15ο - Έτος 1912
Εν μέσω του όλου πανικού που προκάλεσε η άφιξη του Εμίρ και του Αρντά στην Αμισσό, ένα ακόμα γεγονός που θα έδινε το γερό χτύπημα ήταν οι Βαλκανικοί πόλεμοι του '12. Η Οθωμανική αυτοκρατορία ήθελε να ισχυροποιηθεί ακόμα περισσότερο κατακτώντας μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης, και συνεπώς της Ελλάδας. Η Αμισσός ήταν μια περιοχή που δεν ήταν εξακριβωμένο για το αν ήταν απαραίτητα Τουρκική ή Ελληνική. Οι Πόντιοι ήταν Έλληνες Χριστιανοί και όχι Τούρκοι Μουσουλμάνοι. Όμως ζούσαν σε τουρκικό έδαφος και είχαν τα προνόμια των Τούρκων υπηκόων. Από την άλλη, ο πολιτισμός τους ήταν ελληνικός, τα ονόματά τους Ελληνικά και οι συνήθειές τους ελληνικές. Δεν μπορούσαν να αψηφήσουν τον πόλεμο και να μένουν άπραγοι σε μια Τουρκία που με αργούς ρυθμούς κάλπαζε προς την υπανάπτυξη.
Παράλληλα με όλο αυτό, ο Καλλικράτης, έναν χρόνο πριν και έχοντας ήδη μείνει στο καταφύγιο της εκκλησιάς για τέσσερις μήνες, πήρε την απόφαση να παραδοθεί χωρίς να το ξέρει κανείς. Αργά το βράδυ πήγε μέχρι το τουρκικό προεδρείο αλλά τελευταία στιγμή αποφάσισε να πάει στο σπίτι για να αποχαιρετίσει τους αγαπημένους του. Τότε παρατήρησε κάτι παράξενο. Είδε από μακριά τους γιους του και τους υπόλοιπους άνδρες του σπιτιού να γυροφέρνουν στο καφενείο. Η ώρα ήταν περασμένη για να βρίσκονται εκεί από συνήθεια. Σίμωσε κοντά και παρατήρησε ανήκουστα πράγματα. Συνασπισμός, Ελληνοποντιακή οργάνωση, προνόμια, κρυφοί επαναστάτες και άλλα τέτοια που αν ο Εμίρ και ο Αρντά τα άκουγαν θα τους έπαιρναν σηκωτούς στις φυλακές της Κωνσταντινούπολης και θα τους κατηγορούσαν για παράνομιες και για εσχάτη προδοσία. Ένιωσε σα να έχανε τη γη κάτω από τα πόδια του. Δεν ήξερε αν έπρεπε να επέμβει ή όχι.
- Και λαλώ σε ότι εάν δεν είσαι μαζί μας τότε θα είσαι οχτρός μας αδερφέ! Είπαμε θα ιδρύσουμε τούντη την οργάνωση προς όφελος των Ελλήνων του Πόντου. Συ κεν είσαι ένας από αυτούς; Φώναζε ο Σωκράτης στον Νικηφόρο που ήταν ο μόνος που είχε αντίρρηση για τον συνασπισμό.
- Είσαι ζαντός Σώκρατε; Έχω έναν γιο που κοντεύει το Γυμνάσιο και μίαν γυναίκα που γογγυστά συνέχεια για ούλα πίσω μου. Τον καφενέ ντο θα τον εκάμω; Να του βάνω άψιμον; Αντιτάθηκε.
- Άκσε Νικηφόρε. Όλοι έχομεν κάτι που θα αφήσουμε πίσω μας. Σημασία έχ' όταν θα γυρίσουμε αυτά που έχουμε να βρίσκονται αβδά! Να μη τα καταχραστεί καμία εξουσία. Κανένας Νεότουρκος αδερφέ! Επισήμανε ο Ιεροκλής με στόμφο. Προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να πείσει τον αδερφό του.
