3) οι εφιάλτες μου..
Είχε ξαπλώσει στο κρεβάτι και τον περιμένε..ήξερε πως τώρα έπρεπε να του δωθεί για να μην σηκώσει χέρι πάνω της.
Και όμως αυτός δεν πήγε στο δωμάτιο όλο το βράδυ..
Και αποκοιμήθηκε, στο μυαλό της όμως όσο κοιμόταν έπαιζε ξανά σαν θρίλερ όλο το περιστατικό..
Και έκλαιγε, στον όροφο αυτόν έτυχε να περνάει ο Άλεξ..
Άκουγε τα κλάματα της , τα ξεσπάσματα και οι φωνές της .
" Άσε με , μην με ακουμπάς , μην μου κάνεις κακό σε παρακαλώ "
Και νόμιζε πως ο Έντουαρντ κάτι της κάνει.
Μπουκαρει μέσα στο δωμάτιο , και την βλέπει να κουνιέται στο κρεβάτι.
Την πλησιάζει και προσπαθεί να την ξυπνήσει.
Άλεξ :
Ξυπνα , ξύπνα σε παρακαλώ..
Ξυπνάει και πετάγεται, βλέπει τον Άλεξ και πάλι πετάγεται.
Έλλη :
Μη..μην μου κάνεις κακό..
Άλεξ :
Ηρέμησε , εγώ είμαι..ήταν ένα κακό όνειρο.. νερό!
Φωνάζει σε μια από τις υπηρέτριες του σπιτιού.
Φέρνει νερό και της δίνει να πιει..
Άλεξ :
Πιες λίγο να ηρεμήσεις..
Έλλη :
Ευχαριστώ.
Λέει γλυκά και έπινε το νερό της σιγά σιγά. Ο Άλεξ την κοίταξε, έχουν σχεδόν ίδια ηλικία, ο Αλεξ είναι κάπου στα 24 .
Υπήρχαν πολλά πράγματα για τα οποία δεν ήξερε η Έλλη για την οικογένεια του..
Και δεν ήξερε αν ήταν η στιγμή που έπρεπε να τα μάθει για να τους ξεφορτωθεί ή για να μην τον παντρευτεί.
Ήξερε όμως ότι αν τα πει θα βρει το μπελά του.
Άλεξ :
Ο γάμος ; Από πού κι ως που σε τέτοια ηλικία..;
Έλλη : έπρεπε..
Άλεξ :
Έπρεπε ;
Έλλη :
Έπρεπε ! Μην με ρωτάς.. άσε με μόνη μου.
Του ζητάει , ο Άλεξ κουνάει καταφατικά το κεφάλι του και έφυγε από το δωμάτιο της.
POV ELLHS:
Δεν ήξερα τι να κάνω..
Δεν ήξερα που να τρέξω..
Δεν ήξερα αν ήθελα να μείνω εδώ σε αυτόν τον άντρα.
Ένιωθα μέσα μου νεκρή..
Νεκρή από αισθήματα
Νεκρή σωματικά
Νεκρή για να χαμογελάσω κάποτε.
" ΠΑΛΙ ΑΥΤΑ ΤΑ ΚΑΚΟΜΑΘΗΜΈΝΑ ΑΔΈΛΦΙΑ!;"
Ακούω να φωνάζουν στο σπίτι, βγαίνω έξω από το δωμάτιο.
Ποια αδέλφια;σκέφτηκα..
Βλέπω τον Άλεξ να έρχεται προς το δωμάτιο που ήμουν ταραγμένος.
" Πολύ νωρίς για εσένα αυτά. Ελπίζω να μην σε πειράξουν"
Είπε απογοητευμένος ο Άλεξ και έτρεξε προς τα κάτω με ένα όπλο στο χέρι του.
Ταράχτηκα για το όπλο..
Μα..τι είναι όλα αυτά;
Που ζω;
Ποιοι είναι τέλος πάντων;
Κατεβαίνω στο σαλόνι και μέσα σε αυτό βλέπω έναν άντρα , φορούσε μάσκα..
