Κεφάλαιο 61ο
Τώρα.
Ορφέας,22 ετών.
<<To στομάχι μου πονάει,>>διαμαρτυρήθηκε η Ευα ξαπλωμένη στη μία μεριά του καναπέ με το ένα πόδι κάτω.
Τα σκυλιά είχαν αράξει μπροστά από την πόρτα προς την πισίνα, με το Καπκεικ να κοιμάται πάνω στην Χάρυβδη.
<<Και το δικό μου,>>με τα πόδια πάνω στο τραπεζάκι του καθιστικού κρατούσα το στομάχι μου που ήταν έτοιμο να εκραγεί.
Πάνω στο τραπέζι άδεια σακουλάκια από ζελεδακια, σοκολάτες, γαριδάκια.
Το σοκ μας έριξε στην κρεπαλη
Ο ήλιος ήδη έριχνε τις πρώτες ακτίνες του μέσα από το τζάμι.
Ο θόρυβος το πρωί με είχε αναστατώσει από τον ύπνο.Νομιζα πως κάτι είχε πάθει η Εύα και βγήκα από το δωμάτιο.
Τι το ηθελα;Εκεί αντικρυσα το πιο περίεργο θέαμα.
Την Ξένια γυμνή.
Να παραμιλαει αλλοπρόσαλλα πράγματα.
Ήταν εκτός τόπου και χρόνου.
Ο Γαβριήλ προσπαθούσε να την συνεφέρει αλλά τίποτα.
Όταν με προσπέρασε με την Ξενια αγκαλιά ,με τον Μαρκο από πίσω μου έριξε ένα αχανές βλέμμα, προχώρησε προς το δωμάτιο και έκλεισε την πόρτα.
Έπειτα την κλείδωσε.
Κοίταξα την ώρα στο ρολόι του τοίχου στη κουζίνα.Ηταν τέσσερις πάρα.
Πάντοτε κλειδωνε την πόρτα τέτοια ώρα.
Τι στο καλό συνέβει;
Οι κουβέντες τις Ξενιας περνούσαν από το μυαλό μου ξανά και ξανά και δεν έβγαζαν νόημα.
Ήταν σαν κάτι να ήταν γνώριμο σε αυτές ,αλλά δεν μπορούσα να τις συνδέσω.
<<Έχει το σημάδι,>>μου είπε η Ευα ην ώρα που καθόμασταν στη κουζίνα λίγη λεπτα πριν.
Έχωσε δύο ζελεδακια στο στόμα της.
<<Πιο σημάδι;>>.
<<Τα γαμημενα κλαδιά,>>είπε μασόντας με ξεκάθαρο ακόμα το σοκ στα μάτια της.
Ύστερα έπιασε μια σόδα και την ανοιξε πίνοντας μια γερή γουλια.
<<Και τι σημαίνει αυτό;>>
Άφησε το κουτάκι απότομα στο τραπέζι και έφερε την γροθιά της στο στόμα αφήνοντας ένα μικρό ρεψιμο να σβήσει.
<<Έχει το χαρισμα που έλεγε ο Παρης>>.
Κόντεψα να πνιγώ με το γαριδάκι.
<<Οριστε;Πως στο διαλο έγινε αυτο;>>.
<<Εσύ θα μου πεις;Εσύ την ξέρεις πιο πολύ και ο Γαβριήλ.Δεν πήρες χαμπάρι τίποτα περίεργο;>>.
Κουνησα αρνητικά το κεφαλι.
Η Ξένια πάντοτε ήταν πιο κλεισμένη στον ευατο της και πιο απομακρη ανά διαστήματα.
Αλλά το έριχνα στην κακοποιηση που ζούσε στο σπίτι και στο θάνατο της μητέρας της.
Το να την βρεις στο κρεβάτι νεκρή κάνει κάτι στον ψυχισμό σου.Σε γαμαει.
Αλλά αυτό.Να έχει το χάρισμα.
Πότε δεν έδειχνε κανένα σημάδι.
Και τι σκατα σημαίνει να έχει το χαρισμα;
Να βλέπει στο μελλον;Να έχει ικανοτητες;Τι στον πουτσο;
Στο the Shinning παιζουμε;
Και ο Γαβριήλ ποτέ δεν είχε αναφέρει τίποτα περίεργο για εκείνη.
Όχι πως μπορούσες να βγάλεις πολλά από τον ψυχισμό του και να ανοιχτεί.
Ο καριολης ήταν πιο κλειστός και από τάφο.
Αν και ήταν πολύ υπερπροστατευτικος μαζί της.
Ακόμα και από όταν ειμασταν μικρά ποτέ δεν ανέφερε πως η Ξένια είχε περίεργη συμπεριφορά.
Και ειδικά μετά από εκείνη την νύχτα στη φωτιά είχε πάθει παράκρουση μαζί της.
Όταν γύρισε από τη φυλακή και έγινε ο,τι έγινε μεταξύ τους περισσότερο άρχισε να έχει εμμονή μαζί της.
Τώρα αναρωτιέμαι αν όλο αυτό ήταν κάτι άλλο και ο ψηλός μας έκρυβε κάτι.
"Εγώ φταίω. Εγώ φταίω. Δεν ήξερα τι..."
Ο απόηχος της φωνής της από εκείνη την νύχτα που πήγα στου Μάρκου ,μετα από την διαταγη του Γαβριήλ,ακούγεται στο μυαλό μου.
Ήταν ταραγμένη πολύ και ετρεμε.
"Πες της πως δεν φταίει "μου ειχε πει να της πω.
Αλλά δεν έβγαζε νόημα.
Εκείνη η νύχτα μας γαμησε.
Και όλα ξεκίνησαν με την φαϊνη ιδέα του Αχιλλέα να σκοτώσουμε τον Ghost.
Μόνο που αυτό μας γύρισε μπούμερανγκ.
Θα ήταν μια απλή αποστολή.
Έτσι θα θέλαμε να πιστέψει ο Γιάννης.
Θα πηγαίναμε για μια απλή συναλλαγή ναρκωτικών με κάτι τύπους από τα Σκόπια.
Μόνο που η συναλλαγή δεν είχε μόνο ναρκωτικά.
Συμπεριλαμβανε ένα συμβόλαιο θανάτου .
Του Γιάννη.
Ο Γαβριήλ έλεγε πως δεν έπρεπε να το συνδέσουν με εμάς και πως έπρεπε να βάλουμε κάποιους άλλους να το κάνουν.
Ήταν πιο ασφαλές.
Για εμάς και για όποιον είχαμε από πίσω μας.
Οι τύποι από τα Σκόπια ήταν βάναυσοι και αδίστακτοι.
Και ο Γαβριήλ ήταν σίγουρος πως μπορούσαν να εκτελέσουν την διαταγή μας άψογα χωρίς να μπορέσει κάποιος να βρει ίχνη που θα μας ενοχοποιουσαν.
Άλλωστε και οι ίδιοι τους είχαν παρελθόν με το Γιάννη και τον ήθελαν να βγει από τη μεση.
Ειδικά με το μεγάλο χρηματικό ποσο που τους είχαμε δώσει ,αυτό τους είχε έρθει λουκούμι.
Θα γινόταν γρήγορα χωρίς πολλά πολλά.
Μόνο που δεν υπολογισαμε ,πως θα μας έδινε ένας από αυτούς.
Ο Γιάννης είχε τα δίχτυα του παντού.
Με αποτέλεσμα οι τύποι να βρεθούν νεκροί και εμείς να υποστούμε τις συνέπειες.
Δηλαδή ο Αχιλλέας κυρίως.
Τρεις μέρες τον είχε σε ένα υπόγειο και τον σάπιζε στο ξύλο με εμάς να τον βλέπουμε.
Εις διπλουν η τιμωρια και για την δική μου τιμωρία.
Τον Γαβριήλ ήξερε πως δεν ήταν εύκολο να τον τιμωρήσει με αυτό τον τρόπο.
Οπότε διάλεξε κάτι άλλο.
Είχε στείλει τον Αγη να βλάψει αυτό του ήταν πιο πολύτιμο για εκείνον.
Γιατί ο καργιολης γνώριζε τα πάντα.
Για τον Αγη αυτό ήταν ό,τι πρέπει.
Και όλα από εκεί πήγαν κατά διαόλου.
Μέχρι τώρα αυτό πίστευα.
Αλλά πάντα κάτι μου έλεγε πως δεν ήταν μόνο αυτό.
