Ποτέ


Τοκ, τοκ, τοκ, τοκ. Μέρες τώρα ακούω το κάλεσμα. Όσα καρφιά και αν είχα βαρέσει στα σανίδια ώστε η νοητή πόρτα να παραμείνει κλειστή μέσα στο βασανισμένο από σκοτεινές σκέψεις μυαλό μου· ήταν αδύνατον να την συγκρατήσουν. Η ώρα έφτασε.... η πόρτα άνοιξε. Η κατάθλιψη βρήκε τρόπο να διεισδύσει μέσα από τις χαραμάδες, με τον πιο ύπουλο τρόπο, όπως άλλωστε, κάνει πάντα, κάθε φορά που της παρουσιάζεται η παραμικρή ευκαιρία. Αυτή τη φορά όμως δεν με βρίσκει απροετοίμαστη... την περίμενα με ανοιχτές αγκάλες· πλέων γνωρίζω πώς να τη χειριστώ ή καλύτερα να την μεταχειριστώ και να την εκμεταλλευτώ. Όχι κυρία μου δεν θα με βασανίζεις πια εσύ, εγώ θα σε κάνω άνω κάτω, θα σε εξαντλήσω θα σε ξεζουμίσω μέχρι τη στιγμή που θα ικετεύουμε και οι δύο για το έλεος.

Παρατηρούσα τα σύννεφα στον ουρανό να αλλάζουν σχήματα, δεν ξέρω και γω για πόση ώρα. Μετατόπισα το βάρος μου και κατάλαβα ότι το κορμί μου ολόκληρο είχε μουδιάσει ενώ τα άκρα μου είχαν πάθει αγκύλωση από το κρύο και την ακινησία. Το φως του ήλιου έριχνε πορτοκαλί και κόκκινες φλόγες στον ορίζοντα. Χαμογέλασα θλιμμένα στον εαυτό μου. «Τι κάνεις εδώ;» ρώτησα νοερά τον εαυτό μου. Έριξα μια ματιά τριγύρω. Το σκηνικό φυσικά είχε αλλάξει, όταν ήρθα και απόθεσα το ταλαιπωρημένο κορμί μου σε αυτό το παγκάκι, αθλητές έκαναν το καθημερινό τους τζόκινγκ (τα πρόσωπα των περισσοτέρων μου ήταν γνωστά πλέον, αφού τους συναντάω καθημερινά σε αυτό το ίδιο σημείο), μανάδες με τα παιδάκια τους να τρέχουν ανέμελα στα μονοπάτια του πάρκου. Τώρα έβλεπα τα ζευγαράκια να απολαμβάνουν τον περίπατό τους ψιθυρίζοντας τρυφερά γλυκόλογα ο ένας στον άλλον.

Περίμενα τον ήλιο να δύσει, το λυκόφως να καταπιεί τις σκιές, το σκοτάδι να απλώσει τα προστατευτικά πλοκάμια του χαρίζοντας κάλυψη σε πλάσματα που την είχαν ανάγκη, πλάσματα σαν και μένα και πλάσματα πιο σκοτεινά και επικίνδυνα, πλάσματα που περίμενα, όπως πάντα περίμενα.

Πάνε μήνες τώρα από την τελευταία φορά που τον είδα, αν και δεν θα έπρεπε να παραπονιέμαι, βρισκόμασταν εγκλωβισμένοι για έναν ολόκληρο αιώνα μέσα στου κορμούς των δέντρων και δεν παραπονιόμασταν· βέβαια ήταν διαφορετικά, στην ανθρώπινη υπόσταση τα συναισθήματα εκρήγονται σαν λάβα μέσα από ηφαίστειο, που καίει στο πέρασμά της, ότι αγγίζει. Η καρδιά μου έχει γίνει κομμάτια και η ψυχή μου σμπαράλια και είναι αδύνατων να συνεχίσω έτσι. Πίσω από την πλάτη μου η βλάστηση ήταν αρκετά πυκνή, η νύχτα θα μου χάριζε το πέπλο προστασίας της και πήρα την απόφασή μου. «Θα πάω να τον βρω εγώ!»

