Κεφάλαιο 50ο
Το τραγούδι μεγάλη έμπνευση για το κεφάλαιο .
Αν θέλετε το βάζετε.
Έμιλι στο κάπου...
Τα γυμνά μου πόδια ακουμπάνε στο υγρό χορτάρι.
Οι άκρες των δαχτύλων μου περνάνε πάνω από τα πέταλα των λουλουδιών και των ψηλών χορταριών.
Οι πυγολαμπίδες ξυπνάνε και φωτίζουν το γύρω μου καθώς εγώ περπαταω στο λιβάδι και γεμίζω το άσπρο μου φόρεμα με τα χρώματα του.
Ο άνεμος είναι κρύος.
Ο ουρανός ένα μείγμα από μωβ και μπλε.
Οι δύο πλανήτες φωτίζουν αυτό το μέρος και το κάνουν μαγικό.
Το νερό της λίμνης μπροστά μου φωτίζεται πράσινο με χρυσό.
Και βαδίζω.
Όλα είναι ήσυχα γύρω μου.
Μόνο οι ήχοι από μικρά περίεργα ζώα και από τον άνεμο το κάνουν να φαίνεται ζωντανό.
Γνωρίζω πλέον πως αυτό το μέρος δεν είναι μόνο ο παράδεισος.
Είναι κάτι πολύ περισσότερο.
Κάτι που η ανθρώπινη ψυχή μας δεν μπορεί να το καταλάβει.
Αρχίζω να πιστεύω πως εδώ ανηκαμε πάντα.
Δεν είμαι μόνη εδώ από τη πρώτη στιγμή που ήρθα.
Το μέρος είναι τόσο μεγάλο που κάθε ψυχή που έχει φύγει κατοικεί πλέον εδώ.
Και κάθε ψυχή που περιμένει να γεννηθεί ή να ξαναγεννηθεί είναι σε αναμονή.
Όπως και οι μαύρες και οι σκοτεινές.
Ίσως ο παράδεισος και η κόλαση είναι το ίδιο μέρος
Αλλά όλοι δεν είναι σαν και εμένα.
Το γνώριζα από τη πρώτη στιγμή.
Ήθελα τόσο απεγνωσμένα να γυρίσω πίσω ,που για πολύ καιρό έτρεχα τριγύρω να βρω τρόπο να επιστρέψω.
Σε εκείνη ,στο παιδί μου.
Δεν εκτιμούσα τη ζωή .
Μέχρι που την έχασα .
Τότε την ήθελα πίσω
Όσο δύσκολη και τρομακτική να ήταν .
Με όλα τα κακά που είχαν συμβει.
Ήταν ζωή.
Δεν εκτιμάμε κάτι μέχρι να το χάσουμε.
Αν είχα μια δεύτερη ευκαιρία θα πάλευα ακόμα περισσότερο να την κρατήσω .
Να ζήσω.
Γιατί η ζωή είναι όμορφη.
Στα μικρά πράγματα.
Στο γέλιο.
Στον πρωινό καφέ που θα πιεις.
Στα λόγια που θα ανταλλάξεις με τους φίλους σου.
Στον έρωτα.
Στα φιλιά.
Ακόμα και όταν μαλώνεις με κάποιον έχει τόσο αξία γιατί δείχνει πως είσαι ζωντανός.
Ζωή.
Οι ακτίνες τους ηλίου στο δέρμα σου.
Το νερό της θάλασσας στα πόδια σου.
Τα μικρά έχουν αξία.
Ακόμα και αν φαίνονται όλα μαύρα και μάταια .
Πως δεν θα αλλάξουν ποτέ .
Πάντοτε υπάρχει το φως .
Πάντοτε μας βρίσκει.
Έχω δει το σκοτάδι .
Έχω νιώσει το σκοτάδι .
Ζει μέσα μου.
Αλλά πάντοτε κυνηγούσα το φως .
Και ας μη μπόρεσα να το κρατήσω.
Μην είστε σαν και εμένα .
Κρατήστε το σφιχτά να μη σας φύγει.
Ακόμα και αν όλα μοιάζουν πως έχουν τελειώσει.
Εύα με ακούς;
Κρατησου από το φως .
Είναι εκεί έξω.
Ψάξτε το.
Όταν το βρείτε μη το αφήσετε.
Ποτέ δεν βρήκα τρόπο να γυρίσω πίσω έτσι όπως θα ήθελα.
Ούτε ξανά γεννήθηκα.
Ο κύκλος της ψυχής μου είχε τελειώσει με αυτή τη ζωή ,της Έμιλι.
Μου το είπε όταν το πρώτο είδα.
Μετά από καιρό .
Μετά από πολλά δάκρυα και ουρλιαχτά στο λιβάδι.
Στεκόταν εκεί πάνω στη λίμνη το ελάφι με τα κέρατα.