Ο Γαβριήλ οποτε πιάναμε τη κουβέντα γι'αυτό κατέληγε να την αποφεύγει.
Δεν έβγαζα άκρη μαζί του.
Όπως και τον τελευταίο μήνα.
Ήταν συνέχεια μέσα στα νεύρα.
Περνούσε ώρες στην λέσχη στο γυμναστήριο.
Εκείνος ο σάκος του μποξ αν είχε στόμα θα τον έβριζε.
Το πρόσωπο του συνέχεια είχε σκληρή έκφραση και δεν τολμούσε κανεις να του μιλήσει.
Βέβαια με όλα όσα συνέβαιναν, δεν είχε και άδικο να είναι ετσι.
Με όλα αυτά με τον Βαλεντιν, με την κοινοτητα, με τον Γιάννη, ήταν συνέχεια στη τσιτα.
Μαζί με τον Αχιλλέα προσπαθούσαν να βρουν και εκεινο το καταραμμενο νησί.
Αλλά τίποτα.
Και εγω όμως δεν του το έκανα εύκολο.
Τώρα που η Όμορφη μου ήταν εγκυος όλα τα καμπανακια βαρουσαν δυνατά.
Ο κίνδυνος είχε μεγαλώσει.
Δεν είχα να φρόντισω μόνο εκείνη αλλά και το μικρό ζιζάνιο.
Και να βρω ένα άφαντο παιδί.
Μόνο στη σκέψη πως θα τους συνέβαινε τίποτα κοντευα να τρελαθώ.
Πόσο μάλλον όταν σκεφτόμουν πως μια ολόκληρη κοινότητα την κυνηγούσε για να την σκοτώσει.
Δεν ήθελα να γίνω απερισκεπτος αλλά φταιει η Ηρώ.
Καλά δεν φταιει ,εγώ φταίω.
Αλλά η κουβέντα που είχαμε μια μέρα στο δωμάτιο μου με εκανε να βράσω μέσα μου.
Μπήκε με το καροτσάκι της ανοίγοντας την πόρτα διάπλατα με μια κλοτσια.
Εκείνη την ώρα εγώ αραζα στο κρεβάτι και περίμενα την Εύα να γυρίσει από την οργάνωση,βλέποντας μια σειρά στο λαπτοπ.
<<Βλέπω είσαι σε λειτουργία πάλι,>>της είπα δείχνοντας το πόδι της.
Η μικρή ακόμα έκρυβε από τον Αχιλλέα πως βελτιωνοταν η κατάσταση της.
Όταν θα το μάθαινε δεν ξέρω τι την περίμενε.
<<Μόνο το δεξί ,το αριστερό αρνείται να δυναμώσει,>>ήρθε προς την μεριά μου.
Κατέβηκα και την βοήθησα να ανέβει στο κρεβάτι ενώ εκείνη στηριζόταν με τα χερια της για να σηκώσει το σώμα της.
<<Ακόμα να του το πεις;>>
Την ρώτησα καθώς έκατσε δίπλα μου.
Αναστέναξε.
<<Προσπαθώ.Λεω κάθε μέρα θα του το πω και κάτι γίνεται και το αφήνω.
Τώρα έχει ξεφύγει βέβαια και δεν ξέρω τι να κάνω.Εχω κουραστεί και με όλο αυτό.
Άσε που τις προάλλες κόντεψε να με πιάσει την ώρα που είχα σηκωθεί να αλλάξω ρούχα >>.
<<Θα σε σκοτώσει,>>της είπα και γελασα.
<<Το ξέρω, >>παραπονέθηκε παίρνοντας ένα μαξιλάρι .Κολλισε το πρόσωπο της και τσηριξε πάνω του.
Οι πνιχτες κραυγες της με έκαναν να κάνω πίσω.
<<Τι στον πουτσο;>>
Εκείνη άφησε το μαξιλάρι, ανοιγοκλεισε τα μάτια της και το άφησε κάτω.
<<Καλύτερα είμαι τωρα>>.
<<Τι ήταν αυτο;>>
Την ρώτησα.
<<Βγάζω την ένταση έτσι.Πρεπει να το δοκιμάσεις,>>ανασκουμπωθηκε λίγο και με κοίταξε.Χαμογελασε.
<<Θα γίνεις μπαμπας>>.
<<Ναι,ποιος να το ελεγε>>.
<<Σου αξίζει.Θα είσαι ο καλύτερος μπαμπάς και ο καλύτερος νονος>>.
<<Θα ειμαι;>>Την ρώτησα δειλά.
<<ΠΑΝΕΣ>>φώναξα και εκείνη στροφογυρισε τα μάτια.
Έπειτα έπιασε το χέρι μου.
Ήξερε όπως και εγώ πως δεν ήταν το θέμα μου οι πάνες.Ως ένα σημείο ήταν βέβαια αλλά όχι όσο τα άλλα.
Όσα είχα περάσει από μικρός ,όλη αυτή η κακοποίηση,η χρήση ,όσα κάναμε με τον καιρό.Με είχαν αλλάξει.Πολλες φορές αναρωτιόμουν αν δεν είχαν γίνει όλα αυτά πως θα ήμουν.
Ίσως πιο ήρεμος.
Πιο χαρούμενος.
Δε θα έκλεινα τα πάντα μέσα μου.
Ήμουν σίγουρος πως δεν θα έβλαπτα ποτέ το ίδιο μου το αίμα.Αλλα το θέμα είναι πως με τα τραυματα πάντα παίζεις κορόνα γράμματα.
Την μία το νόμισμα, πέφτει από την καλή την άλλη από την κακή πλευρά
Ήταν άπειρες οι νύχτες που έκανα μαλακιες.
Είχα ξεσπάσματα.
Ήθελα να τελειώσω την ίδια μου την ύπαρξη.
Τόσο οργή μέσα μου με έπνιγε.
Και ο φόβος μη γίνω...
Μη γίνω σαν εκείνον...
Η Ηρώ μου έπιασε το χέρι.
Με διάβαζε καλά.
Είχε τα ίδια τραυνατα με εμένα και στα μάτια της έβλεπα τον ίδιο πόνο και τον ίδιο αγώνα.
<<Και εγώ φοβάμαι.Μετα απο όλο αυτό με τη Βασιλική και εγώ φοβάμαι και σκέφτομαι πως θα είμαι σαν μαμά.
Τρέμω μη γίνω σαν εκείνη.Την μάνα μου.
Μόνο στη σκέψη πως μπορώ να βλαψω το ποντικάκι μου όταν έρθει με οποιοδήποτε τρόπο θέλω να ξεράσω.
Γιατί θα σκότωνα όλο τον κόσμο για εκείνη.
Και ας μην έχει έρθει ακόμα.Σε καταλαβαίνω.Αλλα Ορφεακο το θέμα είναι ,>>με κοίταξε στα μάτια και χαμογέλασε γλυκά.<<Πώς δεν είμαστε σαν και αυτους.Και όσο και να το ξεχνάμε.Οσο και οι φωνές τους να ροκανιζουν το μυαλό μας πως δεν αξίζουμε.Δεν είναι η αλήθεια.Εγω έχω τον Αχιλλέα να μου το θυμίζει και εσύ την Εύα.Το έχουμε Ορφεακο>>.
Την κοίταξα στα μάτια και σαν ένα βάρος να έφυγε από τις πλάτες μου.
Είχε δίκαιο.
Δεν ειμασταν σαν εκείνους.
Μπορεί να είχαμε κάνει φρικαλεα πράγματα και εμείς, αλλά δεν ειμασταν σαν και εκείνους.
Πολλές φορές κάνουμε άσχημα πράγματα για να έχουμε ένα πιο ασφαλές χαρούμενο μέλλον και να προστατεύουν ο,το αγαπάμε.
Μπορεί αυτό να μας κάνει και εμάς κακούς. Αλλά πότε είναι κακό να φτάνει στα άκρα για κάτι που αγαπάς πολυ;
<<Το ξέρω.Απλα θα ήθελα να ήταν αλλιώς.Θα ήθελα να μπορούσα μην έχω ζήσει όλα αυτά.Να μή εχω να σκέφτομαι ποιο τέρας κρύβεται στην επόμενη γωνία.Να μπορουσα έχω να μοιραστώ αυτό με τη μαμά μου.Θα ήταν τόσο χαρούμενη. Πάντοτε ήθελε να δει εγγόνια και εγώ...>>
<<Ορφεακο ήταν ατύχημα μη βασανιζεις το μυαλό σου>>.