- Εσύ Ιεροκλή ούτε γυναίκα έχεις ξοπίσω σου ούτε αποπαίδιν να σ' αναζητά όσο απολείπεις. Τη δουλειά σου την απέχασες καιρό.
- Εάν το πρόβλημα σου εν ο καφενές θα το δουλέψει η μάννα με τα μιτσά. Πρότεινε ο Σωκράτης.
- Κεν εγνάφ'ς το πρόβλημα που έχω Σώκρατε; Είναι ζάντεμα! Τρέλα! Θα μας ανακαλύψουν λέγω σε!
- Εαν είμαστε ενωμένοι τίποτε κεν θα γενεί Νικηφόρε. Γιάντα κεν νουνίζεσαι την νίκη μας; Όταν θα τελειώσουν ούλα θα γυρνέψουμε μιαν νέα ζωή. Τον βίο που ποτέ θα ζήσουμε εν ευκαιρία να τον κάνουμε τώρα που μπορούμε! Είπε ο Αβραάμ υποστηρίζοντας τον Ιεροκλή σε αυτή τη προσπάθεια. Ο Νικηφόρος φυσούσε και ξεφυσούσε συνεχώς. Ήταν απόλυτα σίγουρος ότι θα τους έβαζε σε μπελάδες ο συνασπισμός. Όσο το σκεφτόταν τόσο πιο πολύ έπειθε τον εαυτό του ότι ήταν λάθος να δεχτεί.
- Ντο με κάνετε τώρα...
- Έλα αδερφέ. Νουνίσου τες αλήθειες κατάματα και δώσε σον τόπον το ποντιακό σου θρέμμα. Παρακαλώ σε... Αποκρίθηκε ο Ιεροκλής που ήταν σίγουρος για την επιτυχία του συνασπισμού. Όλο συνέχιζε να το σκέφτεται περισσότερο και εν τέλει δέχτηκε. Δεν ήταν απόλυτα σύμφωνος βέβαια αλλά δε μπορούσε να προδώσει το σπίτι του και την οικογένειά του.
- Έχειν καλώς. Αλλά θα μου δώσετε τον λόγον σας πως ότι και να γενεί όποιος μείνει ποπίσω θα ωράζει το καλοπαίδιν μου. Έλεγε βουρκωμένα σχεδόν, μη θέλοντας βέβαια να σκέφτεται το κακό.
- Κεν θα συμβεί τίποτε Νικηφόρε. Απάντησε ο Ιεροκλής.
Σε μια γωνιά ο Καλλικράτης άκουγε και έφριττε. Ομολογουμένως όμως ήταν βαθιά υπερήφανος για την ανατροφή των παιδιών του. Παρόλα αυτά ήταν παρακινδυνευμένο όλο αυτό που είχαν σχεδιάσει.
- Ντο οργανίζετε αβδά χωρίς εμέ; Είπε στέκοντας με σταυρωμένα τα χέρια χαμογελώντας μπροστά σε όλους. Είχαν μείνει με το στόμα ανοιχτό σα να έβλεπαν φάντασμα μπροστά στα μάτια τους. Έτρεμαν από το σοκ. Πίστευαν πως θα αργούσε ο καιρός που θα τον ξανα έβλεπαν. Άλλοι πίστευαν πως οι Τούρκοι τον είχαν εξοντώσει εν αγνοία τους αλλά δεν ήθελαν να το σκέφτονται καν.
- Πάπα; Ελέπω σε καλά ή με γελούν τα μάτια μου; Στοχάστηκε ο Σωκράτης. Πήγε να τον αγγίξει και εκείνος τον άρπαξε να τον αγκαλιάσει. Τα μάτια τους είχαν γεμίσει δάκρυα χαράς. Αμέσως πήγαν και οι υπόλοιποι να τον αγγίξουν, να τον αγκαλιάσουν με τη ψυχή τους. Θεωρούσαν πως έβλεπαν όνειρο. Κάθισαν μαζί του σε ένα τραπέζι και ένιωθαν πρωτόγνωρα. Τον βομβάρδιζαν με ερωτήσεις αλλά εκείνος τους το έκοψε. Απάντησε σε μια πρόταση για όλα.