Άλεξ: Αλεχάντρο, φύγε μην μπλεξεις..
Ο τύπος τον κοίταξε και του σήκωσε το όπλο. Φοβήθηκα, δεν τα μπορώ αυτά.
Έχει και ο πατέρας μου..
Αλλά ποτέ δεν θα ακουμπουσα όπλο.
Ο τύπος με κοιτούσε ώρα, φαινόντουσαν μόνο τα μάτια του. Κρύφτηκα πίσω από ένα μεγάλο βάζο.
Ο Άλεξ αμύνθηκε επίσης με το όπλο του.
" Φύγε , την τρομάζεις "
Του λέει ο Άλεξ και τύπος απτόητος συνέχισε να τον σημαδεύει.
" Που είναι ο αδελφός σου ρωτάω Άλεξ. Μην με κάνεις να το επαναλάβω, δεν το έχω σε τίποτα να σε πυροβολήσω!"
Του λέει με μια βαριά και ατρόμητη φωνή.
Τα λεγόμενα του ήταν αληθινά.
Το εννοούσε.
" Που θες να ξέρω;"
Λέει ο Άλεξ και ακούω πυροβολισμό , έσπασε το παράθυρο.
Ήρθαν οι μπράβοι μέσα και τον σημάδευαν.
" Λέγε!"
Τον ξαναρωταει.
" Που είναι ο γαμημενος ο αδελφός σου!"
Του λέει αυτήν την φορά πρόσωπο με πρόσωπο και του πέρασε το όπλο στον κρόταφο.
Ήταν καλό παιδί..
Τον συμπαθούσα τον Άλεξ.
Ήρθε και με βοήθησε την πρώτη μέρα.
" Πόσες γαμημενες φορές θα σου πω πως δεν είναι αδελφός μου! "
Ορίεται ο Άλεξ στο πρόσωπο του ανθρώπου με την μάσκα.
Μα ποιος στο καλό ήταν;
" Δεν θέλετε με το καλό ε, ωραία "
Τον χτυπάει και πέφτει στο έδαφος.
Τρέχω γρήγορα δίπλα στον πεσμένο Άλεξ.
- τι θέλεις ! Γιατί του φέρεσαι έτσι; Δεν ξέρει που είναι.
Αντί μιλάω και τον βλέπω να με πλησιάζει μαζί με το όπλο.
Τα μάτια του κλειδώθηκαν με τα δικά μου.
Γαμωτο είχε ωραία μάτια.
Ξέρεις αυτό το γαλάζιο της θάλασσας.
Που δεν έχει κυματα, είναι ήρεμη και χαλαρώνεις κοιτάζοντας την.
Όμως αγριευει, αυτό το γαλάζιο των ματιών του γίνεται γκρι.
Ξέρεις όταν ο ουρανός σκοτεινιάζει απότομα από τα γκρίζα σύννεφα..έτσι έμοιαζε.
"Εσύ. Μην. Ανακατεύεσαι."
Έτρωγε τις λέξεις από τα νεύρα του.
" Μια τούφα από τα μαλλιά της και ο Έντουαρντ θα σου κόψει τα χέρια "
Λέει ο Άλεξ έτσι πεσμένος στο έδαφος και κρατούσε το κεφάλι του.
Ο τύπος γέλασε σπαστικα.
" Ω, ναι ε; Οπότε θα έρθει από μόνος του.
Άλεξ , ο αδελφός σου όχι μόνο έβαλε την μύτη του στις δουλειές μου απλά ενόχλησε και τα περισσότερα άτομα της δουλειάς μου. Πιστεύεις ότι θα το αφήσω έτσι. Ειδικά λέγοντας μου ότι θα έρθει από μόνος του αν πείραξω την μικρή από εδώ;"
Χαμογελούσε σπαστικα , έτσι μυρίζομουν αφού δεν μπορούσα να δω το πρόσωπο του. Μόνο τα μάτια του.
Και μου θύμιζαν τόσο τα μάτια του ανθρώπου που με έσωσαν εκείνο το βράδυ.
