21ο - 1913 μέρος β'
Η μάχη του Μπιζανίου ήταν μια από τις τελευταίες μάχες των Βαλκανικών Πολέμων για την Ελλάδα ενάντια στους Οθωμανούς Τούρκους. Ο λόχος του Νικηφόρου βρισκόταν σε παλιά σπίτια που ήταν ακατοίκητα στην απέναντι πλευρά του Μπιζανίου. Κατέστρωναν εκεί τα σχέδιά τους και έκαναν την προετοιμασία. Ο Αλέξης, ως επικεφαλής της μεραρχίας του, ανέλαβε να εκφωνήσει τις εντολές που του είχαν δοθεί από τον διάδοχο Κωνσταντίνο, ο οποίος μολονότι βασιλιάς είχε και τον ρόλο του αρχιστράτηγου. Είχε απλώσει απάνω σε ένα τραπέζι βαρύ, ξύλινο, έναν χάρτη της Ηπείρου για να βοηθήσει την μεραρχία του να εκτοπιστεί στον χώρο της εμπλοκής και της επίθεσης.
" Το βλέπετε αυτό εδώ; Είναι το οχυρό στα Γιάννενα. Τριγύρω χρειάζεται κύκλωση από τα δυτικά μέχρι και εδώ στα ανατολικά. Κινήσεις γρήγορες, αιφνιδιαστικές και τολμηρές. Θα καταληφθούν ολόκληρα τα Γιάννενα. Εσείς θα παρακάμψετε αυτό το σχέδιο και θα κινηθείτε κεντρικά και ανατολικά. Έτσι θα λειτουργήσει η παραπλάνηση. Οι εχθροί θα αποδυναμωθούν. Ο βασιλιάς ήταν ξεκάθαρος. Θέλει την άμεση παρεμβολή μας σε όλες τις μεραρχίες των αντιπάλων. Έγινα κατανοητός; " ρώτησε ο Αλέξης. Πήρε κάποια θετικά νεύματα και συνέχισε.
" Εγώ θα είμαι με πρώτο τμήμα της μεραρχίας και μαζί μου θα είναι όσοι παρευρίσκονταν στη Πίνδο. Είναι χρήσιμοι για τις κινήσεις. Επικεφαλής στο δεύτερο τμήμα ορίστηκε ο Βλάσσης. Θα πάρει τους υπόλοιπους. Σύμφωνοι; " Με αυτόν τον τρόπο ο Νικηφόρος, ως Βλάσσης, χωρίστηκε από τον Σωκράτη για άλλη μια φορά. Ο Σωκράτης βρισκόταν σε αναμμένα κάρβουνα από την ανακοίνωση εκείνου του ιατρού. Δε μπορούσε σε καμία περίπτωση να βρει κάποιον που να ξέρει τι απέγινε ο αδερφός του. Αν και δεν έμαθε απόλυτα το όνομα αυτού που έχασε τη ζωή του στη Λήμνο, εκείνος ήταν σίγουρος πως ο Ιεροκλής θα ήταν. Όφειλε ωστόσο να είναι υπεύθυνος και να μη το σκέφτεται. Είχαν πάει πολύ καλά στον πόλεμο. Δεν είχαν σοβαρές απώλειες και ποτέ δεν είχε τραυματιστεί ή είχε βρει κάποιον τραυματισμένο εκείνος για να του χαμηλώσει το ηθικό και να ζει με εφιάλτες. Τον εφιάλτη τον ζούσε ήδη.
