Κεφάλαιο 2ο
Ο ήλιος χάιδευε τα κατάμαυρα μαλλιά της ενώ το βλέμμα της ήταν καρφωμένο στο ρολόι που βρισκόταν απέναντι της. Η ώρα κυλούσε βασανιστικά αργά όσο η Μαρία, η γραμματέας του κυρίου Ριντ, φώναζε μια μια τις υποψήφιες. Τα μάτια της Ολίβια πλανήθηκαν στον χώρο εξετάζοντας τις κοπέλες, οι περισσότερες εκ των οποίων ήταν αρκετά προκλητικά ντυμένες. «Για την θέση της γραμματέας ήρθαν όλες αυτές οι κοπέλες;» σκέφτηκε καθώς δάγκωνε ελαφρά τα χείλη της.
«Τι το περάσατε εδώ μέσα; Σε γραφείο βρίσκεστε το φελέκι μου!» μια βροντερή φωνή ακούστηκε πίσω από την κλειστή πόρτα. Ενώ λίγα λεπτά αργότερα μια κοπέλα με ανοιχτά τα πρώτα κουμπιά του πουκαμίσου της βγήκε τρέχοντας από το γραφείο. «Πες στην επόμενη να τσακιστεί να έρθει μέσα!» βρόντηξε και έκλεισε με δύναμη την πόρτα του γραφείου του.
«Ολίβια Πάρκερ.» ακούστηκε σαν ψίθυρος στα αυτιά της η φωνή της Μαρίας. Λίγο πριν σηκωθεί κοίταξε φευγαλέα τις υπόλοιπες κοπέλες. Οι περισσότερες είχαν ήδη φύγει. Πήρε μια βαθιά ανάσα και με όσο θάρρος της είχε απομείνει κινήθηκε προς το γραφείο του. Με τρεμάμενο χέρι έπιασε το χερούλι της πόρτας, ίσιωσε την πλάτη της και φορώντας ένα γλυκό χαμόγελο άνοιξε την πόρτα του γραφείου.
Στο γραφείο κυριαρχούσε το γκρι και το καφέ χρώμα.Οι τοίχοι του ήταν γκρίζοι με πίνακες στο χρώμα του μαύρου και του χρυσού να τον στολίζουν. Μπροστά της βρισκόταν ένα καφέ σκούρο με μαύρες λεπτομέρειες γραφείο, μπροστά από το οποίο βρισκόντουσαν δυο μαύρες δερμάτινες πολυθρόνες. Αρκετά πιο πίσω βρισκόταν ένα μεγάλο έπιπλο με ντουλάπια και ράφια γεμάτα φακέλους. Δίπλα ακριβώς από το έπιπλο αυτό υπήρχε ένα μεγάλο παράθυρο που είχε ως θέα την ηλιόλουστη πόλη.
Ο άντρας που καθόταν επάνω στο γραφείο είχε σκυμμένο το κεφάλι του ενώ περνούσε επανειλημμένα τα χέρια του μέσα από τα σγουρά μαλλιά του. Δεν είχε αντιληφθεί ακόμα την παρουσία της.
«Εμ...συγγνώμη κύριε Ριντ...που ενοχλώ...είμαι...η Ολίβια Πάρκερ....και ήρθα για την....συνέντευξη....» είπε απαλά προσπαθώντας να στηρίξει το σώμα της καθώς τα πόδια της άρχισαν να τρέμουν.
Χωρίς να σηκώσει το κεφάλι του έδειξε με το χέρι την καρέκλα μπροστά του. «Κάτσε και πες μου γιατί σε ενδιαφέρει αυτή η θέση.» είπε ξεφυσώντας λίγο πριν προσθέσει. «Και πρόσεξε τι θα πεις. Γιατί εσύ δεν θα γλιτώσεις όπως η προηγούμενη.»
Η Ολίβια ξανά πήρε για πολλοστή φορά μια βαθιά ανάσα και άρχισε να μιλάει.
«Για να είμαι ειλικρινής έψαχνα καιρό για δουλειά. Δυστυχώς δεν ήμουν και τόσο τυχερή. Έτσι, ένα γνωστό μου άτομο μου μίλησε για την θέση εδώ. Αν με προσλάβετε σκοπεύω να βάλω τα δυνατά μου για να μείνετε όσο το δυνατόν περισσότερο ικανοποιημένος από την δουλειά μου. Έχω τελειώσει τα οικονομικά.» απάντησε γεμάτη αυτοπεποίθηση.
Στο άκουσμα της απάντησης της ο άντρας σήκωσε τα μάτια του να την αντικρίσει. Οι ματιές τους κλείδωσαν την ίδια στιγμή. «Νιώθω πως έχουμε ξανά ιδωθεί.» σχολίασε ο άντρας καθώς σηκωνόταν από το γραφείο του πλησιάζοντας την.