Ασφάλισα το κινητό μου στην εσωτερική τσέπη της δερμάτινης καμπαρντίνας μου, μάζεψα τα μαλλιά μου σε έναν ψιλό κότσο, ώστε να μη μου δυσκολεύουν την πτήση. Μα πριν ξεδιπλώσω τα φτερά μου, η έκτη αίσθηση χτύπησε το καμπανάκι της και όλο το κορμί μου ανατρίχιασε. Άκουσα έναν γδούπο και στράφηκα προς την κατεύθυνση από την οποία ακούστηκε. Η καρδιά μου ξεκίνησε έναν μαραθώνιο απελπισίας την ώρα που τα γόνατά μου λύγιζαν και ένας κόμπος μου έφραζε το λαιμό. Σύρθηκα γονατιστή γιατί τα πόδια μου δεν με κρατούσαν. Τα κατάμαυρα φτερά του απλώνονταν τριγύρω μου, παντού, τεράστια πλούσια, προστατευτικά. Τα χέρια το ακουμπούσαν το χώμα όπως γονάτιζε σκυφτός. Τα λαμπιρίζουσα μάτια του συνάντησαν τα δικά μου, κάτω από τις πλούσιες αφέλειες που σκέπαζαν το πρόσωπό του. Ήξερα πως και τα δικά μου είχαν αποκτήσει αυτή τη τρομακτική λάμψη που θα τύφλωνε κάθε κοινό θνητό. Ένα αμυδρό χαμόγελο μαλάκωσε κάπως την αγριάδα στο πρόσωπό του, πράγμα που με έκανε να λιώνω σαν κερί. «Επιτέλους» είπα αναστενάζοντας. «Επιτέλους» είπα ξανά, νιώθοντας πλήρης μετά από πολύ καιρό.

Ο Ζααμαήλ σύρθηκε σαν επικίνδυνο ερπετό προς το μέρος μου την ώρα που εγώ παραδιδόμουν στην αγκαλιά της γης. Έκλεισα τα μάτια μου και περίμενα μετρώντας την κάθε κίνησή του, ως που η ανάσα του χάιδευε το λαιμό μου. «Αν δεν ήμουν καθηλωμένη στο έδαφος θα σε τσάκιζα στο ξύλο, που με κρατάς τόσον καιρό σε αναμονή» του είπα αγκομαχώντας. «Που ήσουν;» είπα ξέπνοα. Εκείνος βύθισε το πρόσωπό του στην κοιλάδα του λαιμού και βόγκηξε απολαμβάνοντας για άλλη μία φορά το άρωμά μου. «Μου έλειψες τόσο πολύ» είπε με την βαθειά βραχνή φωνή του. Άνοιξα τα μάτια μου και βρέθηκα να κοιτάζω μέσα στο βάθος των δικών του. «Εσύ να δεις πως μου έλειψες» του απάντησα αν και δεν με ρωτούσε κάτι. Τα χείλη του άγγιξαν τα δικά μου και όλα τα κομμάτια, που ήταν σκορπισμένα μέσα μου βρήκαν τις θέσεις τους συνθέτοντας την ομορφότερη εικόνα του εαυτού μου. Άγγιξα το στήθος του, έπειτα τα χέρια μου ταξίδεψαν ως το αξύριστο πρόσωπό του, εφαρμόζοντας άψογα στα έντονα ζυγωματικά του. Η γη γλιστρούσε από κάτω μου εξαφανίζονταν, τα φτερά του χτυπούσαν αλύπητα τον αέρα, τα δικά μου έτρεμαν κάτω από το δέρμα μου αμπαρωμένα. Τα χέρια του κρατούσαν σφιχτά το παραδομένο σε αυτόν κορμί μου. Το κρύο γινόταν ολοένα και πιο έντονο πράγμα που σήμαινε πως είχαμε πετάξει αρκετά ψιλά. Με μια κλεφτή ματιά είδα τη γη να μοιάζει με μια μικρή μπαλίτσα. Φυσικά δεν χρειαζόμασταν το οξυγόνο είχαμε πάντα τη θεία χάρη να μας στηρίζει και να μας συντηρεί. Δεν χρειαζόταν πια να κουνά τα φτερά του, αιωρούμασταν στο καινό και η ατμόσφαιρά ήταν ανύπαρκτη. Τα άκρα μου εφάρμοσαν πάνω του σαν τα κλωνάρια κισσού που αγκαλιάζει κάθε επιφάνια, είχα ανάγκη να αισθανθώ κάθε εκατοστό του κορμιού του ως που να γίνουμε ένα. Την ίδια ανάγκη φαινόταν να έχει και αυτός αφού τα δάχτυλά του κόντευαν να τρυπήσουν τη σάρκα μου γνωρίζοντας ήδη κάθε εκατοστό της διαδρομής που διέγραφαν· η ανάσα του βεβιασμένη, το στόμα του καυτό και πεινασμένο.

