19ο - 1912 μέρος ε'
- Η ιστορία συνεχίζεται παρακάτω...
- Αλέξης ( Αλή ) Πετρωνέλης [ Αλέκος Συσσοβίτης ]
Εκείνη η συνάντηση των Ποντίων με τον Αρντά τους έμεινε χαραγμένη στις μνήμες τους πριν την αποχώρηση για τον πόλεμο. Ο Ιεροκλής δε μπορούσε να διανοηθεί ότι ο Αρντά βρισκότανε μπροστά τους. Δεν υπήρχε κάποια συγκεκριμένη διαφωνία, ένας μικροδιαπληκτισμός μόνο, ωστόσο αυτό θεωρούσαν πως θα τους έφερνε κακοτυχία, μολονότι δε πίστευαν σε προλήψεις και δεισιδαιμονίες.
" Ντο θέλ' τούτος αδα; " είχε σιγοψιθιρίσει ο Ευστάθιος στον Νικηφόρο τότε. Εκείνος ήλπιζε μόνο η δικαιολογία τους να τον έπειθε και τίποτε παραπάνω. Ο Ιεροκλής πήγε να του μιλήσει, πιο πολύ σαν νομικός παρά σαν ένας απλός πόντιος πολίτης.
" Μπρε μπρε τον Ιορδανίδη. Μόνον εσένα δε περίμενα να δω εδώ πέρα. " είπε προκλητικά σταυρώνοντας τα χέρια του.
" Το ίδιο θα έλεγα και για εσάς. Υπάρχει κάποιο πρόβλημα; "
" Μα γιατί περνάς στην αντεπίθεση δε καταλαβαίνω. Σου φαίνομαι να ήρθα για κάτι σημαντικό; Εμείς τον γέρο σου ψάχνουμε ακόμα, αλλά φαίνεται πως ουτε εσείς δε ξέρετε που είναι. Σωστά δε λέω;" αποκρίθηκε περιμένοντας μια απάντηση. Ίσως να ήταν περισσότερο ψαρωτική η ερώτηση του αλλά ο Ιεροκλής συνέχιζε να μη ξέρει τον λόγο που ήταν εκεί ο Αρντά. Ίσως να τους ακολούθησε.
" Νόμιζα πως το θέμα αυτό θεωρείται λήξαν. Ο πατέρας μου εν εξαφανισμένος εδώ και αρκετό καιρό. Προσπαθούμε να ζήσουμε τη ζωή μας όπως πριν όσο και να μας πονάει. Όπως βλέπετε εξάλλου. " είπε δείχνοντας το πλοιάριο πίσω του. Ο Αρντά βέβαια συνέχιζε να μην συνειδητοποιεί τι γινόταν γύρω του.
" Τι εννοείς; "
" Πάμε στις υποχρεώσεις του πατέρα όλοι πλέον. Μας άφησε αρκετά καθήκοντα και κάποιος πρέπει να τα εκπληρώσει. "
" Θες να μου πεις ότι πάτε 5 άτομα για τις εκκρεμότητες του Ιορδανίδη; Σε ποιον τα πουλάς αυτά ρε; "
" Δε θυμάμαι κάποιον νόμο να το απαγορεύει αυτό. Έτυχε να έχω εγώ κάποιες δουλείες, τα αδέρφια μου ήθελαν να ασχοληθούν με ορισμένα θέματα οικογενείας και οι υπόλοιποι είναι αναγκαίοι. " μίλησε με θάρρος. Φυσικά είχε τον φόβο της αποκάλυψης αλλά ποτέ δεν φοβότανε να αντιμετωπίσει κανέναν.
" Ιορδανίδη δε ξέρω τι στον Αλλάχ ετοιμάζετε αλλά να μου το θυμηθείς πως την επόμενη φορά που θα συναντηθούμε εμείς δε θα 'ναι για καλό. Ταμάμ; " απάντησε πλησιάζοντάς τον σχεδόν απειλητικά. Ο Ιεροκλής ένιωθε το όπλο του Αρντά να τον ακουμπά ελαφρά στα πλευρά.
