Κεφάλαιο 51ο
Τώρα.
Ορφέας,22 ετών.
Ένα ζεστό φιλί ακούμπησε το μέτωπο μου.Ενα χαϊδεμα παραμέρισε τις μπούκλες μου, από το πρόσωπο μυ.
Τρεις μέρες ονειρευόμουν εκείνη.
Πάντα στο κρεβάτι μου.Διπλα μου.
Μου ράγισε τη καρδιά .
Σε χίλια κομμάτια την έσπασε και σκορπίστηκε παντού.
Δεν μπορούσα να βρω τρόπο όμως να τα μαζέψω.
Το ένιωθα ότι ερχόταν .
Όσο και να ήθελα να πείσω τον ευατό μου πως όλα ήταν τέλεια.
Τις μέρες που είχε εξαφανιστεί, όλη η συμπεριφορά της.Το βλέμμα της μετά όταν με κοίταζε .
Το βλέμμα των κοριτσιών πάνω της και πάνω μου.
Το έβλεπα Το ένιωθα.
Αλλά νόμιζα πως είχα καταφέρει να το αλλάξω.
Πως ήταν χαρούμενη.
Τα μάτια δεν λένε ψέματα έτσι δεν είναι;
Σχεδόν την παρακάλεσα όταν χόρευαμε.
Γιατί ήξερα.
Το κορίτσι μου πάντα τρέχει στα δύσκολα .
Όσο δυνατή και να είναι ,πάντα τρέχει
Της είναι εύκολο.
Αλλά εγώ δεν ήθελα να την αφήσω να τρέχει μόνη της
Ήταν ευτυχισμένη.Δεν το φανταστικα πως όλα θα τελείωναν.Για μια στιγμή ήμουν σίγουρος ο,τι θα έμενε μαζί μου.Μεριι που άνοιξα την πόρτα του δωματίου και την είδα να μαζεύει τα πράγματά της.
Έγινε κρύα , παγερή.
Λες και έπεσε κομήτης και τα διέλυσε όλα.
Όσο και να το σκέφτομαι δεν μπορώ να καταλάβω τι στο καλό άλλαξε τόσο σύντομα.
Όταν έψαξα για να βρω για το τι συνέβη στη Πράγα,πίστευα πως ήταν αυτός ο λόγος που δίσταζε και έκανε πίσω .Κάνεις δεν μου έλεγε τίποτα όσο και να προσπαθούσα
Δεν ήταν δύσκολο όμως
Πάντοτε παίρνω αυτο που θέλω .
Τόσες μέρες είμασταν στην οργάνωση.
Και είχα δει άπειρες φορές τον Φίλιππο να χακαδει το σύστημα τους.
Οπότε δεν ήταν δύσκολο να βρω τον φάκελο της μέσα στο σύστημα ,όταν κανείς δεν κοιτούσε
Έγινα έξαλλος με ο,τι ήταν μέσα καταγεγραμμένο.
Είχε βιαστεί, βασανιστεί,την είχαν αφήσει για νεκρή.Ολο αυτό τις είχε επιφέρει ζημιές στο σώμα.Δεν μπορούσε να κάνει παιδιά.
Η μέση της ήταν ευαίσθητη.
Και τα ψυχικά τραύματα ήταν μεγαλύτερα.
Μετατραυματικό στρες
Άγχος
Το μόνο που δεν μπόρεσα να ξεκλειδώσω ήταν ο φάκελος που έγραφε τα γεγονότα μετά το συμβάν.
Τους είχε σκοτώσει .
Ήταν το μόνο που μπόρεσα να βρώ
Ευτυχώς,γιατί αλλιώς θα τους κυνηγούσα σε όποιο μέρος και να βρίσκονταν.
Μέχρι την άκρη του κόσμου και θα τους έκαναν να πληρώσουν με τον ποιον άσχημο τρόπο.
Όταν μου είπε για την αντισύλληψη ,μπορεί να ήταν από τη μεριά της κακό που το εκρυψε,εγώ όμως δεν είπα τίποτα .
Ενώ γνώριζα
Ήθελα να μου το πει εκείνη.
Ένα τόσο ευαίσθητο θέμα για μια γυναίκα είναι μεγάλη πληγή.
Δεν ήθελα να την ξίσω.
Αλλά αυτό δεν σε κάνει γυναίκα.
Φυσικά της είχα πει πως ήθελα παιδιά κάποια στιγμή στη ζωή μου.
Με εκείνη το είχα σκεφτεί για πρώτη φορά στη ζωή μου.
Δύο μικρογραφίες δικιες μας .
Κάποτε κάποια στιγμή.
Αλλά αν δεν γινόταν δεν θα ήταν το χειροτερο.
Το χειρότερο θα ήταν να ζούσα τη ζωή μου χωρίς εκεινη.
Και αυτό έγινε πραγματικότητα.
Αλλά δεν ήταν αυτός ο λόγος που που έκανε πισω.
Όλο το πρόσωπο της είχε αλλάξει.
Όλη η αύρα της.
Κάτι είχε γίνει, δεν εξηγείται αλλιώς αυτή η αλλαγή .
Δεν μπορούσα όμως να πιέσω παραπάνω.
Να σπάσω τα χέρια και τα πόδια μου χτυπόντας τον τοίχο.
Για μια φορά γαμώτο.
Για μια φορά ήθελα να τρέξει και αυτή προς εμένα .
Όχι μόνο εγώ .
Δεν μπορώ να τρέχω μόνος μου.
Κάποια στιγμή πρέπει να καταλάβει και εκείνη πως ούτε εκείνη μπορεί .
Ήλπιζα πως όταν γυρνούσα από το σκι θα την έβλεπα ακόμα στο δωμάτιο.
Όμως όταν γύρισα ήταν άδειο.
Τα δάχτυλα με χάιδεψαν ξανά στο πρόσωπο.
Ξέρω πως ονειρεύομαι.
Δε θέλω να ανοίξω τα μάτια μου και να την δώ .
Μόνο στα όνειρα μου θα την βλέπω πλέον.
Δεν θα γυρίσει, το νιώθω
Αλλά δεν πάυω να ελπίζω.
Και το χειρότερο ,εξαιτίας της κατάστασης ,ο ένας θα πέφτει πάνω στον άλλον.
Δεν θα το ξεπεράσω ποτέ.
Ποτέ μου δεν ερωτεύτηκα έτσι.
Αλλά είμαι σπασμένη κούκλα.
Πολύ κατεστραμμενος τελικά.
Ποιος θα με αγαπήσει;
Ποιον κοροϊδεύω;
Το πακέτο Ορφέας δεν είναι μόνο γέλια και αστεία.
Έρχεται με μια βαλίτσα τεράστια,γεμάτη με τραύματα και προβλήματα.
Ποιος μπορεί να την κουβαλήσει.
Μισώ που νιώθω τόσο μικρός ξανά.
Έπρεπε να είχα πεθάνει όταν έπρεπε γιατί αυτός ο πόνος είναι χειρότεροςαπό υπερβολική δόση ,χειρότερος ακόμα και από αυτά που έχω ζησει.
Είχα ζωή και τώρα έσβησε.
Να χάνεις τον άνθρωπο που ξέρεις πως πρέπει να είσαι μαζί.
Που έχει σβήσει το σκοτάδι σου,είναι κατάρα.
Το μισώ.
Έμιλι που είσαι;
Χρειάζομαι βοήθεια.
Ένα ακόμα φιλί ακουμπάει τα μάγουλα μου αυτή τη φορά.
Εναλλάσσεται μία στο δεξ,ί μία στο αριστερό.
Ανοίγω τα βλέφαρα μου δειλά.
Με φόβο και προσμονή παράλληλα .
Αν τα ανοίξω θα είναι εκεί .
Θα μου χαμογελάει και θα μου λέει "Ορφεακό μου".
Και δεν το αντέχω.
Θέλω όμως τόσο να το ακούσω ξανά.
Τόσο να τη δω ξανά.
Όμως δεν είναι η Όμορφη μου που αντικρίζω,όταν τα ανοίγω.
Ξανθά μακριά μαλλιά με ελαφριές σπάστες μπούκλες.
Μπλε μάτια σαν τα δικά μου με αντικρίζουν
Και το πιο όμορφο πρόσωπο του κόσμου με κοιτάζει.
Το πρόσωπο που μου έχει λείψει τόσο πολύ.
Το πρόσωπο που κατέστρεψα.
Το πρόσωπο που έλεγα πως μισώ τόσο πολύ α,λλά δεν έχω πάψει να αγαπώ.
<<Μαμά;>>
Της λέω έκπληκτος και κουρνιάζω απότομα στην αγκαλιά της.
Τα χέρια της τυλίγονται γύρω μου καθώς το πρόσωπο μου κουρνιάζει στο στέρνο της.
Κλαίω καθώς νιώθει την ζεστασιά της, ανασαίνω την μυρωδιά της.
Συμβαίνουν αυτά στα όνειρα;
Το αισθάνομαι τόσο αληθινό.
Κλαίω μέσα στην αγκαλιά της καθώς την σφίγγω και εκείνη με παρηγορεί χαϊδεύοντας το κεφάλι μου.
<<Συγγνώμη μαμά δεν το ήθελα,>>της λέω ξανά και ξανά.
Εγώ έφταιγα που έπεσε .
Εγώ έφταιγα που δεν πρόλαβα να την πιάσω.
Ήμουν σκατά μια δεν ήξερα τι έκανα.
Την μισούσα που ήξερε και δεν έκανε τίποτα
Και ακόμα δεν καταλαβαίνω γιατί .
Γιατί τα αφήσε όλα αυτα να συμβούν.
Αλλά είναι η μαμά μου.
Η γλυκιά μαμά μου.
Που μου έφτιαχνε μπισκότα το πρωί για να πάρω στο σχολείο.
Κάθε πρωί τα αγαπημένα μου.
Που με πήγαινε βόλτες .
Που μου έπαιρνε τα αγαπημένα μου κόμικ.
Που χαμογελούσε πάντα όταν έκλαιγα.
Αυτή με έκανε να αγαπήσω το φαγητό και να μου αρέσει ό,τι μου αρέσει.
Πως μπορώ να την μισώ;
Την θέλω πίσω.
<<Σσσσ,μωρό μου όλα θα πάνε καλά,>>μου ψέλλισε.
<<Εγώ φταίω μαμά .Συγγνώμη δεν το ήθελα,>>συνεχίζω κλαιγοντας στο στέρνο της.
<<Δεν φταις εσύ.Ηταν ατύχημα,>>μου φίλησε το κεφάλι ξανά.<<Δεν φταις εσύ.Σε τίποτα δεν φταις.Εγω φταίω>>.
<<Όχι μαμά>>.
<<Ναι μωρό μου,εγώ φταίω.Που δεν μπόρεσα να σε προστατεύσω.Μισω τόσο πολύ τον ευατό μου που δεν μπόρεσα.Ημουν τόσο δειλή και φοβισμένη>>.
Σήκωσα το βλέμμα μου και την κοίταξα.
Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της .
Έφερε το πρόσωπο μου στα χέρια της και ακούμπησε το μέτωπο της στο δικό μου.
<<Μια μάνα πρέπει να προστατεύει το παιδί της και εγώ απέτυχα παταγωδώς.Δεν υπάρχει δικαιολογία.Απλά φοβόμουν να αντιδράσω γιατί ,γιατί θα σε έχανα εντελώς.Θα με....>>.
Απομάκρυνα το πρόσωπο μου και κοίταξα γύρω μου.
Η αίσθηση του χώρου ήταν οικεία.Ηταν το δωμάτιο μου αλλά διαφορετικό αντί οι τοίχοι να είναι άσπροι ήταν ξύλινοι,αλλά μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν το είχα αντιληφθεί.
Μέχρι που κατάλαβα που είμαι
<<Μου κάνεις πλάκα τώρα,>>είπα έντονα με δυνασχετηση.
Εκείνη μισογελασε.
<<Είμαι πάλι σε αυτό το μέρος.Είσαι και εσύ.Πως ;>>
Είχε επιστρέψει στο μέρος που έβλεπα την Έμιλι γι'αυτό όλα φαίνονταν οικεία.
Με άφησε από την αγκαλιά της και σηκώθηκαμε και οι δύο καθιστοι.
<<Που είναι;>>
Την ρώτησα και εκείνη κατάλαβε κατευθείαν.
Έπρεπε να πω δυο χεράκια στην σγουρομαλλα για την πρώην γυναίκα της .
Κάτι έπρεπε να κάνει.
Να κατέβαινε να την στοιχειώσει για να γυρίσει πίσω.
<<Δεν είναι εδώ .Δεν ξέρω πως έγινε και μπόρεσα να σε βρω . Τα μέρος αυτό είναι περίεργο>>.
<<Είναι και αυτός εδώ;>>
Είπα έντρομος και της έπιασα το χέρι.
Κούνησε θετικά το κεφάλι.
<<Σκιές,>>είπε.<<Δεν μπορεί πλέον να σε πειράξει όμως.Και τώρα είναι η σειρά μου να τον κάνει να νιώσει ότι νιώσαμε>>.
<<Μαμά >>ψελλισα.
<<Δεν φταις.Εγω φταίω.Δεν ξέρεις .Έπρεπε να τρέξω όταν μπορούσα να μας πάρω και να φύγω.Αλλα με απειλούσε πως θα μας βρει και θα μας σκοτώσει.Δεν ξέρω τι σκεφτόμουν Έλεγε πως θα σταματήσει δεν το έκανε ποτέ.Ημουν ηλίθια.Παντοτε έλεγε ψέματα από τότε που ήμουν μικρή αλλά με έσπασε και εγώ δεν μπορούσα να κάνω τίποτα,ήμουν υποχείριο του,>>το χέρι της έτρεμε όπως και όλο το κορμί της .
Το κλικ έγινε στο μυαλό μου.
Οργή μαζεύτηκε μέσα μου.
<<Σε αγόρασε,>>είπα με μια ανάσα.
Τα δόντια μου ετριζαν.
Εγνεψε.
<<Ήμουν δεκατέσσερα>>.
Ήξερα πως οι γονείς μου είχαν μεγάλη διαφορά ηλικίας και πως η μαμά μου με έκανε μικρή γύρω στα δεκαεννιά.
