Πρόλογος
Το Λα Μάνμπεργκ ήταν έτοιμο να καταρρεύσει. Μετά τον πόλεμο, την ίδρυσή του και την επανάσταση της Πογκτόπια, μόνο το περίβλημα ενός κάποτε περήφανου κράτους είχε απομείνει. Ναι, σιγά-σιγά το ανοικοδομούσαν με κύβους κομμένους με ακρίβεια και φροντίδα, αλλά οι πρόεδροι που το διοικούσαν ήταν νεκροί κι είχαν αφήσει την ηγεσία σε δύο παιδιά. Ο χαρισματικός Γουίλμπερ καθοδηγούσε το λαό με τη ζεστή, απαλή φωνή του και την αυτοπεποίθησή του μέχρι που το στρες και η παράνοια τον οδήγησαν στο χείλος του γκρεμού. Η εκλεγμένη προεδρία του Σλατ ήγησε με αλαζονία και μια κούπα κρασί παρά τα προβλήματα καρδιάς και της υγεία του άνδρα που χειροτέρευαν.
Είχαν αφήσει πίσω τους ένα κατεστραμμένο κράτος στα χέρια δύο ψυχικά τραυματισμένων παιδιών που με το ζόρι μπορούσαν να σταθούν στα πόδια τους. Έπειτα από αυτά, το κράτος αυτό υποτασόταν σε κάθε εντολή, απειλή και θέλω του Ντριμ SMP. Πρώτα ήταν το κράτος ενός τρελού, μετά η χώρα ενός αλκοολικού και τελικά έγινε δούλος ενός σαδιστικού αφέντη.
Συνφλίθηκαν τόσο εύκολα –κάτι που ήταν αναμενόμενο να συμβεί. Δεν είναι ειρωνικό; Τα ιδεώδη του Λα Μάνμπεργκ συνφλίθηκαν μέσα σε μια μέρα και μια νύχτα κάτω από το πόδι ενός μόνο άνδρα. Ενός άνδρα που είχε απελευθερωθεί από τα δεσμά του, που είχε σπάσει ό,τι κλωστές ήταν δεμένες γύρω από τα άκρα τού⠁ενός άνδρα που είχε ανταλλάξει την ψυχή του για απόλυτη εξουσία. Είχαν ηττηθεί από έναν που μπορούσε να χειραγωγήσει όποιον ήθελε χωρίς να τον νοιάξει τι έπρεπε να θυσιάσει όσο ήταν προς όφελός του και κανένας δε μπορούσε να ελέγξει τον ίδιο –αυτό ήταν αδιαμφισβήτητο.
Αυτή η αυτοπεποίθησή του ήταν ο λόγος που ο Τάμπο έσφιγγε διακριτικά τις γροθιές του, τόσο δυνατά που κάρφωνε τις παλάμες του με μισοφέγγαρα. Ακόμα και σε εχθρικό έδαφος, ο Ντριμ καθόταν χαλαρά στην άλλη άκρη του τραπεζιού με την κάτασπρη μάσκα του ανασηκωμένη τόσο δα ώστε να φαίνεται το αλαζονικό χαμόγελό του. Μια στάλα ιδρώτα κύλησε στον κρόταφο του νεαρού προέδρου, τα αρνίσια αυτιά του τινάσονταν νευρικά με κάθε ήχο που ακουγόταν μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο και οι ρίζες των κοντόχοντρων κεράτων πάνω στο κεφάλι του τον έξιναν. Ο Ντριμ ήταν σίγουρος για τη νίκη του και το έδειχνε από τη στάση του σώματός του που δεν ήταν καθόλου σφυγμένη όπως τον άλλων.
Η πένα στα γαντοφορεμένα χέρια του Ράνμπου τσαφουνούσε το χαρτί του βιβλίου, απλώνοντας κατάμαυρο μελάνι όπως κατέγραφε τις λέξεις ως ο στενογράφος αυτής της συνέλευσης. Οι λέξεις που αντάλλαζαν ήταν όροι της συμφωνίας που σιγά-σιγά δημιουργόταν μεταξύ του αφέντη και του δούλου του. Ο νεαρός δε μπορούσε να αποφασίσει αν έπρεπε να καταγράψει αυτό το συμβάν στο πολύτιμο ημερολόγιό του ή όχι⠁αν το αποτέλεσμα θα ήταν καλό να το θυμάται αντί του τι συνέβαινε εκείνη την ώρα. Θα τα ξεχνούσε όλα ούτως ή άλλως.
