Κεφαλαιο 57ο

Έμιλι στο κάπου.

Το χέρι μου κατηφορίζει στο σωμα μου ανάμεσα από τα πόδια μου.
Επιτέλους λίγη ησυχία .
Τα παιδιά έξω παίζουν.
Η μάνα μου ξεκουραζεται κάπου με τον γέρο και εγώ επιτέλους μόνη μου με τον εαυτό μου.

Χαϊδεύω το ευαίσθητο σημείο μου και νιώθω ήδη την εντάση να φεύγει.

Δεν ξέρω πως μπόρεσα να δω την Εύα.
Τη μια ήμουν μόνη μου και την άλλη άλλαξε ξαφνικά το τοπίο βρέθηκε στο διαμέρισμα μας με εκείνη ξαπλωμένη στο κρεβάτι.

Σαστησα.
Τόσο καιρό προσπαθούσα να την φτάσω και δεν μπορούσα..
Τώρα τα είχα καταφέρει.
Ίσως έφταιγε η συνάντηση με το ελάφι.
Ίσως εκείνη να με άφησε να την αναζητήσω.

Ό,τι και να έγινε όμως ήμουν ευτυχισμένη που την είδα.
Ο χρονος που περάσαμε μαζί με έκανα να καφαλαβω πόσο ακόμα την αγαπούσα και πόσο ηθελα να είναι καλά.
Γι'αυτό και της είχα γράψει τα γράμματα με τη ζωή μας μέσα.
Ελπίζω να τα είχε διαβάσει.
Κάτι μου έλεγε πως το είχε κάνει.

Να με αφήσει αυτή ήταν η λύση για να μπορέσει να βρει τον ευατό της.
Για να μπορέσει να ειναι εκεί για τον Ελι.

Το να χάνεις αυτό που αγαπάς περισσότερο από όλα στο κόσμο. Να το βλεπεις να φεύγει από τη ζωή ,είναι ένα από τα χειρότερα πράγματα.
Δεν θα τον ξαναδείς.
Δεν θα τον ξανά ακούσεις.

Αλλά η ζωή αυτά έχει.
Δεν τα ελέγχουμε.
Αν κάνουμε κάτι απερισκεπτο θα χάσουμε τόσα πολλά.
Πάντοτε πρέπει να δίνουμε μια ευκαιρία στη ζωή όσο σκατα και να φαίνονται τα πράγματα.

Έπρεπε να πιστέψει στο καλό που είχε ζήσει.
Στο φως, πως θα ξανάρθει.

Δεν έπαψα όμως να στεναχωριέμαι που δεν μπόρεσα να την κρατήσω εδώ.
Κάποια στιγμή θα ξαναέρθει.
Ελπίζω στα βαθιά γεράματα.
Θα είναι και ο άλλος μαζί μας σίγουρα και αντε να δω που θα πάει αυτό.

Εγώ εδώ θα είμαι.
Να περιμένω.
Κολλημένη στην αιωνιότητα.
Δε θα δω ξανά το φως σε εκείνον τον κόσμο.

Παίζω με την κλειτορίδα μου γρήγορα και νιώθω ήδη την υγρασία.
Όλη αυτή η συνάντηση με είχε αναστατώσει.
Δεν βρίσκεις διέξοδο εδώ,πάρα μόνο με τον ευατο σου.
Μέχρι στιγμής οποια και να χω δει καμία δεν μου έκανε κλικ.
Οπότε καθόλου σεξ .
Καθόλου οργασμό με άλλον άνθρωπο.
Μόνο χεράκι.

<<Ω,Θεέ μου,>>λέω ξεπνοα και η πλάτη μου τεντωνετε.Βαζω ένα δάχτυλο μέσα μου κυνηγώντας τον οργασμό.

Θα ηρεμήσω λίγο επιτέλους.
Γιατί έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας.

<<Ω Θ->>πήγα να αναστενάξω καθως ένιωθα ετοιμη να εκραγω,όταν η πόρτα ανοιξε με φορά διάπλατα.
<<Τι στο κορακα;>>Αναφψναξα και έκρυψα τη γύμνια μου με το σεντονι.

<<Εμιλι,>>με φωνάζει το ξανθό αγοράκι λαχανιασμενο και σκυμμένο ελαφρά με τα χερια στα γόνατα,προσπαθώντας να πάρει ανάσα.
<<Η Μυρσ-,η Μυρσ->>έκοβε τις λέξεις.

