13ο - 1908 μέρος ε'

Η ιστορία συνεχίζεται παρακάτω...

- Εμίρ Καλχάν  [ Νίκος Ψαρράς ]

Αρντά Τσοπέρκογλου [ Νίκος Αναδιώτης ] 

          Ο δρόμος ήταν ατελείωτος και ο ήχος από τις ράγες του προκαλούσε πονοκέφαλο. Λίγο οι Νεότουρκοι, λίγο το ότι έχασε τη δουλειά του, λίγο το γεγονός ότι δεν λάμβανε εδώ και μια εβδομάδα απάντηση στα γράμματα που έστελνε, είχαν μπερδευτεί όλα μέσα στο μυαλό του. Κανένας δεν γνώριζε για την άφιξή του. Μόνο η Ελισσώ διαισθανόταν πως κ]θα επέστρεφε σύντομα ο αγαπημένος της. Είχαν χωρίσει καιρό τώρα αλλά δυστυχώς ακόμα δεν είχε ξεφύγει από το μυαλό της εκείνη η τελευταία μέρα που έμειναν μαζί. Ο Ιεροκλής είχε πολλές σκέψεις στο μυαλό του. Τα χέρια του ίδρωναν από την αναμονή και το στομάχι του γέμιζε πεταλούδες όταν την σκεφτόταν. Ακόμα και τώρα. Μπορεί να ήταν άνδρας, ενήλικας και σοβαρός αλλά ακόμα έκανε σαν έφηβος όταν την έβλεπε. Η αγάπη του για εκείνη δεν είχε κατασταλάξει. Όταν αγαπάς κάποιον, τον αφήνεις ελεύθερο λένε, για να κάνει ο,τι θεωρεί καλό για εκείνον. Ο Ιεροκλής την άφησε για να μπορέσει να ζήσει εκείνη τη ζωή της. Για να μην δυστυχήσει ούτε η γυναίκα που αγαπά, αλλά ούτε και ο αδερφός του που την παντρεύτηκε. Γνώριζε πολύ καλά ότι ο Σωκράτης ήθελε να κάνει παιδιά και να ζήσει σε μια φυσιολογική οικογένεια και σε ένα ευχάριστο περιβάλλον. Για αυτό το λόγο τα έκανε όλα. Μέσα του το μετάνιωνε σιγά σιγά που δεν το έκανε νωρίτερα όμως και εκείνος άνθρωπος είναι. Ήθελε να έχει για τον εαυτό του την γυναίκα που αγαπά και που ερωτεύτηκε. 

         Όταν σταμάτησε το τρένο στο σταθμό ήξερε ότι δεν θα τον περίμενε κανένας εκεί. Πήρε τις καφετιές βαλίτσες του και ξεκίνησε για το χωριό με τα πόδια. Σε μισή ώρα είχε φτάσει στην είσοδο του χωριού που βρισκόταν η εκκλησία. Ψυχή ανθρώπου δεν ήταν εκεί, που ως Κυριακή μεσημέρι έπρεπε να βρίσκεται ο Βλαχίδης, ο ψάλτης και πατέρας της Γεσθημανής, και πόσο μάλλον η ίδια η Γεσθημανή για να καθαρίζει μετά την λειτουργία. Υποπτεύθηκε αμέσως πως κάτι συνέβαινε στο χωριό. Προχώρησε και άλλο στο χωριό. Όταν πλησίασε στο καφενείο είδε κόσμο και κοσμάκη. Είχε γεμίσει κάθε τραπέζι. Παραξενεύτηκε διότι η ώρα ήταν τέτοια που ο Νικηφόρος έκλεινε το καφενείο λόγω μεσημεριανού. Άφησε τις βαλίτσες κοντά σε ένα άδειο τραπέζι χωρίς καρέκλες και μπήκε μέσα στο καφενείο που ο Σωκράτης, ο Νικηφόρος, ο Κλέωνας, ο Ευστάθιος, ο Αβραάμ και ο πάτερ Τιμόθεος είχαν κάνει πηγαδάκι. Κάτι συζητούσαν που προσωρινά ο Ιεροκλής δεν καταλάβαινε. 

