20ο - Έτος 1913
Το μέτωπο ήταν μια δύσκολη κατάσταση. Μιαν άλλη εμπειρία που κανείς δε θα ήθελε να ζήσει. Πια τα χέρια τους είχανε γεμίσει φουσκάλες και βρωμιά. Τα όπλα και οι δυστυχίες τους έκαναν έτσι. Πόσο νοσταλγούσαν το τοπίο, τους ανθρώπους της Σαμψούντας και την διάλεκτο δεν μπορούσε να φανταστεί κανείς. Τα καμώματα όλα τους φαίνονταν δίκαια και λογικά. Να σκοτώνεις, να πεθαίνουν άλλοι, να είσαι ο εχθρός που έχει περάσει τόσα, να έχεις αλλάξει πιο πολύ από άλλους, να φοβάσαι πως οι αγαπημένοι σου δε θα σε αναγνωρίσουν πια από τον πόνο και τη ταλαιπωρία, να είσαι έτοιμος να ρίξεις μια αδέσποτη σε προδότη αλλά να σκέφτεσαι πως θα έχει γυναίκα, παιδιά, αδέρφια, μάνα και πατέρα σαν εσένα, να χρησιμοποιείς για φαγητό ο,τι βρεις σε δάση και βουνά και να ανακαλύπτεις πως δεν είναι όλα βρώσιμα αλλά να τα τρως για να επιβιώσεις. Ο Νικηφόρος δεν εγκατέλειπε ποτέ τον Σωκράτη στο πεδίο της μάχης. Φρόντιζε να βρίσκεται κοντά του. Μιαν μέρα, τότε που ανέβαιναν στην Πίνδο, τον έχασε για μια στιγμή. Τρομοκρατήθηκε. Φοβήθηκε. Έκλαψε. Ηρέμησε και προσευχήθηκε. Μετά από δυο μέρες τον βρήκε σε ένα δάσος παρέα με άλλους τέσσερις. Δεν είπε τίποτα. Τον αγκάλιασε και τον έσφιξε στην αγκαλιά του. Η κατάσταση τον έκανε πια τόσο ευάλωτο που δεν ήξερε ούτε ο ίδιος τι να υποθέσει, πως θα ζει έτσι στο πόλεμο και με τι καρδιά θα αντιμετωπίζει το θάνατο. Ο Σωκράτης ήταν πιο ήπιος χαρακτήρας πια. Επαναστάτης και δυναμικός με φιλοδοξίες. Ήδη οι υπόλοιποι στρατιώτες τον είχανε συμπαθήσει. Σαν αδέρφια του τα είχε και αυτά. Ο Μαρίνος έλεγαν είναι χρυσό παλικάρι. Μαρίνος ήτανε το ψευδώνυμό του στο μέτωπο και Βλάσης ήτανε του Νικηφόρου. Καμία σχέση με τα πραγματικά τους ονόματα αλλά αυτό δεν είχε καμία σημασία. Αυτό που τους πίκραινε ήταν που δεν γνώριζαν τα ψευδώνυμα του Ιεροκλή και του Ευστάθιου. Επαφές δύσκολα είχανε με άλλο λόχο και όσο περιοριζόντουσαν οι επαφές με άλλους τόσο πιο εύκολα ξεχνούσανε τα πάντα.
Ήτανε ίσαμε μυριάδες άντρες. Φυσικά δε γνωρίζονταν όλοι μεταξύ τους αλλά ο Νικηφόρος με τον Αλέξη είχανε γίνει αχώριστοι. Ήταν σαν να 'ναι παιδικοί φίλοι, σα να γνωρίζονται από παλιά. Καθόντουσαν στη φωτιά τριγύρω όσο οι άλλοι κοιμόντουσαν και συζητούσαν για το παρελθόν. Από τον δικό τους λόχο είχαν χαθεί ,προς μεγάλη τους έκπληξη, λιγότερα από δέκα άτομα, που όμως γνωρίζονταν μεταξύ τους. Αυτό τον πόναγε τον Νικηφόρο εξαρχής.