«Μήπως...το όνομα σας είναι Λίαμ;» οι λέξεις βγήκαν αυθόρμητα από τα χείλη της ενώ τα μάτια της συνέχισαν να είναι καρφωμένα επάνω στα δικά του.
«Ναι...αλλά ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω που σε έχω ξανά δει.» σχολίασε καθώς άρχισε να επεξεργάζεται τα χαρακτηριστικά του προσώπου της. Στο άκουσμα των λέξεων του τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα, πως δεν κατάφερε να αναγνωρίσει τα σμαραγδένια μάτια του. «Και κρίνοντας από την αντίδραση σου όντως έχουμε βρεθεί.» πρόσθεσε ενώ ένα αχνό χαμόγελο στόλισε τα χείλη του.
«Μάλλον...» απάντησε δειλά δειλά η Ολίβια παίρνοντας τα μάτια της από τα δικά του.
«Μήπως...είσαι η κοπέλα που μου έριξε ζεστό καφέ;» ρωτάει καθώς συνεχίζει να την παρατηρεί.
Τα μάτια της Ολίβια άνοιξαν διάπλατα «Ζεστή σοκολάτα ήταν.» αναφώνησε και κάλυψε γρήγορα το στόμα της. «Θέλω να πω...» ήθελε να προσθέσει κάτι, οτιδήποτε όμως, αποφάσισε πως ήταν καλύτερα να αφήσει μετέωρη την πρόταση της.
Ο Λίαμ δεν απάντησε απλά συνέχισε να την παρατηρεί.
«Μαρία μην με αναγκάσεις να σε απολύσω μια ώρα αρχύτερα!» ακούστηκαν φωνές λίγο πριν η πόρτα του γραφείου ανοίξει διάπλατα. «Λίαμ! Τι γίνεται εδώ; Γραμματέα ψάχνεις ή....» φωνάζει η άγνωστη για την Ολίβια γυναίκα. Η γυναίκα πλησίασε προς το μέρος τους περισσότερο και κοίταξε γεμάτη απέχθεια την Ολίβια.
«Έμμα. Σταμάτα να υπερβάλλεις, η κοπέλα είχε απλά...αγχωθεί για την συνέντευξη.» απάντησε ο Λίαμ και πλησίασε την Έμμα αγκαλιάζοντας την. Η Ολίβια έμεινε ακίνητη στην θέση της παρακολουθώντας το θέαμα αυτό. Δεν ήξερε πως έπρεπε να αντιδράσει, ένιωθε πως εξαπατήθηκε ή μάλλον άφησε τον εαυτό της να εξαπατηθεί.
«Μπορείτε να μας αφήσετε λίγο μόνους;» είπε η Έμμα κοιτάζοντας από επάνω μέχρι κάτω.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και με όσο θάρρος της απέμεινε σηκώθηκε από την θέση της. «Ναι φυσικά.» απάντησε η Ολίβια χαρίζοντας στο ζευγάρι ένα χαμόγελο.
«Θα επικοινωνήσω μαζί σου Ολίβια.» απάντησε ο Λίαμ χαμογελώντας της πίσω.
Αφού τους χαιρέτησε βγήκε από το γραφείο κλείνοντας την πόρτα πίσω της. Ένιωθε την καρδιά της να βουλιάζει καθώς μικτά συναισθήματα άρχισαν να την κατακλύζουν συνειδητοποιώντας πως άφησε τον εαυτό της να παρασυρθεί.
Καθόλη την διαδρομή προς το σπίτι το μυαλό της δεν σταμάτησε λεπτό να σκέφτεται τις σκηνές που προηγήθηκαν. Τα μάτια του Λίαμ, την συζήτηση τους αλλά και την Έμμα. Φτάνοντας στο κατώφλι του σπιτιού της κούνησε απαλά το κεφάλι της δεξιά και αριστερά σαν να προσπαθούσε να διώξει τις σκέψεις που βασάνιζαν εδώ και ώρα το μυαλό της. Φόρεσε το πιο γλυκό χαμόγελο και εισήλθε μέσα στο σπίτι με την ελπίδα να περάσει ήρεμα το υπόλοιπο της ημέρας της.
«Τζάκσον! Τι είναι αυτό στο πρόσωπό σου;» ακούστηκε η φωνή της μητέρας της.
«Ε...να...εγώ...»
«Η αδελφή σου το ξέρει αυτό; Να με πεθάνεις θες πριν την ώρα μου; Ποιος σου τα έκανε αυτά;» συνέχισε ακάθεκτη η Ελεόνορ ενώ ταυτόχρονα έτριβε με το χέρι της νευρικά το στέρνο της.
