17ο - 1912 μέρος γ'

         Η δυσκολία της κατάστασης ήταν φανερή όταν άρχισαν όλοι να ανησυχούν για όλα. Οι εκκρεμότητες είχαν παραμείνει πολλές και ο πληθυσμός του συνασπισμού είχε πολλές εργασίες ακόμα να επιτελέσει. Υπήρχε ένας άλφα περιορισμός στους άνδρες που θα απορροφούσαν οι Βαλκανικοί πόλεμοι, ωστόσο ακόμα και εκείνοι που έφευγαν, αντιμετώπιζαν μεγάλες δυσχέρειες με τις εργασίες τους και τις οικογενειακές υποχρεώσεις τους. Μια τέτοια οικογένεια ήταν φυσικά και του Ιορδανίδη. Ήταν δύσκολο για κάθε μέλος της οικογένειας να αποχωριστεί τον άνδρα της ζωής του. Πόσο μάλλον για τον Καλλικράτη να αποχωριστεί τα παιδιά του, τις "ρίζες" του όπως έλεγε. Η Καρτερή ήταν εκείνη που είχε μεγαλύτερο βάρος μέσα της αφού φοβόταν πολύ για τις ζωές των υιών της και των υπόλοιπων συναγωνιστών. Οι σκέψεις της κατακλύζονταν από τα πιο άσχημα σενάρια και από τις άπειρες δικαιολογίες που ήθελε να ξεστομίσει στα παιδιά της για να τα αποτρέψει. Ωστόσο, είχε στη συνείδηση της την ανάγκη να μεγαλώσει εκείνη το γιο του Νικηφόρου μαζί με την Ανδρονίκη και φυσικά να δώσει στην Σουμέλα περισσότερες αρμοδιότητες για να μάθει το νοικοκυριό και να εργάζεται όπως αρμόζει σε μια γυναίκα της εποχής, χωρίς βέβαια να αποφύγει τη μόρφωση και την εκπαίδευση. 

          Το περίφημο καφενείο πλέον θα το διαχειρίζονταν η Ανδρονίκη με τον μικρό Δήμο. Ο Νικηφόρος ήταν από νωρίς στο καφενείο για να της προσδιορίσει λίγες ακόμα λεπτομέρειες για κάποιους πελάτες. Ο Δήμος άκουγε με προσοχή και μετρούσε τα τραπεζάκια. Η Ανδρονίκη μπορεί να μη το έδειχνε, να μην ήθελε να το δείξει, αλλά θεωρούσε πως εκείνη η μυστήρια σχέση του άντρα της με την Αρετή θα χανόταν και χαιρόταν για αυτό. Ήξερε πως ακόμα και μετά από τόσα χρόνια δεν είχε σβήσει η φλόγα μέσα του. 

- Εντάξει έγναψες το; Τούντο εν για τους Πόντιους και τούντο θα το δόκεις στους βρωμότουρκους. Είπε ο Νικηφόρος δείχνοντας ένα παλιό κουτάκι με τουρσί και ένα νέο από την Σμύρνη αντίστοιχα. Έδειχνε προσηλωμένος και γεμάτος άγχος. Ήξερε πολύ καλά πως το πείσμα και ο εγωισμός της Ανδρονίκης ήταν τέτοιος που άμα λάχει ήταν ικανή να κλείσει τον καφενέ και να μείνει στο σπίτι με τον Δήμο για πάντα. 

- Εντάξει είπα σε. Κεν είμαι παλαλή. Γυροφέρνω αβδά μέσα πάνω από δέκα χρόνια. Το ότι κεν δουλεύκω, κεν σημαίνει πως κεν γνάφω. Απάντησε εκείνη με βαρύτητα και έναν υπαινιγμό στα λόγια της. Πάντα φρόντιζε τα λόγια της να είναι αιχμηρά και να πειράζουν τον Νικηφόρο. Το είχε κρατήσει κουσούρι από τότε που ήταν έγκυος στον Δήμο και ο Νικηφόρος αργούσε να γυρίσει τα βράδια από πίεση, να μην ακούει την γκρίνια της και τα παράπονά της. 

- Δήμο πάαινε να 'βρεις που πίσω ένα σακί που 'χω με καρτόλες γιαβρί μου. Άντε. Είπε διώχνοντας διακριτικά τον μικρό Δημοκράτη για να μην ακούσει για άλλη μια φορά από τις πολλοστές τους καβγάδες τους.

- Να τα φέρω αβδά ε; Ρώτησε. Ο Νικηφόρος έκανε ένα νεύμα και όσο ο Δήμος απομακρυνόταν εκείνος πήρε διακριτικά την Ανδρονίκη και την έμπασε μέσα στη κουζίνα για να μην ακούσει κανένας άλλος τις φωνές τους. 