Το υπόλοιπο τσούρμο ακολούθησε από πίσω.

<<Εμιλι,η Μυρσ->>πήγε να μου πει η Βασιλική και γουρλωσε τα μάτια.

<<Γιατί είσαι γυμνή κάτω από τα σκεπασματα;>>Με ρώτησε  και όλα γύρισαν και με κοίταξαν καλά καλά.

Γαμω το κέρατο μου ούτε μια ώρα μόνη μου δεν μπορώ να μείνω εδώ.

<<Τι έκανες;>>

Τι να σου εξηγώ τώρα θα μάθεις όταν μεγαλώσεις.

<<Τιποτα,>>κούνησα το χέρι μου σαν να ηθελα να τη διώξω. <<Απλά ζεσταίνόμουν.Για πείτε μου τώρα ,γιατί ήρθατε έτσι αλαφιασμενα μέσα.Και αν είναι δυνατόν, πρέπει να χτυπάτε πρωτα>>.

Την επόμενη φορά δε θέλω να σκέφτομαι σε τι θα πέσουν πάνω.

<<Αφού δεν έκανες τίποτα γιατί να χτυπήσουμε;>>Είπε με πονηρά το μελαχρινό αγόρι δίπλα από τον άλλον με τα γυαλιά και μειδίασαν.

Σκασμένα γαμω τη τρέλα μου.
Από μικρά πρόβλημα δημιουργούν.

<<Σταματηστε έχουμε θέμα,>>είπε ο Ρωμανός στα αδέρφια του.

<<Δεν είπαμε τίποτα εμείς,>>γέλασαν πονηρά και τα δύο

<<Ναι αλλά το σκεφτήκατε και ,>>τους χτύπησε με τις παλάμες της στο κεφάλι η ξανθιά κοπελίτσα και η κοκκινομάλλα έσκασε στα γέλια.

<<Ηρεμήστε μωρε,>>είπε η Βασιλική καθώς άρχιζαν να μαλώνουν αναμεταξύ τους.

Εγώ αναστέναξα και έκρυψα το κεφάλι μου στα χέρια μου,αναθεματιζοντας τη τύχη μου.
Ένα παιδί ήταν δύσκολο που είχα,αλλά αυτά εδώ είναι...μια καταστροφή είναι.

Τι τραβάω.

<<Σκαστε πια ,>>φώναξε δυνατά και το ξανθό αγόρι και όλα σιωπησαν.

Σηκωσε το κεφάλι του και με κοίταξε.
Ένα περίεργο συναίσθημα φόβου με κατέκλυσε.

<<Η Μυρσίνη χαθηκε.Παιζαμε εξω και απλα εξαφανιστηκε>>.

<<Οι σκιές την πήραν να δεις,>>είπε το μελαχρινό αγόρι και η μικρή τον χτύπησε ξανά.

Άρπαξα το φόρεμα μου που ήταν πάνω στο κρεβατι μου,χώθηκα κάτω από το σεντονι και ντύθηκα γρήγορα.

<<Πείτε μου ακριβώς τι εγινε;>>

Έλεγα στα μικρά ζιζάνια καθώς βγαίναμε έξω από το δωμάτιο.

<<Παίζαμε έξω κρυφτό και η Σινη μπήκε μέσα στο δάσος ενώ της λέγαμε πως δε πρέπει να μπει,>>έλεγε το ξανθό αγόρι.

<<Άλκη σου έχω πει πόσες φορές να την μαζεύεις και πως πρέπει να προσέχετε όταν πατε στο δάσος.Οι σκιές είναι παντού,>>τον μάλωσα.

<<Το ξέρω.Αλλα η Σινη δεν ακούει ποτέ.Και μετά όταν ήρθε η ώρα να την ψάξω, γιατί εγώ φιλούσα,δεν την βρήκα.Ψαξαμε όλοι αλλά δεν ήταν πουθενά.Αν πάθει τίποτα δεν θα το συγχωρεσβστον ευατο μου.

Αυτό δεν ήταν καθόλου καλό.
Η μικρή πάντα ήταν ανησυχο πνεύμα.
Αλίμονο τι περιμένα άλλωστε.
Έμοιαζαν τόσο.
Δημιουργούσε θέματα πολλά άλλα πάντοτε ήταν προσεκτική.
Σίγουρα κάτι είχε γίνει και ισως ήταν αργά.