<<Ήταν;Ή αυτό λέω στον ευατο μου για να κρύψω την αλήθεια πως αν άπλωνα, το χέρι μου θα την έπιανα και απλά δεν το εκανα>>.
<<Πολλές φορές το μυαλό μας ,μας λέει πράγματα που δεν είναι αλήθεια.Πολλες φορές κάνουμε άσχημα πράγματα, εξαιτίας του.Αλλα αυτό δεν μας προσδιορίζει το ποιοι είμαστε πραγματικά.Πρεπει να κάνεις ειρήνη με τις σκέψεις σου.Και η μαμά σου σε έχει συγχωρέσει.Και θα είναι τόσο περιφανη που έχεις φτάσει μέχρι εδω>>.
<<Το ξέρω.Απλος θα ήθελα να μπορούσα να της το πω >>.
Δεν ξαναέρθει στον ύπνο μου από την τελευταία φορά.
Όσο και να ήθελαν να έρθει.
Μου έλειπε. Ειδικά τώρα πιο πολύ.
<<Πώς δικαιολογίσε ποια είναι η Βασιλική ;>>Την ρώτησα .
<<Δεν το δικαιολογίσα.Του ειπαν πβς αν κάναμε παιδί θα την έβγαζα έτσι.Και τι μου ειπε;>>
<<Τι σου ειπε;>>
<<Πώς έτσι ήθελε να βγάλει την κόρη του αν έκανε ποτέ ή Βασίλη αν ήταν αγόρι.Και μάντεψε από που;>>
<<Μπιλ,>>Απάντησα.
<<Καλά ε, ο γέρος θα κατουρηθει από την χαρά του>>.
<<Το πιστεύω, >>γέλασε.
Με την άκρη του ματιού μου έπιασε την φυγουρα του Γαβριηλ να απομακρυβεται από την μισάνοιχτη πόρτα.
Κρυφάκουγε ο μαλακας.
Ακόμα αναρωτιόμουν τι είχε κάνει με το σώμα της εκείνη τη νύχτα.
Τις είχαμε καπουλρει με το παραμύθι.
Κάνεις πλέον δεν έκανε ερωτήσεις γαι το που ήταν οι γονείς μου.
Ο μπαμπάς έπαθε καρδιακό κανεμα σε στενο κυκλο τη κηδεια,ψεμα βέβαια η Μεδουσα ειχε φροντισει να μη μεινει ιχνος,αλλα έπρεπε να δικαιολογησουνε στον κοινωνικο κυκλο καπως την απουσια του.Οποτε καρδιακο στον υπνο του ηταν η λυση.Η μαμα έκανε μεγάλες διακοπές διάρκειας.
Ποιος ξέρει που και με ποιον.
Τα λόγια της Ηρως είχαν μετατρέψει τον φοβό μου σε αγωνία.Σε ανεξέλεγκτη αγωνία.
Και έκανα απερισκεπτα πράγματα όλο το μήνα.
<<Γαβριήλ,>>άνοιξα την πόρτα του ξεπνοος και κράτησα το στερνο μου που κόντευε να σκάσει από το τρέξιμο.
Εκείνος ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι διαβάζοντας το βιβλίο του.
Θα με σκότωνε το ήξερα.
Δεν του αρεζε να τον διακόπτουν από αυτή την ιερή διαδικασία.
Γιατί μόνο τότε το μυαλό του είχε ηρεμία.
Σήκωσε το βλέμμα του και με κοίταξε.
<<Έχουμε ένα μικρό,>>ενωσα τα δυο μου δάχτυλα.<<Προβληματακι>>.
<<Τι εκανες;>>Με ρώτησε κλείνοντας το βιβλίο.
Άρχισα να τρίβω αμηχανα το πίσω μέρος του κεφαλιού μου καθώς είδα το βλέμμα του.
Δύο ήταν οι λύσεις μου εκείνη τη μέρα ή να πήγαινα στην Εύα που θα με σκότωνε.
Ή στον Γαβριήλ που θα με σκότωνε και αυτός ,αλλά τον φοβόμουν λιγότερο.
<<Να μωρέ πρέπει να κάνεις τα μαγικά σου>>.
<<Ποιον σκοτωσες;>>.
<<Εγώ κανέναν.Εκεινος μπήκε μπροστα στο όπλο μου,>>Απάντησα ,καθώς σηκώθηκε απότομα από το κρεβάτι και ερχόταν προς το μέρος μου.
<<Ορκίζομαι μια μέρα θα σου σαπισω τον κωλο,>>μου γρυλισε.
<<Μην κάνεις υποσχέσεις που δεν μπορείς να κρατησεις,>>του έκλεισα το μάτι.
<<Που ειναι;>>
<<Στο πορτ μπαγκάζ μου>>.
Στροβηλισε τα μάτια του και πηγε προς την ντουλάπα του .
Έβγαλε έναν μεγάλο σάκο ,φόρεσε μαι μαύρη μπλούζα και βγήκε από το δωμάτιο.
<<Πες τα παιδιά όταν γυρίσουν πως το πίσω μέρος του σπιτιού είναι άβατο για λίγες ωρες>>.
<<Τι στο διαολο;Θα τον θάψεις στον κήπο πισω;>>.
<<Ναι .Τι ήθελες να κάνω να τριγυρναω μέσα στη πόλη με ένα πτώμα στο αμάξι;Εχουμε και έναν μαλακα που μας έχει στη μπουκα>>.
Ιδρώτας κύλισε στην σπονδυλική μου στήλη.
Στο τσακ δεν με είχε πιάσει κανεις όταν ερχόμουν εδώ.
Και ήταν και αργά απόγευμα.
Τι σκεφτομουν;
Αλλά είχα δει κόκκινο εκείνη την ώρα.
<<Ποιος ειναι;>>Με ρώτησε όταν άνοιξε το πορτ μπαγκάζ.
Τον τύπο τον είχα κάνει αγνώριστο.
<<Δεν έχει σημασια,>>του είπα αδιάφορα.
<<Τι στον πουτσο Ορφέα;Αναφωνησε,>> όταν είδε τα μισοφέγγαρο στα χέρια του τύπου.
Αμέσως κατάλαβε ποιος ήταν.
<<Πώς τον βρηκες;>.
<<Ε ρώτησα από εδώ και από εκεί.
Τυγχάνει να έχει μια αδυναμία στις ιερόδουλες και δεν ήταν δύσκολο να λαδώσω μια, για να του στήσω παγιδα>>.
Τον έβγαλε από το αμάξι και άρχισε να τον σέρνει προς το πίσω μέρος.
<<ΕΝΑ ΠΤΩΜΑ,>>ακούστηκε από την Σοφία που καθόταν στην αγκαλιά του Πάρη έξω στην πισίνα ,στο τραπεζακι και με τον Αλέξανδρο δίπλα .
<<Να βοηθήσω να τον κόψουμε κομματάκια,;>>
Ρώτησε και χτύπησε παλαμάκια από τη χαρά της.
<<Όχι σήμερα μικρή.Καποια άλλη στιγμή,>>της είπε ο Γαβριήλ καθώς τον έσερνε από τους ώμους .
Η Σοφία μουτρωσε.
Ο τύπος είχε μια σφαίρα στο κεφάλι.
Και ένα σκαταμενο πρόσωπο.
Δεν κατάλαβε από που του ήρθε όταν μπουκάρα μέσα στο δωμάτιο την ώρα που πήγαινε να το χώσει τη δύσμοιρη κοπέλα.
<<Έχει πολύ μικρο τσουτσουνι ,>>είπε η η Σοφια και έσκασε στα γέλια.
<<Σοφία,>>την μάλωσε ο Παρης .
<<Ουπς,>>γέλασε.
Α και ναι ο Γαβριήλ τον έσερνε γυμνό.
Γιατί σιγά να μην τον έντυνα κιόλας.
Δεν φτάνει που δεν απαντούσε στις ερωτήσεις μου όταν του σαπίσα τη μούρη.,θα του φερομουν και με σαβασμο;
Όχι φυσικά.
Ήθελα απαντήσεις τοσο καιρό.
Όλοι οι σύνδεσμοι του Γιάννη είχαν εξαφανιστεί όμως.
Όταν έμαθα γι'αυτόνπέταξα από την χαρά μου.
