18o - 1912 μέρος δ'
Στη διαδρομή δεν κάθονταν όλοι μαζί, μη τους πάρουν χαμπάρι Τούρκοι νοματαίοι. Μιλούσαν περισσότερα τουρκικά μεταξύ τους αλλά όταν δεν ήταν σε κοινή θέα με άλλους, αμέσως ξέφευγαν οι ποντιακές λέξεις από τα χείλη τους. Ο δε Νικηφόρος ήταν κάθετος με το να μιλάνε τουρκικά αλλά ο Ιεροκλής σκεφτόταν κάθε ενδεχόμενο. Μέσα σε μια στιγμή μπορούσαν να τους αντιληφθεί ο οποιοσδήποτε. Καθώς έμπαιναν μέσα στο τρένο, ο Ιεροκλής κάθισε μοναχός του, ο Νικηφόρος με τον Σωκράτη, ο Ευστάθιος με κάποιους άλλους συγχωριανούς σε άλλο βαγόνι και ο καθένας σκαρφιζόταν διάφορους λόγους για τη μεταφορά τους. Ήδη άρχισε να τους λείπει το σπιτικό τους και το χωριό τους. Πιο πολύ βέβαια οι άνθρωποι τους. Ίσως η μόνη που να ήταν κατά κάποιον τρόπο ευνοϊκά καλυμμένη ήτανε η Αρετή που είχε τον Κλέωνα στο σπίτι. Αυτό φυσικά ενοχλούσε τον Νικηφόρο όσο τίποτε άλλο και ας μη το παραδεχόταν. Την ενόχληση αυτή θα την καταλάβαινε ο Σωκράτης μια ώρα αρχύτερα.
- Γιάντα κ'εν ήρθεν ο Κλέωνας ελάλησες; Τον ρώτησε δήθεν άνετα, από ενδιαφέρον. Ο Σωκράτης αποκρίθηκε αδιάφορα.
- Έχω πολλές δουλειές στα χωράφια. Η Ελισσώ μοναχά με τη μάννα δε μπορούν να τα καταφέρουν. Με τον Κλέωνα έχω το κεφάλι μου ήσυχο.
- Δουλείες έχ'ς. Όχι δουλειές. Εφκάλι άφτιχο εν το σωστό. Μάθε να κονουσέβ'ς. Τον επέπληξε. Φυσικά ήταν μια μέθοδος αντίδρασης απέναντι στην επιλογή του Σωκράτη να κρατήσει τον Κλέωνα στο χωριό.
- Πολύ καλά λοιπόν...Έχω τ' εφκάλι μου άφτιχο αδερφέ. Είπε ειρωνικά.
- Τσίπ καλά λέμε εμείς στο χωριό. Εσύ 'πο που φκήκες;
- Ο Ιεροκλής είπε να μη μιλάμε ελληνικά. Ούτε καν ποντιακά. Εγνάφτ'ς ατο; Τον ρώτησε. Εκείνος έκανε σαν να μην άκουσε, σαν να πέρασε στιγμιαία από το μυαλό του η φράση. Ωστόσο ο Σωκράτης καταλάβαινε τι ήταν αυτό που πραγματικά ενδιαφερόταν να μάθει ο αδερφός του.
- Μια χαρά θα εν η Αρετή. Μη φοβούσαι...Είπε. Σάστισε ο Νικηφόρος. Δε περίμενε να ακούσει αυτά τα λόγια από το στόμα του μικρού του αδερφού. Θεωρούσε πως δεν ήταν πια τόσο φανερός ο έρωτας που έτρεφε για τα δύο της μάτια. Από την άλλη ήταν παντρεμένος, δεν ήξερε αν ήθελε να εκφράσει τα συναισθήματά του στον αδερφό του. Πάνω όμως από το παιδί του δε θα έβαζε κανέναν και στο παιδί του υπαγόταν και η Ανδρονίκη που δυστυχώς είχε αλλάξει πολύ τα τελευταία χρόνια.
