Κεφάλαιο 8ο
Τώρα.
Ορφέας,22 ετών.
Ο ηλίθιος ο Άρης δε σηκώνει το τηλέφωνο και αρχίζει να με εκνευρίζει παρά,μα πάρα πολύ.
Έχει τόσες μέρες κάνει πως δεν υπάρχω.
Μου μιλάει μονολεκτικά και αποφεύγει τα βλέμματα μου.
Οπότε η δεύτερη μου λύση ήταν ο Πέτρος.
<<Ρούστος βλάκα,όχι Μούστος,>>του φώναζα στο τηλέφωνο.
Έξαλλος ήμουν με τον μαλάκα,που άπλωσε τα χέρια του πάνω της.
<<Σου εστειλα κάποια ονόματα , θέλω να πας να τα βρεις.Οι οδηγίες είναι γραμμένες και αυτές και τα θέλω όλα τουλάχιστον μέχρι αύριο το πρωί.Δε με νοιάζει αν είναι πολλά Τα θέλω αύριο το πρωί>>.
Του έκλεισα το τηλέφωνο στη μούρη.
<<Τι σκαρώνεις πάλι,>>μου είπε ο Αχιλλέας .<<Μη κάνεις καμιά μαλακία.Σου είπα θα τον κανονίσω >>.
Εγώ μαλακία ποτέ.
Σιγά μην αφήσω να περάσει αυτό έτσι .
Με τον ανώμαλο που μπλέξαμε.
Ο Αχιλλέας θα του έτριζε τη θεσουλα στο συμβούλιο,αλλά αυτό δεν μου ήταν αρκετό.
Και εκείνη δε του έριξε καμία γερή για να μη κάνει σκηνή.
Αν τα ήξερα όλα αυτά νωρίτερα, δε θα συμφωνούσα να κάναμε το δείπνο στο εστιατόριο μου, αλλά έχει χάρη που ήταν για τον Αχιλλέα όλο αυτό και τη συνεργασία .
Με αυτό που του ετοίμαζα βέβαια την διακινδυνεύα, αλλά δεν μου καίγεται δεκάρα.
Θα ήταν ευκαιρία και αύριο, που θα είναι όλοι εκεί να ανακοινώσω και τα νέα.
Γιατί τους κάλεσα όλους.
Δε θέλω να χάσουν το σκηνικό.
Ετοιμαζομουν για να πάω να βρω την Εύα .
Όταν ξύπνησε το πρωί στο σπίτι της ηταν εκτός τόπου και χρόνου.
Βέβαια δεν με έπεισε ότι στα αλήθεια ήταν το θέμα αυτός ο τύπος,που της χάλασε τη διάθεση και είχε δολοφονικές τάσεις .
Τα διαισθάνομαι εγώ αυτά τα πράγματα.
Άσε που δεν έβγαλα τίποτα από τις τόσες ερωτήσεις που έκανα στα παιδιά.
Από ότι φαινόταν δε θα μάθαινα σύντομα για το τι είχε συμβεί στη Πράγα..
Με τρελεναι όλο αυτό.
Τι ήταν τόσο σοβαρό που δεν μπορούσαν να μου το πουν;
Δεν ήθελα να κάνω την Εύα να μου το πει με το ζόρι.
Ήθελα να μπορεί να έρχεται να μου τα λέει από μόνη της .
Αλλά δεν ήταν αρκετό αυτό όλο που έκανα μάλλον τόσο καιρό ώστε να αισθάνεται άνετα.
Δε μπορούσα να τη διαβάσω με τίποτα.
Ενώ η Ιβόνη ,ανοιχτό βιβλίο.
Δε σταματούσε ποτέ να μιλάει και ήξερα τσ πάντα για εκείνη.
Το τι έπαθε στη τρίτη δημοτικού.
Το ότι ο θείος στη Νάξο κόντεψε να πνιγεί από κάτι κουκούτσια καρπουζιού ένα καλοκαίρι.
Γαμώτο ,ακόμα και το τι φαι δεν άρεζε στο πατέρα της γνώριζα
Τι έκανα κι ανοιγόταν έτσι δεν έχω ιδέα.
Το μεσημέρι πήγα και πήρα τις στολές μας για το πάρτι.
Περιμένω πως και πως να δω τα μούτρα του Γαβριήλ και του Αχιλλέα.
Η Ιβόνη ήταν μαζί μου.
Δεν έχασε να μου κατσικωθεί . Όταν με πήρε τηλέφωνο και της είπα πως θα πήγαινα να διαλέξω κόντεψε να μου σπάσει το τύμπανο από τις κραυγές.
Ήμουν βλάκας έλεγε που δε τη σκέφτηκα να έρθει μαζι μου
Ωρες,ώρες έχω την εντύπωση πως ούτε εκείνη με γουστάρει τρελά και ας είχε μευακομισει και βρει εδώ δουλειά για χάρη μου.
Είχε γίνει πλέον από τα κορίτσια της λέσχης εδώ και ας μας επιζεί η υπεύθυνη κάτω πως της πήραμε το καλύτερο μέλος.
Έσκαγε εκείνη επειδή η Ιβονη βοηθούσε στο να κρατιέται εκεί η λεσχη καθαρη και σημμαζεμενη
Γαμώτο έχω μπλέξει τα μπούτια μου.
<<Τι λες να ντυθώ άγγελος;Μπα,πολύ κοινότυπο.Γατουλα;Μπα ούτε και αυτό,>>μονολογούσε μόνη της στο μαγαζί και εγώ δεν την έδινα σημασία.
Με ρώτησε πάλι κάτι και εγώ συμφώνησα ελπίζω όχι σε κάτι περίεργο και η καημένη ντυθεί τίποτα εξωγήινος.
Είχα ανοίξει το κινητό μου και κοιτούσα κάτι βίντεο που μου είχε στείλει ο Γαβριήλ από το dark web.
Αν με έβλεπε κανένας εδώ μέσα θα φώναζε το εκατό.
Ήθελα να ξεράσω και παράλληλα να σκοτώσω κάτι.
Τα νεύρα μου δεν ήταν καλά.
Αλλά έπρεπε να βρω που στο διάολο ήταν αυτό το νησί.
Από εκείνα όμως δεν έβρισκα τίποτα
Ο Αχιλλέας έβαλε την Ηρώ να ρωτήσει την Σοφία μήπως ήξερε κάτι παραπανω.
Μήπως οι τρεις τις είχαν πει κάτι.
Αλλά δεν γνώριζε.
Το μόνο που είπε, είναι πως όταν πήγαιναν και ερχόντουσαν από εκεί, συνήθως τους είχαν κλειστά τα μάτια για να μη γνωρίζουν και οι ίδιοι την τοποθέσια.
Φυσικά όλο αυτό γινόταν που σε περίπτωση ,προσπαθούσε κάποιος να διαφύγει.
Που θα πας αν δε ξέρεις που βρισκεσαι;
Ανέβηκα στη μηχανή μου και πήγα προς το σπίτι της Εύας.
Ο καιρός ήταν καλός και είχε ένα ελαφρύ αερακι.
Κατέβηκα από τη μηχανή έβγαλα το κράνος μου και στηρίχτηκα πάνω της, περιμένοντας την να έρθει.
Η Ιβόνη ευτυχώς είχε να πάει επίσκεψη σήμερα και δε με επρηξε πολυ για το που θα πήγαινα και με ποια.
Βέβαια ήδη είχε καταλάβει ειδικά από τι
τελευταία φορά στο εστιατόριο που μας είδε πως έτρεχε κάτι παραπάνω, από όσα της έλεγα για την Εύα
Ότι ήταν μόνο φίλη.
Πως με βοηθούσε να αναρρώσει.
Δε το έκρυβα και καλά ήταν η αλήθεια .
Αλλά πώς να μπόρεσω.
Αυτή η γυναίκα μου κρασαρει τον εγκέφαλο.
Νιώθω λες και δε λειτουργώ όταν τη βλέπω και το μόνο που θέλω να κάνω είναι να την αρπάξω, να τη φιλήσω και να την κάνω να ουρλιάξει το όνομα μου καθώς θα της κάνω έρωτα.
Γαμώ ,εγώ λέω τη λέξη έρωτα.
Και όχι πήδημα.
Καλά και αυτό θέλω να το κάνω.
Αλλά το άλλο...
Γαμώ....
Δε το είχα σκεφτεί με καμία άλλη.
Το να θέλω να νιώσω το δέρμα της
Να φιλήσω κάθε γωνιά του σώματος της.
Να πάρω όση ώρα θέλω για να αναρρυγισει το κορμί της.
Θέλω να κοκκινίσουν τα μάγουλα της καθώς θα τις λέω ότι πιο όμορφο σκέφτομαι για εκείνη στο αυτί της.
Και ύστερα να δαγκώνει τα χείλη της όχι από το άγχος ,αλλά από προσμονή.
Καθώς θα της λέω πόσο πολυ θέλω να τη κάνω να τελειώσει και πόσο πολύ θα την πηδάω μέχρι να με πει θεό της και να προσεύχεται σε εμένα.
Κάλμαρε ηλίθιε.
Δεν είναι η κατάλληλη ώρα να σκέφτομαι κάτι τέτοιο .
Πόσο μάλλον όταν που θα πρέπει να ανέβω στη μηχανή σε λίγο πάλι.
Και με τον πούτσο μου σηκωμένο λίγο δύσκολο αν δε θέλω να σφαδαζω από τον πόνο.
<<Παρακαλώ;>>Σήκωσα το κινητό μου που δονήθηκε στη τσέπη μου.
<<Τι παρακαλάς ηλίθιε,>>ακούστηκε από μέσα η φωνή του Γαβριήλ.
<<Παρακαλώ μπας και μου κατσεις ,αλλά πού τέτοια τύχη,>>του είπα γελόντας.
<<Δε πάω με μικρό τσουτσουνους>>.
<<Εεε,ε όχι και μικρό σε παρακαλώ>>.
<<Καλά καλά.Σκασε και άκου λίγο,>>η ανάσα του ήταν γρήγορη και η ένταση τους φωνής του έδειχνε φανερο εκνευρισμό.
Ποιος του είχε κάνει τα νεύρα τσαταλια δε ξέρω;
<<Που είσαι καταρχάς;>>
<<Στο σπίτι της Εύας>>.
<<Γιατί δε μετακομίζεις και εσύ εκεί ,να ηρεμήσω λίγο. Να έχω το σπίτι μόνο για εμένα ,>>με πείραξε.