Πίσω στην Αμισσό
" Εις τις 4 Μαρτίου επί του 1913 οι Οθωμανικές αρχές του στρατού επαραπλανήθην δια του ελληνικού στρατεύματος με επιθέσεις πυροβολικού και πυρ εντός των περιοχών Μπιζανίου - Κουτσελιού - Καστρίτσας. Ο αρχηγός του πρώτου τάγματος Αλέξιος, ανήγγειλε την επίθεσην εις τα παραπάνω μέρη με άκρα μυστικότητα και αξιοπιστία αντιστοίχως όπως ο αρχηγός του δευτέρου τάγματος, Βλάσσης, ο οποίος ήταν υπαίτιος του τραυματισμού του προστατευόμενου του Εσσάτ Πασά, Ομέρ Τεμέρογλου , ο οποίος εκτελούσε χρέη υπαξιωματικού στον Οθωμανικό στρατό. Οι εξελίξεις ήταν καθηλωτικές, αφού η δεύτερη μεραρχία κατάφερε δια αιφνιδιασμόν ίνα προκαλέσει ιδιαιτέραν σύγχυσην στον τομέα -Άγιος Νικόλαος-Τσούκα, να προσχωρήσει στις παρυφές των Ιωαννίνων. Τα νέα διεδηλώθηκαν εις ολάκερην την Ήπειρον. Στις 6 Μαρτίου 1913, με την αποδοχή της πρότασης παράδοσης, το Σύνταγμα Ιππικού της Στρατιάς Ηπείρου εισήλθε στα Ιωάννινα. Οι απώλειες του ελληνικού στρατού κατά την μάχην, ανήλθαν σε 264 νεκρούς και τραυματίες. "
Αυτά ήταν τα άρθρα των τοπικών εφημερίδων που όλο και λιγόστευαν, εφόσον οι τουρκικές αρχές είχαν απαγορεύσει κάθε διάδοση οποιαδήποτε επικοινωνίας με τους απομάχους του πολέμου ακόμα και έμμεσα. Το καλό ήτανε πως η πλευρά αυτή της Αμισσού που ζούσαν οι Ιορδανίδηδες, είχε στερέψει από τους Τούρκους αξιωματικούς επειδή επιζητούσαν οι αρχές ενίσχυση του στρατού με οποιοδήποτε μέσο. Η παραπάνω εφημερίδα όμως, βρέθηκε στα χέρια της Ανδρονίκης που βρισκόταν στο καφενείο και την είχαν παρατήσει κάποιοι εναπομείναντες Τούρκοι του στρατού. Την άρπαξε και την πήγε στο σπίτι. Βρήκε στη κουζίνα την Καρτερή να κοιτάζει το άπειρο και να φουμάρει κάποια τσιγάρα. Είχε να δει τον Καλλικράτη είκοσι μέρες μετρημένες. Τα πόδια της είχαν πρηστεί από τη ορθοστασία στα χωράφια και η εικόνα της μέσα σε λίγους μήνες είχε ήδη χαλάσει. Τα ξανθά μαλλιά της, είχαν αποχτήσει εκείνο το γκρίζο το χρώμα που όταν το βλέπεις θαρρείς πως είσαι τουλάχιστον εβδομήντα χρονώ. Της πέταξε η Ανδρονίκη την εφημερίδα στο τραπέζι και με σταυρωμένα χέρια καθότανε και την κοιτούσε με απέχθεια, με αγανάκτηση, με απόγνωση; Κάτι ενδιάμεσο.
" Ντο αβαρείς αδά; Κεν ελέπ'ς ντο ώρα εν; Θέλτ'ς να μπει ο Δήμος αδά-απέσου και να σε δει ετσά στα χάλια σου; " της φώναξε. Η Ανδρονίκη είχε γίνει πολύ επιβλητική. Σαν άντρας μιλούσε πια. Είχε ξεχάσει τον ρόλο της στο σπίτι. Χωρίς κάποια φυσική αντρική παρουσία στο σπίτι είχε ξεχάσει πως είναι η νύφη του Καλλικράτη, η γυναίκα του Νικηφόρου. Μόνο το ότι ήταν η μάνα του Δήμου θυμότανε. Από τότε που δεν είχε νέα καθόλου από τον Νικηφόρο, το μόνο μέλημά της ήτανε το καφενείο που πλέον το πολύ πολύ να μάζευε πέντε τραπέζια. Λίγοι είχανε απομείνει στο χωριό.
" Ε; Ντο θα πάθει κι αν με δει; Πρώτη φορά κεν θα εν. " είπε κοιτάζοντας το παράθυρο με τη μαραμένη μυγδαλιά.
" Κεν νουδεύσ'αι ; Κυκλοφορείς αμόν το φάντασμα. Κουνήσου. " τη πρόσταξε χτυπώντας την στη πλάτη για να κουνηθεί.
" Κεν πρέπει εγώ να νουδεύομαι. " είπε υπαινικτικά η Καρτερή.
