Ρουμανία
Ο ποδόγυρος της δερμάτινης καμπαρντίνας μου παρασέρνονταν από τον φουριόζο άνεμο, παράγοντας έναν υπέροχο ήχο, θυμίζοντάς μου πανιά πειρατικού πλοίου. Τα μαλλιά μου παρασέρνονταν και αυτά, με αποτέλεσμα να σηκώνονται μέσα σε έναν στρόβιλο πάνω από το κεφάλι μου. Έκλεισα τα μάτια μου απολαμβάνοντας το χάδι του αέρα στο πρόσωπό μου, γνωρίζοντας πως τον ελέγχει αυτός που απαλά μου δίνει μια σπρωξιά από πίσω. Αυτός που δαμάζει τις θύελλες και τους ανεμοστρόβιλους και αυτός που τις δημιουργεί.
Ανεβαίνω τα σκαλιά που με οδηγούν στο αεροπλάνο, μια εμπειρία που δεν έχω ξαναζήσει, καθώς πάντα βασίζομαι στα δικά μου φτερά. Έχω αγωνία, όχι φόβο, αγωνία.
Οι παλάμες του Ζαάμυ, πλέον κουρνιάζουν στη μέση μου, ωθώντας με να προχωρήσω, την ώρα που η φούρια του ανέμου κόπαζε αισθητά και τα μαλλιά μου έπεφταν πίσω στου ώμους μου απαλά.
Σε λίγο βολευόμασταν στις αναπαυτικές μας θέσεις στο αεροπλάνο, που θα πραγματοποιούσε ένα πολύωρο ταξίδι, πίσω στη Ρουμανία.
Τοποθέτησα τα ακουστικά στα αυτιά μου, ανακαλύπτοντας με έκπληξη το τραγούδι στην play list του κινητού μου, που έφερε αμέσως δάκρυα στα μάτια μου, μιας και το πρόσωπο της Μία, το χαμογελαστό της πρόσωπο, εμφανίστηκε μπρος τα βλέφαρά μου. Five Finger Death Punch - Wrong Side Of Heaven Σιωπηλά δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά μου, καθώς χάζευα τα σύννεφα που έκρυβαν τη γη από κάτω τους. Το κεφάλι του Ζααμαήλ ακούμπησε τον ώμο μου. Τα χείλη μου αυθόρμητα άφησαν το αποτύπωμά τους πάνω στο μέτωπό του. Το μυαλό μου σκοτείνιασε και πριν αποκοιμηθώ μου παρουσίασε την κατεστραμμένη όψη του Ντάνιελ. Δεν κατάφερα να απολαύσω το εναέριο ταξίδι μου, μολονότι ήμουν αρκετά κουρασμένη ώστε να κοιμάμαι καθ' όλη του τη διάρκεια. Η επιδερμίδα του προσώπου μου φιλοξενούσε τα ξεραμένα δάκρυά μου, τα οποία προσπάθησα να απομακρύνω με τις ιδρωμένες μου παλάμες. Τα μάτια μου τσούζανε, λες καιείχαν άμμο μέσα τους. «Ναι, μόλις προσγειωθήκαμε...» άκουσα τον Ζααμαήλ να λέει και έσυρα το βλέμμα μου πάνω του.Είχε το κινητό του ακουμπισμένο στο αυτί του, άκουγα τη φωνή του συνομιλητή του, χωρίς να καταβάλω μεγάλη προσπάθεια. Ήταν ο Σύριος. «Το Hummer του Ντάνιελ είναι στο παρκινγκ του αεροδρομίου, το στάθμευσα αρκετά κοντά στις αφίξεις. Τα κλειδιά είναι στη μίζα, βιάσου. Εγώ έπρεπε να φύγω, είχαμε κι άλλο περιστατικό σε κλείνω. Κάνε γρήγορα φίλε, θα τα πούμε από κοντά» έλεγε βιαστικά και ήχοι μάχης ξεχώριζαν κάπου στο βάθος. Το στομάχι μου σφίχτηκε και μια ανεπαίσθητη βιασύνη με κυρίευσε. «Οκ. Ερχόμαστε»απάντησε ο Ζααμαήλ και πάτησε το κόκκινο κουμπί στην οθόνη του κινητού του. «Έτοιμη;» Με ρώτησε, με την ανησυχία να σκιάζει τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Ένευσα χωρίς να μπω στον κόπο να ανοίξω το στόμα μου, δεν βασιζόμουν στη φωνή μου ξαφνικά.
Εικόνες από τους φίλους μου να αντιμετωπίζουν πλάσματα, σαν και αυτό που παρουσιάστηκε στο υπνοδωμάτιό μου, έφεραν ανατριχίλα στη σπονδυλική μου στήλη. «Μην ανησυχείς... θα τα καταφέρουν» προσπάθησε να με καθησυχάσει εκείνος. Κούνησα το κεφάλι μου δεξιά και αριστερά, σφίγγοντας τα χείλη μου μεταξύ τους. «Πάμε» είπα, αλλά η φωνή μου βγήκε υπερβολικά βραχνή, φέρνοντάς μου έναν ξερόβηχα. Το αγνόησα και σπρώχνοντας τον κόσμου που προσπαθούσε να κατεβάσει τις αποσκευές του από τα πάνω ράφια κινήθηκα προς την έξοδο. Με τον Ζααμαήλ να με ακολουθεί σε κάθε βήμα.
Ευτυχώς που δεν χρειάστηκε να περιμένουμε πολύ ώρα ώστε να πάρουμε τις δικές μας αποσκευές, αν και με ανησυχούσα λίγο εκείνο το πλαστικό κουτί με τα φτερά, ανακουφίστηκα όταν το είδα να εμφανίζεται πίσω από τις μαύρες πλαστικές κουρτίνες.
Όταν αναγνώρισα το αυτοκίνητο του Ντάνιελ από μακριά, ακόμη περισσότερες εικόνες έκαναν επιδρομή μέσα από τις αναμνήσεις μου μαζί τους, μαζί με εκείνον και τη Μία. Κούνησα το κεφάλι μου στην προσπάθεια να τις αποδιώξω και ανάσανα βαθιά τον αέρα της Ρουμανίας. Σκέφτηκα όμως πως ποτέ δεν θα είναι η ίδια με την απουσία των δυό τους να βαραίνει όλο και πιο πολύ την ατμόσφαιρα γύρω μου.
Το χέρι του χάιδεψε απαλά στην αρχή τον σβέρκο μου, έπειτα σύρθηκε στον ώμο μου ασκώντας περισσότερη πίεση. «Καλός σε βρήκαμε Ρουμανία!» Είπε, στον τόνο του απεικονιζόταν όλα όσα ένιωθα και η ίδια.
Η νύχτα ήταν αφέγγαρη, τα αστέρια έλαμπαν φωτίζοντας την ελάχιστα και μέσα στην απόλυτη ησυχία της άκουσα τον χτύπο από αμέτρητα φτερά να διαταράσσουν τον αέρα. Ανταλλάξαμε μια ανήσυχη ματιά με τον Ζααμαήλ πριν μπούμε στο αυτοκίνητο και απομακρυνθούμε από τον χώρο στον οποίο θα βρίσκονταν αρκετοί θνητοί, τα μάτια των οποίων δεν έπρεπε να δουν καμία από τις μάχες μεταξύ καλού και κακού.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top