Κατεβαινοντας τις σκάλες φτάσαμε στη κουζίνα ,που εκείνη τη στιγμή ο γέρος με την μάνα μου έκοβαν φρούτα για να κάνουν φρουτοσαλατα.

<<Τι εγινε;>>Με ρώτησε καθώς έκοβε ένα ροδάκινο.

<<Η Μυρσίνη αγνοείται,>>του απάντησα και τους προσπέρασα γρήγορα.

Το μαχαίρι έπεσε από τα χέρια του.

<<Ω Θεέ μου,>>αναφώνησε η μάνα μου.

<<Ο Θεός δεν είναι εδώ μαμά.Τον έχεις δει καθολου;Είναι απασχολημένος με άλλα μάλλον για να δωσει σημασία σε όλο αυτό το χάος,>>ήμουν εξαντλημενη από όλο αυτό.
Τι άλλο να έκανα;Προσπαθούσα να παλέψω για αυτά τα μικρά να τα προστατευσω και απότυγχανα.
Ποιος ήταν ο σκοπός μου σε όλο αυτό ακόμα δεν είχα καταλάβει.
Αν και το ελάφι μου είχε δείξει πράγματα.
Ήταν όμως περίεργα και ακατανόητα.

Θεός, προστάτης,φύλακας,ψυχή.Ό,τι και να ήταν δεν μου έδινε ξεκάθαρα σημάδια.
Με είχε χώσει σε μια αποστολή που δεν είχα ιδέα τι να κάνω.

Αναθεματισμενο ελάφι.

<<ΣΙΝΗ,>>φώναζαν τα μικρά καθώς ψάχναμε μέσα στο δάσος.

<<Που είσαι μικρή μου,>>φώναζε ο γέρος.
<<Μη φοβάσαι δε θα σε μαλωσουμε ,απλά βγες έξω .Θέλουμε να είσαι καλα>>.

<<ΜΥΡΣΙΝΗ,>>φώναζα αλλά καμία ανταπόκριση.
Ήδη οι ταχυπαλμιες με επιαναν και το στήθος μου σφίγγονταν.

Τα ζωακια του δάσους αναστατωμενα και αυτά έτρεχαν από εδώ και από εκεί.

<<Τσεκάρετε στη λίμνη με τις νύμφες;>>
Ρώτησα και ο Ρωμανός διπλα μου εγνεψε θετικά.

<<Τιποτα.Παντου κοιτάξαμε.
Ακόμα και στη φωλιά της αλεπούς τριγύρω που πηγαίνει συχνά να την βλέπει αλλά τιποτα>>.

<<Στα μικρά φτερωτά ξωτικα;>>

<<Είσαι τρελή μωρε Εμιλι αυτά ούτε που μπορείς να τα πλησιάσεις σε πετάνε μυρτιλσ.Σιγα να μην ήταν εκεί η Μυρσινη>>.

Αναστέναξα.
Όσο περνούσε ο χρονος οι πιθανότητες ήταν μηδαμινές στο να την βρούμε.

Μια φορά ειμασταν τυχεροί με τη Βασιλική .
Δεν σήμαινε πως θα ειμασταν και δεύτερη.

<<Βρήκατε τιποτα;>>
Ρώτησα τη μάνα μου και τον γέρο καθώς ξεπροβάλλει από τα δέντρα.
Κουνησαν αρνητικά το κεφάλι.
Το βλέμμα τους ανήσυχο.

Τι θα κανω;
Τι θα κανω;
Αυτό δεν έπρεπε να γίνει που όλα μπήκαν σε μια σειρά τώρα
Το νιώθω πως όλα είναι καλά εκεί κάτω.
Αυτό δεν έπρεπε να συμβεί.
Γιατι;
Ελάφι που είσαι γαμω το κέρατο μου;
Χρειάζομαι βοήθεια.

<<ΕΜΙΛΙ,>>φώναξαν στα ξαφνικά τα τρία κορίτσια και γύρισα να της κοιτάξω που έτρεχαν κατά πάνω μου.

<<Πρέπει να έρθεις γρήγορα στο λιβάδι.Κατι περίεργο είναι στον ουρανο,>> με άρπαξε η Βασιλική από το χέρι και άρχισε να με τραβάει.

Όλοι την ακολουθήσαμε και όταν βγήκαμε στο λιβάδι έμεινα άφωνη από το θέαμα.

Στη μέση στεκοντουσαν τα αγόρια και κοίταζαν στον ουρανό.
Οι πυγολαμπίδες χόρευαν τριγύρω τους.