" Ντο λες; "
" Τούντο που άκ'σες. "
" Μίλα Καρτερή. Ντο φιτιλέα βάνεις και κεν το λες; "
" Καρτερή; Το <<μάννα>> που πήγε; Χαλοτιμήθ'κες και έχασες και τους τρόπους σου; " επέμενε η Καρτερή. Μπορεί να μην είχε την ίδια ισχύ πλέον λόγω κούρασης και κόπου αλλά τα αυτιά της ήταν ανοικτά για οτιδήποτε την αφορούσε, και οι φήμες που έβγαιναν από το χωριό για την οικογένειά της δεν ήταν οι καλύτερες. Ο Καλλικράτης δεν ήξερε τίποτα, όμως ο κόσμος το είχε τούμπανο και οι υπόλοιποι της οικογένειας κρυφό καμάρι.
" Νουνίζεις πως κεν ξέρω τα ρεζιλίκια σου στο χωριό; Εάν ήτανε αδα ο Νικηφόρος ούτε να βγεις στο τζακόνιν θα σ'άφηνε. Θα έμενες εδώ μέσα αμόν φυλακισμέντζα. Άκ'σες; " συμπλήρωσε η Καρτερή.
" Τον ελέπ'ς κάπου αδά που κεν τον ελέπω εγώ; Ε; Έναν άντρα ήθελα και δεν τον έχω. Άι παράτα με! " φώναξε όσο έβγαινε έξω, πετώντας χάμω ο,τι έβρισκε μπροστά της.
" Θα βάλω τον παπά να σε αφορήσει! Ζάντενα! " Η υπομονή της Καρτερής έληγε οσονούπω και δεν θα άντεχε άλλο χωρίς να έχει νέα έστω για κάποιον από τους τρις υιούς της. Έβριζε από μέσα της την νύφη της και πήρε την πεσμένη εφημερίδα. Άνοιξε κάποια φύλλα και πήγε στη σελίδα της είδησης. Εμφανίστηκε ένα αχνό χαμόγελο στο πρόσωπό της. Τώρα μπορούσε να ελπίζει. Σηκώθηκε από τη καρέκλα που είχε κάνει πλέον λακκούβα από το καθισιό και βγήκε στην αυλή. Πρώτη φορά αντίκριζε τον ουρανό τόσο λαμπερό μετά από τόσους μήνες. Κάπου στο βάθος φαινότανε η Αρετή με τον πάτερ. Όποτε έλειπε η Ανδρονίκη από το σπίτι πήγαινε η Αρετή για να κάνει κάποιες δουλειές. Η Ανδρονίκη φυσικά δε το ήξερε, νόμιζε πως η Ελισσώ ή η Σουμέλα τις έκαναν. Καθώς πλησίαζαν, η Αρετή παρατήρησε το χαμόγελο στα χείλη της Καρτερής. Της έπιασε το χέρι σφιχτά και το ζέστανε με τα θερμά χεράκια της. Ο πάτερ Τιμόθεος τη πλησίασε και αυτός ενώ η Καρτερή του φίλησε το χέρι όπως ορίζει άτυπα το δίκαιο της εκκλησίας.
" Καρτερή; Ελέπω σε καλά, σχετικά με άλλες μέρες. " αποκρίθηκε ο πάτερ.
" Έινε τίποτε καλό; Έμαθες κάτι; "
" Ναι πάτερ. Θώρα το. Το είδα και ευράνθηκε η καρδία μου. "
Η Αρετή το είδε το άρθρο και χάρηκε και εκείνη. Στα όνειρά της έβλεπε τον Νικηφόρο. Εάν δεν τον έβλεπε, πίεζε τον εαυτό της να τον σκέφτεται. Ανυπομονούσε για την στιγμή που θα τον δει, που θα τον μυρίσει, που θα τον αγγίξει, που..., που...., που.....Μπήκε μέσα στο σπίτι, άφησε το πιάτο με τα σαρμαδάκια στο τραπέζι και έφυγε. Έπρεπε να πάει στον Κλέωνα, να τον περιποιηθεί και αυτόν. Ίσως να μην αισθανόταν ο, τι αισθανόταν για τον Νικηφόρο το ίδιο, αλλά τον εκτιμούσε τον Κλέωνα και όσο να'ναι τον αγαπούσε. Περισσότερο σαν αδερφό, παρά σαν άνδρα της. Η Γεσθημανή που βοηθούσε και αυτή στο σπίτι, πήγαινε στα χωράφια με τον Κλέωνα. την Καρτερή και ακόμα με τον Δήμο κάποιες φορές. Δώδεκα χρονών ήτανε ο μικρός αλλά το έλεγε η ψυχή του. Δουλευταράς και καλό παλληκάρι. Όσο η Γεσθημανή τριγύριζε στα χωράφια για την συλλογή του καπνού, η Αρετή στο σπίτι τους μαγείρευε. Ξάφνου, ο Κλέωνας εμφανίστηκε στο σπίτι. Νωρίς για την ώρα και αυτό έκανε εντύπωση στην Αρετή. Αναρωτήθηκε τι να έγινε.