Αλλά αυτό δεν το περίμενα.
<<Δεν μπορούσα να σε προστατεύσω γιατί ήμουν τόσο ραγισμένη .Δεν μπορούσα να βρω την δύναμη,συγγνώμη Ορφεακό μου,>>με αγκάλιασε απότομα και με έσφιξε στην αγκαλιά της και άρχισε να κλαίει γοερά.
<<Σε αγαπώ τόσο πολύ.Συγχωρεσε με>>.
Την αγκάλιασε σφιχτά και την φίλησα στο μάγουλο.
Χαμογέλασα και τις ψυθήρισα στο αυτί.
<<Σε αγαπώ και εγώ.Συγχωρεσε με που δεν πρόλαβα και εγώ>>.
Με έσφιξε περισσότερο.
Και εκεί σιωπηλά ήρθε η συγχώρεση και η αποδοχή.
Ήταν ραγισμένη σαν και εμένα.
Ίσως να μη καταλάβω ποτέ γιατί δεν βρήκε την δύναμη να αποτρέψει τα πάντα .
Γιατί εγώ θα την εβρισκα.
Αλλά όλοι άνθρωποι δεν είναι φτιαγμένοι το ίδιο.
<<Είσαι ό,τι καλύτερο είχα στη ζωή μου.Το καλύτερο.Αυτο να θυμάσαι πάντα>>.
<<Τι συμβαίνει;>>Ρώτησα ξαφνικά γιατί ένιωθα κάτι να με τραβάει προς τα κάτω.
<<Ο χρόνος τελειώνει πρίγκιπα μου.Θα ξυπνήσεις .
Όλοι σε αγαπάμε αυτό να θυμάσαι,>>ξανά πηρε το πρόσωπο μου στα χέρια της.Φιλησε απαλά την μύτη μου <<Αξίζεις όλα τα καλά του κόσμου Αυτά που δεν μπόρεσα να σου δώσω.Μην το βάζεις κάτω πάντοτε θα είμαι δίπλα σου.,>>μου χαμογέλασε καθώς εγώ ένιωθα το βάρος να γίνεται μεγαλύτερο.
Ήθελα να της πω τόσα πολλά άλλα δεν είχα χρόνο.
<<Η αγάπη είναι το πιο δύσκολο πράγμα στο κόσμο και το πιο ωραίο.Παντοτε δεν είναι η σωστή αλλά,>>έβαλα το χέρι της στην καρδιά μου.<<Αλλά εσύ πρέπει να την ακούσεις>>.
Πέφτω απότομα με την μορφή της ακόμα μπροστά μου.
Ξυπνω μπρούμυτα όπως κοιμήθηκα με το κεφάλι μου χωμένο στο μαξιλάρι
Τα μάτια μου ακόμα κλειστά.
Δε θέλω να τα ανοίξω.
Γιατί είναι ακόμα εδώ και δε θέλω να χάσω την εικόνα της.
<<Σε αγαπώ μαμά>>.
Το κρεβάτι μου κουνιέται και κάνα δυο μουγκριτα πνιχτα ακούγονται.
Ακόμα οι δύο τους κοιμούνται δίπλα μου
Η μία αριστερα ,η Ξένια και η Ηρώ δεξιά.
Έτσι καταλήξαμε το βράδυ.
Μπουκαραν στο δωμάτιο μου μετά από δύο μέρες που δεν βγήκα από εκεί μέσα παρά μόνο να πάρω να φάω και να πω στο μπάνιο.
Όταν έφτασα σπίτι με τις βαλίτσες ήταν όλοι στο σαλόνι.
Δεν μίλησα σε κανέναν παρόλο που φώναζαν το όνομα μου
Άρπαξα το Καπκεικ που κοιμόταν πάνω στο μαξιλάρι μου ακριβώς στο κεφάλι μου και μπήκα στο δωμάτιο και κλείδωσα.
Παρόλο που φώναζαν το όνομα μου και χτυπούσαν την πόρτα εγώ δεν σηκονωμουν.
Ακόμα και όταν έβγαινα έξω έμπαινα μέσα γρήγορα αποφεύγοντας τους.
Δεν ήξερα τι να τους πω
Αν και από τις φωνές του καπως το είχαν καταλάβει.
<<Ε ,Ορφέα άνοιξε την γαμω πόρτα θα την σπάσω,>>φώναζε ο Αχιλλέας.
<<Σου έφερα να φας,>>έλεγε η Ηρώ.
<<Θα το αφήσω στη πόρτα>>.
<<Φίλε ξέρω είναι σκατά αλλά εδώ είμαι.Δεν ξέρω τι να σου πω .Είμαι και εγώ όπως είμαι.Αλλα εδώ είμαι,>>έλεγε ο Μάρκος.
<<Μικρέ μη κάνεις καμία βλακεία θα σε σκοτώσω,>>έλεγε ο Γαβριήλ.
<<Εδώ είμαι απλά άνοιξε την πόρτα>>.
Αργά το βράδυ η Σοφία χτυπούσε ελαφριά τη πόρτα.
<<Ξέρω πως δεν κοιμάσαι.Δεν θα το πω σε κανέναν κανέναν.Μπορεις να ανοίξεις και θα είμαι ήσυχη .Από θα έρθω να σε σου κάνω παρέα Δεν χρειάζεται να μιλήσεις αν δε θες.Απλα θα κάθομαι δίπλα σου.Σε παρακαλώ,>>έλεγε αλλά μετά από λίγο έφυγε καθώς δεν έπαιρνε απάντηση.
<<Θα την σκοτωσω,>>άκουγα την Ξένια να λέει κι έπειτα μουρμουριτα .
Αλλά εγώ δεν άνοιγα για δύο μέρες.
Στο μαγαζί ήμουν απών Αν και τα παιδιά για ακόμα μια φορά μου έδωσαν χρόνο,αν και δεν τους είπα την αλήθεια .
Είπα πως είχα ιωση.
Σε λίγες μέρες θα ήταν και η βράβευση.
Και εγώ δεν είχα όρεξη να πάω.
Αν δεν ήταν εκείνη εκεί.
Έτσι έλιωνα στο κρεβάτι δύο μέρες
Με το Καπκεικ αγκαλιά.
Νιαουρισε συνέχεια .
Ήταν σαν την έψαχνε και εκείνο.
<<Δε θα γυρίσει Καπκεικ.Μας άφησε,>>του έλεγα και έτριβαν τη μύτη μου στην δικιά του <<Είμαστε τα δύο μας τώρα>>.
Έπεφτα σε έναν βούρκο που δεν ήξερα πως θα βγω
Αργά η γρήγορα θα αναγκαζομουν να σηκωθώ.Γιατι η γαμημενη ζωή συνεχίζεται και ας έχεις πληγές.
Αλλά ούτε το χρόνο αυτό δεν μου άφησαν τα παιδιά.
Τα κορίτσια δηλαδή.
<<Αχα,>>άκουσα μια κραυγή καθώς άνοιξε η πόρτα του δωματίου μου χτες το βράδυ απότομα.
Πετάχτηκα από το κρεβάτι και είδα την Σοφία γονατιστή με δύο σύρματα στο χέρι
Από πίσω την Ηρώ στο αμαξίδιο με μία τεράστια συσκευασία παγωτό στην αγκαλιά.Και την Ξένια δίπλα με μια σακούλα σοκολάτες,πατατάκια και ζελεδακια .
<<Σας είπα ότι ξέρω να ανοίγω κλειδαριές .Πως νομίζατε ότι έβγαινα από το κελί μου,>>είπε.
<<Αυτό ήταν γαμάτο ,>>είπε η Ξένια.
Ετριψα τα μάτια μου και ξεφύσηξα.
<<Θέλω να μείνω μόνος μου,>>τις είπα
Δεν είχε όρεξη για συναναστροφές.
Ήταν ήδη δέκα το βράδυ και κοιμόμουν πόσες ώρες.
<<Ω,έλα>>παραπονέθηκε η Σοφία και ήρθε πηδώντας στο κρεβάτι μου .
<<Είσαι λυπημένος εμείς ήρθαμε να σε κάνουμε να είσαι χαρούμενος,>>είπε ενθουσιασμένα και πέταξε τα χέρια της στον αέρα .Έπειτα ήρθε απότομα πολύ κοντά στο πρόσωπο μου και με έκανε να πέσω προς τα πίσω .Σουφρωσε το πρόσωπο της .<<Μπορεί να την αγαπάω αλλά μπορώ να την χτυπήσω με το ρόπαλο,>>έκανε την κίνηση λες και το κρατάει .<<Και να στην φέρω πίσω.Πως τόλμησε να πληγώσει το Ορφεακι μας>>
<<Δεν χρειάζεται Σοφάκι.Απλα θέλω να μείνω μόνος μου>>.
<<Με τίποτα,>>φώναξε η Ξένια .
Ήρθε από τα δεξιά μου πετώντας την σακούλα στο κρεβατι.<<Αρκετά σε αφήσαμε να μιζεριαζεις .Είναι ώρα να λάβουμε δράση,>>κοίταξε την Ηρώ που μου σήκωσε το παγωτό σαν να κρατούσε τρόπαιο.
Το Καπκεικ που τόση ώρα κοιμόταν πάνω στο μαξιλάρι στεκόταν καιας κοιτούσε νιαουριζοντας.
<<Αφήστε με,>>γκρινιαξα και έφερα το σεντόνι πάνω στο κεφάλι μου και ξανά ξάπλωσα.
Η Ξένια μου το τράβηξε απότομα .
<<Για όνομα.Τελος.Σε άφησα να κλάψεις ,να μειζεριασεις τώρα ήρθε το επόμενο στάδιο .Δεν υπάρχει τίποτα που να μη γιατρεύει το παγωτό>>.
Ανέβηκε πάνω στο κρεβάτι μου ,μπουσουλισε απότομα προς τη μεριά της Ηρώς άρπαξε το παγωτό από τα χέρια της .
Έβγαλε ένα κουτάλι από τη σακούλα .
Πήρε από μέσα και χωρίς να καταλάβω μου το έδωσε στο στόμα.
Τα μάτια μου γούρλωσαν από το κρύο που χτύπησε τις αισθήσεις μου.
Γεύση σοκολάτα.
Και κάπως σαν να ξύπνησα .
<<Βλέπεις;>>
Μου χαμογελασε καθώς έβγαζα το κουτάλι και γευόμουν την τελευταία στάλα παγωτού .
<<Γιατί νομίζεις εμείς τα κορίτσια κάθε φορά που χωριζουμαι καταλήγουμε στο παγωτό,>>πήγα να πω κάτι αλλά με διέκοψε με το βλέμμα της .
<<Είπα τέλος.Θα φάμε ό,τι βλακεία υπάρχει θα βάλουμε και στον υπολογιστή να δούμε τίποτα και θα ξεχαστείς Μη βγάζεις στην απέξω είμαστε οι φίλοι σου>>.
<<Οι άλλοι που είναι;Δεν θα έχουν θέμα που θα είστε τέτοια ώρα εδώ;>>
<<Είναι στη λέσχη και θα είναι μέχρι το πρωί όπως χτες και προχτές .Προσπαθούν να παρακάμψουν τις διαταγές τις Ερης,>>είπε η Ηρώ.
Όντως ήταν εκτός τα βράδι τους άκουγα όταν γυρνούσαν το πρωί .
Κάτι σκαρωναν αλλά δεν είχε όρεξη να ασοχληθώ.
<<Θα νευριασουν αν σας βρουν εδώ,>>γέλασα.
<<Ας είναι.Ας πιουν ξίδι,>>είπε η Ηρώ και ξαφνικά άρπαξε τα χερούλια από το αμαξίδιο και έμεινα να την κοιτώ που έτρεμε καθώς αργά αργά σηκωνόταν.
Ένα πόδι κατέβηκε ,δεύτερο και ξαφνικά στάθηκε όρθια .
Δύο αργά βήματα και και έπειτα κάθησε στο κρεβάτι.
Για λίγο έχασε την ισορροπία της αλλά η Σοφία την άρπαξε και εκείνη της χαμογέλασε.
<<Τι στον πούτσο ;>>
Αναφωνησα έκπληκτος .
Και το Καπκεικ κρύφτηκε κάτω από το μαξιλάρι.
<<Περπατάς;>>.
Την έδειξα με το κουτάλι.
<<Από πότε;>>
Κοιτούσα μια τη Ξένια και μια εκείνη .
<<Από τότε που πήγα στην Αγγλία και μετά.Με βοήθησαν πολύ εκεί,>>είπε και πλησίασε δίπλα μου.
<<Τι;Ορίστε;Και γιατί δεν είπες τίποτα;Ο Αχιλλέας το ξέρει;>>
Ρώτησα ακόμα σαστισμένος από όλο αυτό.
<<Όχι,>>πρόλαβε να απαντήσει η Ξένια γελοντας .<<Και πες τον λόγο Ηρώ>>.
Εκείνη στροβηλισε τα μάτια της .
<<Θα του το πω εντάξει αλλά οχι ακόμα >>.
<<Τι όχι ακόμα;Είναι πολύ μεγάλο γεγονός αυτό,>>άρχησα να παραλληρώ.Και να κουνώ τα χέρια.
<<Θα ενθουσιαστεί.Πρεπει να του το πεις>>.
<<Αυτό της λέω και εγώ,>>είπε η Ξένια και από δίπλα της η Σοφία άρχισε να βγάζει τα πράγματα από τη σακούλα.
Αυτό έκανε τη μικρή γατούλα περίεργη και βγήκε από την κρυψώνα της.
Έπειτα έφερε το λάπτοπ μου και το άνοιξε .
<<Θα του το πω μωρέ Αλλα όχι ακόμα.Θελω να είναι ιδιαίτερη στιγμή>>.
Η Ξένια γέλασε.
<<Σους>>την έδειξε με το δάχτυλο η Ηρώ.
<<Πάλι δεν καταλαβαίνω γιατί δεν του το λες.Θα νευριάσει που του το κρύβεις>>.
<<Ωχου μωρέ,>>κούνησε τα χέρια σαν να έδιωχνε κάτι.
Η Ξένια την μισοκοιταξε έτοιμη να σκάσει στα γέλια.
<<Εσύ ξέρεις και δεν λες,>>την κοίταξα και ανασηκώσει τους ώμους.
