1ο - Έτος 1900

           Η Σαμψούντα , ή αλλιώς Αμισσός, ήταν ένα από τα πιο εμπορικά λιμάνια τον δέκατο έννατο αιώνα. Για αυτό τον λόγο, οι περισσότεροι κάτοικοι της συνοικίας Καδίκιογλου ήταν υφασματέμποροι, έμποροι καρπών και άλλων ειδών. Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που ασχολούνταν με κάτι διαφορετικό από το εμπόριο. Ένας από αυτούς ήταν ο Καλλικράτης Ιορδανίδης, ένας από τους δυο δασκάλους της περιοχής, που ασκούσε μεγάλη επιρροή στα παιδιά αλλά και στις πλούσιες οικογένειές τους. Όλοι τον ήξεραν για τον δυναμισμό, την οξυδέρκειά του και τον εύλογο χαρακτήρα του. Μπορεί να ήταν άνθρωπος πενηνταδυό χρονών αλλά κατάφερε μέσα σε τριάντα χρόνια να φτιάξει μια από τις πιο αξιόλογες φαμίλιες της επαρχίας με συνοδοιπόρο την αγαπημένη του Καρτερή Δημητριάδη, πλέον Ιορδανίδη, κόρη του έμπορα Δημητριάδη της Κερασούντας. Εκείνη, είχε ήδη τρία παιδιά, και πλέον στα σαραντατέσσερα, έτοιμη να γεννήσει και το τέταρτο. Ήταν καλόκαρδη και χαρωπή γυναίκα, αλλά ευσυγκίνητη και λίγο αγαθή για τα χρόνια που κουβαλούσε πάνω της. Όταν παντρεύτηκε τον Καλλικράτη, είχε ορκιστεί πως δεν θα τον αφήσει ποτέ από κοντά της. Για αυτό τον λόγο δεσμεύτηκε μαζί του πολύ νωρίς και παρόλο τη διαφορά ηλικίας τους, ήταν ικανοί να φέρουν στον κόσμο το πρώτο τους παιδί. Ο Ιεροκλής ήταν ένα μορφωμένο, αφού είχε και τον δάσκαλο στο πλάι του, δυναμικό εξίσου παιδί, με αρχές και αποφασιστικότητα. Μειονέκτημά του ήταν η αψιθυμία και η νευρικότητα. Κάτι που στο επάγγελμα του νομικού συμβούλου δεν ήταν τόσο βοηθητικό. Όντας ήδη εικοσιεπτά χρόνων, δεν είχε καταφέρει να βρει την κατάλληλη ντόπια κοπελιά για να πορευτεί στη ζωή. Αντίθετα, ο δεύτερος γιος, ο Νικηφόρος, ήταν πιο απλός από τον Ιεροκλή. Ασχολούνταν με το καφενείο της περιοχής και διατηρούσε, για χατίρι της δουλειάς, τις καλύτερες σχέσεις με Τούρκους και Έλληνες. Ήταν ήρεμος χαρακτήρας, με λογική και αξιόλογη προσωπικότητα. Αυτό ίσως να έκανε την Αρετή να τον ερωτευτεί. Η Αρετή ήταν η κόρη του παπά Τιμόθεου. Συνεσταλμένη και σεμνή κοπέλα που απώτερος σκοπός της ήταν να την αγαπήσει ο Νικηφόρος. Υπήρχε όμως ένα μεγάλο πρόβλημα. Η Αρετή ήταν δεκαέξι χρονών ενώ ο Νικηφόρος είχε πατήσει τα εικοσιπέντε. Δεν είχαν μεγάλη διαφορά ηλικίας για την εποχή, αλλά δεν έπαυε να είναι η κόρη του παπά. Όσο για τον μικρότερο γιο, τον Σωκράτη, τα πράγματα ήταν ιδανικά. Είχε ερωτευτεί τη γη και είχε αγαπήσει τη φύση. Δεν είχε κάποιο όνειρο αλλά επιθυμούσε όσο τίποτε άλλο να κάνει δική του τη καλλιέργεια των εκτάσεων γης και να ζήσει μόνο από αυτό. Ο Καλλικράτης στήριζε όλα τα παιδιά του και στις αποφάσεις τους ήταν ο πρώτος που τους βοηθούσε. Ήταν έντιμος άνθρωπος μα ταυτόχρονα σκληρός, όποτε χρειαζόταν. 