" Πως και τόσο ενωρίς; "
" Πίσω στα χωράφια, πέσκιασα την Ανδρονίκη. Ξέρεις ντο λένε. " Η Αρετή έκανε σαν να μην καταλάβαινε. Γνώριζε βέβαια, αλλά ντρεπότανε να το παραδεχτεί.
" Ντο; Ε καμία δουλεία θα είχε. "
" Αρετή; Ξέρτ'ς για ντο λαλώ σε. Κεν ηθέλω να μπαινοβγαίνεις κια μέσα. " Ξαφνιάστηκε η Αρετή. Έβρισκε τον Κλέωνα υπερβολικό.
" Ποίον ο λόγος; Ακούς τα άρρητα που λέγονται στο χωριό και πιστεύκεις τα; " τον ρώτησε.
" Άκ'σες ντο είπα σε; Κεν θα ξανά πας κια μέσα λέγω σε! Κεν θα βγάλουν και σε εσένα μετά την φήμη της Ανδρονίκης. " της φώναξε επιβλητικά και δεν σήκωνε άλλα λόγια.
" Ποία φήμη βρε Κλέωνα; Μια χαρά εν η Ανδρονίκη. "
" Κεν ηθέλω να λένε σε κούρβα αμόν την ξεφτυλισμέντζα την Ανδρονίκη! "
Με λίγα λόγια η Ανδρονίκη είχε βρει τη χαρά της ζωής σε άλλους άνδρες. Αφού έλειπε ο δικός της, είχε την δικαιοδοσία να πάει με όποιον άντρα ήθελε. Μόνο που δεν επέλεγε έναν απλό εραστή αλλά κάθε βράδυ (ή και πρωί) είχε και άλλον. Το όνομα της είχε βγει στο χωριό, αλλά όσο έλειπαν οι άντρες δεν την ενδιέφερε διόλου. Είχε πιστέψει πως δεν θα γύριζε ποτέ ξανά ο Νικηφόρος. Είχε ησυχάσει και με την Αρετή. Δεν την ενδιέφερε πια γενικότερα. Εκτός από όλα αυτά, το μεγαλύτερο και ίσως το χειρότερο ελάττωμα της ήτανε ότι πήγαινε με Τούρκους. Μπορεί τον Νικηφόρο να τον εξόργιζε, αν το μάθαινε, ότι η γυναίκα του ήτανε πόρνη, αλλά αυτό που θα τον έκανε να την διώξει από το σπίτι ήταν το ότι πήγαινε με Τούρκους.
Τότε που την είδε ο Κλέωνας, η Ανδρονίκη πήγαινε στον μαχαλά του Φαρούκ Γκεμέρ. Ήταν εκείνος ο φίλος του γιου του χότζα. Η Ανδρονίκη, ντυνόταν με κάτι φορέματα μακριά και με μαντίλες για να μην αναγνωρίζεται. Αυτό βέβαια ήταν το φετίχ του Φαρούκ. Χτύπησε τη πόρτα του τέσσερις φορές, συνθηματικά, και αμέσως εκείνος την τράβηξε μέσα όταν την είδε.
" Έλα μανάρα μου να σε φάω! " είπε αρπάζοντας την από τη μέση με μιας. Την ρουφούσε σαν να ήθελε να της πιει το αίμα από το λαιμό και άφηνε υγρά φιλιά σε όλο της τον λαιμό.
" Κάτσε, κάτσε να κλείσω την πόρτα μη μας δουν βρε! "
" Άσε τη γαμώπορτα. Λες και δεν ξέρουν τόσο καιρό τι κάνουμε εδώ. " αποκρίθηκε. Έσπρωξε τη πόρτα με το πόδι του και πέταξε τη μαντίλα που είχε βάλει στα μαλλιά της. Εκείνη αφέθηκε στα βίαια χάδια του. Την χούφτωνε παντού, σημείο δεν άφηνε. Η Ανδρονίκη ένιωθε τρομερά γυναίκα μαζί του και τα σκέλια της πάλλονταν απευθείας με κάθε άγγιγμα του . Αυτός την έστησε στον τοίχο, έσκισε το φόρεμά της με τόση δύναμη που η γύμνια της εμφανίστηκε κατευθείαν.