Και ο Τόμμυ... ακόμα και να μην ήθελε να φανεί, ήταν τρομαγμένος και θυμωμένος με αυτό το μαρτύριο που περνούσαν. Φοβόταν τι θα απέγιναν αυτός κι οι άλλοι, τι αποτέλεσμα θα έβγαινε. Ο φόβος αυτός κατρακύλησε στο στόμα του προτού η συνέλευση είχε καν ξεκινήσει και είχε μετατραπεί σε λέξεις: σε βρισιές και απειλές κατευθυνόμενες πάντα στον άνδρα που ήταν ντυμένος στα πράσινα σαν οι λέξεις να μπορούσαν να τον προστατέψουν. Ο Φάντυ και ο Κουάκιτυ απελπισμένα προσπαθούσαν να τον ηρεμήσουν και ο Τόμμυ έκλεισε το στόμα του για να μην κάνει τη θέση τους χειρότερη αν και ο Ντριμ φαινόταν να το διασκεδάζει με τις χαζομάρες του αγοριού.
Επιτέλους, όταν κατάφεραν να αντιστρέψουν τους όρους έναντι του Ντριμ με τη ξυραφένια λογική του Τόμμυ. Όσο ο Φάντυ και ο Κουάκιτυ γιόρταζαν τον υποτιθέμενο θρίαμβό τους και ο Ντριμ γκρέμιζε το τείχος από οψιδιανό, ο Τάμπο ένιωσε μια μικρή αχτίδα ελπίδας στο στήθος του. Φυσικά, στο μυαλό του κυβερνούσε η αμφισβήτηση, αλλά αυτή η μικρή, λαμπρή αχτίδα πάλευε να μη σβήσει. Όμως, αυτή η πάλη ήταν μάταιη.
Ο Τόμμυ ήταν ένας υπέροχος σύμμαχος όταν έδιωχνε το θυμό του για να σκεφτεί νέες τακτικές στη στιγμή. Είχε χρησιμοποιήσει το τομάρι του Σπίριτ, ένα από τα λίγα πράγματα που ήξεραν πως ο Ντριμ λάτρευε.
Ο Ντριμ, όμως, δεν υποκλινόταν σε κανέναν και ειδικά στον Τόμμυ, στο αγαπημένο του παιχνίδι⠁ στο δικό του παιχνίδι! Αυτό θα ήταν γελοίο κατά τη γνώμη του, δεν ήταν μαζοχιστής. Το τομάρι του νεκρού αλόγου του, του Σπίριτ, του ήταν πολύτιμο... κάποτε. Ήταν ό,τι είχε απομείνει από το θάνατο του ζώου και του ήταν πολύτιμο, αφού αυτό ήταν ένας από τους λιγοστούς φίλους που είχε, αλλά ο Σπίριτ είχε πεθάνει. Λόγο να τον κρατάει πίσω δε βρήκε και το να χάσει λόγω μιας συναισθηματικής σύνδεσης δεν ήταν επιθυμητό. Είχε θρηνήσει αρκετά για το χαμό του φίλου του, τον είχε θάψει και είχε αποφασίσει να συνεχίσει τη ζωή του.
Θα είχε αφήσει μια μόνιμη ψαρίλα στο στόμα του, ένα επίμονο ξύσιμο στο λαιμό του, αν είχε αφήσει τον εαυτό του να χάσει τόσο εύκολα ή να τους αφήσει να σκέφτονται πως θα έκανε πίσω επειδή του μόστραραν ένα τομάρι.
Έπρεπε να το περίμεναν πως μια ιδιοφυία σαν αυτόν θα άνεστρεφε τους όρους όπως τον βόλευαν εκείνον. Αχ, μα αυτός ήταν ο διαχειριστής του διακομιστή –θεωρητικά ήταν θεός!– και μπορούσε να αλλάξει όποιον κανόνα ήθελε, όπως τον ήθελε και να τους διαγράψει με ένα κούνημα του δακτύλου του μπορούσε! Παρόλα αυτά, προτιμούσε τον παραδοσιακό τρόπο, που μάλλον ήταν μία αδυναμία του.
