Κεφάλαιο 4ο

Τότε
Έμιλι,21 ετών.

Η τσαγιέρα σφυρίζει πάνω στο μάτι.Λατρεύω το τσάι.Αν και η Εύα πάντοτε λέει ότι πίνω το κατακάθι από χόρτα.Όσο και να προσπαθώ να την πείσω να δοκιμάσει πάντοτε αρνείται.
Μια φορά μόνο δοκίμασε τσάι από τζίντζερ,το αγαπημένο μου και κόντεψε να μείνει στον τόπο.

Δε το έδειξε βέβαια.Το ήπιε όλο χωρίς να δείξει την δυσαρέσκεια της.
Αλλά το βλέμμα της τα έλεγε όλα.
Την αγαπώ που προσπαθεί να μη με κακοκαρδίσει.
Σε άλλη περίπτωση θα έλεγε πως έχει γεύση κάτουρου.
Εμένα όμως με ηρεμούσε.

Βάζω το τσάι στη μαύρη μου κούπα με την στάμπα της Κιμ της απίθανης.
Ήταν το αγαπημένο που παιδικό.
Μια απλή κοπέλα που το πρωί ήταν μαθήτρια και το βράδυ κυνηγούσε τους κακούς .
Ξυπνούσα κάθε πρωί και άναβα τη τηλεόραση στα κρυφά από τους ανάδοχους γονείς,για να την δώ .
Είχα κολλήσει και την Εύα να το βλέπει μετά αν και το θεωρούσε χαζό.
Αλλά όταν βρήκε τη κούπα μου την έφερε δώρο.
Σαν ενθύμια από τις στιγμές μαζί όταν είμασταν μικρές.
Οι μόνες χαρούμενες στιγμές .
Ήθελα να γίνω σαν  και εκείνη με κάποιο τρόπο να σώσω το κόσμο από τα τέρατα του.
Αλλά δεν παίρνουμε πάντα αυτό που θέλουμε έτσι δεν είναι;

Φέρνω τη ζεστή κούπα στα χέρια μου και κοντά στο πρόσωπο μου
Φυσώ ελαφριά για να κρυώσει.
Έπειτα παίρνω μια γουλιά.
Η γεύση του χτύπησε τη γλώσσα μου και με έκανε να ανατριχιάσω.
Είναι λίγο πιο πικρό από τις προηγούμενες φορές και με τη σκέψη αυτή γυρνώ ανοίγοντας το ντουλάπι να προσθεσω δύο κουταλιές μέλι.

Γυρίζω το κουτάλι δύο φορές ριχνοντας το έπειτα  στον νεροχύτη και πλησιάζω το τραπέζι της κουζίνας που είναι γεμάτο με χαρτιά και ταχυδρομικούς φακέλους κλειστούς.
Το ξύλινο μικρό μπαούλο δίπλα μισογεμάτο.

Ο Ελάιζα ,παίρνει τον μεσημεριανό του ύπνο μέσα στη κρεβατοκάμαρα μας.
Έκλεισε τα δύο χτες.
Του κάναμε το μεγαλύτερο πάρτι χτες.
Μόνο οι τρεις μας.

Η Εύα με τη φωτογραφική μας τραβούσε με τη τούρτα μπροστά μας και με εκείνον στην αγκαλιά μου.

<<Happy birthday to you,>>του τραγουδούσε με εμένα να ακολουθώ μια εκείνος να προσπαθεί να ακολουθήσει.
Η γλώσσα του άρχιζε σιγά σιγά να λύνεται με τις πρώτες λέξεις να βγαίνουν.

Η πρώτη του ήταν μαμά,όταν τον κρατούσε η Εύα στην αγκαλιά της μια μέρα.
Σοκαριστικές τόσο πολύ που κόντεψε να τον ρίξει και εγώ έσκασα στα γέλια.
Και η δεύτερη την έστειλε με εγκεφαλικό.

<<Putain(γαμώτο),>>αναφώνησε ο Ελάιζα στο τέλος του τραγουδιού χτυπόντας παλαμάκια και σβήνοντας το κερί που έγραφε δύο.

<<Έλι,κακιά λέξη ,>>του φώναξε εκείνη και εγώ γέλασα .

Με κοίταξε σουφρόνωντας τα φρύδια της.

<<Τι;Αυτά παθαίνεις όταν δεν κόβεις την αγαπημένη σου λέξη,>>της είπα.

<<Που να φανταστώ ότι θα έπιανε τα γαλλικά από τώρα,>>είπε αγανακτησμένα και ήρθε προς τα εμάς.
<<Μικρέ ,>>τον κοίταξε.<<Μη την πεις ξανά εντάξει αλλιώς θα σε γαργαλίσω;>>
Τον κοίταξε και τον γαργαλισε χωρίς προειδοποίηση και εκείνος άρχισε να κινείται σαν χέλι πάνω μου

<<Έλα , σταματήστε ,>>φώναξα.
<<Βάλε τη κάμερα να βγούμε και οι τρεις.>>

<<Φυσικά Ange,στις διαταγές σας,>>είπε η Εύα κάνοντας μια υπόκλιση ιπποτική μπροστά μας.
<<Σωστά Έλι,δε θέλουμε να θυμώσει η μανούλα,>>έκλεισε το μάτι της στον Ελάιζα.Εκείνος χαχάνισε.

Ένα λεπτό αργότερα κοιτούσαμε τη κάμερα στημένη στο τρίποδα της,περιμένοντας το κλικ.

<<Με το ένα,>>μετρούσε η Εύα ,<<Με το δύο ,με το τρίά.Χαμόγελο>>

<<Putain,>>ξανά φώναξε ο μικρός πάνω στο κλικ με τα χέρια του να πέφτουν μέσα στη τούρτα με δύναμη.
Η φωτογραφία στη ψηφιακή οθόνη με εμένα να γελάω και την Εύα πάλι να είναι σοκαρισμένη με κομμάτια τούρτας πεσμένα πάνω μας , έγινε η αγαπημένη μου.

Δε θα αργούσε για πολύ.
Είχε μάθημα στο Πανεπιστήμιο.
Σήμερα είχε ρεπό από τη δουλειά.
Θα περνούσε και από το σούπερ μάρκετ να πάρει υλικά για τάκος.
Γιατί κάθε Τρίτη ήταν η νύχτα με τάκος.
Θα βάζαμε τον μικρό για ύπνο και έπειτα θα αράζαμε στο καναπέ βλέποντας καμία γαλλική ρομαντική ταινία.

