Κεφαλαιο 69ο
Έμιλι στο κάπου...
Δεν ξέρω αν έχω μυαλό εδώ που βρίσκομαι.Για να σκέφτομαι έχω.
Δεν ξέρω όμως αν υπάρχει ,όπως και στη πραγματικότητα.
Δηλαδή για παραδειγμα ,αν κάποιος μου άνοιγε το κεφάλι,θα το έβρισκε μεσα;
Ή θα υπήρχε ένα κενο;Αερας;Η ψυχή μου;
Γιατί δεν ξέρω καν αν έχω υποσταση σε αυτό το μέρος.
Αν είμαι από ύλη.
Αλλά εφόσον σκέφτομαι ,έχω μυαλό.
Και αφού έχω μυαλό μπορώ να το λειτουργήσω.
Αν δεν καεί.
Όπως τώρα.
Εγώ πέθανα.
Πίστευα πως θα πάω στον παράδεισο.
Αλλά για κάποιο λόγο βρίσκομαι σε αυτό το περίεργο μέρος.
Πολεμάω σκιές.
Βλέπω φανταστικά πλάσματα ,μεγαλώνω παιδιά που θα πρέπει να κατέβουν στη γη .
Και τώρα μιλάω με μάγισσες.
ΜΑΓΙΣΣΕΣ.
Ειχα τραβήξει τα όρια μου, με τις νύμφες και τα ξωτικά.
Αλλά τώρα;Μάγισσες;
Τι αμαρτίες πληρωνω;
Δεν μπορούσα να επεξεργαστώ όλες τις πληροφορίες που μου έλεγε εκείνη η γυναίκα η Βεατρικη.
Όταν ήταν ζωντανή ήταν συνδεδεμένη κάπως με αυτό το μέρος και το ελάφι.
Η πηγη των ψυχων το αποκάλεσε.
Η πηγή της ζωής.
Η ιστορία της ήταν κάπως τραγική.
Ερωτευτικε ,προδοθηκε και αφιέρωσε τη ζωή της στο να πολεμάει την κοινότητα.
Ποτέ μου δεν είχα ακούσει κάτι τέτοιο μέσα όσο βρισκόμουν ανάμεσα τους
Η προφητεία.
Το χάρισμα .
Το ελάφι.
Βέβαια, πολλές φορές ο Γιάννης με έπαιρνε μαζί σε κάτι περίεργες συναντήσεις αλλά πάντα με άφηνε να περιμένω, είτε έξω είτε σε κάποιο δωμάτιο.
"ΜΗ ΚΟΥΝΗΘΕΙΣ ΚΑΙ ΜΗ ΜΙΛΗΣΕΙΣ"με προσταζε.
Θεοί ας κατέβω κάτω να του σπάσω τα μούτρα.
Απλά αφήστε με.
Θα ήθελα πολύ να είμαι όταν θα παίρνει την τελευταία του ανάσα.
Αλλά αυτό είναι ανέφικτο.
Από γενιά σε γενιά κληρονομουνταν το χάρισμα.
Τώρα το είχε η Ξένια.
Τώρα το ελάφι είχε φύγει.
Ένα κουρκούτι το μυαλό μου.
Μέσα στο σπίτι γινόταν ένας πανικός με τραυματισμενα ζωάκια να κλαίνε,καθώς οι γυναίκες αυτών των περίεργων ανθρώπων έτρεχαν για βοήθεια.
Η Βεατρίκη με σύστησε στους περισσότερους.
Κάποιοι από αυτούς ήταν απογονοι της.
Και όλοι με κάποιο τρόπο είχαν το χάρισμα.
Μέσα σε όλο το πανικό είχα και τα δικά μου παλαβά πλασματα να θέλουν να βοηθήσουν.
<<Δώσε μου τον επιδεσμο ηλιθιε δεν ξέρεις να το κάνεις,>>φώναζε ο Άλκης στον Μαξιμο καθώς προσπαθούσαν να δέσουν το πόδι ενός μικρού κάστορα.
<<Ενώ εσύ ξέρεις;Ουτε τα κορδόνια σου δεν ξέρεις να δένεις καλά καλά,ζώον>>.
<<Ε δεν έχετε τον Θεό σας,>>φώναξε η Λήδα και μπήκε ανάμεσα τους .
