10) Έλλη!


***
Πηγαίνω δίπλα του.

Με κοίταξε , με ένα βλέμμα αδιαφορίας όμως.

" Φύγε Έλλη , μην μπλέξεις."

Μου λέει με ήρεμη φωνή, είναι εδώ , σχεδόν γυμνός , χωρίς μπλούζα με αίματα παντού. Και το μόνο που τον νοιάζει είναι να μην μπλέξω εγώ.

- θέλω να σε βοηθήσω, όπως εσύ εμένα.

Σκαλωμενος με κοιτάει.

" Που το ξέρεις ότι ήμουν εγώ;"

Με ρωτάει σκαλωμενος.

- τι εννοείς ; Εγώ λέω ότι με έσωσες από τον πατέρα μου και από τον Έντουαρντ.

Ηρεμεί..τι εννοούσε.
Έσκυψε το κεφάλι του και βγάζει έναν ήχο πόνου.

Πηγαίνω δίπλα του , βάζω το χέρι μου στο μάγουλο του και πάω να του βγάλω την μάσκα να πάρει αέρα.

" Ποτέ! ΠΟΤΕ! μην το προσπαθήσεις καν."

Μου λέει νευρικός.

- να πάρεις λίγο αέρα, άσε με να στο βγάλω.

Έβγαλε το μάγουλο του από το χέρι μου.
Δεν μπορώ να τον καταλάβω.
Γιατί δεν την βγάζει ποτέ.

" Όσο κάθεσαι θα μπλέξεις. Πήγαινε, δεν θα μπορέσω να σε σώσω ούτε από τα χέρια του Έντουαρντ, ούτε από του πατέρα σου. Αυτό δεν το κατάφερα, έχεις ήδη σημάδι στα χείλη σου. Δεν μπόρεσα να προστατέψω."

Σηκώνει το βλέμμα του , και με κάρφωσε με τα μάτια του.

Κάθε φορά που με κοιτάει , νιώθω λες και πετάνε πεταλούδες στο στομάχι μου.

Το βλέμμα μου πήγαινε στα χείλη του..
Γιατί κοιτάω τα χείλη του;

Είναι υπέροχος, αυτά τα μάτια του, αυτά τα μάτια σου σε ταξιδεύουν.
Ειρωνία..να σε ταξιδεύουν δύο μάτια,ενώ τα πόδια σου είναι κολλημένα στην γη.

Τι να κάνω; Να τον αφήσω ελεύθερο;

Πάω κοντά του, ακουμπάω τα χέρια του για τα τον ελευθερώσω.

" Φύγε..σε παρακαλώ Έλλη μου. Φύγε."

Κλαίγεται..ο Αλεχάντρο;
Κανείς δεν θα περίμενε ότι ο Αλεχάντρο θέλει να μείνει εδώ.

" Θα με σώσουν τα αδέλφια μου , μην ανησυχείς..πήγαινε."

Μου χαμογελάει, αλλά φαίνεται κουρασμένος. Υποθέτω πως είναι εδώ όλη νύχτα.

- θα έρθουν;

Γελάει..

" Φυσικά! Τα αδέλφια μου δεν με έχουν παρατήσει ποτέ."

Ακούγονται πυροβολισμοί.
Τρομάζω, άρχισαν να τρέμουν τα πόδια μου.

" Μην μου αγχώνεσαι, τα αδέλφια μου είναι. Πήγαινε κρύψου να μην σε καταλάβει ο Έντουαρντ"

Μου λέει και αφού κούνησα το κεφάλι καταφατικά, έτρεξα αμέσως προς την έξοδο.

Όταν βγήκα είδα μπροστά στο σπίτι, ήταν όντως τα αδέλφια του.

Πήγα από την πίσω μεριά, ελπίζω να έχει κάποια δεύτερη πόρτα πίσω να βρεθω κάπου.

Τρέχω προς τα εκεί.
Α να! Τυχερή είμαι.
Μια πόρτα ήταν ήδη εκεί, ελπίζω να μην είναι κλειδωμένη.

Κοιτάω δεξιά , αριστερά μην με δει και κάνεις.

Έβαλα το χέρι μου στο χερούλι και άνοιξα την πόρτα.
Ευτυχώς ήταν ανοιχτή, μπήκα μέσα και είχε έναν διάδρομο, μικρό.

Ο διάδρομος ήταν μέσα στην σκόνη.
Ποιος θα το έλεγε σε ένα τόσο μεγάλο σπίτι με τόσες γυναίκες που καθαρίζουν θα είχαν τόση σκόνη από αυτήν την διαδρομή.