- Δημητράκη, ποιοι ήταν οι αρχιτέκτονες της Αγιάς Σοφιάς;
- Εε...
- Έξι και δύο οκτώ βρε. Δεν έχουμε πει πως θα διαβάζουμε και λίον. Όϊ μόνο παιχνίδι με τα κορτσόπουλα απ'έξω, είπε ο Καλλικράτης για να πειράξει τον μαθητή του με σκοπό να τον ωθήσει στο διάβασμα. Τα παιδιά τριγύρω γέλαγαν και πείραζαν ο ένας τον άλλον. Δεν ήταν όμως πάντα τόσο καλά. Η συμβίωση με δώδεκα ελληνόπουλα και δέκα τουρκόπουλα δεν ήταν πάντα η καλύτερη. 
-
Ο Ισίδωρος και ο Ανθέμιος ήταν. Κρίμα ένας Έλληνας να μη ξέρει για την ιστορία που εσείς δημιουργήσατε, όπως λέει και ο δάσκαλος, απαντά ο γιος του χότζα, του ιεροδιδάσκαλου των Μουσουλμάνων της Αμισσού. Ήταν ένα από τα πιο αντιδραστικά παιδιά της περιοχής και ένα από τα πιο μορφωμένα. Ερχόταν συνέχεια σε αντιπαράθεση με τα χριστιανόπουλα επειδή εκείνος ήταν φανατικός μουσουλμάνος ίσως. Αλλά η σημερινή αντιπαράθεση θα ήταν καταστροφική. 

- Διακρίνω κάποια ειρωνεία Ομέρ; Υπάρχει κάτι που θα ήθελες να μοιραστείς με την τάξη και διστάζεις; Εδώ μιλάμε ελεύθερα. Έλληνες, Τούρκοι, Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι
-
Ωραία λοιπόν. Τι είναι γκιαούρης δάσκαλε; Μπορείς να μας το εξηγήσεις; Να το ακούσουν όλοι μιας που θέλεις να λέω τι σκέφτομαι. Ο Καλλικράτης περίμενε κάποια τέτοια ερώτηση. Ήταν συνηθισμένος στην αυθάδεια του Ομέρ και στην ειρωνεία του που είχε γίνει πλέον σήμα κατατεθέν του. Πριν προλάβει να απαντήσει όμως, συνέβη κάτι αναπάντεχο.
- Τι λες ρε ψευτότουρκε! Ποιος νομίζεις πως είσαι; 
- Κύριε τι είναι αυτό που είπε; ρώτησε ένα παιδί μικρότερης ηλικίας.
- Αυτές οι λέξεις είναι απαγορευμένες εδώ μέσα. Ο Ομέρ το ξέρει καλά. Αλλά συνεχίζει να μας επιδεικνύει τη συμπεριφορά του με τον χειρότερο τρόπο. Λέει ο Καλλικράτης. Μπορεί να έφερνε αντιδράσεις η απάντησή του αλλά έπρεπε να το επισημάνει μέχρι ο Ομέρ να παραδεχτεί πως ήταν λάθος αυτό που είπε.
- Μπα; Απαγορευμένες; Εσύ δάσκαλε δεν είπες πως εκφραζόμαστε ελεύθερα εδώ μέσα; Ή φοβάσαι να πεις ότι είναι κακολογία για εσάς τους άπιστους; φώναξε.

