Κεφάλαιο 72ο
Τώρα.
Εύα ,26 ετών.
Κοιτούσα τα μπλε του μάτια καθώς τα μικρά του χέρια απλώνονταν να με φτασουν.Ο Γιάννης. τον τραβούσε μαζί του από τον εξώστη.
Φώναξε "Μαμα" ή έστω αυτό καταλάβαινα μέσα σε όλη την φασαρία.
Κάνεις δεν μας εμπόδισε να φτάσουμε στον στόχο μας γιατι ολοι ήταν μαζεμένοι σε έναν χώρο.
Όλα έγιναν πολύ γρήγορα όταν φτάσαμε μπροστά απ την πόρτα του μικρού Κολοσσαιου.
Υπήρχαν άλλες τρεις.
Η Δάφνη είχε καταφέρει με επιτυχία να δώσει πρόσβαση στον Ντεμιαν και όλοι είχαν πάρει τις θέσεις τους.
Περιμέναμε απλά το σήμα.
Όταν ήρθε η πόρτα ανοιξε απότομα και μπουκαραμε μέσα.
Στον εξώστη ήταν ο Γιάννης με τον Ελι και η Περσα με έναν γονατισμενο Ανασταση δίπλα της.
Ήταν οι πρώτοι που είδα.
Οι ομάδα μας με τον Ασαχι ,οι Vipers , τα αγορια του Κερβερου και εμείς τους είχαμε αιφνιδίασε την ώρα της προπόνησης.
Με μια γρήγορη ματιά επεξεργαστικα τον χώρο.
Μόνο τα αγόρια του Κερβερου βρισκοντουσαν εδώ.
Ανακουφισμενη που δεν αντίκρισα τον Ρώσο με τις μαριονέτες του εσφυξα το όπλο μου και στοχευσα τον εξώστη.
Το ότι δεν ήταν εδώ ήταν μεγάλο αβαντάζ για εμάς.Αλλά αυτό σήμαινε πως ήταν κάπου αλλού.
Η αίσθηση του φόβου με διαπέρασε σκεπτόμενη την Ξένια.
Αυτή η στιγμή όμως η συγκέντρωση και η πειθαρχία ήταν ο μόνος στόχος.
Η σκανδαλη υποχώρησε και η σφαίρα εξφενωνιστηκε προς τον εξώστη χτυπώντας τα κάγκελα.
Ήταν προειδιποιητικη βολή.
Με τον Ελι στα χέρια του δεν το διακινδυνευα.
Ο χρόνος σταμάτησε για εκείνους και για λίγο είχαν χαθεί στην εικόνα των σηκωμένων μας οπλων.
<<ΣΚΟΤΩΣΤΕ ΤΟΥΣ,>>ούρλιαξε ο Γιάννης.
Μπορούσα να μυρισω τον φόβο του όταν με αντικρυσε ,μέχρι εδώ.
Κραυγες ακούστηκαν και η μάχη ξεκίνησε..
Σφαίρες έφευγαν παντού.
Έσκασαν στους τοίχους.
Προειδοποιτηικες και αυτές.
Το μόνο που θέλαμε ήταν να προκαλέσουν σύγχυση και όχι απώλειες.
Τα μικρα του Ασαχι σκορπιστηκαν δεξιά και αριστερά όπως και η ομάδας μας.
Η Δάφνη εμφανίστηκε με την ομάδα μου από πίσω μας.
<<Θέλω να μου ανοίγεται διάδρομο,>>της φώναξα κάνοντας νόημα προς τον εξώστη. .
Η Περσα τραβούσε τον Ανασταση.
<<Αρκουδάκι, >>έρχομαι φώναξε η Σοφία καθώς έριχνε το ένα της στιλέτο σε έναν.
Εκείνος το απέφυγε αλλά όχι το ρόπαλο που του έσκασε στο προσωπο σπάζοντας τη μύτη.
<<Έγινε,>>φώναξε η Δάφνη καθώς έριχνε με το όπλο της.
Το απόλυτο χάος επικρατούσε.
<<Μαζι,>>μου είπε ο Ορφέας.
<<Μαζι>>
Ανάμεσα στο χάος προσπαθουσαμε να φτάσουμε στον εξώστη.
