14ο - 1908 μέρος στ'
Χαράματα ήταν. Ο παπά Τιμόθεος είχε σηκωθεί άρον άρον. Τέτοιαν ώρα μόνο ο γαμπρός του και οι υπόλοιποι εργάτες πήγαιναν στα χωράφια. Εκείνος με άκρα μυστικότητα και χωρίς να μιλήσει με κανέναν πήρε το δρόμο για το ξωκλήσι. Είχε ένα μυστικό πέρασμα που οδηγούσε σε μια ξύλινη καταπακτή. Εκεί φύλαγε τον Καλλικράτη. Ο δόλιος το είχε μετανιώσει πικρά. Ποιος θα τον πίστευε βέβαια. Από την άλλη, για ορισμένους καλύτερα να έριχνε μια στον Χότζα, να πήγαινε εκεί που του άρμοζε. Ο παπάς κρατούσε ένα σακί με λιχουδιές πού τις είχε ετοιμάσει η κυρά Κρατερή επίτηδες. Όλοι τους ήξεραν ότι μόνο ο παπά Τιμόθεος γνώριζε που έκρυβε τον Καλλικράτη. Παρόλαυτα ο παπά Τιμόθεος κράτησε τον λόγο του και δεν μίλησε σε κανέναν για τη μαγική κρυψώνα.
Όταν ο Καλλικράτης αντίκρισε τον πάτερ αρχικά τρόμαξε. Είχε μέρες να έρθει για αυτό πίστευε ότι κάτι κακό είχε συμβεί σε κάποιον από την οικογένειά του.
- Ντο έν'τονε πάτερ; Τον ρώτησε με αγωνία στη φωνη του.
- Μην φοβερίζουσαι Καλλικράτη. Κεν ήρθα για κακό. Έφερα σε τούντες τες πίτες. Η κυρά σου έφταε γαλοκολόγκυθον, πισσία, τανωμένον σορβά...Όλα για τε σε! Απάντησε ο πάτερ τότε ο Καλλικράτης ανακουφίστηκε πού δεν του έφερε ο Τιμόθεος κακά μαντάτα. Άρπαξε την σακούλα με τα φαγητά και κάθισε χάμω στο πάτωμα.
- Μου λείπουν πάτερ. Θέλω να δω τα παιδία μου. Το κορτσόπον μου. Κεν μπορώ άλλο να κρύβουμαι αβδά. Παραπονέθηκε ο Καλλικράτης στον πάτερ.
- Έχω να σε πω και τούτο. Έφτασε ο Ιεροκλής! Ήρθε οχτές το πουρνό σον καφενέ. Είπε ο παπάς. Τα μάτια του Καλλικράτη φωτίστηκαν. Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα αχνά του χείλη.
- Τογρία λαλείς;
- Ναι. Είπε θα βοηθήσ' με τους αξιωματικούς.
- Αξιωματικούς;
- Για το προεδρείο. Εφτάουμε πολλά με τους Τούρκους λένε. Ήρθαν να μας ελέγξουνε. Απάντησε. Χλώμιασε ο Καλλικράτης. Σκέφτηκε ότι θα τον ψάξουν.
- Θα με ήβρουν! Θα ψάξουν και αβδά πάτερ. Θα με φυλακίσουν! Είπε πάνω στον πανικό του. Τρόμαξε.
- Μην ανησυχάζεις. Ο Ιεροκλής είπε ότι θα έβρει έναν δρόμον. Κάτι θα κάμει. Κεν θα σε αφήσουν έτσι τα παιδία σου. Έχε πίστη σον παντοδύναμον! Όλα θα τα εφτάομεν σωστά! Ο πάτερ Τιμόθεος είχε την μαγική ικανότητα να ηρεμεί και να γαληνεύει κάθε άνθρωπο. Ο Καλλικράτης το είχε καταλάβει. Ήταν ένα χαρακτηριστικό του πάτερ που το χρειαζόταν και το είχε μεγάλη ανάγκη.
Οι αξιωματικοί ήταν άνθρωποι σκληροί. Ήταν και υποστηρικτές των Νεότουρκων, οπότε είχαν έντονες πεποιθήσεις και σκοπούς. Είχαν πάνω τους εξουσία. Είτε λόγω εργασίας, είτε λόγω των Νεότουρκων. Ο Κεμάλ Ατατούρκ δεν είχε αρχίσει να ακούγεται πολύ στα περίχωρα ως μοναδικό έμβλημα της χώρας. Για αυτό το λόγω υπήρχαν οι υποστηρικτές του εξάλλου.
