Κεφάλαιο 1/ Μέρος 2

«Κόρη μου τον βρήκες;» την ρώτησε γεμάτη αγωνία. Οι λέξεις αυτές σαν καρφιά έπεσαν πάνω της μεγαλώνοντας την αγανάκτηση αλλά και την οργή της. Πήρε μια βαθιά ανάσα πριν μιλήσει για να καταλαγιάσει τα συναισθήματα της. «Όχι μαμά αλλά ψάχνω. Θα τον βρω μην ανησυχείς.» απάντησε και προσπάθησε σιγά σιγά να σηκωθεί από το τσιμεντένιο πάτωμα. «Σε κλείνω τώρα μαμά, πάω να συνεχίσω την αναζήτηση.»

Όσο περπατούσε κινούνταν όλο και βαθιά μέσα στα σκοτεινά σοκάκια της πόλης. Αγκάλιασε το σώμα της και ακάθεκτη συνέχισε να προχωράει. «Αν σε πιάσω στα χέρια μου Τζάκσον δεν θα βγεις ζωντανός στο υπόσχομαι» ψιθύρισε ελπίζοντας να βγει ζωντανή από τους δρόμους αυτούς. Καθώς περπατούσε πέρα από τα δικά της βήματα πλέον αισθανόταν πως ήταν και κάποιος άλλος πίσω της, τα βήματα του οποίου ήταν βαριά και σίγουρα. Ασυναίσθητα επιτάχυνε το βήμα της καθώς κρύος ιδρώτας έλουσε το κορμί της. Ένιωθε πως η καρδιά της πήγαινε να σπάσει όταν κατάλαβε πως και ο άγνωστος άντρας επιτάχυνε και αυτός το βήμα του. Την στιγμή που πήγε να τρέξει ένιωσε το χέρι του γύρω από τον καρπό της, πήγε να φωνάξει όμως το χέρι του σε κλάσματα δευτερόλεπτα βρέθηκε στο στόμα της εμποδίζοντας την. Την ακούμπησε άτσαλα στον τοίχο με αποτέλεσμα να χτυπήσει ελάχιστα το κεφάλι της. Σφραγίζοντας τα μάτια της άρχισε με το ελεύθερο της χέρι να χτυπάει τον άγνωστο άντρα.

«Ολίβια εγώ είμαι.» ψιθύρισε ο άγνωστος άντρας στο αυτί της.

Μόλις αναγνώρισε την φωνή του αδελφού της σταμάτησε. Το χέρι του απομακρύνθηκε από το στόμα της ενώ η λαβή του στο χέρι της χαλάρωσε. Δεν μπορούσε να δει το πρόσωπο του μέσα από την κουκούλα και το κασκόλ που φορούσε. Εκείνη την στιγμή τα συναισθήματα που την κατέκλυσαν ήταν πολλά αυτά όμως που κυριάρχησαν ήταν η οργή, το μίσος, η ανακούφιση και η χαρά. Από την μια ήθελε να τον αγκαλιάσει και από την άλλη η ιδέα να τον χτυπήσει ακουγόταν πιο δελεαστική, ειδικά μετά από τον τρόμο που πέρασε πριν λίγα δευτερόλεπτα. Οπότε αποφάσισε να κάνει και τα δύο.

Τα χέρια τυλίχτηκαν γύρω από το σώμα του αγκαλιάζοντας τον γλυκά. «Ολί-» πήγε να πει ο Τζάκσον όμως δεν πρόλαβε καθώς μια δυνατή γροθιά τον χτύπησε στο μπράτσο. «Αν τολμήσεις να ξανά κάνεις κάτι τέτοιο. Η επόμενη γροθιά μου δεν θα είναι στο μπράτσο σου» του φώναξε ενώ τα μάτια της πετούσαν φλόγες.

Ο Τζάκσον δεν μίλησε απλά άρπαξε το χέρι της αδελφής του και την κοίταξε επίσης εκνευρισμένος.

Την σιωπή μεταξύ τους την διέκοψε πρώτη η Ολίβια. «Πάρε τα χέρια σου από πάνω μου και πάμε σπίτι.» του είπε και άρχισε να τον τραβάει. Ο Τζάκσον απομάκρυνε το χέρι από το άγγιγμα της και κοντοστάθηκε με χαμηλωμένο κεφάλι. «Τι έκανες πάλι;» τον ρωτάει έτοιμη να τον ξανά χτυπήσει για την παιδιάστικη συμπεριφορά του.

«Δεν μπορεί να με δει η μαμά έτσι.» ήταν το μόνο που είπε καθώς έβγαλε την κουκούλα και το κασκόλ από το κεφάλι του.