Ο Αλεξ ,με την Σοφία και τον Πάρη μας ακολουθούσαν.
Ο Αχιλλέας ήταν σε μάχη σώμα με σώμα με έναν.
Με ένα αριστερό κροσέ τον έριξε κάτω.
<<Είχα καιρό να το κάνω αυτό,>>φώναξε με αλαζονεία. <<Ελάτε μαλακισμενα.Μολις αρχισα>>.
Ήταν πάνω από πενήντα τα άτομα εδώ μεσα.
Και ο χώρος τεράστιος.
Μια σφαίρα ακούστηκε από δίπλα μου και μια κραυγή.
Ο Ορφέας είχε σηκώσει το όπλο του ρίχνοντας σε ένα που ερχοταν κατά πάνω μου.
Η δεύτερη ακούστηκε από το δικό μου.
Απευθείας στο γόνατο.
Δεν θέλει να τους σκοτώσουμε απλά να τους αφοπλισουμε.
Να αποωδυναμωθοθν.
Δεν ήταν δικό τους φταίξιμο που είχαν μεγαλώσει έτσι.
Αν ζεις μεσα στα σκατα σου φαίνονται μετα τριαντάφυλλα.
Ήθελα να τους δώσω την ευκαιρία να οσφρηστουν πως αλήθεια μυρίζουν τα τριαντάφυλλα.
Ελευθερία.
Ο δρόμος άνοιγε μπροστά μας.
Η Χανακο με την Χινατα και τον Ασαχι ,έριχναν τον έναν με τα τον άλλον.
Ο Δάσκαλος σαν να μην είχε Καμί έγνοια απλά απεφυεγε τις κινήσεις τους με αργώ ρυθμό και μαεστρία αφήνοντας τον αντίπαλο του άναυδο.
Ο Ορφέας έχωσε μπουνιά σε έναν και έπειτα τον ανέβασε στον ωμο του και τον εσπμρωξε προς τα πίσω.
Μια ακομα κραυγή με απέσπασε.
Ένα αγόρι με πλεξούδες στα μαλλιά ερχόταν κατά πάνω μου .
Γονατησα τιναξα το πόδι μου καο τον έριξα κατω.
Τίποτα δεν με σταματα .
Έχω έναν στόχο.
Να φέρω πίσω τον Ελι.
Πως τολμάει να μου τον στερεί.
Το στομάχι μου ήδη αναστατωνονταν και ευχόμουν η Σινη μου να κρατιοταν γερά απο καπου.
Μπορείς να μου ξεπληρώσεις όλη την ταλαιπωρία όταν γεννηθείς.
<<Για δες τι μας έφερε η θάλασσα, >>άκουσα στα ξαφνικά.
Σηκώθηκα και το βλέμμα μου έπεσε πάνω σε έναν άντρα που φορούσε μόνο ένα μαυρο παντελόνι και αθλητικά.
Τα μάτια του ήταν πράσινα διαπεραστικα.
Μαύρα μαλλιά ξυρισμένα στο πλάι.
Στον κορμό του είχε διαφορα τατουάζ.
Μια νεκροκεφαλή,ένα γερακι και έναν κερβερο.
<<Εσύ είσαι η περιβόητη Χριστίνα,>>μου φώναξε με απλωμένα τα χέρια.
Ήταν όμορφος αλλά επικίνδυνος.
Λιγότερο γυμνασμενος από τους άλλους .
Το αλαζονικό του όμως ύφος χτύπησε όλα μου τα καμπανάκι.
Αλλά τρία άτομα τον πλησίασαν και μπλόκαραν την πρόσβαση μας στην πόρτα που από δίπλα ήταν οι σκάλες του εξώστη.
<<Ναι εγώ είμαι.Τωρα που με αναγνώρισες κάνε στην άκρη να περάσω αλλιώς θα ρίξω μια σφαίρα στο κρανίο σου,>>δεν είχα σκοπό να το κάνω.
Αν και ο τύπος ήταν πρόβλημα.
Αλλά έπρεπε να φτάσω στον Ελίζαμπεθ όσο πιο γρήγορα γινόταν.
<<Ένα βήμα και δεν θα έχεις προσωπο,>>γρυλισε ο Ορφέας. Στοχεύοντας με το όλο.