Άρπαξε τον επιδεσμο και αρχισε να δενει το ποδι του κάστορα ,που τους κοιτούσε μα απορία.
<<Τον φοβηζεται.Παντε να κανετε κατι αλλο ,ελεος.>>.
Εκείνα μουτρωσαν.
Λίγο πιο δίπλα η Βασιλική με τον Ρωμανό βοηθούσαν τη μαμά μου και παραδίπλα ο Βίκτωρ με τη Βαλερία έφερναν κουβέρτες.
Εγώ στηριζομουν στον πάγκο της κουζίνας καθώς ο γέρος έφτιαχνε ζεστη σοκολάτα και η Βεατρικη μου εξηγούσε όλη την ιστορία.
Είχε χάσει την κόρη της
Όχι όμως εδώ.
Εδώ ήταν υπαρκτή.
Τώρα βοηθούσε μια γηραιότερη κυρία να περίθαλψει το τραυματοσμενο φτερό του Κορακιου.
Ο λύκος ήταν ξαπλωμένος δίπλα του.
Έχω έναν λύκο μεσα στο σπίτι, ένα κορακι και όλο το ζωικό βασίλειο.
Τι στο καλό με αυτό το πουλί;
Τι στο καλό με όλα αυτα;
Τέλεια περνάω θα καθαρίζω για μέρες.
Η Βεατρικη κοιτούσε την κόρη της που χαιδευε το κεφαλάκι του πουλιού.
Ήταν ολόιδιες.
<<Είναι τόσο ευτυχισμένη εδώ,>>είπε πίνοντας μια γουλια από την κούπα της.
Χαμογέλασε.
Γευτικε την σοκολάτα και έβγαλε έναν
μουγκρητό.
<<Κανεις την καλύτερη σοκολάτα, >>είπε στον γερο που από πίσω μας γέμιζε τις κούπες.
<<Τιμη μου,>>γέλασε ο Αρίστος.
Εγώ την παρατηρούσα.
Εκτός από όμορφη, ήταν στα αλήθεια μαγευτικη.
Στον τόπο αυτό δεν χωρούσε.
Δεν χωρούσε πουθενά.
Κάποιοι άνθρωποι,κάποιες ψυχές είναι απλά εξωπραγματικες.
Μου εξήγησε πως εμέναν ολοι τους πιο μακριά από εδώ.
Αυτό το μέρος είναι τεράστιο.
Αλλά δεν μπορούσε ούτε η ίδια να προσδιορίσει το τι ηταν.
Ήταν πολυ καιρο εδώ.
Δεν μπορούσε να πάει πουθενά όπως εγώ.
Ούτε καν να επιστρέψει και να ζησει μια άλλη ζωή.
<<Εγώ το επέλεξα. Το ελάφι με ρώτησε αν ήθελα να ζησω ξανά σε έναν άλλο κόσμο.Ειπα όχι,για εκείνη,>>κοίταξε την μικρή.Μαργκαρετ ,έτσι την φωναζε.
<<Δεν θέλει να επιστρέψει,λατρεύει αυτό το μέρος και εγώ δεν θέλω να την αφησω>>.
Περίμενε λίγο ρώτησε το ελάφι τι;
Έχουμε τέτοια επιλογη;
Η αγάπη αυτής της γυναίκας δεν είχε όρια.
Δεν είχε κόσμους.
Απλά υπήρχε.
Λίγο πιο δίπλα ήταν η μαμά της Ξενιας με τον Παναγιωτακη.
Δεν επρπε να είναι εδώ ο μικρός.
Αλλά από ότι κατάλαβα βρισκόταν σε κόμμα ,γιατί ο καργιολης ο πατέρας του κόντεψε να τον σκοτώσει.
Είχα μια ελπίδα όπως και με την Ηρώ πως θα το παλευε και θα επέστρεφε ξανά στο σπίτι του.
Δίπλα της ήταν ένας άντρας κοκκινομάλλης, με τα πιο όμορφα μπλε μάτια που είχα δει ποτέ μου.Άσπρη επιδερμίδα,γεροδεμένος.Το προσωπο του ήταν γλυκό.
Κοιτούσε την Ασπασία με τόσο αγάπη και στοργή.
Εκείνη φωτιζόταν κάθε φορά που του μιλούσε.