<<Θα μου πεις τι στο διάολο θέλεις;Και κόψε τις μαλακίες>>.
<<Ο ηλίθιος>>.
<<Ποιος από όλους,>>είχαμε μπλέξει με πολλούς τελευταία.
<<Ο πατέρας της Ξένιας,>>ετριξε τα δόντια.
Αυτό δεν ήταν καλό.
<<Κάποιος του έσκασε μια πληροφορία πως υπάρχουν ναρκωτικά στη λέσχη και μπουκαραν οι μπάτσοι με ένταλμα>>.
Γαμώτο .
Τι στο πούτσο ήταν αυτό τώρα;
<<Θες να έρθω;>>
<<Όχι είμαι με τον Αχιλλέα εδώ.Φυσικα δε βρήκαν τίποτα.Γιατι πρόλαβαν και μας τη σφύριξαν>>.
<<Ευτυχώς.Υποψιαζεσαι πως είναι στημένο;>>
<<Φυσικά είναι στημένο.Προσπαθουν να μας αποδιναμωσουν.Αλλα φυσικά ο μαλακας δεν έχει τίποτα από πίσω του και δεν μπορούμε να τον συνδέσουμε με του άλλους Πέρα από το σκηνικό τότε στο τμήμα που μας είχε καρφώσει ο Γιάννης Δεν έχει τίποτα αλλά που να τον συνδέει.Να έχεις το νου σου μη κάνει τίποτα και στο εστιατόριο>>.
Αυτό μας έλειπε τώρα.
<<Οι διεφθαρμένοι μπάτσοι είναι προστατευμένοι καλά και το ξέρεις.Θα είναι δύσκολο να τον βγάλουμε από τη μέση>>.
Ο Μιχαηλίδης ήταν γουρούνι.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που μας την είχε στήσει
Από την εφηβεία συνέχεια μας έκανε ελέγχους .
Μας σταματούσε στο δρόμο.
Ειδικά τον Γαβριήλ.
Είχε κόλλημα μαζί του.
Και ειδικά τώρα που η Ξένια έμενε σπίτι του.
<<Ξέρεις ότι κάποια στιγμή πρέπει να μιλησεις και να μας πεις την αλήθεια για ότι έγινε τότε;Είναι μπλεγμένος και αυτός έτσι δεν είναι;>>
<<Δεν εχει έρθει η ώρα αακόμα.Πρεπει να σε κλείσω με φωνάζει ο Μπιλ>>.
<<Κράτα με ενημερωμένο>>.
Ακόμα θυμάμαι, σαν να είναι τώρα, εκείνη τη νύχτα.
Ήμουν στην Ηρώ και περίμενα τον Αχιλλέα να γυρίσει από ένα ακόμα ραντεβού που τον είχε στείλει ο Γιάννης.
Ήθελα να του σπάσω τα μούτρα.
Οσα κάναμε ,τα καναμε για τον Αχιλλέα και την Ηρώ.
Γραμμένο τον είχα τον καργιόλη αλλιώς.
<<Δε θα θέλεις να μάθει ο Αχιλλέας αυτό σου συνεβει όταν ήσουν μικρός έτσι;Τι θα πιστεύει για εσένα.Σε θεωρεί τελειωμένο έτσι και αλλιώς>>.
Μου έλεγε ο μαλάκας κάνοντας μου πλύση εγκεφάλου ,ώστε να μη μάθει ο Αχιλλέας για την αναμόρφωση.
Δεν ήξερε τότε όλα όσα είχα περάσει
Μόνο ότι ο πατέρας μου με κακοποιούσε.
Και έτσι με το χαλασμένο μου μυαλό πίστευα πως ο Αχιλλέας και ο Γαβριήλ αν μάθαιναν θα με έδιωχναν.
Όλα μετά με τις ουσίες μπερδεύτικαν.
Ήταν σαν να μην τα είχα ζήσει
Σαν να τα έβλεπα σε ταινία.
Ακόμα και το όνομα της Ηρώς είχα ξεχάσει.
Ειχα πάρει τη κάτω βόλτα από τότε
Τα ναρκωτικά μου θολωναν το μυαλό.
Έκανα μαλακίες σε κάθε αποστολή.
Ήθελα να πεθάνω.
Και δε φοβόμουν τίποτα.
Αλλά ο θάνατος με απέφευγε, όπως ο διάολος το λιβάνι.
Εκείνο το διάστημα φήμες τριγυρνούσαν για κάτι φόνους πάλι,όπως πριν κάποια χρόνια .
Όμως επειδή ήταν αποβρασματα του υποκόσμου κανείς δεν έδινε σημασία.
Αλλά εμείς ξεραμε.
Τα σημάδια ήταν γνώριμα.
Είχε επιστρέψει.
Κανείς δεν ήξερε που βρισκόταν τόσα χρόνια ο Άγης.
Μέσα σε μια νύχτα είχε εξαφανιστεί αφήνοντας πίσω του μια ντουζίνα πτώματα.
Ο καργιόλης ήταν άρρωστος.
Από μικρός.
Τον αποφευγαμε.
Μας είχε απαγορεύσει ο Γαβριήλ να τον πλησιάζουμε.
Η περιοχή μας ήταν ήδη αναστατωμένη..
Ένα μηνα πριν είχε πεθάνει η μαμά της Ξένιας.
Την είχαν βρει νεκρή στο δωμάτιο της
Άλλοι είπαν από καρδιά .
Άλλοι είπαν ότι αυτοκτόνησε.
Ο Γαβριήλ δεν ήταν ήρεμος παρόλο που η Ξένια δεν ήθελε να τον βλέπει μπροστά της.
Όταν τον έδιωξε μετά τη σχέση που είχαν, αφού βγήκε από τη φυλακή, εκείνος τρελάθηκε.
Έπινε όλη μέρα
Έκανε κόκα ασταμάτητα.
Και κάθε μέρα ήταν με άλλη.
Ήταν δεμένος μαζί της από μικρός παρόλο που μετά δεν είχαν επαφές
Και όταν έγινε ότι έγινε εκείνος σαλταρε.
Μέχρι να συνέλθει του πήρε καιρό.
Εκείνη τη νύχτα τη γαμημενη,της φωτιάς, έφυγα σαν τρελός από το σπίτι της Ηρώς
Ο Αχιλλέας ούρλιαζε στο τηλέφωνο.
Όταν έφτασα με τη μηχανή μου στο σπίτι του Γαβριήλ η αστυνομία πλησίαζε από μακριά.
Ο Αχιλλέας του φώναζε να φύγει και εκείνος αρνούνταν.
Όταν με κοίταξε κατάλαβα πως κάτι είχε πάει πολύ στραβά εκείνο το βράδυ.
Τα είχαμε κάνει σκατά μέρες πριν βέβαια.
Γιατί δεν είχαμε προλάβει τον Άγη.
Όταν του έβαλαν χειροπέδες.
Έχασα το κόσμο μου.
Το μόνο που είπε ήταν
"Μη της πει να έρθει να με δει.Πες της πώς δε φταιει".
Και αυτό έκανα όταν πήγα να τη βρω στο σπίτι του Μάρκου.
Και εκείνη κατέρρευσε.
Έπειτα βρήκαν τους γονείς του.
Τα έριξαν όλα πάνω του.
Εμείς ξέραμε ότι έφταιγε ο Άγης.
Αλλά ποιος να πίστευε ότι επέστρεψε ένα φάντασμα.
Ένα χρόνο αυτός μέσα και εγώ κοντευα να τρελαθώ.
Είχα χειροτέρευσει με τη χρήση
Ήμουν ένα φάντασμα
Ο Αχιλλέας κρατιόταν και για τους δύο.
Μου φαινόταν πολλή δελεαστική η υπερβολική δόση τότε.
Άλλωστε δύο φορές είχα φτάσει στο χείλος του γκρεμού.
Όταν βγήκε δε ξαναμιλήσαμε πολύ για εκείνη τη νύχτα.
Αν δεν ήταν ο παππούς του ,ακόμα μέσα θα ήταν.
Αν δεν ήταν όμως ο παππούς του ,δε θα αναγκαζόταν να παντρευτεί και την ηλίθια.
Σκατά τα είχαμε κάνει.
Σήκωσα το κεφάλι μου καθώς άκουγα τη μηχανή της Εύας να έρχεται.
Θεέ μου, θα τελειώσω πριν την ώρα μου σαν δεκαπεντάχρονο.
Συνέλθε Ορφέα.
Κόκκινο έστριψε στη γωνία και σταμάτησε μπροστά μου.
Η μηχανή έσβησε.
Εκείνη έβγαλε το κράνος και τίναξε τα μαλλιά της.
Το έβλεπα στις ταινίες και γελούσα όταν έπαιζε σε σκηνές με αργή μουσική και λάγνα μουσική.
Αλλά γαμώ αυτό ήταν καύλα.
<<Δεν άργησα;>>
Μου είπε.
Τα γεμάτα χείλη της δαγκώθηκαν ξανά από την αμηχανία της και εγώ κοντευα να λιποθυμήσω.
Από αυτοσυγκράτηση δεν είχα καθόλου.
<<Μπορώ να περιμένω δεν με πειράζει,>>μια ζωή ,αιώνα ,ακόμα και σε κάθε ζωη.
<<Έμαθες τι έγινε στη λέσχη;>>
<<Ναι αλλά όλα καλά,>>την πλησίασα.
<<Μήπως να πηγαίναμε από εκεί;>>
<<Μπα δε χρειάζεται τα έχουν όλα υπό έλεγχο>>.
<<Μα..>>
Αναστέναξα.
<<Εύα , έκπληξη είπαμε>>.
<<Καλά αμάν,>>δυσανασχετήσε,<<Που θα πάμε;>>
<<Αλήθεια δε σου λέει τίποτα η λέξη έκπληξη έτσι;>>
Της είπα και γέλασα καθώς εκείνη στροβιλιζε τα μάτια της.
<<Ναι αλλά θέλω να μάθω.Σου είπα δε τα μπορώ αυτά>>.
Ανέβηκα στη μηχανή και έβαλα το κράνος μου.
Πριν κλείσω το γυαλί του, της έκλεισα το μάτι.
<<Για να μάθεις πρέπει πρώτα να με πιάσεις,>>έβαλα μπρος τη μηχανή και έφυγα μπροστά.
<<Μου κάνεις πλάκα τώρα,>>μου φώναξε
<<Γαμωτο>>.