Ο άντρας γύρω στα είκοσι τρία μας κοίταξε και γέλασε.
<<Μπα,δεν προκειται να γίνει αυτο,.Ήρθες στο σπίτι μου πρέπει να σου δείξω την φιλοξενία μας,>>ένα στιλέτο μαχαίρι ανοιξε στο έναν του χέρι.
Στοχευσα ξανά αλλά προς έκπληξη μου μπήκε ο Ζειν μπροστά με τον Ζακ,τον Εκτορ και τον Λιαμ.
Ο Ζειν ήταν μέσα στα αίματα.
Σκούπισε με τον αντίχειρα του το χειλος του. Μειδιασε.
<<Αααα,από ότι βλέπω σας έκανε ήδη σκυλάκια της,>>είπε ο άντρας.
<<Για αυτους το περίμενα,>>εδειξε με το μαχαίρι τον Πάρη και τον Αλεξ .
<<Αλλά για εσας>>.
<<Σκασε Νικολάι, >>του φώναξε ο Ζειν.
<<Έχει έρθει να βοηθήσει.Κανεις δεν θέλει όλες αυτές τις μαλακιες.Ουτε και εσύ και ας μη το παραδέχεσαι.Πρεπει να σταματήσει όλο αυτό.Αρκετα αλληλοσκοτωνομαστε.Δεν θα το ηθελε αυτό ο αδερφός μου >>.
Ώστε αυτός είναι ο Νικολάι.
Και ναι με μισεί το βλέπω στο βλέμμα του.
<<Σταμάτα να μιλας για εκείνον σαν να νοιαζοσουν.Ηταν δικός μου.Και εσύ φταις για όλα.Θα μπορούσα να σου κόψω τη γλώσσα αυτή τη στιγμή,>>του γρυλισε ο Νικολάι.<<Αν δεν του είχες φλομώσει το μυαλό για τον έξω κόσμο δεν θα τα σκότωνε στην αποστολή και η κοινότητα δεν θα χρειαζόταν να τον τιμωρήσει φωνάζοντας τον Ρώσο και ο Μαλκομ θα ήταν ακόμα μαζί μου, >>του ούρλιαξε.
Πονούσε.
Το βλέμμα του ήταν οργισμένο ,αλλά τα μάτια του πονούσαμε.
Σαν να είχε χάσει κάτι πολύτιμο.
Κάτι που αγαπουσε πολύ.
<<Δεν φταίει εκείνος.Ξερεις ποιος φταίει Νικολάι.Σταματα επιτελους,>>φώναξε ο Ζακ.
<<Ναι αυτή φταίει,>>με εδειξε <<Και πρεπει να πεθανει>>.
<<Ο Μάλκομ σε αγαπουσε και δεν θα το ήθελε αυτο,>>συνέχισε ο Ζακ.
<<Ξέρεις κατι;>>Κούνησε το μαχαίρι.
<<Αρχίζω και κουράζομαι.Ας τελειωνουμε μια ώρα νωριτερα.Ειμαι ένας γαμημενος στρατιώτης και έτσι θα πεθάνω. Γιατί δεν έχω τίποτα να χασω>>.
Έκανε ένα βήμα επίθεσης αλλά ο Ζειν το προλαβε.
Οι άλλοι τρεις έτρεξαν και εκείνοι κατά πάνω μας αλλά οι υπόλοιποι μπήκαν στη μέση.
<<Ζειν ,>>φώναξε ο Παρης.
<<Φύγετε.Το έχω,>>του φώναξε.
<<Άλλωστε περίμενα τόσο καιρό γι'αυτό.Πρεπει να το βγάλει από το σύστημα του.Φυγετε είπα>>
Τρεξαμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε προς τις σκάλες για τον εξώστη δίπλα στην πόρτα που βρισκόταν ευθεία.
<<Θα την γδαρω ζωντανή αν του πειράξει έστω και μια.Την ειδατε που μου χαμογέλασε ειρωνικά;Φορούσε και το κολιέ μου.Σκυλλα.Συγγνωμη Εύα >>
Είπε η Σοφια.