- Άπιστοι είστε εσείς οι Τούρκοι που σκοτώνατε ανθρώπους για να τους κάνετε Ισλαμιστές ενώ δεν θέλουν. Έτσι κάνετε βαρβαρότητες και δεν υπολογίζετε τις ανάγκες των ανθρώπων. Βάρβαροι! Άπιστοι άνθρωποι! Τύραννοι του σατανά! είπε ο αδερφός της Αρετής, ο Ευστάθιος. Εκείνη τι στιγμή ο Ομέρ σηκώνεται από τη θέση του και βάρβαρα χτυπά όποιον βρει μπροστά του. Τα Τουρκόπουλα βρίσκονται με το μέρος του. Ο Ευστάθιος εξοργισμένος τον χτυπά. Ο Καλλικράτης μετά βίας τους χωρίζει. Τα πρόσωπά τους είναι ελαφρώς ματωμένα και ο θυμός διαγράφεται στα μάτια τους. Ο δάσκαλος απογοητεύτηκε φανερά από τις αντιδράσεις του γιου του παπά και του χότζα αντίστοιχα
- Σιωπή! Δεν ντρέπεστε λίγο! Ολάκερα κουτζίκια κάνετε αμόν παιδία! 
- Εγώ Πόντιος δεν είμαι και δεν καταλαβαίνω τι λες δάσκαλε. Άμα θέλεις να τα πάμε καλά. Εγώ θα μιλώ τούρκικα εδώ μέσα. Και σε όποιον αρέσει. 
- Ως εδώ ήτανε. Πέρασε έξω. Το ποτήρ ξεχείλισε. Πρέπει να καταλάβεις ότι εδώ είμαστε μια τάξη με δικαιώματα και υποχρεώσεις αλλά εσύ δεν τηρείς κανένα από τα δύο, γιατί δικαίωμα να μιλάς τουρκικά έχεις, αλλά την υποχρέωση να συμβιβάζεσαι με την πλειοψηφία δεν την κατέχεις. Φύγε! του απάντησε. Είχε έρθει στα όριά του ξανά. Κάποιος έπρεπε να του επιβάλλει την τάξη και να τον κάνει να καταλάβει το θέμα που είχε δημιουργήσει. Έδιωξε τα υπόλοιπα παιδιά στα σπίτια του επειδή εμφανώς είχε εξοργιστεί και αποφάσισε, εφόσον ήταν ακόμα πρωί, να πάει στο καφενείο του Νικηφόρου και να περάσει κάποιες ώρες εκεί για να βοηθήσει τον γιο του. 

          Η διαδρομή ήταν κάτι το ευχάριστο για αυτόν. Περνούσε ανάμεσα στα σοκάκια για να φτάσει στη πλατεία. Το σχολείο ήταν λίγο απομονωμένο και του άρεσε να περπατά για να ξεκαθαρίζει το μυαλό του. Ήταν μια συνήθεια που του είχε μείνει από τότε που περνούσε χρόνο με τα παιδιά του όταν ήταν μικρά. Μόλις είδε παιδιά να τρέχουν, κατάλαβε πως είχε φτάσει ήδη στη πλατεία που βρισκόταν το καφενείο και πληθώρα ελληνότουρκων. 

- Καλημέρα δάσκαλε! Καλημέρα Ιορδανίδη! Γεια σου Καλλικράτη! έλεγαν όλοι τους. Εκείνος με ένα νεύμα τους χαιρέτισε. Δεν γινόταν να καλημερίσει έναν έναν γιατί ήταν φίλος με όλους. 

- Καλώς τον πατέρα. Είπε ο Νικηφόρος φορτωμένος με καφέδες και φρέσκο νερό. Μόνος του ο δόλιος το δούλευε το καφενείο. Είχε σκοπό μόλις βρει την κατάλληλη να το δουλέψουν μαζί, για να ξεκουράζεται και λίγο. Οι μόνες ώρες που ήταν κλειστό ήταν λίγες το μεσημέρι. Γιατί ο κόσμος που δεν δούλευε, ασχολούνταν με πεσσούς και διάφορα παιχνίδια στο καφενείο. Όταν ο Νικηφόρος κάθισε πλάι του και είδε τον Χότζα να πλησιάζει, σχεδόν απειλητικά, παραξενεύτηκε, γιατί ο πατέρας του δεν είχε κακές σχέσεις με κανένας. 