" Φίλε μέσα σε 5 μήνες έχασα δύο από τα ξαδέρφια μου. Η μάνα μου η έρημη έχασε τα ανίψια της. Είναι τραγικό. Φαντάσου να είχαν παντρευτεί κιόλας. "
" Εγώ έχω παιδί Αλέξη. Έχω γυναίκα, έχω... " κόπηκε ο ειρμός του σε αυτό το σημείο. Δεν είχε αποκαλύψει σε κανέναν τη κρυφή σχέση του αλλά τον βάραινε κάτι στη ψυχή. Κάτι κακό. Ήθελε να προλάβει ο, τι μπορούσε, πριν να είναι αργά. Δεν μπορούσε να διανοηθεί σε καμία περίπτωση ότι θα έφευγε από τη ζωή ή θα πάθαινε κάτι και η Αρετή θα ζούσε με ψεύτικες ελπίδες για αυτόν.
" Έχεις τι; "
" Περίμενε μισό λεπτό..." αποκρίθηκε. Σηκώθηκε, πήγε στη σκηνή του και μέσα από τις αρβύλες έβγαλε μια εικόνα της Παναγιάς και μια εικόνα της Αρετής από τότε που ήτανε μικρά. Το έβαλε σκοπό να το δώσει στον Αλέξη σε περίπτωση που ο ίδιος πάθαινε κάτι, να πήγαινε ο Αλέξης στο χωριό και να της πει τα μαντάτα.
" Πάρε τούτα 'δω. "
" Τι είναι αυτά; " ρώτησε όσο τα περιεργαζόταν.
" Είναι η...η αγαπητικιά μου από το χωριό. Ο παιδικός έρωτας. Θέλω, άμα πάθω κάτι... "
" Πάψε Νικηφόρε. Τίποτα δε θα πάθεις. "
" Αν πάθω είπα, να πας να τη βρεις στην Αμισσό. Αρετή Μοσχογιαννίδη την ελένε. Είναι η κόρη του παπά. Δε το ζητάω από τον Σωκράτη γιατί κανείς δε ξέρει τίποτα. Όλοι θα νοιαστούν για την γυναίκα μου και τον υιό μου. Είμαι σίγουρος για αυτό. Για εκείνη όμως δεν ξέρω. Ο παπάς μεγάλος άνθρωπος εν, ο αδερφός της εν κάπου τριγύρω, ίσως στη Πίνδο, δε ξέρω. Ο άνδρας της...την αγαπά. Αυτό ξέρω μόνο. Κατάλαβες; " Είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό ο καημένος ο Αλέξης. Που να ήξερε τι θα γινότανε στη πορεία...
Ο Ιεροκλής με τον Ευστάθιο είχανε οριστεί σε ναυμαχία. Μόλις είχε αλλάξει ο χρόνος και αντί να περνάνε τις μέρες με τους αγαπημένους τους, τη περνούσαν με άγνωστους γνωστούς. Μολονότι στο χωριό τότε είχανε πιο τυπικές, σχεδόν φιλικές σχέσεις, ο Ιεροκλής τον εκτιμούσε τον Ευστάθιο. Μέσα σε όλους τους φαντάρους και τους στρατιώτες, δεν υπήρχαν διακρίσεις. Ήταν όλοι ένας. Έπλεαν στο Αιγαίο, περίπου είκοσι μέρες. Είχαν παρατηρηθεί κάποια Οθωμανικά πλοία, να περιτριγυρίζουν στη θάλασσα. Μετά την επιτυχία της Ναυμαχίας της Έλλης, στον Ελλήσποντο, οι Έλληνες ήταν σχεδόν σίγουροι πως οι αντίπαλοι θα επιχειρούσαν ξανά την χρήση όπλων στη θάλασσα. Έπρεπε να είναι σε πλήρη ετοιμότητα. Ο Ιεροκλής βρισκόταν στο θωρηκτό " Σπέτσαι " ως υπομοίραρχος και βοηθός του Γκίνη, κύριου μοιράρχου. Όσο ο Γκίνης έδινε εντολές στα άλλα επανδρωμένα Θωρηκτά, ο Ιεροκλής ξανά έλεγε για τελευταία φορά το προσχέδιο σε περίπτωση επίθεσης.