Οδηγούσα με ταχύτητα στον περιφερειακό.
Η Εύα από πίσω μου ακολουθούσε.
Ο ήλιος έδυε.
Δεν είχε κίνηση οπότε ήταν ευκολο να πατήσω το γκάζι.
Η ταχύτητα είναι πλανευτρα.
Μάγισσα.
Σε κάνει να νιώθεις ελεύθερο.
Πάντοτε ήμουν ο πιο γρήγορος με τη μηχανή από τους τρεις μας
Μπορεί ο Γαβριήλ να το είχε στο τιμόνι με το αμάξι του ,αλλά κανείς δεν με ξεπερνούσε στη μηχανή.
<<Τι στο καλό,>>αναφώνησα οταν εκείνη με προσπέρασε σηκώνοντας μου το μεσαίο δάχτυλο.
Από ότι φενεται βρήκα το άλλο μου μισό.
Πάτησα το γκάζι και έτρεξα να την προφτάσω.
Η αίσθηση ήταν εξώ οραγματική.
Δεν είχα νιώσει τόση ελευθερία εδώ καιρό.
Πάντοτε ένιωθα ελεύθερος μαζί της.
Όταν την έβλεπα ήταν σαν να έφευγε ένα τεράστιο βάρος από πάνω μου.
Ο κόσμος σιωπούσε.
Τα πάντα γύρω μου άλλαζαν χρώματα.
Οι σκιές πάγωναν στο χρόνο και υπήρχα μόνο εγώ και εκείνη.
Ευχόμουν να το έβλεπε και εκείνη έτσι.
Αλλά μάταια.
Παλευα να ρίξω έναν τοίχο.
Μέχρι πότε θα είχα αντοχή ,άγνωστο.
Ίσως μέχρι να έσπαγα κάθε κοκκαλο μου για να τον ρίξω.
Θυμάμαι τις πρώτες φορές που πήγαινα σπίτι της
Αγχωμένος.
Ανυπόμονος.
Ήθελα απλά να ανοίξει η πόρτα και να την δω.
Να δω εκείνο το μικρό χαμόγελο στα χείλη της και τη μικρή λάμψη στα μάτια της όταν με έβλεπε.
Όσο και να προσπαθούσε να το κρύψει ,εγώ το έβλεπα.
<<Ποιος είναι;>>
Φώναζε από μέσα.
<<Η tapperware,>>φώναζε η Όλιβ που μου άνοιγε τη πόρτα.
<<Ει,έτσι υποδέχεσε τον αγαπημένο σου φίλο;>>Της έλεγα και σήκωνα τις σακούλες με τα τάπερ φαγητού.
<<Εγώ που σου φέρνω και φαγητό;>>
<<Δεν είμαστε φίλοι.Και από όσο θυμάμαι ξέρουμε να μαγυρευουμε>>.
<<Έλα τώρα αφού σου αρέσουν τα φαγητά μου, απλά δε το παραδέχεσαι,>>της έλεγα και την αρπαζα από τον ώμο ζουλόντας της το μάγουλο .
Εκείνη δυσανασχετούσε χτυπόντας μου το χέρι.
<<Μπορείτε για μια φορά να τα πάτε καλά και να μην γίνεται αυτό κάθε μέρα;>>
Μας φώναζε η Εύα που ερχόταν στο προσκήνιο.
Ακόμα και σε φόρμες την έβλεπα σα θέα.
Την δική μου θέα.
Μπορεί σε φορέματα να σου κοβόταν η ανάσα όταν την έβλεπες
Αλλά τίποτα δε συγκρινόταν όταν φορούσε τις φόρμες της.
Ήθελα απλά να χωθώ στην αγκαλιά της και να χαιδεψω κάθε σημείο του γυμνού της δέρματος κάτω από το ύφασμα.
Εχανα το μυαλό μου κάθε φορά.
Έφυγα με τη μηχανή μπροστά κάνοντας της νόημα να ακολουθήσει.
Ήθελα να της δείξω το αγαπημένο μου μέρος.
Από μικρός ερχόμουν εδώ.
Ακόμα και όταν δεν είχα τη μηχανή.
Έπαιρνα το λεωφορείο και έπειτα περπατούσα μισή ώρα μέχρι εκεί
Το σημείο έξω από τη πόλη ήταν σε ύψωμα και έβλεπες όλη τη θέα.
Ο κοσμος φαινόταν ψεύτικος,σαν να ήταν ζωγραφισμένος σε καμβά.
Και εγώ ένιωθα ηρεμία.
Φτάσαμε στο σημείο και σβήσαμε τις μηχανές.
Έβγαλα το κράνος .
Βάζοντας το στο χερούλι κατέβηκα από τη μηχανή και έβγαλα από τη σέλα μου μια κουβέρτα και μια σακούλα με δύο μπυρες και την πλησίασα τ,ην ώρα που κατέβαινε και εκείνη.
<<Τι είναι εδώ;>>Με ρώτησε και της άπλωσα το χέρι.
<<Έλα μαζί μου>>.
Προχωρησαμε λίγο πιο μπροστά.
Έστρωσα τη κουβέρτα κάτω και κάθησα κάνοντας της νοημα με το χέρι μου στο έδαφος να κάτσει.
<<Δε πιστεύω να έχει τίποτα κουνούπια η ζουζούνια;>>
<<Εύα,>>την μάλωσα.
<<Καλά,>>παραπονέθηκε και καθησε κάτω.
Για λίγα λεπτα κοιτούσαμε τη θέα.
Τα μάτια της έλαμπαν από ενθουσιασμό.
Τα φώτα της πόλης έμοιαζαν σαν πυγολαμπίδες.
Ο ουρανός ήταν καθαρός και τα άστρα φώτιζαν με το φεγγάρι να τα κάνει παρέα.
Το κορμί της ανατριχιασε και το ετριψε με τα χέρια της .
Εγώ έβγαλα το μπουφάν μου και της το έβαλα γύρω από του ώμους.
<<Θα κρυώσεις>>.
<<Μπα ,καλά είμαι ,>>της είπα.
Μείναμε ακόμα λίγο στη σιωπή.
<<Ερχόμουν από μικρός εδώ.Ακομα έρχομαι καμιά φορά όταν θέλω να μείνω μόνος και να σκεφτώ.
Καθαρίζει το μυαλό μου>>.
Ήθελα να το δει.
Να νιώσει ότι ένιωθα εγώ.
Ίσως να γινόταν και το δικό της αγαπημένο σημείο.
Το δικό μας.
Έβγαλα από τη σακούλα μια μπύρα και της την έδωσα .
Εκείνη την άνοιξε και ήπιε μια γουλιά.
Άνοιξα και τη δική μου.
<<Είναι πανέμορφα εδώ,>>είπε στη συνέχεια.
Ήταν σκεπτική και πολύ ήσυχη από άλλες φορές.
Κάτι την απασχολούσε.
<<Ξέρεις καμια φορά πρέπει να έρχεσαι σε τέτοια μέρη.Οταν βλέπεις από μακριά καταλαβαινεις πως όλα είναι λίγο ασήμαντα.
Δεν είναι περίεργο που όλα αυτά τα έχουν φτιάξει άνθρωποι;
Κοίτα,>>της έδειξα με το χέρι.<<Εκεί στα φώτα υπάρχει τόσος κόσμος.
Που πάει στις δουλειές του.
Συναντά φίλους.Γυριζει σπίτι στην οικογένεια του.Καθε ένας από αυτούς έχει μια ζωή.Αλλοτε δύσκολη και άλλοτε καλή.
Εμείς την προσπερνάνε δεν την δίνουμε σημασία.
Επειδή έχουμε τα δικά μας προβλήματα.
Τις δικές μας σκουτούρες.
Πιστεύουμε πως δεν μοιάζουν κανέναν.
Και νιώθουμε μόνοι.
Γιατί δε θέλουμε να καταλάβουμε πως όλοι κουβαλάμε ένα βάρος.
Το μόνο όμως που πρέπει να κάνουμε είναι απλά να κοιτάξουμε καλά>>.
Εκείνη συνέχισε να πίνει από την μπύρα της.
Δεν ήθελα να τη ρωτήσω για όσα με βασάνιζαν.
Ήθελα να το κάνει μόνη της.
Αλλά δεν ανοίγονταν.
Ήταν νευρική και όσο περνούσε η ώρα δεν έλεγε να με κοιτάξει.
<<Εμένα μου άρεζε να ανεβαίνω στη σκεπή από το σπίτι μου.Σε κάθε σπίτι που ήμουν.Ετσι έφευγα από ότι γινόταν εκεί μέσα.Κοιτούσα επί ώρες τον ουρανό,>>μου είπε.
<<Σου άρεσε να μετράς και τα αστέρια ,>>της είπα μιας και μου το είχε ξανά πει.
<<Το θυμάσαι,>>χαμογέλασε.
<<Τα πάντα θυμάμαι,μου αρέσει να ακούω τις ιστορίες σου,>>την κοίταξα και εκείνη σήκωσε τη μπύρα της και ήπιε.
<<Μπορώ να σε ρωτήσω κάτι:>>
Μου είπε στα ξαφνικά συνεχίζοντας να κοιτά μπροστά.
<<Ότι θες>>.
<<Σε πέντε χρόνια πως τον βλέπεις τον ευατό σου;>>
Δε το είχα σκεφτεί ποτέ πως θα ήταν το μέλλον μου.
Γιατί μέχρι τότε πίστευα πως δε θα έχω μέλλον.
Μια σφαίρα στη καρδιά ή στο κεφάλι πίστευα πως θα ήταν το τέλος μου.
Ή η ριμάδα η βελόνα.
Αλλά τώρα ήμουν εδώ.
<<Χμμ,θα ήθελα να ανοίξω ένα ακόμα εστιατόριο.
Να ταξιδέψω.Να έχω το δικό μου σπίτι, γιατί θα τρελαθώ στο τέλος εκεί μέσα αν μείνω εκεί.Μας φαντάζεσαι εμένα και τον Γαβριήλ παππούδες να παίζουμε τάβλι.Γιατι έτσι θα καταντήσουμε με αυτά που κάνει,>>εκείνη γελάσε.
<<Οικογένεια, παιδιά;>>
Από πού ήρθε αυτό τώρα;
Είχαμε μιλήσει για διάφορα στη ζωή μας.
Αλλά γι'αυτα ποτέ.