Περικυκλωμένο από φως.
Αυτό ψάχνω και τώρα.
Γιατί από τότε ,δεν το ξανά είδα ποτέ
Όλοι είναι στο σπίτι και παίζουν επιτραπέζια.
Δεν κατάλαβαν πως έφυγα.
Έπρεπε να ψάξω να το βρω .
Να με βοηθήσει.
Οι σκιές παραμονεύουν και εγώ νιώθω αβοήθητη.
Δεν μπορώ να τους δω πλέον.λ στη γη
Ούτε να κατέβω .
Δεν μπορώ ούτε να δω τον γιο μου.
Με έχουν αποκλείσει.
Ένα μικρό κουνέλι με ασημένιο τρίχωμα πέρασε από μπροστα μου με τα μικρά της να τρέχουν από πίσω της
Ο άνεμος δυνάμωσε για λίγο και οι πυγολαμπίδες άρχισαν να χορεύουν γύρω μου
Τα φύλλα από τα δέντρα ανεμίζουν και οι γύρη από τα λουλούδια σαν χρυσόσκονη φεύγει και στριφογυρνα αναμεσα από τις πυγολαμπίδες..
Δύο ελαφάκια άσπρα παραδιπλα τρώνε το χορτάρι και με το που με βλέπουν σηκώνουν το κεφάλι.
Λιβελούλες χρωματιστές πετάνε από τα δέντρα στον ουρανο
Καθώς σηκώνω το κεφάλι μου ένα πεφταστέρι εμφανίζεται με μια ουρά φωτεινή σε χρώματα κίτρινο και πορτοκαλί.
Και περπατώ ανάμεσα από τα χόρτα προς τη λίμνη .
Πιστεύα πως ήταν ο Θεός όταν το είδα πρώτα φορά πάνω στη λίμνη να πινει νερό.
Καθόμουν κουλουριασμένη με τα γόνατα στο στέρνο και έκλαιγα.
Όταν το φως του με τύφλωσε.
Με πλησίασε αργά.
Εγώ έκανα πίσω τρομαγμένη .
Πρώτη φορά έβλεπα κάτι τόσο όμορφο .
Τόσο μαγικό.
Τόσο θεικό.
Μπροστά σε τέτοιο μεγαλείο νιώθεις φόβο και παράλληλα σεβασμό.
Με πλησίασε αργά.
Τα κέρατα του μαγευτικά .
Μεγάλα .
Το τρίχωμά του λείο και λαμπερό.
Τα μάτια του χρυσά και φωτεινά .
Έφτασε κοντά μου και έσκυψε το κεφάλι του.
Δειλά άπλωσα το χέρι μου για να το χαϊδεψω.
Προς έκπληξη μου με άφησε.
Αναρωτιόμουν τι έκανε αυτό το πλάσμα εδώ.
Και τότε ,καθώς το δέρμα του άγγιξε το δικό μου.
Μου μίλησε ,χωρίς να μου μιλήσει.
Μέσα στο μυαλό μου .
Μου έδειξε τα πάντα για αυτό το κόσμο.
Πως δημιουργήθηκε.
Το σύμπαν.
Οι πλανήτες .
Η γη .
Οι άνθρωποι.
Αυτό το μέρος και όλα του τα μυστικά .
Ακόμα και για τις σκιές.
Μα το πιο περίεργο από όλα ήταν πως μου έδειξε έμενα.
Σε όλες μου τις ζωές.
Μέχρι και την τελευταία.
Και τον σκοπό μου.
Το πεπρωμένο μου.
Είχα μείνει να το κοιτώ με δάκρυα στα μάτια .
Ό,τι ερώτηση και να του έκανα έμεινε αναπάντητη.
Του ζήτησα να γυρίσω πίσω.
Μα μου το αρνήθηκε.
"Ο κύκλος σου τελείωσε.Και ένας άλλος ξεκινά".
Ήταν η τελευταία φράση που ήχησε στο μυαλό μου ,πριν εξαφανιστεί .
Νόμιζα με είχε παρατήσει.
Μέχρι που μου είπε η Βασιλική πως το είδε μαζί με τον Ορφέα.
Και έτσι βαδίζω για να το βρω ξανά.
Δεν ξέρω το όνομα του,για να το φωνάξω.
Ίσως είναι Θεός,ίσως άγγελος,ίσως είναι ο προστάτης αυτού το μέρους
Πρέπει να το βρώ.
Ο ρόλος που μου έδωσε έχει γίνει βαρύς.
Δεν μπορώ να το κάνω μόνη μου.
Το χρειάζομαι.
Και βαδίζω ανάμεσα από τα ψηλά χόρτα.
Τα λουλούδια.
Τα μικρά σκιουράκια που τρέχουν πάνω στα κλαδιά.
