23ο - 1913 μέρος δ'

          Ο Ιεροκλής μαζί με την εύθραυστη Μπαχάρ, βρίσκονταν από το προηγούμενο βράδυ στο πλοιαράκι για την Πόλη. Εκείνος όντας πολεμιστής και μαχητής εναντίον των Τούρκων φυσικά και έπρεπε να κρύβεται. Με δυσκολία θυμόταν τι είχε περάσει στη μάχη. Δεν ήθελε να θυμάται τίποτα, ούτε να τα σκαλίζει ήθελε. Τον πονούσε. Είχε και εκείνο το τραύμα στο πόδι. Δεν το είχε πει σε κανέναν γιατί ήταν βαθύ και τον πόναγε άμα άλλαζε ο καιρός. Είχε τόσο μεγάλο άχτι και επιθυμία να γυρίσει σπίτι και έσπρωχνε συνεχώς τον χρόνο και όλο περισσότερο ζοριζόταν να περιμένει. Αναπολούσε μόνο εκείνη τη περίοδο που ήταν τόσο ωραία η ζωή του με την Ελισσώ. Την αγαπούσε ακόμη μέσα του. Ήταν ερωτευμένος ακόμα. Σπάνιο προσόν αυτό για έναν αλαζόνα σαν εκείνον. Κοιτούσε κάποιες φορές τ'άστρα στον ουρανό το βράδυ και τέτοια λάμψη μόνο στα μάτια της θαρρούσε πως είχε ξαναδεί. Ο Σωκράτης την αγαπούσε εξίσου, αλλά όχι σαν τον Ιεροκλή, ερωτικά, παθιασμένα, αισθησιακά και πλατωνικά. Η φιλική και υποχρεωτική αγάπη του Σωκράτη ήταν διαφορετική. 

         Η Μπαχάρ πάλι ήταν αμίλητη, αγέλαστη, ανέκφραστη, χαμηλοβλεπούσα και ντροπαλή. Σαν εύθραυστο γυάλινο κουτί. Δεν τολμούσε να κοιτάξει τον Ιεροκλή στα μάτια. Ίσως ντρεπόταν, ήταν και η μαντίλα που το έκανε ακόμα πιο δύσκολο. Στα χέρια του Αρντά είχε ζήσει βασανιστήρια και αυτό την έκανε να νομίζει πως όλοι οι άντρες είναι έτσι. Όμως πόντιο δεν είχε γνωρίσει και τιμιότητα δεν ήξερε τι πάει να πει. Δεν είχε πάρει και τίποτα μαζί της. Ο Ιεροκλής δεν ήξερε αν είχε οικογένεια ή δεν είχε. Μονάχα κατάλαβε πως είναι σημαντική για τον Σωκράτη και εάν έπρεπε να την πάει σπίτι τους για να ξεπληρώσει την προδοσία που του είχε ρίξει τόσα χρόνια, τότε αυτό θα έκανε και με το παραπάνω. 

          Την κοίταγε ο Ιεροκλής και προσπαθούσε να βρει έναν τρόπο επικοινωνίας. Απεχθανόταν τα Τουρκικά πλέον και απέφευγε να τα μιλά. Με τη γλώσσα του σώματος πάλι θα αισθανόταν χαζός και μεταξύ μας δεν γνώριζε πολλά. Όσο πέρναγε η ώρα πελάγωνε που την έβλεπε να κοιτάζει χάμω και εκείνος δεν έβρισκε το θάρρος ούτε για να τη προσεγγίσει. Τόλμησε να πάρει λίγο ψωμί που του είχε απομείνει και να της το προσφέρει. Πρώτη φορά αισθανόταν τόσο αμήχανα με γυναίκα. Ήταν μια αρχή. 

" Έλα πάρε. " της είπε και άπλωσε το χέρι του προς το μέρος της με το ψωμί. Εκείνη σήκωσε το βλέμμα της αθώα και το πήρε. Μπορεί να μην καταλάβαινε Ελληνικά αλλά το έβλεπε στα μάτια του πως ήθελε το καλό της. 

" Teşekkürler..." αποκρίθηκε. Ο Ιεροκλής κατανόησε πως τον ευχαρίστησε. Συνέχιζε όμως να δυσκολεύεται με την επικοινωνία τους. 