" Με απειλείς; "
" Σε προειδοποιώ. Μπορεί να ευνοήστε γιατί είστε προστατευόμενοι του Ομπολένσκαγια αλλά μέχρι η Ρωσία να γίνει ένα με το βρωμοπάτωμα σας τότε θα δεις ότι η γη μας είναι Τουρκική. Η Ελληνική γη είναι αλλουνού υπόθεση. " είπε. Εκείνη τη στιγμή ανοίγει το σακάκι του και δείχνει το όπλο του στον Ιεροκλή. Αυτό ήταν όντως απειλή.
" Έχει πολύ κόσμο τριγύρω. Δε σε συμφέρει να κάνεις τίποτα. Για αυτό φύγε σιγά σιγά και μη λες πολλά. " Κοιτάζει ο Αρντά γύρω του και πράγματι είχε πολύ κόσμο για τσαμπουκάδες και τέτοια συναφή. Πήρε το πιστόλι του και βηματίζοντας προς τα πίσω χάθηκε στον κόσμο. Ο Ιεροκλής ξεφύσηξε βαθιά και γύρισε στα αδέρφια του και στους υπόλοιπους πατριώτες. Ένα βάρος είχε φύγει από πάνω του αλλά πάλι εκείνο το προαίσθημα ήταν κολλημένο στο υποσυνείδητο του.
Φτάσανε στο κατάλυμα, μεσάνυχτα ήτανε, της Σαμοθράκης, σα τους κλέφτες πάλι, προκειμένου την επόμενη νύχτα, αφού εφοδιαστούν με τα απαραίτητα να φύγουν ξανά σα τους φυγάδες για τη Σκιάθο και απο εκεί για την Ήπειρο. Τους περίμενε στη Σαμοθράκη ένας χωρικός, ντυμένος με ρούχα τουρκικά. Τους είχε ειδοποιήσει για να μη τρομοκρατηθούν. Τους συστήθηκε ως Αλή, αλλά λεγόταν Αλέξης. Κρυπτοχριστιανός ήτανε από τους πολλούς που τριγυρνούσαν στο χωριό και όχι μόνο. Τον ακολούθησαν. Μπήκαν μέσα σε μια σπηλιά, ήταν παγωμένη. Άρχιζαν να τρέμουν από το κρύο αλλά όταν είδανε κάποιους άλλους πατριώτες εκεί, ντυμένους με χακί, κατάλαβαν ότι βρισκόταν με τον λόχο τους. Συστήθηκαν. Χωρίστηκαν σε δύο ομάδες. Σε διπλανά νησιά υπήρχαν και άλλες ομάδες ανταρτών. Ο Σωκράτης με τον Νικηφόρο θα ήταν με τον λόχο για Ήπειρο και ο Ιεροκλής με τον Ευστάθιο για τη Μακεδονία. Του κακοφάνηκε του Νικηφόρου που δε θα ήταν όλοι μαζί αλλά οι θυσίες έπρεπε να γίνουν αναγκαστικά. Σε ένα βουνό με ρούχα προσπάθησε ο καθένας να διαλέξει γρήγορα ό,τι τον εξυπηρετούσε. Προτίμησαν τα πιο ζεστά και βαριά ρούχα. Η Ήπειρος ήτανε κρύα πολύ εκείνη την εποχή. Κάποια τρόφιμα που είχαν περισσέψει τα πήραν μαζί τους και όλο το βράδυ κανείς δε μπόρεσε να κοιμηθεί από την αγωνία του αγώνα. Ο Νικηφόρος είχε στο μυαλό του την Αρετούλα συνεχώς. Του έλειπε πιο πολύ από την Ανδρονίκη. Ο Δήμος τριγυρνούσε στο κεφάλι του και θα ήθελε να τον έχει κοντά του, να παίζανε και να μιλάνε σαν φιλαράκια, σαν αγαπημένοι φίλοι που θέλουν να περνάνε καλά. Ο Ιεροκλής πάλι είχε το νου του για που θα ωδεύανε αύριο και πως θα ζούσανε μέσα στις σπηλιές και στα βουνά. Ήταν Οκτώβρης και το κρύο δυνάμωνε όσο δε πάει. Πως θα ανταπεξέλθονταν σε όλο το βάσανο;
Ο Αλέξης πήρε τη πρωτοβουλία να μιλήσει για τη τακτική τους. Εκείνος ήταν έμπειρος αντάρτης. Από τους λίγους που σώθηκαν στον ελληνοτουρκικό του 1897. Άντρας περίπου γύρω στα 50. Με γερασμένο πρόσωπο και άγρια χαρακτηριστικά. Φαινόταν περπατημένος άνδρας, με αναμνήσεις, κυρίως κακές αλλά με μεγάλη ψυχή και ανδρεία. Ήταν ο επικεφαλής της ομάδας του που θα τους οδηγούσε στα σκληρά μονοπάτια της ζωής και του πολέμου.