- Θέλω να μου πεις ποιο είναι το πρόβλημα σου. Ποίον ο λόγος να φέρεσαι έτσι; 

- Εσύ είσαι ο λόγος και ξέρτ'ς ατο  πολύ καλά! Φώναξε εκείνη κουνώντας το δάχτυλό της προς το μέρος του για να του επιδείξει πως μιλούσε αποκλειστικά για εκείνον. 

- Έχουμε ξανά κάμει την ίδια κουβέντα και δεν έληξε καλά Ανδρονίκη. Ντο θέλεις να κάμω για να είσαι ευτυχισμέντζα πια; Να σου δώσω τη ψυχή μου; Ντο πες μου! Επέμενε ο Νικηφόρος, που μέσα του ήξερε την απάντηση, αλλά ήλπιζε να ακούσει κάτι διαφορετικό αυτή τη φορά. 

- Θέλω να μην σε ελέπω με την κόρη του παπά! Θέλω να είσαι μονάχά δικός μου! Ολοδικός μου! Το καταλαβαίνεις; Εγώ δεν γεννήθηκα για να μοιράζομαι κανέναν! Εσένα παντρεύτηκα ή κανέναν άτιμο πόντιο Νικηφόρε!; Για να σου μιλήσω και ελληνικά! Τον ειρωνεύτηκε. Το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι του με φόρα. Άρπαξε τους καρπούς της και τους εγκλώβισε με τα χέρια του. Είχε εκνευριστεί από την απρεπή συμπεριφορά της. Δεν μπορούσε να διανοηθεί πως η ίδια του η γυναίκα μπορούσε να τον χαρακτηρίσει με τέτοιον τρόπο. 

- Πάψε να λες εξαπέσα λόγια Ανδρονίκη. Τόσες μέρες κρατιέμαι να μη παραφερθώ αλλά εφέρνεις με στα όριά μου. Μάζεψε τη γλώσσα σου μη στη μαζέψω εγώ. Οξά κεν ντρέπεσαι λίον; Την επέπληξε. Αυτή όμως συνέχιζε ακάθεκτη. 

- Μάζεψέ με αν μπορείς. Όσο θα λείπεις ρημαδιό θα τα κάμω όλα αδά απέσου άμα την ελέπω εδώ. Στο λέω και θα το μάθει ολάκερη η γειτονιά ότι νταραβερίζεσαι με τη κόρη του παπά! Αυθαδίαζε συνεχώς εκείνη και ο Νικηφόρος ήθελε να της κλείσει το στόμα. Και οι τοίχοι είχαν αυτιά εκεί κοντά. 

- Εάν ξανά ακούσω για αυτό, στο σπίτι το δικό μου δε θα ξανά μπεις. Το κατάλαβες; Θα πάρω τον Δήμο και δε ξέρω τι θα κάμεις αν δεν αλλάξεις τη συμπεριφορά σου. Απάντησε και πέταξε χάμω ένα πατσαβούρι που απασχολούσε τα χέρια του. Βγήκε έξω και έφυγε από το καφενείο για να καθαρίσει το μυαλό του από όσα άκουσε. Παράτησε τα πάντα και έκανε τον γνωστό του περίπατο μέχρι την εκκλησιά έξω από το χωριό. Ήλπιζε πως μετά από αυτό θα άλλαζε κάτι στη ζωή του αλλά ήταν τόσο δύσκολη η κατάσταση που βίωνε και το μόνο που ήθελε ήταν να βρεθεί κάποιος για να του αλλάξει τη διάθεση. Αυτός ο κάποιος ήταν εκεί κοντά. Και ήταν η Αρετή. Ήταν σαν ο Θεός να κουνάει τις ψυχές τους και να τις φέρνει πιο κοντά και πιο κοντά κάθε φορά. Την κατάλληλη στιγμή. Καθώς περπατούσε και ξαπόστασε στο πεζούλι δίπλα στην εκκλησιά, ένα χέρι τον σκούντηξε ελαφρά τον ώμο. Το άγγιγμά της το αντιλαμβανόταν απευθείας. Ακούμπησε το χέρι της, χωρίς να την δει, και το έφερε στα χείλη του τρυφερά. Ήταν σα να φιλούσε κάποια ιερή εικόνα, όχι το χέρι της κρυφής αγάπης του. Έσφιγγε το χέρι της στις παλάμες του και εκείνη ένιωθε να χάνεται. Αιφνιδιαστικά ο Νικηφόρος τράβηξε το χέρι της για να τη φέρει μπροστά του. Εκείνη ξαφνιασμένη στάθηκε πράγματι μπροστά του και προσπαθούσε να κρύψει τα συναισθήματά της όσο δύσκολο και αν της ήταν. Μόνο και μόνο που τον είχε μπροστά της ένιωθε ευγνωμοσύνη. Ίσως και να ήταν η τελευταία φορά που τον έβλεπε. Αυτός μύριζε το γιασεμί τριγύρω από την εκκλησία και νόμιζε πως μύριζε εκείνη τόσο όμορφα και ευωδιαστά. Η καρδιά της χτυπούσε τόσο δυνατά όταν ήταν μαζί του. Με τον Κλέωνα δε θα το ζούσε ποτέ αυτό και ούτε το έχει ζήσει. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο μόνο ο Νικηφόρος της προξενούσε την ανάγκη να κλάψει στην αγκαλιά του, αλλά τώρα ήθελε να δείχνει πιω δυναμική και ώριμη. Για τελευταία φορά.

