Ζοριστήκαμε Μάνο?

H Μάντυ στέκεται ακίνητη με το χέρι στο πόμολο της πόρτας.

Παίρνει μια βαθιά ανάσα και ανοίγει την πόρτα. 

Δεν θα κλάψει. Όχι ακόμη. Απλά πρέπει να βγει απο το γυμναστήριο. Πρέπει να φύγει  μακριά απο εδώ..έστω για λίγο.

Προχωρά με στητό κορμί, το κεφάλι δεν το κατεβάζει. Προσπαθεί να αναπνέει και να βάζει το ένα πόδι μετά το άλλο σε κίνηση. Τουλάχιστον αυτό πρέπει να το καταφέρει. Δεν γυρνά να κοιτάξει γύρω της. Αυτό...γι αυτό δεν είναι έτοιμη. Δεν θέλει να τον ξαναδεί στα μάτια της..δεν θέλει να ξέρει οτι εκείνος υπάρχει.

Στην είσοδο κοντοστέκεται.

Κοιτά την Ανδρομάχη.

"Παίρνω ρεπό για σήμερα" της λέει με όση αυτοκυριαρχία της έμεινε.

Η Ανδρομάχη απο ώρα κοιτούσε την Μάντυ .. πως πλησίασε τον Μάνο.. τους είδε να κλείνονται στην αποθήκη .. μετά είδε νευριασμένο τον Μάνο να βγαίνει απο εκεί.

"Λυπάμαι κοριτσάρα..είναι παπάρας ..θα βρεις κάποιον που σου αξ.."

"Κόψτο Ανδρομάχη" της απαντά φευγαλέα καθώς ανοίγει την πόρτα.

Έξω όλα μοιάζουν ίδια. Ο δρόμος..οι σκουπιδοτενεκέδες απέναντι..οι περαστικοί..όλα ίδια στέκονται και όμως όλα είναι τόσο αλλαγμένα. Κανείς δεν φαίνεται να έχει προσέξει..πως ένας ολάκερος κόσμος έχεις μόλις γκρεμιστεί μέσα της.

Προχωρά στο δρόμο χωρίς να σκέφτεται..προχωρά και κάθε σκέψη που πάει να τρυπώσει στην καρδιά της την πνίγει και σφίγγει τα δόντια.

Απλά μην σκέφτεσαι..ψιθυρίζει και σφίγγει τις γροθιές της. Το σφίξιμο στο στομάχι της είναι τόσο δυνατό που νομίζει πως απο στιγμή σε στιγμή θα κάνει εμετό.

Προχωρά μηχανικά..και ένα αυτοκίνητο σταματά δίπλα της.

"Μάντυ!" ακούει ολοκάθαρα μια φωνή αντρική να την φωνάζει αλλά δεν σταματά. Δεν γίνεται να σταματήσει. Δεν ξέρει που πάει αλλά ..αλλά απλά δεν μπορεί να σταματήσει..αν τα πόδια μείνουν ακίνητα το νιώθει πως θα καταρρεύσει.

"Μάντυ!" ακούει την φωνή ακόμη πιο επιτακτικά και βήματα πίσω της να την πλησιάζουν.

Την πιάνει απο το μπράτσο και την σταματά.

Τον κοιτάζει σαν χαμένη.

Έχει γκρίζα σκιστά μάτια..φορά ένα μικρό σκουλαρίκι στο αφτί..άσπρο πουκάμισο και τζην.

"Ο Αχιλλέας είμαι..γνωριστήκαμε πριν..με ξέχασες?" της λέει με χαμόγελο και σύντομα σοβαρεύει. Το κορίτσι απέναντι του δείχνει χαμένο.

"Πάμε για καφέ" της λέει επιτακτικά σαν γιατρός που δίνει  θεραπεία σε άρρωστο.

"Δεν γουστάρω..απλά θέλω να περπατήσω..σπάσε.." του απαντά και τραβά το χέρι της.

Ο Αχιλλέας την κοιτάζει απο πάνω ως κάτω.

Τον τρελαίνουν τα ζοριλίκια. Τον τρελαίνει η πιτσιρίκα..πολύ.

"Ωραία ..πάμε για περπάτημα.." την κοιτά σοβαρά. Ξέρει ποιό είναι το θέμα της. Δεν είναι χθεσινός. Και που ξεμοναχιάστηκαν στην αποθήκη με τον Μάνο το είδε και τα μούτρα του άλλου τα είδε όταν βγήκε απο εκεί.

Ο ηλίθιος έριξε άκυρο στην πιτσιρίκα..και που να ήξερε τι πουτανάκι πήγε και αρραβωνιάστηκε..μεγάλο..αλλά  ζόρικο στο κρεβάτι. Γουστάρει πολύ το άγριο..και του Αχιλλέα τον ανάβει να είναι θηριοδαμαστής..αλλά πιο πολύ ..να είναι καθοδηγητής..οοο..και βλέπει μπροστά του μια πολύ ωραία περιπτωσάρα για..καθοδήγηση.