Ο άντρας έσκασε ένα χαμόγελο στον μικρό ,καθώς του έδινε μια κούπα σοκολάτα και έπειτα γυρισε να βοηθήσει τους υπόλοιπους.
<<Είναι ο άντρας της.Ο κανονικός,>>μου είπε η Βεατρικη.<<Ο πατέρας της Ξενιας και του αδερφού της ,του αλλου>>.
<<Καπως αισθάνομαι πολύ ευαίσθητη με όλα αυτά.Πολλες πληροφορίες Βεατρικη >>.
<<Θα το συνηθισεις>>.
Προστάτευαν το ελάφι.
Μου είπε πως χωρίς εκείνο δεν θα υπήρχε τίποτα. Ούτε ο κόσμος αυτός ,ούτε η άλλοι.
Όταν την ρώτησα αν το ελαφι ήταν κατι σαν Θεός ,είπε πως δεν το έχει ανακαλύψει ακόμα.
Αλίμονο.
Ίσως ήταν κομμάτι του.
Άλλωστε όλες οι θρησκείες κατέληγαν στο ίδιο ,στην πηγη,αλλά κάθε μία είχε διαφορετική εικόνα για τον Θεό και το Θείο.
Ίσως να ήταν αυτή η πραγματική θεϊκή δύναμη.
Ίσως να ήταν στρατιώτης του.
Εγώ βέβαια σκεφτόμουν και άλλα πράγματα στο μυαλό μου.
Πλέον όλα ήταν πιθανά.
Είχα δει τόσα διαφορετικά πλάσματα που τίποτα δεν μου έκανε εντύπωση.
<<Εχεις δει αγγελους;>>
Ρώτησα στα ξαφνικά.
<<Αγγελους;,>>κατέβασε την κούπα της.
<<Εννοώ πως αν είμαστε στον παράδεισο θα έπρεπε να υπάρχουν ,άλλα δεν έχω δει ούτε εναν>>.
Χαμογέλασε.
<<Φυσικά.Ειναι αληθινοί όσο είμαι εγώ και εσύ.Αλλα δεν είναι όπως τους ξέρουμε με φτερά και πούπουλα.
Είναι τρομακτικοί,>>τιναχτηκε ανατριχιαζοντας.
<<Εχεις δει;>>.
<<Ναι μια φορά νομίζω.Πιστευω πως ήταν κάτι τέτοιο.
Ήμουν στη λίμνη και παρατηρούσα το ελάφι οταν κάτι φωτεινό και τεράστιο κατέβηκε από τους ουρανούς.
Δεν μπορώ να σου περιγράψω πως ήταν, δεν έχω λόγια να στο περιγράψω .
Το μόνο που ήχησε μέσα στο μυαλό μου ήταν η φωνή του."Μη φοβάσαι "μου είπε και πλησιάσε το ελάφι.
Έμεινε για λίγη ώρα εκεί μαζί του.
Ήταν σαν να είχαν μια σιωπηλή συμφωνία και έπειτα εξαφανίστηκε.
Από τότε δεν έχω ξαναδεί κάτι αντίστοιχο>>.
Τέλεια όλα είναι αληθινά δηλαδή.
<<Και γιατί δεν τα βλέπουμε,όλα αυτά;>>Έδειξα με τα χερια μου&& σε εκείνον τον κόσμο, στη Γη και απλά υπάρχουν μόνο σε ιστοριες;>>.
<<Ω,γλυκιά μου ο ανθρώπινος νους δεν είναι έτοιμος για αυτά.Μπορει να τρελαθεί αν μάθει την αλήθεια.
Μόνο μερικοί την ξέρουν και την ζουν.
Άλλωστε η ανθρώπινη ύπαρξη είναι ένας άλλος κόσμος.Ο πιο ομορφος από όλους.
Ο πιο αγαπητός από τον Θεό.
Μόνο που οι ίδιοι οι άνθρωποι δεν τον εκτιμούν.Μαλωνου,κάνουν πολέμους,σκοτώνονται αναμεταξύ τους.
Αλλά παρόλα αυτά υπάρχει τόση αγάπη, τόση χαρά>>.
Άκουγα τα λόγια της με προσοχή.
Κοίταξα γύρω μου.
