Κεφάλαιο 1ο/ Μέρος 1
"The worst part of holding the memories is not the pain. It's the lonliness of it. Memories need to be shared." -Lois Lowry
"Το χειρότερο κομμάτι μιας ανάμνησης δεν είναι ο πόνος αλλά η μοναξιά που φέρνει. Για αυτό οι αναμνήσεις θα πρέπει να μοιράζονται." -Lois Lowry
...
Οι μέρες κυλούσαν αργά και βασανιστικά, μετά την αποστολή του βιογραφικού της σημειώματος, ένιωθε πως ένα ακόμα κύμα απογοήτευσης πρόκειται να έρθει κατά πάνω της. Το βλέμμα της παρέμενε κενό καθώς οι εικόνες της τηλεόρασης εναλλάσσονταν μπροστά της.
«Απλά θέλω να ξέρω αν είναι εφικτό δυο άνθρωποι να μείνουν ευτυχισμένοι μαζί για πάντα.» άκουσε την πρωταγωνίστρια της ταινίας Juno να λέει στο άτομο απέναντι της. Οι λέξεις αυτές σαν καρφιά τρύπησαν μέσα στο μυαλό της φέρνοντας μια ανάμνηση που ήθελε απεγνωσμένα να ξεχάσει. Τον μελαχρινό άντρα με τα μάτια στο χρώμα του δάσους. Τον υπέροχο άγγελο που συνάντησε. Μπροστά της δεν έβλεπε την Έλιοτ και τον Μάικλ αλλά τον εαυτό της με τον άγνωστο άντρα, ευχόμενη οι δρόμοι τους να ξανά συναντηθούν.
Έκλεισε απαλά τα μάτια της και άφησε την φαντασία της να ταξιδέψει σε έρωτες αθώους και άπιαστους, σε παραμυθένια κάστρα και παλάτια. Μέχρι που ένας γαλήνιος ύπνος άπλωσε τα φτερά του πάνω της εξανεμίζοντας προς το παρόν τα άγχη και τις ανησυχίες της και βυθίζοντας την περισσότερο στην λήθη.
Η Ελέονορ όπως κάθε πρωί σηκωνόταν αρκετά νωρίς για να τα έχει όλα έτοιμα για την οικογένεια της. Το βλέμμα της έπεσε πάνω στην Ολίβια που ήταν ξαπλωμένη στον καναπέ. Έδειχνε τόσο γαλήνια... Πλησίασε αργά την κόρη της και προσεκτικά χάιδεψε τα κατάμαυρα μαλλιά της «Σταμάτα να κουράζεις τόσο τον εαυτό σου.» είπε γλυκά και άφησε ένα γλυκό φιλί στο μέτωπο της.
Λίγο πριν απομακρυνθεί τελείως από τον χώρο έριξε μια τελευταία ματιά στην κόρη της. Έμοιαζε τόσο πολύ στον πατέρα της, κάποιες φορές μάλιστα στο μυαλό της έρχονταν άσχημες αναμνήσεις από μια εποχή που δεν ήθελε να θυμάται. Χαμογέλασε πικρά και με βαρύ βήμα κίνησε προς το δωμάτιο του γιου της. Ανοίγοντας την πόρτα βρέθηκε μπροστά στην εικόνα ενός άδειου σκοτεινού δωματίου, άνοιξε το φως και κοίταξε καλύτερα γύρω της. Πανικόβλητη βγήκε από το δωμάτιο, κατεβαίνοντας τις σκάλες έτρεξε προς την κόρη της.
«Ολίβια ο αδελφός σου δεν είναι σπίτι!» φώναξε ακουμπώντας με το δεξί της χέρι το σημείο της καρδιάς της. Η ανησυχία καθρεφτιζόταν στο πρόσωπο της, κάνοντας τις ρυτίδες της ακόμα πιο έντονες.
«Ηρέμησε μαμά μου θα τον βρούμε. Μπορεί να ξενύχτησε. Ας περιμένουμε λίγο ακόμα και θα πάω αργότερα να τον ψάξω.» απάντησε όσο πιο λογικά μπορούσε η Ολίβια, καθώς από την απότομη διακοπή του ύπνου της το μυαλό της δεν βρισκόταν σε θέση να σκεφτεί καθαρά. «Πάρε τον τηλέφωνο, ίσως απαντήσει.» πρόσθεσε και τέντωσε το σώμα της.
«Δεν ξέρω κόρη μου, έχω ένα πολύ κακό προαίσθημα.» απάντησε και κοίταξε τον χώρο γύρω της ψάχνοντας απεγνωσμένα για το κινητό της.
«Πάντα έχεις κακό προαίσθημα μαμά. Ειδικά όταν πρόκειται για τον μονάκριβο γιο σου.» είπε απαλά η Ολίβια και άφησε ένα καθησυχαστικό φιλί στο μάγουλο της. «Αλλά αν ανησυχείς τόσο μπορώ να πάω να τον ψάξω.»
«Σε παρακαλώ πήγαινε.» απάντησε γοργά και πλησίασε σχεδόν εκλιπαρώντας την κόρη της.