Και μέχρι τώρα ποτέ δε τα σκεφτόμουν σοβαρά.
Αλλά τα ήθελα .
Σίγουρα τα ήθελα.Γιατι δε τα είχα ποτέ.
Μπορεί να φοβόμουν πως δε θα γινομουν καλός μπαμπάς εξαιτίας όλων όσων είχα περάσει.
Αλλά δεν θεωρούσα ότι υπάρχει πιο τέλειο το να γυρνάς σπίτι και να ξέρεις πως θα είναι πάντα γεμάτο.
Αλλά πάνω από όλα ήθελα να έχω τον άνθρωπο μου.Να ανοίγω τα μάτια μου κάθε πρωί και να ξέρω πως θα αντικρίσω αυτό που μου δίνει ζωή.
<<Ναι κάποια στιγμή.Με σκέφτομαι με οικογένεια .Παιδιά.Ισως τρία.Καλα αν βγουν σαν και εμένα δε ξέρω τι θα γίνει αλλά ελπίζω να πάρουν και λίγο από τη μάνα τους,>>είπα και γέλασα.
Αλλά από την άκρη του ματιού την είδα που κοκκαλωσε και έκλεισε τα μάτια της.
<<Είσαι εντάξει;>>
Την ακούμπησα στο πόδι και εκείνη τα άνοιξε ελαφρά.
<<Ναι ,ναι καλά είμαι,>>μου χαμογέλασε.
<<Στο εύχομαι ,>>είπε στο τέλος.
Μου ακούμπησε το χέρι και με κοίταξε.
Δεν ξέρω πως να ερμηνεύσω το βλέμμα της .
Πόνος,χαρά ,θλίψη.
Θέλω να τη ρωτήσω τι είναι όλο αυτό.
Να τη ρωτήσω το ίδιο αλλά διστάζω.
Θέλω όλα όσα σκέφτεται να τα πάρω μακριά της.
Πήγα να μιλήσω αλλά δε πρόλαβα.
<<Γαμώ την πουτάνα μου,>>τσηριξε όταν το βλέμμα της επεσε πάνω σε ένα μεγάλο ζουζούνι που σκαρφάλωνε στο πόδι της.
Τιναχτηκαμε και οι δύο πάνω και εκείνη σηκώθηκε και άρχισε να τινάζει χέρια και πόδια.
<<Στο είπα ότι έχει ζουζούνια,>>φωναξε και αηδιασε.
Εγώ έσκασα στα γέλια.
<<Δε το είχα της τρομερής και φοβερής Εύας, να φοβάται τα ζουζούνια,>>συνέχησα να γελάω.
<<Μη γελάς ηλίθιε.Ειναι απρόβλεπτα πετάνε και πηδάνε πάνω σου από το πουθενα .Τα σκωτωνω με τη μία .Αλλά γαμώ ,με πιάνουν απροετοίμαστη>>.
Αυτό ήταν φυσικά το πρόβλημα.
<<Σταμάτα να γελάς,>>συνέχησε να φωνάζει και εγώ κρατούσα τη κοιλιά μου.
<<Συγγνώμη αλλά είναι τόσο αστείο,>>της είπα .
Μουτρωσε και έκανε ένα βήμα προς εμένα.
<<Θα σε βαρεσω ηλίθιε.Αααα,>>φώναξε καθώς έχασε την ισορροπία και έπεσε πάνω μου ρίχνοντας με,με τη πλάτη πάνω στη κουβέρτα.
Της έπιασα τα χέρια .
Πρόσωπο με πρόσωπο .
Τα χείλη μας κοντά.
Ένιωθα το σώμα της να τρέμει και την ανάσα της να βαραίνει.
<<Συγγνώμη ,>>πήγε να πει και να φύγει από πάνω μου.
Δε την άφησα ,της εσφηξα τα χέρια και την τράβηξα στην αγκαλιά μου.
<<Τι κάνεις;Ορφέα ,θα σε βαρεσω άσε με,>>διαμαρτυρήθηκε.
Δε ξέρω νιώθω ότι είπα κάτι που δεν έπρεπε.
Ότι άγγιξα μέσα της κάτι που δεν ήθελε.
Τα νιώθεις αυτά.
Πάντα έλεγα αυτά που σκεφτόμουν.
Δεν είχα φίλτρο.
<<Πιστεύεις πως υπάρχει αγάπη;>Με ρώτησε ένα βράδυ που είμασταν στο δωμάτιο .
Μετά από μια κρίση μου.
Με έπιασε απροετοίμαστο.
Δε κατάλαβα αρχικά από πού είχε έρθει αυτή η απορία.
Ήξερα πως ήταν πληγωμένη.
Πως ακόμα αγαπούσε την Έμιλι.
Αλλά για όνομα ,εκείνη δεν ήταν εδώ.
Για πόσο καιρό θα αρνούνταν την ευτυχία;
Πάντοτε παρατηρούσα το βλέμμα της όταν κοιτούσε την Ηρώ και τον Αχιλλέα.
Δεν ήταν ζήλια.
Δεν ήταν θλίψη.
Ήταν λησμονιά.
Με μια απορία να διαγράφεται στο πρόσωπο της.
<<Είναι εδώ μπροστά μου,>>της είχα πει και εκείνη με κοπανησε με ένα μαξιλάρι.
<<Έεε,αμάν ούτε μια ερωτική εξομολόγηση δε μπορώ να κάνω.Αμαν πια ,>>της είπα και της πέταξα αντίστοιχα το μαξιλάρι.
<<Τσεκο μου πέταξες το μαξιλάρι;>>
Με κοίταξε αγριεμενη καθώς το απέφευγε.
<<Εσύ το πέταξες πρώτη,>>της είπα.
Δεν απάντησε σε αυτό που της είπα έκανε σαν να μην το είχα πει ποτέ.
<<Βλαμμένε, τώρα θα δεις,>>άρπαξε ένα άλλο και το έριξε κατά πάνω μου.
Εγώ πήδηξα από το κρεβάτι και την κορόιδευψα βγάζοντας τη γλώσσα.
Το μαξιλάρι έπεσε κάτω
<<Σα να είσαι λίγο κουρασμένη Ευάκι.Χανεις το στόχο σου>>.
<<Α ναι; Τώρα ,θα δεις,>>και με μια κίνηση άρπαξε το επόμενο και το πέταξε στη μούρη μου πάνω.
Ανοιγοκλεισα τα μάτια καθώς έπεφτε το μαξιλάρι.
Και εκείνη γελούσε τόσο δυνατά.
Αυτό ήθελα κάθε μέρα.
Όλη μέρα.
<<Ορφέα,με σφίγγεις δεν παίρνω ανάσα>>
Έλεγε με το πρόσωπο της χωμένο στο λαιμό μου.
Η ανάσα της ζεστή με έκανε να θέλω την πάρω εκείνη τη στιγμή πάνω στη κουβέρτα κάτω από τα άστρα.
Την έχω πατήσει.
<<Δε πρέπει να το κάνεις αυτό.Τα είπαμε αυτά .Έχεις και κοπέλα>>.
Έλεγε ψυθηριστα.
Οι λέξεις της κόβονταν.
Ένιωθα πως ήθελε να μου πει άτι άλλο αλλά δίσταζε
Πήρα μια βαθιά ανάσα και η μυρωδιά της με κατέκλυσε.
Ένιωθα ήδη τον πούτσο μου να διαμαρτύρεται.
Αν είναι δυνατόν ακόμα και σε μια τέτοια στιγμή τρυφερή ,ο καργιόλης δεν έλεγε να κάτσει ήσυχος.
Χαλάρωσα το σφηξιμο μου και εκείνη σήκωσε το κεφάλι της και με κοίταξε.
Τα μαλλιά της έπεσαν στο πρόσωπο της.
Σήκωσα το χέρι μου και τα έκανα στην άκρη.
Έπειτα της χάιδεψα το μάγουλο.
<<Μη,>>είπε χαμηλόφωνα και μου άρπαξε την παλάμη
<<Γιατί;>>
Απόρρησα και ένιωσα τη μαχαιριά ήδη να χαράζει τη ψυχή μου.
Δεν απάντησε
Απλά συνεχιζε να με κοιτα.
Το κινητό μου χτύπησε.
<<Γαμώτο,>>είπα και εκείνη σηκώθηκε απότομα.
Το έβγαλα από την τσέπη μου.
<<Ναι;>>
Είπα εκνευρισμένα βλέποντας το νούμερο του Γαβριήλ.
Ελπίζω να είναι κάτι πολύ σημαντικό γιατί αλλιώς θα τον σκωτώσω.
<<Ορφέα που είσαι;>>
Άκουσα τη φωνή στο ακουστικό να μιλαει ψιθυριστά.
Και δεν ήταν του Γαβριήλ.
<<Ξένια;>>Είπα και η Εύα με κοίταξε.
<<Που είσαι;>>
Είπε και σαν να άκουσα φασαρία από μέσα.
<<Με την Εύα .Τι έγινε;>>
Της έκανα νόημα να μαζέψουμε τη κουβέρτα και να πάμε προς τις μηχανές.
<<Δε ξέρω τι να κάνω μαλώνουν .Και επικρατεί χάος στο σπίτι.Ελα γρήγορα σε παρακαλώ>>.
<<Ποιος μαλώνει;Τι έγινε;>>
<<Η Ηρώ με τον Αχιλλέα.Και δεν είναι καλό .Καθόλου καλό>>.
<<Γαμώ.Ερχομαστε>>.
Της έκλεισα το ακουστικό και πήγα για το κράνος.
<<Τι έγινε;>>
Με κοίταξε η Εύα και ανέβηκε στη μηχανή.
<<Η Ηρώ με τον Αχιλλέα μαλώνουν>>.
<<Θα τον σπάσω στο ξύλο .Τι σκατά έκανε πάλι;>>
Μια στιγμή ήθελα μόνο ηρεμίας
Αλλά όχι ,ο μαλάκας έπρεπε να μου τη χαλάσει.
Με είχε αρρωστήσει με τις αηδιες του.
Τελευταία μάλωναν συχνά.
Είχε γυρίσει στη παλιά του συνήθεια.
Υπερπροστευτικος ,εμμονικός.
Με τη διαφορά ότι η Ηρώ πλέον δεν τα ανέχονταν καθόλου.
Να λέμε την αλήθεια της είχε σπάσει τα νεύρα.
Δεν μπορούσε να ευχαριστηθεί τίποτα χωρίς να έχει τον Αχιλλέα συνέχεια να τα κάνει για εκεινη.