Έπρεπε να το περίμεναν πως η εμμονή του Ντριμ να ελέγχει τους πάντες και τα πάντα θα ήταν το πιο δυνατό χαρακτηριστικό του. Ούτε η ταχύτητα, ούτε η επιδεξιότητά του μπορούσαν να το ανταγωνιστούν.
Τι ηλίθιοι που ήταν. Δεν είχαν σε άλλον να ρίξουν το φταίξιμο παρά τους εαυτούς τους.
Η ψυχή του Τάμπο πονούσε, μέσα στις φλέβες του το αίμα του οργίαζε με πόνο και θυμό. Μπορούσε να γευτεί σίδηρο στην άκρη της γλώσσας του, παρότι κανένας τους δεν ήταν πληγωμένος ή αιμοραγούσε. Κράτησε ένα γενναίο πρόσωπο, όσο ο Ντριμ οδηγούσε τον Τόμμυ μακριά από το σπίτι του και προς την εξορία, για χάρη των άλλων δύο πανικόβλητων αντρών που είχαν προσπαθήσει να του αλλάξουν γνώμη κατά την διαπραγμάτευσή του με τον Ντριμ πάνω στο λεπτό τείχος. Ήθελε να τρέξει πίσω τους τόσο πολύ που η καρδιά του χτυπούσε με ορμή πάνω στα πλευρά του στην όψη του καλύτερού του φίλου να φεύγει. Τα μάτια του δάκρυσαν μα τα έκλεισε, γιατί δεν ήθελε οι άλλοι να δουν τον πρόεδρό τους καταρρακωμένο.
Τα κράτησε κλειστά μέχρι που στεκόταν μόνος του στο τείχος, για το οποίο είχε κανονιστεί να κατεδαφιστεί αφού θα είχε εγκατασταθεί ο Τόμμυ σε ξένο έδαφος. Δεν ήθελε να θυμίσει τον τρελό Γουίλμπερ Σουτ ή τον τυραννικό Σλατ, αλλά αυτό δεν το πέτυχε. Ήταν αδύναμος και ευάλωτος, θραύσματα της ψυχής του ήδη έσπαγαν υπό την πίεση της προεδρίας. Μπορούσε μόνο να ελπίζει πως θα καταλάβαιναν γιατί άφησε να γίνει όλο αυτό⠁πως ο Τόμμυ θα καταλάβαινε και ίσως να τον συγχωρούσε –έστω και λίγο.
Η εξορία δεν ήταν ωραία. Ο Τόμμυ είχε οδηγηθεί μακριά σε ξένα μέρη. Δεν υπήρχε καταφύγιο εκεί που ήταν εκτός από ένα δάσος δρυών που περίφρασσε το ευρύ, πράσινο λιβάδι. Άμμος κάλυπτε μέρος της γης που άφηνε τη θάλασσα να γλείψει το αφράτο χώμα και τα βότσαλα όπου δεν έφτανε η ίδια. Το αεράκι που ερχόταν από το πέλαγος ήταν κρύο και θα μείωνε τις πιθανότητες επιβίωσής του το βράδυ, όταν ο αγέρας θα μετατρέπόταν σε παγωμένες βελόνες. Κάποτε, τα ηλιοβασιλέματα ήταν όμορφα, αλλά ο ήλιος είχε φύγει. Το μόνο πράγμα που ζέστανε τον κόσμο έτρεχε να κρυφτεί από τα προβλήματά του.
Ο Τόμμυ δεν είχε συνηθίσει το κρύο, αφού μέχρι τότε είχε μια σκεπή πάνω από το κεφάλι του και μια φωτιά να του κρατά ζεστές τις παλάμες των χεριών του όποτε τη χρειαζόταν. Στην έρημη γη που μόνο μερικά πρόβατα βοσκούσαν, την οποία θα έπρεπε να αποκαλεί το καινούργιο του σπίτι για ένα αόριστο χρονικό διάστημα, είχε μόνο μια πράσινη, ξεφτισμένη σκηνή (που ο Ντριμ φιλοτιμήθηκε να του δώσει) και ένα πρόχειρο κρεβάτι φτιαγμένο από φύλλα, χαλίκια και μερικές λείες πέτρες που μάζεψε από την παραλία.