<<Η Ηρω->>πήγε να πει αλλά την διέκοψε η Ηρώ.
<<Ωχου καλά.Θελω για λίγο ακόμα να μπορώ να είμαι εγώ η πιο γρήγορη>>.
<<Τι εννοείς;>>
Την ρώτησα γιατί δεν καταλάβαινα τι εννοούσε.
<<Έλα μωρέ Ορφέα,ξέρεις τα βίτσια του φίλου σου.Ανασα δεν παίρνω.Αλλα τώρα με αυτό,>>έδειξε το καροτσάκι της.
<<Είμαι εγώ η γρήγορη και αυτός δεν παίρνει ανάσα.Θελω για λίγο ακόμα να το χαρώ>>.
Την κοίταξα ,έπειτα την Ξένια και σκάσαμε στα γέλια.
<<Ξέρω κακό.Αλλα μη γελάτε.Τι να κάνω .Ο καργιόλης είναι γρήγορος και έχω ηρεμίσει λίγο.Οχι πως με χαλάει το σεξ αλλά κοντεύω άφηνα τα πνευμόνια μου.Τωρα όμως ,>>πέταξε το χέρι μπροστά.
<<Είμαι εγώ ο Flash>>.
<<Ναι αδερφούλα !>>
Αναφώνησε η Σοφία και σκάσαμε περισσότερο στα γέλια.
Με το που πήρα μια ανάσα έσκυψα και την φίλησα στο μάγουλο.
<<Είμαι περήφανος για εσένα.Ηξερα πως θα τα καταφέρεις,>>τις χάιδεψα το πρόσωπο και χαμογέλασε.
<<Αλλά θα σε σκοτώσει και θα σε κυνηγάει πιο πολύ>>.
<<Το ξέρω .Αλλά θα πάρω φίλε σκειτσ σιγά μην τον αφήσω έτσι,>>γέλασε και ακολούθησα.
Με το που ηρεμισαμε λιγο η Ξένια με κοίταξε περίεργα .
<<Μιλήσατε;>>
Με ρώτησε και αυτομάτως το βλέμμα της χαμήλωσε.
Κούνησα αρνητικά το κεφάλι.
<<Ορφέα πρέπει να σου πω κάτι,>>μου έπιασε το χέρι.
<<Το ξέραμε και προσπαθήσαμε να το αποτρέψουμε να στο πει πιο νωρίς .Είχαμε πάει σπίτι της.Συγγνωμη που δεν σου είπαμε κάτι αλλά ->>
<<Μη σκας,>>κοίταξα και τις δύο που με κοιτούσαν λυπημένες.<<Το ειχα καταλάβει πως κάτι συνέβαινε>>.
<<Ανησυχούμε για εσένα,>>είπε η Ηρώ
<<Θέλουμε να είσαι καλά>>.
<<Καλά θα είμαι απλά χρειάζομαι χρόνο>>.
<<Νομίζω πως είναι φοβισμένη,>>είπε η Σοφία .
<<Να δεις που κάτι έγινε και φοβήθηκε αλλά τι;>>
Εβαλε το χέρι της στο πιγούνι σαν να συλλογίζεται.
<<Και εγώ το νομίζω,>>είπε η Ηρώ .
<<Δεν απαντάει και στα μηνύματα μας .Σίγουρα κάτι έχει γίνει,>>είπε η Ξένια.
<<Μπα απλώς δεν θέλει κορίτσια.Ειναι απλό δεν νιώθει το ίδιο και εγώ ο ηλίθιος πίστευα αλλα>>.
Ένα δάχτυλο ήρθε μπροστά μου και μια τρελοκοτσιδου με αγριόκοιταζε.
Αποτραβήχτηκα έντρομος.
<<Σοφία ,>>την μάλωσε η Ηρώ.
<<Πότε να μη ξαναπείς κατι τέτοιο.Σε αγαπάει,>>μου γρυλισε.
<<Και πως το ξέρεις εσύ καλέ;>>Την ρώτησα καθώς έκανα πίσω για άμυνα.
Που ξέρω εγώ τι ήταν έτοιμη να κάνει το μικρό δαιμόνιο.
<<Είδα πως σε κοιτούσε.Οχι με αυτό ,>>ακούμπησε με το δάχτυλο της το μέτωπό μου .<<Αλλά με αυτό,>>και έπειτα τη καρδιά μου <<Και αυτή,>>την χτύπησε μια φορά <<Δεν λέει ψέματα>>.
Δεν ήθελα να θρεφω φρούδες ελπίδες .
Αλλά η καρδιά μου έκανε ένα χτύπο επιπλέον.
<<Δεν ξέρω θα είναι δύσκολο αν την βλέπω και συνέχεια κορίτσια.Με όλα αυτά θα πέφτουμε ο ένας πάνω στον άλλον.
Της χρωστάω τη ζωή μου.Δεν ξέρω πως να της το ανταποδώσω.Πιστευα πως αν την αγαπούσα θα έφτανε αλλά>>.
Η Ηρώ με την Ξένια κοιταχτήκαν.
<<Απλά σε χώρισε δεν σου είπε κάτι άλλο;>>
Ρωτησε παράξενα η Ξένια.
<<Όχι, είπε πως δεν αισθάνεται το ίδιο πως είμαστε από διαφορετικούς κόσμους κλπ κλπ.>>
Ξανά κοιταχτηκαν.
<<Μπορώ να κάθομαι μπορούσα σου όταν θα την συναντάς για να μην την βλεπεις.Ειμαι πιο κοντή από εσένα αλλά θα κάνω κοτσίδες πολλές,>>τίναξε τις κοτσίδες η Σοφία.<<Και δε θα χρειάζεται να την βλέπεις>>.
Γέλασα.
<<Δεν χρειάζεται Σοφάκι.Θα το ξεπεράσω>>.
Της χάιδεψε απαλά το κεφάλι
<<Σε ευχαριστώ>>.
Χαμογέλασε .
<<Αχ ξεχάσαμε αναψυκτικά .Πάω να φέρω Να δω και αν είναι αναίσθητος ακόμα ο Άγης ακόμα μετα την Ρουπακιά που έφαγε,>>σηκώθηκε απότομα από το κρεβάτι και πήγε προς την πόρτα.
<<Πως είμαστε αδέρφια απορώ.Εγω και ο Γαβριήλ δεν είμαστε τόσο κούκου>>.
Η Ξένια πήγε να πνιγεί με το πατατάκι που έτρωγε.
Εβηξε.<<Είναι η πιο νορμαλ και δεν το ξέρει>>.
<<Ε,λίγα λόγια για τον αδερφό μου,>>την μάλωσα και καλά.
<<Ω έλα τώρα.Αφου τον ξέρεις>>.
Γέλασα και ανασηκώσει τους ώμους.
<<Ε,ένα δίκαιο το έχεις αλλά και πάλι,>>την έδειξα με το δάχτυλο και εκείνη μου το κοπανησε.
<<Σταμάτα,>>γέλασε.
<<Έλα ,τέλος ήρθε η ώρα να δούμε τίποτα.Ορφεα .Ποιο είναι το αγαπημένο σου άνιμε;>>
<<Αφού δεν βλέπεται εσείς τέτοια δεν είναι καλύτερα να δούμε κάτι που να αρέσει σε όλους;>>.
<<Όχι,>>η Ξένια άρπαξε τον υπολογιστή στην αγκαλιά της.<<Εσύ έχεις προτεραιότητα οπότε θα δούμε κάτι που θες εσύ,>>άρχισε να πληκτρογει άτι στην οθόνη και σε λίγα λεπτά έβαλε το πρώτο επεισόδιο από το One Piece.
Την κοίταξα απορρημενος πως το ήξερε.
<<Ο Γαβριήλ μου το είπε πως είναι το αγαπημένο σου.Πως το έβλεπες από μικρός όταν δεν αισθανόσουν καλά.Και πως παρόλο που δεν του άρεζε καθόταν μαζί σου για να το βλέπει πόσες φορές απλά μόνο και μόνο για να έχεις παρέα >>.
Ηλίθιε θα με κάνει να κλάψω.
<<Τι θα δούμε;>>
Αναφώνησε η Σοφία καθώς έμπαινε με τα αναψυκτικά αγκαλιά.
<<Πειρατές,>>πάτησε το play η Ξένια.
<<Αληθινούς;Με παπαγάλους στον ώμο;>>
Γουρλωσε τα μάτια της και έτρεξε στο κρεβάτι πάνω.
<<Όχι βρε,>>της είπε η Ηρώ.
<<Ωωω,κρίμα .Θα ήθελα πολύ να ήμουν πειρατινα.Θυσαυροι καράβια θάλασσα,>>μονολογούσε καθώς εγώ κοιτούσα το σκηνικό.
Ένιωθα για λίγο καλά.
Όχι μόνος.
Καθώς ευτρωγα το παγωτό κάπως το μέσα μου ηρεμούσε.
Ίσως ήταν φάρμακο τελικά κατά της ραγισμενης καρδιάς.
Δεν ξέρω.
Αλλά ένα ξέρω.
Οι φίλοι είναι φάρμακο.
Όλο το βράδυ βλέπαμε επεισόδια .
Αν και η σειρά είχε πάνω από χίλια πλέον δεν υπήρχε περίπτωση να τα βλέπαμε όλα,αλλά είχαμε δει αρκετά.
Τα κορίτσια αν και δεν το περίμενα είχαν ενθουσιαστεί παρά πολύ με τη σειρά .
Τρώγαμε του σκασμού και γελούσαμε στις αστείες σκηνές και κλαίγοντας στις δυσάρεστες δυσάρεστες .
<<Είναι λίγο υπερβολικό αλλά μου αρέσει τελικά,>>είπε η Ηρώ.
<<Πλάκα κάνεις γαμαει.Απορω γιατί τόσο καιρό δεν έβλεπα Άνιμε.Ορφεα θα μου προτείνεις και άλλα,>>είπε έπειτα η Ξένια.
<<Οποτε θες>>.
Η Σοφία με το γατί αγκαλιά ήταν η πιο ενθουσιασμένη βέβαια από όλους και κάνα δυο φορές κόντεψε πάνω σε σκηνές δράσης, να το πετάξει από το κρεβάτι, από την τρομάρα της.
Καημένο Καπκεικ.
Αλλά και εκείνο φαινόταν χαρούμενο γιατί τόσες μέρες και εκείνο ήταν σε κατάθλιψη
Μου υποσχέθηκε πως οποτε ένιωθα μονος θα ερχόταν να βλέπουμε μαζί επεισόδια.
Και οι άλλες δύο η κάθε μία από δίπλα μου γέμισαν το κενό που ένιωθα.
Δεν ήμουν μόνος.
Δεν έπαψα όμως να σκέφτομαι την Όμορφη μου .
Την αγαπώ.
Αλλά για λίγο ένιωθα καλά.
Μας πήρε ο ύπνος αργά .
Η Σοφία έφυγε πιο νωρίς γιατί ήθελε να πάει να κάνει παρέα στο σπίθα που ήταν στο σαλόνι.Πηρε μαζί της και το Καπκεικ γιατί δεν ήθελε να το ξυπνήσει που είχε κοιμηθεί στην αγκαλιά της.
Ένιωθε ασφάλεια είπε και δεν ήθελε να του το χαλάσει.
Αυτό το σκυλί κρατούσε καραούλι κάτω από τότε που ήρθε ο Άγης λες και μας προστάτευε.
Τις υπόλοιπες δύο τις πήρε ο ύπνος δίπλα μου.
Εγώ είδα άλλα δύο επεισόδια μόνος μου μέχρι να κοιμηθώ και εγώ.
Είχα ξεχάσει πόσο ωραία ένιωθα και ξεχνούν όταν έκανα κάτι που λάτρευα.
Η Ξένια μου θύμισε όλες εκείνες τις στιγμές με τον Γαβριήλ.
Που κάθε φορά όταν με καταλάβαινε πως ήμουν σκατά ερχόταν και τα έβλεπε μαζί μου
Καμιά φορά ερχόταν και ο Αχιλλέας αλλά δεν τα άντεχε και πολύ.
Πολλές φορές καταλάβαινα πως καθόταν μόνο και μόνο για μένα ενώ υπέφερε.
Αυτοί είναι οι φίλοι μου.
Και δεν θα τους άλλαζα με τίποτα όσο βλαμμένοι και να είναι.
Ένα πράγμα ξέρω ,πως όσες σκοτεινές μέρες και να έρθουν υπάρχει πάντα φως σε όλες τις μορφές.
Μπορεί να μην είναι αυτό που θέλω τώρα αλλά δεν θα με αφήσει ποτέ .
Το πρόσωπο μου ήταν ακόμα χωμένο μέσα στο μαξιλάρι,καθώς αναπωκουσα όταν άκουσα ψίθυρους από δίπλα μου.
<<Τι στο διάολο μέλι έχει;Να δεις πως τις έκανε τα γλυκά μάτια για να κοιμηθούν μαζί του>>.
<<Μαλακά μην είσαι ηλίθιος και ζηλιάρης Απλά ήθελαν να του κάνουν παρέα>>.
<<Και εμείς τι είμαστε ρε μαλακα;Φίλοι του δεν είμαστε;Εμάς γιατί δε μας θέλει;Και είναι και μόνο με το μποξερακι δες τον>>.
<<Γιατί είστε βλαμμένοι και ενοχλητικοί,>>μουγκρισα στο μαξιλάρι μου και οι φωνές κόπηκαν <<Αν δεν έχετε σκοπό να ανεβείτε μαζί μας και να κάνουμε ένα ωραιότατο ομαδικό .Βγάλτε τον σκασμό και αφηστε με να κοιμηθώ.Μαλακισμενα>>.
<<Τι είπε το μουλικο;Θα σε σπάσω>>.
Είπε ο Αχιλλέας και έσκασα στα γέλια στο μαξιλάρι.
Βήματα ακούστηκαν και μετά από λίγο κατάλαβα πως ο Γαβριήλ ανασηκωσνε την Ξένια.
<<Τι στο διάολο κάνεις;>>
Του φώναξε εκείνη αγουροξυπνημενη.
<<Τάμα κάνω ρε πουστη μου να ξαπλώσεις μαζί μου .Τόσο εύκολα σε έριξε;>>
Της είπε γελώντας .