Απορώ με τον ευατό μου για τη μεταστροφή που έχω κάνει .
Μισούσα τα γαλλικά και το μέρις πριν έρθω.
Αλλά όταν ήρθα εδώ μέσα από εκείνη το αγάπησα.

Ο ήλιος έξω από το παράθυρο φωτίζε ελάχιστα έξω ανάμεσα από τα σύννεφα.
Μια ανοιξιάτικη μπόρα λίγο πριν είχε μαυρίσει το τοπίο.
Και εγώ σκεφτόμαι τα νεύρα που θα είχε η Εύα αν την πέτυχε η βροχή γιατί ποτέ δεν έπαιρνε ομπρέλα μαζί της,ενώ της έλεγα πως ο καιρός είναι πάντα απρόοπτος.
Όπως και οι άνθρωποι.
Δε γνωρίζεις το πότε θα ξεσπάσουν.
Ποτέ της όμως δεν με άκουγε.

Έγραψα το τελευταίο γράμμα σήμερα.
Δε ξέρω ,νιώθω πως δεν έχω χρόνο.
Δεν έχει ιδέα,ότι το κάνω αυτό.Θα τα βρει μόνο αν συμβεί κάτι σε εμένα.
Εδώ μέσα είναι όλα όσα δεν της έχω πει.
Ίσως δε τα ανοίξει και πότε της
Καλύτερα .
Δε χρειάζεται να ζήσει το σκοτάδι περισσότερο.
Μπορεί να μη γίνει και πότε τίποτα και εγώ απλά να χάνω το μυαλό μου
Το σπίτι είναι ασφαλές.
Έχουμε συναγερμό , κάμερες.
Εγώ δε βγαίνω από το σπίτι μόνη ,μόνο όταν χρειάζεται να πάω στη σχολή μόδας που παρακολουθώ.
Η δουλειά μου είναι άλλωστε και από το σπίτι. Κάποιες ώρες δουλεύω σαν γραμματέας σε μια εταιρεία με ξενοδοχειακές μονάδες μέσω υπολογιστή.
Έτσι έχω χρόνο να είμαι σπίτι με το μικρό.
Προσπαθούμε να κάνουμε το πρόγραμμα έτσι ώστε να βολεύει και τις δύο και να είμαστε ασφαλείς και να είναι πάντα κάποιος μαζί με το μικρό.

Γιατί στην από κάτω δεν επρόκειτο να τον ξανά αφήναμε έλεγε.
Μια φορά κάναμε το λάθος και τον τάισε μαρμελάδα κεράσι ,ενώ της είχαμε πει πως είχε αλλεργία σε αυτά.
Η Εύα κόντεψε να την πνίξει.
Θα μέναμε χωρίς σπιτονοικοκυρά αλλά την χρειαζόμαστε που και που.

Πάντοτε έχω το όπλο μου μαζί.
Όπως και η Εύα.
Δε ξέρω που τα βρήκε και πως αλλά ήταν μια ασφάλεια
<<Μη ρωτάς πολλές ερωτήσεις ,>>μου έλεγε.
Αλλά είναι για ασφάλεια.
Δύο χρόνια όμως τώρα τίποτα δεν έχει συμβεί.
Είναι σαν να με έχουν ξεχάσει.
Γνωρίζω καλά όμως πως η ηρεμία είναι ψεύτικη..
Δε θα με αφήσει ποτέ το ξέρω
Απλά παραμονεύει.
Τον νιώθω.
Θα βρει τη κατάλληλη στιγμή .
Και εκεί που πιστεύεις πως τα έχεις προβλέψει όλα θα χτυπήσει.

Αφήνω τη κούπα κάτω στο τραπέζι και αρχίζω να τα βάζω όλα στη θέση του κλείνοντας και το τελευταίο.
Με το μικρό κλειδί στη κλειδαριά του κλίνω το καπάκι και κλειδώνω
Γυρνώ το κουτί ανάποδα .
Πιέζω το κέντρο ελαφρυά και το ξύλο υποχωρεί σαν κάτω και έπειτα στο πλάι σαν μια μικρή στρωμένη πόρτα .
Τη κρυφή κρυψώνα δε θα την έβλεπε κανείς με το πρώτο μάτι .
Έπρεπε να κοιτάξεις και όχι να δεις απλά
Έβαλα το κλειδί μέσα και το πήγα να το κρύψω κάτω από το κρεβάτι μας.

Έπειτα έριξα μια ματιά στον Ελάιζα ξανά .
Κοιμόταν μετά κλειστά του ματάκια και το δάχτυλο του στόμα.
Είχαμε κόψει την μπιμπίλα, αλλά είχε βρει αντικαταστάτη.
Είναι τόσο γλυκός ,με τις μπούκλες του και τα φουσκοτά μάγουλα του.

Ένα θαύμα γεννημένο από κατάρα
Τόσο ίδιος εγώ αλλά..τόσο εκείνος.

Επέστρεψα στη κουζίνα .
Κάθησα στη καρέκλα και άνοιξα το λάπτοπ μου για να παρακολουθήσω το Criminal Μinds.
Έχω ψύχωση με τη σειρά και ας μη έφταναν αυτά που είχα ζήσει
Αλλά κατά κάποιο τρόπο με έκανε να ξεχαστώ.

Έβαλα ξανά στα χείλη μου την κούπα παίρνοντας ακόμα μια γλυκιά
Η γεύση κάπως καλύτερη από τώρα
Το κινητό μου χτύπησε.

Εύα
Η πολύ καυτή σάλτσα είναι η παράδοση ή η μεσαιά;

Χαμογέλασα ενθυμούμενη τη πρώτη φορά που από την αφηρημάδα της δεν είχε κοιτάξει ποια πήρε και κοντέψαμε να βγάλουμε καπνούς .
Το νερό δε βοηθούσε ,ούτε είχαμε γάλα και γιαούρτι.
Μια βδομάδα γκρινιάζει που έριξε τα μούτρα της και πήγε κάτω στη καρακάξα να ζητήσει γάλα.