" Ben Hierocles'ım...Είμαι ο Ιεροκλής...λογικά ξέρεις.." προσπάθησε να της το μεταβιβάσει. Εκείνη γέλασε με την προφορά του. Η αλήθεια είναι πως πράγματι με το ζόρι τα έλεγε

" Ben Bahar. " 

" Όχι όχι! Αυτό δε θα το πεις στο σπίτι μας. Γιοκ! Θα σε πούμε...εμ...Α! Το βρήκα! Θα σε λέμε Μυριόχαρη. Σου ταιριάζει. Μπορείς να το πεις; " 

" Myrriohari...? " αναρωτήθηκε. Κι όμως κατάλαβε πως έτσι θα την φωνάζουν πλέον. 

" Ναι κάπως έτσι. Εξάλλου δεν θα μιλάς...υποτίθεται θα βοηθάς τον αδερφό μου...θα σε παρουσιάσω για μουγκή. Τώρα άμα με εννόησες καλώς. " αποκρίθηκε. Νόμιζε πως μόνος του τα έλεγε και μόνος του τα άκουγε αλλά η Μπαχάρ, ή μάλλον η Μυριόχαρη, ήταν πιο έξυπνη από όσο περίμενε. Όταν έκλεινε τα μάτια της με λίγο παραπάνω ένταση τότε καταλάβαινε τα πάντα. Δάγκωσε ένα κομμάτι από το ψωμί και ο Ιεροκλής την χάζευε. Ήταν αφελής και αθώο κορίτσι. Για αυτό την εκμεταλλεύτηκε ο Άντρα σκέφτηκε. Ο Ιεροκλής όμως δε θα την εκμεταλλευόταν. Θα την αξιοποιούσε.

" Να μαγειρεύεις ξέρεις; Δουλειές; " ρώτησε κάνοντας μια κίνηση σαν να ανακατεύει. Η Μπαχάρ κατάλαβε.

" Evet. " είπε με ένα θετικό νεύμα με το κεφάλι της. Ήταν και νοικοκυρά. Τι άλλο να ήθελε ένας άντρας;

            Μόνο που αυτό δε το σκεφτόταν ο Ιεροκλής, αλλά ο Σωκράτης. Αν και έπρεπε να συμβαίνει το αντίθετο, ο θεωρητικά δεσμευμένος ένιωθε πρώτη φορά τόσο οικεία και όμορφα με τη παρουσία μιας αγνής γυναίκας. Ο Ιεροκλής πάλι, μολονότι έπρεπε μετά από τόσα χρόνια να ξεκόψει, ακόμα αισθανόταν τα ίδια συναισθήματα όπως άλλοτε για την Ελισσώ.

        Την ώρα και την στιγμή που πάτησαν το πόδι τους στο χωριό, ο Ιεροκλής αισθάνθηκε την ευωδία από τις αμυγδαλιές να ξαναχτυπά τα ρουθούνια του. Ήταν άνοιξη και ακόμα άνθιζαν τα φυτά όπως ήταν φυσικό. Η Μπαχάρ τέτοιον τόπο δεν είχε ξανά δει. Τόσα χρώματα, τόσες μυρουδιές, τόση βλάστηση και τέτοιος φυσικός πλούτος δεν υπήρχε πουθενά αλλού. Εκείνος την έπιανε από το χέρι σαν να έσερνε παιδάκι στη παιδική χαρά. 'Ηταν αργά το απόγευμα και ο Ιεροκλής φυλούσε τα νώτα του καλά, μυστικά. Προσπαθούσε να μην γίνει αντιληπτός από τους χωρικούς. Περπατούσε στα στενά με προσοχή. Φτάνοντας στο σπίτι, έξω από την καγκελόπορτα, έκαμε τον σταυρό του. Η Μπαχάρ, δεν ήτανε χριστιανή φυσικά, δεν τολμούσε όμως να το πει γιατί φοβότανε πάλι, ήταν συνηθισμένη. Τράβηξε την καγκελόπορτα με δύναμη, πήρε πάλι την Μπαχάρ από το χέρι και την έμπασε μέσα στην αυλή. Έριξε κάτω τις σάκες που κουβάλαγε και έπεσε στα γόνατα. Λυτρώθηκε. Ένιωθε πληρότητα. Ο Θεός ήτανε μαζί του εδώ και τόσο καιρό. 