- Ντο λες;
- Ξέρω πως νοιάζεσαι για εκείνη. Μία χαρά θα εν. Την έχεις αμόν τη Σουμέλα μας. Αποκρίθηκε. Ανακουφίστηκε ο Νικηφόρος. Η αλήθεια είναι πώς δεν ήθελε να μαθευτεί τίποτα, να πει κάτι που θα εκθέσει εκείνον ή την οικογένειά του. Εάν έφτανε κάτι στα αυτιά της Ανδρονίκης, τότε δε θα εξελίσσονταν καλά τα πράγματα.
- Ευκούμαι το...
Ο Ιεροκλής παρακολουθούσε τη σκηνή από μακριά σχεδόν και δεν μπορούσε να διανοηθεί πως ίσως να ήταν η τελευταία φορά που θα έβλεπε τους αγαπημένους του. Ιδιαίτερα λυπόταν για τον Σωκράτη που του έκρυβε ένα τέτοιο μυστικό για εκείνον και την Ελισσώ. Εκείνη η γυναίκα πως κατάφερνε να τους κάνει όλους δικούς της, μαγικό πράμα.Το σημείωμα που της άφησε και που δε μπόρεσε να της το πει κατάματα, του έτρωγε τη ψυχή. Τον πονούσε που δε θα την έβλεπε και που ήξερε ότι η σχέση της με τον Σωκράτη γινόταν πιο δυνατή. Τώρα που θα επιβιβάζονταν στη Πόλη, οι αναμνήσεις θα κυρίευαν το μυαλό του και τα αισθήματά του. Κοιτώντας από το παράθυρο, όσο απέβλεπε τα δέντρα και τα χωράφια να φεύγουν και να απομακρύνονται, τόσο και ένα μέρος της καρδίας του απομακρυνόταν. Ήταν όμως άντρας ντόμπρος και με σθένος, τα πόδια του δεν έτρεμαν στη γη, τα μάτια του δεν έκλειναν από το διάχυτο φως, τα χέρια του δεν ίδρωναν από το άγχος της μάχης. Ήταν ο αρχηγός αυτής της ομάδας και κανένας δεν έπρεπε να τον κάνει να αλλαξοπιστήσει και να ξεχάσει το σκοπό του. Ήθελε ένα καλύτερο αύριο για τη Σουμέλα και τον Δήμο, για την πονεμένη μάννα του και για τον καταζητούμενο γέρο πατέρα του. Τα δάκρυα που έπρεπε να βγουν, απομονώνονταν μόνο τις στιγμές που ο Μορφέας επιθυμούσε να τον βάλει στο κάρο του και να τον μαγέψει με τα όνειρά του, αλλά και με τους εφιάλτες του. Οι εφιάλτες του θα γίνονταν εντονότεροι στο πεδίο της μάχης και μετά από αυτό...
