Κεφαλαιο 64ο
Έμιλι στο κάπου...
Γαμω το δάσος μου.Γαμω την αιωνιότητα.Γαμω τις σκιες .
Γαμώ ό,τι είναι αυτό το μέρος τελος παντων..
Έχω τερματίσει.
Κρύβομαι μέσα στο σκοταδι πίσω από ένα δέντρο.
Το φόρεμα μου είναι μέσα στη λάσπη.
Κοντεύω να τα κάνω πάνω μου από τον φόβο ,αλλά κρατιέμαι, γιατί από πίσω μου τα δύο μικρά τρέμουν σαν ψάρι.
<<Φοβάμαι,>>ψυθιριζει το κοκκινόμαλλικο κορίτσι .
<<Βαλέρια,μη φοβάσαι δεν θα μας βρούνε εδώ,>>της λέει η Βασιλική με τρεμαμενη φωνή.Νομιζω πως και η ίδια της δεν το πιστεύει.
Μόλις εξαφανίστηκε το ελάφι, που τι σκατα εγινε ούτε εγώ κατάλαβα.
Η κόλαση ξέσπασε.
Οι σκιές ήρθαν απότομα κατά πάνω μας.
Με αποτέλεσμα να πρεπει να τρέξουμε και να κρυφτούμε.
Γιατί αυτές οι μαλακισμενες δεν σκοτώνονται με τίποτα.
Απλά εξαπλώνονται αν τις χτυπήσεις με κάτι και επανέρχονται.
Άμα σε πιάσουν όμως την έκατσες.
<<Καντε ησυχία, >>τις κάνω παρατήρηση για να μη μας πάρουν χαμπάρι.
Το δάσος έχει ηρεμισει απόλυτα.
Τίποτα δεν ακούγεται.
Και αυτό δεν είναι καλό σημάδι.
Δεν ξέρω καν που είναι οι υπόλοιποι, γιατί με τον χαμό σκορπιστηκαν δεξιά και αριστερά.
Ένα θρόισμα από μπροστά μας με κανει να τραχτω και να οξυνθουν οι αισθησεις μου .Τραβώ τα κοριτσια κατά πάνω μου.
Βγάζω το κεφάλι μου να κρυφοκοιταξω.
Και εκεί ανάμεσα από τα δέντρα μια σκιά με αλλοπροσαλλες κινήσεις, αιωρείται σαν σύννεφο δεξιά αριστερά ψάχνοντας τριγύρω.
Μερικές φορές παίρνουν μορφή καπνού ,αλλες φορες σύννεφου.
Άλλες φορές μοιάζουν με ανθρώπινες φιγούρες και άλλες φορές σαν τέρατα από τον χειρότερο σου εφιάλτη.
<<Τι θελουν;Γιατι δεν φευγουν;>>Ρώτα χαμηλόφωνα η Βαλερία, καθώς η σκιά απομακρυνεται.
Αραιά και που στο βάθος ακούγονται κραυγες και αντριχιαζει το κορμί μου μόνο στη σκέψη πως κάποιον έχουν πιάσει.
Και έπειτα είναι και ο δικός τους ήχος.
Σαν κραυγή αγωνίας μέσα στο σκοτάδι σου τρυπάει το μυαλό.
Σαν ένα ζώο που είναι στα τελευταία του και δεν έχει τίποτα να χάσει.
<<Δεν ξέρω μικρή,>>της απαντώ.
Γιατί αλήθεια δεν γνωρίζω.
Τόσο καιρό που ειμαι εδω δεν εχω καταλαβει τον σκοπό τους.
Θεέ μου δεν έχω καταλάβει καν τι είναι αυτό το μέρος.
Κόλαση;Παραδεισος;Ίσως όλα μαζι;.
Οι σκιές απλά εμφανίζονται και εξαφανιζονται απο το πουθενά.
Αλλά κάτι μου λέει τώρα πως ήρθαν για να μείνουν.
<<Μας τρώνε,>>πεταχτηκε η Βασιλική και γύρισα και την κοίταξα απότομα.
Η Βαλερία γουρλωσε τα μάτια.
<<Τι;Πως το ξερεις;>>
Την ρώτησα.
<<Οταν με έπιασαν τους είδα να ...να...
,>>άρχισε να βουρκωνει.
<<Έπιασαν έναν κύριο>>.
Κυριο;
Φυσικά ξέρω πως υπάρχουν και άλλοι εδώ.
Αλλά ποτέ δεν τους έχω δει.
Εκτός από τη μάνα μου εμφανίστηκε στα ξαφνικά και κατσηκωθηκε.Με ενημέρωσε μαζί με τον γέρο πως υπάρχουν οι άλλοι που ζουνε πιο μακριά.
Και αναρωτιέμαι πόσο μεγάλο είναι αυτο το μέρος.
<<Και τι εγινε;>>
Συνέχισα.
<<Τον έφαγαν.Δηλαδη όχι ακριβώς.
Τον απορρόφησε η σκιά που τον έπιασε.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ το πρόσωπο του .
Και την αγωνία του στα ματια.Μου φωναζε να τον βοηθήσω.Αλλα ημουν φοβισμένη.Θα έκαναν το ίδιο πράγμα και σε εμενα αν δεν ξεφευγα>>.
<<Και τι έγινε μετα;>>
<<Η σκιά εγινε πολύ μεγαλύτερη από ό,τι ηταν.Λες και του έδωσε δύναμη>>.
Τέλεια.Απλα τέλεια.
Η Βαλερία άρχισε να τρέμει.
<<Μακάρι να ήταν η Σινη εδώ;>>Άρχισε να κλαψουριζει χαμηλόφωνα.<<Ξέρει πάντοτε τι να κανει>>.
<<Μην ανησυχείς ,>>της έπιασε το χέρι η Βασιλική.<<Και η Εμιλι ξέρει. Θα μας βοηθησει.Ετσι δεν ειναι Εμιλι;>>
Με κοίταξαν με κουταβισια μάτια.
Μισό γελασα αμηχανα.
<<Εμ,πως δεν ξέρω;Εγώ δεν ξερω;Αν δεν ξέρω εγώ ποιος ξέρει;>>.
Την τύφλα μου ξέρω.
Γιατί πάντοτε πρέπει να τα ξέρω εγώ όλα.
<<Λοιπόν ελάτε σιγά σιγά να προσπαθήσουμε να βγούμε από εδώ μέσα και να βρούμε τους άλλους, >>τις έκανα νόημα να με ακολουθήσουν.
<<Βασιλική κρατα την Βαλερία με το ένα χέρι και με το άλλο την άκρη από το φόρεμα μου.Ό,τι και να γίνει μη το αφήσεις.Μεχρι να ξεφύγουμε από εδώ Θεέ μου ,δεν υπέγραψα συμβόλαιο να με φάνε οι Παραφρονες ,>>κοίταξα τον ουρανό που είχε σκοτείνιασει όπως όλα και άρχισα να βηματιζω με τις μικρές από πίσω μου.
<<Παραφρονες;>>
Αναρωτήθηκε η Βασιλική.