<<Μην αγχώνεσαι >>
<<Έξαλλη με έχει κανει, >>σηκωνε το ρόπαλο της ξανά και ξανά και ο καημένος ο Αλεξ έσκυβε για να μην τον πετύχει.
<<Που στο διαολο πήγαν;>>Είπε ο Ορφέας.
<<Όπου και να πανε,δεν θα μπορούν να ξεφυγουν,>>φώναξα .
Είχαμε φτάσει στον εξώστη από το σημείο το οποίο είχαν φύγει.
Ένας τεράστιος διάδρομος μπροστά μας με κάδρο δεξιά αριστερά οδηγούσε σε κάτι σκάλες που οδηγουσαν προς τα επάνω.
Ήταν κάτι σαν έξοδος κινδύνου.
Συνεχίσαμε να τρέχουμε προς τα εκεί.
Ένας πυροβολισμός ακούστηκε στα ξαφνικά από το βαθος και η καρδιά μου έπεσε στο στομαχιμ
<<Ελαιζα>>τσηριξα.
<<Αν τον ακούμπησει ορκίζομαι θα του κόψω το κεφάλι από τη ρίζα,>>φώναξε ο Ορφέας τρέχοντας από πίσω μου.
Όχι δεν θα το έκανε.
Όχι.
Δεν γίνεται να χάσω και εκείνον.
Είναι τιμωρια .
Με τιμωρεί επειδή του χαλάω τα σχέδια.
Θα τον κόψω κομμάτια και θα τον πετάξω στον Θερμαϊκό
Ανεβήκαμε τις σκάλες γρήγορα προς τα πάνω.
Όλα τα σενάρια περνούσαν από το μυαλό μου.
Που στο καλό έβγαζαν όλες αυτές οι σκάλες;
<<Σκατα,>>φώναξε ο Ορφέας.
Ένας εκκωφαντικός θόρυβος ακούστηκε στα ξαφνικά.
<<Γαμωτο.Θα διαφύγουν με ελικόπτερο ,>> φώναξε ο Αλεξ.
<<Πρέπει να βιαστούμε,>>φώναξε ο Παρης.
Δεν ξέρω με τι ταχύτητα φτάσαμε προς τα επάνω.
Κόντευα να αφήσω τα πνευμόνια μου.
Και τότε,τον είδα να στέκεται στη γωνία, με το όπλο στο χέρι του.
Η Σοφία με τα αγόρια με κοίταξαν και τους έκανα νόημα να βιαστούν.
Τα μπλε του μάτια με κοίταζαν γεματο δάκρυα.
Οι καστανες μπούκλες του είχαν μεγαλώσει.
Είχε αλλάξει.
Δεν έμοιαζε σε εκείνον.
Έμοιαζε σε εκείνη.
Έμιλι επιτέλους τον βρήκα.
<<Τον πυροβόλησα στο πόδι,>>ψελλιζε.
Εγώ στεκόμουν ακίνητη.
Τα δάκρυα μου άρχισαν να τρέχουν.
Ο Ορφέας με κοίταξε και εκανε ένα βήμα μπροστά.
Σαν να ήξερα πως ήθελα ένα λεπτό για να συνειδιτοποιησω πως τον είχα μπροστά μου.
Γονατισε μπροστά του ,ξεδιιπλωσε τα μικρα χερακια του απο τη σκανδαλη καο του πηρε το οπλο..
<<Επ φιλαρακο.Ολα καλά θα πάνε.Ειμαι φίλος της μαμάς σου. Με λένε Ορφέα>>.
<<Δεν ήθελα να τον πυροβόλησω,>>είπε με τρεμεμενη φωνή.
<<Το ξέρω.Αλλα υπερασπιστηκες τον ευατο σου.Και αυτό είναι ένα καλό >>.
Βηματισα αργά προς το μέρος τους.
Γονατησα δίπλα στον Ορφέα.
Δεν μπορούσα να τους διακρινω μέσα από τα δάκρυα.
<<Επ μικρε μου,>>ειπα με χαμηλή φωνη.Το βλέμμα του έπεσε απότομα πάνω μου.
<<Γεια σου,>>Χαμογέλασα.<<Μου έλειψες,>>του έπιασα το χέρι.
Και τότε όλη η ζεστασιά του κόσμου με κατέκλυσε.