" Μα τον Αλλάχ είσαι ο,τι πιο πρόστυχο έχω δει. Θα σε κάνω να φωνάζεις το όνομά μου σε όλη την Αμισσό, Ανδρονίκη. Στο ορκίζομαι. " της είπε. Θώπευε τους γλουτούς της με μανία και εκείνη του ξεκούμπωνε το πουκάμισο, σχεδόν το τραβούσε για να του το βγάλει. Ο Φαρούκ αφαίρεσε το πουκάμισο και κατέβασε το παντελόνι του με γρήγορες κινήσεις. Η Ανδρονίκη είχε ανάψει ολόκληρη. Τα χέρια της είχαν κλειδωθεί από τα δικά του στον τοίχο και εκείνη αναστέναζε χωρίς καν αυτός να την ακουμπά. Ήταν περίεργο το γεγονός ότι μόνο που τον έβλεπε υγραινόταν. Εκείνη του κατέβαζε το κεφάλι αργά. Αυτός καταλάβαινε τι ζητούσε το κορμί της Ανδρονίκης απεγνωσμένα.
" Τι θες μωρό μου; Πες το να το ακούσω. Θέλω να μου το πεις! "
" Θέλω να σε νιώσω παντού. Πάρε με αγόρι μου, πάρε με! " Ο Φαρούκ χούφτωνε το στήθος της και με τα υγρά του χείλη πιπίλιζε τις ρώγες της με ηδονή και επιμονή. Εκείνη αναστέναζε βαθιά και γρήγορα. Κατέβαινε όλο και χαμηλότερα. Μόλις τα χείλη του άγγιζαν το ευαίσθητο σημείο της, εκείνη αισθανόταν ότι θα καταρρεύσει. Τα πόδια της έτρεμαν και στηριζόταν στους ώμους του. Τα δάχτυλά του άγγιζαν αισθησιακά τους μηρούς της και έκαναν κυκλικές κινήσεις κοντά στο σημείο της αλλά ποτέ εκεί ακριβώς. Εκείνη δεν άντεχε άλλο. Τον έπιασε από τα χέρια, τον έβαλε να καθίσει σε μια ξύλινη παλιά καρέκλα και αυτή άνοιξε τα πόδια της για να καθίσει πάνω του. Ο Φαρούκ την έπιασε από τη μέση και την πίεσε να κατέβει και να βάλει το μόριό του μέσα της. Συνέχιζε να αναστενάζει όσο κουνιόταν ρυθμικά πάνω του. Χούφτωνε τα οπίσθιά της και παράλληλα το ζουμερό στήθος της. Όταν εκείνη τελείωσε σηκώθηκε από πάνω του. Την άρπαξε από τα μαλλιά και την πίεσε να καθίσει στα γόνατα μπροστά του. Κατάλαβε αμέσως τι αναζητούσε ο Φαρούκ από εκείνη. Έβαλε τον ανδρισμό του στο στόμα της και τον ρουφούσε συνεχώς μέχρι να τον κάνει να ολοκληρώσει. Εξαιτίας της ευχαρίστησης που ένιωθε, της τραβούσε τα μαλλιά όλο και περισσότερο μπρος και πίσω. Σε λίγα λεπτά, τα δικά του υγρά απελευθερώθηκαν στο στήθος της. Τότε την σήκωσε από το πάτωμα, την έριξε στο κρεβάτι και τοποθέτησε τα πόδια της στους ώμους του. Χάιδευε το μόριό του στο σημείο της για λίγα λεπτά και μπήκε μέσα της αρχικά ελαφρά. Μετά πήγαινε όλο και πιο γρήγορα μπρος και πίσω ξανά και ξανά.
