Διαπερνώντας το φράγμα
Λοιπόν, για λόγους ευκολίας στο ανέβασμα των κεφαλαίων αυτή θα είναι η παρουσίαση των παραγράφων (το wattpad δεν με αφήνει να πειράξω την εσοχή της πρώτης γραμμής με το tab κι ενώ στο doc τα έχω γράψει όμορφα κι ωραία, εδώ πρέπει να πατάω space -,-)
---
Ήταν απόγευμα στο Λόγκστεντσαϊρ. Ο ήλιος αποχαιρετούσε από τον ορίζοντα για να φύγει πριν φτάσει η αγάπη του, το φεγγάρι. Ένα κύμα έσκασε πάνω σε μια κοφτερή πέτρα της παραλίας, ψεκάζοντας θάλασσα στον αέρα, που πήρε τις σταγόνες μακριά. Η θερμοκρασία είχε αλλάξει δραστικά μέσα σε λίγα μόνο λεπτά και από αφόρητα ζεστή η νύχτα έγινε κρύα σαν πάγο αφού εξαφανίστηκε το καυτό αστέρι.
Μια φωτιά έκαιγε και η μυρωδιά από τα καυτά κάρβουνα υπερτερούσε από αυτή της θάλασσας. Κρατούσε την ατμόσφαιρα ζεστή και ήρεμη μέσα στη προσπάθεια του ψυχρού αέρα να κάνει τον μικρό τόπο ανυπόφορο. Η φωτιά κρατούσε τα θεριά μακριά, ο καπνός τα έδιωχνε από την θεσπισμένη περιοχή. Λίγα θηρία είχαν απομείνει κι αυτά ήταν μικρά, σχεδόν μικροσκοπικά, και εντελώς ενοχλητικά καθώς τριγυρνούσαν τις φλόγες, όπου μερικά καιγόντουσαν και άλλα έπεφταν σαν μικροί μετεωρίτες. Η φθαρμένη, πράσινη σκηνή με το ζόρι αντιστεκόταν στα στοιχεία της φύσης πλέον και με το παραμικρό κούνημα θα έπεφτε.
Ένα σκούντημα με το δάχτυλο θα την έκανε να πέσει σαν μια πυραμίδα από τράπουλα.
Ο Τόμμυ καθόταν δίπλα στη φωτιά, αφηρημένα να σπρώχνει τα καμένα ξύλα με ένα κλαδάκι για να αναπνεύσει και να βρυχηθεί πιο δυνατά. Είχε χαθεί μέσα στις σκέψεις του, με ένα γόνατο στο στέρνο του, το χέρι του εκεί και το πιγούνι του από πάνω. Το σχέδιο της απόδρασής του από την εξορία έπαιρνε αρκετό από τον χρόνο του κατά τη διάρκεια της νύχτας, αφού σχεδίαζε και σκεφτόταν όσο πιο πολύ κι όσο πιο γρήγορα μπορούσε για να υπολογίσει τα συν και τα πλην μιας τέτοιας κίνησης. Είχαν περάσει κάτι μέρες από τότε που αυτή η σκέψη είχε καθηλωθεί στο μυαλό του, να μην τον αφήνει σε ησυχία και να τον έχει όρθιο να περιπλανιέται γύρω από τη σκηνή.
Ο Ντριμ τον είχε ήδη επισκεφθεί κατά το μεσημεράκι και είχε ανατινάξει ό,τι πράγμα κάποιας αξίας βρήκε με μια δέσμη εκρηκτικών. Έδειχνε πως είχε μια πληθώρα από τέτοια εκεί που έμενε. Ό,τι έμοιαζε ή μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως όπλο είχε καταστραφεί και το αγόρι είχε την ουλή για να το αποδείξει –τον είχε γρατζουνίσει ένα μεγάλο θραύσμα σίδερου στο πρόσωπο από την έκρηξη και είχε αφήσει μια ουλή στο μάγουλο, η οποία είχε κλείσει με ένα κάκαδο (ακόμα το ακουμπούσε με τα δάχτυλα του με μια τάση να θέλει να το ξύσει). Ο άντρας είχε παραμείνει για μερικές ώρες έπειτα, ακολουθώντας τον Τόμμυ σαν ένα χαμένο κουτάβι, όπως αυτός έκανε τις δουλειές του και επέβλεπε τον νεαρό μέχρι που, με βαριά καρδιά, έπρεπε να φύγει.
