25ο - 1913 μέρος στ'

      Η Αρετή πίστευε πως κάποιος της έκανε πλάκα, πως ήταν ένα πολύ κακόγουστο αστείο. Έβλεπε τον Αλέξη σαν ένα φάντασμα μπροστά της. Μέχρι πρότινος ήταν πεπεισμένη πως ο αγαπημένος της ζούσε, όμως τώρα όλα άλλαξαν. Δεν είχε βρει τον Ιεροκλή και δεν γνώριζε τι είχε συμβεί, οπότε ό,τι και να της έλεγε ο Αλέξης θα το θεωρούσε η αλήθεια. Είχε ένα βλέμμα αλλιώτικο πολύ αληθινό, πραγματικό. Τα μάτια του φώναζαν θλίψη, τα χείλη του ήταν ξερά και διψασμένα για ζωή. Η ταπεινότητα της φωνής του, η αγανάκτηση που ένιωθε όταν μιλούσε για τον Νικηφόρο, έκαναν την Αρετή να πιστεύει πως Αλέξης έλεγε την αλήθεια όσο κι αν δεν ήθελε να το συνειδητοποιήσει. Ποιος εξάλλου θα μπορούσε να ξεστομίσει ένα τέτοιο αδίστακτο ψέμα ; Ποιος είναι ικανός να ορίσει ποιος ζει και ποιος όχι;

        Ο Αλέξης την θωρούσε, τα μικρά της όμορφα μάτια να τον κοιτάνε θλιμμένα. Θυμήθηκε τα λόγια του Νικηφόρου για εκείνη, την αγαπούσε πολύ. Τώρα όμως ήταν η σειρά του να την αγαπήσει. Η Αρετή δεν μπορούσε να διανοηθεί αυτά που της ξεστόμισε ο Αλέξης.

" Καλατσέβ'ς ότι ο Νικηφόρος επιδέβ' το ρακάν; " είπε η Αρετή. Μέσα στη σύγχυση της δεν είχε αντιληφθεί ότι μιλούσε ποντιακά και ότι ο Αλέξης δεν ήτανε εξοικειωμένος με τη διάλεκτο.

" Δεν καταλαβαίνω τι λες, αλλά όταν θα είμαστε μαζί, και θα γίνουμε ένα ζευγάρι, όπως όλα τα άλλα, ελπίζω να μπορώ και εγώ να μιλάω σαν και σένα. " αποκρίθηκε εκείνος. Φαινόταν ήδη σίγουρος πως η Αρετή δεν θα είχε κανένα πρόβλημα με αυτή την απόφαση, την δική του απόφαση.

" Πάψε! Πάψε μη λες κουβέντα! Είσαι με τα συγκαλά σου άνθρωπέ μου; Καταρχάς πώς ξέρω ότι λες την αλήθεια;  πώς με ξέρεις; Πώς με γνώρισες; Ποιος σου είπε πού θα με βρεις; "

" Ο Νικηφόρος μου μίλησε Αρετή. Δεν μπορείς να αντιληφθείς τα λόγια του; Εσύ τον ξέρεις καλύτερα από τον καθένα. Είναι ικανός για κάτι τέτοιο. Αφού σε αγαπάει τόσο πολύ, σίγουρα θα ήθελε κάποιον καλό άντρα στο πλευρό σου σε περίπτωση που εκείνος χανόταν στον πόλεμο. " της απάντησε με ωριμότητα. Από τη μία, ίσως και να είχε δίκιο. Μπορεί ο Νικηφόρος να του το είπε για να την προστατεύσει, από την άλλη όμως, ποιος μπορεί να πάρει αψήφιστα έτσι τα λόγια κάποιου ανθρώπου; Η Αρετή τώρα πια ήταν σχεδόν πεπεισμένη πως τα λόγια ήταν όντως του Νικηφόρου.

" Δεν...δεν ξέρω... Άσε με λίγο να ηρεμήσω. Εάν αποφασίσω κάτι θα σε βρω στην εκκλησία μεθαύριο το βράδυ. Είναι μία πολύ δύσκολη απόφαση." του εξομολογήθηκε. Αυτός φάνηκε να δείχνει κατανόηση.

" Να ξέρεις πως ο Νικηφόρος θα ήθελε το καλύτερο για σένα, για μας. " είπε και αποχώρησε, αφήνοντας στην Αρετή μόνη, να την κατακλύζουν άπειρες σκέψεις για το αβέβαιο μέλλον της. Άραγε θα ήταν καλύτερα να αφοσιωθεί τον Κλέωνα ή να κάνει την επιθυμία του εκλιπόντος αγαπημένου της πράξη;