<<Στο ορκίζομαι Αnge θα νόμιζε ότι το χρειαζόμουν για κανένα ερωτικό παιχνίδι έτσι αναψοκοκκινισμένη που με είδε.Αυριο πάλι θα μας κοιτάνε περίεργα στο φούρνο .Με την κοτσομπόλα που μπλέξαμε,>>μου φώναξε κλείνοντας δυνατά την εξώπορτα.

Γέλασα.
Άλλωστε τι να πίστευε και η καημένη με όλα αυτά που άκουγε από εμάς όταν το κάναμε.
Με το δίκιο της.

Προς Εύα
Η μεσαία.

Εύα
Ωραιά.Σε μια ώρα έρχομαι.
Έχεις βάλει συναγερμό έτσι;

Προς Εύα
Ναι.

Εύα
Σε αγαπώ.

Προς Εύα
Και εγώ.

Άφησα το κινητό κάτω και επικεντρώθηκα στη σειρά.
Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη μου .
Δε το πιστεύω πως είμαι τόσο τυχερή.
Όταν ήρθα στη πόρτα της πίστευα πως θα με έδιωχνε.
Είχε κάθε δικαίωμα.
Της ράγισαν τη καρδιά άλλωστε.
Της είπα τόσα ψέματα.Σκόρπισα τα όνειρα μας σε μια μέρα.
Και βρισκόμουν μπροστά της μετά από καιρό και μάλιστα έγκυος.
Περίμενα να μου κλείσει τη πόρτα στα μούτρα.
Αλλά δε το έκανε.

<<Δε σε θέλω πλέον το καταλαβαίνεις Δε σε ήθελα ποτέ.Φύγε,>>θυμάμαι να της ουρλιάζω βλέποντας την κομμάτι κομμάτι να σπάει και εγώ μαζί της.

Αλλά δεν γινόταν αλλιώς
Ήμουν μια σκιά τα εαυτού μου.
Τα ναρκωτικά.Ολα όσα μου συνέβησαν .
Ήθελα να την προστατεύσω .
Όσο και να πίστευα στο όνειρο μας δεν επρόκειτο να γινόταν ποτέ αληθινό.
Γιατί ποτέ δεν θα ήμουν ελεύθερη.
Ούτε εκείνη.
Και πόσο μάλλον αν μάθαινε ποια ήταν.
Αυτό δε της το αποκάλυψα ποτέ, μαζί και με κάποια άλλα.Άλλωστε είχε καινούργια ταυτότητα.Δεν ήξεραν ποια ήταν .
Ούτε που ήταν.Αλλά εγώ το είχα καταλάβει με τη μία.Όταν βρήκα την αλήθεια.Ήταν ίδια η μάνα της.
Την έκρυβαν.Πως κατέληξε έξω από αυτά ήταν περίεργο.Όσο πέρασε όμως ο καιρός ,το ανακάλυψα και αυτό.
Και ποτέ δε μίλησα.
Ήταν το σωστό.Να μείνει έτσι στην άγνοια .Ισως είχε μια ευκαιρία να ζήσει φυσιολογικά .Αν το μάθαινε θα έκανε κάτι απερίσκεπτο σίγουρα.

Δεν ξέρω πως με πίστεψε με όλα αυτά που τις είχα πει.
Της τα είχα κρύψει τόσα χρόνια
Και μάλλον είχα κάνει καλή δουλειά.

Και εκεί πίστευα πως θα με αφήσει.
Και δε θα το άντεχα αλλά θα το δεχόμουν .

Την αγαπούσα ακόμα ,όπως και εκείνη.
Αλλά δεν έφυγε ποτέ .
Με βοήθησε να γίνω καλύτερα.
Να κόψω τα ναρκωτικά.
Να ζητήσω βοήθεια .
Μέρα με τη μέρα να κάνω βήματα.
Να μου δείξει πως να ζώ ενώ το έκανα εγώ τόσο καιρό .
Είχε αλλάξει ,είχε γίνει λίγο πιο δυνατή.
Δε με χρειαζόταν εκείνη αυτή τη φορά αλλά εγώ.

Παντρευτήκαμε σε ένα από τα ταξίδια που κάναμε ,αφού γεννήθηκε ο μικρός μας.

Τη μέρα στο νοσοκομείο δε θα την ξεχάσω ποτέ.
Κρατούσε το χέρι μου και έκανε τις ανάσες που έκανα εγώ ασυναίσθητα.
Φαινόταν αποπροσανατολισμένη σαν να ήθελε να βγει από το δωμάτιο .
Πάντοτε την τρόμαζαν τα δωμάτια και οι χώροι με φασαρία και πολλά άτομα
Αλλά μέχρι να ακουστεί το πρώτο κλάμα εκείνη δεν είχε φύγει από δίπλα μου.

Παρόλο που φοβόταν να δεθεί μαζί του του έδωσε μια ευκαιρία ,όπως και σε εμάς.

Αλλά το παρελθόν ποτέ δε κοιμάται έτσι δεν είναι;
Έρπει στο σκοτάδι και παραφυλάει σε κάθε γωνία.

Ζούσα στη κόλαση από μικρή.
Όχι αυτή που μας μαθαίνουν στα βιβλία των θρησκευτικών.
Την αληθινή.
Γιατί τι είναι πιο αληθινό από τη κόλαση που δημιουργούμε εδω στο κόσμο μας;

Και ο άνθρωπος μπορεί να γίνει το χειρότερο τέρας.

Το μεγαλύτερο επίτευγμα του διαβόλου λένε πως είναι να σε κάνει να πιστέψεις πως δεν υπάρχεις ακόμα και αν σου φανερώνει τα πάντα.
Και έτσι είναι .
Δεν κοιτάζουμε απλά βλέπουμε.
Όλα είναι μπορούσα στα μάτια μας
Σερβιρισμένα σε ανοιχτή θέα,αλλά εμείς κλείνουμε τα βλέφαρα ή απλά τα ονομάζουμε μυθοπλασία έτσι δεν είναι;
Ψέματα, συνομωσίες.

Αλλά όχι.Όλα είναι αληθινά και ακόμα και ο διάβολος δε θα τα πίστευε στο τέλος.

Ειδήσεις ,ταινίες ,βιβλία.
Όλα είναι εκεί.
Τα σύμβολα τους .
Οι αριθμοί τους .
Τα πρόσωπα τους.