<<Ναι ειναι από τον Χάρι Ποτερ.Την έχεις δει φανταζομαι>>.
Τι λέω;Πως να την δει.
Εδώ μπρορει να κάνεις ο,τι θες αλλά ποτέ δεν βάλαμε να δούμε τον Χάρι.
<<Σορρι,μικρή. Πως να την δεις.
Είναι σειρά βιβλίων και ταινιες,>>τις έλεγα χαμηλόφωνα.
Κάπως έπρεπε να τις αποσπάσω τη προσοχή για να μη φοβούνται.
<<Τα βιβλία τα έχουμε στη βιβλιοθήκη >>
<<Και ο Χάρι τι ειναι;>>.
Ρώτησε η Βαλερία.
<<Μάγος.Που αρχικά δεν το ξέρει γιατί οι θείοι του, του το έκρυβαν από τότε που έχασε τους γονείς του .Αλλά μετά πάει στη καλύτερη σχολή μάγων.Αλλα το πεπρωμένο του είναι να πολεμήσει τον Βολντεμορτ που ήταν υπεύθυνος για το θάνατο τους.Και οι παραφρονες ειναι κατι πλασματα που φυλανε τους εγκληματιες σε ενα νησι στη μεση της θαλασσας .Αν πλησιάσεις αυτά τα πλάσματα έτσι και σε πιάσουν σου ρουφανε τη ψυχη>>.
Ωπα γνωριμο αυτο.Καλα το λεω εγω σε ταινια παιζω.<<Τελεια ταινία .Βασικα ειναι πολλες και τα βιβλία. Όλο μαγεία,περιεργα πλάσματα και πολλά αλλα>>.
<<Θα ήθελα να την δω.Ή μάλλον θα ήθελα ένα Χάρι τώρα εδώ άμα πολεμάει τον κακό και τους Παραφρονες>>.
Είπε η Βαλερία.
<<Μπορούμε να τις δούμε μαζί όταν πάμε σπίτι μας κατω.Θα κάτσουμε μια ολόκληρη νύχτα να κάνουμε μαραθωνιο,>>
της είπε η Βασιλική.
<<Υπόσχεση;>>
<<Ναι υποσχεση>>.
Ωραία κάνουμε και υποσχέσεις τώρα.
Εδώ δεν ξέρουμε καν αν θα υπάρξουμε το επομένο λεπτό.
Αλλά δεν λένε η ελπίδα πως πεθαίνει τελευταία;
Θόρυβος μας αιφνιδίασε από τα δεξιά μας στο μονοπάτι ανάμεσα απο τα δέντρα.
<<Κρυφτείτε, >>τις φώναξα ,βρισκοντας κάλυψη σε έναν θάμνο.
Ξαφνικά μια φυγουρα μικρη άρχισε να τρέχει στο μονοπάτι.
<<Ο Ρωμανός, >>ψελλισε αγχωμένη η Βασιλική.<<Πρεπει να τον βοηθησουμε,>> πήγε να βγει από την κρυψώνα μας αλλά την κράτησα πίσω.
<<Όχι, Βασιλικη>>.
<<Μα θα τον πιασουν>>.
<<Είναι γρήγορος θα τα καταφερει>>.
Ξάφνου μια κραυγή μας έκανε να γυρίσουμε αριστερά και εκεί μια ακόμα φιγούρα έτρεχε πίσω από τον Ρωμανό και στο κατόπι της μια σκιά.
<<ΔΕ ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΕΘΑΝΩ.ΔΕ ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΕΘΑΝΩ,>>φώναζε ο Άλκης αλαφιασμενος κοιτωντας προς τα πίσω την σκιά.
Εκείνη ξερίζωσε τα κλαδιά με τη φορά που ερχόταν και με που το είδε εκεινος τσηριξε ακόμα πιο πολύ.
<<Αν δε θες να πεθάνεις μη πας σαν χελώνα, >>του φώναξε ο Ρωμανός.
<<Σωπα δεν το ήξερα έξυπνε,>>του φώναξε το ξανθό αγόρι.
Η σκιά απλώθηκε και πήγε να τον αρπάξει από το πόδι.
<<Δε θα πεθάνω σήμερα.Δε θα πεθάνω σήμερα,>>τσηριξε και με ένα άλμα της ξέφυγε.
Η σκιά τους ακολούθησε με γρήγορο ρυθμό.
<<Σηκωθείτε ,>>τις προσταξα .
<<Πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να την τραβήξουμε μακριά τους>>
<<Ναι αλλά εγώ φοβάμαι,>>είπε η Βαλερία ξανά.
<<Μικρή,>>εσκυψα κοντά της.
<<Και εγώ.Παρα πολύ.Κοντευω να κατουρηθω πάνω μου.Αλλα μας χρειάζονται,>>της χαμογελασα καθώς βουρκωναν τα μάτια της ,με τα χείλη της να τρέμουν ακουγοντας την αληθεια μου Δεν πρεπει να λες ψέματα ποτε στα παιδιά για τα συναισθήματα σου σε τετοιεςκαταστάσεις. <<Κοίτα,καμία φορά ο φόβος είναι το μεγαλύτερο μας όπλο.Ειναι το τελικό συναίσθημα γιατί προμηνύει πως θα υπάρξει ένα άσχημο τέλος.Αλλα αν τον χρησιμοποιήσεις ως όπλο και τον αντιμετωπισεις ως ένα απλό συναίσθημα μπορείς να καταφέρεις πολλά περισσότερα. Πίστεψε με το ξέρω καλα>>.
<<Σαν οπλο;>>
<<Ναι ,>>εγνεψα.
<<ΔΕ ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΕΘΑΝΩ,>>ακούστηκε ο Άλκης.
Αναστέναξα με το χέρι στο προσωπο.
<<Γιατί πρέπει να είναι τόσο μελοδραματικος ώρες ωρες;>>
Στριφογυρισε τα μάτια της ή Βασιλική.
<<Πάμε να τους σώσουμε,>>είπα και τα κορίτσια εγνεψαν.
Τρεξαμε γρήγορα προς το μέρος τους.
Φτάνοντας η σκιά τους είχε παγιδεύσει σε ένα δέντρο.
Ο Ρωμανός έκρυβε τον Άλκη από πίσω του.
<<Θα σε κάνω χίλια κομμάτια,>>της φωναζε με ένα ξύλο στα χέρια.
Η σκιά φούσκωσε και πήγε να επιτεθεί.
<<Πίσω ειπα,>>της γρυλισε ο Ρωμανός.
Πάντοτε ήταν από τα πιο θαρραλέα από όλα.
<<Μήπως λέω ,μήπως δεν θα έπρεπε να την εξαγριωνεις;>>
Του έλεγε ο Άλκης.
Ο Ρωμανός τον αγριοκοιταξε.
<<Καλά απλά λέω,>>σήκωσε τα χέρια σε άμυνα και κρύφτηκε από πίσω του ξανά.