         Τον Ιεροκλή βασάνιζε ακόμα εκείνο το καταραμένο γράμμα, που πραγματικά δεν μπορούσε να καταλάβει ποιος στο διάολο το είχε γράψει. Τριγυρνούσε στα χωράφια σαν χαμένος και συλλογίζονταν μόνος του. Σίγουρα κάποιος που ήθελε να τον απομακρύνει από την Ελισσώ το έκανε. Αρχικά σκέφτηκε τον Σωκράτη. Το απέκλεισε όμως. Δεν είχε δει κάποια διαφορά στην συμπεριφορά του και επιπλέον, θεωρούσε εντελώς παράξενο το γεγονός ότι το γράμμα ανοίχτηκε ή διαβάστηκε αφότου είχαν ήδη φύγει οι τρις τους από τη Σαμψούντα. Αυτό σήμαινε πως κάποιος μέσα από το σπίτι είχε βάλει λόγια στην Ελισσώ και παρέμβαινε στα συναισθήματά της για να την χωρίσει από τον Ιεροκλή. Για κάποιον λόγο αμέσως σκέφτηκε την Ανδρονίκη. Μάλλον τα τελευταία λόγια της Καρτερής και του παπά Τιμόθεου ευθύνονταν για το σύντομο αυτό συμπέρασμα του. 

        Κάθισε μια στιγμή στη καλύβα που είχανε χτίσει έξω από το χωραφάκι. Συχνά έμενε εκεί προκειμένου να σκεφτεί. Η θέα των χωραφιών, του απεριόριστου πράσινου και των λουλουδιών -εν μέσω τέτοιας εποχής- ήταν το ιδανικό μέρος για να ξαποστάσει και να σκεφτεί, όπως συνήθιζε πολύ τελευταία. Όσο διέσχιζε το μονοπάτι, συνειδητοποίησε πως κάποιος άλλος επίσης ήταν εκεί κοντά, ή μάλλον κάποιοι. Άκουγε γελάκια, χαχανητά φωνούλες. Σαν να ήταν βρίσκονταν νέοι, πιτσιρίκια στα ντουζένια τους και να αναδύονταν στις χαρές των κορμιών τους. Προς στιγμήν σκέφτηκε να μην πάει εκεί και τους κάνει να νιώσουν άβολα, όμως το όνομα που άκουσε τον έκανε να ξαφνιαστεί και να πλησιάσει λίγο περισσότερο. Όταν είδε την Ανδρονίκη με έναν χωρικό, άρχισαν τα μηνίγγια του να σφυροκοπούν ανελέητα και επίμονα. 

      Η Μυριόχαρη είχε επιστρέψει στο σπίτι τους. Η Καρτερή της παρήγγειλε να προσέχει την Ελισσώ μέχρι να έρθουν εκείνοι από τα χωράφια. Μπορεί η Μυριόχαρη να αισθανόταν σαν το σπίτι της εκεί, αλλά δεν έπαυε να νιώθει πως ήταν ένα βάρος που ο Ιεροκλής αναγκάστηκε να το κουβαλήσει επειδή ο Σωκράτης ήταν αιχμάλωτος. Πως να το ξέχναγε εξάλλου; Ήθελε με κάποιο τρόπο να εκπληρώσει το χρέος της απέναντι στην οικογένειά τους. Μέρα νύχτα έκανε ο, τι δουλειά υπήρχε στο σπίτι. Η Ελισσώ παρατηρούσε την εργατικότητά της και το πόσο ταπεινή ήτανε. Οι λίγες δυνάμεις που είχε ανακτήσει οφείλονταν σε εκείνη. Όσο έλειπαν οι υπόλοιποι, η Ελισσώ έπρεπε να φροντίζει το σπίτι και τώρα πια αυτή η δουλειά ήταν της Μπαχάρ. Με λίγα λόγια η Μυριόχαρη ήταν ένα μικρό θαύμα. 

" Άσε τα κορτσόπο μ'. Φτάνει κουράσ'κες τόσες ώρες. Μια σον θέμαν μιαν σον σπίτ'. Κάτσε αφκά. " την συμβούλεψε η Ελισσώ δείχνοντας μια από τις ξύλινες καρέκλες της κουζίνας. Την συμπάθησε με την πρώτη φορά που μιλήσανε η Ελισσώ την Μπαχάρ. Που να ήξερε όμως... Η Μπαχάρ κατάλαβε τι έλεγε η Ελισσώ, κάθισε αλλά κρατούσε μαζί της ένα παλιό πανάκι και γυάλιζε κάτι ποτήρια. Το πήρε η Ελισσώ από τα χέρια της και το έβαλε παραπέρα. Της έπιασε τα χέρια θερμά και την κοίταξε στα μάτια. 

" Ξέρω πως για κάποιον ήρθες ώσαμε αδά...Αλλά κ' ημπορώ να εγνάψω για ποίον. Πάντως όποιος και να εν, εγώ θα στηρίξω σε. Είσαι χρυσέσα κορίτζ' αμόν τσιτσέκ και όποιον να εθέλτ'ς θα εν χαρούμενος πάντα. " Η Μπαχάρ την άκουγε με προσοχή, αλλά αμυδρά καταλάβαινε τι της έλεγε. Πάντως σίγουρα ήταν κάτι καλό. Της χαμογέλασε ζεστά και εύθυμα. Πήρε ξανά το πανάκι και η Ελισσώ της το άρπαξε ξανά. 