Πως στο διάολο θα συνήθιζε την κατάσταση της εάν την έκανε έτσι;
Το κυριότερο για ανθρώπους με τέτοιες δυσκολίες ήταν να αισθάνονται ότι δεν έχει αλλάξει κατι στη καθημερινότητα και ας έχει.
Θέλουν να νιώθουν είναι φυσιολογικοί.
Και όχι αβοήθητοι.
Και η Ηρώ πέρα από αβοήθητη είναι.
Μπήκαμε μέσα στο σπίτι.
Στο καναπέ ήταν όλοι μαζεμένοι.
Ο Μάρκος έτρεμε από τα νεύρα του με τον Φίλιππο να του κρατάει το πόδι που πήγαινε πάνω κάτω.
Η Σοφία με τον Γαβριήλ στη κουζίνα να λογομαχούν και εκείνος να προσπαθεί να την κρατήσει για να μη φύγει.
Ο Σπίθας ήταν κάτω στις σκάλες και γαβγιζε καθώς οι φωνές της Ηρώς και του Αχιλλέα ακούγονταν από το δωμάτιο
<<Αχ,πάλι καλά ήρθατε ,>>φώναξε η Ξένια προς το μέρος μας .
<<Επ,φίλε μου ήσυχα ,>>είπα στον Σπίθα που ερχόταν τρέχοντας και τον χάιδεψα.
<<Πόση ώρα γίνεται αυτό;>>
Ρώτησε η Εύα.
<<Για πολλή ώρα>>.
<<Και δεν ανέβηκε κάνεις πάνω να τους σταματήσει;>>
Ρώτησα.
<<Έχουν κλειδώσει τη πόρτα,>>είπε ο Γαβριήλ.
<<Μπορώ να τη σπάσω ,>>φώναξε η Σοφία
<<Για μια φορά είμαι μαζί της,>>είπε ο Μάρκος.
<<Τι σκατά έγινε;>>
Ρώτησα κα τα βλέμματα μας έπεσαν πάνω στη σκάλα.
Η πόρτα άνοιξε απότομα.
Η Ηρώ βγήκε έξω με το καροτσάκι.
Με τον Αχιλλέα από πίσω της να βγαίνει τρέχοντας.
<<Δε τελειώσαμε τη κουβέντα Ηρώ,>>της φώναξε.
<<Νομίζεις,>>του φώναξε και στερεωσε το καροτσάκι στο μηχανισμό της σκάλας που είχε τοποθετησει πρόσφατα ο Αχιλλέας για να μπορεί να ανεβοκατεβαινει μόνη της.
<<Δε θα πας τελείωσε,>>της φώναζε.
<<Ω ,σκατά ξέρω γιατί μαλώνουν,>>είπε η Εύα.
<<Θα πάω,>>του φώναζε εκείνη καθώς κατέβαινε με το καρότσι και εκείνος έτρεχε στις σκάλες.
<<Εσύ,>>φώναξε προς την Εύα ο Αχιλλέας.<<Εσύ της φυτεψει την ιδεα>>.
<<Εεε,>>του φώναξα.
<<Τι στο διάολο Αχιλλεα.Τι έγινε;>>
Η Ηρώ μετακίνησε το καροτσάκι προος το σαλόνι.
<<Θέλει να πάει στη μάνα μου στην Αγγλία.Και εσύ τις είπες πως είναι καλή ιδέα,>>γύρισε στην Εύα .
<<Πως είναι καλή ιδέα αυτό,μόνη της εκεί.>>
<<Δε θα είμαι μόνη μου,>>του φώναξε.
<<Αχιλλέα, χρειάζεται χορο>>του είπε η Εύα.<<Δεν είναι μωρό.Δεν την ακούς Την πνιγείς>>.
<<Ω ,όχι όχι.Και η μάνα μου τι σκέφτεται αοορώ.Δε θα πας τέλος>>.
<<Γαμώτο Αχιλλέα,χρειάζομαι διάλλειμα>>
<<Από εμένα;Ξέρεις πως πάει αυτό. Τα διαλλειματα δεν είναι καλά .Δες τι έγινε στα φιλαράκια>>.
<<Συγκρίνεις τη σχέση μας με ένα σίριαλ.Πολύ ώριμο.Και όχι ηλίθιε δεν εννοώ να χωρίσουμε.Θελω αέρα να δω αλλά πράγματα.Για λιγο, να φύγω από όλο αυτό.Θα μας κάνει καλό.Θα ασχοληθείς και με τη δουλειά σου εδώ χωρίς να με έχεις συνέχεια στο νου σου>>.
<<Δε θέλω να ασχοληθώ με τη δουλειά μου .Εσύ είσαι η προτεραιότητα μου>>.
<<ΔΕ ΘΕΛΩ ΝΑ ΕΙΜΑΙ Η ΠΡΟΤΕΡΑΙΌΤΗΤΑ ΣΟΥ,τουλάχιστον όχι έτσι.
Δεν νιώθω ευτυχισμένη .
Νιώθω ότι σε καταδικάζω σε κάτι που δε πρέπει.
Θέλω να νιώθω ανεξάρτητη.>>
<<Είναι εξαιτίας αυτό με τη Ρόζα πάλι έτσι δεν είναι;>>
Μουντσωθηκα γιατί δεν την άκουγε.
Φυσικά δεν είχε να κάνει με την ηλίθια τη γραμματέα του που του κουνιόταν.
<<ΔΕΝ ΜΕ ΑΚΟΥΣ,>>του ούρλιαξε<<Δεν έχει να κάνει με την Ροζα.Αλλωστε αυτή την ηλίθια την έχω έτσι και αλλιώς και ας είμαι στο καρότσι.Αλλα δεν ακούς>>.
Εκείνος φώναξε "Γαμώ" και γύρισε τη πλάτη του τρίβοντας το πρόσωπο του.
<<Αχιλλέα,η Έρη εκεί θα την έχει υπό την προστασία της δε θα κινδύνευει,>>του είπε ο Γαβριήλ.
<<Για μια φορά μόνο σταμάτα να είσαι εγωιστής και άκουσε την,>>σηκώθηκε ο Μάρκος έξαλλος.
<<Δε καταλαβαίνω πως όλοι συμφωνείτε με αυτό.Εχετε τρελαθεί εντελώς;Με όλα όσα γίνονται;>>.
<<Κοίτα με ,>>τον άρπαξα καθώς η Ξένια πήγαινε δίπλα στην Ηρώ.
<<Υπερβάλλεις, δεν νομίζεις;Μια χαρά θα είναι>>.
Αλλά δε με έδωσε σημασία.
<<Πως γίνεται να μου λες ότι σε πιέζω.Ενω ανησυχώ Σε αγαπάω ρε γαμώτο.Τι φρίκη έφαγες;Εγω θέλω να ζήσω τη ζωή μου μαζί σου κάθε μέρα όλη μέρα και εσενα απλά σου είναι τόσοεύκολο να είσαι μακριά μου:>>.
<<Ποιος είπε ότι μπορώ να είμαι μακριά σου.Θελω απλά να βρω λίγο τον ευατό μου.Αν δεν είμαι ευτυχισμένη δε μπορώ να σε κάνω ευτυχισμένη και εγώ δεν είμαι τώρα>>.
<<Μπορούμε να πάμε στο σπίτι μας από τώρα.Να επισπευσω τα πράγματα αν νιώθεις εδώ δυσκολα,>>συνέχιζε να της λέει και εγώ ήθελα να του δώσω μπουνιά
<<Όλα αλλάζουν γαμώτο.Δε το βλέπεις;
Όλα πάνε κατά διαόλου.
Και ειδικά με όσα γίνονται >>.
<<Είσαι πολύ εγωιστής,>>του είπε η Σοφία
<<<Εσύ σκάσε.Δε σου μίλησα,>>της φώναξε .
Η Εύα τσιτωθηκε από δίπλα μου,έτοιμη να του ορμήξει.
Της έπιασα το χέρι.
<<Μη της μιλάς έτσι,>>του είπε ο Γαβριήλ.
<<Γιατί τι θα πάθει;Στο κόσμο της είναι έτσι και αλλιώς Απο τότε που ήρθε εδώ όλοι μαζί της ασχολούμαστε.Σε επηρεάζει και αυτή ,>>γύρισε στην Ηρώ.<<Και δε το βλέπεις πόσο κακή επιρροή είναι Αυτή είναι η μεγαλύτερη και εσύ την προσέχεις.Ενω ξεκαθαρα πάει κάτι στραβά μαζί της.Αλλα λογικό δεν είναι πως μπορείς να ζει μια ζωή εκεί και να είσαι νορμάλ.Ισως την έστειλαν και εδώ για να μας κατασκοπεύει>>.
<<Σταμάτα ,λες μαλακίες>>του φώναξε η Ηρώ.
<<Κοίτα την ,>>φώναξε στην Σοφία.
<<Ποιος είναι έτσι; Και δε θέλει καν βοήθεια.Δε μας λέει καν τι της έχει συμβεί.
Και ας μην ανοίξω το στόμα μου που μιλάει συνέχεια για τους τρεις.Παρτο χαμπάρι μικρή δεν σε αγαπάνε απλά σε εκμεταλλευονταν.Δεν είναι περίεργο που έχεις αποτρελαθει εντελώς>>.
<<Αρκετά,>>τον άρπαξα ξανά.
Έχανε τα λογικά του
Μπορεί να είχε νεύρα ,αλλά αυτά που έλεγε θα τα μετάνιωνε.
Η Ηρώ ετριζε τα δόντια της .
Όλοι κοιτούσαμε σαστησμένοι.
Και η Σοφία σκούπιζε τα δάκρυα της.
<<Ζήτα της συγγνώμη τώρα.Επειδη θες να συμπεριφέρεσαι σαν μωρό δε σου φταινε οι άλλοι.Ειναι η αδερφή μου και χωνέψε το.Έτσι όπως θες να είσαι στη ζωή μου έτσι θα είναι και αυτή>>.
<<Γαμώ,>>ξεφυσηξε ο Αχιλλέας
<<Κοίτα τι έκανες τώρα,>>του τσηριξε η Ηρώ.
Το βλέμμα μου συνέχιζε να κοιτά τη Σοφία που δεν αντιδρούσε και φοβόμουν από στιγμή σε στιγμή πως θα ξεσπούσε .
Η Εύα πήγε κοντά της να την ακουμπήσει.