" Θεέ! Χαριεντερίζω σε! Ώραζές με αμον φυλακτό! Πατέρα, μάνα γη ελέπω σε ξανά όπως παλιά." φώναξε στη μέση της αυλής. 

           Η Καρτερή άκουγε φωνές. Αρχικά τρόμαξε. Άρπαξε την καραμπίνα από το πατάρι για καλό και για κακό. Φοβήθηκε και με μιαν ανάσα βγήκε από την πόρτα της εισόδου με το όπλο παραμάσχαλα. Την στιγμή που είδε τον Ιεροκλή στην αυλή πέταξε τη καραμπίνα χάμω στο πάτωμα. Τα δάκρυά της κυλούσαν σαν ρυάκι. Έπεσε στα γόνατα και αυτή και αγκάλιασε τον μονάκριβό της. Ακουμπούσε το πρόσωπό του για να δει αν είναι αληθινός, αν ονειρεύεται. Τον φιλούσε στο πρόσωπο, στα χέρια παρόλο που ήτανε γδαρμένα, δεν τον άφηνε από την αγκαλιά της. Η καρδιά της είχε γεμίσει πάλι αγάπη και αισιοδοξία. Μπορούσε ξανά να ονειρεύεται. Έστω και που ζούσε ένας, έστω αυτό την έκανε να βρίσκεται πάλι στην πραγματικότητα. 

" Γιαβρί μου, ρίζα μου, παλικάρι μου έμορφον! Ελέπω σε πάλε αγόρι μου! Μερ' ήσουν άντρα μου. Θώρρεσα πως θα σε έχανα και εσένα και τα αδέρφια σου γιαβρί μου! " 

" Μανίτζα μου καλή...! Επήραν με οι οχτροί και θώρεσσα και εγώ πως γυρισμός κεν υπάρχ' να ελέπω ξανά. Μου λείψατε όλοι μάννα. Αλλά...εσύ μοναχή σου είσαι αδά; Μερ εν ο πατέρας και οι άλλοι; Κεν θέλω να πιστεύκω πως άφησαν σε αδά μόνη." εκείνη την στιγμή βγήκε από το σπίτι ο πάτερ Τιμόθεος. Έκπληκτος έκρυψε το στόμα του με τις παλάμες του. Έτρεξε προς το μέρος των δυο αγαπημένων και τους σήκωσε από το έδαφος. 

" Ε να σας ελέπ'νε οι γειτόνοι! Αμέ τε μέσα! " ξεστόμισε όλο χαρά. Παρατήρησε τους άλλους που κατευθύνονταν στο σαλόνι και εκείνος από πίσω του έκανε τον σταυρό του. Τότε είδε την όμορφη κόρη να ακολουθεί τον Ιεροκλή. Σκέφτηκε πως θα είναι καμιά κοπελιά από τον πόλεμο. Ο Ιεροκλής, σκέφτηκε, όχι μόνο σώος γύρισε, αλλά και με γυναίκα. 

" Παντοδύναμος είσαι! Θαματουρίες εφτάς! Δοξασμένο το όνομά σου Κύριε! " 

           Μπαίνοντας στο σπιτικό του δεν είχε αλλάξει απολύτως τίποτα. Είχαν μείνει όλα ίδια και απαράλλαχτα. Η μάννα του είχε αλλάξει μόνο. Είχε γκριζάρει πολύ και δεν την βάσταγαν καλά τα πόδια της πια. Φαινόταν από μακριά πως η όλη κατάσταση την είχε καταρρακώσει αλλά δεν ήθελε να το δείξει στον υιό της. Το μόνο που ήθελε ήτανε να τον περιποιηθεί, να τον ρωτήσει, να μάθει, να τον χαρεί και φυσικά να ενημερωθεί για την πορεία των αδελφών του. Η Καρτερή τον έβαλε να καθίσει στην πολυθρόνα που καθότανε ο Καλλικράτης συνήθως. Πήρε τις αποσκευές του και τις τοποθέτησε κάπου στον διάδρομο. 