- Και αρατώρα ντο θα κάμωμεν πάτερ; Αναρωτήθηκε ο Σωκράτης που σερβίριζε τους καφέδες στην παρέα όσο ο Νικηφόρος βρισκόταν μέσα στη κουζίνα. 
- Ντο να κάμωμεν τέκνον μου. Θα πεκλεεύομεν τους ραβδάτες. Απάντησε ο πάτερ με μια εμφανή ανησυχία στη χροιά της φωνής του. Ο Ιεροκλής συνέχιζε να μη καταλαβαίνει παρόλα αυτά. Για να έρθουν χωροφύλακες όμως, θα έγινε κάτι που ο νους του ανθρώπου δεν το χωρεί. 

- Στο σχολειό κεν επάτησεν το ποδάρ' του κανένα παιδί. Η Ελισσώ τσάμπα πήγε να κάμει τη δασκάλα. Είπε ο Σωκράτης. Όταν το άκουσε ο Ιεροκλής χάρηκε. Η αγαπημένη του είχε βρει τον δρόμο της πια. Ο Ιεροκλής τότε αποφάσισε να κάνει αισθητή τη παρουσία του. 

Ξένε μ' ξενιτεμένε μ' κι ανεγνώ- κι ανεγνώριμε. Που πορπατείς σα ξένα- σα ξένα σ' ανεγνώριμα. Τραγούδησε. Ο Νικηφόρος παράτησε τη κουζίνα και έτρεξε να τον αγκαλιάσει. Σηκώθηκαν και οι υπόλοιποι και τον πλησίασαν.

Εγώ σ' ατόν τον κοσμόν ιπαντρεύτηκα λέγει μετά το τραγώδιν ανηψιέ! Είπε υπαινικτικά ο Αβραάμ στον Ιεροκλή για να του θυμίσει τον γάμο που προσωρινά είχε χαθεί από το μυαλό του Ιεροκλή
- Και πήρα Φραγκοπούλα που ήταν μάϊσσα λέγει επίσης θείε μου! Αντιτίθεται ο Σωκράτης για να υπερασπιστεί τον αδερφό του που φάνηκε ότι βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Αναγκαλίστηκαν όλοι μεταξύ τους και κάθισαν πίσω στο τραπέζι. 

- Ο κύρης μερ εν; Κεν ελέπω τον αδά τρίγυρα. Είπε ο Ιεροκλής εννοώντας τον Καλλικράτη. Όλοι δίσταζαν να απαντήσουν. 

- Ο πάπας αδερφέ...κεν ηξέρομεν μερ εν. Απάντησε ο Νικηφόρος. Ο Ιεροκλής ένιωθε σαν να μην άκουσε καλά. 

- Ντο λες Νικηφόρε; Κεν εγνάφω...
- Αροψές ο πάπας σας πήγε  στο σπίτι του Μεχμέτ με άρμαν. Ο Νικηφόρος έμαθε ότι είχε κάμει σχέδιο να σας γαλγανίσ' το σπίτ' και το προεδρείο. Ο πάπας απονευρίστηκε και πήγε με το άρμαν και ο Χότζς τον είδε...Μετά εμάθαμεν ότι γαλγανίστ'κε το προεδρείο. Έκρυψα τον για να μην τον δει πάλε και γίνομεν μαλλιά κουβάρια...Μέχρι να περάσει η μπόρα... Απάντησε ο παπά Τιμόθεος. Ο Ιεροκλής τα έχασε. Δεν ήξερε τι να πει. Ο πατέρας του θα κατηγορούνταν για απόπειρα ανθρωποκτονίας! 

- Ντο λες με πάτερ; Το προεδρείο κάηκε δηλαδή; 

- Ναι Ιεροκλή. Ολοσχερώς. 