Βλέπω μια πόρτα στο βάθος, και άλλη πόρτα ; Σκέφτηκα..

Πηγαίνω προς τα εκεί, ακουγοντουσαν συζητήσεις..

Ηταν η φωνή του πατέρα του Έντουαρντ.

" Συγγνώμη; Γιατί ανακατεύτηκες; Τι σου είπα; Θα έρθει η ώρα θα πάρεις και εσύ το μερίδιο που σου αξίζει. Ξέρω ότι σαρεσουν οι μικρές. Όπως και με την Ιρίνα. Έτσι και με την καινούργια."

Έχω μείνει με ανοιχτό το στόμα, τι λέει;
Ποια μικρή ;
Τι εννοεί όπως και με την Ιρίνα;

Μίλαγε στο τηλέφωνο δεν μπορούσα να ακούσω απαντήσεις..

" Κύριε , σας παρακαλώ.. μην μου φέρεστε έτσι. Θα σας ξεπληρώσω."

Λέει , βάζω το μάτι μου σε μια γωνιά της πόρτας που υπήρχε εκεί στην άκρη.

Βλέπω ότι ήταν μέσα σε ένα γραφείο, καθόταν σε μια καρέκλα, και μόλις απαντάει αυτό κλείνει το κινητό και το πετάει δυνατα στον τοίχο , έγινε χίλια κομμάτια.

Μπήκε μέσα τρέχοντας ο Άλεξ.

" Ριχάρδε, ο Έντουαρντ είναι έξω φρενών με τους Ρίβερς, θα τους σκοτώσει έναν έναν αν μπορεί , ελάτε έξω , έστω να φοβηθούν."

Ο Ριχάρδος , ο πατέρας του Έντουαρντ τον κοίταξε με απαξιωτικό βλέμμα και του έκανε νόημα να φύγει.

" Ριχάρδο! Σου μιλάω θα τους σκοτώσει..θα μπει φυλακή!"

Αγχωμενος, είχε ιδρώσει από το άγχος του. Ο Έντουαρντ με τα νεύρα που είχε θα μπορούσε να το κάνει όντως.

" Βλέπει να με νοιάζει μικρέ, ας κάνει ότι θέλει. Πάντα του κεφαλιού του κάνει. Αλλά μετά θα ξεμπερδεψει μόνος του εγώ δεν βοηθαω σε τίποτα. Βγες έξω γιατί με ενοχλείς τώρα."

Τον είχε τελείως γραμμένο..
Είναι αυτός πατέρας ;
Γιατί είναι ο δικός σου Έλλη ;
Σκέφτηκα...
Και το βούλωσα.

Βγήκα τρέχοντας μήπως σώσω κάποια κατάσταση, το πολύ πολύ να με πάρει και να με σηκώσει.

Τρέχω προς την μπροστινή πόρτα, και κοιτάω τον Έντουαρντ, είχε το όπλο του στο κεφάλι του μεγάλου γιου της οικογένειας Ρίβερς, στον Μίχαελ.

Μίχαελ:
" Έντουαρντ.."

Έβγαλε με το ζόρι από το στόμα του , τον πίεζε με το όπλο. Θα τον σκότωνε, ο Έντουαρντ δεν φοβόταν. Από όσο τον ήξερα.

Έρχεται ο Νικολάς με τον Αλί , τα δίδυμα.
Έρχονται δίπλα μου.

Νικολάς : μας συγχωρείς, θέλω απλά να σώσω τον αδελφό μου.

Αλί: μόλις τον σώσουμε θα μας σκοτώσει αυτός για αυτό που θα κάνουμε αλλά τέλος πάντων.

Δεν έχω καταλάβει για πιο πραγμα μιλάνε.

Νικολάς : συγγνώμη και πάλι ε !

Αλί: θα σε αφήσουμε να μας δειρεις μαζί με τον Αλεχάντρο μόλις τον βρούμε εντάξει;

Βγάζουν όπλο και τα δύο και με ακινητοποιούν.

ΜΑ ΠΩΣ, ΔΕΝ ΠΉΡΑ ΧΑΜΠΆΡΙ ΤΊΠΟΤΑ!
Δεν με ποναγαν, παρα  μόνο κράταγαν τα χέρια μου ελαφριά και οι δύο όμως με σημάδευαν με το όπλο τους.

Νικολάς :
Αν δεν μας δωσεις τον αδελφό μας.. θα την σκοτώσουμε!