Τα μικρά ζωα γύρω μου αρχίζουν και ξεπηδούν από παντού .
Ξαφνικά είναι τόσα πολλά .
Έχουν μαζευτεί όλων των ειδών γύρω μου .
Έπρεπε να καταλάβω πως με ακολουθούν.
Ένα άλογο εμφανίστηκε.
Ένας πάνθηρας.
Και μια αρκούδα .
Μια κουκουβάγια.
Κάστορες.
Και πλάσματα μαγικά με φτερά σαν ξωτικά.
Μικρά πλάσματα με φύλλα στο δέρμα τους σκαρφαλώνουν από τα δέντρα και κατεβαίνουν .
Στο νερό πετάγονται ψάρια και μεγάλες ουρές ξεπροβάλλουν.
Φάλαινες ,δελφίνια .
Και ....
Νύμφες με μακριά μαλλιά.
Πλάσματα που δεν είχα ξαναδεί ποτέ μου ξανά εδώ.
Και εκεί καθώς κοιτάζω τριγύρω μου αυτό το μαγικό συμβάν,βγαλμένο από παραμύθι.Σε ένα κλαδί ενός δέντρου
ένα μαύρο φίδι αρχίζει και ξετυλίγεται.
Από το κορμό του ξεπρόβαλει ένας μαύρος λύκος που τεντώνει το σώμα του και βαδίζει προς το μέρος μας με τις μεγάλες του πατούσες .
Και από το θάμνο δίπλα ξαφνικά μια κόκκινη αλεπού ξεπηδά .
Μπουρδουκλωνεται και κατρακυλάει δίπλα μου.
Έπειτα σηκώνεται και τίναζει το τρίχωμα της σα να μη συμβαίνει τίποτα και άρχιζει να περπατά.
Σκοτάδι φενεται να μαζεύεται από μακριά στις κορυφές των βουνών λ.
Οι σκιές φωνάζουν .
Και εμείς ακούμε την οργή τους.
Αυτό το μέρος είναι ο παράδεισος και κάτι περισσότερο.
Αλλά το σκοτάδι υπάρχει ακόμα και εδώ.
Είναι η αιώνια μάχη
Περίεργο όλο αυτό.
Βαδίζω προς την όχθη με όλα τα ζώα και όταν φτάνω στην άκρη της, όλα σταματάνε και κοιτάνε προς το κέντρο της λίμνης .
Προσκυνάνε.
Σηκώνω το βλέμμα μου.
Και εκεί στη μέση .
Είναι εκείνο.
Το πλάσμα το φωτεινό .
Μαγικό.
Εξωπραγματικό.
Που ο ανθρώπινος νους δεν μπορεί να το συλλάβει.
Όλο το σώμα μου μουδιάζει από την αγαλλίαση και τον θαυμασμό.
Δάκρυα αρχίζουν και τρέχουν από τα μάτια μου .
Εκείνο σηκώνει το κεφάλι του από νερό.
Τα ζώα στη λίμνη σταματούν και οι νύμφες κάνουν μέρος για να περπατήσει.
Οι πυγολαμπίδες με περικυκλώνουν .
Πετάνε πάνω από τη λίμνη.
Βγάζω τα παπούτσια μου .
Σηκώνω το ένα μου πόδι και ακουμπω την επιφάνεια νερου.
Ξέρω πως θα με κρατήσει.
Το ακουμπώ και έπειτα το αλλο.
Περπατώ αργά πάνω στο νερό και το πλησιάζω.
Το νερό υποχωρεί γύρω μου σε χρώματα πράσινο μπλε, χρυσό.
Είναι ζεστό.
Εκείνο βηματίζει και το φως του εξαπλώνεται γύρω μας καθώς όλοι προσκυνάνε.
Και εγώ δεν σταματώ να κοιτώ τον Θεό,τον άγγελο ,τον προστάτη.
Φτάνω κοντά ου κοντο στεκομαι και το κοιτώ.
Προσκυνώ με το κεφάλι μου κάτω.
Χαμηλώνει τα μπροστινά του πόδια και σκύβει το κεφάλι του.
Σηκώνω αργά το βλέμμα μου.
<<Ήρθες ξανά,>>του είπα απλονωντας την παλάμη μου να το χάιδεψω.
<<Σε χρειαζόμαστε.Σε χρειάζομαι,>>του είπα ψιθυριστά παίρνοντας το κεφάλι του στα χέρια μου.
Εκείνο με χάιδεψε απαλά καθώς ακούμπησα το μάγουλο μου πάνω του .
Ήταν τόσο ήρεμο .
Το φως του με έκανε να ηρεμώ.
Και μου έδειξε ξανά.
Όλα εκείνα τα κρυμμένα .
Όλα τα μυστικά του σύμπαντος.
Όλα όσα εκείνα λαχταρούσα..
Και τέλος....
Την ελπίδα ...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top