<<Άντι να κρύβεσαι κότα ,βοηθά λιγο,>>τους ακούγαμε να μαλώνουν κρυμμένες πάλι από ένα θάμνο.
<<Γιατί τι έχουν οι κότες; Μια χαρά ειναι>>.
<<Ναι αλλά εκείνες τρέχουν και γρήγορα σε σχέση με εσενα>>.
<<Τα πόδια μου είναι κοντά εντάξει.Δεν είναι σαν και εσενα που θα γίνεις πλατανος>>.Ξανά τσηριξε δυνατά καθώς η σκιά έπεφτε κατά πάνω τους.
Ξαφνικά ομως διαλύθηκε καθώς μια πέτρα πέρασε από μέσα της.
<<Πάρε αυτό σκιά,>>φώναζε η Βαλερία και με εκπληξη τις κοίταξα καθώς η δεύτερη πέτρα έφευγε από τα χέρια της Βασιλικής.
<<Από που σκατα έρχονται οι πέτρες,>>φώναξε ο Ρωμανός.
<<Σου ειπα να μη βρίζεις,>>φώναξε η Βασιλική και ξανά πέταξε μια πέτρα.
Η σκιά διαλυονταν ,αλλά επανέρχονταν γρήγορα στο σχήμα της.
Εξαγρυωνοντναν όλο και πιο πολύ.
<<Μη με κοιτάς σαν πάπια έλα εδώ,>>του φώναξε η Βασιλική.
Τα αγόρια μολις κατάλαβαν πως είμασταν εμείς έτρεξαν προς τα εμάς με τον Άλκη να φωναζει"Ευττχως δε θα πεθάνω σημερα".
Ο Ρωμανός έπεσε στην αγκαλιά της Βασιλικής.
<<Είσαι τόσο θαρραλέα,>>της είπε.
Αλλά πριν προλάβει να πει κάτι ο μικρός Άλκης την εσμπρωξε και την πήρε αγκαλιά.
Έπειτα την άφησε και πήρε την Βαλερία.
<<Με σώσατε ευτυχώς με σωσατε>>.
<<Μας έσωσαν,>>γρυλισε ο Ρωμανός.
<<Ω ,ποιος χέστηκε για εσενα .Τίποτα δεν έκανες αλλωστε>>.
<<Τιποτα ;Τιποτα;Ποιος έσερνε τον κωλο σου στη διαδρομή για να μη γίνεις τροφή.Μαλακισμενο>>.
Νευρίασε ο μικρός.
<<Ποιον είπες μαλακισμενο;>>
Γρυλισε ο ξανθός.
<<Εσενα ρε;>>.
<<Θα σε διαλύσω,>>φώναξε ο Άλκης και του επιτέθηκε.
<<Όχι, πάλι,>>αναφώνησε η Βασιλική καθώς τα δύο αγόρια πάλευαν.
Με τον Ρωμανό να έχει κάνει κεφαλοκλειδωμα τον Άλκη και εκείνος να χτυπάει μπουνιές στον αέρα.
Τι αμαρτίες πληρώνω.
<<Σταματηστε,>>τα φώναξα.
<<Ε,παιδια;>>
Ακούστηκε από τη Βαλερία.
Προσπάθησα να μπω ανάμεσα από τα αγόρια αλλά τίποτα.
Η Βασιλική τραβούσε τον Ρωμανό αλλά δεν είχε δυναμη να τον σταματήσει.
<<Παιδιά;>>.
Αχ,τι θα κάνω με αυτά τα βλαμμένα που έχω μπλέξει.
Τα χέρια μου μετά από προσπάθεια πιανουν και των δύο τα αυτιά.
<<Αου,>>διαμαρτυρεται ο Άλκης με το δεξί του αυτί στο χέρι μου πιάνοντας το.
<<Άσε με ,>>φωνάζει ο Ρωμανός και προσπαθεί να φύγει από κοντά μου αλλά το αριστερό του αυτί κοντεύει να ξεριδωθει από τα δάχτυλα μου.
<<Τα θελε ο κωλος σας>>.
<<Βασιλική,>>την μάλωσα.
<<Ουπς συγγνωμη,>>μαζεύτηκε από τη ντροπή της.<<Αλλά τα θελε...>>.
Γελασα.
Εκατο φορές τα έχω πει να μιλάνε όμορφα αλλά κανείς δεν με ακούει.
<<ΠΑΔΙΑ,>>ξανά φώναξε η Βαλερία που τόση ώρα προσπαθούσε να μας αποσπάσει τη προσοχή.
<<ΤΙ;>>Είπαμε όλοι ταυτόχρονα κοιτώντας την.
Το μικρό κορμάκι της ετρεμε καθώς ο δείκτης της ήταν απλωμένος προς την πλευρά της σκιάς.
Ακολουθώντας τον μου πάγωσε το αίμα.
Τόση ώρα είχαμε ξεχάσει τη σκιά με τα βλαμμένα να μαλώνουν.
Εκείνη για κάποιο λόγο είχε μεγαλώσει.
<<Η-,η -,σκιά,>>ψελλισε η μικρή.
<<Τι θα κάνουμε;>>Ρώτησε η Βασιλική καθώς ερχόταν κατά πάνω μας.
Τι θα κανουμε;
Αλήθεια τι θα κανουμε;
Να τρέξουμε δεν έχει νόημα.
Αλλα ούτε και να μείνουμε εκεί.
<<Τι στο διαολο θελεις,>>φώναξα προς τη μερια της.
Με το ελάφι εξαφανισμένο δεν μπορούσαμε να κάνουμε κάτι.
Και όσα μου είχε δείξει δεν έβγαζαν πουθενά.
Μόνο ένα,αν της αφήναμε όλος ο κόσμος θα γινόταν σκοτάδι.
Και αυτός ,αλλά και και εκείνος στη Γη.
Και όλοι οι άλλοι.
Και ήταν δική μου ευθύνη να το αποτρέψω του.
Μόνο που εκείνο αποφάσισε στη μέση της μάχης να την κάνει.
<<ΠΑΡΕ ΑΥΤΟ,>>ακούστηκε στα ξαφνικά και από τα κλαδιά των δέντρων ακριβώς πάνω από τη σκιά η Λήδα ο ξανθός χείμαρρος έπεσε πάνω στη σκιά με μια κραυγή πολέμου.
Φέρνοντας το κλαδί που κρατούσε στα χέρια ,πάνω της ,στη μέση ακριβώς την σκόρπισε σε δύο μεριές.
Η μικρή πάντοτε ήταν ατρόμητη.
Εντάξει είχε να διαχειριστεί και ολα τα βλαμμένα εδώ.
Ήταν μεγάλη βοήθεια για εμένα μαζί με τη Σινη.
Αχ Σινη,γλίτωσες.
Εμείς να δούμε.
Προσγειώθηκε κάτω στο έδαφος σαν μια άλλη σούπερ ηρωίδα.
<<Λήδα, >>φώναξε η Βαλερία.
Εκεινη μας κοίταξε καθώς η σκιά προσπαθούσε να ανασυγκροτηθει και έτρεξε κατά πάνω μας.