" Αααχ! Τι μου κάνεις αγόρι μου;! "
" Αυτό που θες μωρό μου! " της φώναξε γέρνοντας προς τα πίσω. Η Ανδρονίκη ανασηκωνόταν από τις ωθήσεις του Φαρούκ και ούρλιαζε από τον πόνο και την ηδονή ταυτόχρονα. Της άρεσε τόσο πολύ αυτή η βιαιότητα που έβγαζε πάνω στη πράξη ο Φαρούκ που εκμηδένιζε τον Νικηφόρο με μιας. Τελείωσαν σχεδόν ταυτόχρονα και ο Φαρούκ έπεσε πάνω της. Τη γέμισε με φιλιά και χάδια. Από τις λίγες φορές που δεχότανε ο Φαρούκ να περάσουν λίγες στιγμές αγάπης και όχι αχαλίνωτου έρωτα.
" Σε περιμένω αύριο την ίδια ώρα. " της είπε όσο ντυνόταν εκείνη.
" Δεν ξέρω αν θα μπορέσω. Με ψιλιάστηκε η πεθερά μου. " Τότε την έπιασε από το μπράτσο και την κόλλησε πάνω του.
" Εάν δεν έρθεις θα σε πάρω εγώ με το ζόρι. Και κυριολεκτικά και μεταφορικά μωρό μου. " της ψιθύρισε και της έδωσε ένα γλωσσόφιλο με πάθος για να την πείσει περισσότερο. Φόρεσε την μαντίλα της ξανά, κρατούσε καλά τα σκισμένα ρούχα της και έφυγε πάλι για το σπίτι.
Πίσω στην Ήπειρο
Όπως έλεγαν οι εφημερίδες έτσι και έγινε. Όσο βρίσκονταν ο λόχος του Νικηφόρου στο Μπιζάνι, ξέσπασε έντονη μάχη. Θυμόταν ότι τριγύρω του έσκαγαν πυροβολισμοί, έπεφταν βολίδες από τα όπλα. Μόνιμα είχε παραμείνει στο κεφάλι του ο ήχος τους και στα μάτια του το φως τους. Πίσω από τα οχυρά που είχαν κρυφτεί, πάλευαν με τον χρόνο, με τον εχθρό, με την ειρήνη μα και την αλήθεια κατάματα. Τα χέρια του είχαν ματώσει από τη σκανδάλη. Είχαν ρίξει χάμω οι Έλληνες ίσα με τριακόσιους Τουρκαλέους μα αυτό δεν έφτανε. Το χάος που είχε δημιουργηθεί, ο Νικηφόρος δεν το αντιλαμβανόταν. Συνέχιζε να δίνει εντολές, να φωνάζει, να ωρύεται. Ο λαιμός του είχε βραχνιάσει, είχε καταϊδρώσει και οι αρβύλες του είχανε γεμίσει πετραδάκια. Κάποια στιγμή, πάνω στον επικρατούμενο πανικό, και όσο σκάλιζε τη γη με τα παπούτσια του για να δημιουργήσει μια λακκούβα για να έχει ευκολότερη πρόσβαση στο χώμα, παρατήρησε έναν από τους φίλους του, αντάρτης και αυτός, που έκανε κάποιες παράξενες κινήσεις, αντισυμβατικές από τις εντολές του.
" Που πας;! " του φώναξε ο Νικηφόρος. Εκείνος φάνηκε σαν να μην άκουγε.
" Μπορούμε να κινηθούμε! Έχουν πέσει οι περισσότεροι! Είναι ευκαιρία! " ο Νικηφόρος το έβρισκε λάθος. Ήταν κάθετος και επέμενε στο αρχικό σχέδιό του.
" Όχι! Πρέπει να αποδυναμώσουμε και τους απομείναντες! Μη κάνεις του κεφαλιού σου! " του έλεγε αλλά εκείνος ήταν σαν να ζούσε στον κόσμο του, σαν να μιλούσε μόνος του τόσην ώρα.