- Είχα σκέδιον να παραδοθώ. Ήθελα να σας αποχαιρετήσω και άκσα τουντα που λέγατε. Μερ πάτε να μπλέξετε παιδία μου; Ντο κάμετε;
- Πάπα αν θέλουμε να επιβιώσει η γενιά μας και ο Πόντος πρέπει να το κάμωμεν. Αποκρίθηκε ο Ιεροκλής ως συνήθως.
- Αβραάμ συ γιάντα κεν λάλησες τίποτε; Είσαι σύμφωνος με όλο αυτό;
- Αδελφέ μου προκειμένου να εξασφαλίσω στη δόλια τη Παρασκευούλα, στο στερνοπούλιν μου και στη νύφε μιαν ζωή όπως θα την ηθέλαν θα κάμω τα πάντα. Ακόμα και τούτο. Κεν ηθέλω να μπλεχτώ σε τίποτε αλλά το πράγμα έχ' παρατραβήξει. Οι αξιωματικοί όσο πάει και μειώνουν τις λευτερίες μας. Το κουρείο έχει γιομίσει μοναχά τουρκικές συζητήσεις. Κεν τολμούμε να ομιλήσομεν τη γλώσσα μας αμόν κάμαμεν τότε με τον πασά. Είπε με το χέρι στη καρδιά ο Αβραάμ.
- Τούντο που θέλ' να λαλήσει ο πάπα εν ότι οι δουλείες πέφτουν, ο πρόεδρος των Τούρκων κάμει κουμάντο στους Έλληνες από τότε που έφυγες. Απαγορεύκεται να ήβρουν άλλον δήμαρχο μέχρι να διευθετηθεί το θέμα σου θείε. Γιάντα νουνίζεις πως αποφασίσαμε τον συνασπισμό; Σε ολίγον κεν θα μπορούμε ουτε στις δουλειές μας να πααίνουμε. Απάντησε ο Κλέων. Ο Καλλικράτης κατάλαβε πως ήταν σοβαρά τα πράγματα εν τέλει.
- Με τι γνώσεις θα κάμετε ό,τι κάμετε; Πως θα γενούν όλα αυτά που νουνίζεστε;
- Πάπα είμαι αβουκάτος. Ξερω όσα χρειάζονται. Προς το παρόν εσείς πρέπει να μην αναφέρετε τίποτε σε κανέναν. Ούτε στες γυναίκες.
- Τούντο αποκλείεται. Ξερτ'ς πόσο καταπιεστική μπορεί να γενεί η Ανδρονίκη. Απαντά ο Νικηφόρος γνωρίζοντας τις προθέσεις της γυναίκας του και τον χαρακτήρα της καλύτερα από τον καθένα.
- Σε κανέναν είπα σε! Ούτε η μάννα. Είμαστε μόνον εμείς αβδά και κανένας άλλος. Μόνο εμείς.