- Ποίος το έκαμε ξέρετε; Έχετε στοιχεία για; 

- Έλα ρε Ιεροκλή. Λες και κεν ηξέρτ'ς ποίος το έκαμε! Αποκρίθηκε ο Κλέωνας κατεβάζοντας ένα ποτηράκι ρακί

- Ρε Κλέωνα ξέρω αλλά κεν εγίγνεται να το αποδείξω. Πρέπει να βρούμε στοιχεία. Είπατε θα έρθουν ραβδάτες; 

- Ναι. Σε λίον τους περιμένουμε. Απάντησε ο Ευστάθιος που εκείνη τη στιγμή ακόνιζε έναν σουγιά.

- Κεν εν καλόν που κρύψατε τον πάπα. Κινάει υποψίες. Εκείνος που πρέπει να φοβούται εν ο Μεχμέτ με τον Ομέρ και τον Φαρούκ. Εκείνοι είναι οι υπαίτιοι της πυρκαγιάς. Απάντησε. Μιλούσε αυθεντικά ελληνικά ορισμένες φορές. Αυτά είχε διδαχτεί έτσι και αλλιώς στη σχολή και έτσι έπρεπε να μιλά σε τέτοιες περιπτώσεις.

- Εγώ παιδί μου για καλό το έκαμα. Φοβήθηκα μην έκαμε τίποτα άλλο μέσα σον νεύρον του. Είπε ο πάτερ Τιμόθεος με ένα παράπονο στο βλέμμα του. Ο Ιεροκλής τον χτύπησε στοργικά στην πλάτη και συνέχισε.

- Το ξέρω πάτερ. Όλοι έτσι θα είχαμε αντιδράσει. Τώρα όμως πρέπει να νουνίσομεν με ψυχραιμίαν και σοφίαν. Η μάννα ξέρ' μερ εν ο πατέρας; Ρώτησε.

- Όχι. Μόνο ο συμπέθερος ξερ'. Απάντησε ο Αβραάμ.

- Ωραία. Όταν έρθουν οι χωροφύλακες εσείς κεν ηθέλω να μιλήσετε. Θα σας κάνουν ανάκριση αν βέβαια ο Μεχμέτ μιλήσει για τον πάπα. Εντάξει; Τους ρώτησε. Εκείνοι συμφώνησαν με ένα νεύμα. Ο Ιεροκλής πείστηκε εν τέλει ότι ο πατέρας του έκανε ένα μεγάλο λάθος αλλά θα προσπαθούσε να το σώσει.
         Μετά από λίγες ώρες ο Τούρκος πρόεδρος κατέβηκε από το προεδρείο του και ήρθε στον καφενέ με δύο άνδρες που φορούσαν στολές της χωροφυλακής. Ο ένας ψηλός, λιγνός γύρω στα σαρανταπέντε και ο άλλος μελαχρινός και βαρβάτος στα τριάντα. Μαζεύτηκε κόσμος και κοσμάκης. Οι γυναίκες του σπιτιού και τα μικρά δεν είχαν ιδέα για την άφιξη του Ιεροκλή και όταν ήρθαν και αυτές στον καφενέ για τη μάζωξη, εντόπισαν τον Ιεροκλή αμέσως.

