Αιμοδιψή χαμόγελα

«Στα κομμάτια... να προσέχεις Άβα» είπε μέσα από τα δόντια του ο Ζαμ. «Και συ» του είπα, με τη σειρά μου, πριν ορμίσουμε και οι δύο έξω από το αυτοκίνητο.

«Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί τόση κινητικότητα;» ρώτησα παγερά, απευθυνόμενη στο πλάσμα που έμοιαζε να στέκεται κάπου στη μέση όλων, εκείνο που μας προσκάλεσε έξω, τόσο προκλητικά. «Μα για να σας αφανίσουμε... όλους εσάς τα καλούλικα πλασματάκια, που δήθεν προστατεύετε τον κόσμο, από εμάς του κακούς. Άλλωστε τι καλύτερο, από δύο μέτωπα την ίδια στιγμή» σύριξε, με την μη ανθρώπινη φωνή του. «Μα το ξέρεις ότι θα είναι πολύ δύσκολο αυτό που ζητάς, δεν το ξέρεις;» του πέταξα εγώ, χαρίζοντάς του ένα από τα πιο ειρωνικά χαμόγελα, που έχω στην συλλογή μου, ταυτόχρονα εμφανίζοντας στα χέρια μου, δύο μεγαλόπρεπα, φλεγόμενα σπαθιά, έτοιμα να ξεσκίσουν τα τερατώδη σώματά τους. «Έλα λοιπόν τι περιμένεις» του πέταξα με δηλητήριο να ποτίζει τις λέξεις, την ώρα που πρόσεξα, πως για μια στιγμή δίστασε μπρος στη θέα των όπλων μου. Τα δικά μου φώτιζαν το δρόμο με μια γαλαζωπή λάμψη, ενώ του Ζααμαήλ, κόκκινη.

Πριν προλάβει οποιοσδήποτε να αντιδράσει, επιτέθηκα. Το σπαθί μου βρήκε αμέσως τον στόχο του και το πλάσμα, που στεκόταν κοντά σε μένα έπεσε ακέφαλο στο χιονισμένο έδαφος, λεκιάζοντας τα πάντα με το πηχτό του αίμα. Ο επόμενος όρμησε με το δικό του σπαθί, μα πάγωσε στη θέση του, όταν το όπλο του μετατράπηκε σε στάχτη, από την επαφή με το δικό μου. «Αχα, νοτισμένα με δαιμονική ενέργεια» σκέφτηκα εύθυμα, θα είναι πιο εύκολο να τους εξοντώσουμε τελικά.

Με την άκρη του ματιού μου είδα, πως ο Ζααμαήλ σκορπούσε ήδη τα άψυχα κορμιά των κατσαρίδων, γύρω του. Το σπαθί μου με μεγάλη ευκολία γλίστρησε, μέσα στο στήθος αυτού, που στεκόταν μπροστά μου. Αισθάνθηκα κίνηση από πίσω, έκανα μια απότομη στροφή, αντιμετωπίζοντας με αστραπιαία ταχύτητα τον επόμενο εχθρό μου, κόβοντάς του το χέρι από τον ώμο, με αποτέλεσμα να χυθεί άφθονο αίμα από την πληγή του, πιτσιλώντας τα ρούχα μου και το πρόσωπό μου. «Χα, δύο ταυτόχρονα» αναφώνησα με ειρωνεία, αντικρούοντας τα χτυπήματά τους, άλλος ένας επιχείρησε να με πλησιάσει από τον αέρα, μέγα λάθος. Τίναξα τα φτερά μου να απελευθερωθούν από τις σχισμές πίσω από την πλάτη μου, σαν αιχμηρές λεπίδες έκοψαν τα δικά του και ένα κύμα κόκκινου υγρού με έλουσε, την ίδια στιγμή τα μέλη των άλλων δύο, αποχωρίζονταν το υπόλοιπο σώμα τους και σωριάζονταν στο αιματοβαμμένο έδαφος.

Εστίασα στον Ζααμαήλ λίγα μέτρα πιο πέρα, που κρατούσε και τον τελευταίο από το λαιμό. Πλησίασα, πατώντας τα πτώματα που είχα σκορπίσει γύρω μου. Γρήγορα ξεμπερδέψαμε, αποφάσισα«Λοιπόν τι λες; Να τον πάρουμε αιχμάλωτο, σαν πειραματόζωο;» με ρώτησε το αγόρι μου, με ένα αιμοδιψή χαμόγελο στο πρόσωπό του.