Ο Εμίρ είχε αρχίσει τις ανακρίσεις ήδη. Οι περισσότεροι δεν είχαν ιδέα. Όλη η οικογένεια ήταν μαζεμένη στο καφενείο που ήταν κλειστό. Τα πάντα ήταν κλειστά με εντολή του Εμίρ. Ο Ιεροκλής φρόντισε να είναι όλοι παρόντες. Ακόμα και η Ελισσώ. Δεν μπορούσε να ξεπεράσει τον χωρισμό τους διόλου. Ήταν το άλλο άκρο αυτή η σχέση. Κοιταζόντουσαν στα κρυφά και ήταν σαν να βλέπονταν για πρώτη φορά. Τόσο δυνατός ο έρωτας τους αλλά και τόσο αδύναμος ταυτόχρονα.
Περίμεναν μόνο να έρθει η Μελιώ με την Αρετή, την Παρασκευούλα και τον Κλέωνα για να ξεκινήσει ο Ιεροκλής τις νομικές και οικογενειακές του συμβουλές. Η Αρετή έφυγε πρώτη από το σπίτι με τον Κλέωνα. Η Μελιώ είπε πως θα τους ακολουθούσε. Η αγάπη της για τα φυτά την έκανε να σταματήσει για λίγο. Πίσω από το σπίτι του μπάρμπα Σπύρου είχε ανθίσει μια αμυγδαλιά. Τις αγαπούσε τις αμυγδαλιές η Σουμέλα. Πότε δεν έκοβε τον καρπό τους γιατί θεωρούσε πως χώριζε τα παιδιά, που ήταν οι καρποί, από τους γονείς, που ήταν τα φύλλα. Έτσι παρομοίαζε πολλά άψυχα όντα. Στάθηκε για λίγο να τη μυρίσει. Να νιώσει με όλες τις αισθήσεις της το μαγικό αυτό φυτό. Τα λεπτεπίλεπτα χεράκια της άγγιζαν τα φύλλα με αγνότητα και τρυφερότητα. Άκουσε κάποιον να περπατά πίσω της. Γύρισε το κεφάλι της και είδε έναν άνδρα. Μελαχρινό και αρρενωπό με στολή. Η Σουμέλα σα να φοβήθηκε. Εκείνος της χαμογέλασε. Ήταν ο Αρντά. Τη πλησίασε περισσότερο και έπεσε στα γόνατα για να έρθει στο ύψος της όσο αυτή έκανε αργά και σιγανά βήματα προς τα πίσω μέχρι που έφτασε στο κορμό του δέντρου. Αυτός, η αλήθεια είναι πως δεν προσπάθησε να τη φοβίσει. Παράξενο για Νεότουρκο αξιωματικό.
- Γεια σου μικρούλα. Της είπε ο Αρντά με προθυμία σε χαμηλό τόνο.
-... Απάντηση όμως δεν πήρε.
- Σου αρέσει η φύση βλέπω. Συμπαίρανε εκείνος. Η Μελιώ έγνεψε καταφατικά το κεφάλι της χωρίς να βγάλει μιλιά.
- Δεν είσαι και πολύ ομιλιτικός τύπος βλέπω.
- Τς. Απάντησε ξερά. Ο Αρντά παρόλα αυτά συνέχισε να της μιλά. Μπορεί να μην είχε μεγάλη ανταπόκριση αλλά δε το έβαζε κάτω.
- Θα μου πεις το όνομα σου;
-... Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. Ήταν ψαρωμένη η μικρή αλλά όπως και να το κάνουμε ήταν μικρή...Ο Αρντά σηκώθηκε και πήγε να κόψει ένα λουλούδι από την αμυγδαλιά. Εκείνη τη στιγμή άκουσε τη πρώτη της λέξη ξαφνικά.
- Μη! Μη το κόψεις! Φώναξε.
- Μιλάς τελικά;!
- Μη το κόψεις. Δε κάνει. Επέμενε εκείνη.
- Γιατί;
- Γιατί θα νιώσει μοναξιά. Δεν πρέπει να το χωρίζουμε από την οικογένεια του. Απάντησε. Ο Αρντά δεν περίμενε να το ακούσει αυτό. Παραμέρισε το λουλούδι που είχε σκοπό να κόψει και έπεσε ξανά στα γόνατα για να βρεθεί στο ύψος της.