" Πρώτα πρέπει να κινηθούμε στα αριστερά. Ξέρετε καλά τον χώρο κίνησης. Είστε από τα γύρω νησιά οι περισσότεροι. Οι οχτροί πρέπει να διεσχίσουν τα στενά πρώτα. Εμείς θα τους οδηγήσουμε εκεί που χρειάζεται. Όταν θα κατευθυνθούμε δεξιά, θα είναι πιο εύκολο να τους αποφύγουμε. Έγινα σαφής; " ρώτησε τους υπόλοιπους. Όσο μιλούσε, μια ομάδα ετοίμαζαν τα όπλα τους, τις οβίδες και τα πολεμοφόδια για να είναι προετοιμασμένοι. Σίγουρα με την καθοδήγηση του Ιεροκλή και του Γκίνη θα πήγαιναν όλα καλά. Προς το παρόν δεν υπήρχαν πολλές απώλειες αν συγκριθούν με άλλα μέτωπα. Ήταν σε εκγρήγορση γενικότερα. Περίμεναν να δουν στον ορίζοντα κάτι να κινείται για να αρχίσουν τις επιθέσεις και την άμυνα αντίστοιχα. Ο Ιεροκλής δεν είχε καλό προαίσθημα. Καθόλου. Δεν ήξερε για ποιο πράγμα, για ποιον ή γιατί αλλά δεν ένιωθε τόσο έτοιμος όσο άλλες φορές που βρισκόταν στη θάλασσα. Τα πράγματα σοβάρεψαν όταν το " Σπέτσαι " αντίκρισε από μακριά ένα Οθωμανικό πλοίο ονόματι " Χαϊρεδδίν Βαρβαρόσσα ". Επικεφαλής ήτανε ο Ραμίζ Μπέης. Είχαν ακουστεί σκληρά λόγια από εκείνον. Ήταν ένας ικανός αξιωματικός, με τόλμη και εθνικιστικά δεδομένα όπως οι περισσότεροι. Δεν ήταν καλό στοιχείο αυτό. Καθόλου. Λίγες ώρες αργότερα δόθηκε το σήμα για πυρ. Οι αντίπαλοι φαίνονταν πιο αδύναμοι. Ο Ιεροκλής κατέβαινε και ανέβαινε συνεχώς στο θωρηκτό για να βλέπει τι γινότανε με τα πυροβολικά που κατείχαν. Είχε ενεργό δράση και ο Ευστάθιος. Φώναζαν επίμονα:
" Σκυλιά θα σας φάει η θάλασσα! Οι Έλληνες είμαστε ανίκητοι! Είμαστε άνθρωποι! Είμαστε ζωντανοί ακόμα! "
Αργά αλλά σταθερά εμφανίζονταν και άλλα πλοία τουρκικά. Το " Τουργούτ " είχε ήδη πληγεί. Έβλεπες από μακριά κόσμο να πέφτει όσο έγερνε το πλοίο πέφτοντας στη θάλασσα. Σαν να έδιωχναν σκουπίδια ήταν, όχι ανθρώπους με καρδιά και ψυχές. Το ελληνκό "Αβέρωφ" είχε δημιουργήσει τη περισσότερη αναταραχή. Οι φωτιές μέσα στη θάλασσα δε σταματούσαν. Κάποια στιγμή ο καπνός έπληττε ολόκληρο το Αιγαίο. Τα πυροβόλα έφτασαν μέχρι και τα 20 μίλια. Ο Γκίνης κήρυξε νικητήριο τον Ελληνικό στόλο εκπροσωπώντας τον Κουντουριώτη, τον αρχηγό του Αβέρωφ. Ο Ιεροκλής έδωσε εντολή για την ανύψωση της Ελληνικής σημαίας στο Θωρηκτό όσο μετρούσε τις απώλειες. Τότε ένα τελευταίο πλοιάριο των Τούρκων εμφανίστηκε στον ορίζοντα και έκανε ξαφνική επίθεση! Οι Έλληνες τρομοκρατήθηκαν, ήταν αιφνιδιαστικό. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκαν βαριά πυροβολικά. Ξαφνικά κάποιος φώναξε:
" Έχουμε έναν νεκρό στη θάλασσα! Έναν πληγέντα! "
Όταν ο λόχος του Νικηφόρου έφτασε στα Γιάννενα, ήτανε τότε κάπου στα Κορυτσά που είχαν απελευθερώσει ήδη από το Δεκέμβριο, ήρθε στη μεραρχία του ένας νέος στρατιωτικός ιατρός εθελοντής, ήτανε λέει του ναυτικού. Ερχότανε για να ενημερώνει και να σημειώνει τους πληγέντες και όσους χρειάζονταν βοήθεια. Λεβέντης πράμα και ζούσε μέσα στο πόλεμο, όχι από ανάγκη αλλά από αγάπη για το επάγγελμά του. Φαινότανε τίμιος άνδρας και εξυπηρετικός.