" Από εδώ και πέρα είμαστε όλοι αδέρφια. Είμαστε άνθρωποι για τους ανθρώπους και δολοφόνοι για τους φονιάδες. Ζούμε για το έθνος μας. Όχι για το κράτος. Θα πεθάνουμε για εμάς και για κανέναν άλλο. Πρέπει να πονέσουν τα χέρια από τα τουφέκια και οι φτέρνες από τη σκληρότητα. Δεν χαρίζουμε τη ζωή σε τούρκο. Δε χαρίζουμε τη ζωή σε κανέναν που στερεί άλλες. Έχουμε δικαιώματα και πρέπει να τα υπερασπιστούμε. Αν χρειαστεί να σκοτώσουμε ακόμα και πατριώτη επειδή πρόδωσε τότε θα το κάνουμε. Είμαστε ένα. Κανείς δε μπορεί να το αμφισβητήσει αυτό. Πόσο πια θα ζούμε υπό τη πίεση τους; Τις προάλλες άρπαξε ένας Τούρκος τη κόρη του γείτονα. Ήταν δώδεκα χρόνων! ΔΩΔΕΚΑ ΑΔΈΡΦΙΑ ΜΟΥ! Μια μέρα βρήκα τον παιδικό μου φίλο καρφωμένο στα κάγκελα του σπιτιού του. Ήταν εκδότης ελληνικών εφημερίδων. Εκτελούσε χρέη εκφωνητή στο ραδιόφωνο. Η ενημέρωση τους έβλαπτε και τον έβγαλαν από τη μέση. Καταλαβαίνετε τι γίνεται εδώ; Πως λειτουργούν; Ξέρω πως σας είναι δύσκολο, αλλά νομίζω ότι για τη σωτηρία της ζωής σας, της φυλής σας και της οικογένειάς σας θα κάνετε τα πάντα. Όποιος δεν νιώθει έτοιμος είναι ελεύθερος να αποχωρήσει αυτή τη στιγμή. Μετά δεν υπάρχει γυρισμός. Ή θα φύγει και θα παραμείνει σκλάβος ή θα πολεμήσει για να μην είναι. " είπε. Επικράτησε απόλυτη σιωπή για λίγο. Τους έριξε ένα χαμόγελο και πλησίασε πιο κοντά σχεδόν αγκαλιάζοντάς τους.
" Χαίρομαι που δεν έχετε ενδοιασμούς και είστε σίγουροι για αυτό που θα καταφέρουμε. Ακούστε με καλά..."
Εκείνη τη στιγμή τους εξήγησε τον τρόπο επίθεσης, άμυνας και τη γενικότερη κατάσταση του πολέμου. Δεν ήταν πάντα όλα τόσο εύκολα όσο παρουσιάζονταν. Μπορεί να μην τους το είχε αποκαλύψει αλλά μόνο ο Σωκράτης είχε παρατηρήσει μια ελαφρά δυσκολία που ο Αλέξης αντιμετώπιζε με το βάδην. Στον ελληνοτουρκικό παρολίγον να χάσει το πόδι του από κάποιες απανωτές σφαίρες. Του άφησε κουσούρι, όχι τόσο φανερό, αλλά αισθητό. Παρόλα αυτά δεν σταμάτησε ποτέ να πιστεύει στον πόλεμο. Συνέχιζε, ξέροντας ότι ίσως η επόμενη αδέσποτη σφαίρα μπορεί να του στερήσει ολόκληρο το πόδι πλέον, αλλά προτιμούσε να στερηθεί το πόδι του, παρά οι γονείς του που κρύβονταν και εκείνοι σαν αυτόν.
Εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκε κανείς. Η προετοιμασία είχε μεγάλη δουλειά. Ο λόγος ακόμα μεγαλύτερη και η τιμή την περισσότερη. Σχεδόν στις πέντε το χάραμα ήρθε ένα άλλο παράνομο πλοιάριο. Ο Νικηφόρος με τον Σωκράτη έπρεπε να αποβιβαστούν εκεί με άλλους είκοσι. Ίσως και να ήταν η τελευταία φορά που έβλεπαν τον Ιεροκλή.
" Αδερφέ. Μην ανασπάλ'ς ότι εάν χουρταρεύ'ς και κάποτε πας στη μάννα, για μένα σον Δήμο κεν θα βαχλανεύκουσαι. Ούτε στη μικρέντζα. " Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του Νικηφόρου στον Ιεροκλή. Προτίμησε ο Δήμος να σκέφτεται ότι ο πατέρας του είναι ένας ήρωας παρά ένας νεκρός.
" Να εράσκεις μου την Ελισσώ αμα πας. Άκ'σες; " του είπε ο Σωκράτης με δάκρυα στα μάτια, προσπαθώντας να τα κρύψει. Έτρεμε στην ιδέα του αποχωρισμού.
" Άκ'σα μικρέ. " αποκρίθηκε και τον αγκάλιασε αιφνιδιαστικά. Τώρα ήταν που ντρεπόταν πιο πολύ που τον είχε προδώσει με την Ελισσώ. Εκείνος τον θεωρούσε για προστάτη και αυτός τον είχε προδώσει...Τώρα ένιωθε το πόνο της απάτης.
Το πλοιάριο θα έφτανε το πρωί της 3ης Οκτωβρίου στα παράλια της Θεσσαλίας, στη Λεπτοκαρυά. Τότε θα ξεκινούσε ο γολγοθάς τους. Μόλις πήγαιναν στην Ελασσόνα θα έρχονταν αντιμέτωποι με το αντίπαλο στρατόπεδο. Όσο εκείνοι θα μάχονταν εκεί, ο Ιεροκλής με τον Ευστάθιο θα στέλνονταν έκτακτοι σε άλλα μέτωπα της Ηπείρου και της Θεσσαλίας. Έτσι ο Ιεροκλής είχε την ελπίδα πως θα τους έβρισκε κάπου αλλά είχαν αλλάξει τα ονόματά τους στις τόσες διαδρομές που σίγουρα το Νικηφόρος και Σωκράτης Ιορδανίδης δε θα το είχε ακούσει κανείς. Στο μεταξύ στην Αμισσό ένα γεγονός θα έφερνε τρομερές εξελίξεις και ειδήσεις, αλλά δε θα ήταν το ίδιο για όλους. Όταν και αν οι άντρες γύρναγαν, θα το μάθαιναν, και μαζί με αυτούς και κάποια άλλη. Μια μυστηριώδης γυναίκα.
Πατρίδα μ' αραεύω σε,
Άμον καταραμένος,
Σα ξένα είμαι Έλληνας,
Και σην Ελλάδαν ξένος.
Αγαπημένοι μου! Ντο εφτάετε; Καλή χρονιά να έχουμε με πολλά χαμόγελα, όρεξη για γράψιμο, απελευθερωμένα μυαλά και πολύ πολύ φαντασία! Εύχομαι ο νέος χρόνος να σας φέρει ο,τι επιθυμείτε. Να σας πω ότι βρήκα όρεξη να γράψω κεφάλαιο όσο άκουγα Κουρκούλη. ΤΡΑΓΙΚΟ. Μην ξεχάσετε να πατήσετε το αστεράκι κάτω αριστερά και να μου αφήσετε τα υπέροχα σχόλιά σας!
Φιλώ σας!!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top