<<Εμιλι,κοίτα,>>σήκωσε το χεράκι της και έδειξε τον ουράνο.

Εκεί φόντο τα δύο φεγγάρια πλανήτες και το ροζ μωβ χρώμα ένα σφαιρικό μπλε αστερι κινούνταν και μια φωτεινή ουρά από πίσω του ξεπροβάλλε.

<<Όου,>>ειπε ο γερός καθώς συνειδητοποιήσε τι γινόταν.

<<Τα κατάφερε, >>είπε η μάνα μου.

<<Ναι,>>Ψέλλισα καθώς κοιτούσα τη μικρή σφαίρα να φεύγει. <<Πηγαίνει σπιτι>>.

<<Σινη, δεν είναι δίκαιο. Δεν είπες αντίο να πάρει.Εγω ήθελα να είμαι πρώτος,>>φώναξε ο Άλκης με τη γροθιά σηκωμένη στον ουρανό τσ μπλε του μάτια δακρυσαν και τα σκούπισε με τα χερια του.

<<Πάντα ήξερες πως θα ήταν πρώτη τι λες;>>
Του γκρινιάξε η Βασιλική.

<<Το ξερω αλλα πιστευα πως μπορει να γινοταν κατι μαγικο και να αλλαζε αυτο.Θα μου λείψεις απλά περίμενε με .Και πες τους μην αργησουν>>
Συνέχισε να φωνάζει.

<<Ίσως αργήσουν γιατί μπορεί να αλλάξουν γνώμη,>>ήρθε στα ξαφνικά το μελαχρινό αγόρι δίπλα στο αριστερό του αυτί και ο Άλκης κοκκαλωσε.

<<Ίσως να το μετανιωσουν και να μη θέλουν άλλο παιδι.Τι κρίμα να μείνεις μόνος σου εδώ ενώ όλοι εμείς θα πάμε εκει;>>Τον πλησίασε  το αγόρι με τα γυαλιά.
Τα δύο αγόρια μειδιασαν με το αλλοφρον ύφος που είχαν και ο Άλκης ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα.
Πάντοτε αυτά τα δύο ήταν έτσι.
Καλά και ο Ρωμανός αλλά λιγότερη τρέλα και παράνοια κουβαλούσε από αυτούς.
Η αδερφή τους ήταν η πιο ησυχη βέβαια και έκανε αμάν να τα ηρεμήσει.

Ξαφνικά τα δύο αγόρια βρέθηκαν στο πάτωμα.
Η ξανθιά κοπελίτσα τα είχε τραβήξει από τις μπλουζες τους και τα έριξε κάτω.

<<Ώρες ώρες,απορώ γιατί είμαστε συγγενείς.Αλλα αυτό δεν θα με αποτρέψει στο να σας σπάσω στο ξύλο.Συγγνωμη αδέρφια σου είναι,>>γύρισε στη κοκκινομάλλα.
<<Αλλά ένα χέρι ξύλο το θελουν>>.

Η κοκκινομάλλα σήκωσε τους ώμους.

<<Αδερφή να σου τυχει,>>είπε το αγόρι με τα γυαλιά,καθώς η ξανθούλα πλησίαζε τρίβοντας τις γροθιές της.

Άρχισαν να οπισθοχωρουν σερνομενοι στο πάτωμα.

<<Εντάξει, εντάξει συγγνώμη πλάκα κάναμε,>>είπε ο μελαχρινός

<<Πολύ αργά,>>μειδιασε η ξανθιά και εκείνοι με ένα "Ωχ" άρχισαν να τρέχουν με τη μικρή να τους κυνηγάει μέσα σου λιβάδι.

Καθημερινό και αυτό.

<<Μην ανησυχείς Άλκης θα έρθεις και εσύ.Δεν θα αλλάξουν γνωμη,>>έλεγε η Βασιλική καθώς τον είχε αγκαλιάσει.

<<Και εσύ που το ξερεις;>>
Είπε με αναφυλητά.

<<Το νιώθω.Αλλωστε τι θα κάνω εγώ χωρίς εσένα εκεί κάτω και η Μυρσίνη>>.

Τον φίλησε στο μάγουλο.

<<Έχεις δίκαιο.Δεν πρέπει να ανησυχω>>.

Χαμογέλασε.

<<Ωραία τώρα που λύθηκε όλο αυτό, ποιος θέλει σοκολα->>πήγε να πει ο γέρος και τα παιδιά ζητοκραυγασαν.