<<Άσε με κάτω μπαμπουίνε,>>του φώναξε και ανασηκωσα το κεφάλι μου.
Την είχε βάλει ανάποδα στον ώμο του με το κεφάλι της να κρέμεται στην πλάτη του και την κρατούσε από τα πόδια.
Εκείνη χτυπιόταν σα χταπόδι.
Το χέρι του ήρθε στον γλουτό της και ένας δυνατός χτύπος ακούστηκε.
<<Μου χτύπησες τον κώλο;>>Άρχησε να τον χτυπάει με γροθιές.
<<Άσε με κάτω Γαβριήλ θα σε γαμησω>>.
<<Αμήν και πότε ,>>της είπε καθώς έβγαινε έξω .
<<Ε είσαι τι να σε πω .Να πας στην αρραβωνιαστικιά σου>>.
<<Αφού σε πάω στη δουλειά θα πάω,>>της είπε γελοντας .
<<Έτσι όπως με έχεις κάνει, πρέπει κάπως να ξελαμπικαρω>>.
<<Πηδάς την ηλίθια;Και θα πάω μόνη μου στη δουλεια>>
<<Εσένα τι σε νοιάζει;Εγγώ θα σε πάω>>.
<<Δεν με νοιάζει.Αρραβωνιαστικια σου είναι κάνε ο,τι θες,.Άλλωστε τι θε να με πας αφού έχεις βαλει gps και με παρακολουθεις>>ακουγόταν να σβήνει η η φωνή της και η πόρτα να από το δωμάτιο του Γαβριήλ να κλείνει.
<<Ανησυχώ γαμώ το κέρατο μου για γυναίκα,>>της φώναξε εκεινο
Δεν θα βρω ηρεμία.
<<Τι έγινε;>>ακουστικε η μισοκοιμισμενη φωνή της Ηρώς και γύρισα προς την μεριά της
<<Το κορίτσι μου ξύπνησε,>>εσκιψε ο Αχιλλέας να την φιλήσει και έπειτα την πήρε αγκαλιά Σήκωσα το βλέμμα μου και είδα πως έλειπε η Σοφία.
<<Αχιλλέα;>>
<<Ναι αγάπη μου έλα να σε πάω στο δωμάτιο μας ,να σε σώσω από τον σαρδανάπαλο που πήγε να σε αποπλανήσει,>>στροβηλισα τα μάτια μου καθώς την είχε αγκαλιά και εβγαινε έξω.
<<Επιστρέφω ,>>μου είπε και εγώ έχωσα το κεφάλι πάλι στο μαξιλάρι.
Το κεφάλι μου πονούσε από την τόση ζάχαρη και τα τόσα ζελδακια που είχα φάει μαζί με τα ανψυκτικά.
Μαστουρωσα .
Λίγα λεπτά αργότερα βήματα ακούστηκαν ξανά και αναθεμάτισα που δεν θα με άφηνε να κοιμηθώ .
<<Ορφέα,>>δεν απάντησα και ήλπιζα να πιστέψει πως κοιμόμουν.
<<Ορφέα ξέρω πως δεν κοιμάσαι μαλακα.Σε ξέρω απέξω και ανακατωτα.Θελω να ξέρω αν είσαι καλά>>.
Αναστέναξεα και σηκώθηκα .
<<Ήμουν καλά γιατί είχα δύο όμορφες γυναίκες δίπλα μου και κάποιος ξενερωτος μου το χαλασε,>>του κούνησα τα φρύδια και μειδιασα γιατί ήξερα όπως θα τσιτωσει.
Γρυλισε.
<<Δεν εννοώ αυτό .Ενν->>.
Έφερα το χέρι μου μέσα από τα μαλλιά μου.
<<Ξέρω τι εννοείς.Προσπαθω>>.
<<Εδώ είμαι το ξέρεις>>.
<<Το ξέρω,>>τον κοίταξα .<<Αλλά δεν μπορείς να με σώσεις πάντα Αχιλλέα ,όπως και κανείς άλλος.Πρεοεο να το κάνω μόνος μου,>>χαμογέλασε
Θα ήταν πάντα δίπλα μου το γνώριζα αυτό.
Αλλά καιρός ήταν να με σώσω εγώ.
Καθώς τον κοίταζα καλά καλά το βλέμμα μου έπεσε πάνω στο μάγουλο του.
<<Μαλακα τι έχεις στο μάγουλο σου,>>το χέρι του ήρθε απότομα πάνω του για να το κρύψει .Προσπάθησα να κρατήσω τάο γέλιο μου καθώς το πρόσωπο του σκλήρυνε.<<Γιατί ρε μαλακά εχεις μια πουτσα ζωγραφισμένη στο μάγουλο σου;Γιατί δεν την έβγαλες;Πες μου πως είναι με ανεξίτηλο μαρκαδόρο;Ποιος;>>
Άρχισε να μισό βρίζει και να τρίβει το μάγουλο του.
<<Αυτό το κωλοπαιδο ο Νοξ.Με πηρε ο ύπνος στο γραφείο στη δομή και μου το ζωγράφισε.Μη γελάς ,δεν βγαίνει.Ο δερματολόγος είπε θα ξεφτύσει από μόνο του αλλά μέχρι τότε θα έχω μια πουτσα στο κώλο μάγουλο.Μη γελάς σου είπα,>>με μάλωσε καθώς ξεκαρδιστικα στα γέλια ξανα.
<<Αρχίζω και το συμπαθώ αυτό το παιδί.Τι του έκανες;>>.
<<Τίποτα το μαλακισμενο απλά του έβαλα να κάνει δουλειες στην κουζίνα ως τιμωρία επειδή ξεσήκωσε πάλι τα παιδιά να κάνουν επανάσταση.Το κωλοπαιδο>>.
<<Μη μιλάς έτσι για τον Νοξ.Ειναι παιδί και απλά θέλει αγάπη και φροντίδα,>>ακούστηκε η φωνή της Ηρώς από το δωμάτιο.
<<Παιδί;Παιδί;>>
Είπε έτοιμος να σκάσει.
<<Το παιδί του Εωσφόρου είναι.Αλλα εσύ τι θα έλεγες .Αμέσως να τον υπερασπιστες>>.
<<Αχιλλέα,>>ακούστηκε πιο επιτακτική η Ηρώ.
Εκείνος μουτσωθηκε.
<<Θέλω διακοπές δεν αντέχω άλλο>>
Με κοίταξε και χαμογέλασα.
<<Το έχεις μη σκας.Κανεις τόσα πολλά για όλους.Και ο Νοξ είναι ταραξιας ναι αλλά εντάξει θα βρει τον δρόμο του>>.
<<Δεν ξέρω νιώθω πως δεν μπορώ να επικοινωνησω με τίποτα μαζί του.
Μόνο την Ηρώ ακούει>>.
<<Ίσως επειδή είστε ίδιοι>>.
<<Δεν είμαστε μη το ξανά πεις αυτό.Εγω δεν ήμουν έτσι.Ψυχωτικος και ταραξιας>>.
Τον κοίταξα και σήκωσα το φρύδι.
<<Μαλακα θα πέσει φωτιά να μας κάψει κόψε τις βλακείες,>>γέλασα.
<<Καλά καλά.Σηκω σιγά σιγά, γιατί πρέπει να παω από την δουλεια και μετα το απόγευμα σε χρειαζόμαστε στη λέσχη και δεν ακούω κουβέντα θα σε φέρω σηκωτο>>.
<<Τόσο σκατά;>>
<<Χειρότερα.Θα πάω την Ηρώ στη σχολή και μετά από τη δομή και την εταιρεία .Θα σε δω στη λεσχη>>.
<<Εντάξει>>.
Σηκώθηκα και πήγα έκανα ένα ντουζ.
Σίγουρα τα πράγματα δεν ήταν καλά για με μα αναγκάσει να πάω.
Όλα ήταν τεταμένο τα ένιωθα.
Το νερό έπεφτε απάνω μου καυτό.
Το άφησα να τρέχει στο πρόσωπο μου.
Τίποτα δεν σε ζεσταίνει αν έχει νιώσει την ζεστασιά του άλλου σου μισού όμως.
Ένιωθα πάλι κενός
Τα συναισθήματα έρχονταν και έφευγαν.
Βγήκα βάζοντας τη πετσέτα γύρω μου.
Ήταν οχτώ το πρωί .
Το στομάχι μου γουργουριζε.
Δεν θυμάμαι από ποτε είχα να βάλει κάτι σωστό μέσα του.
Πήρα άλλη μια πετσέτα να σκουπίσω τα μαλλιά μου και βγήκα από το μπάνιο για να πάω στη κουζίνα .
Όλοι θα είχαν φύγει τώρα .
Εκτός από εμένα και τον Άγη που ακόμα θα ήταν στο υπόγειο αναίσθητος.
Τυχερός καργιόλης τουλάχιστον έτσι δεν νιώθεις τίποτα.
Αλλά προς εκπληξη μου φτάνοντας στις σκάλες άκουσα φωνές και τους είδα όλους στο σαλόνι.
Κατέβασα την πετσέτα από το κεφάλι μου ,καθώς προσπαθούσα να καταλάβω τι γινεται.
<<Δεν μπορείς να έρχεσαι έτσι ξαφνικά Ελεάνα.Ποια νομίζεις ό,τι είσαι;>>
Φώναζε ο Αχιλλέας .
Προς έκπληξη μου στο σαλόνι στεκόταν η Ελεάνα της Ηρώς και της Σοφίας η μαμά .
Τόσο καιρό ήταν εξαφανισμένη ποιος ξέρει που.
Πιστεύαμε πως ήταν νεκρή γιατί σιγά μην την άφηνε το Τρίγωνο
Αλλά τώρα στεκόταν με σάρκα και οστά μπροστά μας .
Ο Μάρκος στεκόταν και αυτός στο σαλόνι και αναρωτιόμουν ποτέ πρόλαβε να έρθει.
Αλλά έτσι όπως ήταν και η κατάσταση του στο τέλος θα έμενα και εδώ.
<<Είναι κόρη μου.Εχω κάθε δικαιωμα->>έλεγε η ξανθιά γυναίκα με ψυχραιμία ενώ ο Αχιλλέας ήταν έτοιμος να εκραγεί
Η Σοφία στεκόταν δίπλα του και η Ηρώ από πίσω.
<<Έχεις και άλλη κόρη .Και είναι σε αμαξίδιο .Δεν μπορεί να περπατήσει επειδή ο άντρας σου έκανε τις μαλακίες του και αυτός την έφερε σε αυτή τη κατάσταση.Και εσύ ούτε καν της έχεις δώσει σημασία.Και στη τελική,>>άρχιζα να κατεβαίνω τις σκάλες.<<Την Σοφία την παράτησες, δεν μπορείς να γυρνάς έτσι και να ζητάς να έρθει μαζί σου.Δεν έχεις.ιδεα το έχει περάσει εξαιτίας της μαλακίας που εκανες>>.
<<Είναι δική της επιλογή.Αυτη πρέπει να διαλέξει.Οσο για την Ηρώ,>>την κοίταξε <<Ξέρω πως δεν μπορώ να διορθώσω ακόμα τίποτα από το κακό που της έχω κάνει.Ειναι νωρίς αλλά, με τον καιρό ελπίζω να με συγχωρέσει.Αλλα ξερω πως δε θα το κάνει ποτέ .Αλλα.τωρα έχω μια ευκαιρία να το κάνω σωστά>>.
<<Είσαι τρελή,>>της φώναξε ο Αχιλλέας
Η Ξένια δίπλα στην Ηρώ της κρατούσε το χέρι καθώς εκείνη δεν σήκωνε το βλέμμα.
Πλησίασα και της ακούμπησα τον ώμο
Γύρισε και με κοίταξε.
<<Ε ,Σοφία;Θες να έρθεις με τη μαμά σου έτσι δεν είναι;>>
Η Σοφία στεκόταν και κοιτούσε μία την Ηρώ μία την μάνα της.
Μία εμάς .
<<Εάν θες ,δεν είναι κακό Σοφάκι>>της είπε η Ηρώ χαμηλόφωνα και εκείνη ακόμα κοιτούσε σαν να μη καταλάβαινε τι γινόταν.
<<Μας κάνει πλάκα η τύπισσα,>>φώναξε ξανά ο Αχιλλέας και ο Γαβριήλ πήγε και τον έπιασε από το μπράτσο να κάνει πίσω.
Ήταν το τελευταίο που χρειαζόμασταν.
Πως τολμούσε να έρθει έτσι.
<<Πήρες το σπίτι.Την Ηρώ τι άλλο θες;>>
Του φώναξε η Ελεάνα.<<Εγώ θέλω απλά τη Σοφία να μου δώσει ευκαιρία .
Είναι η κόρη μου, δεν θα μου την πάρεις και αυτην.Ειναι οικογένεια μου>>.
<<Θα την σκοτώσω,>>πήγε να της επιτεθεί, αλλά του έκανα νόημα να σταματησει με την παλάμη μου και πλησίασα.
<<Ποιο είναι το αγαπημένο της χρώμα;>>
Την ρώτησα και γύρισε και με κοίταξε.
<<Ορίστε;>>
<<Ποιο είναι το αγαπημένο της χρώμα;>>
<<Έεε δεν καταλαβαίνω τι->>
<<Δύο,>>είπε ξαφνικά ο Αχιλλέας και τον κοιτάξαμε όλοι όπως και οι Σοφία .
Εγώ δεν γύρισα κοιτούσα στα μάτια την Ελεάνα.
<<Δύο έχει.Το μαύρο και το ροζ,>>συνέχισε εκεινος.
<<Το αγαπημένο της λούτρινο;>>
Ξανά ρώτησα,ενώ εκείνη δεν μιλούσε.
<<Ο κύριος χταπόδις της Ηρώς γιατί μυρίζει αδερφούλα,>>είπε ο Αχιλλέας.
Η Σοφία έβγαλε ένα λυγμο.
<<Το αγαπημένο της μάθημα;>>
<<Μαθηματικά,>>είπε ο Αχιλλέας.