Τον παρακολουθουσα για δύο τρεις μέρες μέχρι να χτυπήσω.
Αλλά μάταια.
Στο τέλος δεν έβγαλε λέξη.
"Ελογημενο το τριγωνο και η κοινοτητα"ειπε πριν σιώπησει το στόμα του από την σφαίρα.<<Ευλόγησε αυτό τώρα>>.
<<Κανέναν πιο ελαφρύ δεν μπορουσες να φας παλι;Τι θα γινει;>>
Είπε νευριασμενα όταν τον άφησε στο χορτάρι πάνω.
Ανάμεσα από δύο τεράστια δέντρα.
<<Συγγνώμη που δεν του είπα να κάνει δίαιτα και αυτουνού, για κάνα δυο μέρες και να τον σκοτώσω μετά;>>
Τον κορόιδεψα.
<<Μαλακα,>>μου γρυλισε και άνοιξε τον σάκο βγάζοντας ένα πριονωτά μαχαίρι με δύο λαβές.
Έκανα ένα βήμα.
<<Όχι,>>με σταμάτησε με το χέρι.
<<Πάνε μέσα δεν θέλω βοηθεια>>.
<<Σιγουρα;>>
<<Ναι.Καλα είμαι;>>.
<<Εισαι;>>Τον ρώτησα και το βλέμμα του με κάρφωσε.
<<Το ξερα.Πότε θα σταματήσεις να μου λες ψεματα;>>.
<<Ποτέ.Αντε και γαμησου τώρα γιατί έχω δουλειά,>>έβγαλε δύο γάντια καο τα φόρεσε.
<<Α και πες τη Σοφία να μου φέρει ένα φτυάρι.Ας έρθει να βοηθήσει στο σκάψιμο έστω, γιατί θα με πριξει μετα>>.
Εκείνη τη νύχτα δεν είχε σεξ γαι εμενα,γιατί φυσικά της ξέφυγε της Σοφίας μπροστά σε όλους και στην Εύα.
Ποιος την είδε και δεν τη φοβηθηκε.
Ο Αχιλλέας από την άλλη το πήρε ψύχραιμα αλλά σαν να τον είδα να κουμπώνει δύο βαλεριάνες.
<<Καλή δουλειά,>>μου έκλεισε το μάτι ο Αγης και μειδιασε.
Ο Γαβριήλ είχε γυρίσει και είχε κάνει μπάνιο.
Μετά πήγε και πήρε τη Ξένια από τη δουλεια.
Που τελευταία πολλές ώρες περνούσε εκεί.
Έλεγε πως είχαν πολλά θέματα να καλύψουν
Εμένα μου έλεγε η διαίσθηση νοθ πως κάτι απέφευγε.
Ειδικά από τη μέρα με τον Αγη στα γενέθλια της και με όλα αυτά αλλαζε.
Επίσης το μενταγιόν που της είχε δώσει δεν το αποχωριζοταν το φορούσε συνέχεια.
Εκτός από τον ύπνο της, γιατί χτες το βράδυ εκεί στο σεληνοφως δεν το είχε.
Αφού εκείνη τη μέρα άκουσα το κράξιμο της Εύας και απλά μου γύρισε την πλάτη της στο κρεβάτι, το κινητό μου χτύπησε.
Γαβριήλ
Έχω μια δουλειά στης 8 το πρωί, θα έρθω να σε πάρω στης δεκα από το σπιτι.Έχω να σου δείξω κάτι.
Του απάντησα γρήγορα και έβαλα το κινητό στο κομοδίνο.
Η Εύα ροχαλίζε και εγώ βρήκα την ευκαιρία να την αγκαλιάσω.
Τουλάχιστον στον ύπνο της δεν μπορούσε να με χώσει καμία δυνατή.
<<Ηλιθιε Ορφέα,σκοτώνεις όποιον βρεις,>>μουρμουρισε στον ύπνο της και ο αγκώνας της μου ήρθε στο μάτι.
Σκατά.
Αυτό ήταν που ήμουν πιο ασφαλής.
Γέλια ακούγονταν το πρωί από το σαλόνι.
Τρεξίματα και γαβγισματα.
Καθώς κατέβαινα τις σκάλες κόντεψα να πνιγώ από το γέλιο μου.
Ο Αχιλλέας καθόταν στον καναπέ και προσπαθούσε να γράψει στον υπολογιστή.
Ο Παρης με τον Μάρκο ήταν στη κουζίνα και έπιναν καφέ.
Τα κορίτσια κοιμοντουσαν.
Και εκεί γύρω από την μουτρωμενη φάτσα του Αχιλλέα.
Μία Σοφία έτρεχε με ένα μαυρο νυχτικο δαντελωτό, γύρω από τον καναπέ που καθόταν ο Αχιλλέας, με έναν Αλέξανδρο στο κατόπι της.
Ο Θεός να το κανει νυχτιτο βέβαια.
Χαχανιζε συνέχεια καθώς έτρεχε γύρω γύρω και εκείνος προσπαθούσε να την πιάσει.
<<Αν σε τσακωσω σε γαμησα,>>της είπε και μειδιασε.
Εκείνη του έβγαλε τη γλώσσα.
Έκανε να φύγει δεξιά από την τηλεόραση μπροστά που βρισκόταν.
Ο Αλεξ το ίδιο από το καναπέ πίσω από τον Αχιλλέα ,αλλά μόλις πήγε να φύγει η Σοφία έκανε αριστερά.
Κατέβηκα της σκάλες και πήγα στη κουζίνα.
<<Δεν τους σταματάς καλυτερα γιατί δεν ξέρω πόσο θα αντέξει ο άλλος,>>είπα στον Πάρη κοιτοντας τον Αχιλλέα,που όσο σημασία και να μην ήθελε να δώσει την έβλεπα εγώ τη φλέβα στο μέτωπο έτοιμη να σκάσει.
<<Και να χάσω το στοιχημα;Τρελός εισαι;>>
Μου είπε και ηπιε από τον καφε του.
<<Ποιο στοιχημα;>>
Κοίταξα τον Μάρκο.
<<Βάλαμε πενήντα ευρώ ο καθένας για το πόσο θα αντέξει ο Αχιλλέας.Εχουν ήδη ένα τέταρτο έτσι.Εγω είπα θα εκραγεί πριν το μισάωρο.Ο Παρης από εδώ στο σαρανταλεπτο>>.
<<Μέσα στα επομενα δύο λεπτά,>>τους είπα .
Έβαλα καφέ και καθισα δίπλα τους.
Η Σοφία ανέβηκε ξυπόλυτη πάνω στον καναπέ και ο Αλεξ προσπαθούσε να την πιάσει.
Ο Αχιλλέας ήδη ένιωθε τα κούνημα και με το ζόρι καθόταν ισια
Εγώ μετρουσα αντίστροφα.
Μέχρι που έπεσαν πάνω του.
<<Γαμω τον αντιθεο μου γαμω,>>αναφώνησε και σηκώθηκε απότομα κλείνοντας τον υπολογιστή.
Άρχισε να περπατά προς εμάς.
<<Χαλάρωσε,>>του είπε ο Αλεξ και έφερε τη Σοφία στην αγκαλιά του.<<Σε έπιασα δαιμονακι >>.
<<Πάντα με πιάνεις δεν είναι δικαιο!>>
Κλαψουρισε εκείνη και σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος της.
<<Το έκανα, το κάνω και θα το κανω για μια ζωή.
Επειδή δε θέλω ποτέ να σε αφήσω,>>της είπε και την φίλησε.
Ο Αχιλλέας τιναχτικε σαν να αηδιάσε και άφησε τον υπολογιστή πάνω στον πάγκο.
Μια μηχανή ακούστηκε από έξω.
Είχε πάει ήδη δέκα.
<<Τα εκατο μου ευρώ παρακαλώ, >>άπλωσα το χερι μου στον Μάρκο και στον Πάρη.
<<Τι είναι αυτο;>>
Ρώτησε ο Αχιλλέας, καθώς οι δύο έβγαζαν τα λεφτά από το πορτοφόλι τους.
<<Τίποτα που να σε ανησυχει,>>τα πήρα και έπειτα τον χτύπησα στον ώμο, και πήγα προς την πόρτα.
<<Βαλατε στοιχημα για το πόσο θα αντέξω;Ειστε απιστευτοι,>>Φωναξε νευριασμενα.