Από τη μία, αν προσπαθούσε να φύγει, ο Ντριμ σίγουρα θα προσπαθούσε να τον κυνηγήσει τον πρόεδρο του Λα Μάνμπεργκ –όχι, το Νέο Λα Μάνμπεργκ, όπως του είχε πει. Δεν θα άφηνε τον καλύτερό του φίλο, τον Τάμπο, τον μόνο που τον ήξερε καλύτερα κι από τον εαυτό του, να πληγωθεί εξαιτίας της ανευθυνότητάς του. Ο Ντριμ θα προσπαθούσε να πληγώσει τον Τάμπο και όποιον άλλον που ήξερε πως ο Τόμμυ εκτιμούσε και μετά θα πήγαινε για τους αθώους πολίτες που δεν είχαν πάρει μέρος σε αυτό το τρελό μαρτύριο.
Όμως, ήξερε πως ο Τάμπο θα μπορούσε να το διαχειριστεί αυτό. Ήταν πιο υπομονετικός από τον Τόμμυ και μπορούσε να καταφέρει οτιδήποτε με ευγένεια παρά ουρλιαχτά και βρισιές. Με την υποστήριξει των υπόλοιπων, του Φάντυ, του Κουάκιτυ και αυτού του άλλου, του Ράνμπου, ο Τάμπο σίγουρα θα ξεπερνούσε κάθε δυσκολία και δε θα έκανε πίσω στο πεδίο μάχης.
Θα το έκανε, όμως; μια μικρή, λυπητερή φωνούλα στο πίσω μέρος του κεφαλιού του ψιθύρισε. Κατάπιε, η αμφισβήτηση να σκαρφαλώνει πάνω του. Όχι, εμπιστευόταν τον Τάμπο και όλους όσους ήταν στο μέρος του για να τον υποστηρίξουν· δεν ήταν σαν τον Γουίλμπερ.
Από την άλλη τώρα, ο Ντριμ δεν είχε κάτι στην κατοχή του με το οποίο θα μπορούσε να χειραγωγήσει τον Τάμπο. Αν ο Τόμμυ έφευγε, το πρόβλημα με τους δίσκους βινυλίου του θα λυνόταν προσωρινά και ο κίνδυνος να χάσει μία αυθεντική ζωή θα εξαφανιζόταν. Ο Τάμπο θα μπορούσε να δράσει ελεύθερα και αυτό ήταν το καλύτερο αποτέλεσμα που μπορούσε να σκεφτεί. Πίστευε, τουλάχιστον, πως αυτός ο μαριονετίστας δεν είχε βρει νέα νήματα για παιχνίδι.
Οπότε το σχέδιο για να φύγει δεν το απέρριψε.
Διστακτικά, ο Τόμμυ σηκώθηκε και ξεσκόνισε το λιωμένο παντελόνι του και την κάπως τρύπια μπλούζα του. Έπρεπε να βρει έναν τρόπο να αντικαταστήσει τα παλιά ρούχα του μετά που θα 'χει πάει πολύ, πολύ μακριά από το Λόγκστεντ, αφού δε μπορούσε να ξέρει τι καιρός θα τον περίμενε μετά από την απόδρασή του. Μακάρι να μην ήταν χιόνι. Θα πέθαινε από υποθερμία μέσα σε πέντε λεπτά αν κατέληγε σε ένα βαριά χιονισμένο τόπο.