«Μαμά! Σε παρακαλώ ηρέμησε, ο Τζάκσον απλά μάλωσε με...έναν που με ενοχλούσε.» απάντησε γοργά η Ολίβια καθώς την έβαζε να καθίσει.
«Αλήθεια καμάρι μου;» ρωτάει τον Τζάκσον η Ελέονορ ενώ η Ολίβια δάγκωνε τα χείλη της.
«Ναι μαμά! Δεν μπορείς να φανταστείς τι έγινε! Η Ολίβια μου χρωστάει!» άρχισε να λέει ο Τζάκσον και κάθισε δίπλα στην μαμά του σπρώχνοντας ελάχιστα την Ολίβια. Η νεαρή κοπέλα απλά χαμογέλασε γλυκά αγνοώντας την επιθυμία της να αρπάξει τον αδελφό της από το μαλλί και να του μαυρίσει λίγο ακόμα το μάτι.
«Σας αφήνω να τα πείτε.» είπε κοιτάζοντας τον μικρό της αδελφό.
«Εντάξει μεγάλη μου αδελφή αλλά θα πρέπει να με φωνάζεις ήρωα από εδώ και πέρα!» απάντησε ο Τζάκσον κοιτάζοντας την.
«Δεν θα παραλείψω.» απάντησε χτυπώντας τον στην πλάτη κάνοντας το να φανεί φιλικό μπροστά στην μητέρα τους.
Ανέβηκε επάνω στο δωμάτιο της και έπεσε φαρδύς πλατύς επάνω στο κρεβάτι. Δεν είχε καλά καλά αρχίσει η μέρα και όμως ένιωθε τόσο εξαντλημένη. Έβγαλε το κινητό της από την τσέπη και έστειλε ένα μήνυμα στον πατέρα της. Σκεφτόταν πολύ σοβαρά να πάει διακοπές στην Ελλάδα το καλοκαίρι για να περάσει χρόνο μαζί του όπως τότε.
"Καλησπέρα μπαμπά, τι κάνεις; Μας έχεις λείψει." έγραψε στο μήνυμα και έκλεισε τα μάτια της.
Άφησε το σώμα της να χαλαρώσει και προσπάθησε να αγνοήσει για ακόμα μια φορά τις σκέψεις της που προσπαθούσαν να εισχωρήσουν ακάλεστες μέσα στο μυαλό της. Το κινητό της άρχισε να δονείτε διαταράσσοντας την ηρεμία της. Απρόθυμα το πήρε στα χέρια της και απάντησε στην κλήση.
«Παρακαλώ;»
«Καλημέρα σας, η Μαρία είμαι η γραμματέας. Σας πήρα να σας ενημερώσω πως έχετε προσληφθεί και πως από εβδομάδα θα σας δείξω κάποια πράγματα σχετικά με την δουλειά.» απάντησε η κοπέλα από την άλλη γραμμή.
«Εντάξει, αλλά μπορώ να ρωτήσω κάτι;» ρωτάει η Ολίβια καθώς η περιέργεια της αρχίζει να μεγαλώνει. Πως επέλεξαν τόσο γρήγορα υπάλληλο;
«Ναι φυσικά κυρία Πάρκερ»
«Πως επέλεξε τόσο γρήγορα ο κύριος Ριντ την αντικαταστάτρια σας;»
«Δεν...δεν γνωρίζω να σας απαντήσω σε αυτό» απάντησε διστακτικά η Μαρία ακολουθώντας τις οδηγίες του Λίαμ που βρισκόταν δίπλα της. «Αν δεν έχετε κάποια άλλη απορία...» προσθέτει δίχως να ολοκληρώσει την πρόταση της.
«Όχι, όχι δεν έχω.» απάντησε καθώς έπαιζε με τα κουμπιά του πουκαμίσου της.
«Πολύ ωραία. Σας περιμένω την Δευτέρα στις οκτώ.» είπε η Μαρία βιαστικά και τερμάτισε την κλήση.
Όλο αυτό της φαινόταν πολύ περίεργο. Θα ρωτούσε η ίδια τον κύριο Ριντ για τους λόγους που επέλεξε την ίδια και όχι κάποιο άλλο άτομο. Το μυαλό της άρχισε για ακόμα μια φορά να βομβαρδίζεται με σκέψεις.
«Δεν το πιστεύω αυτό! Τώρα πρέπει να χαρώ ή όχι;» σχολίασε και έκλεισε τα μάτια για να κοιμηθεί με την ελπίδα να απαλλαγεί από τις σκέψεις της. Αύριο θα το ανακοίνωνε στην μητέρα της και θα έστελνε μήνυμα στον αγαπημένο της πατέρα.
**********
Έφτασε λοιπόν στο τέλος και το δεύτερο κεφάλαιο της ιστορίας! Ελπίζω πραγματικά να σας αρέσει! ❤️
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top