- Νικηφόρε...
- Σσς...Αυτή η σιωπή...εν τόσο ωραία...όσο είμαι μαζί σου... Τη διέκοψε.

- Κεν είσαι μαζί μου όμως...Είσαι με τη γυναίκα σου και τον υιό σου. Εγώ δεν είμαι τίποτα Νικηφόρε. Τίποτα. Ποτέ δεν ήμουν...Δεν γίνεται να είμαι και δε θα είμαι Νικηφόρε. Του φώναξε έτσι πρώτη φορά στη ζωή της. Πονούσαν τα λόγια της σα μαχαίρι στα στήθια και των δύο. Ο Νικηφόρος όσο άκουγε, έχωσε το κεφάλι του μέσα στις χούφτες του απο απόγνωση. Έτσι τελικά πίστευε η Αρετή πως την θεωρούσε ο Νικηφόρος. Ξαφνικά σταμάτησε τα σκέφτεται. Πάγωσε το βλέμμα του στο χώμα. Σηκώθηκε απότομα και την έπιασε από τα χέρια. Εκείνη τραντάχτηκε. Αιφνιδιάστηκε όταν τον είδε να σηκώνεται με τέτοια ένταση. Βρίσκονταν σε απόσταση αναπνοής.

- Εσύ μικρέντζα μου είσαι το λουλούδι που μ'εμορφαίνει τη ζωή. Το άστρο που φωτίζει το σκοτείνεμάν μου. Της λέει πλησιάζοντάς την λίγο ακόμα. Μετά από τόσα χρόνια καταφέρνει να τη φιλήσει. Εκείνη όσο τίποτε άλλο το περίμενε! Τα χείλη της περίμεναν τα δικά του ανυπόμονα. Με κλειστά μάτια και οι δύο αισθάνονταν τα φιλιά τους να παίρνουν φωτιά. Τα χείλη τους να χορεύουν στο ρυθμό της καρδιάς τους που χτυπούσε σαν μια. Τα χέρια της, πάνω στο στέρνο του, μπορούσαν να νιώσουν τους χτύπους της καρδιάς του που ήταν ηχηροί και δυνατοί όσο και η αγάπη του. Όσο ο Νικηφόρος αισθανόταν στα χείλη του τη γεύση των δικών της ήταν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στο κόσμο. Χανόταν στα υπέροχα μάτια της. Εκείνη χανόταν στη ζεστασιά του. Τη στιγμή που ο Νικηφόρος απομάκρυνε τα χείλη του από τα δικά της, η Αρετή τον αγκάλιασε με τέτοια ταραχή και φόβο πως θα τον έχανε. Εκείνος το ίδιο.

- Πόσο το περίμενα αυτό αγάπη μου...πόσο...Εν η καρδιά μου περιβόλι.  Κανονικό. Έλεγε η Αρετή προσπαθώντας να το συνειδητοποιήσει. Το νόμιζε όνειρο. Νόμιζε ότι όπου να'ναι θα ξυπνούσε. Η Αρετή είχε αφεθεί τόσο πολύ στην αγκαλιά του που άρχιζε να κλαίει. Αυτή τη φορά δεν ήξερε γιατί.

- Ντο έπαθες κούκλα μου; Γιάντα γαγκάζεις; Τη ρώτησε χαϊδεύοντας τα μεταξένια μαλλιά της. Πραγματικά παραξενεύτηκε που άρχισε έτσι απρόοπτα η Αρετή να κλαίει.