Τα μικρά του χέρια τυλίχθηκαν γύρω μου.
Η μυρωδιά του χτύπησε τη μύτη μου.
Όλες οι αναμνήσεις πέρασαν από το μυαλο μου.
Η πρώτη φορά που τον είδα.
Τον κράτησα.
Το πρώτο χαμόγελο.
Τα πρώτα γέλια.
Τα κλάματα.
Οι πρώτες λέξεις.
Τα βήματα.
Όλα.
Ήταν σπίτι επιτέλους.
Τα είχα καταφέρει.
<<Σε αγαπώ μαμά Εύα,>>μου ψελλισε και ένιωσα η καρδιά μου να σκάει από ευτυχία.
<<Και εγώ μικρε μου>>.
Με εσφυξε ακόμα πιο πολύ.
<<Και συγγνώμη που σε πυροβολισα>>.
<<Δεν πειράζει μικρε μου.Δεν ήξερες τι έκανες.Ολα θα πάμε καλά.Ειμαι τώρα εδω>>.
<<Και εσυ δεν είσαι στα αλήθεια φίλος της μαμάς.Και εσύ την αγαπας.Θα παντρευτειτε;>>
Είπε στα ξαφνικά στον Ορφέα και κόντεψα να πνιγώ.
Εκείνος γέλασε αμηχανα όταν το κοίταξα,ξύνονται το πισω μερος του κεφαλιου του.
Έπειτα έκανε νόημα σαν μου έλεγε "τι φαση ο Αϊνστάιν ειναι";
Γελασα.
Έφερα το μικρό. προσωπάκι του στα χέρια μου.
<<Εχεις δίκαιο.Με αγαπάει όπως και εγώ εκεινον.Και αγαπάμε και εσενα ,>>πήρα το χέρι του και το έβαλα στην κοιλιά μου.
<<Και αυτή θα σε αγαπάει πολυ>>.
Κοίταξε την κοιλιά μου και χαμογέλασε.
<<Τι λες να πάμε σπίτι μας;>>
Κούνησε θετικά το κεφάλι.
<<ΜΑΛΑΚΙΣΜΕΝΗ,>>ακούστηκε στα ξαφνικά από έξω.
Ξαφνικά κατάλαβα πως κατι είχα ξεχάσει .
Την Σοφία έξω στην ταράτσα.
<<Απέδρασε. Δεν είναι εκεί.Ηρθε ένας κυρίος νομίζω πως ήταν ο Δήμαρχος. Γιατί του είπε κάτι στο τηλέφωνο "Είσαι Δήμαρχος βρες έναν τρόπο να ξεφύγω και σταματα να πίνεις τεκιλες και να πηδας πορνες">>
Αλήθεια τωρα;
<<Τι είναι πορνη;>>Με ρώτησε
Μισοκαταπια.
Από όλα αυτό αυτή την απορία είχε;
<<Μικρε άλλη ώρα οι εγκυκλοπαιδικες γνώσεις.Πρεπει να πάμε πάνω.Εσυ σαν καλό παιδί θα μείνεις εδώ.Ενταξει;>>
Εγενεψε το κεφαλάκι του.
<<Ελι,>>τον κοίταξα.
<<Μείνε εδώ ενταξει;>>Τον φιλησα στο μάγουλο.<<Θα επιστρεψω>>.
Ανεβήκαμε τις υπόλοιπες σκάλες γρήγορα.
Το ελικόπτερο ακουγόταν στο βάθος.
Άνοιξα την πόρτα απότομα.
Σήκωσα το όπλο μου.
Η Περσα βρισκόταν στη μέση της ταράτσας κρατώντας σφιχτά τον Ανασταση.
Το βλέμμα μου έπεσε πάνω στο μεταλλικό αντικείμενο που ακουμπούσε τον κρόταφο του.
Η ηλιθια τον απειλούσε με το όπλο και αν έκρινα από τη στάση της Σοφίας με το ρόπαλο σηκωμένο και τα αγόρια της με τις σφιγμενες γροθιές, η κατάσταση θα έκανε μπαμ γρήγορα.
Γύρισα προς το ουρανό βλέποντας το ελικόπτερο να απομακρύνετε.
Ο Γιάννης το είχε σκάσει.