Μπορεί να μένουν δίπλα σου .
Μπορεί να είναι ο φούρναρης που σου δίνει το ψωμί το πρωί .
Η κοπέλα που σου κόβει τα μαλλιά σου.
Ο γιατρός σου.
Ο φίλος σου .
Ο περαστικός που σε σπρώχνει βιαστικός στο δρόμο .
Ο ηθοποιός η τραγουδιστής που βλέπεις στη τηλεόραση.
Όποιος έχει εξουσία.
Ακόμα και οι ίδιοι σου οι γονείς.

Τους δικούς μου δεν τους γνώρισα ποτέ.
Πέθαναν σε δυστύχημα μου είπαν .
Τροχαίο ,που ήμουν και εγώ μέσα.
Μόνο εγώ επέζησα.
Και δε θυμόμουν τίποτα.
Ήμουν και πολλή μικρή.
Δύο χρόνων
Αλλά προς έκπληξη μου λίγα χρόνια μετά πριν έρθω εδώ στη Γαλλιά, ανακάλυψα πως ο πατέρας μου ήταν ζωντανός.

Τον είδα μια φορά.
Από τον απέναντι δρόμο στεκόμουν και τον κοιτούσα από τη τζαμαρία του μαγαζιού που είχε.

Ήταν ιδιοκτήτης μιας λέσχης με συνεργειό για μοτοσυκλέτες .

Τον κοιτούσα πόσα λεπτά μέσα από τη τζαμρία που δούλευε διστάζοντας να πλησιάσω.
Ήταν όμορφος αν και είχαν περάσει τα χρόνια από πάνω του.
Φαινόταν ευτυχισμένος.
Δεν γνώριζε ότι επέζησα.
Πως να το ήξερε ότι είχε συμβεί αυτό.
Ο φάκελος που είχα βρει στο γραφείο έγραφε τα πάντα είχε και φωτογραφίες.
Το τροχαίο δεν ήταν και τόσο τυχαίο.
Η μητέρα μου είχε περάσει τα ίδια με εμένα αλλά ξέφυγε.

Στην αρχή τουλάχιστον.
Γιατί εκείνο το τέρας δεν έλεγε να την αφήσει.
Έτσι την τιμώρησε και εμένα μαζί.
Ακόμα και τώρα

Η δειλία μου όμως με έκανε να κάνω πίσω και να μη κάνω το βήμα να περάσω απέναντι.

Ήταν ευτυχισμένος .
Είχε μια ζωή και εγώ ήμουν τελειωμένη.
Έτσι γύρισα τη πλάτη μου κοιτώντας τον για τελευταιά φορά.

<<Σε αγαπώ μπαμπά και ας μη σε ξέρω.
Δε χρειάζεται Πάντοτε ζεις μέσα μου.
Δεν μπορώ να σε καταδικάσω στη κόλαση μου και να κινδυνεύσεις>>.

Ήταν η τελευταία φορά που τον είδα .

Έχουν πολλές ονομασίες.
Αν ψάξεις θα της βρεις όλες.
Εδώ λέγονται το τρίγωνο.
Αλλά είναι απλά μια σταγόνα νερού στον ωκεανό.

Πουλάνε αθώες ψυχές .
Δεν τους νοιάζει η ηλικία.
Δεν τους νοιάζει το χρώμα του δέρματος σου ή το φύλο σου.
Αν είσαι φτωχός ή πλούσιος.
Απλά είσαι το προϊόν.

Το εμπόριο λευκής σαρκός μαζί με τα όπλα είναι το πιο κερδοφόρο στο κόσμο.

Αλλά δεν είναι μόνο αυτό.
Όλοι έχουμε ακούσει τις ιστορίες.
Και όσο μακάβριες και να ακούγονται ,είναι όλες αλήθεια.

Λέγονται Τρίγωνο στη Ευρώπη,Κύκλος στην Αφρική, Εξάγωνο στην Ασία, Ρόμβος στην Αυστραλία και τετράγωνο στην Αμερική.
Είναι κάπως αστείο η εμμονή τους με τα σχήματα.Αλλα όλα αυτά αποτελούν απλά τα παρακλάδια ενός ιστού που είναι απλωμένος οαντού.

Illuminati,free masons , skull nad bones και η λίστα είναι μεγάλοι.

Όλοι έχουμε ακούσει τις ιστορίες.
Φθάνοντας παράλογες για να είναι αληθινές.
Αλλά δυστυχώς είναι.

Τα πράγματα που έχω ακούσει και έχω δει δεν τα διανοείται ο ανθρώπινος νους.

Θυσίες,βιασμοί,βασανισμο ,ακόμα και κανιβαλισμό.Μαζώξεις βγαλμένες από ταινία τρόμου.
Απλά και μόνο για τη διασκέδαση τους.
Οι πιο σκοτεινές φήμες έπαιρναν σάρκα και οστά.
Αν τα ψάξεις θα τα βρεις παντού.
Και αυτοί που θα τα ξεσκεπάσουν απλά παίρνουν τον τίτλο του συνωμοσιολόγου ,του τρελού.
Και δια μαγείας βρίσκονται κάπου νεκροί.
Όπως εκείνου τύπου που είδα μια φορά στο τικ τοκ που θα έβγαζε ένα βιντεάκι για το αδενόχρωμα.
Πέθανε μέσα σε μια βδομάδα .
Από καρδιά έγραψαν.
Τι να έγραφαν;
Και εγώ ήμουν απλά παιδί.
Το προνόμιο του να είσαι η αγαπημένη κάποιου.

Καθόλου περίεργο που έπρεπε να βρω διαφυγή σε κάτι να μουδιασω τον πόνο χρόνων.
Και τα ναρκωτικά μου το έδιναν.

Τόσα παιδιά χάνονται ανά το χρόνο ,όπως και γυναίκες και άντρες .
Και κανείς δε μιλάει.Κανεις δε κάνει τίποτα .

Πως μπορείς να παλέψεις με Λερναία Ύδρα χωρίς να ξαναβγάλει κεφάλια;

Τα πράγματα που κάνουν μπορούν να κάνουν και του αγγέλους να κλαίνε.

Όλα τα σκοτεινά σημεία τα έχω νιώσει στο πετσί μου
Επειδή ήμουν μια από τους εκλεκτούς.
Έτσι λένε εκείνους ή εκείνες που ήταν τα διαμάντια τους.
Είτε εξαιτίας της ομορφιάς τους,είτε επείδη είχαν κάτι ιδιαίτερο αλλά και του στάτους τους.
Μπορεί να ήσουν και δικό τους παιδί .
Δεν σήμαινε όμως ότι είχες διαφορετική προσέγγιση και προνόμια.
Με την ευρεία έννοια.
Συνήθως μας πουλούσαν αναμεταξύ τους .
Ή μας αγόραζαν από μικρή ηλικία
πριν καν φτάσουμε στα δεκαοχτώ.