Με το χέρι της σήκωσε το πρόσωπό του, το θέαμα που αντίκρισε έκανε το αίμα της να παγώσει. Τα χείλη του ήταν πρησμένα, τα μάτια του είχαν ένα έντονο μοβ χρώμα γύρω τους και ήταν σχεδόν κλειστά από το πρήξιμο. «Είσαι πραγματικά απαράδεκτος. Τώρα θες να σε χτυπήσω ακόμα μια φορά εγώ μπας και μπει ο εγκέφαλος στην θέση του; Τι θα πω στην μαμά; Κόλπος θα της έρθει μόλις σε δει έτσι! Άντε εμένα δεν με υπολογίζεις την μαμά; Δεν την σκέφτηκες πριν να συμμετέχεις στον καυγά;» άρχισε να φωνάζει συγκρατώντας τον εαυτό της να μην τον σύρει και τον πάει στην μητέρα τους.

«Εσύ θα πας από την πόρτα της κουζίνας και θα έρθω να σου ανοίξω μόλις βεβαιωθώ ότι δεν θα σε δει η μαμά. Θα σε πάρω τηλέφωνο να της πεις πως είσαι σε ένα φίλο και θα μείνεις εκεί κάποιες μέρες. Τον λόγο βρες τον εσύ.» είπε αυστηρά στον αδελφό της καθώς πλησίαζαν προς το σπίτι. Χωρίς δεύτερη σκέψη ο αδελφός της έτρεξε προς την πόρτα της κουζίνας προσέχοντας να μην τον δει η μητέρα του.

Μόλις άνοιξε την κεντρική πόρτα η Ολίβια κοίταξε εξεταστικά τον χώρο γύρω της. Είδε την μητέρα της σκυθρωπή να κοιτάζει το κενό.

«Μαμά ήρθα.» είπε απαλά και την πλησίασε αργά.

«Βρήκες τον αδελφό σου;» ρώτησε καθώς φωτίστηκε για λίγα δευτερόλεπτα το πρόσωπο της πριν συνειδητοποιήσει πως ο γιος της δεν είναι μαζί με την Ολίβια.

«Με πήρε τηλέφωνο πριν λίγο και μου είπε πως θα μείνει σε έναν φίλο του.» απάντησε η Ολίβια και έβγαλε το κινητό από την τσέπη της. «Θες να τον πάρω να του μιλήσεις;» πρόσθεσε σχηματίζοντας τον αριθμό του αδελφού της.

«Όχι παιδί μου δεν χρειάζεται. Σε πιστεύω.» είπε απαλά ενώ ένιωθε όλη την ένταση να απομακρύνεται από το σώμα της και να αντικαθίσταται από την κούραση. «Πάω να ξαπλώσω λίγο. Φαγητό δεν έχει, δεν μπόρεσα να ετοιμάσω παρήγγειλε.» πρόσθεσε καθώς σηκωνόταν αργά από την καρέκλα της. Φίλησε την κόρη της στο μάγουλο και απομακρύνθηκε.

«Καλή ξεκούραση μαμά.» φώναξε η Ολίβια καθώς έστελνε ένα μήνυμα στον αδελφό της πως θα του ανοίξει σε ένα τέταρτό την πόρτα.

«Ευχαριστώ κόρη μου. Φάε και ξεκουράσου και εσύ.» απάντησε λίγο πριν κλείσει την πόρτα του δωματίου της.

«Μακάρι να μπορούσα να ξεκουραστώ και εγώ μαμά.» ψιθύρισε στον εαυτό της και ξάπλωσε φαρδύς πλατύς επάνω στον καναπέ, περιμένοντας να περάσει η ώρα για να ανοίξει την πόρτα στον μικρό της αδελφό. Αν και το να τον αφήσει έξω ήταν μια πολύ δελεαστική ιδέα την οποία προς το παρόν αγνόησε.

Λίγο πριν τον αφήσει να εισέλθει στο σπίτι τον έπιασε σφιχτά από το μπράτσο και πλησίασε το κεφάλι της κοντά στο δικό του ψιθυρίζοντας «Άμα το ξανά κάνεις το σημερινό δεν θα σε ξανά καλύψω.»

Ο Τζάκσον κούνησε καταφατικά το κεφάλι του και μόλις η λαβή της αδελφής του χαλάρωσε ανέβηκε τρέχοντας τις σκάλες και κλειδώθηκε στο δωμάτιο του.