<<Που ησουν;>>
Την ρώτησα.
<<Ετρεχα μέσα στο δάσος να ξεφύγω και σας είδα.Βασικα ακουσα τις αξιολυπητες κραυγες του Αλκη,>>γέλασε.
<<Ει;>>Διαμαρτυρηθηκε εκείνος.
<<Οι υπόλοιποι;>>Συνέχισα να την ρωτάω
<<Δεν ξέρω τους έχασα.Αλλα πρέπει να φύγουμε από εδώ γιατί είναι επικινδυνα>>.
<<ΛΥΔΑ,ΠΡΟΣΕΧΕ >>φωναξε ο Άλκης ξαφνξκα..
Από πίσω της η σκιά ερχόταν με ταχυτητα.
<<Όλοι πίσω μου,>>τα φώναξα .
Τουλάχιστον αν πάρει εμένα θα έχουν χρόνο να φύγουν.
Δεν υπέγραψα συμβόλαιο γι'αυτό.
Γαμω τη τρέλα μου.
Η σκιά ερχόταν με φορα.
Τα μικρά κλαψουριζαν.
Και ο Ρωμανός έβριζε.
Η Λήδα απλωσε το κλαδί λες και θα έκανε τίποτα.
Ω Θεέ μου.
Ω Θεέ μου.
Αυτό είναι τελείωσε.
Η σκιά εγινε ανθρώπινη φιγούρα σκοτεινή και μέσα από το σύννεφο απλωσε τα χέρια της.
Ήταν σαν να φορούσε ένα μανδυα από καπνό που την περικυκλωνε και γινόταν ένα με το υπόλοιπο κομμάτι.
<<Μη φοβάστε,>>είπα στα μικρά καθώς έκανα ένα βήμα μπροστά.
Φώναζαν το όνομα μου αλλά εγώ δεν τα έδινα σημασία.
Τα μπλόκαρα εντελώς.
Αν δεν το κάνω ποτέ δεν θα είναι ασφαλή.
Ένα βήμα είναι μόνο και μετά σκοτάδι.
Δεν την αφήνω από τα μάτια μου καθώς πλησιάζω και όντως είναι ένας εφιάλτης.
Το απόλυτο κακό .Πόνος,θλίψη, οργή,τρέλα, όλα ξεχειλίζουν από την αύρα του.
Είμαι φοβισμένη πολύ.
Αλλά ο φόβος μου είναι όπλο.
Κλείνω τα μάτια και περιμένω απλά να με κατασπαραξει.
Μα ξαφνικά.
Ένας ήχος δυνατός ακούγεται.
Λες και βγαίνει από σάλπιγγα και μια δυνατή ώθηση αερα με κάνει να χάσω το βήμα μου.
Τα παιδια από πίσω βγάζουν μια κραυγή αναστάτωσης
Ανοίγω τα μάτια αργά και η σκιά....η σκιά έχει γίνει χίλια κομμάτια.
Σαν να έσκασε.
Ο καπνός έγινε στάχτη και τον πήρε ο αέρας.
Μένω ξαφνιασμενη να κοιτώ το σημείο που ήταν.
Να καταλάβω πως έγινε.
Κάτι τέτοιο δεν είχα ξαναδεί.
Με την άκρη του ματιού μου, βλέπω γρήγορα μια φιγούρα ανάμεσα από τα δέντρα να εξαφανίζεται.
Δυσκολεύομαι από το σκοτάδι να δω καθαρά αλλά ένας μανδύας γκρι και ένα ίχνος κόκκινου να ανεμίζει από την κουκούλα, χάνεται πιο μέσα στο δάσος.
<<Τι ήταν αυτο;>>
Αναρωτήθηκε ο Άλκης.
<<Δεν ξέρω. Ο,τι και να ήταν όμως μας εσωσε,>>είπα ξεπνοα.
<<Πάμε γρήγορα πρέπει να βγούμε από το δάσος>>.
<<Έμιλι, >>κοντοσταθηκε η Λυδα.
Την κοίταξα.
<<Δεν μπορούμε να πάμε κάπου. Έχουν περικυκλώσει την γύρω περιοχή από τη λίμνη μέχρι και τη θάλασσα .Τα βουνά.
Είναι σαν να θέλουν να μας παγιδεψουν στο λιβάδι .Το είδα.Προσπαθησα να βρω αδιέξοδο αλλά μάταια.
Στην πορεία έχασα και τα αδέρφια σας ,>>κοίταξε τον Ρωμανό και την Βαλερία.<<Δεν έχω ιδέα που είναι ο γέρος,ούτε η μαμά σου,>>ειπε στη συνέχεια.
<<Ίσως θα έπρεπε να πάμε προς το σπίτι να κρυφτουμε στο υπόγειο μέχρι να σταματήσει όλο αυτό,>>είπε ο Ρωμανός.
<<Δεν είναι καλή ιδέα, >>απάντησε η Λυδα.<<Το σπίτι καταστράφηκε. Όταν τρεξαμε ο Αρίστος έτρεξε με τη μαμά σου μεσα ,Εμιλι να πάρουν όπλα αλλά τους πρόλαβε μια σκιά και μπήκε και κατέστρεψε το μισο σπιτι.Σαν να εγινε εκρηξη>>.
<<Δεν έχουμε σπίτι πλέον;>>
Καλψουρισε η Βαλερια.
<<Εμιλι,τι θα κάνουμε,>>
Ρώτησε η Βασιλική.
Και ξανά, όσο και να σκεφτόμουν δεν είχα ιδέα.
Ένας εκκωφαντικός ήχος ξάφνικα ακουστικε από το βάθος του δάσους και γυρίσαμε να δούμε από που προέρχεται.
Κλαδιά ακουγοντουσαν να σπάνε.
Το έδαφος αρχισε να τρέμει.
Κάτι ερχόταν με μεγάλη ταχύτητα κατά πάνω μας.
<<ΤΡΕΞΤΕ,>>φώναξα όταν είδα το μαύρο σύννεφο να πυκνώνει ανάμεσα από τα δέντρα στο σκοτάδι.
Ήταν όλα μαύρα γύρω μας και με δυσκολία μπορούσε να προσαρμοστεί το μάτι μας.<<Προσπαθήστε μα μη χαθειτε>>.
Αρχίσαμε να τρέχουνε με εμένα μπροστά.
Πανικός επικρατούσε καθώς ο θόρυβος πλησίαζε.
<<Μη κοιτάτε πίσω σας,>>φώναξα.
<<Ω ΘΕΕ ΜΟΥ,ΘΑ ΠΕΘΑΝΟΥΜΕ,ΟΛΟΙ,>>φωναξε ο Άλκης που μάλλον δεν άκουσε την διαταγη μου.
<<Σκασε και τρέχα,ηλιθιε,>>του γρυλισε ο Ρωμανός.
<<Μας στριμώχνει στο λιβάδι, >>φώναξε η Λυδα.
Και είχε δίκαιο.
Είχε περικυκλώσει το δάσος και η μόνη διέξοδος που άφηνε ήταν προς το λιβάδι.