<<Αν και με εκενυεριζει μέχρι να κάνει τις πράξεις, όταν τις κάνουμε μαζί αλλά...>>
<<Είναι δύσκολες εντάξει;>>
Διαμαρτυρήθηκε η Σοφία βγάζοντας ένα λυγμοκαινσκουπιζοντας με το χέρι την μύτη της
<<Είσαι η καλύτερη μαθήτρια όμως,>>της είπε ξανά ο Αχιλλέας .
<<Τι φοβάται περισσότερο;>>Συνέχισα .
Η Ελεάνα άρχιζε να κοκκινίζει από τα νεύρα της .
<<Το σκοτάδι,>>είπε ο Αχιλλέας.
<<Γιατί της θυμίζει το κελί της και γι'αυτό δεν μπορεί να κοιμάται μόνη της>>.
<<Αγαπημένο φαγητό;>>
<<Μακαρόνια με κιμά και τυρί,>>πετάχτηκε ο Μάρκος.
<<Αγαπημένη μπάντα>>.
<<Paramore,>>είπε η Ξένια.
<<Αγαπημένη ταινία;>>
Συνέχισα.
<<Το Hangover,της αρέσει ο περίεργος τύπος γιατί λέει της θυμίζει τον ευατό της,>>είπε ο Γαβριήλ και της έκλεισε το μάτι.
<<Και το αγαπημενο της αντικειμενο.Ειναι το ρόπαλο.Αναρωτιεμαι αν όλα αυτά αφού είναι οικογένεια όπως λες,τα ξέρεις>>
Την ρώτησα καθώς με κοιτούσε ακίνητη .
<<Ξέρεις έχεις δίκαιο είναι επιλογή της.
Αλλά έχω βαρεθεί να έρχεσαι εσύ και κάθε γονέας μας που μας έχει κάνει τόσα και να απαιτεί.Δεν έχετε κανένα δικαίωμα πάνω μας από την στιγμή που κάνατε τις επιλογές σας .Σοφία;>>
Γύρισα και την κοίταξα.
Είχα κουραστεί να βλέπω τα κορίτσια μου να πληγώνονται.
Και πόσο μάλλον η Σοφία και η Ηρώ που ήταν ένα πληγωμένο κουτάβι.
Μπορεί να μήνες δίνε δεκάρα για την μάνα της πλέον ,αλλά βαθιά μέσα της ξέρω πως την πονούσε όλο αυτό.
Έτριψε την μύτη της με την παλάμη της.
<<Θες να πας με τη μαμά σου ή θες να μείνεις με εμάς.Με τον αδερφό σου και την αδερφή σου;>>
Μας κοίταξε σιγά σιγά όλους.
<<Εγώ,εγώ,,>>ψέλλισε.
<<Σοφία έλα κορίτσι μου,>>της είπε η Ελεάνα και άπλωσε το χέρι της προς την μεριά της.
Η Σοφία κοίταξε την Ηρώ και έπειτα την Ελεάνα .
<<Γιατί δεν θέλεις την Ηρώ;>>
Είπε έπειτα.
Και η Ηρώ την κοίταξε.
<<Εγώ Σοφία,>>τραυλισε η Ελεάνα.
<<Ξέρω τι έκανες,Μαμά σε εκείνη.Και εμένα με άφησες.Και δεν σε ξέρω,>>άρχησε να πραμιλαει.
<<Αν δε θες την αδερφούλα μου,εγώ δε σε θέλω.Αν δε σε θέλει η αδερφούλα ,εγώ δε σε θέλω>>.
<<Σοφία,>>της είπε η Ηρώ και η Σοφία έτρεξε και έπεσε στα πόδια της.
<<Αδερφούλα δε θέλω να πάω μαζί της,>>της έκλαψε και η Ηρώ της χαιδεψε το κεφάλι.
Έπειτα με ήρεμη φωνή η Σοφία , γυρισε και κοίταξε την Ελεάνα.
<<Θα σε συγχωρέσω όταν σε συγχωρέσει η αδερφούλα μου.Εως τότε δε θέλω τίποτα από εσένα.Εσυ δεν είσαι μαμά μου
Οι μαμάδες δεν τα κάνουν αυτά στα παιδιά τους.Εγω δε θα το έκανα ποτέ στη κόρη μου.Εισαι ένα τέρας.Εγω θα μείνω με την οικογένειά μου ,γιατί αυτή είναι η οικογένεια μου >>.
<<Αυτό είναι γελείο Σοφία ,δεν τους ξέρεις καν.Εγώ είμαι η μαμά σου Θα έρθεις μαζί μου τελος>>.
Η Ελεάνα πήγε να κάνει ένα βήμα μπροστά ,αλλά ο Αχιλλέας μπήκε μπροστά από τη Σοφια.
<<Θα πρέπει να περάσεις από εμένα για να την πάρεις ,>>της ειπε.
<<Και από εμένα,>>είπε η Ξένια.
<<Το ίδιο,>>είπε ο Μάρκος και ήρθε δίπλα στον Αχιλλέα σπρόχνωντας τον.
Ο Γαβριήλ έσβησε το τσιγάρο του ,που τόση ώρα παιδευε.
Έκανε ένα βήμα.
<<Έκανες ένα λάθος Ελεάνα.
Ήρθες στο σπίτι μου και απαιτείς.
Πόσο μάλλον την αδερφή μου.
Το ότι πηδηξες τον πατέρα μου,>>ήρθε κοντά της.Ο Γαβριήλ είναι πολύ ψηλός τύπος και η Έλενα μπροστά του χανόταν.
<<Δεν σημαίνει πως έχεις δικαίωμα σε αυτό που γεννήθηκε από αυτή τη συνάντηση.Το καλό που σου θέλω να φύγεις γιατί δεν ξερω τι είμαι ικανός να κάνω.Δεν θα έρχεσαι εδώ χωρίς να ξέρεις πως θα υπάρχουν συνεπείες αν απειλείς την οικογένεια μου>>.
Η Ελεάνα μισό κατάπιε.
<<Καλά τα λέει.Θα συμφωνήσω μια φορά μαζί του,>>ακούστηκε η φωνή του Άγη καθώς ξεπρόβαλε από την γωνία του υπογείου.
<<Τι σκατά κάνει αυτός εδώ;>>
Αναφώνησε η Ελεάνα μόλις τον είδε
<<Guest star ,που να ξέρεις εσύ από αυτά.Παντα δευτεράντσα ήσουν,>>της απάντησε και κοντεψα ναπνιγώ από το γέλιο μου.
<<Έχετε ένα δολοφόνο εδώ μέσα .Σοφία έλα σε παρακαλώ,>>ξαφνικά το χέρι της πήγε στο πίσω μέρος του κεφάλιου της και αναφώνησε.
<<Αου>>.
Μια παντόφλα έπεσε στο δάπεδο.
<<Ωχ συγγνώμη,>>ακούστηκε η φωνή της Αθηνουλας από την είσοδο.
Είχα ξεχάσει πως ήταν η μέρα της.
<<Νόμιζα πως ήταν κατσαρίδα και μάλλον είχα δίκαιο>>.
<<Πως τολμάς να με αποκαλ->>
Πήγε να πει νευριασμένη η Ελεάνα..
<<Όπως θέλω θα σε αποκαλώ.Πειραζεις τα παιδιά μου .Εγώ τα μεγάλωσα και τα μεγαλώνω.Ξεχνας από πού ήρθες Ελεάνα Εγώ δεν ξεχνώ όμως.Ενα τίποτα ήσουν και έγινες και καλά κυρία.Εχεις δύο δευτερόλεπτα να φύγεις από το σπίτι αλλιώς θα σφουγγαρισω το δάπεδο με το πρόσωπο σου>>.
<<Με απειλείς;>>
<<Πουλιά στον αέρα πιάνεις.Εξω,>>της έδειξε την πόρτα.<<Δεν σου επιτρέπω να πληγώνεις άλλο κανέναν .Αρκετά.Τοσο καιρό δεν λέω τίποτα ,απλά τα βλέπω να υποφέρουν.Εγω είμαι η μαμά τους Δε σε χρειάζονται.Και αν θέλουν να σε συγχωρέσουν τα κορίτσια είναι δικό τους θέμα.Αλλα όταν το κάνουν αν δεν δείξεις την καλύτερη σου πλευρά και δεν αναλάβεις ευθύνες,δεν με νοιάζει τι έχεις ,να τα λύσεις,θα σε βρω και αλίμονο σου.ΕΞΩ!>>
Η Ελεάνα γύρισε και μας κοίταξε.
Έσφιξε τα δόντια και έφυγε χωρίς να πει τίποτα.
<<Αθηνουλαααααααααα,>>έκλαψε η Σοφία και έτρεξε στην αγκαλιά της μετά από λίγο.
<<Σώπα κορίτσι μου.Σωπα,>>της χάιδεψε το κεφαλι.<<Εγώ ειμαι εδώ.Και εσείς τι κοιτάτε γρηγορα στις δουλειές σας,>>μας φώναξε.<<Εσύ στο υπόγειο έχω να καθαρίσω μη σε δω έξω,>>είπε στον Άγη.
<<Μάλιστα λοχαγέ,>>την χαιρέτησε στρατιωρικα και έπειτα κατέβηκε πάλι κάτω.
<<ΟΡΦΕΑ ,ρούχα.Θα κρυώσεις.Οι υπόλοιπο κουνηθείτε>>.
Γιατί κάθε μέρα με πρέπει να έχει από κάτι;
<<Μήπως έκανες κάτι;>>
Με ρωτούσε ξανά και ξανά η πρώην μου που τώρα ήταν στην αγκαλιά του Άρη.
Καθόμασταν στη μέση της λέσχης στους καναπέδες.
<<Όχι αφού σου είπα τίποτα δεν έκανα >>.
<<Μήπως δεν της έδινες σημασία όπως εμένα;Μήπως ξέχασες τα γενέθλια της όπως τα δικά μου;>>
Ρωτούσα και φιλούσε ζουζουνισυτικα τον Άρη.
<<Όχι, σου είπα πως ήμουν ο καλύτερος .Απλά δεν με θέλει>>.
<<Αυτά είναι μαλακίες.Την έχω δει πως σε κοίταζε,>>άντε πάλι με αυτό.
<<Μήπως παίζει άλλη γκόμενα ή γκόμενος;>>
<<Έλα βρε αγάπη μου αστον ήσυχο.Κατι άλλο συμβαίνει είναι προφανες.Αλλα.ο Ορφεακος μας θα βρει την άκρη πάντα την βρίσκει.Και εμείς είμαστε εδώ να τον βοηθήσουμε.Αλλωστε δεν ήταν για εκείνον .Πολλή επαναστάτρια βρε παιδί μου>>.
<<Εσύ σαν πολύ ήρεμα τα λες είναι επειδή δεν θα την έχεις στα πόδια σου να σε διατάζει;>>
Τον ρώτησα και ένα πνιχτο μουγκριτο ακούστηκε από πλευρά του.
Ο Πέτρος από δίπλαοθ γέλασε.
<<Ο Άρης εννοεί πως σίγουρα κάτι συμβαίνει.Γιατι όλα είναι πολύ ξαφνικά.Γαβριηλ πες>>.
Ο Γαβριήλ δεν μιλούσε τόση ώρα .
Απλά εστρωνε την κόκα .
Κοπανουσε τα εργαλεία του στο τραπέζι με νευρικότητα και προσήλωση.
Άπλωσα το χέρι μου να πάρω το σακουλάκι.
Χαζή κίνηση.
Χώρις να την σκεφτώ.
Πήγε αυτόματα το χέρι μου, γιατί κάθε φορά που ήμουν χάλια εκεί κατέληγα.
<<Άστο κάτω μικρέ αλλιώς στο έκοψα,>>μου γρυλισε.
Σήκωσα τα χέρια σε άμυνα και το έριξα στο τραπέζι .
<<Στην τσίτα είσαι πάλι>>.
<<Και εσύ μέσα στη μαλακία.Εισαι καθαρός τόσο καιρό και θες να τα διαλύσεις όλα για μια τυπισσα>>.
<<Ε,μαλακα κοφτω δεν είναι απλά μια τύπισσα.Και εσύ δε θα έπρεπε να μιλάς >>.
<<Εγώ δε διαλύω τίποτα.Εγω τα στρώνω>>.
<<Ναι αν στρώνεις νυφικό κρεβάτι, μιλάμε για μεγάλη προσπάθεια,>>του πέταξα και απλώθηκα στον καναπέ.
Μου γρυλισε.
<<Μαλακα αυτό το γάμο πως και πως τον περιμένω,>>πετάχτηκε ο Άρης και τον αγριοκοιταξε.<<Όχι ρε μαλακά για την ξινή,>>αλλά δεν έχω πάει ποτέ σε τσιγγάνικο γάμο.
<<Μαλακα δεν πρόκειται να κάνω κάτι τετοιο ξέχνα το.Ριζες παλιές είναι αυτές και έχουμε φύγει από αυτά τα έθιμα>>του είπε ο Γαβριήλ.
<<Ναι σιγά μη σε αφήσει ο παππούς σου .Ήδη τα έχει συζητήσει με τον πατέρα της Αδριανας.Εκεινος ξέρει ο,τι θα πάρει χοντρή προίκα από όλο αυτό τέτοιος άπληστος που είναι και σιγά μη πει όχι,>>συνέχισε ο Άρης και ο Γαβριήλ έτριψε το πρόσωπο του .
Ο παππούς του ήταν τσιγγάνος στην καταγωγή.Μεγαλωμενος σε καταβολισμό.
Ο μικρότερος από πέντε αδέρφια.
Ο μόνος που σπούδασε και έκανε κάτι στη ζωή του.Εχτισε ολόκληρο βασίλειο και εκανε μεγάλο ονομα.
Που πολύ το έτρεμαν με σεβασμο.Ηταν το καμάρι της οικογένειας.
Έπειτα παντρεύτηκε μια μπαλαμη και έκανε τη μαμά του Γαβριήλ.
Ήταν πολύ ομορφη γυναίκα η μάνα του Γαβριηλ όπως και ο πατέρας του που ήταν και αυτός μπαλαμος
Ο Γαβριήλ δε συζητούσε ποτέ για την καταγωγή του ,όχι από ντροπή δεν το έβλεπε έτσι Για εκείνον ήταν απολύτως φυσιολογικό Απλά είχε φύγει από τα ήθη και τα έθιμά τους και είχε μεγαλώσει αλλιώς παρά τους κόπους του παππού του να κρατήσει λίγο την καταγωγή τους.