- Έχεις δίκιο. Δεν το είχα σκεφτεί. Τώρα που μου το είπες δε θα το ξανά κάνω. Είπε. Κοιτούσε τριγύρω και βρήκε πεταμένο ένα λουλούδι
- Ορίστε. Ήθελα να σου χαρίσω ένα λουλούδι από την αμυγδαλιά αλλά καλύτερα πάρε ένα από το χώμα. Αυτό για να φύγει απο το δέντρο δε θα ήθελε να βρίσκεται με την οικογένειά του. Σωστά; Ρώτησε υπαινικτικά την Μελιώ ο Αρντά. Της έπιασε απαλά το χέρι, το άνοιξε, της έβαλε το λουλούδι στη παλάμη της και μετά με αργές κινήσεις της το έκλεισε. Η Σουμέλα ένιωθε όμορφα. Πρώτη φορά της έδιναν ενα τόσο γλυκό δωράκι. Ντράπηκε αρχικά. Χαμήλωσε το κεφάλι της.
- Αν θέλεις να με βρεις κάποια άλλη φορά, έλα εδώ. Στο υπόσχομαι πως θα έρθω. Δεν πήρε απάντηση. Άγγιξε το πηγούνι της απαλά και προσπάθησε να της σηκώσει το κεφάλι. Όταν είδε τα όμορφα μάτια της ξαφνικά ακούστηκε μία γυναικεία φωνή από μακριά.
- Σουμέλα! Πάμε! Φώναξε η Παρασκευή από μακριά. Η Σουμέλα τρόμαξε από τη χροιά της φωνής της. Χωρίς να μιλήσει στον Αρντά έτρεξε κοντά στη Παρασκευούλα. Εκείνος σηκώθηκε όρθιος. Έφτιαξε τη στολή του και τις θωρούσε όσο απομακρύνονταν.
Η Παρασκευή έφτασε στον καφενέ με τη Μελιώ μη ανταλλάσσοντας καμία κουβέντα. Εξάλλου δεν ήξερε και τι να της πει. Όταν μπήκε μέσα στο καφενείο, ο Αβραάμ κατάλαβε αμέσως πως κάτι είχε συμβεί.
- Ντο έπαθες για;
- Κεν ηξέρω πως να το αντιληφθώ...Είπε εκείνη. Ο Ιεροκλής ήρθε κοντά της. Αμέσως κατάλαβε ότι είχε σχέση με τα γεγονότα των ημερών.
- Πέει θεία Παρασκευή. Ντο εν'τονε;
-...Είδα τη μικρέντζα να μιλεί με τον αξιωματικό. Τον Νεότουρκο. Απάντησε. Για μια στιγμή κοιτάχτηκαν όλοι μεταξύ τους.
- Ξέρτ'ς ντο της είπε; Αν της είπε τίποτε δηλαδή. Ρώτησε ο Ιεροκλής. Η Καρτερή σηκώθηκε απο τη καρέκλα για να πάει να βρει τη μικρή που καθόταν απ'έξω με τον Δήμο. Είχε εκείνο το βλέμμα που προϊδέαζε τσακωμό και νεύρα. Τα αγόρια το ήξεραν αυτό από πρώτο χέρι. Όταν έκαναν καμία χοντρή σκανδαλιά, έτρωγαν ένα χέρι ξύλο με αυτό το βλέμμα ζωγραφισμένο στο πρόσωπό της Καρτερής. Ο Σωκράτης με μιας την έπιασε από το μπράτσο.
- Μη μάννα. Εν παιδούλα ακόμα. Κεν ηξέρ' ντο συμβαίνει αδά. Άστην. Είπε εκείνος. Ήταν υποστηρικτικός και δίκαιος άνθρωπος ο Σωκράτης.
- Θα μας κάψει η μικρέντζα Σώκρατε! Φώναξε ο Κλέωνας από το πίσω τραπέζι. Η Αρετή τον κοίταξε με ένα στραβό βλέμμα.
- Η Μελιώ εν αχουλό, καλοκόρασον. Κεν θα έφταε τίποτε που θα τράλιζε τον πάπα της. Σχεδόν αντιμίλησε στον άντρα της. Εκείνος τη κοίταξε με ένα βλέμμα αποδοκιμασίας. Ο Νικηφόρος παρόλα αυτά την θαύμαζε που μιλούσε έτσι η αγαπημένη του για την μικρή αδερφή του. Εκείνη η νύχτα, που εν τέλει δεν έδωσαν ποτέ το φιλί που τόσο ο Νικηφόρος ορέγονταν, δεν είχε έρθει εις πέρας ακόμα. Η Ανδρονίκη πάλι, δεν είχε καμία ιδέα για αυτό. Θα αντιλαμβανόταν όμως κάτι πολύ σύντομα.
