(Μάντ)υ

4 χρόνια μετά

Ο Μάνος είναι ξαπλωμένος πάνω στον αιμόφυρτο άντρα . Σφίγγει την λαβή γύρω απο το κεφάλι του αντιπάλου του, ο οποίος είναι είναι ήδη πολύ ζαλισμένος απο το τελευταίο χτύπημα. Μπορούσε να τον βγάλει νοκ άουτ και γρηγορότερα αλλά ο προπονητής του έδωσε σαφείς οδηγίες πως έπρεπε να προσφέρει και σόου.

"Όχι πάλι ένα γύρο στα γρήγορα, δώσε και ξύλο πρώτα ρε Μάνο, ο κόσμος γι αυτό έρχεται!"

Γιατί ήταν διάσημος πια ο Μάνος πως με " ένα στα γρήγορα" κατάφερνε να τους βγάλει off.

 Το πλήθος τώρα έχει σιωπήσει, κρατά την ανάσα του, οι γιγαντοοθόνες προβάλλουν το ανέκφραστο πρόσωπο του Μάνου , δυο κόρνες σπάνε την ησυχία , ο προπονητής του φωνάζει να κρατήσει την λαβή και άλλο, όταν ο αντίπαλος του  χτυπά το δάπεδο και σημαίνει το τέλος.

Ο Μάνος σηκώνεται, καθώς βοηθά τον αντίπαλο του να σηκωθεί. Το ένα μάτι του είναι σχεδόν κλειστό απο την μπουνιά, ο κόσμος παραληρεί, ο προπονητής περνά τα σκοινιά και πέφτει πάνω του, οι κόρνες πια ακούγονται απο παντού , ενώ οι γιγαντοοθόνες γράφουν το όνομα του Μάνου. 

Μάνος Πετρίδης 

Πρωταθλητής UFC MMA

O Mάνος κοιτά την πρώτη κάμερα που βλέπει και κάνει νόημα με το χέρι του πως όλα είναι καλά. Σινιάλο στην μάνα του που ξέρει πως κάθεται στο σαλόνι του καινούργιου σπιτιού τους και σταυροκοπιέται απο αγωνία μαζί με τις θείες του και κανά δυο γειτόνισσες για συμπαράσταση.

Ο Βαγγέλης περνά τα σκοινιά και ορμάει πάνω του, ο κόσμος αλυχτά απο ενθουσιασμό και ο ίδιος ο πρόεδρος του UFC μπαίνει στο ρίνγκ για να του απονείμει την χρυσή ζώνη του πρωταθλητή.

"Είσαι εκπληκτικός..συγχαρητήρια"του λέει ο άντρας με το χρυσό ρολόι . 

Ο Μάνος σκύβει το κεφάλι , σφίγγει τα δόντια να μην βουρκώσει απο συγκίνηση και τον ευχαριστεί. Μετά απο δυο χρόνια ασταμάτητων αγώνων κατάφερε να ζήσει την απόλυτη δόξα για κάθε αθλητή mma.

Μετά απο τόσες σκληρές προπονήσεις και αγώνες , έβλεπε το όνειρο του να γίνεται πραγματικότητα. Δεν ήταν τα καλά λεφτά που είχε ήδη βγάλει και μπορούσε να πληρώσει οτι γούστο του ερχόταν στο μυαλό, αλλά η κρυφή χαρά και συγκίνηση που νιώθει οτι αν ζούσε ο πατέρας του θα ήταν περήφανος γι αυτόν. Πάντα πίστευε στο ταλέντο του . Και τι δεν θα έδινε να σήκωνε απόψε το βράδυ την ζώνη του πρωταθλητή μαζί με εκείνον.

Αυτό το βράδυ θα  μπορούσε να επιτρέψει στον εαυτό του να γλεντήσει ως το πρωί. Όχι τίποτα άλλο, αλλά η παρέα του τον έχουν πρήξει πως θέλουν να τα σπάσουν μια φορά όπως παλιά. Ε σήμερα υπήρχε ένας καλός λόγος.