- Κεν ηξέρω...Εν που θα φύγεις και μετά κεν ηξέρω αν θα σε ξανά ελέπω. Ο πόλεμος δεν εν απλό πράμα Νικηφόρε. Φοβούμαι για τε σε. Αμα δε σε ξανά δω κεν ηξέρω ντο είμαι ικανή να κάμω. Εκμυστηρεύτηκε. Ο Νικηφόρος την αγκάλιασε περισσότερο.

- Όταν θα γυρίσω να είσαι σίγουρη πως θα σε κάμω δική μου. Γιάντα θα γυρίσω. Σακατεμένος ή όχι θα έρθω να σε διεκδικήσω. Και τότε θα ελέπ'ς ότι ό,τι λέγω το εννοώ. Απάντησε φιλώντας την πεταχτά στο στόμα. Πάντα με την ίδια φλόγα. Αισθανόταν ότι ήταν πάλι έφηβος και ερωτευμένος με τον έρωτα της ζωής του, που όμως αγαπούσε περισσότερο από τον ίδιο του τον εαυτό.

- Πρέπει να φύγω αγάπη μου. Έχω να μαγειρέψω για τον Κλέωνα.

- Κεν θα έρθει μαζί μας εσήμερον;

- Ο αδερφός σου τον θέλει στη δούλεψή του...Πρέπει να μείνει εδω. Θα έρθει ο αδερφός μου μαζί σας. Για αυτό πρόσεχε. Θα τα μαθαίνω ούλα απο δαύτον. Είπε.

- Τουλάχιστον θα είμαι πιο σίγουρος ότι θα είσαι καλά...Θα ρωτώ τη Σουμέλα στα γράμματα μου. Θα της λαλήσω να σου φέρνει κάποια.

- Όχι μη! Θα μας γνάψ' η Ανδρονίκη. Κεν θέλω να έχω προβλήματα μαζί της Νικηφόρε μου.  Απάντησε η Αρετή.

- Κεν θα μάθει κανένας τίποτε. Αν ζητήξω κάτι από την αδερφή μου θα το κάμει, χωρίς ενδοιασμούς.

- Ντο να πω...Κάμε ό,τι νουνίζεσαι...Πρέπει να φύγω αγάπη μου. Αν...αν δε σε ξαναελέπω καλόν ταξίδι μάτια μου...Θα σε έχω πάντα στο μυαλό μου. Μισό λεπτό...είπε ψάχνοντας στο λαιμό της κάτι. Έβγαλε ένα κολιέ που είχε, έναν βαφτιστικό σταυρό. Κράτα το αυτό και έχε το μαζί του να σε φυλά. Σε παρακαλώ. Ο Νικηφόρος πήρε τον σταυρό, τον φίλησε και τον έμπασε στις τσέπες του. Η Αρετή του χάιδεψε το μάγουλο για τελευταία, ίσως, φορά. Αυτός της τράβηξε το χέρι.

- Αγαπώ σε! Ακούστηκε από τα χείλη του και η καρδιά της σκίρτησε ξανά.

          Παράλληλα με τον Νικηφόρο και την Αρετή, ένα άλλο ζευγάρι έκανε τα πρώτα του βήματα για τον αποχαιρετισμό τους. Η Ελισσώ, έχοντας τελειώσει τις διδακτικές ώρες στο σχολειό, αποφάσισε να πάει στα χωράφια για να δώσει το κολατσιό στον Σωκράτη εφόσον σήμερα θα δούλευε ως αργά. Δεν ένιωθε πάντα μεγάλη άνεση κοντά του αλλά άρχιζε σιγά σιγά να συνηθίζει. Πάνω που άρχιζε δηλαδή, θα τον αποχωριζόταν. Διέσχιζε τον δρόμο κρατώντας σε ένα πανί μια χορτόπιτα και λίγα λαχανικά όταν παρατήρησε πως δεν ήταν κανένας άλλος τριγύρω στο χωράφι. Κοίταζε παντού και κατάλαβε πως μόνο ο Σωκράτης ήταν εκεί. Δούλευε αδιάκοπα. Τώρα που θα έφευγε, κάποιος έπρεπε να συνεχίσει τις δουλειές, αλλά οι εκκρεμότητες που είχε δε μπορούσαν να υλοποιηθούν από τον Κλέωνα άμεσα. Η Ελισσώ πλησίασε στο χωράφι, πήγε κοντά του και άφησε το τυλιγμένο πανί σε ένα τραπέζι ξύλινο, πρόχειρα τοποθετημένο στο έδαφος. Εκείνος είδε μονάχα τη σκιά της. Αυτή δεν είχε πρόθεση να του μιλήσει ή να του πιάσει κουβέντα, γιατί γνώριζε το φόρτο εργασίας του και δεν ήθελε να τον επιβαρύνει. Έκανε να φύγει αλλά ο Σωκράτης δεν ήθελε να την κάνει να αισθάνεται μόνη και χωρίς άντρα. Όπως και να το κάνουμε, ήταν η γυναίκα του.