Όλη μας τη ζωή την περνούσαμε στην αναμόρφωση οι περισσότεροι ,αλλά και κάποιοι έξω από εκείνη.

Ένα από τα προνόμια.
Πόσο μάλλον αν είχες κεντρίσει το ενδιαφέρον κάποιου που δεν ανήκε σε όλο αυτό
Ενός καλού Σαμαρείτη της πρόνοιας για παράδειγμα που έτυχε να είναι στο λάθος μέρος τη σωστή στιγμή.
Έτσι ήταν αναγκασμένοι να σε κρύψουν.
Μπροστά στα μάτια όλων.

Αυτό συνέβη σε εμένα.
Με έβαλαν στο σύστημα .
Και εκείνος. ο Ιωάννης Μάρκου,λειτουργούσε σαν προστάτης μου.
Ή αλλιώς ο νονός μου.
Και έτσι μπορούσε να βρίσκεται παντού.
Με τη δικαιολογία αυτοί μπορούσε να με πάει οπουδήποτε γιατί δε κινούσε υποψίες στο κόσμο.
Δεν μπορούσε να με πάρει στο γιατί είχε οικογένεια και ένα στάτους στη κοινωνία.
Θα είχε να αντιμετωπίσει πολλές ερωτήσεις.
Αλλά παρόλα αυτά το χρήμα έρεε και ας με έχωνε σε σάπια μέρη.

Έτσι κρυβόταν στις σκιές.
Είχα αλλάξει πολλές οικογένειες .
Αλλά η καθημερινότητα μου ήταν ανάμεσα τους.

Στην αναμόρφωση.
Το μέρος που σε προετοίμαζαν.
Ενώ φαινόταν ότι είχε κανόνες .
Πέρα από αυτούς που είχαν θεσπιστεί για εμάς .
Να είμαστε υπάκουοι , να φερόμαστε σωστά ,να είμαστε ο καλύτερος ευατός μας.
Υπήρχαν και οι δικοί τους ,άτυπα βέβαια.
Με τον κυριότερο .
Δε πρέπει να αμαυρωθεί το προϊόν.
Δε το κράτησαν ποτέ όμως.

Στα υπόγεια του κτηρίου φρικαλέα πράγματα συνέβαιναν.Σε παιδιά .
Όπως εγώ.
Βέβαια εμένα δε με ακούμπησε μέχρι τα δεκατέσσερα μου.

Αστειευόταν ότι είχε μια διαφορετικό γούστο.
Και εγώ του ορμούσα να τον σκοτώσω .
Στο μυαλό μου βέβαια.

Έπειτα με έδινε στους φίλους του όταν μαζεύονταν παρέα.

Δεν ήξερα πιάνου ήταν το παιδί μέχρι να δω το μάτια του.

Γιατί έπεμεινα τα πάντα για να διαφύγω.
Και να βοηθήσω όποιον μπορούσα.
Τα κατάφερα κάποιες φορές να φυγαδευσω κάποια παιδιά
Ήξερα το μέρος σαν την παλάμη του χεριού μου.
Αλλά με το καιρό γινόταν ακόμα πιο δύσκολο.

Το μυαλό τρέχει στην ηλιαχτίδα μου.
Τόσο ζωντανή αυτά .
Και ο μικρός μου με τα μπλε τα μάτια όλο ζωή που τρελαινόταν για τα γλυκά που του έφερνα.

Αμέτρητες φορές που έκλαιγε στην αγκαλιά μου.
Ένα παιδί να παρηγορεί ένα παιδί.

Δεν μπόρεσα να τους βοήθησω.
Γιατί άρχησα να φεύγω από τη πραγματικό.
Το μούδιασμα να γίνεται παράλυση.

Να γίνομαι σκιά του ευατό μου.
Είχα διώξει και την μόνη αγάπη που είχα νιώσει.Γιατι να μείνει να με δει να σβήνω;
Μόνη εντελώς.
Μέχρι που σκεφτικα να δώσω και τέλος στη ζωή μου.Αλλά δε το έκανα.
Απλά έμεινα να υποφέρω.
Σαν τιμωρία.

Τότε όμως μια μέρα όλα άλλαξαν.
Ένα πρωί όταν έκανα εμετό στο μπάνιο και περιμενα να βγει το τέστ εγκυμοσύνης .

Όταν φάνηκε και η δεύτερη γραμή.
Ήξερα τι έπρεπε να κάνω.

Είχα ένα λόγο να ζήσω .
Να κάνω κάτι σωστά
Και δεν επρόκειτο να τους άφηνα να μου το έπαιρναν.
Το είχα δει άλλωστε πολλές φορές να γίνεται.
Δεν σε άφηνα καν να το ρίξεις.
Ένα ακόμα πόδι .
Ενα ακόμα ποιόν.

Έτσι έτρεξα μακριά.

Ποτέ δε ξέχασα όμως.
Δεν ξεφεύγεις.
Εκείνοι πάντα σε βρίσκουν.
Δε θα σταματήσουν ποτέ.Κοβεις ένα κεφάλι από το τέρας , βγαίνει το επόμενο.

Πάντα θα υπάρχουν.
Και εσύ τι πρέπει να κάνεις;
Ή τρέχεις μακριά ή δε σταματάς ποτέ να παλεύεις εναντίον τους.

Πάντοτε όμως να είσαι προετοιμασμένος.
Γιατί οι απώλειες είναι αναπόφευκτες στον πόλεμο.

Ξέρω πως η ώρα μου έρχεται.
Δε θέλω να με δει εκείνη έτσι.
Εύχομαι όταν με βρουν να γίνει γρήγορα.
Αλλά μέχρι τώρα δε φάνηκαν.
Το να αλλάζεις ταυτότητα ηταν τελικά εύκολο και για εμένα.
Λουίζα Σκίρτου.

Αν όμως συμβεί εύχομαι να με ξεχάσει γρήγορα και να ζήσει με το μικρό μας πλασματάκι.