«Μην διανοηθείς να βγεις από εκεί.» είπε αφήνοντας του κάποια μπουκάλια με νερό έξω από την πόρτα. «Άνοιξε την πόρτα και πάρε τα μπουκάλια με το νερό μέσα. Και πρόσεχε μην κάνεις φασαρία. Αν και νομίζω αύριο πρέπει να της πεις τι έχει γίνει. Θα ανησυχήσει αλλά τουλάχιστον δεν θα είσαι σαν τον κλέφτη μέσα στο σπίτι.»

Χωρίς να περιμένει απάντηση από τον Τζάκσον κατέβηκε τις σκάλες και κάθισε στο καναπέ του σαλονιού, κοιτάζοντας τον τοίχο απέναντι της. Έκλεισε τα μάτια της και άφησε το μυαλό της να πλανάτε σε κόσμους νέους και μαγικούς. Πίστευε όσο τίποτα στον κόσμο στην αγάπη, σε εκείνο το γλυκό καρδιοχτύπι, σε εκείνα τα άδεια βράδια που το μόνο που μπορεί κανείς να λαχταρά είναι μια γλυκιά αγκαλιά. Είχε ζήσει κάποτε μιαν τέτοια αγάπη βγαλμένη από ένα πικρόγλυκο παραμύθι. Όμως, όπως όλες οι ιστορίες έτσι και η δικιά της έφτασε στο τέλος της. Ένα τέλος που περίμενε και όμως δημιούργησε μια κενό στην καρδιά της καθώς είχε μάθει να είναι γεμάτη και το να την νιώθει κενή ήταν ένα συναίσθημα που δεν της άρεσε.

Με αργές κινήσεις ακούμπησε με το χέρι της το σημείο της καρδιάς της. «Χαίρομαι που ζήσαμε κάτι τέτοιο μαζί.» ψιθύρισε χαμογελώντας αχνά.

Το κινητό της άρχισε να δονείται διακόπτοντας την ροή των αναμνήσεων της. Το πήρε στα χέρια της. Πριν απαντήσει στην κλήση καθάρισε την φωνή της. «Παρακαλώ;»

«Είστε η Ολίβια Πάρκερ;» ακούστηκε μια γλυκιά γυναικεία φωνή από την άλλη άκρη της γραμμής.

«Μάλιστα η ίδια.» απάντησε διστακτικά.

«Καλησπέρα σας, ονομάζομαι Μαρία είμαι η προσωρινή γραμματέας του κυρίου Ριντ. Πήρα να σας ενημερώσω ότι ο κύριος Ριντ σας περιμένει για την προκαθορισμένη συνέντευξη, για την θέση της γραμματέως. Αύριο στις επτά είναι καλά;» την ρώτησε η κοπέλα από την άλλη γραμμή.

«Ναι φυσικά. Αύριο στις επτά θα είμαι εκεί. Καλό σας βράδυ.» της απάντησε και η Ολίβια με την σειρά της. Η ελπίδα άρχισε σταδιακά να αναζωπυρώνεται μέσα της. Είχε ανάγκη από μια δουλειά για να ανακάμψει η ποδοπατημένη αυτοπεποίθηση της.

Μόλις τερμάτισε την συνομιλία με την γραμματέα ανακάθισε στον καναπέ αφήνοντας τον εαυτό της να χαλαρώσει από αυτή την κουραστική μέρα. Αποφάσισε να κρατήσει την συνέντευξη αυτή κρυφή από την οικογένεια της καθώς δεν ήθελε να απογοητεύσει την μητέρα της ακόμα μια φορά.

Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς την σκοτεινή κουζίνα. Άρπαξε στα τυφλά το μπουκάλι με το γαλλικό κρασί μαζί με ένα ποτήρι και γύρισε πίσω στον αναπαυτικό καναπέ της. Γέμισε άτσαλα το ποτήρι με κρασί και άφησε τον εαυτό της να γευτεί αυτό το υπέροχο νέκταρ που με κάθε γουλιά την χαλάρωνε ολοένα και περισσότερο.

Για ακόμα μια φορά το σεντούκι των αναμνήσεων άνοιξε αφήνοντας τες να κατακλύσουν το μυαλό της. Μπροστά της είδε τον πατέρα της, τα μαλλιά του κατάμαυρα ενώ το χαμόγελο του φώτιζε το σκοτεινό αυτό δωμάτιο. Μπροστά του είχε την μικρή Ολίβια. Της μάθαινε να παίζει σκάκι, το οποίο αργότερα έγινε το "παιχνίδι τους". Στιγμές σαν και αυτές αποζητούσε όσο τίποτα στον κόσμο την ζεστή αγκαλιά του.

«Θα έρθω να σε δω κάποια στιγμή μπαμπά...» ψιθύρισε πίνοντας ακόμα μια γουλιά κρασί.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top