Αν έκανε γρήγορα, θα κάλυπτε μια ικανοποιητική απόσταση μέχρι την επόμενη επίσκεψη του Ντριμ.
Άρπαξε ένα από τα δερμάτινα σακίδια που είχε μείνει άθικτο και ξεκίνησε να μαζεύει τα απαραίτητα: φαγητό μακράς διαρκείας, δερμάτινα φλασκιά για νερό (όσα βρήκε γεμάτα –για κάποιο λόγο υπήρχαν αρκετά), ζεστές κουβέρτες, ρολά γάζας για τυχόν ατυχήματα και φίλτρα θεραπείας που κάπως είχαν καταλήξει στα υπάρχοντά του. Έπρεπε να είναι αρκετά για ένα ταξίδι το πολύ μιας βδομάδας αν μοίραζε το φαγητό και το νερό καλά –αν δεν πέθαινε από ένα τέρας στο δρόμο, φυσικά. Ίσως θα έβρισκε ένα άλογο και μια σέλα, ή θα καβαλούσε χωρίς, και θα έκανε το ταξίδι γρηγορότερα, καλύπτοντας περισσότερο έδαφος από αυτό που είχε προϋπολογίσει.
Ήταν ακόμα μέσα στο μικρό κτίριο που ήταν γεμάτο με βαρέλια, όταν άκουσε τον κατευναστικό ήχο της πύλης του Νέδερ να στρεβλώνει τη μουσική του και να αναστενάζει, σημάνοντας πως κάποιος είχε μόλις βγει από αυτό. Ένα βούισμα από πανικό βρόντηξε μέσα στα αυτιά του νεαρού, τραντάζοντας το κρανίο του λες και θα έσπαγε το κόκκαλο. Ποιος θα μπορούσε να ήταν τέτοια ώρα; σκέφτηκε και ξεροκατάπιε, γλείφοντας το κάτω χείλος του νευρικά. Σίγουρα δε θα ήταν ο Ντριμ! Αυτός ερχόταν μόνο μεσημέρι! ήταν μια λογική σκέψη.
Τότε, μήπως ήταν μια μεταμεσονύχτια επίσκεψη από τους φίλους του;
Ένα κομμάτι του ήθελε να πιστέψει πως όντως ήταν ένας παλιός του φίλος που είχε έρθει με καλές προθέσεις. Αυτό το κομμάτι τρεμόπαιζε με τη θεωρία πως οι φίλοι του ερχόντουσαν όταν ο ίδιος κοιμόταν μέσα στο σκοτάδι για να δουν αν είναι καλά. Είχε αποδείξει πως αυτή η θεωρία ήταν λάθος τόσες πολλές φορές όταν ξενυχτούσε που μερικές φορές έμενε ξάγρυπνος μέχρι το πρωί. Ακόμα, όμως, η ψυχή του είχε μια τοσοδούλα στάλα ελπίδας πως ήταν αληθινή, πως μπορεί να μην ερχόντουσαν για επίσκεψη σε 'κείνα τα ξενύχτια που έστηνε για να τους δει.
Πραγματικά, ήταν λυπητερό και το 'ξερε, αλλά δε μπορούσε να μην το κάνει. Δε μπορούσε να παρατήσει την ελπίδα να δει το πρόσωπο κάποιου άλλου, έπειτα από τόσο καιρό που κοίταζε μέσα στα μαύρα μάτια μιας κάτασπρης μάσκας με ένα άχαρο χαμόγελο.