Τα μικρά μου γελούσαν καθώς είχαν καταφέρει με μαεστρία να τυλίγουν τον κάστορα.
Βέβαια ο καημένος δεν έβλεπε γιατί ο επιδεσμος για κάποιο ανεξήγητο λογο είχε φτάσει μέχρι τα μάτια του.
Η Λυδα καθόταν σκεφτική με το δάχτυλο στο πιγούνι και προσπαθούσε να καταλάβει τι είχε πάει στραβά σε όλη την διαδικασία.
Τα αγόρια δίπλα με τον Βικτωρ μουντζωνονταν και η Βαλερία προσπαθούσε να βρει την άκρη του επιδεσμου για να ξετυλιξει το καημένο το ζώο.
Ο Ρωμανός πιο δίπλα είχε φτιάξει ένα τριαντάφυλλο από χαρτί και το έδειξε σε ένα από τα ξωτικά που με με ενθουσιασμό χτυπούσε τα φτερά της.
Το ένα, γιατί το άλλο προσπαθούσε να το περίθαλψει η Βασιλική που εκνευριζονταν που τις αποσπούσε την προσοχή ο μικρός.
Τριγύρω όλα άρχισαν να φωτίζουν με χαμόγελα.
Ακόμα και το κορακι στεκόταν πλέον καμαρωτο με το ένα φτερό δεμένο,τσιμπωντας την γούνα του λύκου που του γρυλιζε.
Εκείνο κραυγαζε σαν να τον κοροιδευε.
<<Τι το θέλουν το χάρισμα;>>
Ρώτησα.
<<Πιστεύουν πως με αυτό θα κυριαρχήσουν τον κόσμο.Πως τίποτα δεν θα τους σταματήσει αν μπορούν να ελεγχουν την πιο αρχαία δυναμη>>.
<<Ποια είναι αυτη;>>.
<<Το καλό φυσικά.Στην πιο αγνή μορφή του.Την ψυχή.>>.
<<Και οι σκιες;>>.
<<Κάποιοι λένε πως είναι δαίμονες.Αλλοι δημιουργημα του κακού που υπάρχει στους κόσμους.Αλλα εγω πιστεύω πως είναι κάτι το ενδιάμεσο.Το απόλυτο κακό.Γι'αυτο πιστεύω πως ίσως εδώ που είμαστε είναι και η κόλαση και ο παράδεισος μαζι.Γιατι η αιωνια μαχη αναμεταξύ τους δεν σταματα>>.
Ξεφυσηξα.
<<Άρα αν δεν πάρουν το χαρισμα δεν μπορέσουν να κυριαρχησουν;>>
<<Για ένα διάστημα ναι>>.
<<Τι σημαίνει αυτο;Δεν θα καταστραφουν;>>.
<<Εμιλι το σύμπαν χρειάζεται ισορροπία.
Πότε δεν θα πάψει να υπάρχει το κακό.
Όπως και το καλο.
Μπορεί να κερδίσεις ένα πόλεμο ,αλλά ο επόμενος θα είναι στο σκαλί σου την επομενη μερα..
Πάντοτε θα υπάρχει κάποιος που θα θέλει να τον συνεχίσει.Ετσι ήταν,είναι και θα είναι για πάντα. Αλλά όσο υπάρχουν αυτοί ,υπάρχουμε και εμείς και δεν θα πάψουμε ποτε να ειμαστε απέναντι τους>>.
Εγώ απλά θέλω σύνταξη ,το ξαναλέω.
<<Είσαι ετοιμη;>>
Με ρώτησε στα ξαφνικά.
Μειδιασε.
Όλοι γύρω μας είχαν ηρεμισει και πλέον οποίος ήταν τραυματίας είχε τακτοποιηθεί.
<<Για ποιο πράγμα ,>>μισό κατάπια.
<<Να προστατευσουμε το ελάφι >>.
Οριστε;
Δεν μου αρέσει το ύφος της.
Καθόλου όμως.
Τι να προστατευσουμε;
Αυτό έπρεπε να μας προστατευει.
Να είναι εδώ.
Αλλά όχι έπρεπε να φύγει να εκεί που δεν μπορώ να πάω εγώ.