- Πατέρα ντο έν'τονε; Ντο έπαθε τούτος;

- Μην ανακατεύτς Νικηφόρε. Κάτσε αδά. Του είπε. Σηκώθηκε από τη καρέκλα και πλησίασε τον Χότζα. Ήξερε τι τον ήθελε εξ'αρχής και ήξερε επίσης τι θα του έλεγε. 

- Δάσκαλε για εσένα ήρθα. Τι έγινε με τον Ομέρ; Με ποιο δικαίωμα διώχνεις τον γιο μου από το σχολείο; Τον ρώτησε με ύφος.
- Δεν τον έδιωξα χωρίς λόγο Χότζα. Προσέβαλλε τους συμμαθητές του και για να μην υπάρξει άλλος καβγάς του είπα πως έπρεπε να πάει σπίτι του. Απάντησε. Ο Καλλικράτης έβλεπε ότι τον Χότζα δεν τον ενδιέφερε διόλου ο,τι και να έλεγε ο δάσκαλος. Απλά ήθελε να δείξει ότι είναι ανώτερος και πως έχει πυγμή. Μάταια όμως.

- Και τότε γιατί δεν έδιωξες τον γιο του παπά και έδιωξες το δικό μου το σπλάχνο δάσκαλε; Επειδή είναι Μουσουλμάνος ή επειδή είναι Τούρκος; Αυτή είναι η αξιοκρατία που διδάσκεις στα παιδιά μας δάσκαλε; Με αυτό τον τρόπο θα τα κάνεις να προκόψουν; Ρώτησε ξανά υπαινικτικά και φωναχτά για να ακούσουν οι γύρω. Ήδη οι πρώτες αντιδράσεις είχαν πάρει φωτιά.

- Τι λες Χότζα μ; Ο δάσκαλος είναι τίμιος άνθρωπος. Ξέρει να κουμαντάρει τα παιδιά μας. Τρία μεγάλωσε και πάει για το τέταρτο. Σχολίασε εύστοχα ένας Τούρκος πιστός που άκουγε τη φλογερή συζήτηση
- Δε παύει να είναι Έλληνας όμως Ονούρ. Και ως Έλληνας αλλιώς μεταχειρίζεται τα Ελληνόπουλα και αλλιώς τα Τουρκάκια. Δεν είναι παράξενο ότι διώχνει από τη τάξη συνεχώς τον γιο μου και κανένα Ελληνόπουλο; Επιμένει ο Χότζας.
- Κάποιον λόγο θα είχε σίγουρα. Ο πατέρας είναι τίμιος άνθρωπος όπως είπε ο Ονούρ. Αδικείται πιστεύω από τα λόγια σας Χότζα. Υπερασπίστηκε τον πατέρα του ο Νικηφόρος.
- Εσύ τι θα έλεγες! Γιος του είσαι. Εσείς όμως μωρέ! Κάθεστε άνετοι και πίνετε τον καφέ στα μαγαζιά τους. Κωλοκάθεστε και δουλεύετε στα χωράφια τους! Τούρκοι που είχατε τόση περιουσία γίνατε σκλάβοι των Ελλήνων! Πολεμάτε για μια φέτα ψωμί με τα ψίχουλα που σας δίνουν και έχετε να θρέψετε ολόκληρη οικογένεια. Δε ντρέπεστε! Έλεγε προσπαθώντας να τους αλλάξει γνώμη. Η αλήθεια είναι πως δίχασε όσους κάθονταν εκεί. Ήθελε πάση θυσία να πάρει κόσμο με το μέρος του και πόσο μάλλον να διεκδικήσει τη θέση του Ιορδανίδη στο σχολείο. Να παραπλανεί τα παιδιά και να τα φέρνει με το μέρος του συμφέροντος.
- Θέλετε να μάθετε γιατί τον έδιωξα; Θα σας πω. Γιατί είμαι ειλικρινής και πιστεύω στη κρίση σας. Ο Χότζας μεταδίδει στο παιδί του, στη ρίζα του, όπως λέμε εμείς οι Πόντιοι, την λέξη γκιαούρης! Προηγουμένως, η κόρη του Χαντουρίδη με ρώτησε τι σημαίνει γκιαούρης. Και τι έπρεπε να λαλήσω; Πως μπορούσα εγώ να της πω ότι γκιαούρης είναι βρισιά. Είναι υβριστικό σχόλιο που οι Τούρκοι στόμισαν για μας. Για εμάς που τους δίνουμε φαγητό, χρήματα, ζωή να ζήσουν, αφοσίωση και δουλειά. Έτσι μαθαίνεις στο παιδί σου να ζει και να μεγαλώνει; Με ψευδαισθήσεις και προκαταλήψεις Χότζα; Με αυτό τον τρόπο λες στους πιστούς να δαγκώνουν το χέρι που τους ταΐζει; Είπε ο Καλλικράτης βασταζόμενος από τον Νικηφόρο. Τον έβλεπε που έπαιρνε φόρα και δεν μπορούσε να τον σταματήσει κανένας τώρα. Οι Πόντιοι κυρίως, χειροκροτούσαν την τόλμη του Ιορδανίδη να μιλήσει για ένα θέμα που κανένας δεν τολμούσε ενώ ήξεραν όλοι πως ο Χότζας βάζει λόγια στον κόσμο για τον δάσκαλο
- Θα μου το πληρώσεις το ρεζιλίκι δάσκαλε. Μη περιμένεις τον Ομέρ στο σχολειό αύριο. Απάντησε και έφυγε φουριόζος.
- Τώρα κεν θα μπορέσει να κοιμηθεί το βράδ' . Λέει ο φίλος του, Αβραάμ.