Ο Τόμμυ έκρυψε το σακίδιο για καλό και για κακό, ρίχνοντας το πίσω από κάτι βαρέλια και καλύπτοντας το με ένα κομμάτι ύφασμα, προσπαθώντας να το κάνει να δείχνει όσο πιο βαρετό μπορούσε. Όποιος είχε καταφτάσει, μπορεί να ήθελε να κλέψει τα πολύτιμα αντικείμενά του ή να τον χλευάσει όπως έκανε ο Ντριμ κατά τη διάρκεια της περασμένης εβδομάδας και δεν θα το άφηνε στην τύχη. Ήταν ευάλωτος, ένας έφηβος δίχως πανοπλία και όπλα, μοιάζοντας άθλιος με τα τρύπια του ρούχα και τα απεριποίητα, λασπωμένα, ξανθά μαλλιά του. Αν άφηνε τον άλλον να πάρει ό,τι χρειαζόταν (εκτός από το έτοιμο σακίδιο), ίσως και να την έβγαζε καθαρή ως ένας μάρτυρας σε μια ληστεία με καμιά αρχή τριγύρω να τον βοηθήσει.
Δεν τον πείραζε και τόσο, ούτως ή άλλος θα έφευγε.
Τελικά δεν ήταν κάποιος από τους φίλους του μα ούτε και κάποιος εχθρός του, ούτε ξένος. Περίμενε να ήταν ο Σάπναπ, ο οποίος θα είχε έρθει με ένα κομμάτι σίδερου και έναν πυρόλιθο για να τα κάνει όλα που είχε φτιάξει με τον Γκόουστμπερ στάχτη και μπούρμπερη, όπως είχε κάνει και με το δάσος έξω από τα τείχη του Λα Μάνμπεργκ στο παρελθόν. Ο Γκόουστμπερ θα είναι τόσο λυπημένος όταν μάθει πως έχω φύγει, σκέφτηκε, αλλά κούνησε το κεφάλι του, φοβισμένος πως η εικόνα του φαντάσματος του Γουίλμπερ να κλαίει μεγάλα, μπλε δάκρυα θα τον έκανε να μείνει εκεί με τον αρρωστημένο μπάσταρδο, τον Ντριμ. Το να κάνει τον Γκόουστμπερ να κλάψει ήταν το τελευταίο που ήθελε, αλλά έπρεπε να φύγει μακριά από εκείνη την πράσινη βούλα.
Μιας και που λέγαμε για 'κείνη την πράσινη βούλα, ο Ντριμ στεκόταν δυσοίωνα δίπλα από την πύλη, το μοβ τόνος της να δίνει στην μαγικά ενισχυμένη πανοπλία του από νεδεράιτ ένα επικύνδηνο σκιαγράφημα. Ο Τόμμυ κοκκάλωσε, ρουφώντας μια ανάσα όπως τα χείλη του σχημάτισαν μια λεπτή ευθεία και τα μάτια του γούρλωσαν από την έκπληξη. Μια ψιθυριστή φωνή μουρμούριζε πως θα ΄πρεπε να το περίμενε πως θα ήταν εκείνος ο αδιάντροπος μαριονετίστας. Αμέσως άλλαξε την έφρασή του σε μία όψη ψυχραιμίας, ακόμα μπερδεμένος από την απρόσμενη (και ανεπιθύμητη) επίσκεψη.
Ο Ντριμ πλησίασε αργά και για την πρώτη φορά από τότε που μπορούσε να θυμηθεί ο Τόμμυ, αβεβαιότητα μπορούσε να διακριθεί στο κανονικά γεμάτο αυτοπεποίθηση βάδισμά του· ένα μικρό παραπάτημα που εύκολα περνούσε απαρατήρητο, αλλά υπήρχε. Η αύρα του άνδρα σχεδόν έλαμπε μπλε από μια νευρικότητα και ανησυχία για κάτι άγνωστο σε όλους εκτός από εκείνον... και αυτό τρόμαζε τον Τόμμυ. Τον τρόμαζε, διότι ποτέ δεν είχε δει τέτοια συναισθήματα στον συνήθως χαλαρό και ομιλητικό άνδρα που τον επισκευόταν καθημερινά και του έκανε παρέα λες και η εξορία ήταν ένα εξοχικό για τον νεαρό και όχι ένα είδος κελιού. Τι έγινε; ήταν το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ο Τόμμυ, αλλά πριν μπορέσει να το ρωτήσει, ο άλλος μίλησε.