Συμφώνησαν να μην μπλέξουν την Σουμέλα σε κάτι. Ο Ιεροκλής τους έβαλε όλους μπρος του και ξεκίνησε να τους λέει τι να κάνουν και τι όχι. Πως να μιλήσουν και πως όχι. Τι να αποκαλύψουν και τι όχι. Θα περνούσαν όλοι από ανάκριση και έπρεπε σίγουρα να έχουν τις ίδιες απαντήσεις.
Ένας ένας έμπαιναν μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο του Εμίρ και εκείνος σημείωνε ό,τι μα ό,τι έλεγαν. Είχε δώσει μεγάλη προσοχή στην οικογένεια Ιορδανίδη και όποιον άλλο τους περιτριγυρίζει. Το γεγονός ότι ο Ιεροκλής ήταν νομικός του Σουλτάνου, τελικά δεν ευνοούσε ιδιαίτερα το πλήθος. Ωστόσο τα πήγαν πολύ καλά. Ο Εμίρ, μετά από δυο-τρις ώρες ανάκρισης, τα παράτησε. Δεν έβρισκε κάτι που να ενοχοποιούσε πλήρως κάποιον πέραν από κάτι μικροπράγματα, αν και ήταν σίγουρος πως εμπλέκονταν στον εμπρησμό έμμεσα. Το πιο ισχυρό στοιχείο ήταν φυσικά του Χότζα. Αλλά αν ο Χότζας έμπλεκε τον Καλλικράτη, τότε θα εμπλέκονταν και ο Ομέρ με τον Φαρούκ. Ποιος πατέρας θα έβλαπτε τη ζωή του υιού του;
Ο Εμίρ μάζεψε τον κόσμο κοντά στο τουρκικό προεδρείο και άρχισε να μιλά. Σχεδόν να φωνασκεί. Ήθελε να επιβληθεί.
- Με βάση τις ανακρίσεις που μόλις τελείωσαν δεν έβγαλα κάποιο εμφανές συμπέρασμα. Να ξέρετε όμως ότι αν χρειαστεί θα παραβώ οποιονδήποτε νόμο! Θα φέρω τα πάνω κάτω! Θα κινήσω γη και ουρανό για να βρω την αλήθεια. Να σας υπενθυμίσω ότι ΟΛΟΙ εδώ πέρα συντηρείστε από την Τουρκία. Όλοι θεωρείστε Οθωμανοί υπήκοοι. Έχετε την υποχρέωση να υπακούτε την Οθωμανική κυβέρνηση και εξουσία! Θα μείνω όσο χρειαστεί για να φέρω εις πέρας την αποστολή που ο ίδιος ο Κεμάλ Ατατούρκ μου διέθεσε. Προσέξτε τα νώτα σας οι Έλληνες. Αυτό ήταν προειδοποίηση. Όχι απειλή! Είπε τονίζοντας κάθε του λέξη. Ο κόσμος άρχισε να διαλύεται σιγά σιγά.
- Ιορδανίδη, Παταχουρίδη και Μοσχογιαννίδη. Φώναξα ο Αρντά αυτή τη φορά. Όλοι γύρισαν και τους κοίταξαν.
- Εσείς θα περιμένετε εδώ. Αποκρίθηκε ο Εμίρ ενώ κατέβαινε από την μικρή εξέδρα. Ο Ιεροκλής ως συνήθως πήρε την πρωτοβουλία να μιλήσει πρώτος.
- Τι έγινε κύριε Καλχάν; Υπάρχει κάποιο πρόβλημα;
- Ο αβοκάτος! Εσείς κύριε Ιορδανίδη πιστεύετε πως δεν υπάρχει; Ρώτησε υπαινικτικά ο Εμίρ.
- Κανένα απολύτως. Είμαστε καθόλα συνεπής. Δεν καταλαβαίνω προς τι όλο αυτό.
- Καταρχάς άλλο το συνεπής και άλλο ειλικρινείς. Θέλετε δηλαδή να πιστέψω πως ο γέρο Καλλικράτης. Κατά κόσμον ο πρόεδρος της Ελληνικής Κοινότητας, δάσκαλος του χωριού και πατήρ σας, πως είχε χρόνο με όλα αυτά που κάνει να πάει στην Σμύρνη για καπνά και για αγοραπωλησίες;
- Από τότε που ο πεθερός μου ανέλαβε το προεδρείο, το σχολείο το έχω εγώ κύριε Καλχάν. Αποκρίθηκε η Ελισσώ με σταυρωμένα χέρια.
- Τα παιδιά σας ξέρουν μόνο τον τελευταίο χρόνο κύρια μου. Είπε ο Αρντά θέλοντας να δείξει ανωτερότητα.