          Ο Νικηφόρος, αφού παρακολούθησε το «ρεσιτάλ» που έδωσε ο Χότζας και ο πατέρας του, δεν ήθελε να παραδεχτεί μπροστά στους υπόλοιπους πως ήταν περήφανος για τον πατέρα του. Παρόλο το μεγάλο της ηλικίας του, είχε ακόμα τα κότσια να υπερασπίζεται την πατρίδα του και το δίκιο του. 

- Α ρε πατέρα πως τα λες! Είπε χαχανίζοντας.

- Μπα; Γελάς εσύ; Ακούστηκε μια φωνή λίγα μέτρα πιο πίσω. Από την τρομάρα του έριξε χάμω το δίσκο, ευτυχώς χωρίς φλιτζάνια και ποτήρια.

- Α στο καλό σου. Αχπάραξες με Αρετή. Πως εμφανίζεσαι έτσι από το πουθενά; 
- Μη με ρωτήσεις αν έχω σχολείο. Άκουσες...
- Άκ'σα. Μη τον πλησιάζεις πολύ τον γιο του Χότζα.
- Γιατί; Τον ρώτησε με προθυμία. Βαθιά μέσα της πίστευε πως ο Νικηφόρος ενδιαφερόταν για εκείνη. Ήθελε να το πιστεύει για να μη χαλάσει τα όνειρά της. Πολλές φορές σκεφτόταν πως θα ήταν η ζωή της ως «ιδιοκτήτρια» του καφενείου και συλλογιζόταν τη ζωή της με τον Νικηφόρο. Το μελαχρινό δέρμα του μύριζε από μακριά εκείνο το λουλουδάτο της εξοχής το άρωμα και τα πράσινα τα μάτια του έκαναν αντίθεση με το σκούρο παρουσιαστικό του. Εκείνος όμως δεν την έβλεπε σαν γυναίκα που είχε ξανθά μαλλιά και καταγάλανα μάτια, αλλά σαν παιδί, σαν την αδερφή που δεν είχε. 
- Εμείς οι Πόντιοι λέμε 'ογιάντο' όι 'γιατί'.
- Ναι εντάξει. Δεν μου απάντησες όμως. 
- Είπε ο πατέρας το γιατί. Δεν τον εμπιστεύομαι. Καλά θα κάνεις να καθίσεις μακριά του. Έλεγε ενώ έφτιαχνε καφέ ως συνήθως. 
- Καλά. Ακόμα βέβαια δεν κατάλαβα το γιατί αλλά τέλος πάντων. Απάντησε θλιμμένα.