Την είχαμε γαμησει.
Αυτό ήταν.
Θα γινόμασταν τροφή για τις σκιες.
Θα σκορπιζομασταν στο άπειρο.
Και θα παυαμε να υπάρχουμε.
Γιατί με τον έναν ή άλλον τρόπο ειμασταν ζωντανοί.
Η ψυχή μας.
Αν αυτή δεν υπήρχε ήταν το τέλος.
Ο τελικός θάνατος.
Ξεπνοοι φτασαμε στο λιβάδι.
Προς έκπληξη εκεί στη μέση ήταν οι υπόλοιποι.
Η μάνα μου, ο γέρος, και τα δυο αλλά αγόρια.
<<Μαξίμε,Βίκτωρ,>>φώναξε ο Ρωμανός και έτρεξαν κοντά τους.
<<Ευτυχώς είστε καλα>>.
Τους αγκαλιασε.
Έπειτα εκείνα μόλις είδαν την Βαλερία την αγκάλιασαν και εκεινη.
<<Ευτυχώς είστε και εσείς καλα,>>είπε ο Βίκτωρ διορθώνοντας τα γυαλιά του.
<<Τι γινεται;>>
Ρώτησα τον Αριστο και τη μάνα μου.
<<Είμαστε άσχημα. Δεν μπορούμε να πάμε πουθενά μας έχουν περικυκλώσει>>
Κοίταξα τριγύρω μου.
Σκοτάδι,σύννεφα παντού.
Και οι σκιές σαν ένα πέπλο πυκνό γύρω γύρω.
Το σπίτι κατεστραμμενο.
Τίποτα δεν θυμιζε τις στιγμές που ζήσαμε εκεί
<<Θα το φτιάξουμε ,>>είπα στον γερο που το κοιτούσε λυπημένος.
<<Αν την γλυτώσουμε >>.
<<ΕΜΙΛΙ,>>τσηριξε ξαφνικά η Βασιλική.
Ο ουρανός ήταν μαύρος σκεπασμένος από πυκνα μαυρα σύννεφα.
Η ατμόσφαιρα βαριά.
Βροντές ακούγονταν που κάτι μου έλεγε πως δεν ήταν βροντές.
Και η καταιγίδα πλησίαζε.
Ξαφνικά όλα τα πλάσματα του μέρους αυτού ,έτρεξαν μεσα απο το πυκνο πέπλο προς εμάς.Απο ολες τος γωνιες.
Απο το δάσος κυριως.Μας περικύκλωσαν .Σαν κάτι να τα κυνηγούσε.
Πολλά ήταν τραυματισμενα
Η μικρή αλεπού κουτσενε καθώς ερχόταν κοντά μου.
Οι πυγολαμπίδες και αυτές είχαν εξαφανιστεί .
Τα μικρά πλάσματα σαν νεράιδες πετούσαν με δυσκολία.
Από τη λίμνη ακούγονταν κραυγες και κλάματα.
Ανησυχία με επιασε για το τι συνέβαινε εκεί.
Ο Αρίστος μου κούνησε το κεφάλι σαν να μου έλεγε πως δεν θα έπρεπε να ελπίζω.
Όλα τα πλασματα εκεί μέσα.
Οι νύμφες.
Αυτό το μαγικό μέρος θα επαυε να υπάρχει σε λίγα δευτερόλεπτα.
Και εμείς δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα.
Θα έχανα άλλο ένα σπίτι μου.
Άλλη μια ζωή.
Μη ξέροντας τι να κάνω άρχισα να προσεύχομαι μέσα στο μυαλό μου.
Σε οτιδήποτε, στον Θεό, στο σύμπαν,στο Ελάφι.
<<Που είσαι;Σε παρακαλώ κάνε κατι,>>μου είχε πει πως φέρνω το καλό στον κόσμο επειδή μάχομαι.
Πως αυτός είναι ο σκοπός μου να το μάθω στους υπόλοιπους.
Να μη σταματούν να μάχονται.
Να τους προστατεύσω.
Και τώρα είμαι άχρηστη.
Δεν μπορώ να φύγω από εδώ.
Δεν μπορώ να κάνω τίποτα.
Ούτε να βοηθήσω και να σώσω κανέναν.
Τα μικρά μαζεύτηκαν γύρω μου καθώς όλοι , ανθρωποι και πλάσματα οπως και η φυση που σαπιζε,είχαμε εγκλωβιστει στη μέση του λιβαδιου.
Δεν είχε χρώματα,δεν είχε όσμες γλυκές.
Ήταν ένα σάπιο, νεκρό ,αγονο μέρος.
Πέθαινε όπως και εμείς.
<<Δεν θελω να φυγω έτσι,>>κλαψουρισε η Βασιλική .
<<Το ξέρω.Το ξέρω μικρή.Ολα θα πάνε καλά.
Σας αγαπώ τόσο πολυ.Δε θα αφήσω να σας συμβεί τιποτα>>.
<<ΟΧΙ,>>φώναξε ο Άλκης καθώς το σύννεφο ερχόταν καταπάνω μας.
Οι σκιές σε όλες τις μορφές τους ,διψασμενες .Ουρλιαζαν.
Δεν έχω ξανά ακούσει τέτοιες κραυγες.
Νομίζω πως και η ίδια η κόλαση θα σφραγιζε τις πόρτες της ,αν τις άκουγε.
<<Καρατηθειτε, από εμένα και μη με αφήσετε,>>συνέχισα καθώς έβλεπα να έρχονται κατά πάνω μας.
<<Αυτό ηταν χάρηκα που σας γνώρισα έστω και έτσι,>>είπε ο Αρίστος και του χαμογέλασα.
Η μαμά μου ,μου έπιασε το χερι Ψελισε με τα χείλη "Σε αγαπώ "
"Και εγω"
Τα πλάσματα μας περικύκλωσαν σχηματισζοντας έναν προστατευτικό κύκλο γύρω μας.
Τα πουλιά,τα ζώα του δάσους,τα μαγικά και μη .
Παρόλο που ήταν πληγωμενα σήκωσαν το ανάστημα τους.
Η αλεπού μπήκε μπροστα και σήκωσε το τρίχωμα της .
Το φίδι βγήκε ανάμεσα από τα υπόλοιπα και τυλίχθηκε γύρω της.
Σήκωσε το κεφάλι ανοιξε το στόμα και έδειξε τα δόντια του.
Και συριξε.
Εγώ άφησα τα μάτια μου ανοιχτά.
Ήθελα να δω αυτή τη φορά πως θα τελειώσει, καθώς τις έβλεπα να έρχονται κατά πάνω μας για τελευταία φορά.
Ο φόβος είναι όπλο.
Και όταν τον κατακτήσεις είσαι ελεύθερος.
Μια ωθήση ανεμου δυνατή μας ανάγκασε να πέσουμε στο
έδαφος όμως ξανά.
Η σάλπιγγα ήχησε.
Μα αυτή τη φορά δεν ήταν μια, ήταν πολλές.