"Δεν θέλω παρέα.." του απαντά έντονα κι εκείνος της χαμογελά ευγενικά.

"Ο Μάνος δεν ξέρει τι χάνει..σιγά την γκόμενα που πήγε και αρραβωνιάστηκε"

Η Μάντυ δαγκώνει τα χείλη της. Αυτό ήταν ..όλοι πια το ξέρουν? τελικά είχε δεν είχε έγινε ρεζίλι..για ακόμη μια φορά..

Ε σκασίλα..

................................................

Δεν του μιλάει..είναι λιγομίλητη. Κρατά τον καφέ της στα χέρια της αλλά δεν πίνει. Τον πέθανε στο περπάτημα δυο ώρες ..και δυο ώρες δεν έβγαλε άχνα..αυτός μιλάει..άλλοτε την νιώθει πως χάνεται και δεν τον ακούει..άλλοτε νιώθει πως προσέχει τα λόγια του.

Η τύπισσα είναι ζωντανή πρόκληση..

"..εντάξει..ο πατέρας μου είχε μεγάλη περιουσία αλλά μην νομίζεις ..όταν έχεις τα πάντα δεν σημαίνει πως νιώθεις ευτυχισμένος..απλά βαριέσαι πολύ..πως να σου το πω..απενεργοποιείται μέσα σου η χαρά για κάθετι νέο..και ασταμάτητα ψάχνεις μια νέα συγκίνηση.."

Πίνει απο τον καφέ της και κοιτά έξω απο το παράθυρο. Φυσάει και τα δέντρα γυμνά απο φύλλα λικνίζονται πέρα δώθε. Καμία σκέψη. Κοιτά ένα φύλλο που το παρασέρνει ο άνεμος. Φαίνεται..τόσο..παραδομένο στο τυχαίο..βουρκώνει. Όχι..

"Τι έλεγες?" γυρνά και κοιτά τον Αχιλλέα. Θέλει να της μιλά. Θέλει να κάνει το οτιδήποτε αρκεί να μην σκεφτεί.

"Λέω..πως βαριόμουν την ζωή μου πιτσιρικάς κι έτσι γύρω στα 16 με την παρέα μου αρχίσαμε να σνιφάρουμε.."

"Κοκκαίνη εννοώ.." της συμπληρώνει.

"Κατάλαβα τι εννοούσες" του απαντά σοβαρά και πίνει απο τον καφέ της. Δεν ήταν άλλωστε σε κολλέγιο 4 χρόνια..έχει δει πολλές φορές να κάνουν χρήση μπροστά της . Ο μπάφος ήταν στην ημερήσια διάταξη της συγκρατούμενης της..αλλά πάντα έπαιζαν γύρω της διάφορα άλλα.

"Μάλιστα.." της χαμογελά γοητευτικά. Του αρέσει πολύ η πιτσιρίκα. 

"Με έπιασαν να πουλάω..κάτι γραμμάρια..όχι οτι είχα ανάγκη τα λεφτά..εξυπηρέτηση έκανα και την πάτησα. Ο πατέρας μου τρελάθηκε..με άφησε στην φυλακή 3 ολόκληρους μήνες για να βάλω μυαλό..πέρασα δύσκολα ..εκεί έμαθα να είμαι άντρας.."

Η ιστορία της φυλακής πάντα εντυπωσιάζει  τις γκόμενες..όπως και τα φράγκα του.

"Ήταν δύσκολα.." ξαναλέει σοβαρός.

Και για πρώτη φορά η Μάντυ θέλει να γελάσει. Έχει κάτι αστείο όλο αυτό.

"Σιγά ..θα κλάψω.." του απαντά σχεδόν μειδιάζοντας και ο Αχιλλέας γουρλώνει τα μάτια.

Ε δεν θα του ισοπεδώσει το πιτσιρίκι την εμπειρία της φυλακής..

Δεν ξέρει η Μάντυ γιατί αποφασίζει να του μιλήσει. Απλά θέλει να το κάνει ..δεν το πολυσκέφτεται..

"Εγώ πήγα μέσα 4 χρόνια..για τον φόνο του πατέρα μου"

Ο Αχιλλέας πνίγεται με τον καφέ του. Ε αυτό δεν το περίμενε..τι σκατά..είπε να πηδήξει..αλλά αυτή που βρήκε είναι μη διαχειρήσιμη γκόμενα..της έλεγε και πως πήγε φυλακή ο παπάρας για να εντυπωσιάσει..

Η Μάντυ γελά πολύ . Γελά τόσο πολύ που όλοι στο καφέ γυρίζουν και την κοιτάζουν.

Κι έπειτα ξεκίνησε να κλαίει. Τόσο πολύ που ο Αχιλλέας βιαστικά πλήρωσε και την πήρε και φύγανε.