Πίνω τη τελευταία μου γουλιά από το καφέ και κλείνω το επεισόδιο που με τα βίας έχω παρακολουθήσει με τη σκέψη μου να τρέχει.
Η χθεσινή φωτογραφία ξεπροβάλλει στην οθόνη και εγώ χαμογελώ με την ευτυχία που έχω στα χέρια μου.
Αναρωτιέμαι γιατί είμαι τόσο τυχερή και αν μου άξιζε.

Κοιτάζω το κινητό μου.Η Εύα έχει αρχίσει λιγάκι αλλά λογικά θα έχει ξεχαστεί πάλι στο σούπερ μαρκετ αγοράζοντας πράγματα που θεωρείς ότι χρειαζόμαστε ενώ δε τα χρειαζόμαστε.

Η κοπέλα έχει πάρει ότι μπορείς να φανταστείς από σοκολάτες και έχει γεμίσει τα ράφια .
Ξέρει πώς μου αρέσουν τα γλυκά.

Κοιτάζω τη φωτογραφία ξανά.Νιωθω λίγο κουρασμένη αν και σήμερα είχα κοιμηθεί αρκετά καλά παρόλο τους εφιάλτες μου και το ότι με ξύπνησε ο μικρός.
Δούλευα και πιο αργά οπότε δε με πειράζει.
Σκεφτικα πως μου έβγαινε η κουραση όλων των ημερών.
Σηκώθηκα για να πάω να ελένξω το μικρό και να αρχίσω να ετοιμάζω τη κουζίνα για να φτιάξω το φαΐ του.

Κλείνοντας την οθόνη του υπολογιστή η όραση μου αρχίζει και θολώνει.
Όλα άρχισαν να γυρνάνε .
Προσπαθώ να κρατηθώ από το τραπέζι .
Τα χέρια μου σέρνονται στην επιφάνεια και η κούπα πέφτει κάτω και σπάει
Ο ήχος εκκωφαντικός στα αυτιά μου
Προσπαθώ να σταθώ,αλλά το σώμα μου δεν με ακούει
Τα πόδια μου τα νιώθω αδύναμα και η ανάσα μου δεν λέει να εισέλθει στα πνευμόνια μου.

Όχι ,όχι, όχι.

Σωριάζομαι στο πάτωμα.
Τα συμπτώματα όλα δυναμώνουν .

Το ήξερα
Πόσο ηλίθια ήμουν .
Έπρεπε να φύγω ακόμα πιο μακριά.
Ποτέ δε ξεφεύγεις.

Προσπαθω να σηκωθώ αλλά μάταια.
Πρέπει να φτάσω μέχρι το δωμάτιο .

Ελάιζα.

Τον ακούω να κλαίει στη κούνια του.
Και η καρδιά μου σπαράζει.

Έρχομαι.

Οι σκέψεις μου τρέχουν
Είχα κάνει τα πάντα σωστά .
Είχα κλείσει και τις πόρτες,ελέγξει τα παράθυρα ,είχα βάλει το συναγερμό.

Πως μπήκε μέσα;Που είναι;
Καλά κατάλαβα πως το τσάι είχε γεύση περίεργη.
Πρέπει να φτάσω στον Ελάιζα.
Λίγο ακόμα .Μέχρι να έρθει Εύα.

Βήματα με πλησιάζουν αργά αργά.
Σηκώνω το θολώνει μου βλέμμα.
Τα μαύρα του παπούτσια στέκονται μια ανάσα μπροστά μου
Θα τα αναγνώριζα παντού.
Το ίδιο κακό γούστα με τη μούρη του.

<<Μικρή ανόητη Έμιλι,>>ακούστηκε η τραχιά φωνή του ,αλλά εγώ την ακούω σαν όνειρο.<<Τα πήγαινες τόσο καλά μέχρι τώρα έτσι δεν είναι;Πίστευε όμως μπορούσες να ξεφύγεις;Ότι δε θα σε έβρισκα;>>

<<Τι ,τι ..μου έκανες;>>
Τον ρώτησα με τρεμάμενη φωνή.
Η ανάσα μου έβγαινε δύσκολα.
Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν πως έπρεπε κάπως να φτάσω στο όπλο μου που ήταν στη τσάντα μου μέσα στη κρεβατοκάμαρα.

<<Νάρκισσος,πάντα σου άρεσε το τσάι .
Δεν ήταν δύσκολο να το αλλάξω
Αλλά μην αγχώνεσαι δε θα νιώσεις τίποτα>>.

<<Κάθαρμα,>>του φώναξα με ότι δύναμη μου είχε απομείνει.Δεν επρόκειτο να τον άφηνα.Κατι τέτοιες στιγμές βρίσκεις το σθένος εκεί που δεν τον έχεις.
Έτσι παρόλο που έχανα την ισορροπία μου του όρμησα πιάνοντας τον απροετοίμαστο και ρίχνοντάς τον στο πάτωμα
Η γροθιά μου έφυγε στο πρόσωπο του και χωρίς να το σκεφτώ προσπάθησα να τρέξω προς τη δωμάτιο.

Αλλά είχαν την ισορροπία μου όση περνούσε η ώρα
Το φυτό νάρκισσος ήταν σαν ναρκωτικό μπορούσε και να σε παραλύσει στη σωστή δοσολογία.
Αλλά.κατι μου έλεγε ότι δε θα τη γκλείτωνα τόσο γρήγορα.
Γιατί η δοσολογία ήταν μικρή και άργησε να πιάσει.
Αυτό σήμαινε πως άλλο ήταν το σχέδιο.

Πριν προλάβω να μπω στο δωμάτιο, με τον Ελάιζα να έχει σηκωθεί όρθιος στο κρεβάτι του, να κρατιέται και να κλαίει ασταμάτητα, εκείνος έφερε το χέρι του στο λαιμό μου από πίσω και άρχισε να με πνίγει.

Άρχισα να τον γδέρνω με τα νύχια μου,να τον χτυπώ με τα πόδια μου .
Ένα αγρίμι ναρκώνει που προσπαθεί να φύγει από τη παγίδα του.

<<Σσσσσ,όλα είναι καλά,>>είπε κοιτώντας τον Έλι.<<Η μαμά απλά θα πάρει έναν μικρό υπνάκο και εμείς θα περάσουμε τέλεια .