<<Κόψτε της μαλακίες.Εχουμε σοβαρά θέματα να ασχοληθούμε και εσείς με έχετε πρήξει τα αρχιδια ,>>πέταξε απότομα το δεύτερο σακουλάκι στο τραπέζι <<Γαμώ τον αντίθεο μου γαμώ>>.
Ξεφύσηξε και με κοίταξε.
<<Κοίτα μικρέ το ξέρω ότι είναι σκατά η φάση.Εισαι ερωτευμένος μαζί της.Αλλα.οπως καλά ξέρεις ο ερωτας μας κάνει να κάνουμε μαλακίες.Κοιτα τον Αχιλλέα πρώτο παράδειγμα>>.
<<Τώρα μιλάς σωστά.Αλλα δεν λες όλη την αλήθεια ,εσύ κάνεις τις χειρότερες. Θες να σου θυμίσω;>>
<<Μαλακα μη μου τη σπας,εννοώ πως τώρα πρέπει να είμαστε σε επαγρύπνηση τα πράγματα δεν δείχνουν καλά και δεν πρέπει να ρισκάρουμε τίποτα.Οποτε συνελθε.Κλαψε φώναξε κάτσε κλεισμένος δύο μέρες μέσα στο σπίτιΜετά σήκω>>.
Ο Γαβριήλ ήταν πολύ νευρικός .
Ρουφούσε τη σκόνη τη μια μετά την άλλη.
"Με κάνει να μη χάνω τον έλεγχο και να σκέφτομαι καθαρά"έλεγε πάντα .
Εγώ ποτέ δεν μπορούσα να καταλάβω αυτόν τον παραλογισμό του .
Αλλά ο μαλάκας πάντοτε ήταν νηφάλιος ενώ είχε καταναλώσει τη σκόνη
Λειτουργούσε καλύτερα .
Όπως το πάρει κανείς δηλαδή.
Η εκτέλεση θέλει και μεθοδικότητα οπως και ο βασανισμός.
<<Μπορείτε να μου πείτε επιτέλους τι συμβαίνει και με φέρατε αρων άρων εδω;
Τι σκαρωνετε ;>>
<<Ο Μπιλ με τον Αχιλλέα προσπαθούν να βρουν τροπους να σώσουν τον Φίλιππο και τον Ελάιζα χωρίς να το μάθει η Έρη.
Ο γέρος είναι έξαλλος που τον απέκλεισε>>.
<<Άκουσε με καλά ,θα σου ξεριζώσω το μούσι παλιό σαμουράι της κακιάς ώρας.Θα βρεις τρόπο να μας βοηθήσεις...Τι πάει να πει δεν παίρνεις εντολές από εμένα...Για τον εγγονό μου πρόκειται....Ω όχι δε θα με βγάλεις στην απέξω...Δεν με νοιάζει τι θέλει εκείνη...Ραντεβού ; Τι ραντεβού;Θα σε γαμησω Άσαχι...>>ακούστηκε να φωνάζει ο Μπιλ καθώς έμπαινε μέσα .
Όλοι ήταν μαζεμένοι στη λέσχη άλλοι στο μπαρ άλλοι στο μπιλιάρδο .
Ο Αχιλλέας τον πλησίασε και τον χτύπησε στον ώμο με παρηγοριά καθώς έκλεινε το τηλέφωνο.
<<Τι έγινε γερο το γκομενάκι μας το παίζει ζόρικο και κάνει παιχνιδάκια;>>
Πετάχτηκε ο Άρης γελώντας για να τον πειράξει.
<<Μαλακά είναι η μάνα μου μαζέψου,>>τον έδειξε με το δάχτυλο ο Αχιλλέας.
<<Σορρι φίλε το ξεχνάω ,>>δαγκωθηκε ο Άρης.
Εγώ κοιτούσα επί πόση ώρα τον Γαβριήλ που έτρεμε καθώς προσπαθούσε να ανάψει τσιγάρο.
Το χέρι μου απλώθηκε πάνω στο τραπέζι και καθώς καθόταν απέναντι μου του το κράτησα για να σταματησει την νευρικότητα του.
<<Τι στο διάολο συμβαίνει;>>
Με κοίταξε.
<<Όλο αυτό με το Φίλιππο δεν βγάζει νόημα.Φοβαμαι για εκείνον.
Έχω βάλει λυττου και δεμένους να βρουν πληροφορίες και είναι σαν να εξαφανίστηκε .Από τότε που πήρε τηλέφωνο δεν ξανά εμφανίστηκε.ουτε μπορέσαμε να βρούμε την κλήση πίσω>>.
Αυτό δεν είναι καλό.
<<Επίσης η ομάδα του Άγη είναι αφαντη.Ειναι πολύ ήρεμος γενικά και δεν με έχει συνηθίσει έτσι.Παντοτε φύλαγα τα χνωτα μου.Ουτε με την Ξένια ασχολείται πολύ Απλά την παρατηρεί μόνο.Ειναι περίεργο γιατί είναι μέσα στο σπίτι ,την έχει εύκαιρη.
Αλλά δεν κάνει τίποτα Και δεν είναι πως με φοβάται. Ο Άγης δεν φοβάται κανέναν ούτε τον Θεό τον ίδιο.Και όσο και να σπάω το κεφάλι μου δεν μπορώ να βρω το μυστικό του.Επισης ο Αχιλλέας θέλει να αναλάβουμε τα καρτέλ.Καθολου καλή ιδέα αλλά από τη μια μπορούμε να έχουμε τον έλεγχο και να μπορέσουμε να ηρεμήσουμε τα πράγματα
Από τότε που ο Ghost εξαφανίστηκε όλοι είναι σε αναμενα κάρβουνα.Τρωγονται αναμεταξύ τους και αυτό θα κάνει μπαμ>>.
<<Δεν γίνεται φίλε να παλεύουμε και για τις δύο πλευρές πρέπει να διαλέξουμε μια>>.
<<Είμαστε καλοί που κάνουμε ασχημα πράγματα.Αλλα μπορούμε να το γυρίσουμε αλλιώς>>.
Με κοίταξε με βλέμμα όλο νόημα.
Έτσι όπως επικοινωνούσαμε πάντα.
Είχε ένα δίκαιο αν κάποιος κρατούσε τα ηνία από τα καρτέλ εδώ θα μπορούσαμε να έχουμε τον έλεγχο της κατάστασης .Κανεις δεν θα έκανε μαλακια,ούτε κάποιος που δεν έπρεπε να πάρει αέρα να αρχίσει να κυριαρχεί
Αλλά από όποια πλευρά και να το έπιανες ήταν γάμησε τα.
Μήα το τρίγωνο ,μία η Μέδουσα,τα καρτέλ.
Άσπρο ,μαύρο.
Μαύρο ,άσπρο.
Καλό ,καλό.
Ίσως θα έπρεπε να πέσουμε στο γκρι.
Αλλά δεν ήταν αυτό που ανησυχούσε τον Γαβριήλ κάτι άλλο τον έτρωγε.
<<Φίλε μπορεί να είμαι σκατά όπως λες, αλλά κάτι άλλο συμβαίνει;Θα μου πεις γαμώ;Έχει να κάνει με την Ξένια και είσαι έτσι;>>
Ξεφύσηξε και έφερε το τσιγάρο στο στόμα του.
Κοίταξε τον Πέτρο και τον Άρη που έκανε κίνηση στην δικια του να φυγει.
Εκείνη εγνεψε και πήγε προς το μπαρ.
<<Όλες αυτές οι μαλακίες με την Λευκή αδελφότητα την μάνα της ,τον αδερφό της ,την έχουν στην τσίτα.Ειναι περισσότερο από κάθε άλλη φορά>>.
<<Ε ωραία δεν είναι και λίγο.Φυσιολογικο μου ακούγεται.Χρειαζεται χρόνο να τα επεξεργαστεί>>.
<<Για την Ξένια δεν είναι απλό,>>μου είπε και έτριψε το πρόσωπο του.
<<Τι εννοείς;>>
Δεν μίλησε .
<<Μαλακα αν δεν πεις πως θα σε βοηθήσω;>>
<<Δεν μπορώ να σου πω πολλά.Απλα κρατα το ότι είναι γάμησε τα η φάση και θέλει προσοχή όχι μόνο με την Ξένια αλλα και με τις φήμες που ακούγονται>>.
<<Ποιες φήμες γαμώτο πάλι;>>
<<Το τρίγωνο και γενικά όλα τα παρακλάδια είναι σε εγρήγορση.Κατι γίνεται.Και φήμες ακούγονται πως έχουν έναν Άσσο στο μανίκι,>>είπε ο Πέτρος.
<<Άσσο στο μανίκι;Τι σκατά άλλο μπορείς να έχουν;>>
<<Θέλουν την Εύα έτσι δεν είναι;>>
Ρώτησε ο Γαβριήλ και κούνησα το κεφάλι.
Πάνω από το πτώμα μου.
Τι λέω;Δεν με θέλει μαζί της.
Θα πάω με το ζόρι.
<<Ειναι απειλή για το στρατό τους.Ειναι οι φύλακες τους .Δεν ρισκάρουν να τους χάσουν.Επισης είναι και η αδελφότητα που εμφανίστηκε.Τους έχει ταράξει όλο αυτό>>.
<<Και τι είναι αυτό που πιστεύεις ο,τι έχουν;>>
<<Φοβούνται και αυτό τους κάνει ακόμα πιο επικίνδυνους.Και αν όντως μπλέκονται και τα άλλα παρακλάδια την εχούμε βαμμένη πολύ άσχημα.Και ούτε η Μέδουσα δεν μας σώζει.Γιατι αν έχει πάρει μέρος και θέση αυτός που πιστεύω...>>.
Τον κοίταξα και προσπαθούσα να καταλάβω τι εννοούσε.
Μέχρι που κατάλαβα.
Όταν ο Γαβριήλ έλεγε αυτός, εννοούσε μόνο έναν και η αλήθεια είναι πως ένα ρίγος με διαπέρασε.
<<Δεν είναι απλά μύθος;>>
Τον ρώτησα .
<<Δεν είναι.Ετσι θέλει να νομίζουν όλοι.Δουλευει πίσω από τις σκιές.Ειναι αυτός που μπορεί να τις ελέγχει.Αλλα το χειρότερο από όλα είναι πως ποτέ δεν διαλέγει την μεριά τους απόλυτα.Μονο το κέρδος βλέπει και ότι τον συμφέρει.Και αυτό είναι ακόμα πιο επικίνδυνο.Γιατι όταν δεν διαλέγεις πλευρά δεν έχεις τίποτα να χάσεις>>.
Την πουτσισαμε.
<<Και τι σε κάνει να πιστεύεις πως τον έχουν βάλει στο παιχνίδι;>>
<<Το γεγονός ο,τι ο Γιάννης έχει κάνει τις κινήσεις που έχει κάνει.Παντοτε ήταν θαυμαστής των έργων του συγκεκριμένου.Θυμασαι πως μιλούσε για εκείνον τις φορές που βρισκόταν και καλά μαζί του.Παντοτε προσπαθούσε να τον πάρει με το μέρος του αλλά η ιεραρχία του Τριγώνου δεν τον ήθελε.Πιστευε πάντα πως θα τους γυρνούσε όλο αυτό μπούμερανγκ.Τωρα που έκοψε το κεφάλι και πήρε τη θέση του όλα είναι πιθανα>>.
Σκατά.Αυτο ήταν πολύ κακό.
<<Πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι,>>συνέχισε.
<<Θα είμαστε,>>είπε ο Αχιλλέας και κάθισε δίπλα του.<<Θα βρούμε τρόπο.Ειμαστε έτοιμοι γυναίκα απλά πρέπει να βρούμε που βρίσκονται και μάθουμε τις κινήσεις τους>>.
<<Η μάνα σου θα σε σκοτώσει,>>είπε ο Πέτρος.
<<Μπορεί να προσπαθήσει αλλά με αγαπάει δεν θα το αντέξει,>>γέλασε.
Εμένα το μυαλό μου έκανε εκατό στροφές.
Όλο αυτό σήμαινε πως οι βάσεις τις κοινότητας είχαν κλονιστεί.
Δύο πράγματα μπορούσαν να είναι η κατάληξη.
Να καταγράφει ή να βγει από όλο αυτό ακόμα πιο δυνατή.
Πόλεμος έρχεται.
Μυρίζω το μπαρούτι.
Η ερώτηση είναι ποιος θα είναι ο νικητής.
<<Έλα βρε αγάπη μου,γιατί δεν με καταλαβαίνεις θέλω να βοηθήσω...Μα...δεν τον απείλησα τον μαλάκα....Τι σου είπε;Τον ψεύτη θα τον γδαρω,>>ακουγόταν ο Μπιλ από πίσω που μήκους πάλι στο τηλέφωνο.
<<Καλά....θα μου στείλεις ένα φιλα-.Το έκλεισε,>>μας κοίταξε έκπληκτος.
<<Μου το έκλεισε στα μουτρα.Αχιλλεα πάρε τη μάνα σου τώρα,>>του φώναξε.
<<Μα το Θεό γέρο θα με τρελάνεις.Δεν θα κάνω και τον μεσάζιντας τώρα στη σχέση σας.Αυτο είναι περίεργο και ιού,>>έκανε πως πως αηδιασε και τίναξε το σώμα του.
Ο Μπιλ του άπλωσε το κινητο και τον αγριοκοιταξε.
<<Ωχου καλαααα,>> δυσανασχετήσει ο Αχιλλέας .
Του το πήρε από τα χέρια και έφυγε προς τα μέσα.
<<Μαμά αυτό πρέπει να σταματήσει δεν είμαι θεραπευτής σχέσεων γαμώ το κέρατο μου...>>
Ο Στάθης μου έφερε μια μπύρα και σιγά σιγά ο χώρος άρχησε να έχει δυνατή μουσική
Κάθε φορά έτσι καταλήγαμε .
Μικρά πάρτι.
Τα κορίτσια ήταν σώα στο σπίτι είχε φροντίσει ο Γαβριήλ γι'αυτό .
Είχε βάλει κάμερες στο σπίτι και τις παρακολουθούσε.