Και εκείνη της πέταξε το χέρι και την έσπρωξε πηγαίνοντας προς τον Αχιλλέα.
<<Ήρεμα Σοφία,>>της είπα και ο Γαβριήλ ήρθε από πίσω της.
Τον κοίταξε και το βλέμμα της τον κάρφωσε.
Αλλά δεν ήταν το κλασικό αλλόκοτο.
Ούτε έβγαζε νεύρα και κακό.
Ούτε ήταν έτοιμη να τον σκωτωσει.
Και με το δίκαιο της αν το έκανε.
Ο Αχιλλέας την κοιτούσε και δε μιλούσε.
<<Ξέρεις,έχεις δίκαιο,>>του είπε με ήρεμη φωνή με μικρούς λυγμούς να βγαίνουν από τα χείλη της,τα δάκρυα να τρεχουν,<<Μπορεί να είμαι τρελή όπως λες και αλλόκοτη.Αλλά αυτό με έσωσε.
Μπορεί να έζησες εσύ και όλοι άσχημα πράγματα.Αλλα κανείς δεν έζησε αυτά που έζησα εγώ.Μια φορά με είχαν δεμένη για δέκα μέρες με αλυσίδες στο υπόγειο.Ξερειςνοως είναι αυτό;Χωρις φαι χωρίς νερό.
Χωρίς φως Να εύχεσαι κάθε μέρα να είναι η τελευταία και να έρχεται η επόμενη
Με χτυπούσαν συστηματικά.Με βίαζαν.Θες όλες τις λεπτομέρειες;Δε θα της αντέξεις.Και εκείνοι που λες πως δε με αγαπάνε,μου έφερναν φαι νερό.
Και έπειτα έτρωγαν το ξύλο και την τιμωρία επειδή δεν έπρεπε να το κάνουν.
Τους βασάνιζαν.Μια μέρα με σακατεψαν τόσο πολύ,>>συνέχισε να κλαίει σιωπηλά.<<Που νόμιζα πως είχα πεθάνει.Ο Ανάστασης τρελάθηκε.Σκοτωσε ένα ολόκληρο δωμάτιο με όλους όσους με είχαν βλάψει εκείνη την ημέρα.Ενα μήνα τον είχαν στην απομόνωση στο κελί.Τον βασάνιζαν και τον χτυπουσαν.Ακομα ακούω τις κραυγές του>>.
Τα μάτια του Αχιλλέα γούρλωσαν
Και εμένα ανέβηκε ο κόμπος στο λαιμό.
Σήκωσε ελαφρα το βλέμμα της.
<<Μπορεί για εσένα αυτό να μην είναι αγάπη Αλλά για εμένα είναι η μόνη που ξέρω.Με αγαπάνε .Και θα πέθαιναν για εμένα,όπως εσύ για την Ηρώ.Δε θα σε αφήσει.Αλλα καμιά φορά πρέπει να κάνουμε θυσίες έστω και αν φοβόμαστε την αλλαγή,>>σκουπησε τα δάκρυα της
<<Η τρέλα ειναι κομμάτι του ευατου μου όμως.Οπως και ο φόβος που έχεις πως θα την χάσεις.>>
Εκείνος κοίταξε την Ηρώ.
<<Συγγνώμη,>>της είπε.
<<Ηλίθιε με τις αχρειαστες μαλακίες σου,Δες τι εκανες>>του είπε εκείνη καθώς η Σοφία εφευγε.
<<Ζήτα της συγγνώμη τώρα.Του έκανε νόημα.
<<Φφφφ,>>αναστέναξε και πήγε να πάει όρο το μερος.Εκανε όμως μεταστροφή στην Ηρω.<<Εντάξει μπορείς να πας,>>της είπε.
<<Αλλά θα μιλάμε στο τηλέφωνο συνέχεια.Και θα ξέρω που θα είσαι>>.
<<Γιουπιιιιι,>>φώναξε η Σοφία ξανά αλλόκοτα και κάθισε δίπλα στον Φίλιππο
<<Γαμώτο,>>αναφώνησε ο Αχιλλέας.
<<Σκάσε είσαι τυχερός που δε σε έγδαρε,>>του είπα.
<<Μετά το πάρτι θα φύγεις έτσι;>>
Την ρώτησε στη συνέχεια και εκείνη κούνησε το κεφάλι.
<<Ωραία έχω χρόνο να επανορθώσω.
Απλά φοβήθηκα,>>της είπε και της φίλησε το μέτωπο.
<<Το ξέρω.Αλλα μη ξανά συμβεί>>.
<<Τα μικρά θα τρελαθούν αν το μάθουν πώς θα φύγεις.Τα υποσχέθηκα να πάμε στο magic park>>
Η Ηρώ δαγκωθηκε.
<<Με ρώτησαν κιόλας αν τα υιοθετήσουμε.Θελουν και τον Νοξ .Τα νεύρα μου με το βλαμμένο αυτό Όλο μαλακίες>>.
Η Εύα μιλούσε με τη Σοφία και τους υπόλοιπους .
Η Ξένια τις καθαρίζε το πρόσωπο από τα δάκρυα.
Εκείνη με κοίταξε και χαμογέλασε ελαφριά .
Δε μηλούσε ποτέ
Ίσως καλύτερα.
Γιατί αν κρίνω από αυτό οι εφιάλτες της ήταν χειρότεροι από τους δικούς μας.
Ο Αχιλλέας την πλησίασε .
<<Σοφία συγγνώμη,δεν ηξερα>>της είπε ο Αχιλλέας.
<<Δεν τα εννοουσα>>.
<<Τα εννοούσες γιατί είναι η αλήθεια δε με πειράζει,>>του είπε
<<Θα προσπαθήσω να σε εμπιστευτώ αν και εσύ συμφωνησεις να πάμε για βοήθεια>>.
<<Μόνο αν φορέσεις τη στολή που σου πήρα για το πάρτι ,>>του είπε εκείνη και γέλασαν όλοι .
<<Ποια στολή,>>αναρωτήθηκα γιατί ήδη είχε στολή.
<<Δε θα φορέσω τη στολή του Grinch,>>φώναξε ο Αχιλλέας.
Ω να σου γαμήσω .
<<Μα γιατί είναι τέλεια.Ιδιοι.ειστε,>>του είπε εκείνη
<<Σοφία,>>την μάλωσε.
<<Καλά θα αρκεστω στο να μου πάρεις τον τεράστιο αρκούδο που είδα στα Jumbo>>.
<<Γαμώτο,καλά,>>ετριψε το πρόσωπο του .
<<Γιουχουυ,>>φώναξε εκείνη και έπεσε στην αγκαλιά του.
<<Τελευταία φορά που στη χαρίζω. Την επόμενη θα σε σκοτώσω,>>του είπε γελόντας και εκείνος μισό κατάπιε.
Η υπόλοιπη μετά κυλισε ομαλά.
Ετοίμασα φαγητό στη κουζίνα και όλοι αραξαμε στο σαλόνι.
Η Σοφία να μαλώνει με το Μάρκο για το τελευταίο κομμάτι κοτόπιτας που στο τέλος το άρπαξε ο Φίλιππος και οι δύο μουτρωσαν.
Ο Αχιλλέας να έχει αγκαλιά την Ηρώ.
Και ο Γαβριήλ να γεμίζει το πιάτο της Ξένιας.
Και εγώ σκεφτόμουν την αυριανή.
Θα ήταν έκπληξη για όλους και η ανακοίνωση μου
Αλλά και το τι ετοίμαζα για τον καργιόλη.
Ο Πέτρος μου τα είχε στείλει πιο νωρίς.
Είκοσι σελίδες γεμάτες ομολογίες από περιστατικά γυναικών.
Καργιόλη δε ξέρεις τι σε περιμένει.
Χαμογέλασα κοιτώντας το κινητό μου.
Στηρίχτηκαν με το ένα χέρι στον νεροχύτη και άρχησα να διαβάζω.
Η Εύα με κοίταξε με απορία γιατί με είδε να χαμογελάω.
Της έκανα νόημα πως όλα καλά.
Όλα καλά για εμάς αλλά όχι για εκείνον.
Το κουδούνι χτύπησε.
<<Ανοίγω,>>φώναξε η Σοφία και έτρεξε και άνοιξε τη πόρτα.
<<Ποια είσαι εσύ;>>Ακούστηκε η σπαστικια γνώριμη φωνή και την έσπρωξε στην άκρη.
Αυτή μας έλειπε τώρα .
<<Εσύ ποια είσαι;>>
Της φώναξε η Σοφία.
<<Αγάπη μου,>>έσκυψε και φίλησε τον Γαβριήλ.
<<Ιουυυ,γιατί φιλάει αδερφούλη αυτή η νυφίτσα;>>
Ο Φίλιππος την τράβηξε να για να αποφυγει το κακό. .
<<Αααα,η αδερφή του είσαι .Ναι μου το είπε.Αλλα δε το περίμενα ότι θα ήσουν έτσι;>>
<<Να την γδάρω ;>>
Ρώτησε η Σοφία και ο Φίλιππος την ξανά τράβηξε.
<<Τι κάνεις Ανδριάνα εδώ;Δεν είπαμε θα τα πούμε μετά;>>
<<Ναι αλλά δεν άντεχα να μη σε δω.Τοσες μέρες έχω να δω.>>
Κοντευα να ξεράσω.
Φυσικά δε μιλησε σε κανέναν άλλων
Ούτε για δεν είπε.
Απλά στρογγυλό κάθησε.
Πήγε να αρπάξει να φάει από το κρέας στο τραπέζι.
Και το άφησε κάνοντας έναν μορφασμό αηδιας.
Θα την σκωτώσω εγώ μαζί με τη Σοφία.
Η Ξένια σηκώθηκε και ήρθε προς τα έμενα.
<<Γεια σου Ξένια,>>της είπε ειρωνικά και η Ξένια την μιμήθηκε κοροϊδεύοντας την χωρίς να την βλέπει εκείνη.
Εγώ γέλασα.
<<Ακόμα κοιμάται στο κρεβάτι σου η καημενουλα ε;Μα τι καλός ξάδερφος είσαι >>.
Δεν γίνεται να είναι τόσο ηλίθια.
Εκτός αν υποψιάζεται κάτι και το παίζει ανηξερη.
<<Είσαι εντάξει,>>ρώτησα τη Ξένια που άνοιγε το ψυγείο και έβγαζε το κρασί.