" Μελιώ! Δήμο! Ελάτε αφκά! Ελάτε να ελέπετε ποίος ήρθε για! " φώναξε. Τότε γύρισε και είδε την Μπαχάρ με κατεβασμένο το βλέμμα, αμίλητη συνέχιζε να είναι. Η κόκκινη η μαντίλα ακόμα τύλιγε το ομοιόμορφο κεφάλι της, όμως η Καρτερή ακόμα δεν καταλάβαινε τι ήθελε κοντά τους. 

" Ιεροκλή, γιαβρί μου, η κοπέλα ποία εν; " 

" Θα...θα σου πω...θέλω να εν όλοι αβδά. " συμπλήρωσε εκείνος. Τότε μπήκε στο δωμάτιο η Σουμέλα. Ήταν πια δεκατριών χρονών κορίτσι. Ψηλή και λυγερόκορμη σαν τη μάνα τους. 

" Ρε μάννα μου! Ποία εν αυτή η έμορφη κορασίδα που ελέπ'νε τα όμματα μου; " 

" Ααα! Παναγιά μου! Ιεροκλή! " είπε η Σουμέλα. Τον αγκάλιασε σφιχτά. Έκλαιγε για πολλή ώρα και τα μάτια της πρήστηκαν από το κλάμα. Δε πίστευε τι γινόταν πραγματικά. Ο Ιεροκλής άγγιζε τα ξανθά, μακριά μαλλιά της απαλά και σκεφτόταν πως αυτές οι στιγμές του έλειπαν από το σπίτι, από την οικογένεια, από τη ζωή. Μύριζε και πάλι την παιδική της σάρκα και χαιρόταν που είχε αδέρφια, οικογένεια. Αναμνήσεις τριγυρνούσαν στο μυαλό του από την παιδική ηλικία τους και πως τώρα θα μπορούσαν να γκρεμιστούν σε μια στιγμή. Αλλά τελικά δεν γκρεμίστηκαν. Νόμιζε ακόμα πως ήτανε ένα όνειρο όλο αυτό. 

" Άσε με και εμένα να αγκαλιάσω τον ταή! " 

" Μάγκεψες μπρε και εσύ!  Χαχα! " γελάσανε και οι δυο. Ο μικρός Δήμος ήταν ώριμο παιδί, με σοβαρότητα και εξυπνάδα. Είχε φροντίσει τόσο ο Καλλικράτης, όσο και η Ελισσώ για αυτό.

" Πες μου για τον πόλεμο! Θέλω να μάθω ταή. " αποκρίθηκε ο Δήμος. Ο Ιεροκλής τον κοίταξε και συλλογίστηκε: Ήταν άραγε έτοιμο ένα δωδεκάχρονο παιδί να μάθει για τον πόλεμο; Μπορούσε να το αντέξει; Έπρεπε να τον ενημερώσει; 

" Κάτσε να μη με βαρέσει η μάννα σ' αμα το μάθει τούτο που ζητάς. " 

" Η μαμά δεν νοιάζεται, μην ανησυχείς. " απάντησε ο Δήμος με ένα βαρύ βλέμμα. Κάτι δεν πήγαινε καλά σκέφτηκε ο Ιεροκλής. Δεν ήθελε να χαλάσει την ατμόσφαιρα όμως. 

" Αγόρι μου...ξέρτ'ς τίποτε για τα αδέρφια σου; Ο Νικηφόρος, ο Σώκρατες; Μερ εν; Ξέρτ'ς; " 

" Ξέρω μάννα. Συναντηθήκαμε. Τες επόμενες μέρες ε να έρθουν και αυτοί αδά. " είπε. Η Καρτερή σηκώθηκε, έκαμε πάλι τον σταυρό της. Φίλησε το χέρι του πάτερ και του ψιθύρισε να πάνε να κάνουνε τάμα τις επόμενες μέρες. Έπρεπε να ευχαριστήσει με τον τρόπο της τον θεό που την ευλόγησε και εκείνη αλλά και την οικογένειά της. Ο Δήμος ανακουφίστηκε που ο πατέρας του είναι ζωντανός. Είχε χάσει τελευταία τις ελπίδες του. 