«Τόμμυ», ο Ντριμ ξεκίνησε προσεκτικά, μοιάζοντας να σκέφτεται τι ήθελε να πει και πώς.
«Ναι;» ο Τόμμυ τον παρότρυνε με ένα νεύμα, σέρνοντας λίγο τα πόδια του. Ο άλλος ξεφύσησε, μάλλον από ανακούφιση. «Τι είναι, μεγάλε;»
«Κοιμόσουν;», ο Τόμμυ ανασήκωσε το ένα φρύδι του.
«Τώρα θα πήγαινα για ύπνο» αυτό ήταν το ψέμα που σκέφτηκε, κάνοντας τον τόνο του να ακουστεί προσβεβλημένος, παλεύοντας να μη κοπεί ανάμεσα στις λέξεις. Σταύρωσε τα χέρια του κάτω από το στήθος του, τρίβοντας τους αγκώνες του με τις παλάμες των χεριών του υποσεινήδητα. Η φωτιά είχε σβήσει, λεπτές γραμμές καπνού καβαλούσαν τον άνεμο όπως αυτός έφερνε την ψύχρα του για να σκεπάσει ότι ζεστασιά είχε απομείνει. «Τι θέλεις τέτοια ώρα;»
«Λοιπόν, ο διακομιστής κάνει ενημέρωση. Απλώς περνάω από τους πάντες σε περίπτωση που... προκύψει κάποιο σφάλμα» η φωνή του σίγασε προς το τέλος και κοίταξε τον νεαρό με ένα αναποφάσιστο βλέμμα. Μπορεί να ήταν αδύνατο για κάποιον να διαβάσει το πρόσωπο του άνδρα, αφού το έκρυβε με τη μάσκα του, αλλά ο Τόμμυ είχε μάθει να διαβάζει τη γλώσσα του σώματός του τέλεια. Ήξερε πως το στόμα του Ντριμ είχε γυρίσει ανάποδα από τους πεσμένους του ώμους. Τότε, ο άνδρας έκανε ένα γρήγορο νεύμα, ζωντάνεψε στιγμιαία έχοντας καταλάβει πως ο Τόμμυ τον παρατηρούσε. «Χαίρομαι που όλα είναι εντάξει εδώ!»
Α, κάνει τις διαχειριστικές δουλειές του, σκέφτηκε ο Τόμμυ και το βουητό μέσα στ' αυτιά του επιτέλους άρχισε να σβήνει.
«Οκέυ», είπε και γύρισε προς τη σκηνή του, αποχαιρετώντας τον άλλον με ένα χέρι, προσποιώντας τον κουρασμένο με ένα ψεύτικο χασμουργητό. Ίσως έπρεπε να κάνει καβγά που τον αναστάτωσε τόσο αργά μέσα στη νύχτα, αλλά ήθελε να ξεφορτωθεί τον Ντριμ όσο το δυνατόν πιο γρήγορα.
Άκουσε τον Ντριμ να ξεφυσάει με χλευαστικό τρόπο, όμως, και ο Τόμμυ γύρισε να δει τι έκανε. Σχεδόν αμέσως τα μάτια του ήταν ορθάνοιχτα και πανικόβλητα, το ίδιο βουητό να απειλεί την επιστροφή του. Ο άνδρας προχωρούσε προς το πέτρινο κτήριο πίσω από τα καινούργια ξύλινα τείχη από βελανιδιά και σημύδα.
Πανικός τον κατέλαβε.