<<Ακόμα αναρωτιέσαι ποιος είναι ο σκοπός σου εδω;Ακόμα δεν το βρηκες;>>
Οχι;
Θα επρεπε;
Μέχρι τώρα πίστευα πως ήταν να προσταευσω τους άλλους κάτω.
Μετά το ελάφι μου έδειξε ακριβώς αυτό.
Σαν φύλακας άγγελος με αποκαλεσε.
Αλλά κάτι μου λέει πως δεν είναι απλά τα πράγματα.
Δεν μου αρέσει το ύφος της καθόλου.
Τι έχει στο μυαλό της;
Μετά από λίγο έμαθα τι είχε στο μυαλό της.
Μια φωτιά στη μέση του λιβαδιού έκαιγε.
Τα ξύλα ακουγονταν να σκάνε.
Ηταν μεγάλη και οι φλόγες τις πετούσαν στον ουρανό.
Όλοι μας παρατηρουσαμε τις γυναικες ντυμένες στα άσπρα πλέον να κρατάνε φαναράκι και να πλησιάζουν την φωτια με αργά βήματα.
Μωβ με απαλο μαύρο ήταν το χρώμα του ουρανού.
Στα δέντρα και γύρω στα χόρτα όλα τα πλάσματα καθοντουσαν.
Ψαλμωδία σε μια αρχαία ακαταλαβιστικη γλώσσα άρχισαν να ακούγονται από τους άντρες που στέκονταν κοντά στη φωτιά φορώντας τις κουκούλες τους.
Δεν καταλάβαινα τι γινόταν.
<<Τι είναι ολο αυτό;>> ρώτησα τη μάνα μου καθώς στεκόταν δίπλα μου με τον γέρο γέρο τα μικρά καθισμένη στο χορτάρι.
<<Τόσο ομορφο,>>ψελισε η Βασιλική με γουρλωμένα μάτια.
<<Είναι τελετή, >>μου απάντησε η μάνα μου.<<Προσπαθούν να έρθουν σε επικοινωνία με το ελαφι να δουν που βρίσκεται για να το βοηθήσουν>>.
<<Και πως θα το κανουν αυτό.Και γιατί το ελάφι εξαφανηστικε;>>.
<<Δεν ξέρω μωρό μου.Η Βεατρικη είναι ανήσυχη. Από ότι κατάλαβα αυτό δεν έχει ξανασυμβεί>>.
<<Ανήσυχη είναι;Η πιο ψύχραιμη από ολους φενεται>>.
<<Είναι δυνατή. Δεν θέλει να δείχνει τις αδυναμία της>>.
<<Και ποια είναι αυτη;>>.
<<Φόβος.Φοβαται πως αυτή τη φορά θα χασουμε>>.
Καθόλου καλό αυτό.
Καθόλου μα ,καθόλου.
Ο αέρας άρχισε να φυσά απαλά ανάμεσα από τα χορταρικά.
Τα νερά στη λίμνη αναστατώθηκαν .
Ξεπροβαλλαν οι νύμφες και αρχισαν να τραγουδούν την αρχαία μελωδία.
Οι άσπροι μανδύες στριφογυριζαν καθώς οι γυναίκες χόρευαν γύρω από την φωτιά.
Με τα φαναράκι στα χέρια.
Εκείνη φούντωνε.
Η γριά γυναίκα που είχα δει λίγη ώρα πριν πλησίασε και έριξε κάτι μέσα στη φωτιά,που δεν μπορούσα να αναγνωρίσω.
Ένωσε τα χέρια σαν προσευχή και έφυγε.
Ήταν περίεργο το θέαμα.
Αλλά δεν με έκανε να φοβάμαι.
Αντιθέτως μου έφερνε γαλήνη.
Ένα αεράκι φυσηξε ξανά.
Ένας ήχος από τυμναο ακούστηκε και ξάφνου οι πυγολαμπίδες εμφανίστηκαν με την Βεατρικη να περπατά προ τη φωτιά από το πλάι του οπτικού μου πεδίου.
Ξαναχτύπησε το τύμπανο και οι πυγολαμπίδες φώτισα πετόντας γύρω από τις γυναίκες και τους αντρες.
Η ψαλμωδία συνεχιζονταν όταν εκεινη στάθηκε μπροστα από τη φωτιά.
Προσκυνησε,άφησε το τύμπανο κάτω.