- Έλα πάρε μια λεμονάδα και στη κερνάω εγώ. Μόνο που η Αρετή εκείνον ήθελε και όχι τη λεμονάδα του...

       Ενώ όλοι μιλούσαν απέξω, ήρθε και κάθισε στη παρέα του δασκάλου και του παπά, που μόλις είχε έρθει, ένας γαιοκτήμονας που κατείχε όλη τη πλαγιά εκείνη του χωριού με τα περιβόλια. Ήταν πλούσιος και σίγουρος άνθρωπος με φιλοδοξίες και πολλά επαγγελματικά ανοίγματα στη περιοχή. Λίγοι τον ήξεραν γιατί πρόσφατα εγκαταστάθηκε εκεί. Ήταν Ρωσοπόντιος και οι Ρώσοι είχαν άλλη μεταχείριση από τη κοινωνία της Σαμψούντας. Θεωρούνταν η κυρίαρχη δύναμη και σίγουρα η πιο ευκατάστατη. Ο Καλλικράτης εντυπωσιάστικε που ένας τόσο πλούσιος άνθρωπος κάθισε στο τραπέζι του αντί να επιλέξει εκείνο του βουλευτή Καλλιφατίδη και του δημάρχου Ορχάν Μπέη που φαίνονταν πιο πολύ της τάξης του. 

- Καλημέρα σας κύριοι. Είπε.
- Καλημέρα σας. Τι να σας προσφέρουμε; Ρώτησε ο Καλλικράτης.
- Δικό σας; Αναρωτήθηκε κοιτώντας το καφενείο.
- Του γιου μου. 
- Τώρα μπήκαμε στο θέμα. 
- Ορίστε; Ρώτησε ξανά ο Καλλικράτης χωρίς να καταλάβει για ποιο πράγμα τον πλησίασε ο άγνωστος άνδρας. 
- Συγγνώμη έχετε δίκιο. Να συστηθώ. Δημοσθένης Ομπολένσκαγια. 
- Καλλικράτης Ιορδανίδης και από εδώ ο Πάτερ Τιμόθεος. 
- Θα σας το πω μια και έξω. Ξέρω πως έχετε παιδιά προς παντρειά. Το ίδιο και εγώ. Δεν μπορώ να αποκαταστήσω όλα σας τα παιδιά βέβαια, αλλά δύο κόρες έχω, και έχω ακούσει πολλά για εσάς. Ξέρω ότι είστε αξιόλογος άνδρας και πατέρας. Έτσι σίγουρα θα είναι και τα παιδιά σας. Είπε ο κύριος Ομπολένσκαγια. Η αλήθεια είναι πως κανένας τους δεν περίμενε αυτή την συζήτηση. Ίσως τα αγόρια του Ιορδανίδη να είναι από τα λίγα ανύπαντρα στο χωριό αλλά δε παύουν να είναι σε ηλικία γάμου. Ο Καλλικράτης δεν ήξερε τι να πει στον άνθρωπο. Ήταν παράδοση πια να παντρεύονται όλοι με συνοικέσιο αλλά δεν ήξερε κατά πόσο θα είναι οι γιοι του πρόθυμοι να το δεχτούν. Ειδικά ο Ιεροκλής που είναι πιο ντόμπρος και οξύθυμος από τους τρις. 