Μέρες είχαν περάσει και το θαλασσινό αλάτι είχε καταφέρει να φάει το χρώμα της σκηνής, αφήνοντας στάμπες άσπρου πάνω στον φθαρμένο, πράσινο καμβά. Ήταν καλά για λίγο καιρό. Με κανέναν τριγύρω, μπορούσε πλέον να αφήσει τα δάκρυα που είχαν μαζευτεί μέσα του ελεύθερα να τρέξουν από τα μάτια του και μπορούσε τόσο εύκολα να ξεσπάσει πάνω στα δέντρα όσο έκοβε τους κορμούς τους. Οι ώμοι του δεν ένιωθαν τόσο σφιγμένοι όσο ήταν παλιά και μετά από τόσα και τόσα... ένιωθε ανακουφισμένος. Συνέχισε να νιώθει ανακούφιση μέχρι που ο Ντριμ άρχισε τις καθημερινές επισκέψεις.
Όποτε είχε κάνει κάποια πρόοδο, όσο μικρή και να ήταν, όπως να φτιάξει πανοπλία ή να χτίσει ένα κανονικό σπίτι, ο Ντριμ ερχόταν και τα ισοπέδωνε όλα. «Βάλε τα πράγματά σου μέσα στην τρύπα, Τόμμυ.» θα απαιτούσε ο Ντριμ, σκάβοντας μια βαθιά τρύπα και τα πράγματά του έμπαιναν εκεί μέσα για να πέσει μετά κι ο δυναμίτης πάνω τους να τα ανατινάξει. Τις πρώτες φορές που συνέβη αυτό, ο Τόμμυ ήταν διστακτικός, αλλά με μερικές απειλές, λύγιζε. Τότε θα έριχνε την πανοπλία του μέσα στην τρύπα χωρίς να λέει λέξη. Ήταν υποτιμητικό, ντροπιαστικό, εξευτελιστικό⠁όλος του ο σκληρός κόπος γινόταν κομμάτια κάθε φορά που ερχόταν ο Ντριμ και είχε μάθει να το επιτρέπει για χάρη δική του και της χώρας που τον είχε εξορίσει.
Με το πέρασμα του χρόνου, θεώρησε τον Ντριμ φίλο του⠁ήταν ο μόνος που νοιάστηκε να τον επισκεφτεί, ο μόνος που έκανε χώρο στο σίγουρα-γεμάτο πρόγραμμά του για να τον δει. Σύντομα έγινε ο καλύτερός του φίλος στην εξορία. Για αυτό δεν είναι οι κολλητοί; Για να σου κρατούν παρέα στις δύσκολες στιγμές σου; Ο Τόμμυ είχε βάλει τον Ντριμ ψηλά μετά από τις πρώτες του μέρες εκεί.
Ωστόσο, υπήρχε αυτό το συναίσθημα πως κάτι έλειπε. Όχι υλικά αγαθά, αλλά ένα κομμάτι του εαυτού του. Του έλειπε ο Τάμπο. Ο θυμός που ένιωθε για τον φίλο είχε μείνει ελάχιστος μέσα στην εβδομάδα που είχε μείνει απομακρυσμένος από τα απομεινάρια της χώρας, αφήνοντας έτσι το συναίσθημα της απώλειας να χωθεί μέσα στην καρδιά του.
Όταν αντιλήφθηκε αυτό, κατάλαβε πως του έλειπαν κι άλλοι άνθρωποι από τη ζωή του. Ο Φιλ, ο Γουίλμπερ (ακόμα κι αν ήταν νεκρός), ο Φάντυ, ο Κουάκιτυ και πολλοί άλλοι. Ακόμα και την προδοσία του Τέκνομπλεϊντ θα συγχωρούσε!
Αυτό ήταν που τον έκανε να ανοίξει τα μάτια του και να φύγει το πέπλο που τον έκρυβε από την πραγματικότητα⠁από την αλήθεια πως είχε χάσει το δρόμο του. Του πήρε μια εβδομάδα και κάτι μέρες για να δει, επιτέλους, τα δεσμά γύρω από τα χέρια του και το κολάρο που έσφιγγε τον λαιμό του.
Έπρεπε να επιστρέψει στο Λα Μάνμπεργκ. Έπρεπε να δραπετεύσει, αλλά πώς ξεφεύγει κάποιος από έναν κολλημένο μανιακό;
Ε, λοιπόν, ο Τόμμυ θα έβρισκε έναν τρόπο.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top