Χωρίς να έχει κάποια άλλη επιλογή η Ολίβια χαμογέλασε γλυκά και απομακρύνθηκε από κοντά της με σκοπό να πάει στο δωμάτιο της για να ετοιμαστεί. Συμμεριζόταν την ανησυχία της μητέρας της για αυτό και αποφάσισε να πάει να ψάξει τον μικρό της αδελφό.
Το κρύο έκανε την αναζήτηση του ακόμα πιο δύσκολή αφού μετά από ώρες περπατήματος δεν ένιωθε πλέον τα άκρα της. Τα πόδια της είχαν αρχίσει να πάλλονται μέσα στα παπούτσια της ενώ είχε αρχίσει να μην νιώθει τα δάκτυλά της από το κρύο. Μην αντέχοντας άλλο και όντας νηστική τόσες ώρες αποφάσισε να πάρει ένα κρουασάν, ένα ζεστό κακάο στο χέρι και να καθίσει σε ένα από τα παγκάκια της πλατείας. Τα μάτια πλανήθηκαν στον κόσμο που προχωρούσε προς διάφορες κατευθύνσεις. Πουθενά ο αδελφός της. Άφησε το μισοφαγομένο κρουασάν στην άκρη και έπιασε την ζεστή σοκολάτα και με τα δυο της χέρια. Κοίταξε φευγαλέα τον γκρίζο ουρανό και φοβούμενη πως η κακοκαιρία θα την βρει τόσο μακριά από το σπίτι, σηκώθηκε με γοργές κινήσεις με αποτέλεσμα να πέσει επάνω σε κάποιον άγνωστο χύνοντας την σοκολάτα επάνω του. Ένα επιφώνημα πόνου βγήκε από τα χείλη του.
«Θεέ μου! Χίλια συγγνώμη είμαι πολύ απρόσεκτη!.» είπε απαλά καθώς έσκυψε κάτω για να μαζέψει το πεσμένο κύπελλο από το πάτωμα. Πριν προλάβει όμως να το πιάσει στα χέρια της το άρπαξε ο άγνωστος άντρας και το πέταξε ο ίδιος στο κάδο δίπλα.
«Μην ανησυχείς δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Με...ζέστανε το κακάο σου.» της απάντησε χαμογελώντας κοιτάζοντας την στα μάτια. Ο πόνος από το ζεστό ρόφημα έκανε το δέρμα του ευαίσθητο καθώς το καυτό ακόμα ύφασμα το ακουμπούσε. Όμως, δεν έκανε καμία κίνηση να το απομακρύνει αντίθετα αποφάσισε να μείνει προσηλωμένος στην κοπέλα που είχε μπροστά του. «Το όνομα μου είναι Λιαμ. Θα μπορούσατε να μου χαρίσετε το δικό σας όνομα;» συνέχισε τείνοντας το χέρι του.
«Ολίβια.» του απάντησε και αυτή με την σειρά της ανταποδίδοντας στην χειραψία και διαπιστώνοντας αν και αργοπορημένα πως ο άντρας που στεκόταν μπροστά της είχε κάτι το γνώριμο επάνω του. Κοίταξε εξεταστικά το πρόσωπο του, τα μάτια στο χρώμα του δάσους την έκαναν να αναριγήσει, ήταν αυτός. Ήταν ο άντρας που στοίχειωνε τα όνειρα της.
Καθώς κοίταζε τον πρόσωπο του αγγέλου της, η ματιά της έπεσε φευγαλέα σε μια πολύ γνώριμη φιγούρα που έτρεχε στον δρόμο απέναντι. Χωρίς να χάσει χρόνο παραμέρισε ελάχιστο τον Λίαμ και άρχισε να τρέχει προς την κατεύθυνση που είδε το άτομο εκείνο, ευχόμενη να ήταν ο Τζάκσον
«Τζάκσον!» φώναξε η Ολίβια καθώς δεν μπορούσε να τρέξει άλλο. Το οξυγόνο δεν ήταν πια αρκετό και τα πόδια της δεν άντεχαν άλλο. Είχε σκουριάσει «Τζάκσον!» φώναξε ξεψυχισμένα για ακόμα μία φορά, ακουμπώντας την πλάτη της στον τοίχο δίπλα της, σε μια απελπισμένη προσπάθεια να χαλαρώσει και να ρυθμίσει την αναπνοή της. Το άτομο που κυνηγούσε δεν βρισκόταν πουθενά έτσι όντας κουρασμένη κάθισε στο πάτωμα αγκαλιάζοντας τα γόνατα της. Δεν ήξερε πόση ώρα βρισκόταν εκεί. Η ησυχία που επικρατούσε στον χώρο διακόπηκε απότομα από τον ήχο του κινητού της. Βλέποντας το όνομα της μητέρας της να αναγράφεται στην φωτεινή οθόνη ένα κύμα ανακούφισης κατέκλυσε το σώμα της, ελπίζοντας πως ο αδελφός της γύρισε σπίτι και πως επιτέλους θα γυρνούσε και η ίδια να ξεκουραστεί.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top