<<Ναι.Δεν φταίω εγώ που άντεξες τόσο λίγο>>Γέλασα ,πηρα το μπουφαν μου απο τον τοιχο και βγήκα έξω .
Ήμουν σίγουρος πως έβγαζε καπνους.
<<Ανέβα,>>μου πέταξε το κράνος ο Γαβριήλ πουκαθοταν πάνω στην μαύρη του μηχανή.
<<Που παμε;>>
Τον ρώτησα καθώς ανέβηκα πάνω και τύλιξα τα χέρια μου γύρω από τη μεση του.
<<Θα δεις>>.
<<Αχ έτσι μυστήριος που είσαι με καύλωσες,>>του είπα και τρυφτικα πάνω του κουνώντας τη λεκάνη μου.
<<Συνέχισε να κανεις τέτοιες μαλακιες και θα σε πετάξω στην άσφαλτο,>>Έβαλε μπρος.
<<Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό με αγαπάς πολυ θα έχεις τύψεις,>>είπα και γελασα.<<Βάζεις στοιχημα;Πενήντα ευρω>>.
Λίγα λεπτά αργότερα και αφού δε με πέταξε στην άσφαλτο ,ούτε μου έδωσε το πενηντάρικο στεκόμασταν σε ένα νεκροταφείο μπροστά από ένα τάφο μαρμάρινο.
Με μια τεράστια ταβλα γεμάτη λουλούδια.
Καθιστος στις φτερνες μου κοιτούσα τις χρυσές επικαλύψεις δεξιά αριστερά και πολυτελή κηροπήγια.
Πιο γκριντς τάφο δεν είχα ξαναδεί.
<<Τι κάνουμε εδω;Και τι είναι αυτο;>>
Ρώτησα κοιτωντας το όνομα στην ταφόπλακα.
"ΕΠΑΜΗΝΟΝΔΑΣ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ""
Αγαπημένος πατέρας, παππούς, θείος.
Λάτρευε το ηλιοβασίλεμα
Κοίταζα στα μάτια τον Επαμηνόνδα.
Ένας τύπος με άσπρα μαλλιά και ένα στριφογυριστο μουστάκι.
Φορούσε σττη φωτογραφία ένα κουστούμι και είχε το ενα χέρι του μέσα από το τζάκετ σαν τον Ναπολέοντα.
Ο Γαβριήλ δεν μιλούσε τοση ώρα , απλά κάπνιζε.
Δεν καταλάβαινα γιατί με είχε φερει εκει.
<<Γαβριήλ>>.
<<Μίλα,>>με προσταξε.
<<Σε ποιον;>>Μου έκανε νόημα με τα μάτια προς τον τάφο.
<<Στον Επαμηνονδα;Τι να πω σε αυτον;Ούτε καν τον ξερω.Με δουλευεις;>>
<<Κοίτα την ημερομηνία ηλιθιε.Τελειωνε πριν μας δει κανεις>>.
Τι στον πουτσο με έφερε εδώ;
Και γιατί να δω την γαμημενη ημερομηνια;
Πάει τα έχασε εντελώς.
Σηκώνω το βλέμμα μου και κοιτάζω την ημερομηνία.
<<Ε ωραία ο τύπος πέθανε πριν λίγους μήνες τι σχεσ-,>>ξαφνικά έκανε κλικ στο μυαλό μου.
<<ΕΘΑΨΕΣ ΤΗΝ ΜΑΝΑ ΜΟΥ ΣΕ ΞΕΝΟ ΤΑΦΟ;ΚΑΙ ΜΑΛΙΣΤΑ ΣΤΟΥ ΕΠΑΜΥΝΟΝΔΑ ΜΕ ΤΟ ΣΤΡΙΦΟΓΥΡΙΣΤΟ ΜΟΥΣΤΑΚΙ;>>
Σηκώθηκα απότομα και πήγα μπροστά του.
Φυσήξε τον καπνό και πήρε μια ακόμα τσουρα,με μια ηρεμία που με εκνευριζε.
<<Έχεις τρελαθεί εντελως;>>.
<<Ήταν ο μόνος φρέσκος τάφος εδώ.Και σκέφτηκα πως θα ήθελες να έχεις κάπου να πηγαίνεις.Ειναι καλύτερο από το να την είχα θάψει στον δάσος >>.
Έσφιξα τα δόντια μου.
Δεν πάει καλά.
Την έθαψε με ένα γερό μαζί.
Με μουστάκι.
Που νομίζει πως είναι ο Ναπολέων.
Και του αρέσουν τα ηλιοβασίλεματα
Καλά αυτό δεν είναι και κακό.
Καημένη μανούλα.
Το ο,τι όμως σκέφτηκε πως θα ήθελα να έχω καπου να πηγαίνω και να την βλέπω, να της μιλώ, έστω και έτσι έκανε τη καρδιά μου να μαλακώσει.
Ξεφυσηξα και πέρασα το χέρι μου μέσα από τα μαλλιά μου.
Το χέρι του ήρθε στον ώμο μου .<<Σε αφήνω να της μιλησεις,>>μου είπε και άρχισε να απόμακρυνεται.
Ο μαλακας θα με κάνει να κλάψω.
Γυρνω προς τον τάφο και κάθομαι κάτω.
Μαζεύω τα γόνατα μου στο στήθος μου και ακουμπάω τα χέρια μου και επειτα το πηγούνι και ξεκινώ.
<<Μαμά μου λείπεις.Δεν ήρθες ξανά.
Έχω να σου πω κάτι.
Θα γίνω μπαμπάς Ελπίζω να είσαι χαρούμενη.Θα είμαι καλά στο υποσχομαι.
Εκείνη το φροντίζει.
Ειναξ το καλύτερο δώρο που μπορούσα να έχω,>>συνέχισα για ακόμα λίγο λέγοντας της διάφορες ιστορίες της καθημερινότητας.
Μέχρι που ήρθε η ώρα να σηκωθώ.
<<Σε αγαπώ μαμά.Α,και αν ο γέρος πάει να σου κανει τίποτα ανάρμοστο χτυπά τον στα αρχιδια.Δεν τον εμπιστεύομαι με αυτό το μουστακι>>.
Κοίταξα για μια τελευταία φορά για εκείνη τη μέρα τον τάφο και χαμογέλασα.
Ο Γαβριήλ όταν έφτασα απλωσε το κράνος.
Εγώ αντί να το πάρω τον αγκαλιασα και εκείνος κοκκαλωσε.
<<Σε ευχαριστώ. Ήξερα πως κάπου εκεί μέσα έχεις καρδιά,>>με χτύπησε στη πλατη.
<<Τίποτα μικρε,>>λίγη σιωπή επικράτησε μεταξύ μας.<<Θα σε γαμησω,>>με πέταξε απότομα από πάνω του.
Τριφτηκα λίγο στο ποδι του γιατί ήταν λίγο περίεργη η στιγμή.
Δεν αγκαλιαζομασταν και ποτε. Με τον κρυοκωλο.
Οποτε ήθελα να του τη σπάσω.
<<Ε είπα να δοκιμάσω, ήταν τόσο τρυφερή στιγμή αυτή αναμεταξύ μας,>>του έκλεισα το μάτι και ανεβηκα στη μηχανή.
<<Ελπίζω η μαμά σου να καλοπέρασει με τον Επαμηνόνδα, >>μου πέταξε και εγώ του έχωσα μπουνιά στο στομαχι.
Μπορεί να μην τον άγγιζε τίποτα.
Αλλά εγώ ήξερα τα σημεία του.
Τόσα χρόνια κάναμε εξάσκηση μαζί.
Και το ένα σημείο που πονούσε το είχα βρει.
Βέβαια πάνω από το μπουφαν δεν ήταν τόσο δυνατό το χτυπά αλλά είχε κάνει δουλεια.
<<Μη μιλάς έτσι για την μαμά μου,>>τον προειδιποιησα με το δάχτυλο, ανέβηκα στη μηχανή βάζοντας το κράνος.
<<Καλά καλά σταματάω,>>είπε κρατοντας το στομάχι του.
Εκείνη τη νύχτα στον ύπνο μου, ένιωσα ένα φιλί στο μέτωπο μου.
"Είμαι περήφανη για εσενα",ήχησε στο μυαλό μου και ενα"Επαμηνονδα θα σου κόψω τα κουλά σου".
Θα τον γαμησω τον πορνογερο.