Ναι καλά σίγουρα δεν ήταν καλά .
<<Τελεία,>>είπε ειρωνικά και ήπιε από το μπουκάλι .
Την επόμενη μέρα κανονιζα τις τελευταίες μέρες για το πάρτι το Σάββατο.
Και παράλληλα προετοίμαζαν το μενού για το δείπνο σήμερα το βράδυ.
Το κανονικό και το μη κανονικό.
Θα ήταν εξαίσιο μια χορταστικό.
<<Σεφ,όλα είναι έτοιμα.
Μόνο τα αλλαντικά έχουν μείνει,>>μου είπε ο Αντώνης
<<Τέλεια>>.
Σε μια ώρα θα ερχόντουσαν .
Το εστιατόριο ήταν κλεισμένο μόνο για αυτό σήμερα.
<<Όπως είπαμε θα μοιράσεις το μενού κλειστό και θα δώσεις οδηγίες να μη το ανοίξουν μέχρι να το πω εγώ,>>είπα στον πρώτο σερβιτόρο.
Με κοίταξε περίεργα ,γιατί πρώτη φορά ζητούσα κάτι τέτοιο.
<<Μόνο τα ποτά θα πάρεις.Και μη κάνεις ερωτήσεις>>.
Μετά από μία ώρα ο κόσμος είχε έρθει.
Και οι δικοί μου.
Ακριβώς δίπλα από το τραπέζι του μαλακά τους είχα βάλει
Οι σερβιτόροι έκανε μέρος για το καροτσάκι της Ηρώς.
Όλοι ήταν ντυμένοι στα καλά τους ακόμα και η Σοφία φορούσε ένα φυσιολογικό μαύρο φόρεμα με κάτι αρβύλες με καρφιά βέβαια .
Φαντάζομαι πως ήταν αυτός ο όρος της για να έρθει.
Ο Μάρκος με το Φίλλιπο έκατσαν δίπλα στην Ηρώ και ο Αχιλλέας.
Ο Γαβριήλ με τη Ξένια μαζί.
Τα αγόρια μου ήταν με κοστούμι ένα θέαμα που δε το έβλεπα συχνά
Η Ξένια φορούσε ένα πράσινο σμαράγδι φόρεμα.
Της τράβηξε τη καρέκλα για να κάτσει.
Ευτυχώς δεν είχε έρθει η άλλη καργιά μαζί.
Είχε φύγει στην Αθήνα για να ψάξει νυφικό.
Τρομάρα της.
Η Ηρώ φορούσε ένα κόκκινο κοντομανικο φορεμα
Σαν κούκλα ήταν .
Αλλά μια έλειπε και την έψαχνα παντού
Δεν μου είχε στείλει μήνυμα ότι θα αργούσε.
Ο Ρούστος με τη γυναίκα του ήρθαν να με ευχαριστήσουν για τη βραδιά αλλα εγώ δεν έδινα σημασία.
Δε θα με ευχαριστούσε σε λίγο.
<<Φυσικά θα ανακοινώσουμε και την βράβευση σου ,>>έλεγε και εγώ κουνούσα το κεφάλι μου απλά γιατί γραμμένο τον είχα.
Οι συνέταιροι και καλεσμένοι έμπαιναν από τη γυάλινη πόρτα και εγώ την έψαχνα ανάμεσα.
Μέχρι που εμφανίστηκε.
Τα μαλλιά της ήταν ίσια.
Φορούσε ένα ασημένιο φόρεμα μακριά με λεπτές τιράντες
Από πάνω ένα παλτό γούνινο κοντό μαύρο και ασημένιες γόβες.
Όλοι γύρισαν και την κοίταξαν.
Εγώ είχα μείνει να την κοιτώ
Ο Ρούστος μισό κατάπιε και πήγε και κάθησε στη θέση του.
Που να πνιγείς με το σάλιο σου μαλάκα.
Η Εύα με κοίταξε και σήκωσε δειλά το χέρι.
Μου χαμογέλασε και εγώ της εκλεισα το μάτι.
Προχώρησε προς τα παιδιά.
Έβγαλε το παλτό της κάθησε χωρίς να ρίξει βλέμμα στον ηλίθιο που σπέρνει τη θέση του στο τραπέζι και δεν έλεγε να σταματήσει να τη κοιτάει .
Καργιόλη.
Όλη η πλάτη της ήταν ανοιχτή και την αγκάλιαζαν χιαστί οι τυρανντες.
Θελω να περάσω τη γλώσσα μου από πάνω της .
Στη ραχοκοκαλιά της
Γαμώ,συνελθε.
<<Ε,Ορφέα σου μιλάω,>>άκουσα τη φωνή της Ιβόνης που με έβγαλε από την υπνωση της πλανευτρας μου.
Α,ναι ξέχασα είσαι και εσύ εδώ.
Είχα καλέσει και τον Μπιλ και τα παιδιά από τη λέσχη .Γιατί όταν είπα το σχέδιο μου στο Πέτρο και στους υπόλοιπους δεν ήθελαν να το χάσουν με τίποτα.
Και φυσικά δεν έλεγε να λείπει και η κοπέλα μου από την ανακοίνωση μου.
<<Δεν είπες τίποτα σήμερα για το φόρεμα μου,>>γκιρνιαξε η Ιβόνη και μου χτύπησε τα δάχτυλα της στο πρόσωπο μου.
<<Ε,τι;>>
Της είπα αδιάφορα συνεχίζοντας να κοιτάζω την Εύα.
Είμαι άθλιος σύντροφος.
Γαμώ τη τρέλα μου.
Σουφρωσε τα φρύδια της.
<<Α,ναι το φόρεμα .Τέλειο .Πόσο σου πάει δε λέγεται,>>φυσικά αν με ρωτήσει κανείς τη φοράει δε το θυμάμαι.Αθλιος είμαι άθλιος.
<<Λοιπόν πάμε,>>χτύπησα παλαμάκια στην ομάδα μου.
Ένα μουργκριτο ακούστηκε από την Ιβόνη και έφυγε προς το τραπέζι.
Τα ποτά λίγα λεπτά αργότερα είχαν σερβιριστεί μαζί με το μενού.
Με την άκρη του ματιού μου έβλεπα τον Φίλιππο που χτυπούσε τα χέρια της Σοφίας και του Μάρκου που προσπαθούσαν να μρυφοκοιταξουν.
Ο Γαβριήλ με τον Αχιλλέα να μου κάνουν νοήματα και εγώ να κλείνω το μάτι και να γελάω.
Η Εύα με κοιτουσε και εκείνη με απορία.
Ο Ρούστος έπειτα σηκώθηκε και χτύπησε με ένα πιρούνι το ποτήρι του κρασιού του
Όλοι γύρισαν και τον κοίταξαν .
Το σόου θα ξεκινούσε.
Εβηξε και ξεκίνησε να μιλάει.
<<Ευχαριστώ πάρα πολύ σήμερα που μας τιμήσατε ,εμένα και τη γυναίκα μου στην επέτειο των είκοσι χρονών γάμου μας.Εισαι ότι πιο πολύτιμο έχω στη ζωή μου αγάπη μου.Σε ευχαριστώ και τα δύο όμορφα παιδιά που μου χάρισες.Αν και τώρα που έχουν πάει για σπουδές το σπίτι είναι λίγο άδειο αλλά έχω εσενα,>>γύρισε προς τα παιδιά του.
<<Είμαι και πολύ περιφανος πατέρας .Χωρις εσας δεν θα έφτανα εδώ που είμαι,>>θα ξεράσω .
Την λυπομουν λίγο
Αλλά καλύτερα κάποιος να της ανοιγε τα μάτια και στα παιδιά της παρά να ήταν στο σκοτάδι.
Ο τύπος ήταν άρρωστος.
Ο Πέτρος με όσα είχε βρει μου άναψε τα λαμπάκια.
Απορώ πως δεν ήταν μέσα στη στενή.
<<Ορφέα,>>με φώναξε και εγώ πλησίασα.
Η Σοφία μου έκανε νόημα με το χέρι ότι η στολή μου η άσπρη μου πήγαινε πολύ και σκουντουσε την Εύα.
Περπάτησα και στάθηκα δίπλα του.λ με τα χέρια πίσω από τη πλάτη.
Στη μέση του εστιατορίου είχαμε όλα τα βλέμματα στραμμένα πάνω μας.
Τέλεια.
<<Ήθελα να σε ευχαριστησω για τη τιμή που μας έκανες να μας φιλοξενήσεις σήμερα στο εστιατόριο.Μιας και ειδικά στενός φίλος του συνεργάτη μου >>.
Σήκωσε το ποτήρι στη μεριά του Αχιλλέα
Και εκείνο το ίδιο.
Θα του δώσω μπουνιά στη καρωτίδα.
Μάλλον το μαχαίρι.
<<Δική μου τιμή,>>είπα με όση αληθοφάνεια μπορούσα.
<<Λοιπόν σήμερα όμως ,>>συνέχησε.<<Εκτός από την επέτειο μας θα ήθελα να ανακοινώσω.Βασικα μου έχει δώσει το πράσινο φως εδώ ο σεφ,>>τον κοίταξα απότομα γιατί με μες του είχα πει πως θα το ανακοίνωνα σήμερα αλλά όχι έτσι εγώ θα το έκανα όχι αυτός.Μαλακας.
Του αξίζει αυτό που θα πάθει.
<<Θα ήθελα να ανακοινώσω πως δειπνουμε σε ένα εστιατόριο με μελλοντικά αστέρια Michelιn και όχι μόνο,>>οι φίλοι μου στο τραπέζι με κοιτούσαν σαστησμένοι.<<Από εδώ βλέπετε τον νεότερο και βραβευμένο. Σε λίγο καιρό καλύτερο σεφ της χρονιάς αυτής>>.
Χειροκροτήματα ξέσπασαν η Ιβόνη έτρεξε με αγκάλιασε.
Οι φίλοι μου σηκώθηκαν και χειροκρότησαν ασταμάτητα.
<<Γιουχουυ>>
Ακούστηκε και σφυρίγματα από τα τραπέζι της λέξεις.
<<Ορφέα είσαι ο καλύτερος,>>φώναζαν τα παιδιά .
Αλλά εγώ κοιτούσα εκείνη που χειροκρούτουσε ασταμάτητα.
<<Ευχαριστώ ευχαριστώ,>>είπα μετά από κάνα δυο αγκαλιές που μου έκαναν κάτι άσχετοι .