Πίσω στην Αμισσό
Στην Αμισσό, οι απομείναντες της οικογένειας Ιορδανίδη ζούσαν με το φόβο πως οι Τούρκοι θα καταλάβαιναν την απουσία τους. Βλέποντας όμως τον Κλέωνα εκεί γύρω, κατάλαβαν πως επρόκειτο για κάτι καθαρά οικογενειακό μιας που έλειπαν μόνο τα μέλη Ιορδανίδη. Η δικαιολογία τους ήτανε εύκαιρη και ασήμαντη αλλά έπρεπε να την λένε σε περίπτωση που κάποιος ρωτούσε. Η Καρτερή ένιωθε τον πάτερ Τιμόθεο σαν προστάτη και σωτήρα της. Θεωρούσε πως με το να έχει τον παπά στο σπίτι της, θα έχει και ένα μέρος του Θεού κοντά της για να του εκφράζει τις επιθυμίες της, τα βάρη και τις προσευχές της για τα καμάρια της. Ο Καλλικράτης ερχότανε μια φορά την εβδομάδα χαράματα και έμενε καμιά δυο μέρες ώσπου ξανά έφευγε μέσα στη νύχτα σαν τον κλέφτη για να μη γίνει αντιληπτός. Η Σουμέλα δεν είχε κανένα από τα αδέρφια της κοντά της και μονάχα ο Δήμος ήταν εκεί για εκείνη. Η Ελισσώ από την άλλη δεν ήξερε πως να αντιδράσει σε αυτή τη δύσκολη κατάσταση. Αισθανόταν μια δυσφορία στα σωθικά της, λίγο ζαλισμένη από τις ημέρες. Εκείνο το γράμμα δεν ήθελε να το ανοίξει. Φοβόταν πως θα καταρρακωθεί περισσότερο και πως δε θα αντέξει τα λόγια του Ιεροκλή. Επειδή η καρδιά της χτυπούσε τόσο δυνατά κοντά του, αλλά το μυαλό της είχε την άποψη πως ο Σωκράτης είναι κατάλληλος, δεν ήξερε τι να ακολουθήσει. Όπως και να έχει τους αγαπούσε και τους δύο. Διαφορετικά όμως. Την επομένη μέρα, όσο οι υπόλοιποι ταξίδευαν, η Ελισσώ ως συνήθως σηκώθηκε για να πάει στο σχολειό για το χρέος που είχε αναλάβει ως δασκάλα. Κοιταζόταν στον καθρέπτη και κάτι την ωθούσε να πάρει το γράμμα που ήταν από πίσω του. Όσο και να το απέφευγε, δεν μπορούσε να αντισταθεί. Της έλειπε όσο και να μην ήθελε να το πιστεύει. Καθώς έβγαινε από το δωμάτιο, άρπαξε το σημείωμα από το πίσω μέρος του καθρέπτη και κατέβηκε κάτω. Στη κουζίνα ήτανε η Καρτερή με την Ανδρονίκη και τον Δήμο. Η μικρή Σουμέλα ήταν έξω όπως κάθε φορά. Αμέσως η Καρτερή αντιλήφθηκε πως κάτι έτρεχε με τη νύφη της, δεν είχε την ίδια διάθεση με άλλες φορές. Καμιά τους βέβαια δεν την είχε, αλλά σε εκείνη ήταν πιο έντονο.
- Καλημέρα κόρες. Είπε η Καρτερή ανακατεύοντας το μπρίκι με τον καφέ. Η Ελισσώ την στραβοκοίταξε. Δεν ήτανε στα καλά της σήμερα.
- Κ' ξέρω αν θα εν καλή μάννα. Την ελέπ'ς να εν καλή;
- Ντο έπαθες εσύ;
- Όλοι οι άντρες τούντου του σπιτόπλου έχ'νε φύγει. Αυτοί οι βρωμότουρκοι μας έκαναν να χάσουμε τη πίστη μας στον άνθρωπο μάννα. Ντο θα γενεί αμα κεν γυρίσουνε και οι τρις; Ε; Ρώτησε η Ελισσώ υπαινικτικά. Η κατάσταση την είχε φέρει στα όριά της. Δεν θα άντεχε για πολύ ακόμα μακριά από τον Ιεροκλή ή από τον Σωκράτη...Ή από κανέναν τους. Ίσως να ήτανε και η ένταση του πολέμου που την αποδυνάμωνε τόσο. Όσο αργούσε η επιστράτευση των Τούρκων, που θα ζητούσαν από τους Έλληνες υπηκόους της αυτοκρατορίας να συμμετέχουν στον πόλεμο, τόσο είχε ένα κακό προαίσθημα που θα τη βάραινε όλο και περισσότερο και όλο πιο πολύ.