Ο Έντουαρντ γύρισε αμέσως προς το μέρος τους.
Με κοίταξε με ένα βλέμμα...
Που μόνο και μόνο από αυτό άρχισα να βουρκωνω..

Αλί:
Την θέλεις ; Φέρε τον αδελφό μας !

Έρχεται ο Άλεξ και τα χάνει μόλις με βλέπει στα χέρια τους.

Άλεξ :
Η ΚΟΥΝΙΆΔΑ ΜΟΥ!

φώναξε..ο γλυκούλης..γι'αυτό τον συμπαθώ.

Προσποιήθηκα πως φοβάμαι..
Έπρεπε να  σωθεί ο Αλεχάντρο..
Δεν ξέρω έτσι αισθάνομαι.

Ο Έντουαρντ εκνευρίζεται, και από εκεί που δεν τον περιμένει ο Μίχαελ του ορμάει, του παίρνει το όπλο , τον χτυπάει στην μούρη και τον αφήνει σχεδόν αναίσθητο στο πάτωμα.

Δεν ξέρω γιατί πονάω και όσο βλέπω τον Έντουαρντ στο έδαφος..
Μα τι έχω πάθει ;

Γιατί νοιάζομαι για όλους και κανείς για εμένα ;

Κάνω νόημα στα δίδυμα ότι θα γίνουμε αν πάθει κάτι ο Έντουαρντ, και επίσης αυτά κάνανε στον μεγάλο τους αδελφό.

Άλεξ :
Θα σας πω που είναι , αλλά αφήνεται και την Έλλη και τον Έντουαρντ ήσυχο.
Και θα μείνετε μακριά από την οικογένεια μας.

Μίχαελ:
Λέγε εσύ και άσε τις απειλές.

Άλεξ :
Αφήστε την κουνιάδα μου.

Μίχαελ :
Άμα δεν βεβαιωθουμε ότι είναι καλά δεν την αφήνουμε.

Έντουαρντ:
Στην αποθήκη.

Βγάζει από το στόμα του καθώς σηκώνεται, τα δίδυμα δεν με αφήνουν. Με τραβάνε μαζί τους στην αποθήκη, μας ακολουθεί ο Έντουαρντ με τον Άλεξ.

Ανοίγουν την πόρτα , και μπαίνει μέσα ο Ρόμπερτ, ο κατά δύο χρόνια  μικρότερος των διδύμων..

Τον βλέπει, κόβει τα σκοινιά με το μαχαίρι του και ο Αλεχάντρο βγαίνει έξω , με βλέπει στα χέρια των διδύμων.

" ΕΊΣΤΕ ΤΡΕΛΟΙ;"

φωνάζει στα δίδυμα.

Αλί+ Νικολάς: ΣΥΓΓΝΏΜΗ ΑΔΕΛΦΈ!

με αφήνουν απότομα και τρέχουν πίσω από τον Μίχαελ, τον μεγάλο αδελφό.

Ο Έντουαρντ τρέχει δίπλα μου και με βάζει πίσω του.

Ο Αλεχάντρο σκουπίζεται, και γελάγε σαν τρελός.

Καρφώνει τα μάτια πάνω μου.

" Μην την κοιτάς "

Λέει νευρικά ο Έντουαρντ.

" Έντουαρντ..πότε θα καταλάβεις... Όταν μια γυναίκα σε θέλει..κάθεται μαζί σου , δεν σε παρατάει για κάποιον άλλον."

Λέει ο Αλεχάντρο στον Έντουαρντ.
Για ποια λέει;

" Δεν με παράτησε, την έκλεψες!"

Του λέει ο Έντουαρντ νευριασμένος.

" Δεν την έκλεψα ρε ηλίθιε, ο πατέρας σου την έκλεψε από εσένα , ήρθε να την σώσω! "

Του φωνάζει ο Αλεχάντρο.

" ΕΣΥ ΤΗΝ ΕΚΛΕΨΕΣ! ΚΑΙ ΘΑ ΠΛΗΡΏΣΕΙΣ ΓΙΑ ΑΥΤΟ."

ο Έντουαρντ νευριάζει και τον πλησιάζει.

- δεν την έκλεψε, άκουσα τον Αλέξη Ριχάρδο στο τηλέφωνο σήμερα!

Λέω και όλοι άρχισαν να με κοιτάνε, σταμάτησαν ότι είχαν να κάνουν και με κοιτάζανε στα μάτια.

Ριχάρδος:
"Και τι άκουσες μικρή δεσποινίς;"

****






Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top