Σε κάθε ακουσμα της , ένας δυνατός ήχος τύμπανου ακολουθούσε.
Και ξανά ώθηση.
<<Τι συμβαινει;>>
Φώναξε ο Αρίστος.
<<Δεν ξέρω.Μεινετε κάτω,>>φώναξα και με τα χερια μου κάλυψα τα μικρά.
Τα πλασματα προσπαθούσαν να κρατήσουν ισσοροπια καθώς η ώθηση μας έσπρωξε ξανά.
Οι σκιές βρυχηθηκαν.
Σαν αυτοί οι ήχοι να τους προκαλούσαν πόνο.
Άρχισαν να μεγαλώνουν,να ανακατεύονται να απομακρυνονται λίγο από κοντα μας.
<<Κοιτάξτε εκεί.Ερχονται άνθρωποι, >>φώναξε ο Βίκτωρ.
Καθώς οθ σάλπιγγες ηχουσαν και το τύμπανο συνέχιζε έναν ήχο τη φορά.
Οι σκιές έφευγαν, διαλυονταν σαν στάχτες Επειτα γίνονταν σκόνη.
Σαν οι ήχοι να τους έδιναν υπόσταση και να τους την έπαιρναν πίσω.
Και εκεί μέσα από το δάσος ,πίσω από το σπίτι ξεπροβάλλαν φιγούρες.
Και το σπίτι πήρε ξανά την κανονική του μορφή.
Ξύλα,γυαλιά και έπιπλα όλα έμπαιναν στη θέση τους.
Πλησίαζαν.
Κάποιοι φορουσαν μανδυες..
Άλλοι φορούσαν ασπρα .
Γυναίκες και άντρες.
Καθώς βαδίζοντας προς το μέρος μας η φύση γέμιζε χρώματα.
Το γρασίδι γινόταν πράσινο.
Οι πυγολαμπίδες εμφανιζονταν γύρω τους πιο φωτεινές από ποτέ.
Ο ουρανός έπαιρνε το ροζ μωβ χρώμα του.
Το δάσος φωτιζε ξανά.
<<Ποιοι ειναι;>>
Ρώτησα.
<<Επιτελους,>>ψελλισε η μάνα μου και την κοίταξα.
<<Τους ξέρεις;Και δεν είπες τιποτα;>>
Ανασηκωσε τους ώμους της.
<<Δεν ήξερα αν ήταν ζωντανοί μετά από όλο αυτο>>.
<<Και ποιοι ειναι;>>
Χαμογέλασε.
<<Ωχ όχι,>>αναφώνησε η Λυδα.
Οι σκιές πάλι ανασυγκροτηθηκαν πιο μεγάλες πλέον.
Πιο πυκνες μέσα στο σύννεφο.
Δεν σταματάει ποτέ ,έλεος όμως.
<<Καντε πίσω,>>φώναξα στα μικρά και οπισθοχωρισαμε.
Οι άντρες και οι γυναίκες ξαφνικά παρατάχθηκαν ο ενας πίσω από τον άλλον.
Ήταν πολλοί.
Κάνα τριάντα με σαράντα σίγουρα
Έπειτα κατέβασαν τις κουκουλες από τον μανδυα τους όσοι φορούσαν.
Στα χέρια τους είχαν τις σάλπιγγες.
Και άλλοι είχαν τύμπανα χειρός.
Εκεί ήταν και η φιγούρα που ειδα στο δασος ,με τα κόκκινα μαλλιά μέχρι τους ώμους.
Την αναγνώρισα από το μανδυα τον δικό της που ήταν ο μόνος γκρι.
Οι υπόλοιποι είχαν το χρώμα κόκκινο και άσπρο.
Μπλε μάτια λευκή επιδερμίδα.
Έμοιαζε τόσο πολύ με την Βαλερια.
Και γύρω της ήταν και άλλοι που τους έμοιαζαν.
Αντρες και γυναίκες.
Αλλά όχι μόνο.
Από ότι δεικρυνα όλοι ήταν διαφορετικής καταγωγής.
Μελαχρινοι ,ξανθοί με λευκές η σκούρες επιδερμίδες.
Στάθηκαν ακίνητοι.
Και εμείς περιμέναμε καθώς οι σκιές ήταν έτοιμες για επίθεση ξανά.
Ξάφνου άνοιξαν χώρο σχηματιζοντας έναν διάδρομο στο έδαφος.
Ξυπόλυτα πόδια βηματισαν πανω στο πράσινο γρασίδι που ανθίζε από κάτω τους.
Δύο βραχιόλια με καφέ και πράσινες χαντρες τα στόλιζαν.
Πράσινο χρώμα ανεμίζε στον αέρα καθώς το φόρεμα ακολουθούσε τον ρυθμό των βημάτων.
Το ένα χέρι βαστούσε ένα τυμπανο χειρος στρογγυλό πιο μεγάλο από τα αλλα και τοο άλλο το κοπανακι του.
Ένα ραβδί ξύλινο με στρογγυλη υφασμάτινη κατάληξη.
Οι καρποί των χεριων της στολισμένοι με τα ίδια βραχιολα.
Κοιτούσα τη γυναίκα να βηματίζει αργά προς το κεντρο του λιβαδιου με το αέρινο φόρεμα της.
Βήματα αποφασισμενα.
Τα κόκκινα μακριά σγουρά μαλλιά της ανεμίζαν σε κάθε της κίνηση.
Το βλέμμα της καρφωμένο μπροστά στις σκιές.
Ήταν όμορφη.
Εξωπραγματικη.
Γαλάζια σχεδόν ασπρα μάτια.
Ένα βλέμμα κοφτερό.
Τα χείλη της κουνιοντουσαν αλλά δεν ακουγόταν η φωνή της.
Σαν να έλεγε προσευχή που δεν έπρεπε να ακούσει κανείς.
Στάθηκε έπειτα ακίνητη.
Σήκωσε το τύμπανο και το χτυπησε.
Η ώθηση εμφανιστηκε ξανά και το ηχητικό κύμα εσμπρωξε τις σκιες από όλες τις μεριές.
Το έκανε για άλλη μια φορά.
Έπειτα γύρισε και κοίταξε πίσω της τους υπόλοιπους.
Η κοκκινομάλλα γυναίκα δύο άντρες και και δύο γυναίκες έκαναν βήμα μπροστά.
Γονατησαν.
Ακούμπησαν τα χέρια στο έδαφος, εμπλεξαν τα χέρια τους στο γρασίδι.
Έκλεισαν τα μάτια και έπειτα άρχισαν να ψελλιζουν.
Και τότε ...
Το γρασίδι μεγάλωσε εγινε κλιματσιδες και επιτέθηκε στις σκιές.Αυτο δε θα έπρεπε να συμβεί ,γιατί οι σκιές δεν είχαν υπόσταση αλλά εκείνες τις άρπαξαν.
Ο ήχος από το τυμπανο ηχησε ξανά.
Αλλά αυτή τη φορά δεν υπήρχε ώθηση.
Μια σάλπιγγα ήχησε.