- Παναγιά μου! Ήφερες μου τον τρανόν μου! Παλικάρι μου! Γιαβρί μου! Φώναζε μέσα στο πλήθος και αγκάλιασε με ορμή τον υιό της. Τον φίλησε σταυρωτά τέσσερεις φορές και τον ακουμπούσε σαν να είχε χρόνια ολάκερα να τον δει. Η Ελισσώ μόλις τον αντίκρισε πάγωσε. Δεν περίμενε να τον δει τόσο νωρίς στο χωριό. Η Μελιώ έπεσε στην αγκαλιά του μόλις τον είδε. Ο μικρός Δήμος το ίδιο.
- Ιεροκλή!
- Θείε!!
- Ντο εφτάετε μικράκια μου; Πως είσαστε; Τους ρώτησε χαϊδεύοντας τα στοργικά στο κεφάλι.
- Θείε ο παππούς εν με τε σε; Ογιάντα δεν τον ήβρα και μου είχε πει ότι θα με βοηθήσει να φτιάξω τη μπαντούρα μου!
- Αλήθεια αδερφέ μεν εν ο πατέρας; Έλεγαν τα παιδιά. Δεν μπορούσε να τους αποκαλύψει την αλήθεια όμως. Θα στεναχωριόντουσαν και θα φοβόντουσαν. Μικρά παιδιά ήταν άλλωστε. Η Ελισσώ που κατάλαβε την δύσκολη θέση που βρισκόταν ο Ιεροκλής, με λεπτό τρόπο απομάκρυνε τα παιδιά από τη συζήτηση.
- Ο Ιεροκλής εν κουρασμένος παιδιά. Θα τα πείτε άλλη φορά αυτά. Τους συμβούλεψε. Ο Ιεροκλής την κοίταξε στα μάτια σαν να περίμενε ένα φιλί της.
- Καλώς ήρθες κουνιάδε. Είπε ψυχρά δίνοντάς του το χέρι της. Εκείνος απάντησε αμήχανα.
- Καλώς σας ήβρα. Η Καρτερή τον κοίταζε επίμονα για να καταλάβει εάν έτρεχε κάτι μεταξύ τους. Έπαιζαν καλά τον ρόλο τους όμως. Η Ανδρονίκη; Μερ εν; Συμπλήρωσε.
- Θα 'ρθει μετά. Είπε η Καρτερή.
           Ο Τούρκος πρόεδρος κορδώθηκε, έφτιαξε τη φωνή του και ξεκίνησε να μιλά.