Καθώς κοιτούσα το κινητο του που καθοντουσαν στο καναπέ με τον Μάρκο και έβλεπαν ταινία ,ένα κωλοδάχτυλο της Ξένιας σηκώθηκε στον αέρα προς την μεριά της μιας κάμερας.
Ο Γαβριήλ γέλασε .
<<Και αυτό το πήρε χαμπάρι;>>
Τον ρώτησα .
<<Είναι έξυπνη τι περίμενες,>>είπε περήφανια.
Χαλάρωναν ακούγοντας την μουσική.
Το βλέμμα μου κινήθηκε στον χώρο βλέποντας τα παιδιά να διασκεδάζουν.
Έπειτα στράφηκαν στο μπαρ και τα μάτια μου έπεσαν πάνω σε μια από τις κοπέλες που με κοιτούσε για πολύ ώρα.
Την Έιμι.
<<Σε τρώει με τα μάτια της,>>μου είπε ο Γαβριήλ.
<<Δεν ενδιαφέρομαι,>>άρπαξα ένα τσιγάρο από το πακέτο του.
<<Γαμώ,άλλαξες αλήθεια σε άλλη φάση θα ήσουν πάνω της τώρα και θα την είχες στριμώξει στο γραφείο του Μπιλ>>.
<<Οι άνθρωποι αλλάζουν>>.
<<Οι άνθρωποι μας αλλάζουν.Και συγκεκριμένοι άνθρωποι>>.
<<Πως το ξεπερνάει;>>
Τον ρώτησα.
<<Ποιο;Το γεγονός ο,τι κάποια σου ραγίζει την καρδιά;>>
<<Ναι.Εμεις το έχουμε κάνει πολλές φορές αλλά άλλο να στο κάνουν.Ειναι πολύ χάλια τελικά.Δεν το είχα συνηδειτοποιήσει.Νομιχω πως πρέπει να ζητήσω σε κάθε γκόμενα που χώρισα συγγνώμη>>.
Γέλασε.
<<Δεν θα αλλάξει κάτι είναι αυτό που είναι.Αυτες οι μαλακίες συμβαίνουν.Αλλα όσο για το αν το ξεπερνάς,αν ήταν ο σωστός άνθρωπος δεν γίνεται ποτέ .Ο χρόνος γιατρεύει αλλά πάντοτε η πληγή μένει ανοιχτή>>.
<<Έτσι νιώθεις με την Ξένια;>>
<<Γαμώ,δεν ξέρω πλέον τη νιώθω σε αυτό.Ειναι όλα τόσο...Αλλά ναι...με γάμησε αλλά...>>.
<<Δεν πάθεις να προσπαθείς...>>
<<Πάντοτε θα είναι εκείνη η μία ό,τι και να συμβεί.Μικρέ δεν ξέρω τι έχει γίνει αλλά η Εύα από όσο την έχω κόψει δεν θα έπαιρνε μια τέτοια απόφαση χωρίς λόγο.Η τύπισσα σε μάζευε όταν ξερνουσες,σε έκανε και δεν είσαι ωραίο θέαμα όταν ξερνάς.Πιστεψε με το ξέρω,>>με σκουντηξε και γελάσαμε και οι δύο.
<<Δεν το κάνεις εύκολα αυτό αν δεν νιώθεις κατι>>.
<<ΜΠΥΡΕΣ,>>ακούστηκε από δίπλα μας και κουτάκια άρχησαν να φεύγουν δεξιά και αριστερά.
<<Ανεβάστε λίγο την μουσική,>>φώναξε κάποιος άλλος.
Γύρισα πάλι στον Γαβριήλ.
<<Θα το παλέψεις και αν δεν μπορώ να παλέψω μαζί της να πάρω το αίμα σου πίσω,>>με έσφηξε στην αγκαλιά του.
<<Θα σε σπάσει στο ξύλο και το ξέρεις.Δεν θα προλάβεις να πάρεις ανάσα,>>του είπα.
<<Αυτό είναι σίγουρο αλλά μπορώ να προσοπαθήσω.Ολα για εσένα μικρέ ,>>μου έτριψε με τη γροθιά του το κεφάλι και έπειτα άναψε τσιγάρο .<<Αρκετά με αυτό .Ας ανάψουν λιγο τα αίματα.ΓΙΑ ΠΑΜΕ,>>φώναξε.
<<Καιρός λόγο να θυμηθείς τα παλιά μου είπε και μου έκλεισε το μάτι>>.
<<Υποτίθεται δεν θα κάναμε μίτινγκ σήμερα;>>
Ρώτησα έχοντας την απορία γιατί για αυτό το λόγο με φέρανε και καταλήγαμε πάλι να κάνουμε πάρτι .
<<Ήταν δικαιολογία ηλίθιε για να σε βγάλουμε από το σπίτι>>.
<<Μαλακισμένα το ήξερα>>.
Λίγες μπύρες αργότερα και κάνα δυο μπάφους είχα ξεχαρβαλωθει να χορεύω.
Με έκανε να μη νιώθω.
Αλλά οι γαμώ αναμνήσεις ήταν φρέσκιες.
Το πώς χορεύαμε μαζί.
Το πώς την είχα αγκαλιά .
Γαμώτο ήταν παντού.
Την έβλεπα παντού.
Το άρωμα της ήταν παντού .
Νόμιζα πως την έβλεπα στα πρόσωπα τον παιδιών για λίγο μέχρι που η εικόνα της έφευγε.
Ήμουν ντιρλα όταν έκανε την μαλακία και βρέθηκα με την Μάγδα στο γραφείο του Μπιλ.
Δεν ξέρω πως σκατά το έκανα.
Μάλλον ξέρω .
<<Ορφεακό μου,>>άκουσα την φωνή της που δεν ήταν φωνή της τελικά.
Ένιωσα το άγγιγμα της και την κίνηση του φερμουάρ του τζιν μου που δεν την έκανε εκείνη.
Πράσινα μάτια που δεν ήταν καστανά με κοίταζαν σκυμμένα και έτοιμα να μου κάνουν την καλύτερη πιπα της στιγμής.
Έτσι πιστευα δηλαδή γιατί νόμιζα πως θα ήταν τα δικά της χείλη που θα με ακουμπούσαν.
<<Ε,τι έπαθες >>διαμαρτυρήθηκε η Ειμι την ώρα που την σταμάτησα με το χέρι μου.
<<Είμαι τυφλα γλύκα δεν σου αξίζει να γίνει κάτι τέτοιο ενώ δε νιώθω τίποτα,>>γαμώτο η Εύα έχει δίκαιο για τις ατάκες μου.Πολυ γκριντς.
Έφερε το χέρι μου και έπιασα το πιγούνι
Είναι όμορφο κορίτσι με σγουρό μαλλί ξανθό και πράσινα μάτια έτοιμα να σε ζαλίσουν.
Αλλά όχι σαν τα δικά της μάτια που σε στειχειωνουν για πάντα.
Και εγώ θέλω αυτό το για πάντα.
<<Αμάν βρε Ορφέα,>>ξεφυσηξε και σηκώθηκε απογοητευμένη.
<<Ήθελα να σε κάνω να νιώσεις καλά.Εμαθα τα νέα.Και πάντα μου άρεζες.Αλλα καταλαβαίνω.Ηθελα να νιώσω και εγώ καλά γιατί μου συναιβεί κάτι αντίστοιχο>>.
Η Έιμι ήταν από τις πιο ήρεμες κοπέλες μέσα στο Club.
Την έβλεπα να με κοιτάζει πάντα με ενδιαφέρον αλλα ποτε να μη κάνει κίνηση.
<<Αλήθεια;Τι σημαίνει;>>
Αναστέναξε με αν μουγκριτο .
<<Ο Πέτρος>>.
<<Ω,ποιος;>>Γούρλωσα τα μάτια μου.
<<Περίμενε λίγο.Ο Πέτρος ο γνωστός ο Πέτρος.Που δεν μιλάει δεν λαλαει.Που έχω να τον δω με γκόμενα από τον καιρό του Νώε.Αυτος ο Πέτρος,>>εγνεψε.
<<Τι στο διάολο έκανε ;Πες τα μου όλα και θα τον κανονίσω>>.
Την τράβηξα απότομα στον καναπέ.
<<Δεν χρειάζεται Ορφέα.Το έχω ξεχάσει ήδη>>.
<<Τι- ε-κα-νε,>>της είπα και στροβηλισε τα μάτια.
<<Καλά .Τίποτα δεν έκανε>>.
<<Τι εννοείς τίποτα δεν έκανε.Κατι θα έκανε για να είσαι ετσι>>.
<<Αυτό που σου λέω τίποτα δεν έκανε.
Τι-πο-τα.Τοσο καιρό του δείχνω πως ενδιαφέρομαι στον κόσμο του.Του είπα τις προάλλες να πάμε σινεμά και μάντεψε ποιον έφερε μαζί .Τη μισή λέσχη.Την άλλη φορά φόρεσα το πιο ωραίο μου φόρεμα γιατί είχα να πάω σε μια γιορτή του λέω σου αρέσει;>>
<<Και τι σου είπε>>.
<<Ποιο;Είπε ποιο.Και έκανα και στροφή.Δεν γίνεται να είναι τόσο στόκος.Ο Άρης μου είπε ότι του αρέσω σαν γυναίκα αλλά ειναι για τον πούτσο .Μηπως του αρέσουν οι άντρες;>>
<<Μπα πιο στρέιτ πεθαίνεις.Αλλα είναι λίγο βόδι σε αυτά δεν παίρνει μπρος.Καλο παιδί φίλος μου, αλλά βόδι.
Θα σου πω εγώ τι θα κάνεις και θα στρώσει>>.
<<Αλήθεια θα με βοηθήσεις;>>
Μου άρπαξε τα χέρια.
<<Ό,τι θέλεις μετά από εμένα Ορφεακό>>.
<<Καλά καλά θα το δούμε αυτό.Λοιπον άκου>>.
Μετά από δύο ώρες συζήτησης είχε ξημερώσει ήδη και μετά από λίγο γυρίσαμε σπίτι και ξεράθηκα στον ύπνο.
Αυτή τη φορά την είδα στον ύπνο μου.
Αλλά ήταν περίεργο όνειρο.
Είμασταν λέει σε μια κρεβατοκάμαρα.
Φως έμπαινε από το παράθυρο και είμασταν και οι δύο γυμνοί.
<<Καλημέρα,>>μου ψέλλισε και χαμογέλασε.
Φαινόταν διαφορετική αλλά ίδια.
Ίσως λίγο πιο μεγάλη.
<<Καλημέρα Όμορφη μου,>>της χάιδεψα το πρόσωπο και την φίλησα στα χείλη.
Θεέ μου ,μου λείπουν αυτά τα χείλη.
Δεν θα τα ξανά νιώσω ποτέ.
Μόνο στα όνειρα μου.
Δυνατά βήματα ακούστηκαν έξω από την πόρτα και φωνές και γέλια.
<<Ω σκατά ,>>είπαμε ταυτόχρονα και γουρλωσαμε τα μάτια.
<<Γαμώτο και πίστευα θα προλαβαίναμε να κάναμε ένα γρήγορο,>>μου είπε και εκεί ξύπνησα.
Τις επόμενες μέρες προετοιμάζονταν όλοι για την Αθήνα.
Υπήρχε μεγάλος ενθουσιασμός .
Εγώ σιγά σιγά έμπαινα στον ρυθμό του κλίματος αν και δεν είχε καμία όρεξη.
Ήμουν ενθουσιασμενος που είχα καταφέρει τόσα πολλά μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα αλλά ήθελα να τα ζούσα μαζί της.
Πάλι μόνος με ξενερώνε και με πονούσε.
Μετά που θα γυρνούσαμε είχμα πολλά να κάνουμε και επιτέλους θα τα βάζαμε όλα σε όλα σε μια σειρά.
Καθόμασταν στο καφέ όπου δούλευε η Σοφία
Τελευταία είχε πάρα πολύ κόσμο.
Κάθε μέρα ήταν γεμάτο .
Μου είχε φανεί περίεργο μέχρι που ανακάλυψα τον λόγο.
Η Σοφία είχε δείξει μια δεξιότητα που ήταν προς έκπληξη όλονων μας.
Της άρεσε να φτιάχνει γλυκά.
Κάθε μερα δοκίμασε στο εργαστήριο μας είπε το αφεντικό της να φτιάξει παστές και τα κατάφερε περίφημα
Τις έβγαλαν για δείγμα έξω και εφυγαν στο λεπτό.
Από τότε η φήμη της καλύτερης πάστας στη γειτονιά εξαπλώθηκε και το μαγαζί γέμισε κόσμο .
Το αφεντικό της μέχρι που σκεφτόταν πως έπρεπε να αλλάξει χώρο.
Καθώς πίναμε τον καφέ μας εγώ κοιτούσα στο κινητό μου διάφορες σχολές ζαχαροπλαστικής.
Σκεφτόμουν εδώ και καιρό να της κάνω ένα δώρο οπότε αυτό ήταν τέλειο δεν θα το περίμενε
Φυσικά τα δίδακτρα όλα θα τα καλύπτα εγώ.
Επιτέλους είχε βρει που είχε ταλέντο και αυτό έπρεπε να το εκμεταλλευτώ.
Ίσως να την έκανε να βρει τον ευατό της
<<Φαίνεται τόσο χαρούμενη,>>είπε η Ηρώ στον Αχιλλέα καθώς την κοιτούσαν στο ταμείο να δίνει με ένα τεράστιο χαμόγελο τις παστές της σε ένα κουτί
Ο πελάτης έφευγε και εκείνη χτύπησε παλαμάκια.
<<Το αξίζει,>>είπε εκείνος.
<<Σου είπα πως δεν θέλω να κάνουμε πάρτι,>>έλεγε η Ξένια από την άλλη πλευρά καθώς μου ήρθε μήνυμα από τον Γαβριήλ που ήταν στην δουλειά πως το σπίτι που είχα κλείσει ήταν έτοιμο και μπορούσα να μπω οπότε θέλω.
Η καρδιά μου βυθίστηκε λίγο γιατί πίστευα πως θα έβλεπα άλλο όνομα.
Αλλά ούτε φωνή ούτε ακρόαση.