Το στομάχι μου γουργουριζε από την προσπάθεια μάλλον να χωνέψει τις τόσες μαλακοες.
Είχα κλειστά τα μάτια και σκεφτόμουν όλο αυτό μήνα.
Δεν είχαμε ηρεμίσει καθόλου και όλο αυτό είχε και συνέχεια.
<<Πάω να πάρω μια σόδα,>>είπε η Όμορφη μου και σηκώθηκε από τον καναπέ για να πάει στη κουζίνα.
Σε λίγο θα έπρεπε να φύγει στη δουλειά και ολοι θα ξυπνουσαν σιγά σιγά.
Είχαμε συμφωνήσει πριν λίγες ώρες πως κάπως έπρεπε να μάθουμε για την Ξένια.
Από τον Γαβριήλ δύσκολο.
Ο μόνος που εμένα ήταν ο Μάρκος.
Αλλά από την ώρα που είχε ανέβει πάνω στο δωματιο δεν ξανά κατέβηκε.
Ακούω τον ήχο από το άνοιγμα της.
Η Εύα κάθεται στο σκαμπό και σηκώνει τα πόδια της πάνω στον παγκο.
Το δέρμα της απαλο και γυμνό και θέλω τόσο να το αγγίξω α,αλλά έχω βαρύνει τόσο πολυ που με το ζόρι κάνω να σηκωθώ.
Στρέφει το κουτάκι προς τα εμένα.
<<Θες λιγο;>>Με ρωτάει καθώς βρυχάται σαν ζώο για να σηκώσω το σώμα μου.
Βήματα ακούγονται από της σκάλες.
Το βλέμμα και τον δύο πέφτει πάνω στον Μάρκο.
Σαν ζαυκαλωμένο βόδι τεντωνεται,κατεβαινοντας τις σκάλες.
Χασμουριεται και χωρίς να μας δώσει σημασία σαν να μην υπάρχουμε στον χώρο, πάει προς τον καναπέ αρπάζει την κουβέρτα του και ξαπλώνει.
Γυρνω προς την Εύα και μου σηκώνει το φρύδι.
Ξέρω τι θέλει και ξερω ,τι πρέπει να κάνω.
Βηματίζει αργά προς το μέρος του καθώς εκείνος τρίβει τη μύτη και ξαναχασμουριεται.
Τα βλέφαρα του πεταριζουν καθώς εγώ σκύβω κοντά στο πρόσωπο του.
Δύο βλεφαρισματα και τα μάτια του ανοίγουν στα ξαφνικά.
<<Τι στο κορακα, >>σηκώνεται απότομα και τραβάει τη κουβέρτα πάνω του .
<<Με τρόμαξες ηλιθιε>>.
Χαμογελάω.
<<Γιατί χαμογελάς σαν ψυχοπαθείς;>>
Με ρώτησε.
<<Άσε με να κοιμηθω είμαι κομμάτια,>>πήγε να ξαπλώσει ξανά κάτω από τη κουβέρτα και του την τράβηξα απότομα.
<<Ω έλα τώρα,>>αναφωνησε.
<<Δε θα κοιμηθείς. Έχω κάποιες απορίες για το σκηνικό πριν και θέλω απαντησεις>>.
<<Δεν έγινε τίποτα.Ηταν απλά ταραγμένη,>>πήγε να αρπάξει τη κουβέρτα.
<<Μαλακιες,>>πήγα να την τραβήξω παλι αλλά την κρατούσε με μανία.
<<Ω έλα φίλε μου.Το ξέρω ο,τι και συμβαίνει και πως ξέρεις τι είναι >>.
<<Δεν ξέρω τίποτα, >>τράβαγε τη κουβέρτα.
Ξεφυσηξα και την άφησα απότομα.
Ήρθα κοντά στο πρόσωπο του.
Έβαλα το χέρι στόμα σαν να θέλω να κρύψω κάτι.
<<Μάρκο βοηθά με λίγο.Συνεργασου.
Είμαι ο καλός εγώ εδώ.Αν δεν συνεργαστεις, >>κοίταξα την Εύα και το βλέμμα του με ακολούθησε.<<Θα σε αναλάβει αυτή,>>μισοκαταπιε καθώς η Εύα του έκλεισε το μάτι και τον χεραιτησε με το κουτάκι στο χέρι.
<<Και ξέρεις με την εγκυμοσύνη και έτσι οι ορμόνες είναι κόκκινες. Δεν ξέρω για το τι θα σου κανει>>.
Ο Μάρκος την κοίταξε για λίγο και έπειτα γύρισε σε εμενα.
Ξεφυσηξε και καθησε στον καναπέ.
<<Καλά,>>είπε και τα βήματα της Εύας ακούστηκαν που ερχόταν προς τονμερο μας.
Εγώ έκατσα δίπλα του.
<<Δεν ξέρω πολλά είναι αληθεια.Ηταν έκπληξη και για εμένα όσο και για εσάς όταν το πρώτο έμαθα>>.
<<Τι της συμβαινει;Και για ποσο >>
Ρώτησα.
<<Δεν ξερω,>>ξεφυσηξε.
<<Κοιτάξτε έχει λίγα χρόνια που το ξέρω.Λιγους μήνες πριν τη φωτιά.
Μια μέρα που γυρνούσαμε από ένα πάρτι κοιμήθηκα σπίτι της.
Η μαμά της είχε φύγει να πάει να δει κάποιος μακρινούς συγγενείς και ο πατέρας της είχε βάρδια νυχτερινή.
Είχαμε φύγει νωρίς γιατί δεν ήθελε να αφήσει πολύ ώρα τον Παναγιωτακη με την μπειμπισιτερ.
Πέσαμε για ύπνο.
Κάποια στιγμή αργά το βράδυ με ξυπνησε ο Παναγιωτακης αναστατωμενος.
Γύρισα δίπλα μου και δεν είδα τη Ξενια.
Φοβήθηκα μήπως είχε γυρίσει ο πατέρας της και μάλωναν και -,>>κόμπιασε.
<<Τέλος πάντων.Βγηκαμε έξω από το δωμάτιο αλλά ηταν σκοτάδι.
Κανεις δεν ήταν εκεί.
Ο μικρός με τραβούσε με μανία μέχρι που βγήκαμε έξω στην αυλή και μου εδειξε με το δάχτυλο που να κοιτάξω.Ηταν στη στέγη γυμνή.
Και απλά κοιτούσε το φεγγάρι.
Όσο και να τη φώναζα δεν ανταποκρίνοταν.Δεν ήξερα τι να κανω.Αν έπαιρνα τον πατέρα της θα γινόταν χαμός>>.
<<Και τι εκανες;>>
Τον ρώτησε η Εύα.
<<Τίποτα>>.
<<Την άφησες εκεί πάνω;>>.Τον ρώτησα.
<<Όχι,δεν πρόλαβα να κάνω τίποτα>>.
Γιατί εμφανιστηκε ο Γαβριηλ>>.
<<Τι;>>
<<Τον είχε φωνάξει ο μικρος>>.
<<Δεν μου το είχε πει ποτέ αυτό,>>ψελλισα.
Μάλλον πολλά δεν μου ειχε πει.
<<Πάρκαρε τη μηχανή του .Σαν μανιακός φώναξε το όνομα της και εκεινη τον κοίταξε.Το βλέμμα της όμως ήταν κενό.
Δεν ξέρω πόσο γρήγορα σκαρφάλωσε στη σκεπή και την κατέβασε.Επειτα όταν μπήκα μέσα την είχε βάλει ήδη να ξαπλωσει και της έδινε νερό και με τη χούφτα του ένα χαπι>>.
<<Τι χαπι;>>
Ρώτησε η Εύα.
Ο Μάρκος ετριψε το πρόσωπο του.
<<Αντιψυχωσικο>>.
Γουρλωσα τα μάτια.
<<Εκείνη τη νύχτα μου είπε πως από μικρή έπασχε από μια είδους ψυχική ασθένεια.Την πήγαν σε γιατρούς πολλούς άλλοι έλεγαν, σχιζοφρένεια άλλη έλεγαν πως ήταν κάτι κληρονομικό και το μυαλό της εκφυλίζονταν.Αλλα ποτέ δεν πήρε διαγνωση.Ηταν σαν το ιδιο της το μυαλό να την πολεμουσε.Οταν έπαιρννε τα φάρμακα της δεν την έπιανε όλο αυτό.Αλλα η Ξένια είναι, Ξένια. Όταν στρεσαρετε ξεχνάει να φάει ,να πιει.Οποτε ξεχνούσε και τα φάρμακα της.Υποθετω το ίδιο έκανε και τώρα.Πως δεν το πρόσεξα;Με όλο αυτό με τον Φίλιππο.Ειμαι τόσο κακός φίλος.Η μια χάνεται ,η άλλη δεν μπορεί να περπατήσει και εγώ είμαι αχρηστος>>.