- Χρειάζονται χρόνο αυτά τα πράγματα ξέρετε. Και επί τη ευκαιρία πόσον χρονών εν οι κόρες σας; Γιατί τα αγόρια μου είναι ολίον τρανά.
- Η μεγάλη εικοσιδύο και η μικρή δεκαοκτώ. Έχω πληροφορηθεί ότι ο γιος σας ο Σωκράτης είναι ο ομορφότερος πάντως. Με την χρυσομαλλούσα μου θα ταιριάζουν ταμάμ. Είπε. Πράγματι ο Σωκράτης ήταν ο ομορφότερος. Δεν έμοιαζε καθόλου στον Ιεροκλή και στον Νικηφόρο. Ήταν ο μοναδικός που πήρε την ομορφιά της μάνας του και δεν ήταν μελαχρινός όπως τους άλλους δυο. Όλα τα κορίτσια λέγανε πως αν ήταν να διαλέξουν κάποιον, σίγουρα αυτός θα ήταν ο Σωκράτης. 
- Λυπάμαι που θα σας απογοητεύσω αλλά ο Σωκράτης είναι ακόμα παιδί. Ούτε τα δεκαοκτώ δεν έχει κλείσει ακόμα. Ο Νικηφόρος και ο Ιεροκλής που είναι μεγαλύτεροι και πιο ώριμοι θα μπορούσαν να κατακτήσουν τις κόρες σας, αλλά για τον μικρό το αποκλείω. Απάντησε. Ο Ρωσοπόντιος σαν να απογοητεύτηκε αρχικά, αλλά μετά το σκέφτηκε καλύτερα.
- Πάρτε τον χρόνο σας. Εγώ θα κατέβω για κάποιες δουλειές στη Πόλη. Θα γυρίσω την άλλη εβδομάδα, την ίδια ώρα θα είμαι εδώ. Περιμένω τη τελική απάντησή σας. 
- Πολύ καλά λοιπόν. Έκλεισε. Είπαν και έδωσαν τα χέρια. Ο Πάτερ έδωσε σιωπηλά τις ευλογίες του και ο Ρωσοπόντιος αποχώρησε. Τότε ακουγόταν κάποιος να κατεβαίνει τη κατηφόρα που οδηγούσε στο σπίτι του Ιορδανίδη. Ένας νεαρός, ψηλός γεροδεμένος που φορούσε απλά ρούχα και έτρεχε με μανία. Ο Καλλικράτης αμέσως κατάλαβε ότι επρόκειτο για τον Σωκράτη. Όλοι πάντως τον θαύμαζαν για την ομορφιά του και το καλοστημένο κορμί του. Ο Σωκράτης στάθηκε λίγο να πάρει δυο ανάσες και όλοι περίμεναν τι θα τους πει.

- Ντο έγινε, ογιάντο κοντοσοσονίζεις;  Έπαθεν τίποτα η μάνα σ'; Ρώτησε ο Καλλικράτης.

- Γεννάμε πατέρα. Η μάνα γεννά. Απάντησε. Όλοι σηκώθηκαν από τις θέσεις τους και τον αγκάλιασαν. Για τέταρτη, και λογικά τελευταία φορά, θα ερχόταν στον κόσμο το παιδί του, που ευελπιστούσε να είναι κορίτσι αυτή τη φορά
- Μαέστρο παίξε μιαν ευχή. Θα φκεί η κορασέα εσήμερον! Έδωσε εντολή στον λυράρη να παίξει μια μελωδία και να ευχηθεί στον Ιορδανίδη για να είναι καλότυχο το νέο παιδί.

« Αδά καλωσηρθάσαμε τ' τρία σ' αγιοπούλλια και τώρα εν καιρός να φέρνεις μιαν βασιλοπούλα. Να σε δώκει χαρές, γλέντια και συγκινήσεις, και αν εν αγορ' άλλη φορά μη προσπαθήσεις » είπε ο λυράρης και το γέλιο σκόρπισε τη πλατεία.



Γεια και από εμένα ξανά. Μπορεί να μου πήρε τρις ώρες να το γράψω αλλά τα κατάφερα! Αρχικά θέλω να μου πείτε πως φαντάζεστε την ιστορία και ποιος είναι μέχρι τώρα ο αγαπημένος σας χαρακτήρας! * πάνω έχω βάλει ένα αγαπημένο ποντιακό τραγούδι* Ανυπομονώ να δω τα σχόλιά σας και μη ξεχάσετε να πατήσετε το αστεράκι κάτω αριστερά! Σας φιλώ! 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top