- Ελισσώ...Ευχαριστώ. Της είπε ευθέως. Εκείνη γύρισε και τον κοίταξε με απορία. Ήταν ελάχιστες οι φορές που όταν εκείνη έκανε κάτι αυτός την ευχαριστούσε.

- Καθήκον μου είναι...Η γυναίκα σου είμαι εξάλλου.

- Γυναίκα, όχι υπηρέτρια. Δεν είσαι δούλα μου. Οι γυναίκες πρέπει να εν αρχόντισσες στο σπιτικό τους. Ξέρτ'ς καλά ότι δεν ήθελα να δουλεύκεις για να μη κουράσκεσαι αλλά αφού το ήθελες και σε έκανε έφρονη μου αρκούσε. Ελπίζω να είσαι... Αναφώνησε. Ομολογουμένως, ο Σωκράτης ήταν υπέρ των δικαιωμάτων και της ελευθερίας. Για αυτό προσπαθούσε με κάθε τρόπο να βοηθήσει τον Ιεροκλή που όμως δεν ήξερε ότι ήταν ο πρώην της Ελισσούς.

- Χαίρομαι που είσαι τόσο καλός άνθρωπος. Αυτό αγαπώ σε εσένα. Είσαι τίμιος, καλός και σέβεσαι τους ανθρώπους.

- Άλλο σε ρώτησα. Αν είσαι έφρονη με ενδιαφέρει. Είπε ο Σωκράτης. Η Ελισσώ δίσταζε να απαντήσει αλλά είχε το θάρρος να πει τα παράπονά της στον άντρα της. Όποια και αν ήταν αυτά.

- Είμαι...Αλλά δε ξέρω αν είμαι ευτυχισμέντζα. Απλά δεν είμαστε τόσο κοντά όσο θα ήθελα ανάμεσά μας. Νουνίζω πως γνάφεις ντο θέλω να πω. Ο Σωκράτης κατάλαβε φυσικά. Ήταν ενα επιφανειακό ζευγάρι κατά βάση και δεν είχαν έρθει τόσο κοντά όσο θα ήταν λογικό. Για αυτό δεν είχαν αποκτήσει παιδιά τόσα χρόνια.

- Ναι. Ξέρω ντο θες να πεις. Αλήθεια εφραίνομαι που το λες. Ήθελα να το συζητήσουμε κάποια φορά. Παράτησε τη τσάπα και περπάτησε προς άγνωστη κατεύθυνση. Είχα όρωμαν να έχω μιαν μεγάλη οικογένεια με μίαν υπέροχη γυναίκα. Θεωρώ πως το δεύτερο το έχω. Για το πρώτο πίστευκα πως ο έρωτας μόνο έφερνε τα παιδία. Αλλά με το καιρό έγναψα ότι δεν είναι αυτό που έχ' σημασία. Απάντησε. Αλήθεια έλεγε. Τον έρωτα δε τον είχε γνωρίσει ακόμα οπότε δεν είχε γνώση αν πράγματι ο έρωτας επαρκούσε για να γίνει ένα ζευγάρι ευτυχισμένο.

- Τούντο εν πραγματικά πολύ όμορφο που λαλείς. Η αγάπη εν παντοτινή. Ο έρωτας όμως όχι. Έτσι πιστεύκω. Και γω ήθελα να κάμω παιδία. Κεν με έχει αξιώσει ο Θεός ακόμα. Ελπίζω όταν έρθετε πίσω, γιάντα είμαι σίγουρη, να είμαστε καλύτερα και να...

- Να κάνομεν πολλά παιδία; Ρώτησε υπαινικτικά με ένα ελαφρύ γελάκι.

- Ναι ακριβώς. Απάντησε η Ελισσώ χαμογελώντας. Ο Σωκράτης την πλησίασε αρκετά. Σαν να αισθανόταν πως επιτέλους ήρθε η στιγμή να ενωθούν να κορμιά τους μετά από τόσο καιρό. Έπρεπε κάποιος να κάνει το πρώτο βήμα. Εξάλλου δε μπορούσαν να μένουν μια ζωή σαν φίλοι.