Δεν πρόλαβα να απαντήσω, γιατί μια τεράστια σκιά έκρυψε τον ουρανό, μα αμέσως κατευθύνθηκε πάνω μας. Ένας φαλακρός αετός, τα φτερά του οποίου, στο άνοιγμά του, αγκάλιαζαν όλο το πεδίο της μικρής μας μάχης.

Δευτερόλεπτα πριν πατήσει την άσφαλτο, πήρε την ανθρώπινη μορφή του, πλησιάζοντας, πάνω στα δύο του πόδια. Η καρδιά μου σφίχτηκε μόλις τον αντίκρισα... έμοιαζε τόσο εκπληκτικά με τον Ντάνιελ. Τα κίτρινα αετίσια μάτια του, επεξεργάζονταν με ζήλο το πλάσμα, που έτρεμε κάτω από το χέρι του Ζαμ. Το χαμόγελό του ξαφνικά έγινε υπερβολικά πλατύ με αποτέλεσμα να φανούν όλα του τα δόντια. «Τι έχουμε εδώ φίλε;» ρώτησε υπερβολικά χαρούμενος ο Σύριος, τρίβοντας ανυπόμονα τα χέρια του μεταξύ τους. «Μόλις έλεγα στην Άβα, να τον πάρουμε αιχμάλωτο, τι λες και συ;» απάντησε ο δικός μου, λες και πέτυχε το καλύτερο κυνήγι. «Και το ρωτάς! Εγώ ήρθα να δώσω ένα χεράκι βοηθείας, μα βλέπω τα καταφέρατε και μόνοι σας μια χαρά» ανταποκρίθηκε ο Σύριος και έστρεψε το βλέμμα του πάνω μου. «Άββατον, καλή μου, πως είσαι έτσι; Έλεγα να σε πάρω μια αγκαλιά μα... με τίποτα. Δεν είχαν νερό στα μέρη σας και είπες να λουστείς με αίμα;» είπε γελώντας. Του χαμογέλασα και αισθάνθηκα, από τα φρύδια μου να στάζουν κόκκινες σταγόνες. Ο Σύριος και τα αστειάκια του.

«Έχει μια λίμνη εδώ κοντά, να πεταχτώ να σου φέρω λίγο νερό να πλύνεις τα μούτρα σου;» πρότεινε ο Σύριος. Τον κοίταξα μπερδεμένη. «Με το ράμφος μου» είπε και γύρισε αποδοκιμαστικά τα μάτια του προς τα πάνω. Ένευσα, δεν ήθελα να μιλήσω, θα γέμιζε το στόμα μου με το αίμα των κατσαρίδων.

Ο Σύριος λύγησε τα γόνατά του και πήδηξε ψιλά πάνω στον ουρανό, ανοίγοντας τα πελώρια φτερά του από πάνω μας. Έκανα μερικά βήματα μακριά από τον Ζααμαήλ, γνωρίζοντας πως, κάποια βλακεία θα έκανε πάλι ο Σύριος. Κρίμα θα' ταν, να λερωθεί και ο Ζαμ από το χαμό που δημιούργησα.

Πράγματι, μερικά λεπτά αργότερα, έπεσε πάνω μου σαν από κουβά, μια τεράστια ποσότητα νερού και το γέλιο του Σύριου αντήχησε παντού γύρω μου. Είχα τα μάτια μου κλειστά και η έκφρασή μου σίγουρα έδειχνε δυσαρεστημένη. «Ζαμ» ήταν το μόνο που κατάφερα να αρθρώσω, μέσα από τα δόντια μου. Δεν χρειαζόταν περεταίρω εξηγήσεις, ήξερε τι έπρεπε να κάνει.

Μια ριπή αέρα συγκρούστηκε με το σώμα μου, με απίστευτη ταχύτητα, παρασέρνοντας κάθε σταγόνα νερού μακριά μου. Τίναξα τα μαλλιά μου και άνοιξα τα μάτια μου, απαλλαγμένη πλέον από τις βρομιές.

«Στο πορτμπαγκάζ έχει σχοινιά, πάω να τα φέρω» είπε ο Σύριος μη μπορώντας να συγκρατήσει το εκνευριστικό γέλιο του.