Όταν κεραυνοί ακούστηκαν από τον ουρανό.
Τα σύννεφα μαζεύτηκαν απότομα.
Η λιμνη άρχισε να κοχλάζει και το νερό να ανασηκωνεται.
Αέρας φυσούσε μανιακα.

Ο θόρυβος από τα κύματα της θάλασσας πιο δίπλα ήταν τόσο δυνατός που ήταν σαν να ερχόταν το τέλος του κόσμου.

<<Όλοι γρήγορα μέσα,>>φώναξε η μάνα μου.

<<Οι σκιές είναι, οι σκιές,>>φώναξε ο Ρωμανός καθώς εκείνες έβγαιναν από τα σύννεφα και ερχόντουσαν κατά πάνω μας.

<<Όχι,>>ψελλισε ο γέρος .

Τα μικρά μαζεύτηκαν γύρω μου με τα αγόρια να έχουν μπει μπροστά μας.

Όλα τα πλάσματα άρχισαν να τρέχουν στο λιβάδι.

Το νέφος πλησίαζε και όλα άρχιζαν να σκοτιενιαζουν.
Ο αέρας να φυσάει με μανία.
Και ο θόρυβος.
Ο θόρυβος ό,τι πιο απόκοσμο έχω ακούσει ποτέ.

Οι βροντές και οι κεραυνοί μπλεκοταν με τις κραυγες των σκιών.
Καθώς εκείνες πλησίαζαν και ρουφουσαν την ζωή από το μέρος.

<<Θα πεθάνουμε έτσι δεν είναι;>>
Είπε ο Άλκης και ολοι τον κοίταξαν.

<<Είμαστε στην αιωνιότητα μη το ξεχνάς. Κανείς δεν ξέρει τι μας συμβαίνει αν πέσουμε στα χέρια τους.Κανεις δεν έχει γυρίσει για να το εξιστορισει,>>του είπε η μάνα μου.

<<Σκατα,>>είπε ο Ρωμανός μπροστά από τη Βασιλική.

<<Εμιλι τι θα κανουμε;>>
Με ρώτησε η μικρή.

<<Δεν ξέρω ποντικάκι. Δεν ξερω>>.

<<Αν ήταν η Σινη εδώ σίγουρα θα έλεγε να παλέψουμε. Δεν νομίζετε;Αυτο πρέπει να κάνουμε.Γιατι πρέπει και εμείς να πάμε σπίτι,>>είπε η ξανθιά και πήρε θέση επίθεσης.

<<Έχει δίκαιο,>>είπε το αγόρι με τα γυαλιά.

<<Δεν ξέρω αν μπορώ,>>έλεγε η κοκκινομάλλα και έτρεμε.

<<Μη φοβάσαι, εγώ είμαι εδώ, >>της έπιασε το χέρι η Βασιλική.
<<Πάντα μαζί δεν είπαμε;Γι'αυτό είναι οι φίλες, >>η μικρή της εγνεψε με δάκρυα στα μάτια.

Εγώ κοιτούσα το χάος να έρχεται και δεν ήξερα τι να κάνω.

Ω Θεέ μου.
Ω Θεέ μου.

Ένα δυνατό κρα ακουστικε από ψηλά και σηκωσαμε όλοι το κεφάλι.

Ένα κοράκι πέταξε γρήγορα προς τις σκιές .

Πρώτη φορά το έβλεπα.

Ξαφνικά το μέρος γέμισε απίστευτο φως και ολοι γυρίσαμε προς τη λίμνη.

Ξαφνιασμενη κοιτούσαμε το φως που όλο και δυνάμωνε .

Εστίασα τα μάτια μου και η φυγουρα που άρχισε να σχηματίζεται ήταν το ελάφι.
Με σηκωμένα τα μπροστα πόδια έβγαζε τη κραυγή του .
Τα έριξε απότομα κάτω στο εδαφος και όλο το φως εξαπλώθηκε απότομα .
Γέμισε τη γη και τον ουρανό.
Έκλεισα τα μάτια μου από τη τόση λάμψη.

Τα μικρα ζητοκραυγαζαν καθώς οι σκιές υποχωρούσαν.

Είχε έρθει να μας σώσει.
Ήταν το θαύμα που χρειαζόμασταν.

Όμως δεν κράτησε πολύ.

<<Όχι,>>φώναξε η Βασιλική.