«Τ– Τι κάνεις εκεί;» ρώτησε ο Τόμμυ όπως ακολούθησε γρήγορα τον Ντριμ, βρίζοντας τον εαυτό του από μέσα του για το τρέμουλο στη φωνή του. Δεν υπήρξε απάντηση καθώς πέρασαν την πόρτα και μπήκαν στο μωβ εσωτερικό του κτιρίου. «Ντριμ;»
Ο Τόμμυ ήταν καλός στο να κρύβει πράγματα και πάντα ήταν σίγουρος για το ταλέντο του στο να κάνει τις κρυψώνες του να φαίνονται φυσιολογικές ή ασήμαντες αρκετά για να προσαρμόζονται στο περιβάλλον. Αυτό το ταλέντο ήταν που είχε σώσει λίγο σίδερο και φαγητό από τον μαριονετίστα μες στην εβδομάδα. Μπορούσε να σκάψει μια λακκούβα αρκετά μεγάλη για να χωρέσει ένα άλογο και στο τέλος θα την έκανε να φαίνεται σαν ένα απλό χωματένιο μονοπάτι. Ήξερε να μην κοιτάει προς τα σημαντικά του αντικείμενα και έτσι να δώσει την κρυψώνα τους μέσα στο κτίριο.
Ωστόσο, όσο καλός ήταν ο Τόμμυ στο να κρύβει πράγματα, ο Ντιμ ήταν άλλο τόσο καλός στο να τα βρίσκει, έστω τα πιο προφανή. Σε χρόνο ρεκόρ, είχε το έτοιμο σακίδιο να κρέμεται από τα δάχτυλά του. Την ζύγισε στο ένα χέρι πριν δει τα περιεχόμενά του. Τότε, γύρισε να αντικρίσει τον νεαρό που ήθελε να τον ανοίξει η γη να τον καταπιεί, και η φωνή του ήταν... ουδέτερη;
Γαμώ, γαμώ, γαμώ–
«Σκόπευες να πας κάπου, Τόμμυ;» ήταν το μόνο που είπε ο Ντριμ, η φωνή του δίχως κάποιο συναίσθημα, αλλά η αύρα του είχε γίνει απειλητική. Μπορούσε να δει την άσπρη μάσκα να σκοτεινιάζει με κάποιο άγριο συναίσθημα που δε μπορούσε να ονομάσει. Προδοσίας; Οργής; Δε μπορούσε να καταλάβει, όμως το ότι τον αγριοκοίταζε ήταν προφανές. Αυτός ο άνθρωπος μπορούσε να ακούγεται όσο απαθής ήθελε, αλλά το πρόσωπο και το πνεύμα του ήταν πολύ εκφραστικά.
«Εγώ– Τι– Όχι! Όχι, μόλις πήγαινα για ύπνο, χαχα!» κόμπιασε ο Τόμμυ, πετάγοντας τα χέρια του μάταια προσπαθώντας να πιάσει το σακίδιο. Ο Ντριμ το κράτησε μακριά του βγαίνοντας από το κτίριο, με ένα κομμάτι σίδερο κι έναν πυρόλιθο στο άδειο του χέρι. Το αγόρι ξεροκατάπιε καθώς έτρεχε πίσω του μπας και προλάβαινε να αποτρέψει αυτό που θα γινόταν.
«Ντριμ, σε παρακαλώ! Απλώς θα πήγαινα μια μικρή εκδρομούλα αύριο! Ήθελα να σου κάνω έκπληξη!», ο Τόμμυ παρακάλεσε, αλλά ο Ντριμ δεν το 'χαψε.
«Έτσι, λοιπόν...» είπε ο Ντριμ απαξιωτικά, ούτε καν να τον νοιάξουν τα παρακάλια του Τόμμυ όσο πλησίαζε μια τρύπα στο απαλό γρασίδι –μια τρύπα ενός κρίπερ που δεν είχε φτιάξει.
Ήταν έτοιμος να πετάξει το σακίδιο μέσα 'κεί, ο πυρόλιθος να περιμένει στο ένα χέρι, αλλά κάτι τον έκανε να τιναχτεί και να κοκκαλώσει. Κι ο Τόμμυ έκανε το ίδιο.