...................................

Τρεις ώρες μετά

Ο Αχιλλέας την κοιτάζει γοητευμένος. Η γυναίκα δίπλα του έχει αρχίδια ..και έχει καιρό να θαυμάσει γυναίκα. Απλά δεν μπορεί να πιστέψει όλα αυτά που ακούει..τόση αδικία..και τόσο μάγκας η Μάντυ..της βγάζει το καπέλο. Κι ας έκανε χοντρή μαλακία.

"Δηλαδή για να καταλάβω..τον βρήκες νεκρό και την μάνα σου που είχες χρόνια να δεις ..την είδες να τον σκοτώνει?"

"Όχι..μπήκα στο σπίτι αφού τον σκότωσε.."

"Καλά ρε κορίτσι μου πως είναι δυνατόν να πίστεψες τις μαλακίες που σου είπε ? πως είναι δυνατόν να δεχτείς να το πάρεις όλο πάνω σου για να γλυτώσει το τομάρι της?"

"Αφού μου είπε πως έγινε κατά λάθος..δεν ήξερα οτι υπήρχαν περιουσιακά στην μέση και τα είχε όλα σχεδιάσει..και ..και αφού μου είπε πως έχει οικογένεια..πως έχω τρία αδέρφια..πως αν έμπαινε εκείνη μέσα θα έμεναν ορφανά..τι να πω..ήξερα πως είναι μια ζωή χωρίς μάνα..ήξερα πόσο δύσκολο θα είναι γι αυτά τα παιδιά..τα αδέρφια μου ..και ..ήμουν μπερδεμένη..ο πατέρας μου ήταν στο πάτωμα νεκρός μέσα στο αίμα..εκείνη έκλαιγε και μου έλεγε να λυπηθώ τα αδέρφια μου.."

"Που δεν τα γνώριζες.."  της λέει αυστηρά ο Αχιλλέας. Πως μπόρεσε να κάνει τέτοιο λάθος..

"Και πως όπως αποδείχθηκε δεν υπήρχαν καν..όλα ένα ψέμα της για να με πείσει να ομολογήσω. Όταν ο δικηγόρος μου ο Δημήτρης μου είπε την αλήθεια..και κατάλαβα τι έκανα στην ζωή μου..πως θυσιάστηκα.."

"Άσε ..ούτε μπορώ να φανταστώ.."

Μιλούσανε για ώρα..η Μάντυ ένιωθε άνετα μαζί του..ίσως γιατί έκανε κι εκείνος φυλακή..ίσως γιατί ήθελε ένα φίλο..ίσως γιατί βαθιά μέσα της σκεφτόταν πως ήθελε πολύ..πάρα πολύ να εκδικηθεί τον Μάνο..να τον πονέσει..όπως αυτός δεν δίστασε να την πληγώσει..τόσο πολύ..

Ακουμπά τα δάχτυλα της στο πιάνο χωρίς να τα πιέσει.

Απο ολόκληρο το σπίτι του εκείνη δεν έδειξε να εντυπωσιάζεται με τίποτα. Συνήθως οι γυναίκες που φέρνει μένουν με το στόμα ανοιχτό..όχι εκείνη..αλλά απο την πρώτη στιγμή κατάλαβε πως το μάτι της έπεφτε ασταμάτητα στο πιάνο.

"Παίξε.." της λέει σιγανά.

"Δεν ..δεν ξέρω.."

"Έπαιζες όμως?"

"Κάποτε..όταν ήμουν μια άλλη κοπέλα.."

Την πλησιάζει και της ακουμπά τα δάχτυλα. 

"Θα ήθελα η Ανθή να μου παίξει μια μέρα.."

Κουνάει το κεφάλι της μηχανικά.

"Ίσως..μια μέρα.."

-----------------------------------------------

Ήταν αργά το βράδυ όταν την επέστρεψε ο Αχιλλέας. 

Ένιωθε πιο ήρεμη. Θλιμμένη αλλά πιο ήρεμη. Ίσως γιατί ένιωθε θυμό. Θυμό τόσο μεγάλο για εκείνον.

Βγάζει το κλειδί της και πάει να ανοίξει την πόρτα.

Είναι όμως ανοιχτή. 

Μπαίνει μέσα και απο το σκοτάδι ξεπροβάλλει ο Μάνος.

Την κοιτάζει θυμωμένος και της κόβει το δρόμο.

"Σε πήδηξε?" της γρυλίζει μέσα απο τα δόντια του.

Έχει ώρες που την περιμένει. Μόνο για να διαπιστώσει με τα μάτια του πόσο πουτάνα τελικά ήταν.

Τον προσπερνά χωρίς να τον κοιτάξει.

"Ναι με πήδηξε ..και γούσταρα πολύ" του λέει και δεν σταματά ακόμα και όταν ακούει την κλωτσιά του Μάνου στην πόρτα.


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top