" Πόσους έχετε εσείς; "
" Γράψε. Τρις τραυματίες. Είναι σ΄ απάν' στο βουνό. Τους βάναμε να ησυχάσουν αλλά δεν είχαν μεγάλο πρόβλημα. " αποκρίθηκε ένας άνδρας.
" Ονόματα; " ρώτησε όσο έβγαζε το μπλοκάκι του για να σημειώσει. Του είπανε τα ονόματα και μόλις πήγε να φύγει, ο Σωκράτης τον πλησίασε διακριτικά.
" Είχαμε κανέναν άλλο θάνατο ή τραυματία από τον Νοέμβρη και μετά..; "
" Ήταν πολλοί. Ψάχνεις για κάποιον συγκεκριμένο; Δώσε μου κάποιο στοιχείο. " απάντησε εκείνος. Ο Σωκράτης δυσκολευόταν να μιλήσει διότι δεν ήξερε το αντάρτικο όνομα κανενός από τους ενδιαφερόμενους.
" Δεν...δε ξέρω το όνομά τους, ούτε τον λόχο ούτε περιοχή. Μοναχά ότι είναι από τη Σαμψούντα. Χαθήκαμε όταν χωρίστηκαν οι λόχοι μας για την Ήπειρο. " είπε ο Σωκράτης. Περίμενε με ανυπομονησία κάποια άμεση απάντηση ή ένα όχι που τόσο θα ήθελε να ακούσει.
" Μισό λεπτό να ψάξω... " αποκρίθηκε ο νεαρός. Η υπομονή του Σωκράτη εξαντλούνταν και ήλπιζε ο Νικηφόρος να μην είχε παρατηρήσει την απουσία του. Δεν ήθελε να τον ταράξει η όποια υποψία του, αμφιβολία ή σκέψη γιατί ήξερε πόσο ευαίσθητος ήταν ο Νικηφόρος σε τέτοια θέματα. Κάποια στιγμή ο ιατρός σταματά σε μιαν σελίδα.
" Έχω κάποιον από τον προηγούμενο μήνα. Ζώης λέγεται στο ψευδώνυμο. Είναι από την Σαμψούντα από όσο με ενημέρωσε κάποιος συνάδελφος. " Ο Σωκράτης έχασε τη γη κάτω από τα πόδια του. Δεν ήξερε ακριβώς αν ήταν ο Ιεροκλής ή κάποιος άλλος αλλά στον Νικηφόρο δεν τολμούσε να μιλήσει. Είχε ωστόσο μιαν τελευταία ελπίδα.
" Είναι νεκρός; "
" Ναι "
Εκείνη τη στιγμή αισθάνθηκε ένα ρεύμα να τον διαπερνά. Δεν ήξερε τι να σκεφτεί. Την επόμενη μέρα όμως της επίθεσης στο Μπιζάνι, που ο Νικηφόρος θα ερχόταν αντιμέτωπος με τον θάνατο, θα καταλάβαινε τι εστί πόνος.
Γεια σας φίλτατοι! Πως έχετε; Τι μου κάνετε; Ορίστε ένα ολοκαίνουριο κεφάλαιο για εσάς. Το επόμενο θα είναι ανατρεπτικό και ένα πρόσωπο από το παρελθόν θα εμφανιστεί και θα κάνει τις ζωές όλων δύσκολες. Στην Αμισσό ωστόσο θα γινόντουσαν πιο περίπλοκα τα πράγματα. Θα δείτε...
*Ακολουθεί σπόιλερ*
Όταν νομίζεις πως κάποιος πέθανε, ποτέ να μη το πιστέψεις να δε το δεις με τα μάτια σου. Και όχι δε μιλάω για τον παραπάνω θάνατο...
Σας φιλώ!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top