Σε ένα μήνα περίπου θα έφευγε η Ηρώ με τον Αχιλλέα και οπότε είχα χρόνο και εγώ να το κάνω σιγά σιγά.
Αλλά με τη καρδιά;
<<Μην είσαι ξενερωτη.Μπορει να γίνεται της πουτανας Να μην έχω γκόμενο γιατί μάλλον ψόφησε το ζώον,>>κλαψουρισε ο Μάρκος.<<Αλλά δικαιούμαστε ένα διαλλειμα.Και στην τελική θα είναι και Χριστούγεννα.Και δεν χρειάζεται να κανουμε κάτι τρελό .Όλοι μαζί στο σπίτι κάτι.Θα πηγαίναμε με τον Φιλιππάκο στη μαμά του αλλά πώς να την αντικρίσω.Εκανα αμάν να την ηρεμήσω.Ασε ο πατέρας του με έχει πριξει στα τηλέφωνα γιατί δεν τον βρίσκει.Απορω πως τον άντεχε η μάνα του>>.
<<Ωχου καλά καλά κάτι ήρεμο μόνο,>>του είπε η Ξένια για να σταματήσει.
<<Παρακαλώ τι θα θελ->>ακούστηκε η φωνή της Σοφίας και μια παύση.
<<Ω σκατά ,>>αναφωνησε ο Αχιλλέας και σήκωσα το βλέμμα μου.
<<ΛΙΟΝΤΑΡΑΚΙ ΜΟΥ,ΚΑΡΧΑΡΙΑΚΙ ΜΟΥ,>>τσηριξε η Σόφια και πήδηξε πάνω από τον πάγκο πάνω στον Πάρη και στον Αλέξανδρο που στεκοντουσαν στη μέση του μαγαζιού.
<<Γεια σου δαιμονακι ,>>της είπε ο Πάρης καθώς είχε πέσει στην αγκαλιά του .
Έπειτα τον άφησε και αγκαλιάσει τον Αλέξανδρο.
<<Μου έλειψες τόσο πολύ γαμώτο ,>>της είπε εκεινος και την αγκάλιασε σφιχτά ανασηκώνοντας την λίγο στον αέρα.
<<Τα αγόρια της είναι αυτά;>>
Ξεπρόβαλλε η Μυρτώ από δίπλα μας μαζί με τον αδερφό της.
<<Και έχω θέλω .Μπορώ να έχω και εγώ δύο;>>
<<Ούτε να το σκέφτεσαι ,>>την μάλωσε εκείνος.
<<Ξενερωτε>>.
Δύο;Γιατί δύο;Που ήταν ο Αναστάσης;
Σαν να διάβασε τη σκέψη μου η Σοφία κοίταξε πίσω τους και τον έψαξε.
Κάτι της είπαν και εκείνη πήγε να τρέξει αλλά ο Αλέξανδρος την σταμάτησε .
<<Θα την σκοτώσω.Θα την γδαρω ζωντανή,>>φώναζε καθώς την κρατούσε σηκωτη.
Η Ηρώ έκανε νόημα στον Αχιλλέα να πάει γιατί είδη είχαμε γίνει θέαμα.
Αλλά με το που σηκώθηκε τον εσμπρωξε ένας Μάρκος φουριοζος και με γρήγορες κινήσεις άρπαξε τον Πάρη από τον γιακά.
<<Που είναι το αγόρι μου ;>>
Ρώτησε έξαλλος.
<<Ε,τι κάνεις,>>φώναξε ο Αλέξανδρος έτοιμος να επιτεθοεναλλανο Αχιλλέας τον Άρπαξε από το μπράτσο.
Ο Πάρης κοιτούσε τον Μάρκο σαν να μη καταλάβαινε τι έλεγε.
Άρπαξε το χέρι του αργά το ξεμολοκαρε από τον γιακά του και έπειτα τίναξε το ύφασμα από το πουκάμισο.
<<Πρόσεχε γιατί είναι Αρμάνι.Και τι στον πούτσο λες ποιο αγόρι σου>>.
<<Τον Φιλίππο>>
<<Ποιος είναι αυτός;>>
<<Κουφός είσαι ;Το αγόρι μου τι λέω τόση ώρα>>
<<Και που θες να ξέρω που είναι;Σοφία τι λέει;>>
<<Δεν σας βρήκε ο Φίλιππος;>>
Ρώτησε φοβισμένα η Σοφία
<<Όχι θα έπρεπε;>>
Είπε ο Αλεξάνδρος.
<<Τι σημαίνει αυτό ;Αν δεν σας βρήκε τι έγινε;Στο νησί μαζί σας ήταν;>>
Ο Αχιλλέας επενέβη .
<<Καλύτερα να πάμε αλλού γιατί ακούει κόσμος>>.
Μας έκανε νόημα να σηκωθούμε και εγώ έπιασα το καροτσάκι της Ηρώς.
Εκείνη δεν άφηνε το βλέμμα της από τον Αλέξανδρο που μειδίασε
<<Ξανθούλα μας έλειψες,>>μειδίασε και εγλυψε τα χείλη του.
<<Μια λέξη ακόμα να της πεις.Ή ενα βλέμμα ακόμα να ρίξεις ή έστω να αναπνευσεις δίπλα της θα σε τελειώσω,>>του γρυλισε ο Αχιλλέας
<<Μυρτώ το ρόπαλο,>>φώναξε η Σοφία και η Μυρτώ έτρεξε μέσα .
<<Τι στο καλό Σοφία;>>
Είπε σαστισμένα ο Αχιλλέας .
<<Νόμιζα το ξεπεράσαμε αυτό.
<<Αν τους αγγιξεις δεν έχουμε ξεπεράσει τίποτα>>.
Ο Αλέξανδρος γέλασε.
<<Έλα δαιμονακι περασμένα ξεχασμένα Ξέρεις πως δεν θα έβλαπτα την αδερφή σου,>>Την αγκαλιάσει από πίσω και της δάγκωσε το αυτί και εκείνη χασκο γέλασε .
<<Αυτό το γέλιο είχα ξεχάσει πόσο με γκαυλωνει>>.
Ο Αχιλλέας σχεδόν εφτησε το σάλιο του
<<Τέλος πάντων πριν ξεράσω πάμε>>.
Τα νέα δεν ήταν και τόσο καλά όταν φτάσαμε στο σπίτι
Είχε έρθει και ο Γαβριήλ.
Οι δύο τους μας εξήγησαν πως κατάφεραν να αποδράσουν από μια εξέγερση που είχε γίνει στον Κέρβερο με κάποιους άλλους μαζί .
Ο Αναστάσης όμως είχε μείνει πίσω γιατί στην προσπάθεια να τους βοηθήσει να διαφύγουν τον έπιασαν με τις διατεγες τις Μητέρας και αυτός για να μην πιάσουν τους άλλους έμειναν πίσω.
<<Το αρκουδάκι μου>>κλαψουρισε η Σοφία.
<<Και δεν θυμάστε που είναι το νησί;>>
Ρώτησε ο Αχιλλέας .
<<Όχι δυστυχώς με το πλοίο που διαφυγαμε όλα τα συστήματα δεν κατέγραψαν κάτι ως συνήθως .
Είμασταν πολύ μακριά όταν άρχησαν να λειτουργούν.
Φτάσαμε Ιταλία και τότε ξεκίνησαν να λειτουργούν Αλλά δεν υπήρχε καμία καταγραφή από όλη τη διαδρομή>>.
Οι υπόλοιποι που ήταν μαζί τους ήταν σε ασφαλές σημείο.
Αλλά τα νέα για τον Φίλιππο δεν ήταν καλά
Κανείς δεν τον είχε πουθενά ούτε τους είχε βρει
Που αυτό σήμαινε πως τα πράγματα ήταν πολύ άσχημα και πιθανόν τον είχαν πιάσει
<<Ο Γαβριήλ μιλούσε στο τηλεφωνο μέσα στα νεύρα με τον Μπιλ και ο Αχιλλέας έπαιρνε την μάνα του>>.
Ο Πάρης στράφηκε σε εμένα.
<<Τι;>>
<<Που είναι;>>
Ρώτησε και κατάλαβα αμέσως ποια εννοουσε.
<<Δεν είναι εδώ και δεν έχω ιδέα που είναι;>>
Με κοίταξε περίεργα και έπειτα εβνγακε ένα τσιγάρο από την μπροστινή τσέπη το σακακιού του .
<<Την χρειαζόμαστε.Μπορει να αλλάξει το παιχνίδι>>.
<<Και εσείς το θέλετε αυτό;>>
Τον ρώτησα .
<<Δεν με νοιάζει τι θα πάθουν.Μια ζωή φυλακισμένοι είμασταν.Μεχρι που... Θα έκανα τα πάντα για εκείνη,>>κοίταξε την Σοφία που την γαργαλουσε ο Αλέξανδρος για να σταματήσει να κλαίει.<<Θέλω και οι υπόλοιποι να ζήσουν κάτι αντίστοιχο>>.
<<Έλα Σοφάκι μου.Καλα θα είναι.Τον ξέρεις τον Αναστάση.Τρελος είναι Θα τα αντέξει.Για εσένα.Για εμάς>>.
Ο Μάρκος σηκώθηκε και βγήκε έξω με την Ξένια και την Ηρώ να πηγαίνουν από πίσω του.
Ήταν σε άθλια κατάσταση .
Δεν ξέραμε εάν ο Φίλιππος ήταν νεκρός η ζωντανός .
Θα τον καταστρέφε η άγνοια.
Όπως όλους μας .
<<Βρε βρε βρε δες τι ξέβρασε η αποχέτευση,>>ακούστηκε από το τη πόρτα του υπογείου
<<Καργιόλη,>>φώναξε ο Αλέξανδρος και σηκώθηκα να επιτεθεί στον Άγη που τον κοιτούσε με ένα μειδίαμα στα χείλη.
<<Τι κάνει αυτός εδώ;>>
<<Άντε πάλι και εσύ.Guest Star είπαμε.Τα ίδια θα λέω έλεος πια με αυτό το σενάριο>>.
<<Σοφία τι κάνει αυτός εδώ;>>
Έτριξε τα δόντια ο Πάρης .
<<Είναι κάτι σαν αιχμάλωτος μας.Η μάλλον σαν ενοχλητικός συγκάτοικος.
Αλλά μην ανησυχείς το έχω.Ευκολα λυνεται το πρόβλημα>>
Σηκώθηκε και άρπαξε το ρόπαλο της και άρχισε ένα τρέχει προς τον Άγη.
<<Μα το θεό διάσηση θα πάθω ,>>έτρεξε ο Αγης για να διαφύγει .
<<Έλα εδώ βλαμμένο>>.
<<Και για πείτε πού θα κοιμηθούμε;>>
Ρώτησε ο Αλέξανδρος και άπλωσε τα πόδια του στο τραπεζάκι του σαλονιού και απλωθηκε στον καναπέ.
<<Στο υπόγειο,>>του πέταξα .
Είχαμε παραγεμισει εδώ μέσα Δεν θα χωρουσαμε .
<<Μα είναι ο άλλος κάτω,>>παραπονέθηκε .
<<Γιατί φοβάσαι;>>
Τον ειρωνεύτηκε ο Αχιλλέας.
<<Χέστηκα αυτό έχουμε αυτό θα πάρετε.
Αλλιώς έχουμε ωραιότατες ξαπλώστρες στην πισίνα.Δεν πειράζει που είναι χειμώνας θα στρωσετε επιδερμίδα
Ίσως έπρεπε να συνεχίζω να κοιμάμαι και να κοιμάμαι
Τα όνειρα μου ήταν λιγότερο παλαβά από την πραγματικότητα.
Αυτό ευχόμουν και τη στιγμή στην απονομή μου
Γιατί ήταν το όνειρο μου από την μία αλλά ήλπιζα να κοιμόμουν.
Στη γεμάτη αίθουσα από κόσμο τα παιδιά της λέσχης και τους φίλους μου χειροκροτηματα ακούστηκαν όταν μου έδωσαν το βραβείο του καλύτερου νέου σεφ της χρονιάς.
<<Ορφεακό ,>>φώναζε η Σοφία και σφύριζε με τα δάχτυλα στο στόμα.
Τα αγόρια της δεν είχαν έρθει μαζί γιατί έπρεπε να δουν τι κάνουν όσοι είχαν έρθει μαζί τους.
Θα ήταν μόνοι τους σπίτι και ήλπιζα να μη το βρίσκαμε καμένο.
Ο Άγης είχε πάει για ασφάλεια στη λέσχη με τον Μπιλ να τον φιλάει σε άλλο υπόγειο .
Δεν του άρεσε η ιδέα αλλά δεν είχαμε κάποιον άλλον
Όλοι τους με κοιτούσαν με περηφάνια .
Τα αστέρια Μισελεν.
Ο τίτλος.
Δεν είχαν όμως καμία σημασία.
Ήμουν ευτυχισμένος αλλά το χαμόγελο μου ήταν ψεύτικο.
Είχα μια ελπίδα όταν ήρθαμε στην Αθήνα όλοι μαζί πως θα ερχόταν να έβλεπε.
Το είχε υποσχεθεί πως δε θα το έχανε.
Το είχε υποσχεθεί.
Δεν σημαίνει πως θα τα βρίσκαμε.
Αλλά ήθελα να με δει.
Πάντοτε πίστευε σε εμένα.
Και ήλπιζα πως θα ερχόταν.
Φώτα και φλας άστραψαν στα μάτια μου καθώς κρατούσα την τιμητική πλακέτα μου.
<<Ευχαριστώ πολύ.Αλλα κυριως την ομάδα μου γιατί χωρίς αυτούς δεν θα μπορούσα να τα καταφέρω>>.
Ούτε χωρίς εσένα Όμορφη.
Το προσωπικό μου, φώναξε και χειροκροτησε από κάτω .
Ο χώρος ήταν γεμάτος με κόσμο σημαντικό.
Καλό φαγητό και ποτό.
Τα παιδιά παιρνουσαν καταπληκτικά και εγώ έκανα τη μια γνωριμία μετα την άλλη.
Μέχρι και καινούργιες συνεργασίες έκλεισα.
Όλα τα όνειρα μου γινόντουσαν πραγματικότητα.
Εκτός από ένα.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top