Ήταν ένας ήχος σαν τον κρότο από πυροτεχνήματα που αποτελειόνονταν με ένα εκκωφαντικό μπουμ. Ο νυχτερινός ουρανός άστραψε στιγμιαία, έγινε λαμπρότερος, σχεδόν παραδεισένιος με στριφογυριστά σύννεφα, και τα άστρα πολλαπλασιάστηκαν μέσα σε ένα δευτερόλεπτο πριν να σβήσουν, αφήνοντας τον ουρανό σκοτεινό. Εντούτις, αυτό δεν κράτησε πολύ κι ο Τόμμυ είδε και άκουσε τον Ντριμ να βρίζει μουρμουριστά με την ματιά του κολλημένη στο απέραντο σκοτάδι.
Τότε, υπήρξε φως. Όχι, υπήρξαν πολλά φώτα! Ζωηρά πράσινα καρφιά φωτός που αγωνίζονταν εναντίον του χρόνου προς το διάστημα και εξαφανίζονταν μέσα σε φευγαλέα φούξια και σκούρα κόκκινα. Τα χρώματα χόρευαν πάνω από τα κεφάλια τους, απλώνοντας σε μοτίβα πάνω από το τοπίο σαν την άμμο στον πάτο της θάλασσας. Στριφογύριζαν και χόρευαν σε όμορφες σειρές σαν να μην υπάρχει κανένα πρόβλημα στον κόσμο. Το μπουμ χαμήλωσε σε ένα βουητό, η ατμόσφαιρα που ακολούθησε εις άξια ενός άγιου τίτλου.
Ένα βόρειο σέλας είχε εμφανιστεί.
«Σκατά», μουρμούρισε ο Ντριμ, του οποίου η φωνή έτρεμε με κάτι σαν πανικό.
Το όμορφο φαινόμενο θα είχε κλέψει την πνοή του Τόμμυ αν τα προηγούμενα συμβάντα δεν τον είχαν αναστατώσει έτσι. Είχε ακούσει για τα φώτα αυτά –πιο συγκεκριμένα, είχε διαβάσει για αυτά. Ο Τέκνο είχε ένα βιβλίο για ανεξήγητα φαινόμενα με εικόνες στην Πογκτόπια, το οποίο ο νεαρός είχε στην ποδιά του κάθε βράδυ και κοιτούσε τις εικονογραφήσεις με θαυμασμό. Έτσι είχε τύχει να δει ένα άρθρο για τους μαγευτικούς καταρράκτες φωτός του ουρανού.
Δεν ήξερε τη σημασία του σέλας, όμως. Γιατί πανικοβαλόταν ο Ντριμ;
Ο άνδρας κοίταξε το τριγύρω περιβάλλον, νεύρα να τσιτώνουν και να περνούν τα νοητά τους όρια, ψάχνοντας για κάτι με σμιγμένα φρύδια. Ο Τόμμυ άδραξε τη στιγμή και τον έπιασε στον ύπνο. Το αγόρι γράπωσε το σακίδιο, το τράβηξε και το πήρε από τα χέρια του Ντριμ. Ίσως ήταν μια ανόητη ιδέα, αλλά η δράση είχε ήδη ξεκινήσει και ο νεαρός δεν είχε πρόθεση να την καθυστερήσει.
Ο Τόμμυ έτρεξε σαν τρελός για το δάσος πίσω από τα τείχη του Λόγκστεντ, διαλέγοντας μια βολική γραμμή του ουρανού για να ακολουθήσει. Δεν υπήρχαν μονοπάτια, άρα αυτή η γραμμή θα 'πρεπε να είναι αρκετή για να μη χαθεί. Να χαθεί; Δε θα επέστρεφε, αλλά ήξερε τον δρόμο για το Λα Μάνμπεργκ από την πύλη δίπλα από την χαλασμένη σκηνή.