Άνοιξα τα μάτια μου .
Το ουρλιαχτό από το ελάφι ακουγόταν παντού,καθώς οι σκιές το είχαν περικυκλώσει.

<<Πρέπει να κάνουμε κάτι,>>είπε η Βασιλική και πήγε να τρέξει κοντά του αλλα ο Ρωμανος την κρατησε

<<Ασε με το πληγωνουν,>>φώναζε και προσπαθούσε να ξεφύγει από την αγκαλιά του.

Το κοράκι κραυγασε και πέταξε γρήγορα κοντά του.
Και άρχισε να παλεύει με τις σκιές.
Να τις τσιμπάει και η σκιές σαν καπνός να πιάνονται στο ράμφος του καιβνα ξεφεύγουν.

Αλλά τίποτα.

Ένα ουρλιαχτό ακούστηκε στα ξαφνικά και ο μαύρος λύκος πετάχτηκε απο το πουθενά πάνω τους και άρχισε να παλεύει μαζί τους.

Η αλεπού ξεπήδησε μπέρτα μας με το φίδι τυλιγμένο γύρω της.
Γρυλισε δείχνοντας τα δόντια της.

Σε μια μάχη άνιση το κοράκι με τον λυκο προσπαθουσαν να σώσουν το ελάφι.

Όλα τα πλάσματα ήταν σε ανησυχία.
Οι σκιές πλησίαζαν.
Ήξερα καλά ποια ήταν η συνέχεια επρεπε να παλέψουμε κάπως.

Γιατί αυτό δε σταματά ποτέ.
Το καλό με το κακό.
Το σκοτάδι με το φως.
Αυτή η μάχη δε σταματά ποτέ.

Δεν θα το βάλουμε κάτω.

Οι σκιές γινόντουσαν όλο και πιο πολλές.
Μας είχαν φτάσει.
Όλα τα πλάσματα πλέον μάχονται με αυτές.

<<Πρέπει να τις διώξουμε από το ελάφι,>>φώναξα.

<<Ναι ,πάμε,>> φώναξαν τα μικρά και σκορπιστηκαν τριγύρω σαν δολώματα.

<<Ξέρετε τι να κάνετε.Ποσες φορές το κάναμε αυτό το σενάριο.Προσπαθηστε να μη σας πιάσουν,>>τα φωναξα.
Τόσο καιρό τα
εκπαιδευα για ένα τέτοιο γεγονός.
Έπρεπε να είναι υποψιασμενα και έτοιμα για παν ενδεχομενο.
Ήλπιζα πως δε θα γινόταν ποτέ αλλά...

<<Πάω να φέρω την καραμπίνα, όχι πως θα κάνει κάτι αλλά τουλάχιστον θα κερδίσουμε χρόνο,θα ειδοποιήσω και τους αλλους>>είπε ο γέρος και εγνεψα καθώς έτρεχε προς το σπίτι.

Η λάμψη εξαπλώθηκε στα ξαφνικά και η κραυγή από το ελάφι μουδιασε το σώμα μου.
Πέθαινε.
Ξαφνικά όμως εκεί στο φως οι σκιές από πάνω τους εκτινάχθηκαν.
Μια μικρή έκρηξη  πέταξε και τον λύκο και το κοράκι μακριά.

Το ελάφι στεκόταν εκεί πληγωμένο προσπαθούσε να πάρει ανάσα με το κεφάλι σκυφτό.

Ο λύκος και το κοράκι το πλησίασαν και εκεινο κοίταξε μια εκεινο και μια το άλλο.
Και εξαφανιστηκε...

Τι στο καλο;
Όχι.

Είχε φύγει.
Είχε εξαφανιστεί.

Δεν προλαβα όμως να επεξεργαστώ την εικόνα καθώς το χάος ξέσπασε.
Οι σκιές και το νέφος επανήλθαν με πιο γρήγορους ρυθμούς.

Και εμείς...
Εμείς...
Περιμένουμε ένα ακόμα θαύμα.
Αλλά δε θα μείνουμε με σταυρωμένα χέρια.
Θα παλέψουμε.

Σίνη ευτυχως έφυγες.
Αλλά αν ήσουν εδώ ίσως είχες καμία ιδέα πως θα μπορούσαμε να βγούμε από αυτή τη γαμω κατάσταση.

Γιατί είσαι ίδια η μάνα σου.
Ίδια η Belle.
Φίλα την για εμένα.
Πες της πως είμαι περήφανη επιτέλους που βρήκε το φως.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top