Στρέφει το όπλο πάνω του και με τραβάει από το μπράτσο.
" Εσύ έρχεσαι ήρεμα μαζί μου!"
Λέει σφίγγοντας το χέρι μου όλο και πιο δυνατά.
Με τραβάει προς το μέρος του και το όπλο του έστριβε σε όποιον προσπαθούσε να μπει εμπόδιο στον δρόμο του.
Τα μάτια μου είχαν βουρκωσει..
" Μην αγχώνεσαι, δεν θα σε πείραξω αν είσαι ήρεμη."
Η ήρεμη φωνή του με έκανε να το πιστέψω, αλλά φοβόμουν..φοβόμουν πολύ , ποιος ήταν ; Γιατί με πήρε.
Άρχισαν όλα να γυρίζουν γύρω μου.
Και έπεσα στο έδαφος.
***
Ακουσα την πόρτα να χτυπιέται δυνατά.
Φωνές γέμισαν την ατμόσφαιρα.
" Είσαι ηλίθιος ; Είσαι ηλίθιος μωρέ ; Τι να την κάνουμε δω ; Αν το μάθει ο μπαμπάς κακομοίρη μου ."
Άκουσα μια αντρική φωνή.
" Παρατάμε , θα τον κάνω να πληρώσει. Θα τους αφήσουμε κοπέλα εκεί; Ξέρεις τι έχει κάνει σε όσες έχει πάει εκεί. Δεν θέλω να την αφήσω στα χέρια του."
Η φωνή του Αλεχάντρο αν θυμάμαι καλά..
" ΚΑΙ ΤΙ ΣΟΥ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΝΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΤΈΨΕΙΣ."
Του λέει με δυνατή φωνή.
Τι του είμαι όντως.. σκέφτηκα..
Και εκείνου του παιδιού που με έσωσε..
Τι του ήμουν άραγε και το έκανε..
"Γι'αυτό πρίν το μάθει ο μπαμπάς , πήγαινε την πίσω!"
Επιμένει η άλλη φωνή.
" Όχι!"
Επιμενει και ο Αλεχάντρο.
Ανοίγω τα μάτια μου και τους αντικρίζω.
Ήταν αυτός , με την μάσκα.
Και ένας άλλος.
Αυτός ήταν ψηλός , φαινόταν μεγάλος.
Είχε γαλάζια μάτια σαν αυτόν και ήταν ντυμένος με μαύρα στιλατα ρούχα.
Ποιοι είναι.
Ανοίγει την πόρτα ένας μικρός , φαινόταν μικρούλης.
15-16-17 κάπου εκεί.
" φέρατε γκόμενα εδώ; "
Λέει ο μικρός μπαίνοντας και κοιτώντας με.
" Να πάρτα Αλεχάντρο! Τώρα την γάμησες"
Φασκελωνει ο μεγάλος άντρας στον τύπο με την μάσκα.
Ο τύπος τον κοίταξε νευρικά .
" Μίχαελ. Ο Ντέρεκ μου δεν θα έλεγε τίποτα στον μπαμπά και την μαμά γι'αυτό. Έτσι αγόρι μου;"
Ανακατεύει τα μαλλιά του μικρού παιδιού του Ντέρεκ όπως αποκάλεσε και ο ίδιος.
" Πόσα μου δίνεις ;"
Ξεκαρδιζεται ο μεγάλος άντρας, ο Μίχαελ.
Ενώ ο Αλεχάντρο δυσανασχετεί και βγάζει από την τσέπη του μια χούφτα με εκατοσταρικα και του δίνει δύο.
" Σαγαπω αδελφέ μου!"
Αγκαλιάζει ο Ντέρεκ ο μικρός τον Αλεχάντρο.
Και με κοιτάζει.
" Αυτός ο τρελός από εδώ , μπορεί να είναι σκληρός, αλλά έχει μεγάλη καρδιά."
Μου χαμογελάει και αφού είδα τα εκατοσταρικα στον αέρα για τον είναι ψεύτικα έφυγε από το δωμάτιο.
***
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top