Ο Ιεροκλής είχε τις αντοχές να ασχοληθεί με κάτι τέτοιο και είχε τα μέσα να το πετύχει. Ο Νικηφόρος ήταν πολύ επιφυλακτικός ακόμα και ο Σωκράτης απόλυτα σίγουρος για ό,τι έκαναν. Τελευταία μάλιστα είχε έρθει πιο κοντά με την γυναίκα του μετά από τόσα χρόνια και άρχιζε να πιστεύει πως τελικά μπορούν όλα να γίνουν όπως τα φανταζόταν. Ο Κλέωνας συνέχιζε να είναι ο σωστός σύζυγος απέναντι στην Αρετή αλλά η καρδιά της χτυπούσε για τον Νικηφόρο ακόμα. Χτυπούσε τόσο δυνατά όταν τον έβλεπε που δεν έβρισκε την ώρα και τη στιγμή να ξεφύγει για λίγο με την Γεσθημανή και να του ρίξει μια κλεφτή ματιά στο καφενείο. Δυστυχώς εκείνο το φιλί που ήταν στα πρόθυρα να το δώσουν, δεν δόθηκε ποτέ παρόλο που καραδοκούσαν και οι δυο να το απολαύσουν. Η Ανδρονίκη από την άλλη, όπως εξέφρασε και ο Νικηφόρος, είχε γίνει καταπιεστική και συνάμα υστερική. Πάντα όμως ο Νικηφόρος της το ξέκοβε γιατί ήξερε ότι τη κυριαρχία μέσα στο σπίτι όσο έλειπε ο πατέρας του και ο Ιεροκλής, την είχε αυτός. Ο Ιεροκλής πάλι αυτά τα χρόνια προσπαθούσε να απομακρυνθεί από κάθε πειρασμό. Ένας από αυτούς ήταν η Ελισσώ που δεν σταματούσε να τον σκέφτεται αλλά και δεν μπορούσε να το σταματήσει. Προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να κρατήσει το στεφάνι της και τον άντρα της με κάθε μέσο. Ο Ιεροκλής είχε βρει ένα μικρό σπίτι στη πόλη και έμενε εκεί πια. Εκεί με τα καμπαρέ, τη πλουσιοπάροχη ζωή, με τις ατελείωτες γυναίκες που προσπαθούσε να ηρεμήσει τις ορμές του και να καθησυχάσει τον εαυτό του ότι όλα κάποια στιγμή στη ζωή του θα φτιάξουν. Η Παρασκευή με τον Αβραάμ δεν ήταν σε ηλικία πια για να ζήσουν τη δική τους ζωή με ανέσεις και καλοπέραση. Δούλευαν σκληρά, ο ένας στο κουρείο και στα χωράφια και η άλλη ως μαια ακόμα και στα γύρω χωριά, περίμεναν πως και πως να αποκτήσουν ένα εγγονάκι το οποίο φυσικά ο Κλέων προθυμοποιήθηκε να το επιχειρήσει αλλά η Αρετή δεν ήταν σε θέση μετά την αποβολή της. Την είχαν στοιχειώσει τα λόγια του Νικηφόρου τότε, πως ούτε ο Θεός δε τους θέλει να τους ευλογήσει. Αντίθετα, η Καρτερή, ένιωθε ανίσχυρη χωρίς τον Καλλικράτη και μόνο ο Δήμος με τη Σουμέλα της προκαλούσε μια ανακούφιση. Περνούσαν μαζί πολλές ώρες για να ξεχνιέται. Ταυτόχρονα όμως ήταν σοβαρή και αυστηρή μαζί τους. Λύγιζε όταν έβλεπε τις φωτογραφίες του Καλλικράτη και δεν μπορούσε να τον έχει κοντά της.
Αυτές οι σκέψεις της έληξαν όταν το ίδιο βράδυ άνοιξε η πόρτα και τον πρώτο που αντίκρισε μέσα στο πλήθος των αντρών ήταν ο δικός της άντρας. Έμεινε με το στόμα ορθάνοιχτο, τα μάτια βαθιά πληγωμένα και χαρούμενα. Πέταξε κάτω το κουβάρι με το μαλλί και έτρεξε κοντά του.
- Γιαβρί μου! Πασά μου! Κολώνα του σπιτιού μου. Γύρισες παλικάρι μου!; Νόμιζα κεν θα σε ξανά έλεπα σα μάτια μου! Έλεγε συνεχώς με δάκρυα να κυλούν στα μάγουλά της. Άγγιζε το πρόσωπό του όσο περισσότερο μπορούσε.
- Ντο κάμεις απασκέσου σην νύχτα; Κεν γλυκοκοιμούσαι τέτοια ώρα; Της έκανε μια παρατήρηση σαν να ήταν κάτι το απολύτως φυσιολογικό το να έρχεσαι στο σπίτι σου μετά από τόσο καιρό.
- Που τότε που έφυγες κεν ημπορώ να κοιμηθώ αμόν άνθρωπος. Περιμένω και περιμένω μέχρι το κρεβάτι μας να σε φερ' αβδά. Του απαντά χαϊδεύοντας του το πρόσωπο.