- Εγώ νομίζω ότι πρέπει να ξεκινήσουμε από τώρα. Της είπε. Έβγαλε τη φανέλα του με μια γρήγορη κίνηση. Η Ελισσώ δε το περίμενε. Πίστευε ότι η στιγμή αυτή θα αργούσε αλλά έπρεπε να γίνει. Είχε την ελπίδα πως θα ξεχνούσε τον Ιεροκλή με αυτό τον τρόπο.

- Τώρα αδά μες στο χωράφι;

- Ναι. Κεν εν κανένας. Μη φοβούσαι. Απάντησε χασκογελώντας. Πάντως το σώμα του ήταν πραγματικά θαυμάσιο. Γραμμωμένο και στιβαρό. Η Ελισσώ τον πλησίασε αργά. Αυτός της έβγαλε το μαντήλι που φορούσε ξέπλεκο στα μαλλιά και το πέταξε χάμω στα χόρτα. Πρώτη φορά άγγιζε τόσο αισθησιακά το λεπτεπίλεπτο πρόσωπό της. Απομάκρυνε μια τούφα των μαλλιών της από το πρόσωπό της και εκείνη χαμήλωσε το βλέμμα της από ντροπή. Ο Σωκράτης σήκωσε το πηγούνι της και τη άγγιξε τα χείλη της με τα δικά του. Τα χέρια του πέρασαν από τη μέση στους γοφούς της ενώ τα δικά της βρέθηκαν στον λαιμό του. Όσο φιλούσε τα υπέροχα χείλη της, κατέβαζε αργά αργά το κατάμαυρο φόρεμά της από τους ώμους. Εκείνη ένιωθε ρίγη στο άγγιγμά του. Τα φιλιά του όλο και κατέβαιναν. Το φόρεμα έπεσε κάτω. Εκείνη κοίταζε συχνά τριγύρω. Φοβόταν μη τους δει κανείς αλλά ήθελε παράλληλα να αφεθεί. Ήταν μόνο με το μεσοφόρι της. Το δικό της σώμα τον εντυπωσίασε. Δεν είχε αντιληφθεί την ομορφιά της τόσο καιρό. Όσο τα χέρια της γρατζουνούσαν απαλά την καλλίγραμμη πλάτη του, εκείνος την έσπρωξε πίσω στο τραπεζάκι που είχε στερεωθεί σε μια καλύβα με εργαλεία. Άρπαξε τους γοφούς της και την κάθισε εκεί πάνω. Η Ελισσώ εγκλώβισε το κεφάλι του στα χέρια της όταν η τιράντα από το μεσοφόρι της σιγά σιγά έπεφτε. Μόλις το παρατήρησε ο Σωκράτης κατέβασε και την αλλη με μια κίνηση και πλέον το γυμνό της στήθος είχε κατακλύσει το οπτικό του πεδίο. Την κοίταξε με ένα ερωτικό ύφος και εκείνη άρχισε να αισθάνεσαι περισσότερη ρίγη από πριν. Το σημείο της άρχισε να πάλλεται. Τότε τα φιλιά του σταμάτησαν στο ποθητό στήθος της. Τα χέρια του αργά αργά άρχιζαν να ακουμπάνε όλο και χαμηλότερα τη μέση της αφού το μεσοφόρι ήταν πλεον πιο αποκαλυπτικό. Ερέθιζε με τη γλώσσα του τις ρόγες της και τότε ήταν που άρχισε η αναπνοή της να είναι ασταθής. Εκείνο το σημείο της προκαλούσε μια αίσθηση ηδονής κάθε φορά. Όταν ο Σωκράτης το κατάλαβε κινούσε τη γλώσσα του με πιο γρήγορες κινήσεις και κυκλικές. Πίεζε ελαφρά τη μέση της και τα δάχτυλά του χόρευαν στο γυμνό της κορμί. Εκείνη τη στιγμή τα χείλη του βρέθηκαν λίγο χαμηλότερα και η Ελισσώ άρχισε να λιώνει στο άγγιγμά του.

- Σωκραάτη... Μουρμούριζε. Εκείνος τότε την άρπαξε από το τραπέζι και την γύρισε στο τοίχο. Το πρόσωπό της έβλεπε μονάχα το τσιμέντο του. Ο Σωκράτης ακούμπησε και με τα δύο χέρια του αυτή τη φορά το σώμα της. Τα δάχτυλά του πήγαιναν από τους γοφούς της, στο εσωτερικό των μηρών της και εκεί η Ελισσώ αναίσαινε πιο βαριά από πριν. Σχεδίαζε διάφορα ακανόνιστα σχήματα με τα δάχτυλα του τριγύρω από το επίμαχο σημείο της. Αυτή συνεχώς ψιθύριζε το όνομα του και αναστέναξε από ηδονή σχεδόν σιωπηλά. Τη στιγμή που ο Σωκράτης ακούμπησε στο ευαίσθητο σημείο της, εκείνη έκλεισε με ορμή τα πόδια της από ταραχή.