Ξαφνικά οι πυγολαμπίδες πλήθαιναν .
Έγιναν τόσες πολλές που και να ήθελες να τις μετρήσεις ήταν αδύνατον. Ξεπροβάλλαν από παντού.
Από πίσω τους .
Πίσω από εμάς .
Μέσα από το δάσος.
Και επιτέθηκαν.
Με το φως τους, μπήκαν μέσα τους.
Τις περικύκλωσαν σε όλες τις γωνίες.
Κραυγες βρυχηθμοι παντού.
Ο ήχος του πεταρισματος τους ακουγόταν μόνο.
Μέχρι που εκείνες εξαφανίστηκαν.
Έμειναν μόνο οι πυγολαμπίδες.
Τα συννεφα διαλύθηκαν.
Το δάσος πήρε ζωή.
Όλα τα χρώματα επέστρεψαν.
Γύρισα προς τη λίμνη.Όλα τα πλαμστα ξεπροβάλλαν από την επιφάνεια.
Ευτυχώς ήταν καλά.
Τα ζώα γύρω μας έτρεχαν απο δω και από εκεί από τη χαρά τους.
<<Τελειωσε;>>
Ρώτησε ο Άλκης.
<<Νομίζω πως ναι,>>απάντησα κοιτώντας προς τη μερια της περιεργης παρουσίας που μόλις μας είχε σωσει.
<<Μαξιμε εκείνη εκεί δεν μοιάζει πολύ με την αδερφή μας;>>
Ρώτησε ο Βίκτωρ και τα μικρά στράφηκαν προς το μέρος της γυναίκας με τον γκρι μανδυα και το ασπρο φορεμα.
Η γυναίκα με το πράσινο φόρεμα κάτι συζητούσε μαζί της και έπειτα στράφηκαν προς τα εμάς.
Σιγά σιγά αρχισαν να έρχονται προς το μέρος μας.
Τι στο καλό γινοταν;.
Θρόισμα ακούστηκε από το δάσος .
Ανάμεσα από τα δέντρα ξεπροβαλε ο μαύρος λύκος κουτσενοντας.
Το κορακι καθόταν πάνω στη ράχη του, με το ένα φτερό μαζεμένο.
<<Έχουν πληγωθει,>>φώναξε ένας νεαρός με ξανθά μαλλιά και με μια άλλη γυναίκα έτρεξαν προς το μέρος τους.
Οι υπόλοιποι, καθώς και οι δύο γυναίκες ερχόντουσαν προς το μέρος μας, σκορπιστηκαν προς τα υπόλοιπα πλάσματα.
<<Με το μαλακό. Πάρτε τα μέσα στο σπίτι, >>φώναξε μια γηραιότερη γυναίκα με μακριά γκρι ασπρα μαλλιά βάζοντας στην αγκαλιά της ένα μικρό πλασματακι σαν σκίουρο.
Τα μπλε του και ροζ χρώματα φωτιζαν το τρίχωμα του.Τα μεγάλα μαύρα μάτια του την κοίταξαν και έβγαλε ένα γουργουρισμα.
Όλοι πήραν από ενα πλασμα και πήγαν προς το σπίτι.
<<Κάποιος να πάει στη λίμνη,>>φώναξε κάποιος.<<Και μέσα στο δάσος να ελέγξει μην έχει μείνει κανένα πισω>>.
Τα πλάσματα αλλα στην αγκαλιά τους και άλλα στο έδαφος να τρέχουν προς τα μέσα ήταν πλέον ασφαλή.
<<Ψάξτε και για το ελάφι,>>ακούστηκε από αλλού.
Μια μικρή νεράιδα στα δάχτυλα μιας γυναίκας κουρνιασε το κεφάλι της για ευχαριστώ και η γυναίκα χαμογέλασε.
<<Που ειναι η βασίλισσα σας,>>την ρώτησε.
Το πλασματακι δεν απάντησε.
<<Ασφαλής είναι ευτυχώς,>>συνεχισε η γυναίκα καθώς τις είχε δώσει την απάντηση μέσα στο μυαλό της.
Ευτυχώς είχα μάθει να το έλεγχβοαυτό το πράγμα γιατί δεν ήταν και εύκολο όλοι μέρα να ακους τους πάντες.
Κοίταξα προς το σπίτι.
Με εκπληξη το είδα να στέκεται όπως ήταν πριν καταστραφεί.σαν καινούργιο.
Οι δύο γυναίκες έφτασαν μπροστά μας.
<<Είστε καλά;>>Μας ρώτησε.
Η αύρα της ήταν ήρεμη
Γαλήνια.
Παρόλο που πριν υπήρχε γύρω της το χάος.
<<Ναι ευτυχώς . Ευχαριστούμε Βεατρικη,>>είπε η μητέρα μου.
Η Βεατρικη χαμογέλασε και επειτα με κοίταξε.Εσμιξε τα φρύδια της.
Σαν να με επεξεργαζονταν.
Δεν είχα ιδέα ποια ήταν αυτή η γυναίκα.
<<Μοιάζεις πολύ με τη Βαλερια και με τη μαμά, >>ακούστηκε από τον Μαξιμο που έκανε σβούρες γύρω από την άλλη γυναίκα.
Εκείνη γέλασε πνιχτα καθώς έβλεπε τα μικρά να στριφογυρνανε γύρω της από περιέργεια
<<Ίσως θα έπρεπε να πάρεις τα μικρά να τα πας σπίτι. Αρίστε,>>του ειπε η Βεατρρικη .
Εκείνος εγνεψε.
Οριστε;Και αυτός την ήξερε;
Και κανεις δεν μου είπε τίποτα.
<<Μήπως θα έπρεπε να αρχίσεις της εξηγήσεις, >>του γρυλισα και εκείνος γέλασε αμηχανα.
<<Ελάτε πάμε παιδιά,>> τα φώναξε.
Ένα ακόμα θρόισμα ακούστηκε τώρα από πίσω μας.
Όλοι καναμε ενα βημα πισω,περιμένοντας το χειρότερο.
Τα μικρά παραταχθηκαν με τη Λυδα να κρατά το ξύλο.
Η Βεατρικη μπήκε μπροστα τους απλονωντας το χέρι της γιαβπροστασια.
Όλοι πίσω μας σιωπησαν.
Μια μικρή φυγουρα ξεπροβάλλε
Να στέκεται με τα βίας.
Τίναξε τα καστανά μαλλιά του με το χέρι ,έπειτα τα ρούχα του που ήταν μέσα στο χώμα.
Σήκωσε αργά το βλέμμα και μας κοίταξε.
<<Που ειμαι;Και ποιοι είστε όλοι εσεις;>>
Ρώτησε το μικρό αγόρι .
Τα μικρά άρχισαν να ψυθηριζονυ κάτι αναμεταξύ τους.
"Μοιαζει με ......την ...και μοιάζει και.... Μαξίμε εσύ του μοιαζ...>>
<<Θεέ μου.Παναγιωτακη;>>
Αναφώνησε η δεύτερη γυναίκα με τα κόκκινα μαλλιά και τον γκρι μανδυακαι έτρεξε προς το μέρος του.