Τα κλάματα κάρφωναν το κορμί μου καθώς και τα δικά μου δάκρυα άρχησαν να τρέχω .
Άρχιζα να χάνω τις δυνάμεις μου.

Εκείνος με έσυρε στο κρεβάτι και με ξάπλωσε ακουμπώντας το κεφάλι μου στο μαξιλάρι.

<<Όχι ,όχι, σε παρακαλώ μη το πειράξεις,>>του έλεγα καθώς προσπαθούσα να εστιάσω στις κινήσεις του .

Και τότε την είδα τη σύριγγα.
Κατάλαβα αμέσως τι είναι και πως σκοπεύετε να με σκοτώσει.
Η Εύα μου όμως ποτέ δε θα το πίστευε.
Ήξερα πως δεν έκανα χρήση πλέον.
Πως δε θα το έκανα ποτέ ξανά.
Το είχε φροντίσει .

<<Θα σε σκοτώσει,>>συνέχισα .

<<Ποια η γκομενίτσα σου;>>Γέλασε.<<Μπορεί να προσπαθήσει.Ξερεις πως είναι μάταια.
Για δες εσένα τώρα τόσο αβοήθητη.Πίστυες ότι θα μου τον έπαιρνες μακριά μου;Ή ότι δεν ήξερα ότι ήταν δικός μου τόσο καιρό;Ή πως δε σε παρακολουθούσα;>>Συνέχισε ετοιμάζοντας το δηλητήριο.

Τα δάκρυα τρέχουν περισσότερο.
Πνιγόμουν στη θάλασσα τους
Ήλπιζα από λεπτό προς λεπτό πως θα άνοιγε η πόρτα και θα τον έβλεπα μπροστά μου νεκρό αλλά τίποτα .

Ο μικρός μου με κοιτούσε και ούρλιαζε.

Συγγνώμη mon bebe, προσπάθησα αλήθεια.

<<Η μαμά σε αγαπάει να το θυμάσαι Έλι,>>του είπα.

Ο Γιάννης, με πλησίασε αργά αργά πιέζοντας ελαφρά τη σύριγγα.
Το υγρό έτρεξε ελαφριά από τη μύτη του.

<<Θα μπορούσες να είχες τα πάντα Αλλά προτιμήσεις να τινάξεις όλα στον αέρα όπως η πουτάνα η μάνα σου Αλλά τι ειρωνεία.Θα πας την βρεις τώρα,>>συνέχισε.

Προσπάθησα να κάνω μια τελευταία απόπειρα να αντισταθώ,αλλά ήδη το κορμί μου δεν άκουγε.

<<Απλά για να είμαστε εντελώς σίγουροι,>>είπε παίρνοντας το λάστιχο που έβγαλε από τη τσέπη βρίσκοντας μου φλέβα .
Με αργές σταθερές κινήσεις ,η βελόνα εισχώρησε μέσα μου.
Νιώθω κάθε κίνηση του υγρού στις φλέβες και τι μου κάνει.

Άφησε τη σύριγγα να πέσει στο πάτωμα.
Και έσκυψε στο μέτωπο μου.
Τα χείλη του με ακούμπησαν ελαφριά.

<<Σε αγαπούσα πολύ,>>μου ψυθήρισε.

<<Άντε και γαμήσου,>>του είπα ,νομίζω δηλαδή.
Γιατί φωνή δεν έβγαινε .
Μάλλον την είπα στο μου μέσα.
Τα μάτια μου έκλειναν με την τελευταία εικόνα μου,ο Ελάιζα να απλώνει τα χεράκια του φωνάζοντας μαμά στην αγκαλιά του και έπειτα να χάνονται.

Βλέπω τον ευατό μου ξαπλωμένο στο κρεβάτι.
Δεν είμαι ευχάριστο θέαμα .
Πνίγηκα στον ίδιο μου τον εμετό ή απλά σταμάτησε η καρδιά μου.και τα μάτια μου κοιτάζουν το απόλυτο κενό.

Οι μπούκλες μου ανακατεμένες.
Και το άσπρο μπλουζάκι μου και η φόρμα άψυχα όπως τα χέρια μου και τα πόδια που πέφτουν υν στην άκρη του κρεβατιού μου.
Όλο το σώμα μου ακίνητο.
Ψεύτικο.
Σαν μια κούκλα.

Και εγώ ή μάλλον η ψυχή μου .
Ή ότι στο διάολο έχω γίνει.
Μπορεί φάντασμα.
Αιωρούνται στο ταβάνι.

Γαμώ την μεταθανάτια εμπειρία μου μέσα.
Δεν είναι μεταθανάτια γιατί είμαι νεκρή , νεκρή αλλά τέλος πάντων.

Κοιτάζω την άδεια κούνια και θέλω να ουρλιάξω.

Αλλά ποιος ακούει τα φαντάσματα;

Ήμουν τόσο ηλίθια.

<<Αnge,>>ακούστηκε η φωνή της Εύας και η πόρτα να κλείνει.Επειτα ο συναγερμός γιατί ξεχνούσε να πατήσει τα νούμερα και αμέσως ο  ήχος από τη πληκτρολόγηση του .

Το ήξερα πως τα είχα κάνει όλα σωστά.
Πως είχε μπει μέσα;

<<Δε βρήκα ώριμα αβοκάντο στον Ανρί και έπρεπε να πάω μέχρι την Μαρλέν δίπλα από τη δουλειά.Συγγνωμη που άργησα,>>συνέχησε.

Εγώ απλά την κοιτούσα τώρα πλέον από τη κουζίνα .

Διαπέρασα ένα τοίχο.
Είμαι και γαμώ φάντασμα.
Ολο μαλακίες λέω
Είναι από το σοκ μάλλον
Παθαίνουν τα φαντάσματα σοκ;
Δεν ξέρω
Αλλά ένα ξέρω
Ότι τον καργιόλη θα τον στειχειώσω.
Πήρε το μωρό μου.
Και με σκότωσε.

Έβαλε τις σακούλες με τα ψώνια πάνω στο πάγκο.

Ήταν μια κούκλα σήμερα .
Έβγαλε το μπουφάν της και το άφησε τη καρέκλα.

<<Με έπιασε και η βροχή ρε γαμώτο Είχες δίκαιο που δε πήρα ομπρέλα,>>τίναξε τα μαλλιά της.

<<Ange,Ελάιζα,>>φώναξε και πήγε να κάνει βήμα προς τη κρεβατοκάμαρα.