- Με αναστατώνεις. Της είπε αισθησιακά. Κατέβασε το παντελόνι του και με τα χέρια του χάιδεψε το ερεθισμένο στήθος της. Εκείνη άρχισε να υγραίνεται. Έπαιζε με τις ρόγες της και μετά έφερε το κορμί της κοντά του. Αυτή ένιωθε το μόριό του πίσω της να την αγγίζει. Τη τράβηξε στο τραπέζι και αυτή τη φορά τη ξάπλωσε μπρούμυτα. Ακούμπησε τα οπίσθιά της με τα δύο του χέρια. Τα δικά της κρατούσαν με δύναμη τις άκρες του τραπεζιού. Οι οργασμοί της εμφανίζονταν και ο Σωκράτης με μια κίνηση, κρατώντας τη μέση της εισχώρησε μέσα της. Η Ελισσώ τότε έριξε τη πρώτη της κραυγή ηδονής. Εκείνος αργά συνέχιζε να μπαινοβγαίνει ενώ εκείνη με το ζόρι κρατιόταν να μη τσιρίξει. Λίγα λεπτά πριν τη κορύφωση τη γύρισε και πάλι. Ο ιδρώτας κυλούσε στα σώματά τους ασύστολα. Τη κόλλησε πάλι στο τοίχο. Αυτή τή φορά έβλεπε,τα διψασμένα για φιλιά , χείλη της. Το δέρμα τους πάλι έγινε ένα και τα φιλιά τους είχαν περισσότερη ένταση. Εκείνη φιλούσε το λαιμό του και του άφησε τουλάχιστον τρία σημάδια από τα φιλιά της. Είδε ο Σωκράτης το φόρεμά της κάτω και με τα πόδια του το μετακίνησε λιγα μέτρα παρακάτω σε ένα δέντρο. Κουβαλούσε παράλληλα την Ελισσώ στα μπράτσα του. Ξάπλωσε κάτω στο χώμα, πάνω στο φόρεμα. Ο Σωκράτης ήταν έτοιμος να εκραγεί. Με διακριτικές κινήσεις μπήκε μέσα της και τότε αυτή ήταν πού τελείωσε πρώτη. Εκείνος συνέχιζε και συνέχιζε. Έσταζε ο δικός του  ιδρώτας πάνω της και όσο ο Σωκράτης συνέχιζε εκείνη τόσο πιο ηδονικά ένιωθε. Ανατρίχιαζε ακόμη. Μετά από λίγο τελείωσε και αυτός μέσα της. Οι σάρκες τους υποχώρησαν. Ξάπλωσε εκείνη πάνω στο στέρνο του και αυτός έμπλεκε τα χέρια του στα καστανά μαλλιά της.

- Κεν σε περίμενα τόσο...

- Τόσο; Αναρωτήθηκε αυτός.

- Έντονο. Ενθουσιώδη. Είπε. Η αλήθεια είναι πως ο Ιεροκλής ήταν πιο διεκδικητικός και όσο να μη το ήθελε τους σύγκρινε ασυνείδητα.

- Ναι ε; Ούτε εγώ εσένα τόσο άνετη και συνάμα διστακτική. Πως το κάμεις τούντο;

- Για τον άντρα μου όλα τα κάμω. Απάντησε και πήρε ως ανταπόκριση ένα γλυκό φιλί.

          Το βράδυ, κάποιες ώρες πριν τη φυγή τους, δεν κοιμήθηκε κανείς πέρα από τα μικρά. Η Καρτερή είχε ρίξει πολύ κλάμα κείνη τη νύχτα. Ήταν και ο παπά Τιμόθεος μαζί τους να τους ευλογήσει. Σε μια γωνιά υπήρχαν πάνω από τέσσερα σακιά με ρούχα και άλλα συμπράγκαλα. Ο Καλλικράτης παρέμενε ψύχραιμος και υπερήφανος για τους υιούς του αλλά και για τα υπόλοιπα τα παλικάρια που έγιναν ένα για τον αγώνα. Ο Ιεροκλής ως συντονιστής είχε το μεγαλύτερο άγχος, δε το έδειχνε όμως. Μόνο εκείνη το καταλάβαινε. Μόνο η Ελισσώ.