- Κ' ημπορώ να σου εγγυηθώ τίποτε. Με ενδιαφέρ' όσοι εν σε αυτό το σπίτ' να εν καλά. Για όποιον εν έξω απ' αδά κ' ημπορώ να ξέρω ντο γίγνεται Ελισσώ. Τα παιδία μου και ο άνδρας μου εμένα είπανε να είμαι υπεύθυνη για τωρίκα και για όσο χρειαστεί. Πρέπει να προσέξω δύο νύφες, δύο μικρά, ένα νοικοκυριό, τα χωράφια του μικρού, το καφενέ του μεγάλου και εμένα. Θέλω βοήθεια για ούλα αυτά κ' μόνον εσείς μπορείτε να με βοηθήσ'τε. Εξομολήθηκε η Καρτερή που μολονότι ήταν πιο στεναχωρημένη από ποτέ, δε μπορούσε να κρύψει από τις νύφες της την αλήθεια. Παράτησε το φλιτζανάκι του καφέ σε μια γωνιά στο τραπέζι και σηκώθηκε να το πλύνει αλλά η Ανδρονίκη της το πήρε από το χέρι.
- Άστο μάννα. Θα το κατενίσω εγώ. Πάνε σον χωραφόπον. Είπε η Ανδρονίκη. Πρώτη φορά αισθανόταν την ανάγκη να κάνει κάτι για την πεθερά της που να την ανακουφίσει. Ίσως τελικά αυτή η "γυναικεία συμμαχία" να τις έφερνε πιο κοντά.
Με τη σειρά τους η καθεμιά ξεκίνησε να εκτελεί τα καθήκοντά της όπως κάθε μέρα. Η ρουτίνα τους δε θα άλλαζε. Δεν θα ήθελαν και οι υπόλοιποι να άλλαζε. Η Ανδρονίκη διευθέτησε κάποιες τελευταίες υποχρεώσεις του σπιτιού, και ετοιμάστηκε να πάει για το καφενείο. Ήταν σίγουρη ότι η Αρετή θα ερχόταν στο καφενείο. Ακόμα συνέχιζε να έχει υποψίες για εκείνη και τον Νικηφόρο αλλά δύσκολα πια μπορούσε να επιβεβαιωθεί. Τουλάχιστον είχε την Παρασκευή να την βοηθά λίγο, όσο ο Αβραάμ, τις ώρες που δεν είχε πελατεία στο κουρείο, πήγαινε στα χωράφια μαζί με τον Κλέωνα. Η Καρτερή έκανε ο,τι μπορούσε για να βοηθήσει στο όργωμα και τις αγροτικές εργασίες. Ο Σωκράτης είχε αφήσει τον Κλέωνα στη θέση του, του είχε επισημάνει ότι η μάννα του δεν έπρεπε να κουράζεται. Από την άλλη ήξερε την επιμονή της και το πείσμα της. Η Ελισσώ, παρέα με τον Δήμο και την Μελιώ, κατευθύνονταν προς το σχολείο. Τώρα τελευταία τα παιδιά των Οθωμανών ήταν αδιάφορα ως προς τις επιλογές της για το μάθημα. Αυτό την στεναχωρούσε. Όσο να 'ναι ήταν δασκάλα. Αγαπούσε όλα τα παιδιά και δε μπορούσε να ξεχωρίσει κανέναν. Τα παιδιά είναι αθώα πλάσματα, και ιδιαίτερα σε αυτή την ηλικία δεν είναι ακόμα ικανά να διαμορφώσουν μια σφαιρική άποψη για κάποιο θέμα. Οι γονείς είναι εκείνοι που τα επηρρεάζουν και για αυτό η Ελισσώ δεν αισθανόταν καλά. Ως ελληνίδα- πόντια δασκάλα, οι Τούρκοι δεν είχαν τον απαιτούμενο σεβασμό και εμπιστοσύνη σε εκείνη. Ήταν αυτό το μοτίβο πως εκείνη μεταφέρει στα παιδιά την ιδεολογία της και εστιάζει στο ελληνικό στοιχείο. Η Ελισσώ δεν ήταν έτσι όμως. Ήθελε τα παιδιά να μάθουν, ανεξαρτήτου θρησκείας ή καταγωγής, επειδή ήταν σαν δικά της παιδιά. Για αυτό το λόγο είχε πολύ καλή σχέση με τον Δήμο και την Σουμέλα. Τα ένιωθε σαν δικά της αφού ακόμα δεν είχε αποκτήσει η ίδια.