" Πυρ!! " φώναξε ο στρατιώτης τρέχοντας. Ο Νικηφόρος πανικοβλήθηκε, δεν του είχε τύχει ποτέ κάτι παρόμοιο. Πάντα όλοι τον άκουγαν και ακολουθούσαν πιστά όλες τις εντολές του. Τον έλουζε κρύος ιδρώτας. Για μια στιγμή κοίταξε τριγύρω και όταν αντιλήφθηκε κάποιον που πήγαινε να ξεφύγει από τους αντιπάλους του έριξε. Τον πέτυχε στο πόδι. Ο νεαρός, γύρισε. Τον κοίταξε και τότε πλησίασε τον πεσμένο αντίπαλο για να του δώσει την χαριστική βολή. Τότε ο Τούρκος σήκωσε το κεφάλι του ψηλά, άγγιξε το αίμα στο πόδι του και μηχανικά παρατήρησε τον Νικηφόρο. Συναντήθηκαν τα βλέμματα τους στιγμιαία. Ήταν ο Ομέρ. Ο γιος του χότζα. Φευγαλέα, χωρίς δεύτερη σκέψη ο Νικηφόρος τον πλησίασε για να δει εάν πράγματι πέθαινε. Ξαφνικά, ένας εκκωφαντικός ήχος και μια σπίθα έσκασε μπροστά του. Χειροβομβίδα το έλεγαν. Ο Ομέρ τη χρησιμοποίησε και την έριξε είκοσι μέτρα μακριά από τον Νικηφόρο. Ο Νικηφόρος έπεσε κάτω. Το τελευταίο πράγμα που είχε δει μπροστά του ήταν η μορφή της Αρετής και του Δήμου να τον χαιρετούν μπροστά σε ένα τούνελ με πολύ φως. Ήταν ατελείωτο. Απλά φωτεινό.
Στα στενά της Τσούκας παρόμοια ήταν η κατάσταση και στο μέτωπο της μεραρχίας του Αλέξη. Επικρατούσε πανικός, άτομα έτρεχαν, οι ντόπιοι Αλβανοί ούρλιαζαν από τις οβίδες και τους πυροβολισμούς που έπεφταν. Είχε γεμίσει το χώμα αίμα, και το αίμα μίσος. Πίσω από δέντρα, θάμνους, μέσα σε σπηλιές, κοντά σε βράχια στέκονταν για να αντιμετωπίσουν τον εχθρό. Τα δύσκολα είχανε περάσει. Στο δάσος δεν είχε μείνει κανένας εχθρός πια. Εξάλλου οι περισσότεροι είχαν υποχωρήσει αλλά μπορεί στη πόλη κάτω, να υπήρχαν ακόμα ορισμένοι. Οι υπόλοιποι της μεραρχίας κατέβηκαν στη πόλη, για να αρπάξουν ο,τι λάφυρο μπορεί να είχε απομείνει. Βρίσκονταν σε ετοιμότητα όλοι. Ο Σωκράτης ήταν πραγματικά πολύ χαρούμενος και ανακουφισμένος που σιγά σιγά το δύσκολο αυτό ταξίδι τελείωνε χωρίς υπέρμετρες απώλειες. Ο Αλέξης τον πλησίασε και τον αγκάλιασε αντρικά. Αφού ήταν αδερφός του Νικηφόρου, πλέον ήταν και δικός του.
" Είσαι καλά; "
" Καλά θα είμαι όταν γυρίσω στο χωριό με τα αδέρφια μου. Τώρα είμαι απλά ικανοποιημένος. " απάντησε καθώς έμπαιναν σε ένα άδειο μαγαζί. Τουλάχιστον έτσι νόμιζαν. Καθίσανε σε ένα καφενείο, σπασμένο ολοσχερώς, ένα απόλυτο χάος.
" Μυρίζω καφενείο σαν το χωριό. Μου λείπει αδερφέ. "
" Έλα τότε να φύγουμε. Όσο πιο σύντομα τελειώσει όλο αυτό τόσο πιο γρήγορα θα είσαι κοντά στην οικογένειά σου. " αποκρίθηκε. Έκανε ένα θετικό νεύμα και πήγαν να φύγουν. Προχώρησε μπροστά ο Αλέξης και πίσω ο Σωκράτης όταν ο ίδιος αισθάνθηκε ένα μαχαίρι να του πιέζει το λαιμό.
" ΔΕΝ ΘΑ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙ ΤΙΠΟΤΑ ΙΟΡΔΑΝΙΔΗ " είπε εκείνος ο άνδρας.
Γεια σας φίλτατοι. Τι μου κάνετε; Ένα από τα μεγαλύτερα κεφάλαιά μου είναι έτοιμο και ελπίζω να σας αρέσει. Σας αφήνω με πολλά κενά, τόσο για τον Ιεροκλή, όσο για τον Σωκράτη και τον Νικηφόρο αλλά και κάποιους Αμμισιώτες. Μην ανησυχείτε. Όλα θα λυθούν στο επόμενο επεισόδιο!
Φιλιά πολλά!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top