Έφερε τα χέρια στο προσωπο του.
<<Ε,ε ,>>τον χτύπησα στην πλάτη.
<<Το ξέρεις πως δεν είναι αληθεια. Σε αγαπάνε.Και κανεις τοσα πολλα.Εισαι ο καλύτερος τους φίλος.Μην αυτομαστιγωνεσαι>>.
<<Το ξερω>>.
<<Σου είπε τίποτα η Ξένια μετα;>>
Τον ρώτησε η Εύα.
<<Ναι ,το παραδέχτηκε αλλά με ορκίστε να μη πω τίποτα πουθενά ούτε καν στην Ηρώ. Ντρεποταν
Δεν ήθελε να την λυπούνται η να την περνάνε για τρελή. Αισθανόταν βάρος.
Αρκετά τραβούσε στο σπίτι εξαιτίας αυτού του μαλακα>>.
<<Ο πατέρας της την χτυπούσε επειδή είχε αυτό ετσι;>>
Τον ρώτησα και κουνησε θετικά το κεφάλι.
<<Της έλεγε πως το πήρε από την μάνα της.Πως δεν θέλει να έχει μια ακόμα τρελή στο σπίτι.Πως ήταν ντροπή για το όνομα του.
Η μάνα της είχε κάτι κληρονομικό δεν θυμάμαι τι.
Αυτό τις προκάλεσε και το ανεύρυσμα.
Μετά που την βρήκε η Ξένια έγιναν ακόμα χειρότερα τα επεισόδια της>>.
<<Γαμω>>
Ξεφυσηξα και σηκώθηκα να πάρω τσιγάρα.
<<Δεν θυμάται τα περισσότερα που κανει>>.
Η Εύα με κοίταξε.
<<Και μετά τη φωτιά όλα σκατα,>>έφερε πάλι τα χέρια του στο προσωπο.
<<Κάτι άλλο έγινε τότε ετσι;>>
Τον ρώτησα και με κοίταξε απότομα.
<<Δεν μπορώ να σου πω.Με ορκίσε ο άλλος.Θα με σκοτώσει >>.
<<Φυσικά και το έκανε.Θα τον γαμισω>>.
<<Πήγε φυλακή και η Ξένια....>>
<<Σου είχε πει ποτε τίποτα αν η μάνα της
ήταν μπλεγμένη με τίποτα από αυτά που ξέρουμε;Αν είχε αντιληφθεί κατι;>>
<<Όχι ποτέ. Η μαμά της ήταν πολλή ήσυχη γυναίκα.Και τόσο καλή.
Την αγαπουσε τόσο πολυ.
Και τον Παναγιωτακη.
Αν και πάντα ήταν λίγο παραπάνω προσεκτική με την Ξενια >>.
Κοιταχτηκαμε με την Εύα ξανά.
<<Τι;>>Ρώτησε ο Μάρκος καθώς μας είχε τσακίσει.
<<Δεν έχεις δει την πλάτη της ;>>
Τον ρώτησα.<<Το σημαδι>>.
<<Ναι έχει ένα σημάδι στον ώμο.
Σαν ουλη.
Μου είπε πως την απέκτησε όταν είχε πέσει μικρή από ένα δέντρο που είχε σκαρφαλώσει. Δεν το θυμόταν, η μαμά της ,της το είχε πει.Ηταν μικρούλα >>.
Ξανά κοιταχτηκαμε.
<<Ε αι σιχτιρ πείτε επιτελους,>>αναφώνησε.
<<Είναι δύο κλαδιά σχεδον ενωμένα,>>Απάντησα.
Με κοίταξε σαν έλεγα κάτι εντελώς άκυρο μέχρι που το μυαλό του έκανε κλικ.
Γουρλωσε τα μάτια.
<<Ω σκατα>>
Αναφώνησε και σηκώθηκε απότομα.
<<Ω σκατα εις διπλουν,>>ακούστηκε από πίσω του και γυρίσαμε όλοι προς τις σκάλες.
Ο Αχιλλέας κρατούσε αγκαλιά την Ηρώ.
Δεν ξέρω πόση ώρα ήταν εκεί αλλά τα είχαν ακούσει όλα.
Λίγα λεπτά αργότερα ο Μάρκος παρηγορουσε την Ηρώ.
<<Γιατί δεν μου το ειπε;Θα μπορούσα να την βοηθησω>>.
<<Φοβόταν μήπως αλλάξεις γνώμη για εκείνη και μήπως σε βαραινε,>> της έλεγε.
<<Πότε δεν θα άλλαζα γνώμη για εκείνη.
Την αγαπώ ακόμα και δύο κεφαλια να εβγαζε>>.
<<Και δεν σου είπε τίποτα ούτε εσενα ο ψηλος;>>
Ρωτούσα τον Αχιλλέα.
<<Οχι,τι στον πουτσο Ορφέα.Αν είναι αυτό που νομίζουμε κινδύνευει>>
<<Εκείνος λέει απλά πως είναι άρρωστη.Απο ότι το κόβω δεν θα πάει καλά. Δεν θα το πιστέψει. Μπορεί να δείχνει πως καταλαβαίνει αλλά ποτέ δεν πίστευε σε κάτι παραφυσικο ή κάτι έστω τέτοιο. Πιστεύει πως για όλα υπάρχει μια εξηγηση>>.
<<Σκατα>>.
<<Για εκεινη τη νύχτα τι σου ειπε;>>
Τον ρώτησα.
<<Πώς κάτι πήγε στραβά.Πως ο Αγης έβαλε φωτιά το σπίτι.Πως φοβηθηκε πως θα εμπλέκονταν και η Ξένια και γιαυτό παραδόθηκε και το πήρε πάνω του ολο αυτό για τους γονείς του>>.
<<Δεν βγάζει νόημα.Γιατι να εμπλεκαν την Ξενια.Λετε να γνωριζαν;Ο Αγης είχε ήδη φάκελο. Κάτι δεν κολλάει >>
<<Ίσως ο ψυχοπαθης να ξέρει κάτι παραπάνω >>.
<<Σιγά μη μιλησει>>.
<<Εγώ μπορώ να τον αναγκάσω,>>είπε η Εύα.
<<Και τους δυο>>.
Μειδιασα.
<<Όχι ακόμα.Ετσι όπως είσαι θέλει προσοχή >>.
<<Δεν θα κάνω πολλά. Ένα δύο στα αρχιδια και μετά θα κελαηδανε>>.
Γελασα.
Τους είχε άνετα ,αλλά δεν το ρίσκαρα ειδικά με τον άλλον στο υπόγειο.
Η πορτα από το μπάνιο ακούστηκε να κλείνει.
Ο Αχιλλέας κοίταξε πάνω και έπειτα άρχισε να προχωρά.
<<Δεν νομίζω να είναι καλή ιδέα,>>του φώναξα.
Σηκωθήκαμε ένας ένας και ανεβήκαμε πάνω εκτός από την Ηρώ .
Ο Αχιλλέας άνοιξε την πόρτα τπυ δωματίου του Γαβριήλ την ώρα που ντυνόταν.
Πήγε κοντά του.
<<Εξηγησου τωρα>>.
Ο Γαβριήλ φόρεσε την μπλούζα πάνω από το κεφάλι του.
<<Γρήγορα μαθευτηκαν τα νεα,>>του απάντησε εκείνος και του γύρισε την πλάτη.
<<Κόψε της μαλακιες Γαβριήλ.
Έχει το γαμημενο σημάδι.Τι στο διαολο συμβαινει;>>
Ο Γαβριήλ μας κοίταξε.
Άνοιξε την ντουλάπα του και έβγαλε από ένα κουτί δύο μαύρα αθλητικά.
Καθησε στη καρεκαλα να τα φορέσει.
<<Τιποτα.Ειναι απλα αρρωστη θα παρει τα χαπια της και θα επανελθει>>.
<<Τι τίποτα Γαβριηλ->>.