- Ο υπουργός Εσωτερικών λόγω των προχθεσινών επεισοδίων αποφάσισε να μας χορηγηθούν δύο Νεότουρκοι χωροφύλακες από το Τσεσμέ για την δική μας και τη δική σας ασφάλεια. Μέχρι την συλλογή των ενόχων για το κάψιμο του ελληνικού προεδρείου θα γίνουν αυστηροί έλεγχοι και ανακρίσεις σε όλους! Ο υπαξιωματικός της χωροφυλακής Εμίρ Καλχάν και ο βοηθός του...Αρντά Τσοπέρκογλου είπε ο πρόεδρος κοιτάζοντας τριγύρω για να τον εντοπίσει. Εκείνος μιλούσε με τον Ομέρ και τον Φαρούκ. Αυτό σήμαινε πως τον είχαν με το μέρος τους. Κακό σημάδι.
- Ελέπεις τον; Μιλά με τον Φαρούκ. Αναφώνησε ο Νικηφόρος με ένα υποτονικό ύφος. Ο Ιεροκλής έσφιξε τις γροθιές του. Κατάλαβε πως δεν θα πήγαιναν όλα όπως τα υπολόγιζε. Ο Σωκράτης σταύρωσε τα χέρια του και σχεδόν φώναξε.
- Ποίον ο λόγος πρόεδρε; Εμείς είμεθα φιλήσυχοι και απλοί άνθρωποι. Δεν έχ'με ανάγκη κανένα χωροφύλακα. Τόσα χρόνια μια χαρά ζούμε και μόνοι μας. Είπε. Η Καρτερή τον σκούντηξε διακριτικά για να τον κάνει να σταματήσει.
- Το εάν είσαστε φιλήσυχοι θα το κρίνω εγώ. Απάντησε ο υπαξιωματικός τονίζοντας την τελευταία λέξη του.
- Εμείς ζούμε εδώ χρόνια ολάκερα και θα μας πείτε εσείς αν είμαστε φιλήσυχοι ή όχι που ήρθατε σήμερον; Αντιτάθηκε η Ελισσώ. Πρώτη φορά ο Σωκράτης ένιωθε υποστήριξη και περηφάνεια για την γυναίκα του. Ο Ιεροκλής την ήξερε τόσο καλά που ήταν σίγουρος ότι θα μιλούσε για να υπερασπιστεί την οικογένειά της. Ο Εμίρ ήρθε κοντά της σχεδόν απειλητικά. Όλα τα βλέμματα ήταν πάνω του.
- Η αντίσταση δεν θα σου βγει σε καλό. Ούτε σε εσένα, ούτε στο υπόλοιπο σοι Ιορδανίδη. Να το καταλάβετε όλοι αυτό. Είστε οι μοναδικοί που θα έχετε ειδική μεταχείριση από εμένα. Αυτό να το βάλετε καλά στο μικρό μικρό μυαλουδάκι σας. Εάν αντιληφθώ ότι έχετε σχέση με τη πυρκαγιά η έστω με άλλα παραπτώματα δεν θα τη βγάλετε καθαρή. Απάντησε με έναν δυνατό τόνο ενώ τα μάτια του έσταζαν αίμα. Μιλούσε με μίσος και φθόνο.
- Κύριε Καλχάν προσέχετε τα λόγια σας παρακαλώ. Οι απειλές και τα λόγια αέρα δεν βοηθάνε ούτε εσάς αλλά ούτε εμάς...
- Ο δικηγόρος του Σουλτάνου δεν ήσουν εσύ; Νομίζεις Ιεροκλή Ιορδανίδη πως δεν ξέρω τις δουλειές σου και τα καμώματά σου; Όλους φακελωμένους σας έχω. ΌΛΟΥΣ! Για αυτό εαν δεν συμμορφωθείτε θα έχετε κακά ξεμπερδέματα. Είπε όσο απομακρυνόταν από την οικογένεια Ιορδανίδη.
- Κεν θα περάσουμε καλά μ'αυτόν...
- Μάννα πάρε τα παιδία και φύγε. Τόνισε ο Νικηφόρος. Την ίδια στιγμή παρατήρησε μέσα στο πλήθος την Αρετή. Η καρδιά του σκίρτησε επικίνδυνα. Τα μάτια του πήραν ζωή και το σώμα του ξανάνιωσε. Η Αρετή κρατούσε από το μπράτσο την Γεσθημανή και πλησίασαν την οικογένεια. Προσπαθούσε να μένει όσο πιο μακριά του μπορούσε. Αυτός την κάρφωσε με τα μάτια του. Και εκείνη το ίδιο. Τότε ο Νικηφόρος έβγαλε από τη τσέπη του λίγο από το ύφασμα του μαντιλιού που φορούσε η Αρετή τις προάλλες. Η Αρετή γούρλωσε τα μάτια της. Αισθάνθηκε τέτοια ντροπή που η Γεσθημανή το κατάλαβε με μιας. Ο Κλέωνας πάλι δεν είχε καμία επίγνωση του τι γινόταν. Μόλις η Αρετή παρατήρησε την Ανδρονίκη να έρχεται γύρισε κατευθείαν το κεφάλι της και έκανε σαν να μην έβλεπε τον Νικηφόρο. Η Ανδρονίκη, βλέποντας την Αρετή ζήλεψε. Όπως πάντα. Ήρθε κοντά στον Νικηφόρο και του ψιθύρισε στο αυτί.
- Ξέρω ότι την κρυφοκοιτάς. Του είπε.
- Ζάντενα είσαι αγάπη μου; Ντο λες;
- Μη με λες ζάντενα εμένα γιάντα θα τα σπάσω όλα αβδά. Τον απείλησε σχεδόν.
- Πάψε είπα σε. Εδώ γίνονται σημεία και τέρατα. Και εσύ τον χαβά σ'. Απάντησε.
            Ο Ιεροκλής είχε κατανοήσει την σοβαρότητα της κατάστασης και κατάλαβε ότι ο Εμίρ και ο Αρντά θα τους έκαναν τη ζωή κόλαση. Την επόμενη που θα γινόντουσαν οι ανακρίσεις όμως θα έβγαιναν πολλά στην φόρα. Θα έβγαινε και ο Καλλικράτης, οι προτιμήσεις του Αρντά και πολλά πολλά ακόμα.










Γεια παιδία μου! Ένα ακόμα κεφάλαιο είναι έτοιμο για εσάς. Ελπίζω να μπορέσω μέσα στην εβδομάδα να γραψω και άλλο. Πάνω είναι το τραγούδι που έλεγε τους στίχους ο Ιεροκλής με τους υπόλοιπους.

Σας φιλώ!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top