Σε ένα διάλειμμα των παιδιών, την ίδια μέρα, θυμήθηκε πως ακόμα κουβαλούσε το γράμμα στον κόρφο της. Σηκώθηκε, έκλεισε τη πόρτα και κάθισε πάλι στη θέση της. Περίμενε με ανυπομονησία να το ανοίξει όσο και να μη το αποδεχόταν. Κοίταξε άλλη μια φορά τριγύρω και το άνοιξε. Του έριξε μια πρόχειρη ματιά και το έσφιξε στα χέρια της με τέτοιον λαχτάρα.
Ελισσώ,
Έγραψα τούντο το γράμμα για να σου λαλήσω να μην με περιμένεις αν και όταν γυρίσκω. Να ελέπ'ς τον άνδρα σου και να κάμετε την οικογένειαν που θες. Ξέχασέ με γιάντα εγώ κεν είμαι ο άνδρας που θα ήθελες να έχεις. Μπορεί η σχέση μας να ήταν κάτι επιπόλαιο. Σκέψου πως κεν θα έρθω ποτέ ξανά και θα με ανασπάλλεις. Νουνίζω ότι εν κακόπαρτο αλλά κεν σε θέλω πια. Κεν σε αγαπώ, σε ερωτεύτηκα μα κ'ήταν αληθινό.
Κάμε τη ζωή σου με τον Σωκράτη και λησμόνα με.
Ιεροκλής.
Ένα δάκρυ κύλησε στα ρόδινα μαγουλά της. Αυτό το γράμμα ήταν η μόνη απόδειξη πως ο Ιεροκλής την θεώρησε ένα τίποτα. Τόσα βράδυα έμενε ξάγρυπνη για χάρη του και αυτός δεν την ήθελε διόλου. Ήθελε να τσιρίξει, να φωνάξει, να βρίσει, να πετάξει ο,τι υπήρχε στην έδρα, αλλά δε το έκανε. Είχε αξιοπρέπεια και σεβασμό. Δεν έκανε τίποτα. Τσαλάκωσε το χαρτί και το έβαλε σε ένα συρτάρι, σκόρπια. Ήταν το τέλος της αρχής.
Πίσω στην Πόλη
Το βράδυ οι άντρες βρήκαν κατάλυμα στο λιμάνι. Έμεναν ανα μόνας ή μαζί με άλλους και περίμεναν να φτάσει το καραβάκι για να τους πάει στο σημείο συνάντησης. Ήταν ένα σαπιοκάραβο, παλιό. Μέσα στο τσούρμο βρέθηκαν με άλλους είκοσι, τριάντα άντρες. Ήθελαν να δείξουν την καταγωγή τους αλλά ήταν ακόμα ριψοκίνδυνο. Εκεί που επιβιβάζονταν, είδαν κάποιον που δεν περίμεναν να αντικρίσουν μπροστά τους.
- Φυγέτε. Αναλαμβάνω εγώ. Αποκρίθηκε ο Ιεροκλής. Άρχισαν να δυσκολεύουν τα πράγματα.
Γεια σας! Τι μου κάνετε; Στο επόμενο κεφάλαιο θα γίνουν πολλά οπότε προειδοποιώ για μεγάλο κεφάλαιο...Ελπίζω να σας άρεσε και θέλω να μου πείτε για το ποιος πιστεύετε πως είναι στο λιμάνι και τους περιμένει...
Τα λέμε! Φιλιά πολλά!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top