Έτσι δειλός που ήταν τι περίμενα.
Την είχε παρατήσει εδώ κρίνοντας από το ύφος της.
Φυσικά και θα το έκανε.
Για εκείνον όλοι ήταν αναλώσιμοι και η πάρτη του είχε μεγαλύτερη αξία.
<<Άστον κολόγρια,>>φώναξε η Σοφία.
<<Και δώσε μου πίσω το κολιέ μου,>>γρυλισε.
Μαζί με τον Ορφέα σταθήκαμε δίπλα της.
Τα μαλλιά της ήταν ανακατα καθώς ο άνεμος εδώ πάνω φυσούσε.
Οι πρώτες σταλες άρχισαν να πέφτουν καθώς ο ουρανός φωτιζε από τις αστραπές και τις βροντές.
<<Ένα βήμα να κάνετε και είναι νεκρος,>>φώναξε εκείνη σφιγγωντας με το χέρι της τον λαιμό του Ανασταση.
Εκείνος προσπαθούσε να αντισταθεί.
Είχε μελανιές και πληγές στο σώμα του.
Από το κοντομάνικο του το μπλουζάκι τα χέρια του φενοβταν μαύρα.
Μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια του τον στόλιζαν.
Ήταν φανερά εξουθενωμενος.
<<Άστον Περσα,>>της φώναξα σηκωνοντας το όπλο μου.
Το βλέμμα της καρφώθηκε απότομα πάνω μου.
Μάτια όμοια με τα δικά μου.
Βλέμμα όμοιο με το δικό μου.
Αλλά τόσο διαφορετικό.
Όμως τίποτα δεν μας δένει.
Η κλωστή που μας ενώνει είχε κοπή εδώ και χρόνια.
<<Αυτός είναι ο τρόπος που φερεσε στη μαμά σου;Αχαριστο κορίτσι,>>είπε μέσα από τα δόντια.<<Έκανα τα πάντα για εσας,>>φώναξε στα αγόρια, <<Και έτσι μου το ξεπληρωνεται;Με προδίδετε για μια πουτανα;>>Έδειξε τη Σοφία.
<<Μία ακόμα λέξη και θα βγάλω το μάτια σου από τις εσοχές τους και θα τα ταισω στα κοράκια,>>τις γρυλισε ο Αλεξ.
<<Κατέβασε το όπλο Περσα τώρα,>>της φώναξα ξανα.
Αν δεν έπαιρνα την κατάσταση στα χέρια μου η Σοφία δεν ξέρω τι θα έκανε.
<<Δεν θα μου πεις τι θα κάνω.Εγω είμαι η μάνα σου.Παντα πρέπει να ακούς την μα->>η ξανδαλη πατήθηκε και η σφαίρα την χτύπησε στο πόδι.
Το χέρι της έφυγε απότομα από το κεφάλι του ανασταση.
Τον αποδέσμευσε και έπεσε με μια κραυγή στο πάτωμα.
Ο Αλεξ με τον Πάρη έτρεξαν κο τα τους και τον σήκωσαν απομακρυνοντας τον.
Πλησίασα.
<<Γαμημενη σκυλλα,>>φώναξε.
<<Σε προειδοποίησα, >>της είπα ήρεμη.
<<Δεν θα ξεφύγεις με ολο αυτό.Τι νομίζεις πως θα σε ακολουθησουν;Είναι πιστοί σε εμενα. Έπρεπε να σε έχω πνίξει όταν γεννήθηκες Χριστινα,>>σφαδάζοντας από τον πόνο καθώς το αίμα έτρεχε από τη μπούτι της.
<<Έπρεπε να το είχες κάνει.Και το ονομα μου ειναι Ευα>>Χαμογέλασα.
Εστρεψα πάλι την κάνει μου.
<<Όχι μη,μη σε παρακακωω ,>>έκλεισε τα μάτια της και πήγε να απομακρυνθεί.
<<Είμαι η μαμά σου.Δεν μπορείς να σκοτωσεις τη μαμά σου>>.
Μειδίασα.
<<Ναι δεν μπορώ.Αλλα αυτή μπορεί,>>είπα καθώς η Σοφία ήρθε δίπλα μου.