..

"Μωρό μου ήσουν τέλειος" του ψιθυρίζει στο αφτί η χυμώδης γυναίκα δίπλα του και του πιάνει το καβάλο μέσα στα μπουζούκια. Ένα μήνα δεν την πλησίασε. Διαταγή του προπονητή. Όλες οι δυνάμεις του έπρεπε να είναι δοσμένες για τον αγώνα.

Αργά το ξημέρωμα τους αποχαιρετά όλους , τον αγκαλιάζουν και τον φιλούν για ακόμη μια φορά όλοι οι φίλοι του ένας προς έναν .

" Φίλε μου είμαι περήφανος για σένα και όλοι μας" τελευταίος ο Βαγγέλης τον αποχαιρετά.

"Εντάξει ρε φίλε..ξύλο έδωσα, δεν πήρα νόμπελ" ο Μάνος προσπαθεί να ελαφρύνει το κλίμα. 

"Φιλαράκι είσαι τεράστιος, που να ήξερε όλος αυτός ο κόσμος και πόσο έχεις βοηθήσει με χρήματα"

"Αυτά Βαγγέλη άστα.."

"Οι φυλακές ανηλίκων μόνο πρέπει να σου κάνουν άγαλμα με τόσα χρήματα που έχωσες εκεί"

"Έλα..Βαγγέλη..κόψτο..αυτά μια που τα κάνεις..μια που τα ξεχνάς"

Του χτυπά μια ελαφριά μπουνιά στο στήθος και παίρνει την ξανθιά γυναίκα απο την μέση. "Φύγαμε" της λέει και εξαφανίζονται μέσα στο πλήθος.

Εκείνη προχωρά μπροστά στο πάρκινγκ και ξεκλειδώνει την ακριβή μαύρη μερσεντές της . Ο πατέρας της όταν έγινε υπουργός περιβάλλοντος της το είχε κάνει δώρο. Αν και τελευταία όλο την απειλεί να πάρει πίσω το θεικό αυτοκίνητο της αν δεν χωρίσει " με τον αλήτη". Τουλάχιστον την πίστεψε , όταν του είπε πως τον παράτησε και για λίγο ηρέμησε απο τις φωνές του.

"Στη μεζονέτα?" του λέει η Βικτώρια κι εκείνος γνέφει καταφατικά. 

Ο Μάνος  μένει ακόμη με την μάνα του , σε ένα καινούργιο οροφοδιαμέρισμα που της αγόρασε . Δεν του πάει καρδιά να την αφήσει. Αλλά έχει αγοράσει και ένα σπίτι έξω απο την πόλη για τις πιο προσωπικές του στιγμές. 

"Ααααχ Μάνο..." σε λίγη ώρα θα ακουγόταν η φωνή της να σπάει απο αναστεναγμούς στην αγκαλιά του.

....

Δυο μέρες μετά

Η κοπέλα κοιτά τα πόδια της να διασχίζουν την πύλη. Η πόρτα , μεγάλη και σιδερένια λαμπυρίζει στο φως. Την ονειρεύτηκε τόσα και τόσα  βράδια , να ανοίγει και ελεύθερη να πετάει απο το κλουβί της. Έχει λυγίσει αυτά τα κάγκελα με το νου της τόσες φορές. 

Οι φωνές των γυναικών φτάνουν ως τα αφτιά της. Χτυπάνε τα κάγκελα, χειροκροτούν, φωνάζουν επαναληπτικά το όνομα της, κρεμασμένες στα παράθυρα των κελιών τους, τα χέρια τους να γλιστρούν μέσα απο τα κάγκελα και  της γνέφουν. Μπορεί να νιώσει τα δάκρυα τους, το χαμόγελο της ελπίδας τους, πως μια μέρα θα περάσουν κι εκείνες την πόρτα που λαμπυρίζει στο φως της ελευθερίας.