- Οι άλλοι θα μας περιμένουν στην εκκλησιά οξα πίσου. Σε μια ώρα ακριβώς πρέπει να είμαστε εκεί. Είπε ο Ιεροκλής. Κοίταξε τη Καρτερή που ήταν έτοιμη πάλι να μπήξει τα κλάματα. Ο Νικηφόρος αυτή τη φορά τη παρηγόρισε.

- Ρε μάννα φτάνει. Μας εζάντηνες. Έχεις γαγκάξει πενήντα φορές από το πρωί. Είπαμε σε θέλομεν βράχο για τις νύφες και τα παιδία μας. Απάντησε.

- Αχ τζιέρι μου...Να προσέχετε θέλω μόνο. Μόνον αυτό. Αποκρίθηκε κοιτώντας και τους τρείς.

- Θα σας τους προσέχω εγώ κυρά Καρτερή μου. Μην ανησυχείτε. Πρόσθεσε ο Ευστάθιος που βρισκόταν εκεί.

- Εσύ να προσέχεις τον εαυτό σου καμάρι μου. Και να μη λησμονήσετε ποτέ παιδία μου τες οικογένειές σας ούτε τον τόπο σας. Διότι ό,τι και να γενεί η ψυχή σας αβδά θα γυρνά. Σον τόπον μας. Μίλησε ο πάτερ και όλοι ανατρίχιασαν από τα ωμά λόγια του.

- Νομίσκω πως πρέπει να ξεκινάτε σιγά σιγά.

- Ναι πατέρα. Αποκρίθηκε ο Νικηφόρος. Πήγε στην Ανδρονίκη και την κοίταξε στα μάτια κρατώντας σφιχτά τα χέρια της. Θα γυρίσω της είπε. Θα μου υποσχεθείς πως θα κάμεις ό,τι σε λάλησα; Αυτή απάντησε με ένα θετικό νεύμα όσο τον άγγιζε στο αγγελικό του πρόσωπο για τον αποχαιρετισμό. Το μικιό να προσέχετε. Να του πεις ότι ο πάπας τον νουνίζεται κάθε μέρα...Η Ανδρονίκη σκούπισε ένα δάκρυ που κύλησε τότε. Όταν έρθεις θα το πεις εσύ Νικηφόρε μου. Εντάξει; Έγνεψε εκείνος. Τελικά ακόμα και ο πιο σκληρός άνθρωπος λυγίζει σε τέτοιες συνθήκες. Χαιρέτησε με τη σειρά του την Ελισσώ και όποιον άλλον βρισκόταν τριγύρω. Όταν ήρθε η σειρά του Ιεροκλή να χαιρετίσει την Ελισσώ, καθώς την αγκάλιασε της ψιθύρισε κάτι.

- Πο πίσω στον καθρέπτη σου έχω αφήσει κάτι. Εκείνη δεν αντέδρασε. Ήξερε ότι όλες τις υπόλοιπες μέρες θα κλαίει μονάχη της αλλά μέχρι στιγμής ήταν δυνατή. Δεν είχε λυγίσει σαν την αδερφή της. Μόλις ο Σωκράτης της έπιασε το χέρι, εκείνη τον φίλησε στο στόμα πεταχτά. Να μη με ξεχάσεις και να προσέχεις τον εαυτό σου του είπε. Τότε έριξε ένα κρυφό βλέμμα στον Ιεροκλή. Σα να το έλεγε σε αυτόν παράλληλα.

       Πέρασαν ένας ένας από τον παπά για την ευχή του. Αγκάλιασαν τον πατέρα τους για μια ακόμη φορά και του υπενθύμισαν να προσέχει περισσότερο και να μη στεναχωρεί τη κυρά Καρτερή. Όταν ήρθε η σειρά της, ο Νικηφόρος της έδωσε ένα σημείωμα και της είπε ότι ειναι αυστηρά για την μικρή Σουμέλα. Αγκάλιασαν ο ένας τον άλλον ξανά, φιλήθηκαν με τους Παταχουρίδηδες, πήραν τα μπαγκάζια τους και μέσα στη νύχτα έφυγαν σαν τους κλέφτες για την εκκλησία που θα τους περίμεναν ακόμα έξι άλλοι. Ο δρόμος ήταν ανοιχτός για τη Πόλη, για τη θάλασσα. Μέχρι πότε όμως;










Γεια σας φίλοι μου αγαπημένοι! Τι κάνετε; Το επόμενο κεφάλαιο θα έχει πολλές λεπτομέριες για πόλεμο και τα σχετικά οπότε θα υπάρχουν λιγες αναφορές στην Αμισσό και νέοι χαρακτήρες. Ελπίζω να σας άρεσε το κεφάλαιο *3738 λέξεις *  !

Τα λέμε!

Φιλιά πολλά!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top