- Η Σουμέλα κοιμούται; Μερ εν; Ο Δήμος μας;
- Καλώς μας ήβρες πάπα. Όλοι στα κρεβάτια τους εν. Αποκρίθηκε η Ελισσώ τριγυρίζοντας τον Σωκράτη ενώ στα κλεφτά παρατηρούσε τον Ιεροκλή. Ο Σωκράτης της κρατούσε το χέρι στοργικά.
- Νύφε! Δασκαλίτσα μας! Αναφώνησε αγκαλιάζοντας την. Τότε εμφανίστηκε και η Ανδρονίκη με μια νυχτικιά αποκαλυπτική. Ο Νικηφόρος χαράχτηκε μόλις την είδε.
- Πατέρα καλώς ήρθατε. Είπε με τη σειρά της και αυτή. Η Καρτερή την έβλεπε και άναβαν τα λαμπάκια της.
- Να 'σαι καλά νύφε και συ. Ζωή να έχετε να μας χαρίζετε γκονάκια. Είπε.
Κάθισαν στο σαλονάκι και ο Νικηφόρος αμέσως άρπαξε από το μπράτσο την Ανδρονίκη διακριτικά και την έμπασε στη κουζίνα με γρήγορες κινήσεις. Εκείνη δε το περίμενε σε καμία περίπτωση.
- Ντο νομίσκεις πως κάμεις έτσα;
- Ντο έκαμα;
- Έρχεται ο πατέρας μου μετά από τόσο καιρό και συ εμφανίζεσαι ετσά μπροστά του; Ο'ξα κεν ντρέπεσαι λίον;
- Είχα πέσει να κοιμηθώ. Τον άκσα και ήρθα. Προτιμούσες να μην έρθω καθόλου;
Αντιτάθηκε εκείνη.
- Προτιμούσα να είχες φορέσει ένα ρούχο της προκοπής! Όχι αμόν καμία του δρόμου δα μέσα!
- Εγώ του δρόμου; Εγώ ή η Αρετούλα η φιλενάδα σου;! Που όπου παω μαζί σας εβρίσκω παντού;! Αποκρίθηκε. Εδώ σκουραίναν τα πράγματα.
- Ντο ζαντενιές λες με τωρά; Άλλο εν το θέμα μας Ανδρονίκη!
- Όχι τούντο εν! Πες μου πόσο καιρό έχομεν να βρεθούμε σον κρεβάτι μαζί;
- Σοβαρεύτου. Θέλεις τώρα να το συζητήσουμε αυτό; Εδώ μέσα;
- Ναι! Μήπως σας τελειώσαμε κύριε Ιορδανίδη; Του φώναξε επιδεικτικά.
- Πάψε είπα σε! Εάν μου είχες τελειώσει κεν θα βρισκόσανε μέσα σον σπίτ' τώρα. Για αυτό πάψε και σταμάτα να λες ανοησίες δα μέσα! Επιβλήθηκε εκείνος στα μάτια της. Έβαλε προσωρινά μια άνω τελεία μέχρι που μπήκε μέσα ο Σωκράτης και θα έκανε μίαν ανακοίνωση που δε θα ήταν καλή...
- Νικηφόρε...
- Ντο εν;
- Ο συνασπισμός πρέπει να λειτουργήσει από αύριο κιόλας.
- Γιάντα;
- Κλήθηκαν για επιστράτευση οι Τραπεζουντιώτες...
Η αλήθεια τωρα ξεκινά και δεν θα είναι η πιο καλή για όλους...
Φίλοι μου αγαπημένοι! Η ώρα είναι 00:53 και εγώ μόλις τελείωσα ενα κεφάλαιο που ήταν εδώ στα πρόχειρα από τον Σεπτέμβρη! Επέστρεψα όμως γιατί παρά τα δεινά της καραντίνας, προσωπικά επωφελήθηκα! Σύντομα νέα κεφάλαια με νεες εξελίξεις! Τα λέμε σύντομα και κάνετε κουράγιο!
Φιλιά πολλά 😘
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top