- Η γυναίκα μου πήρε το πτυχίο της τον τελευταίο χρόνο. Θα προτιμούσατε να διδάσκει ασυναρτησίες ή να διδάσκει με γνώσεις πανεπιστημιακές; Είπε ο Σωκράτης αυτή τη φορά. Συνολικά είναι η δεύτερη φορά που την υπερασπίζεται μπροστά σε κόσμο. Της άρεσε.
- Έπειτα από όσα γνωρίζω υπεύθυνοι για τέτοιες δουλειές είσαι εσύ και ο Παταχουρίδης. Από που εως που πηγαίνει ο πατέρας σου; Επιμένει ο Εμίρ.
- Ο Καλλικράτης κύριε αξιωματικέ μου είναι άνθρωπος για όλες τις δουλειές. Τη ζωή του την έζησε. Τέσσερα παιδία έκανε. Δουλειά είχε, αγαπητός είναι. Τι καλύτερο από το να αφήσει λίγο ελεύθερο χρόνο στις νέες γενιές να ζήσουν και αυτοί τα ίδια; Μια ανάσα ελευθερίας. Τον υποστήριξε ο Αβραάμ. Λογικός και μετρημένος άνθρωπος. Με αρχές και κανόνες.
- Βρε σε ποιόν τα πουλάτε όλα αυτά τα φούμαρα! Φωνάξε ο Εμίρ ξανά για να επιβληθεί.
- Σε κανέναν κύριε Καλχάν. Απλά προσπαθούμε να σας αποδείξουμε πως δεν είμαστε ένοχοι για τίποτα. Εσείς προσπαθείτε να μας βγάλετε ένοχους με το ζορ'. Είπε ο Νικηφόρος αυτή τη φορά.
- Τότε πως εξηγείς το γεγονός ότι εσύ και η δεσποινίς Αρετή από δω λείπατε την ώρα που η φωτιά ξέσπαγε; Τα έχασαν. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους για λίγα δεύτερα. Η Ανδρονίκη τότε αντιλήφθηκε πολλά. Η Καρτερή το ίδιο. Οι υπόλοιποι δεν έδιναν βάση στα λόγια του. Όσοι ήξεραν όμως το κατάλαβαν με μιας.
- Η κουνιάδα μου ήταν στην εκκλησία. Σας το είπαμε εξ'αρχής. Είχα ένα πρόβλημα και δεν μπόρεσα να πάω η ίδια. Συμπλήρωσε η Γεσθημανή αυτή τη φορά. Κρατούσε τον Ευστάθιο σφιχτά από το χέρι. Έτρεμε η δόλια τους ανώτερους. Φοβόταν.
- Και ο γιος μου ήταν στο καφενείο ως συνήθως. Προσπαθείτε να μας βάλετε να τσακωθούμε κύριε Καλχάν; Αυτό θέλετε; Είπε η Καρτερή εκνευρισμένη. Κάθε φορά που εκείνος μιλούσε της ανέβαινε το αιμα στο κεφάλι.
- Μωρέ ποιον πάτε να δουλέψετε ε;! Δεν πιστεύω λέξη! ΛΕΞΗ! Και να ξέρετε πως όσο με δουλεύετε τόσο και εγώ θα σας κάνω τη ζωή μαύρη! Το καταλάβατε; Και σε εσάς και στα μυξιάρικα που κουβαλάτε! Φωνάξε κοιτάζοντας τον Ιεροκλή.
Ήξερε πολύ καλά ότι εκείνος ήταν υπαίτιος για όλο αυτό. Αυτός τα οργάνωσε όλα τόσο καλά. Αλλά ο Εμίρ Καλχάν δεν θα άφηνε τίποτα στο έλεος του Αλλάχ. Το σχέδιο του για την εξόντωση τους με τον Αρντά θα ήταν καθηλωτικό και μοναδικό. Ήθελε καλή προετοιμασία. Όταν όμως θα αποφάσιζαν να το βάλουν σε εφαρμογή, άλλες φουρτούνες θα τους περιμένουν. Οι Βαλκανικοί πόλεμοι περίμεναν την κατάλληλη στιγμή για να ξεσπάσουν.
Γεια σας ποντιόφιλοι φίλοι μου. Τι μου κάνετε; Ναι ξέρω πως είχα πολύ καιρό να ανεβάσω και να 'μαι! Συγγνώμη για τυχόν λάθη ή προχειρογραψίματα αλλά ήθελα να γράψω όπως και δήποτε. Ελπίζω να σας ικανοποίησε το κεφάλαιο. Περιμένω τσ σχόλια σας!
Σας φιλώ!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top