" Θα μας πεις για την κοπελιά; Ποία εν; " 

" Ναι...Η κοπέλα είναι μουγκή. Την βρήκε ο Σωκράτης και με παρακάλεσε να την πάρουμε μαζί μας για να την εντρανήσομεν. Ήταν αιχμάλωτη του Αρντά. Θα μας είναι χρήσιμη για τον Νικηφόρο. " ήθελε να το πει με τρόπο αλλά σίγουρα η Καρτερή θα ταραζότανε. Όταν η Σουμέλα άκουσε το όνομα του Αρντά έμεινε κάγκελο. Ο κόσμος είναι τόσο μικρός τελικά. Τις προάλλες μίλαγαν μαζί στην αυλή και τώρα είχε για αιχμάλωτη μια δόλια κοπελιά...

" Αμα λες για το καφενέ, η προκομένη έχε το κλειστό. Μέρες τώρα. " 

" Ντο; " έπεσε από τα σύννεφα ο Ιεροκλής. Τόσοι κόποι του Νικηφόρου πήγαιναν χαμένοι; Έκανε ένα νεύμα στον Ιεροκλή η Καρτερή για να διώξει τα μικρά από το σαλόνι. 

" Μέσα σον σάκο έχω πολεμικά εφόδια. Άμετε να τα δείτε, με προσοχή όμως ε! Μην μας ανάφκετε καμία φωτίαν αδά. " είπε γελώντας. Φυσικά δεν θα έβρισκαν κάτι παράνομο ή επικίνδυνο αλλά ήταν η μόνη δικαιολογία που βρήκε. 

" Η νύφη σου...ούτε να το λαλήσω κεν μπορώ. Κεν πατά κανένας το ποδάρ' του εκεί. Αναγκάσ'κα να το κλείσω." δεν καταλάβαινε πολλά ο Ιεροκλής, αλλά σίγουρα μια συζήτηση μαζί της πιο ιδιωτικά θα βοηθούσε περισσότερο. 

" Γιάντα; Ντο έινε; Πάτερ εσύ ξέρτ'ς; " 

" Οι κακές οι γλώσσες παιδί μου. Λένε πολλές απρέπιες. Εγώ λέγω να μην τες δίνετε σημασίαν. Ε να έρτει ο καιρός που η αλήθεια θα φανεί. " αποκρίθηκε εκείνος. Η Καρτερή κάθισε δίπλα στην Μπαχάρ. Η καημένη ακόμα δεν αντιδρούσε σε τίποτα. Απλά τους άκουγε και δεν έβγαζε μιλιά. Έτσι έπρεπε εξάλλου, αφού έτσι είπε ο Ιεροκλής. 

" Πουλόπο μ' ντο θα έπαθες και συ στα χέρκα των. Πως την ελένε βρε γιαβρί μου; " 

" Μυριόχαρη. Ετσά έγναψα δηλαδή... " αποκρίθηκε ο Ιεροκλής. Προσπάθησε να είναι πειστικός όσο γινόταν. 

" Πράγματι εφαίνετο μυριόχαρη. " 

              Εκείνη τη στιγμή την πόρτα έφραξε η Ελισσώ. Γέμισε ο χώρος μόλις μπήκε μέσα. Η "Μυριόχαρη" την είδε και μαγεύτηκε από την καλαισθησία της Ελισσούς. Ο Ιεροκλής γύρισε το βλέμμα του. Την αντίκρισε μετά από καιρό. Προσπάθησε να κρατήσει τα δάκρυά του. Όταν όμως παρατήρησε καλύτερα το κορμί της, τότε συνειδητοποίησε πως σύντομα θα είχαν νέο μέλος στην οικογένεια. 

" Γιαβρί μου! Ο Σώκρατες θα γενεί πάπας! " 

Η Ελισσώ ήταν έγκυος. Ο Ιεροκλής πάλι....





Γεια σας φίλοι μου! Πως είσαστε; Ορίστε ένα λαχταριστό κεφαλαιάκι! Έρχονται σύντομα νέες εξελίξεις....Μείνετε συντονισμένοι. Πάνω σας αφήνω ένα αγαπημένο μου τραγουδάκι που το ανακάλυψα πρόσφατα από την αγαπημένη Πέλλα Νικολαΐδου! 

Τα λέμε! Φιλιά! 


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top