Η Περσα ανοιξε τα μάτια της αργά,καθώς η Σοφία έσκυψε κοντας της.
Με μια κίνηση τράβηξε το κολιέ από λαιμό τη.
<<Αυτό ειναι το δικό μου για πάντα,>>της σηριξε.
<<Αντίο Μητέρα,>>φώναξα καθώς απομακρύνομουν.
Τα παρακάλια της χτυπούσαν τα αυτιά μου και δεν έδινα σημασία.
Ύστερα μετατράπηκαν σε κραυγες.
Χαμογέλασα στον Ορφέα που με κοιτούσε με περηφάνια.
Προσπέρασα τα αγόρια που ήταν στο έδαφος.
Οι κραυγες της Περσας ακούγονταν τριγύρω μου.
Τα μάτια του Ορφέα και των αγοριών γουρλωσαν.
Δεν γύρισα να κοιτάξω τι ακριβώς τις έκανα.
Οι αντίστοιχες κραυγες της Σοφίας μου έδιναν μια εικόνα.
<<Αυτό ειναι για τα αγόρια μου.Και Αυτό για εμένα,>>της ούρλιαζε.
Φτάσαμε στη πόρτα και κατεβήκαμε τις σκάλες.
Ο Ελι έτρεξε στην αγκαλιά μου.
<<Πάμε σπίτι μικρε,>>του είπα και του χαιδεψα το κεφαλάκι.
Κατεβήκαμε τις σκάλες φτάνοντας στον εξώστη.
<<Έχει πολλή ησυχία, >>είπε ο Ορφέας.
Επικρατούσε σιωπή που ήταν περίεργο.
Ούτε πυροβολισμοί ούτε φωνές.
Φτάσαμε στα κάγκελα.
<<Πλάκα μου κανεις;>>
Αναφώνησε ο Ορφέας κοιτωντας το ίδιο κυνικό με εμένα.
Ο Ελι σήκωσε το κεφάλι του από τον ώμο μου.
<<Δες μαμά.Προσκυνανε.
Είσαι βασίλισσα;>>
Κάτω από τον εξώστη όλα τα αγόρια του Κερβερου είχαν γονατίσει.
Τριγύρω ήταν όλοι οι δικοί μας.
Οι ομάδα μου μέσα στο χαμόγελο με την Αλις να με χαιρετά.
Ο Ασαχι να μου γνέφει.
<<Τι συμβαινει;>>
Ρώτησα ασυναίσθητα.
<<Γονατιζουν,>>είπε ο Ορφέας.
<<Το βλέπω.Καπως άβολο δεν ειναι;>>
Ρώτησα.
<<Γκριντσ θα έλεγα αλλά>>
Γελασα.
Ο Ζειν ήταν όρθιος δίπλα στον Νικολάι.
Το ύφος του έδειχνε ξεκάθαρα πως δεν είχε συμφωνήσει σε ολο αυτο.
Το πόδι του Ζειν τον κλώτσησε απαλά και εκείνος στροβηλισε τα μάτια.
Έπειτα ο Ζειν μας έκλεισε το μάτι και γονατησε μαζί του.
<<Νικήσαμε,>>είπε ο Ορφέας.
<<Την μάχη.Οχι τον πόλεμο,>>προσθεσα.
<<Είναι ένα βήμα.Εχεις στρατο>>.
<<Κακομαθημένο στρατό>>.
<<Έλα Όμορφη να είσαι περήφανη.Εδω τα καταφέρνεις με εμάς,>>με φίλησε στο μάγουλο.
<<Αυτό να μου πεις>>.
<<Είμαι περήφανος για εσενα>>.
Κοιτούσα το θέαμα κάτω.
Πρωτόγνωρο και σιναμα αξιοθαύμαστο.
Ο Ζειν σήκωσε το βλέμμα του.
<<ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗ Η ΣΩΤΗΡΑΣ ΜΑΣ,>>φώναξε και οι υπόλοιποι ακολούθησαν.Ο Νικολάι έφαγε άλλη μια κλοτσια και το ψελλισε. Ύστερα με ρυθμό ακούστηκε το όνομα μου δυνατά.
Όχι Χριστίνα .Εύα.
Εύα.
Γιατί αυτή είμαι.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top