" Άσε το λέμε! Κόλλησες! 


       " Ρε καθίκι! Μάζεψε τα σώβρακα σου ρε! Σήκω! " του φώναξε ο Ιεροκλής. Ήταν ήδη έξω φρενών! 

" Ιεροκλή!!; " ξαφνιάστηκε η Ανδρονίκη, δεν περίμενε να τον βρει εκεί. 

" Bu Androniki kim? " ρώτησε ο άγνωστος την Ανδρονίκη. 

" Είναι... O benim kocamın erkek kardeşi. " είπε πως ήταν ο αδερφός του άντρα της. Ο χωρικός ήξερε πως η Ανδρονίκη ήταν παντρεμένη, αλλά δεν τον ενδιέφερε, όπως τους περισσότερους εξάλλου. Εκείνη ήτανε πανικόβλητη. Τόσο καιρό νόμιζε πως κρυβότανε καλά, ότι δεν θα γινόταν αντιληπτή τόσο εύκολα. Να που ο θεός αγαπά τον κλέφτη, αλλά αγαπά και τον Ιεροκλή. 

" Εξαφανίσου ρε! Παλιότουρκε! " του ξαναφώναξε ο Ιεροκλής. Η Ανδρονίκη σηκώθηκε από το έδαφος τρεμάμενη. Την άρπαξε από το μπράτσο και την έσυρε μέχρι το σκαλοπατάκι που προηγουμένως καθότανε εκείνος και συλλογιζόταν. Δεν της μιλούσε, την κοίταγε μόνο. Εκείνη συνέχιζε να τρέμει. 

" Ιεροκλή! Κ' έντονε ατό που ελέπ'ς! " 

" Σκάσε! Μη καλατσέβ'ς κουβέντα! Πρόστυχη! " της φώναξε με μίσος. Δεν μπορούσε να πιστέψει τι είδε μόλις με τα ίδια του τα μάτια. 

" Μη φωνάζεις! Θα μας ακούσ'νε! " είπε ενώ πήγε να σηκωθεί αλλά ο Ιεροκλής την έριξε πάλι χάμω. 

" Πως μπόρεσες! Πως εφτάες το;! Ποια νομίζεις πως είσαι για να μας ξεφτιλίζεις έτσι; " 

" Τόσα χρόνια έκανα ο, τι εθέλατε σε ατό τον σπίτ'! Τώρα ήρθεν η ώρα να εφτάω και εγώ ο, τι θέλω! Έγναψές το Ιεροκλή;! Κ' επερίμενα τόσα χρόναι για να είμαι μόνη μου! Ο ανίκανος ο αδερφός σου ούτε να μας ζήσει κ' ημπορεί! Για αυτό και εγώ γουστάρω να πηδάω και να είμαι με όποιον μου καπνίσει! " εκείνη τη στιγμή, ο Ιεροκλής της άστραψε ένα χαστούκι που η Ανδρονίκη θα το θυμάται για όλη της τη ζωή. 

"  Με χαστούκισες; " 

" Θα εφτάω και περισσότερα εαν χρειαστεί. Κατήντησες πόρνη των Τούρκων, ξιπασμέντζα! " 

"  Καλύτερα πόρνη των Τούρκων παρά δουλικό των Ποντίων! " ο Ιεροκλής την έπιασε από τα μπράτσα σφιχτά και σε κάθε λέξη του εξέφραζε το μίσος του για εκείνη. 

" Μη σε δω στο σπίτι το βράδυ. Θα σε βγάλω βούκινο σε όλο το χωριό. Μιχαλίδα του κερατά. " αποκρίθηκε και έφυγε από κοντά της. 


      Της φέρθηκε όπως της αρμόζει, νόμιζε πως έτσι θα βάλει μυαλό, θα δείξει μεταμέλεια. Όταν όμως η Ανδρονίκη μάθαινε για το γράμμα, και για το παρελθόν του πρώην ζευγαριού την ημέρα που θα επέστρεφε ο Σωκράτης, θα γινόντουσαν και άλλα πολλά! 




Γεια σας αγαπητοί μου! Πως είσαστε;; Παγκόσμια μέρα βιβλίου σήμερα και σας έχω ένα έτοιμο κεφάλαιο, ολοκαίνουριο από τον νέο μου υπολογιστή, μόνο για εσάς. Πάνω θα σας αφήσω το απόσπασμα από την συνέντευξη των Κωνσταντίνου και Ματθαίου Τσαχουρίδη, των δυο αηδονιών του Πόντου που λατρεύω. Μην ξεχάσετε να πατήσετε το αστεράκι και να σχολιάσετε οτιδήποτε σας έκανε εντύπωση. 

Σας φιλώ!!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top