<<Μαμά;>> Αναφώνησε ο μικρός εκπληκτος και έτρεξε προς το μέρος της πέφτοντας στην αγκαλιά της.
Εκείνη τον εσφηξε γερά.
<<Τι κανεις εδω;Όχι,όχι,>>
του χαιδευε το πρόσωπο με αγωνία.
<<Είσαι καλά,>>άρχισε να τον ακουμπάει παντού.
<<Εκείνα τα πλασματα με...αλλά...ναι καλά ειμαι>>.
<<Παναγιώτη μου ,μωρό μου δεν πρέπει να είσαι εδω;Τι εγινε;>>.
<<Ο μπαμπάς...>>
Η γυναίκα κοκκαλωσε.
<<ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΚΗΣ;>>
Αναφωνησαν τα τέσσερα αδέρφια.
<<Ο θείος Παναγιωτακης;>>
Ρώτησε ο Μάξιμος.
Η γυναίκα με το αγόρι στράφηκαν προς εκείνα.
<<Ω σκατα,άρα εσύ είσαι η για->>
Πήγε να πει ο Ρωμανός.
<<Γιαγιά μας,>>τον συμπλήρωσε η Βαλερια.
Το κεφάλι μου είχε γίνει πολτός με όλες αυτές τις πληροφορίες μαζεμένες.
<<Ποιοι είναι αυτοί ;>>Ρώτησε ο Παναγιώτης.
Η γυναίκα χαμογέλασε.
Τα μικρά έτρεξαν κοντά της.
<<Τι στο καλό;Εισαι η γιαγιά μας,>>φωναξε ο Μάξιμος.
<<Που στον κορακα ήσουν γρεντζο,>>αναφώνησε ο Βίκτωρ και την κλοτσισε απαλά στο πόδι.
<<Το στόμα σου μικρέ. Όχι και γρεντζο,>>είπε η γυναίκα και τον μάλωσε με το δάχτυλο.
Γριά δεν την έλεγες .
Ήταν νέα ακόμα με μορφή σαρανταρας.
<<Θειε Παναγιώτη τι κάνεις εδω;>>
Τον ρώτησε η Βαλερία με γουρλωμενα μάτια.
Ο μικρός την κοιτούσε στα χαμένα.
<<Καλά καλά ηρεμιστε. Μη ζαλίζεται τον θείο σας,>>γύρισε προς τα εκείνον.
<<Μην ανησυχείς θα στα εξηγήσω όλα>>.
<<Εντάξει.Αλλα μαμά,>>κομπιασε.
<<Θέλω να πάω πίσω. Δε θέλω να μείνει μόνη της>>.
Του χαμογέλασε και τον φίλησε στο μάγουλο.
<<Το ξερω.Κανε λίγη υπομονη>>.
<<Μην ανησυχείς θείε θα πάμε εμείς σύντομα ελπίζω, >>είπε ο Μάξιμος.
Η γυναίκα γέλασε αμηχανα.
<<Γιατί γελάς γιαγιά.Αφου θα πάμε, >>εκείνη τα κοίταξε με βλέμμα λυπηρό.
Έπειτα κοίταξε τη Βεατρικη.
<<Τι δε θα παμε;>>
Ρώτησε ο Ρωμανός.
<<Δεν ξέρω μικρέ μου>>.
<<Τι στο καλό σημαίνει αυτο;>>
Αναφώνησε ο Βίκτωρ και η Βαλερία αρχησε να κλαίει.
<<Να δες τι έκανες τώρα, >>αγριοκοιταξε τη γυναίκα.
<<Την έκανες να κλάψει,>>φώναξε ο Μάξιμος και έτρεξε στη Βαλερία.
<<Χα,ποιος τελικά θα ξεμεινει εδώ.Καρμα λεγεται,>>είπε ο Άλκης σχεδόν δυνατα και η Λυδα τον σκουντηξε σχεδόν ρίχνοντας τον κατω.
<<Σκασε βραδυποδα ,>>του φώναξε ο Ρωμανός.
Οι δύο γυναίκες κοιταχτηκαν με βλέμμα γεμάτο νόημα.
Τι σκατα είχε συμβεί και υπήρχε πιθανότατα να μην ...
Ωχ Θεέ μου αν μείνουν εδώ θα τρελαθώ.
Τα αγαπώ.
Αλλά μια αιωνιότητα με τους Ντάλτον πλην έναν δεν θα αντέξω.
Τι είχε γίνει με τους γονείς τους;
Τόσο καιρό είχα χάσει την μπάλα, γιατί δεν μπορούσα να κατέβω να δω.
Η Βεατρικη της κούνησε θετικά το κεφάλι με ένα μικρό νευμα με το πιγουνι.
Έπειτα γύρισε προς εμένα.
Κάθε φορά που την κοιτούσα εμενα άφωνη.
<<Εμιλι . Έχουμε πολλά να πούμε αλλά για αρχή πες μου,>>Έσκυψε προς το μέρος μου.
<<Που ειναι το ελαφι;>>
<<Εξαφανίστηκε. Του επιτέθηκαν οι σκιές και ο λύκος με το κορακι προσπάθησαν να το σώσουν.
Αλλά αυτό ξαφνικά εξαφανιστηκε>>.
Η Βεατρικη κοίταξε την γυναίκα που κρατούσε τον Παναγιώτη σφιχτά δίπλα της.
Το βλέμμα της άλλαξε.
Λυπη σχηματίστηκε στο προσωπο της
<<Τι συμβαινει ;>>Ρώτησα.
<<Ποιες ειστε;Οι σκιες;>>.
<<Έφυγαν.Προς το παρόν.Τίποτα ομως δεν χει τελειωσει.Ελα μαζί μου,>>μου γύρισε τη πλάτη και μου έκανε νόημα να την ακολουθήσω.
Ο Αρίστος μάζευε τα παιδιά και προχωρήσαμε προς το σπίτι.
<<Ξέρεις το ελαφι;>>
Την ρώτησα καθώς προχωρούσε μπροστά μου.
<<Φυσικά και το ξερω>>.
<<Και τι ειναι ξερεις;Δεν μου έχει δώσει απάντηση ποτέ του.Μονο πως πρέπει να το βοηθήσω>>.
<<Ξέρω,>>απαντούσε μονότονα .
Με το τσιγγελι θα της το έβγαζα.
<<Και;>>
Γύρισε και με κοίταξε.
Τα μαλλιά της ανεμίζαν στον αέρα καθώς μου χαμογέλασε.
Έμοιαζε με αρχαία Θεά .
Με το πράσινο υφασμάτινο λεπτό αέρινο φόρεμα.
Είχε κάτι που δεν μπορούσε το μυαλό μου να βγάλει νόημα.
Αλλά και πάλι έβγαζε.
Εξωπραγματικο και παράλληλα αληθινό
<<Είναι η πνοή σε κάθε τι που υπάρχει.
Η ουσία της ζωης>>.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top