Το πράσινο της φόρεμα έγινε ένα με το χορτάρι.
Τα χείλη της κουνήθηκε.
Ένωσε τα χέρια σαν προσευχή και έκλεισε τα μάτια.
<<Ο χορός αυτός είναι τόσο όμορφος, >>είπε η Βαλερία.
Ήταν όντως ομορφος.
<<Μαγευτικος,>>είπε ο Αρίστος.
Ήταν μια επίκληση στο Θείο.
Κάτι που κάνεις δεν θα είχε την ευκαιρία να δει ποτέ του και εμείς ειμασταν από τους τυχερούς.
Έτσι το αισθανόμουν.
Ίσως το ελάφι να την άκουγε και να γυρνουσε .
Το εύχομαι.
Να γυρίσει.
Ο Λύκος ούρλιαξε και το κορακι κραυγασε.
Ένα περίεργο συναίσθημα με κατέκλυσε.
Θαυμασμός;Γαλήνη;
Όχι.
Αγωνια;
Φοβος;
Φόβος ναι φόβος.
Γιατί τα μάτια της Βετρικης ξαφνικά άνοιξαν και γύρισε και με κοίταξε.
Οι γυναίκες έσβησαν τα φιλαράκια και...
Γιατί έρχονται οι πυγολαμπίδες πάνω μου;
Γιατί με στριφογυρίζουν;
Γιατί αρχίζω να αιωρούμαι;
<<Τι; Τι; Τι γίνεται;>>
Ψελλιζω καθώς ακούω το ονομα μου από τα μικρά χείλη.
Δεν το πιστευω;
Θα την σκοτωσω;
Θα την γδαρω ζωντανή;
Πως μπόρεσε να μου το κάνει αυτό;
Οι πυγολαμπίδες σροβιλιζονται περισσότερο και μου κόβουν την ορατότητα.
<<Την παίρνουν μακριά κάντε κατι,>>φωνάζει ο Άλκης.
Αλλά είναι αργά ήδη νιώθω πως φεύγω.
Ήδη ξέρω που πάω.
Θα την σκοτώσω.
Εγώ είμαι αυτή που πρέπει να προστατευσω το ελάφι ,όχι αυτοί...
<<Αναθεμασε Βεατρικη,>>φωνάζω κουνώντας την γροθιά μου.
Κωλοδαχτυλο έπρεπε να κάνω.
Δεν ξέρω αν με βλέπει αλλά εγώ την βλέπω.
Και το ηλιθιο χαμόγελο της.
<<Μία προειδοποίηση νομίζω θα ήταν καλ->>
Και όλα έγιναν μαύρα.
Και φεύγω γρήγορα.
Στο σύμπαν.
Στο άπειρο.
Φως .
Τόσο φως.
Στορβηλίζομαι ανάμεσα από τα αστέρια.
Ροζ ,μωβ,κίτρινο, μπλε....
Σαν σε ένα τούνελ που με τραυμα μεσα το ετσι νιώθω.
Είχα καιρό να βρεθώ εδώ.
Καιρο να επιστρέψω.
Αλλά αυτή τη φορά το νιώθω διαφορετικό.
Ηλιθιες πυγολαμπίδες πάψτε να στροβηλιζεστε επιτέλους.
Ανακατεύομαι ελεος.
Νιώθω ένα τράβηγμα και κάπου να προσγειωνομαι.
Δύο στριβηλισματα και οι πυγολαμπίδες εξαφανιζονται.
Προσπαθώ να εστίασω καθώς βρίζω την τύχη μου την αιώνια.
Βλέπω καθίσματα.
Δέρμα.
Παράθυρα.
Τζάμια.
Σκοτάδι έξω και το τοπίο να φεύγει γρήγορα.
Είμαι σε αμάξι.
Κοιτάω το σώμα μου.
Φτου,δεν έχω υποσταση γιατί από μέσα τους διακρινω το μαύρο χρώμα από το κάθισμα.
Τι περίμενα πως θα είχα σάρκα και οστά;
Πρέπει να πάψω να ελπίζω.
Γιατί πάλι είμαι φάντασμα.
Ένα βουητό ακούω που σιγά σιγά γίνετε φωνές.
Δεν είμαι μόνη μου μέσα στο κινούμενο αμάξι.