Ξαφνικά το ένα από τα χέρια του έχασε την επαφή του με το δέρμα μου και άκουσα τον χαρακτηριστικό ήχο των δαχτύλων του, που ενεργοποιούσε την τηλεμεταφορά. Προετοιμάστηκα να βρεθώ σε κάποιο παραμυθένιο σκηνικό, αλλά έκανα λάθος. Η πλάτη μου ακουμπούσε στο μαλακό πάπλωμα που ανέδιδε το αγαπημένο μου άρωμα αγνής λεβάντας. Τα μαξιλάρια ήταν σκορπισμένα παντού γύρω μου. Τα πελώρια φτερά του Ζααμαήλ συρρικνώνονταν, εισχωρώντας μέσα στις σχισμές που στόλιζαν τη μυώδη πλάτη του, αν και οι σχισμές αυτές δύσκολα διακρίνονταν μέσα από το περίτεχνο και περίπλοκο τατουάζ του. «Είναι η τελευταία φορά που σε αφήνω για τόσο καιρό» ψιθύρισε πριν δαγκώσει το λοβό του αφτιού μου τρυφερά. «Σου είπα να με πάρεις μαζί σου» του παραπονέθηκα. «Εσύ δεν ήθελες» συνέχισα. «Δεν ήθελα, πραγματικά δεν ήθελα και δε μετανιώνω που σε άφησα πίσω. Η μάχη είχε πολλές απώλειες. Αν ήμασταν και οι δύο εκεί, το μόνο σίγουρο είναι ότι ένας από τους δυό μας θα πέθαινε, στην προσπάθεια να σώσουμε ο ένας τον άλλον· όπως έγινε στην περίπτωση της Μίας...» σταμάτησε απότομα να μουρμουρίζει και κατάλαβα πως του ξέφυγε κάτι τρομακτικό. «Τι είπες;» ρώτησα σαστισμένη και αποτραβήχτηκα. Ο Ζααμαήλ αναστέναξε αποθέτοντας το κεφάλι του στο γυμνό στομάχι μου. «Μόλις σε είδα, χάρηκα τόσο πολύ, ήθελα τόσο πολύ να τα ξεχάσω όλα ερχόμενος εδώ.... και τα ξέχασα βλέποντάς σε» είπε χωρίς να με κοιτάει, έπειτα ανακάθισε στηρίζοντας τους αγκώνες του παράλληλα με τη μέση μου. Με κοίταξε και για πρώτη φορά στη ζωή μου τον έβλεπα τόσο λυπημένο, λάθος, αυτή δεν είναι η σωστή λέξη για να περιγράψω την έκφρασή του. Συντετριμμένος, απεγνωσμένος χαμένος στην απελπισία και κάτι άλλο φοβισμένος. «Γιατί;» Ρώτησα γνωρίζοντας πως έχει ήδη διαβάσει τις σκέψεις μου. «Γιατί φοβάμαι μη σε χάσω, όπως έχασε ο Ντάνιελ τη Μία» είπε. Τα χέρια μου πετάχτηκαν απότομα να καλύψουν μια κραυγή που δεν θα ακουγόταν. «Πως έγινε αυτό;» Πρόλαβα να ρωτήσω πριν τα μάτια μου γεμίσουν με δάκρυα και θολώσει η όρασή μου. «Αλλά τι σημασία έχει...» μονολόγησα στρέφοντας αλλού το βλέμμα μου.

Το υπνοδωμάτιό μου ήταν σκοτεινό με μοναδικό το φως του φανοστάτη του πεζοδρομίου που έριχνε σκιές από κλαδιά και άλλα αντικείμενα πάνω στους τοίχους. «Δεν το χωράει ο νους μου» είπα ανάμεσα στα αναφιλητά. Ο Ζααμαήλ δεν μιλούσε, δεν έλεγε τίποτα, περίμενε υπομονετικά να καταλαγιάσουν τα συναισθήματά μου. «Ο Ντάνιελ» είπα απότομα στέφοντας το βλέμμα μου πάνω του. Εκείνος κούνησε το κεφάλι του πέρα δώθε, κλείνοντας ερμητικά τα μάτια του. «Τι να σου πω, κανείς δεν ξέρει. Η στιγμή που η Μία έπεσε με κομμένο το λαιμό στο έδαφος, σηματοδοτούσε και το τέλος της μάχης. Όλοι οι δαίμονες εξαφανίστηκαν. Στην αρχή Ο Ντάνιελ έπεσε στα γόνατα, έπειτα σύρθηκε σαν να μην είχε τη δύναμη να σταθεί στα πόδια του μέχρι το άψυχο σώμα της Μία. Εκείνη τον κοιτούσε με τα ψυχρά νεκρά μάτια της, που είχαν στερέψει από ζωή» είπε και το βλέμμα του ήταν καρφωμένο σε ένα απροσδιόριστο σημείο, αν και ξέρω πως μπροστά από τα μάτια του αναπαρίσταναν η αιματηρή ανάμνηση. «Καθώς φαίνεται δεν άντεξε, μεταμορφώθηκε σε πάνθηρα και εξαφανίστηκε. Κανείς δεν έχει νέα του» συνέχυσε. Ένα ρίγος τον διαπέρασε. Έκλεισε τα μάτια του αποδιώχνοντας τη εικόνα που είχε σχηματιστεί πίσω από τα βλέφαρά του. Με αγκάλιασε τόσο σφιχτά που μου κόπηκε η ανάσα. «Ούτε στο χειρότερο εχθρό μου...» έκανε μια παύση εισπνέοντας βαθιά μια γερή ποσότητα οξυγόνου «ούτε σε αυτόν...» μουρμούρισε βυθίζοντας το πρόσωπό του στην κοιλότητα του λαιμού μου.