Πήγα να πω αλλά δεν πρόλαβα
Σήκωσε απότομα το κεφάλι του.
Δεν τον είχα ξαναδεί έτσι.
Το βλέμμα του έκοβε ,αλλά παράλληλα ήταν γεμάτο πόνο.
Σηκώθηκε.
<<Βγάλτε τον σκασμό να μην σας ακούσει.
Δεν ξέρω τι μαλακίες πιστεύετε ,αλλά η Ξένια δεν είναι μέσα σε αυτά.Δεν έχει το χάρισμα. Αυτό δεν υπάρχει.Αυτες οι μαλακίες δεν υπάρχουν.Ειναι απλά ένας μυθος που εκείνοι πιστεύουν γιατί έχουν ένα σκοπό.Ολα αυτά είναι παραμυθια>>
<<Γαβριήλ επειδή δεν μπορείς να τα πιστε->>συνέχισα.
Αρνούνταν να καταλαβει πως υπάρχει και κάτι άλλο.
Τόσα βιβλία είχε διαβάζει με κόσμους αλλόκοτους,εξωπραγματικούς, αλλά για εκείνον αυτά υπήρχαν μόνο στα βιβλία.
<<Όχι.Ακουσατε τι ειπα;>>Φώναξε και κοιταξε προς το μπάνιο.Το νερό ακουγόταν να τρέχει.
<<Δε θα της πείτε κουβέντα.Τιποτα.Αρκετα υποφέρει με όλα αυτά>>.
<<Μα αν έχει το σημάδι θα την κυνηγήσουν κινδυνευει,>>του είπε ο Αχιλλέας.
<<Είναι μια ουλη που έχει από πέσιμο τίποτα παραπάνω.Και αν έρθουν πρέπει να περάσουν από εμένα.Ειναι δική μου ευθύνη το κατάλαβες;Δική μου,>>χτύπησε με τη γροθιά του το στήθος του.
Η Εύα πήγε να πει κάτι αλλά την σταμάτησα.
<<Κοίτα αδερφέ απλά ανησυχούμε το καταλαβαίνεις >>.
Προσθεσα.
<<Δεν χρειάζεται να ανησυχείτε.Εχει εμένα.,>>έδεσε τα παπούτσια τους και σηκώθηκε.
<<Τώρα έξω,>>πρέπει να την πάω στη δουλειά.
<<Και οπως είπα κουβέντα αλλιώς θα σας γαμησω>>.
Ήταν μάταιο να διαπληκτιστουμε μαζί του.
Ήταν μέσα στην άρνηση.
Προς το απόγευμα πήγα από την λέσχη μαζί τον Αχιλλέα.
Οι υπόλοιποι είχαν μείνει σπίτι εκτός από τον Γαβριήλ που είχε χαθεί,πιθανόν χωμένος στο γραφείο του.
Και η Εύα είχε πάει στην οργάνωση να πει τα νέα στην Ερη.
Βέβαια της είπα να μη κάνει καμία μαλακια να την κρατήσει την άλλη γιατί ο Γαβριήλ ήταν ικανός να την απαγάγει και να φύγει.
Εγώ καθόμουν σκεπτικός στον καναπέ.
Όλα όσα είπε παιρνουσαν στο μυαλό μου προσπαθούσα να τα βάλω σε ένα κουτάκι.
Εκείνη τη νύχτα,όλα αυτά που μάθαμε τώρα.
Κάτι έκρυβε.
Αλλά η ζωή του είχε γίνει σκατα.
Από μικρή ηλικία έπρεπε να ανέχεται τον Αγη,έπειτα όλο αυτό με τη Ξένια,τη φωτιά.Η φυλακή η κοινοτητα.
Ο γάμος με την ηλιθια.
Ανατρίχιασα στη σκέψη της.
Ήξερα πως όλο αυτό γινόταν επειδή τον είχε βοηθήσει ο πατέρας της να βγει από τη φυλακή αλλά αυτό πάλι δεν κολλούσε.
Ο Γαβριήλ δεν ήταν τύπος που θα δεχόταν κάτι τέτοιο τόσο εύκολα.
Εκτός αν το έκανε για εκείνη.
Αλλά γιατί;
<<Είσαι ένας τεράστιος αρκουδος.Ενας Βίκινγκ, >>ακουγόταν από δίπλα μου η φωνή της Υβοννης που ζουζούνιζαν με τον Άρη στην αγκαλιά του.
Με εκανε να μη μπορω να συγκεντρωθω.
Έφερα την μπύρα στο στόμα μου.
<<Και είσαι για φάγωμα,>>της έλεγε και την γαργαλουσε και εκείνη έσκαγε στα γέλια.
Ο Πέτρος στροβηλισε από απέναντι στο πας τα μάτια καο συνεχισε να μιλάει με την Ειμί.Της έπιασε μια τούφα από τα μαλλιά και την έβαλε πίσω από το αυτί της.
Τουλάχιστον είχα καταφέρει να τους τα βρω και τουλάχιστον αυτοί ήταν πιο υποφερτοι από τις δυο μέλισσες δίπλα μου.
<<Φτάνει πια κολλήσαμε με τόσα μέλια,>>τους είπα στο τέλος.
Η Υβοννη με κοίταξε απότομα.
<<Δουλεια σου>>
Μου γρυλισε.
<<Είναι δουλεια μου γιατί σαλιαριζεται στο πεδίο μου>>
<<Δεν έχεις καμία άλλη δουλειά να κάνεις;Ας πούμε να βοηθήσεις τα παιδιά ή να βρεις την Ευα;>>.
<<Οχι>>
Ξεφυσηξε και κατέβηκε από την αγκαλιά του Άρη.
Πήρε μια μπύρα και την ανοιξε.
<<Δεν το πιστευω πως θα γίνεις μπαμπας τόσο γρηγορα>>.
Είπε έπειτα.
<<Γιατι;Δε σου γεμίζω το ματι;>>
<<Δεν εννοώ αυτό.Εμενα ούτε για ένα καφέ δεν με πηγες και τα έκανες τόσο γρήγορα όλα μαζί της.Δεν το λέω από ζήλια απλά είσαι και είμαι η απόδειξη πως όταν δεν είσαι με τον κατάλληλο όλα δεν εινα αληθινά,>>μου χαμογέλασε.
<<Έλα εντάξει περάσαμε καλά δεν μπορείς να πέις, >>της έκλεισα το μάτι.
Γιατί εντάξει είχαμε κάνα δυο καλές στιγμές μαζί.Στο σεξ κυρίως.
Δαγκωθηκε.
Μου κάνει πλάκα τώρα.
<<Υβοννη κάναμε σεξ σαν ζώα. Συγγνώμη Άρη,>>Γύρισα και τον κοίταξα.
<<Μην αγχώνεσαι όλα καλά,>>είπε χαλαρά.
<<Εμ,>>είπε εκείνη.
Τι υπονοεί με το εμ.
<<Τι εμ;>>.
<<Κοίτα Ορφεακο δεν ήταν και τόσο καλό είναι αληθεια >>.
<<Οριστε;>>
Γουρλωσα τα μάτια.
<<Εννοώ πως να δεν είχαμε αυτή τη χημεία όπως έχω με τον Άρη και εσύ φαντάζομαι με την Ευα>>.
<<Άκου εκεί δεν ήμουν καλός,>>έξαλλο με εκανε.Δεν άκουγα τη συνέχεια απλά προσπαθούσα να βγάλω το κινητό από την τσέπη μου.
Που θα μου πει εμένα πως δεν είμαι καλός στο σεξ.
<<Πάρε την Εύα τώρα να σου πει πόσο καλός είμαι. Τώρα όμως,>>η Υβοννη με κοίταξε με γουρλωμενα ματια που της έδινα το κινητό.
Τι το ηθελα στα αλήθεια το πήρε και την πήρε.
Το τι άκουσα στο τηλέφωνο δεν λέγεται.
Βέβαια ηρεμισε μετά το ομορφο μου μωρό γιατί της είχα έκπληξη.
<<Να είσαι στης οχτώ στο εστιατόριο, >>της είπα.<<Ντύσου καλα>>.
Δεν την είχα βάλει ποτέ ένα ραντεβού της προκοπής.
Ήταν η ώρα.
Και τι καλύτερο θα μπορούσα να ετοιμάσω για το ραντεβού από να την βγάλω στο καλυτερο εστιατόριο της πόλης.
Το δικό μου.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top