Μπροστά στη θέση του οδηγού είναι ένας περίεργος τύπος με ένα καπέλο μαύρο Jockey και στη θέση του συνοδηγού μια κοπέλα με κοντό μαύρο καρέ.
Μαλώνουν από όσα μπορώ να ατπαξω από τις λεξεις.
Τους κοιτάζω μέσα από τον μπροστινό καθρέφτη.
Την κοπέλα την βλέπω πιο καθαρά και κάπου την ξέρω.
Αλλά δεν ξέρω από που.
Δεν ξέρω αν εχουν καταλάβει πως βρίσκομαι πίσω.
Αλλά πως να το καταλάβουν.
Είμαι ένα γαμω φάντασμα.
Ξαφνικά τα βλέμματα μας συναντιουνται.
Μπλε μάτια με κοιτάζουν με τρόμο .
Σταματα να μιλά και τότε συνηδιτοποιω ποια είναι.
Γυρνάει απότομα με κοιτάζει.
Ξένια;
Και ουρλιάζει.
Ουρλιαζω και εγώ από τη τρομάρα μου.
Με βλέπει.
Με βλέπει.
Μα πως,
Ο τύπος πατάει φρένο απότομα και ουρλιάζει και εκείνος από την τρομάρα του.
Και εγώ νιώθω κάτι να με σπρώχνει προς τα πίσω και να διαπερνά το αμάξι.
Με έσπρωξε.
Εκείνη με εσπρωξε;
Τι στο καλό.
Διαπερνάω το αμάξι και βρίσκομαι σε έναν απομονωμένο επαρχιακο δρόμο.
Δεξιά και αριστερά δέντρα.
Τέλεια.
Το αμάξι συνεχίζει την πορεία τους καθώς τους βλεπω να συνεχίζουν να μαλώνουν και εκείνη να δείχνει την θέση.
Δεν συμβαίνει αυτό.
Αρχίζω να τρέχω αλλά δεν τους προλαβαίνω.
Προσπαθώ κλεινοντας τα μάτια να με προσταξω να μπω στο αμάξι ξανά.
Αλλά τίποτα.
Κάτι με κρατάει εκεί.
Είναι εκείνη.
Την νιώθω
Την άρνηση της.
Την νιώθω.
Άρα μπορώ να την βρω όπου και αν πάει.
Αλλά πως στο καλό μετακινείται ένα φάντασμα και που πάει;
Είμαι τόσο άχρηστη σε αυτό.
Ήταν πιο εύκολο πριν .
Τώρα με εκείνη να με μπλοκάρει με βλέπω να παιδεύομαι.
Φώτα με διαπερνούν ξαφνικά.
Γυρνώ και βλέπω ένα αμάξι να έρχεται κατα πάνω μου.
Κουνα χέρια πόδια φωνάζω να σταματήσει αλλά τίποτα.
Θα με πατήσει.
Αλλά εκείνο με διαπερνά.
Γιατί φυσικά είμαι ένα φάντασμα.
<<Την τύχη μου μέσα.Αναθεμα σε Βεατρικη, >>σηκώνω την γροθιά μου στα αστέρια και φωναζω μπας και με βλέπει.
<<Χωρίς σχέδιο με έστειλες.Δεν θα γυρίσω όμως;Θα σε πνίξω στη λιμνη>>.
Τουλάχιστον δεν με έστειλε γυμνή κάτω.
Φοράω ένα άσπρο φόρεμα.
Όπως όλα τα φαντασματα στις ιστοριεςς
Και τώρα τι;
Περπαταω;
Πεταω;
Λες να μπορώ να πάω να στειχιωσω τον Γιαννη;
Θα πρέπει να το κοιτάξω αυτό.
Ενα ουρλιαχτο ακούγεται μεσα από το δέντρα και μισοκαταπίνω, καθώς ένα κορακι πετάει ανάμεσα από τα δέντρα και κραυγάζει.
Είμαι ένα φάντασμα δεν μπορούν να με φάνε τα αγρίμια.
Ηλιθια Βεατρικη.
Ηλιθιες μάγισσες.
Ηλιθιο Ελάφι.
Ηλιθιο φάντασμα εαυτέ μου.
Θα περπατήσω.
Αυτό θα κάνω.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top