Απομείναμε έτσι για ώρες ολόκληρες, πότε μου διηγούνταν τα όσα είχαν συμβεί κατά τη διάρκεια της μάχης, πότε μέναμε σιωπηλοί και χανόμασταν στις σκέψεις μας. Κάποια στιγμή έκλαιγα με λυγμούς στην ανάμνηση των φίλων που έχασα και της Μία. Ο Ζααμαήλ με κράτησε σφιχτά στην αγκαλιά του, γεμίζοντάς με με τα τρυφερά φιλιά του παντού. «Μου σπαράζεις την καρδιά Άβα μου, σταμάτα να κλαις» μουρμούριζε αισθησιακά με το πρόσωπό του βυθισμένο μέσα στα μαλλιά μου. Γυρίζω τότε και αιχμαλωτίζω το πρόσωπό του μέσα στις παλάμες μου. «Υποσχέσου μου...» του λέω κοιτάζοντάς τον έντονα στα μάτια. «Ότι θέλεις» μου είπε με μισόκλειστα μάτια. Τα χέρια του άνοιγαν δρόμο κάτω από τη μπλούζα μου ανηφορίζοντας. «Ότι θέλεις» είπε ξανά με ακόμη πιο βραχνή φωνή. «Μη με αφήσεις ποτέ, μη με εγκαταλείψεις ποτέ και ποτέ μην πεθάνεις!» Τον παρακάλεσα. Με κοίταξε μπερδεμένος πριν μιλήσει. «Άβη μου... το μόνο που μπορώ να σου πω είναι ότι σ'αγαπώ, σ'αγαπώ περισσότερο από οτιδήποτε στον κόσμο, περισσότερο από την ίδια μου τη ζωή. Οπότε δεν μπορώ να σου υποσχεθώ το τελευταίο διότι αν με τη ζωή μου θα πρέπει να υπερασπιστώ τη δική σου, τότε δίχως δεύτερη σκέψη, θα θυσιαστώ. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν σε θέλω πλάι μου κατά τη διάρκεια της μάχης. Όσο για τα υπόλοιπα που μου ζητάς, σου υπόσχομαι... για όσο ζω και ελέγχω ο ίδιος τον εαυτό μου δεν πρόκειται να σε εγκαταλείψω με τη θέλησή μου.... Ποτέ» είπε ενώ με κοίταζε στα μάτια. Τα χέρια μου άρχισαν να τρέμουν και ένα νέο κύμα δακρύων ήταν έτοιμο να σκεπάσει τα μάγουλά μου, αλλά τα χείλη του ορμητικά αιχμαλώτισαν τα δικά μου σε ένα παθιασμένο φιλί, που όμοιό του, νομίζω, δεν είχα νιώσει.

Τα ρούχα μας σκορπισμένα σε όλο το πάτωμα, καθώς ήταν πολλά, αν αναφερθούμε ιδίως στη δερμάτινη στολή του Ζαάμυ μου, που είχε ένα σορό θήκες και εξαρτήματα, λουριά και θηλύκια. «Ζαάμυ μου..» ψιθύρισα μέσα στη παραζάλη μου, μέσα στην ένταση των φιλιών του, ως που το μυαλό μου έσβησε για χάρη του και δεν λειτουργούσε πια. Όπως τα μάτια μου γύριζαν προς τα πίσω από απόλαυση, παρακάλεσα τον Πατέρα μας να δώσει άλλη μια ευκαιρία σε όλες αυτές τις ψυχές των αδερφών μου για άλλη μια ευκαιρία σε αυτήν την όμορφη πλάση που λέγεται Γη. Ευχόμενη να αναστηθούν όπως συνέβη, αιώνες πριν σε μια παρόμοια μάχη. Ευχαρίστησα που με άκουσε, γιατί ξέρω πως πάντα με ακούει αν και πάντα πράττει ανάλογα με τη δική του κρίση.

Τα χέρια του Ζααμαήλ που διεκδικούσαν και το σώμα του που εφάπτονταν με το δικό μου, με επανέφεραν στην στιγμή και χάθηκα ξανά, απολαμβάνοντας το χρόνο που μου είχε απομείνει.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top