χρόνια όλα ήταν μια άδικη αρχή, μία ταραγμένη μέση και ένα δύσβατο τέλος. Ποιο τέλος όμως; Το τέλος δεν είχε έρθει ακόμα.
Με την πρόφαση ότι η εκκλησία χρειαζόταν να προετοιμαστεί και ο πάτερ Τιμόθεος δεν βρισκόταν εκεί, η Αρετή ξεγλίστρισε από το σπίτι και πήγε να βρει τον Αλέξη, όπως του είχε υποσχεθεί το βράδυ εκείνο. Δεν γνώριζε για τον Ιεροκλή, οπότε θεωρούσε πως ,πράγματι, ο Νικηφόρος δεν βρισκόταν πια εν ζωή. Δεν είχε συναισθήματα όμως. Δεν ένιωθε στεναχώρια, πόνο ή κάτι παρεμφερές, που θα ήταν φυσικό. Όταν έφτασε στο μέρος που είχανε συμφωνήσει, εκείνη φαίνονταν διστακτική, λίγο φοβισμένη. Η αλήθεια είναι πως πάλι δεν ήταν απόλυτα σίγουρη για αυτό που θα έκανε, αλλά εάν μια στις χίλιες δεν ήταν ψέμα, έπρεπε να το τολμήσει. Εκείνος βρισκόταν εκεί από ώρα. Μόλις είδε την Αρετή, σηκώθηκε όρθιος. Με την κορμοστασιά του έκρυβε το λιγοστό φως, ήταν ψηλός άνδρας. Τον πλησίαζε με αργά και σταθερά βήματα.
" Ήρθες τελικά! "
" Ναι. Κ' ηξέρω αν έντονε σωστό αυτό που εφτάγω αλλά για τον Νικηφόρο θα έφταγα τα πάντα." αποκρίθηκε η Αρετή.
" Αύριο το πρωί, μάζεψε τα πράγματά σου και έλα να φύγουμε μαζί. Όπου μας βγάλει, δεν με ενδιαφέρει. Εντάξει; " ρώτησε εκείνος. Περίμενε μια άμεση απάντηση. Εάν βρισκόταν ο Νικηφόρος εκεί κοντά, το πιο πιθανό είναι ο Αλέξης να μην ζούσε πλέον. Η Αρετή έγνεψε καταφατικά το κεφάλι της και για κλάσματα δευτερολέπτου δεν καταλάβαινε σε τι συναινούσε. Βρισκόταν σε απόγνωση.
Την επομένη που θα επέστρεφε η Ανδρονίκη με ένα αιφνιδιαστικό γεγονός-νέο για τον Ιεροκλή, που θα γύριζε ο Σωκράτης και ο Νικηφόρος, που μια κτηνωδία θα συνέβαινε στο χωριό από τους Τούρκους θα άλλαζαν πολλά στο χωριό.
Αγαπημένοι μου τι κάνετε;; Πως είσαστε; Έχω να δημοσιεύσω κεφάλαιο σε αυτή την ιστορία από τις 23 Απριλίου, δηλαδή λίγες μέρες πριν το βασικό διάβασμα των πανελληνίων. Έδωσα όπως θα ξέρετε, έγραψα τα μόριά μου, έπιασα δουλειά, πήγα ολιγοήμερες διακοπές, και τώρα ήρθα πάλι δυναμικά. Θέλω να εκφράσω την χαρά μου που συναντιόμαστε έστω και έτσι ξανά μέσα από την εφαρμογή. Από την άλλη, σας χαρίζω την αμέριστη συμπαράστασή μου σε όλους που μένουν σε πυρόπληκτες περιοχές όπως Βόρεια Εύβοια, Βαρυμπόμπη, Αρχαία Ολυμπία και άλλες πολλές περιοχές *ίσως η περιοχή μου να είναι η μόνη χωρίς φωτιά, αν και πριν λίγες είχαμε μια μικρή*. Χτες πέφτανε στάχτες από τον ουρανό, ήρθε μήνυμα από την πολιτική προστασία για υψηλή περίπτωση πυρκαγιάς και όσοι ήμασταν στο μαγαζί ταραχτήκαμε. Κουράγιο και καλή δύναμη σε όλους. Σύντομα νέο κεφάλαιο.
Σας φιλώ!!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top