«Σύριε... η άλλη επίθεση που πραγματοποιήθηκε;» ρώτησε ο Ζαμ με περιέργεια. «Κοντά στη βάση» το γέλιο του κόπηκε απότομα. «Και... πως πήγε;» συνέχυσε ο άγγελός μου. «Όπως και δω, μόνο που ήταν πολύ περισσότεροι, μα το καλό είναι ότι ούτε και κει είχαμε απώλειες» τον διαβεβαίωσε ο άλλος. «Ωραία» είπε ο Ζαμ ανακουφισμένος. «Άλλα κάτι μου λέει, πως έπονται χειρότερες μέρες από τη σημερινή» βιάστηκε να του αλλοιώσει την ευδαιμονία ο άλλοςςςς.

«Πρέπει να καθαρίσουμε αυτό το χάλι» είπα εγώ, το βλέμμα μου αμέσως αιχμαλωτίστηκε από εκείνο του Σύριου, την ώρα που εκείνος τελείωνε τη μεταμόρφωση της κατσαρίδας που κρατούσε ο Ζαμ, σε κουκούλι, τυλιγμένο με σχοινιά. Άνοιξα τα χέρια μου διάπλατα, δείχνοντας το σκηνικό γύρω μου. «Υπονοείς κάτι Άββατον;» με ρώτησε ανασηκώνοντας το αριστερό του φρύδι. «Ακριβώς. Φέρε λίγο νερό, να ξεπλύνουμε τις βρομιές» είπα ανασηκώνοντας τα δικά μου. Όταν λέω βρομιές, εννοώ τις στάχτες στις οποίες, αργά μεταμορφώθηκαν τα πτώματα και το αίμα που σχημάτιζε μια απέραντη κηλίδα στην άσφαλτο. «Καλά λέει η Άβα, αν είχες την ευγενή καλοσύνη..» συμπλήρωσε ο Ζααμαήλ, πιο ευγενικά. Ο Σύριος τον κοίταξε για λίγο, έπειτα κούνησε το κεφάλι του πέρα δώθε, έκανε όμως άλμα προς τον ουρανό και εξαφανίστηκε.

Λίγη ώρα αργότερα, ο δρόμος ήταν καθαρός και με τη βοήθεια του αέρα ο Ζααμαήλ σκέπασε στο πλάι του δρόμου με το άφθονο χιόνι, όποιο σημάδι είχε απομείνει από τη μάχη.

«Σε λίγο χαράζει, η νύχτα δεν θα μπορεί να με κρύψει και δεν έχω αρκετή δύναμη για να κρύψω με τη μαγεία τη μορφή μου. Πρέπει να βιαστώ» είπε ο Σύριος ανήσυχος. «Εσείς από την άλλη, μπορείτε να συνεχίσετε το ταξίδι σας, πιο ήρεμα. Δεν θα κάνουν το λάθος να επιτεθούν ξανά, μετά από τόσες απώλειες και πόσο μάλλον την ημέρα» είπε σοβαρά, μα αμέσως άλλαξε η όψη του. «Έλα δω ρε παρεξηγησιάρα, ούτε μια πλάκα δεν μπορούμε να κάνουμε, αμέσως κατεβάζεις τα μούτρα σου» είπε χαρωπά και με πήρε αγκαλιά, αποκολλώντας με από την άσφαλτο. Τα χέρια μου αυτομάτως τυλίχτηκαν γύρω από το λαιμό του. Μου είχαν λείψει οι φίλοι μου, τόσο πολύ και όλη αυτή η ένταση μέσα σε ελάχιστες ώρες, μου προκαλούσε μια αίσθηση πανικού.

«Ε, κοντά τα χέρια σου από τη γυναίκα μου» του πέταξε ξερά ο Ζαμ, αλλά το χαμόγελό του μόνο ένταση που δεν είχε. «Καλά ρε φίλε, πως κάνεις έτσι... δεν θα σου τη κλέψω. Απλά σας πεθύμησα» απολογήθηκε ο φίλος μας. Είχαμε σχεδόν ξεχάσει το κουκούλι κάτω στο έδαφος. Τα αγόρια αγκαλιάστηκαν, πριν ο Σύριος αρπάξει με το ράμφος του την «κατσαρίδα» και ανοίξει τα φτερά του.



"Σημείωση-ελπίζω να αρέσει σε όλους σας αυτό το κεφάλαιο, είναι βέβαια λίγο μακάβριο, αλλά πως αλλιώς θα σας κρατάω σε αγωνία και ένταση, ε; @GewAnt μου, ελπίζω να σου αρέσει πιο πολύ απ' όλους!"

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top