Άπλωσα τα χέρια να τη σταματήσω φωνάζοντας της να μη το κάνει αλλά εκείνη με διαπέρασε σαν να μην υπήρχα.

Μα δεν υπάρχεις.
Εκείνη δε σε βλέπει.

<<Που είστε ;Γιατί δεν απαντάτε ;Πάλι μου κρύβεστε για να με τρομάξετε;>>

Δεν ήθελα να συνεχίσει.
Το κάναμε κάθε φορά με το μικρό αυτό.
Κρυβόμασταν στις γωνιές όταν ερχόταν από τη δουλειά κυρίως.
Την τρομάζαμε και εκείνη μας κυνηγούσε σε όλο το σαλόνι
Έπειτα πέφταμε στο καναπέ και μας γαργαλούσε .
Κυρίως τον Έλι.

<<Εσένα η τιμωρία σου θα έρθει μετά,>>μου έλεγε και μου έκλεινε το μάτι.

Αλλά αυτή φορά ο καναπές θα είναι άδειος.
Το κρεβάτι θα είναι άδειο .
Και η αγκαλιά της.

Σταμάτα μη προχωράς.
Δε θέλω να με δεις έτσι
Θέλω να με θυμάσαι αλλιώς.

Περπατούσε γρήγορα και εγώ από πίσω
Δε μπορούσα να τη σταματήσω.

<<Σας τσακ....,>>πήγε να πει την ώρα που στάθηκε μπροστά στη πόρτα.

Εύχομαι να μη το είχα δει ποτέ .
Που είναι εκείνο το άσπρο φως που λένε ότι βλέπεις όταν πεθαίνεις
Και γιατί δεν είμαι εκεί;

Το δωμάτιο γέμισε με τις κραυγές .

Έπεσε στο πάτωμα και σύρθηκε προς το κρεβάτι φωνάζοντας το όνομα μου

<<ΟΧΙ ,ΟΧΙ,ANGE,ΞΥΠΝΑ,>>.μου φώναζε τραντάζωντας τους ώμους.
<<Σε παρακαλώ μη μου το κάνεις αυτό Γυρνά πίσω>>.

Ούρλιαζε πάνω από το κρεβάτι μου
Προσπαθούσε μια από παντού να πιάσει σφυγμό .

<<Συγγνώμη louloute .Είναι αργά,>>είπα σαν να με άκουγε
Ήθελα απλά να πάω να την αγκαλιάσω.
Κάθησε κάτω στο κρεβάτι με τη πλάτη να το ακουμπάει .
Έφερε τα χέρια της στο πρόσωπο και τα γόνατα στο στέρνο και έκλαιγε με λυγμούς.
Και εγώ απλά τη κοιτούσα ανήμπορη.

Σήκωσε το και κεφάλι της απότομα και κοίταξε την άδεια κούνια και κατάλαβε με τη μιά.

Σκούπισε τη μύτη της έπειτα με το χέρι της .
Με το άλλο πήγε να σταθεροποιηθεί για να σηκωθεί και ακούμπησε τη βελόνα.
Την πήρε στα χέρια και την κοίταξε.

Επιβεβαιώθηκε.Με μια κίνηση την έριξε προς τη μεριά μου ,ουρλιάζοντας
Το αντικείμενο με διαπέρασε και εσκασε στο τοίχο από πίσω μου .

Δεν υπάρχω.

Έπεσε στα γόνατα και πήρε το χέρι μου στο δικό της.
Το φιλίσεκαι με το άλλο μου έκλεισε τα μάτια.

Ήθελα να την παρηγορήσω .
Να τη κρατήσω αγκαλιά μου.
Και να σκορπίσω φιλιά στο πρόσωπο της.
Και ας μου παραπονεθεί μετά πως την έκανα χάλια .
Θέλω απλά να χαμογελάσει ξανά.

<<Είναι ώρα να φύγεις Έμιλι,>>με διέκοψε μια φωνή.
Γύρισα απότομα.

Μου χαμογέλασε.

<<Μαμά,>>φώναξα και έτρεξα πάνω της .
Έπεσα στην στην αγκαλιά της.

Τα φαντάσματα μεταξύ τους μάλλον μπορούν να αγκαλιαστούν .

Ιδια όπως στη φωτογραφία.
Της έμοιαζα πολύ.

<<Λυπάμαι γλυκιά μου τόσο πολύ,>>συνέχισε και μου χάιδεψε το κεφάλι.

<<Που θα πάμε;>>
Σήκωσα το κεφάλι μου και την κοίταξα.

<<Θα δεις,όλα καλά θα πάνε,>>έπιασε το πρόσωπο μου στα δύο της χέρια.

Έκλεισα τα μάτια και της έγνεψα.
Με έπιασε από το χέρι και εγώ γύρισα για τελευταία φορά να κοιτάξω τον έρωτα της ζωής μου που δεν του ράγισαν τη καρδιά αυτή φορά .
Την είχα σπάσει σε χίλια κομμάτια.

<<Θα τα καταφέρει,>>μου είπε η μάνα μου .

Και την κοίταξα.
Χαμόγελασε.

<<Έλα πάμε άργησαμε,έχω τόσα πολλά να σου δείξω το μέρος είναι απίστευτο κάθε Τρίτη έχουμε και πάρτι.Δηλαδή όχι κανονική Τρίτη όπως εδώ .Έτσι την λέμε εμείς επειδή γυρνάνε οι πυγολαμπίδες.Καλά ο πατέρας σου θα τρελαινόταν για κάτι τέτοιο ,αλλά έλα που αργεί ακόμα ,>>συνέχισε .

Μα τι λέει;
Ποιό πάρτι;
Ποιες πυγολαμπίδες;
Στον παράδεισο πάμε η στην Ίμπιζα;

Άρχησε να με τραβάει παραμιλώντας.
Μπροστά μας ο χορός άλλαξε και ένα άσπρο φως βγήκε μπροστά.

Ο φόβος έφυγε
Νιώθω ήρεμη .
Και ελεύθερη πια.

Γύρισα μια κοίταξα για άλλη μια φορά.
Πως να μη το έκανα .
Δε χόρταινα να την κοιτώ.
Τη μικρή μου περίεργη.
Την όμορφη μου

Louloute,εύχομαι να σε ξαναδώ.
Ζήσε για εμένα.
Σε αγαπώ.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top