Άκουγε τον Ντριμ να φωνάζει το όνομά του και εστίασε τα μάτια του μπροστά του, εύχοντας ο αέρας που σφύριζε μέσα στ' αυτιά του να δυναμώσει για να μην ακούει τη φωνή του πρασινούλη. Πίεσε τα πόδια του να τρέξουν πιο γρήγορα παρόλο που ήδη έτρεχε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Το ένα πόδι μετά το άλλο με μια βραχύ συζήτηση μεταξύ των σολών των παπουτσιών του, την χαμηλή βλάστηση και τα ξερά φύλλα στο πάτωμα του δάσους.
Υπήρχε κάτι μπροστά που τον καλούσε: μία μοναδική λεπτή, άσπρη γραμμή στη μέση του δάσους. Ήταν αυτό ένα σφάλμα από την ενημέρωση του διακομιστή; ο Τόμμυ δεν είχε διαβάσει ή ακούσει κάτι για γραμμές που εμφανίζονταν από το πουθενά, άρα μάλλον ήταν ένα σφάλμα. Έκπεμπε μια αφύσικη ζεστασιά που προκαλούσε το κρύο. Ήταν αφύσικο κι όμως φιλόξενο. Ο Τόμμυ εκτίμησε τη ζεστασιά της, αφού τα δάχτυλα του είχαν αρχίσει να χάνουν αίσθηση από το κρύο και του ψιθύρισε παρηγορητικά με μια γλυκιά φωνή να πλησιάσει.
Και αυτό έκανε. Υπάκουσε και ύψωσε το χέρι του, τα κρύα δάχτυλα του τεντωμένα και γαλανά μάτια γεμάτα δέος. «Η περιέργεια σκότωσε τη γάτα» θα 'λεγαν μερικοί ως μια προειδοποίηση να μην πειράζει κανείς αλλόκοτα πράγματα, μα αυτός θα ήταν ο τελευταίος που θα τους άκουγε. Το υπόλοιπο της έκφρασης ήταν «Αλλά έσωσε τον άνθρωπο», σωστά;
Η φωσφορούχα γραμμή έσκασε σαν ένα σπασμένο γράγμα με μυστηριώδη, άσπρες πυγολαμπίδες που σκόρπισαν στον αέρα, ηλεκτρισμός να τις ακολουθεί. Εκεί εμφανίστηκε μια εικόνα που αιωρούταν στον αέρα, κορνιζαρισμένη από ένα λαμπρό κενό: η εικόνα μιας ζούγκλας της οποίας τα φύλλα σκιάζονταν από τον νυχτερινό ουρανό, ήσυχη σαν ένα άθικτο λιβάδι. Είναι αυτό μια πύλη; αναρωτήθηκε ο Τόμμυ, 'Οχι! Πρέπει να είναι ένα σφάλμα, πρέπει να είναι ο λόγος που πανικοβλήθηκε ο Ντριμ, όμως... Αν τον πήγαινε στο οικοσύστημα της ζούγκλας του SMP, στο παλιό κέντρο αγοραπωλησίων; Ήταν επικίνδυνο, πιθανόν θανατηφόρο, αλλά θα μπορούσε να του δώσει αρκετή απόσταση από τον πρασινούλη.
Άκουσε ποδοβολητά –και γρήγορα μάλιστα– να τρέχουν προς αυτόν, συνθλίβοντας τα ίδια φύλλα που είχε ποδοπατήσει εκείνος πριν. Μπορούσε να ακούσει τον Ντριμ να φωνάζει το όνομά του και προειδοποιήσεις κινδύνου αν ακουμπούσε εκείνο το σφάλμα, αλλά πάλι, ο Τόμμυ θα ήταν ο τελευταίος που θα άκουγε.
«Και τι έχω να χάσω;» είπε στον εαυτό του και δίχως δεύτερη σκέψη, πλησίασε το άγνωστο.
Τι θα μπορούσε να πάει στραβά;
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top