<<Ευχαριστώ πολύ,>>είπα καθώς έκανα σε όλους νόημα να καθήσουν
Εκτός από τον Ρουστο που τον ακούμπησα με το χέρι στον ώμο.
Εκείνος ξαφνιάστηκε.
<<Κύριε Ρουστο μεγάλη μου τιμή το σημερινό
Και ευχαριστώ πολύ για τα όμορφα σας λόγια και την ανακοίνωση που κάνατε.Και για αυτό έχω ετοιμάσει σήμερα ένα ξεχωριστό μενού για τη βραδιά που θα ήθελα να μας κάνετε τη τιμή να το διαβάσετε.Παρακαλω να το πάρετε όλοι στα χέρια σας και να το ανοίξετε.
Το σήκωσα όλοι όπως και ο μαλάκας.
<<Ω σκατά ,>>αναφώνησε από όσο μπορώ να καταλάβω ο Μάρκος.
<<Όχι δε το έκανε,>>είπε ο Αχιλλέας
<<Γαμώτο,>>είπε η Εύα και γέλασε.
Ο Ρούστος γούρλωσε τα μάτια του και πήγε να μου πετάξει το μενού.
Το όπλο μου είχε άλλη άποψη όμως.
Ένιωσε την κάνει να τον πιέζει.
<<Λοιπόν δε θα κάνεις σκηνή γιατί ξέρεις με ποιους έχεις να κάνεις,>>του ψυθήρισα στο αυτί.<<Σα καλό παιδί θα τα διαβάσεις όλα με τη σειρά .Λέξη ορος λέξη>>.
<<Τελείωσες ,>>πήγε να πει
<<Α, α, α,όχι .Αν τολμήσεις να κάνεις κάτι σε εμένα στον Αχιλλέα .Σε εκείνη,>>του έκανα νόημα στην Αχιλλέα .
Όλα αυτά θα πάνε στην αστυνομία.
Αλλά από ότι βλέπω από το βλέμμα του φίλου μου δε θα χρειαστεί γιατί έχει άλλα σχέδια>>.
Ο Αχιλλεας διάβαζε το μενού και είχε κοκκινησει από τα νεύρα του .
<<Τι είναι αυτό Μάριε;>>
Τον ρώτησε η γυναίκα του
<<Μπαμπά ;>>
Είπε η κόρη του .
<<Τίποτα μια πλάκα του σεφ,>>είπε εκείνος ήρεμος.
<<Πλάκα;>>
Του πίεσα το όπλο στη σπονδυλική.
<<Σου φένεται για πλάκα αυτό;>>
Δεν έβλεπε κάνει ότι τον απειλούσαν.
Βέβαια οι δικοί μου το κατάλαβαν και έσκασαν στα γέλια.
Εκείνος έτρεμε και ιδρώτας άρχιζε να τρέχει από το μέτωπο του.
<<Λοιπόν κοίτα τι θα γίνει,θα το διαβάσεις λεξη προς λέξη.Απο ότι βλέπω η γυναίκα σου θα ζητήσει διαζύγιο
Και τα παιδιά σου δε θα θέλουν να σε ξαναδούν.Τουλαχιστον να του αποζημιώσεις σωστά να σώσεις λίγο από την ηθική σου.
Και άλλη φορά να προσέχεις που απλώνεις το χέρι σου.
Ότι είναι δικό μου δε το αγγίζει κάνεις>>.
Μισό κατά πιε.
Ξεκίνησε να διαβάζει αργά.
Στην αρχή διστακτικά.
<<Πιο δυνατά κύριε Ρουστο .Να ακούσουν όλοι το μενού>>.
Η γυναίκα του του πέταξε το ποτήρι με κρασί καθώς εκείνος διάβαζε τις ομολογίες γυναικών για τις σεξουαλικές παρενοχλήσεις που είχε κάνει ανά τα χρόνια
Είκοσι οχτώ στο σύνολο.
Γραμματείς του.
Συνάδελφοι.
Υπάλληλοι του .
Δεν ήταν δύσκολο να τα βρω.
Ένα στόμα άνοιξε και άλλα ακολούθησαν μου.
Τα παιδιά του έφυγαν με εκείνη από το μαγαζί.
Του φώναξε απλά ότι θα του πάρει μέχρι και τα ζωντανά στο διαζύγιο.
Μάλλον θα πήγαινε τελικά στη φυλακή ο τύπος .
Όλοι τον κοιτούσαν σαστισμένοι.
<<Το έκανε στα αλήθεια αυτό τώρα,>>άκουσα την Ηρώ.
<<Ω ναι το έκανε,>>γέλασε ο Γαβριήλ που το διασκέδαζε φανερά.
<<Μπορώ να του κόψω τη γλώσσα,>>είπε η Σοφία.
<<Ορφέα αρκετά,>>άκουσα τη φωνή της Εύας δίπλα μου χαμηλόφωνα.
Εκείνος έτρεμε σε κάθε φράση και κόντευε να καταρρεύσει.
<<Δε χρειάζεται να το κανεις αυτό,>>μου είπε αγγίζοντας το χέρι μου με το όπλο
<<Ω, ακόμα δεν είδες τίποτα>>της είπα καθώς εκείνος τελειώνει το μενου.
Κοίταξε γύρω του αλλά δεν είπε τίποτα .
<<Εντάξει με εξευτελισες άσε με να φύγω>>
<<Ω, όχι δε σου έχουν πει πως είναι αγένεια να μη τελειώνεις το φαγητό στο εστιατόριο;>>
<<Μα δεν έχει σερβιριστεί φαγητό>>
<<Το μενού>>.
<<Τι;Δεν είσαι σοβαρός,>>διαμαρτυρήθηκε.
<<Θα το φας όλο αλλιώς θα αισθανθώ ότι με προσβάλεις.Δε θέλουμε να συμβεί αυτό.Εγω κρατώ το όπλο μη το ξεχνάς>>.
<<Τρωγε>>.
<<Ορφέα,>>με μάλωσε η Εύα και κούνησε τα χέρια της στο αέρα <<Το κατάλαβε.
Να δες είναι έτοιμη και άντρες του Αχιλλέα να τον κανονίσουν περιμένουν έξω >>
Κοίταξα έξω που είχε έρθει ένα μαύρο αμάξι και είχε κατέβει η ασφάλεια της εταιρείας.
Οι υπόλοιποι συνέταιροι ψιθύριζαν αναμεταξυ τους.
Αλλά εγώ δεν άκουγα.
<<Θα το φάει μέχρι τέλος.Αυτες είναι οι συνέπειες όταν τα βάζουν με κάτι δικό μου>>.
Και το έφαγε.
Όλο το χαρτί μέχρι και το τελευταίο.
Πρέπει να τον άκουσα και να κλαίει κάποια στιγμή .
Έπειτα τον άφησα στα χέρια του Αχιλλέα .
Έβαλα το όπλο μου μέσα τσεπη από τη στολή μου.
<Είσαι τρελός>>μου είπε η Εύα .
<<Είναι δυνατόν να έκανες κάτι τέτοιο;>>
<<Του αξίζει>>
<<Ορφέα,δεν μπορείς να κάνεις ...>>
<<Εύα σταμάτα ,κανείς δεν σε ακουμπά και του περνάει>>
Οι υπόλοιποι διέκοψαν την συζήτηση μας που ευτυχώς ήταν χαμηλόφωνη τόσον ώρα και δεν μας άκουγαν.
Έπεσαν πάνω μας να με αγκαλιάσουν για την βράβευση και να μου δίνουν συχγαρητηρια για όλο το σκηνικό.
Η Ιβόνη είχε εξαφανιστεί κάπου και ο Άρης.
Περίεργο.
Κανείς όμως δε κατάλαβε τον πραγματικό λόγο που το είχα κάνει.
Ότι ήταν η Εύα ο λόγος.
Ούτε στα παιδιά από τη λέσχη είχα πει τι είχε γίνει .Μόνο ο Πέτρος το ήξερε
Όλοι οι άλλοι απλά νόμιζαν πως ξεσκέπασα άλλων έναν ανωμαλο.
Ακόμα και η Ιβόνη.
<<Λοιπόν τι λέτε να φάμε τώρα;>>
Φώναξα σε όλους .
Και όλοι συμφώνησαν .
Η βραδιά κυλισε τελικά διασκεδαστικά.
Ακόμα και οι υπόλοιποι καλεσμένοι δεν είχαν σοκαριστεί και πολύ γιατί όλοι είχαν ακούσει της φήμες και δεν τους ένοιαζε και πολύ.
<<Ορφέα,>>με φώναξε η Εύα μπροστά στο παιδί μετά από λίγη ώρα .
<<Όμορφη μου.Τι έγινε;>>
<<Πρέπει να φύγω>>μου είπε κρατοντας το παλτό της στο χέρι .
<<Μα,>>πήγα να πω.
<<Όταν σχολασεις έλα από το σπίτι.
Αν και αργά .Θέλω να σου δείξω εγώ το αγαπημένο μου μέρος αυτή τη φορά>>.
Χαμογέλασα.
<<Δε θα το έχανα με τίποτα στο κόσμο>>.
Πολλές φορές νομίζω πως μου συμβαίνουν περίεργα πράγματα.
Όπως όταν ξυπνάω από τα όνειρα μου και έχω γεύση από σοκολάτα στο στόμα μου.
Νομίζω πως μυρίζω το άρωμα της δίπλα μου.
Νομίζω πως με αγκαλιάζει σφιχτά όπως όταν ήμουν μικρός.
Καμιά φορά την βλεπω στο καθρέφτη.
Ειδικά όταν ήμουν υπό την επιρροή των ναρκωτικών.
Ήταν πάντα εκεί.
Εκείνα τα μάτια μου και τα άνοιγα απότομα.
Όπως και τώρα .
Σαν να την ειδα να στέκεται στη πόρτα και να μου χαμογελά.
Ντυμένη στα άσπρα.
Η Εύα πέρασε από μέσα της και εκείνη γύρισε το κεφάλι την κοίταξε.
Έπειτα στράφηκε σε εμένα και μου έκλεισε το μάτι.
Αν το πώ σε κάποιον θα με θεωρήσει τρελό.
Αλλά γιατί έχω την εντύπωση πως είναι αληθινή.
Ότι και να είναι.
Πως πάντα ήταν εδώ μαζί μου.
Όχι μόνο τώρα.
Για κάποιο άγνωστο λόγο.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top