Δεν γυρίζει να κοιτάξει πίσω. Το κεφάλι της στητό ατενίζει τον άδειο δρόμο πέρα απο την φυλακή. Η φύλακας της γνέφει και της ανοίγει την πόρτα.

Και η κοπέλα πατάει το πόδι της στο δρόμο της ελευθερίας μετά απο 4 χρόνια.

Το κεφάλι της ξυρισμένο. 

Στην αριστερή τσέπη του τζην , τα χρήματα που μάζεψαν τα κορίτσια για εκείνην.

Στην δεξιά τσέπη ένα χαρτάκι με μια διεύθυνση.

Κουμπώνει την φλις ζακέτα της ως πάνω. Το κρύο είναι τσουχτερό, τα χείλη της έχουν μελανιάσει, το κορμί της τρέμει και για πρώτη φορά νιώθει τόσο ήρεμα.

Ακόμη ένα βήμα μπροστά. Ακόμη ένα βήμα πιο μακριά απο το μουντό κτίριο πίσω της.

Κοιτάει δεξιά κι έπειτα αριστερά. 

Τραβά το πακέτο της απο την κωλότσεπη και βγάζει ένα τσιγάρο. Το φέρνει στα χείλη της, το ανάβει και ρουφά τον καπνό. Και στην τύχη τραβά προς τα αριστερά.


...

Σε λίγο μπλέκεται μέσα στο πολύβουο πλήθος, στα μεγάλα κτίρια, στις κόρνες των αυτοκινήτων, στις μυρωδιές των φαγητών, σε κλάματα παιδιών, σε γυναίκες που κουβαλούνε τσάντες.

Τους προσπερνά και γυρνούν και την κοιτούν. Την άγρια όψη της, την ουλή της στο μάγουλο, το γυμνωμένο απο μαλλιά κρανίο.

Φορά την κουκούλα της , ανάβει ακόμη ένα τσιγάρο και με σκυφτό κεφάλι, χάνεται ανάμεσα σε όλα σαν φάντασμα.

Και περπατά, περπατά συνέχεια, το ένα πόδι κινείται μετά το άλλο, ανάβει τρίτο τσιγάρο, τέταρτο και πέμπτο και περπατά σε έναν κόσμο που δεν γνωρίζει , δεν της ανήκει , δεν είναι κομμάτι του.

Πριν τελειώσει το πακέτο, τα πόδια της την φέρνουν σε ένα μέρος με πάγκους. Κοιτά για λίγο ένα ερειπωμένο μαγαζάκι, ένα σπίτι ψηλά με κλειστά παντζούρια, τις στριμωγμένες ντομάτες, τα λαχανικά.

Όλα ζωντανεύουν μπροστά της σαν παλιά φωτογραφία.

Όλα εκτός απο ένα.

Εκείνος δεν είναι εδώ. 

Ασυναίσθητα ακουμπά τον λύκο που χτύπησε πριν 3 χρόνια στο μπράτσο της.

Σκύβει το κεφάλι καθώς κάποιος πέφτει πάνω της.

"Ε..συγνώμη.." λέει ο άντρας και γρήγορα αποτραβιέται απο κοντά της. Την κοιτά για μια στιγμή στα γαλανά μάτια της , μόνο μια στιγμή και την προσπερνά.

"Ο φίλος του..ο Βαγγέλης.." ψιθυρίζει στο νου της.

Μόνο που εκείνος δεν θα την αναγνωρίσει, όπως κανείς άλλος.

Κι έτσι η Μάντυ εκείνη την στιγμή, επιβεβαίωσε εκείνο που σκεφτόταν πολλά βράδια στην φυλακή. Η Ανθούλα είχε πεθάνει. Κανείς δεν την θυμόταν, ούτε αυτή η ίδια.



Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top