Κεφάλαιο 44ο

Τώρα.
Ορφέας ,22 ετών.

Ο πατέρας μου ήταν νεκρός και εγώ μαστουρωμένος τέρμα.Μετά από τόσο καιρό ,ο οργανισμός μου ήταν παρθένος και το δηλητήριο με χτύπησε βάναυσα.
Οι καργιολιδες με είχαν πιάσει χωρίς να το καταλάβω.

Δεν καταλάβαινα τι γινόταν γύρω μου.
Το μόνο που έβλεπα ήταν τα άθλια πρόσωπα τους και γινόμουν πάλι παιδί.

Ο φόβος με κυρίευε,πως οι ώρες μου ήταν λίγες στα χέρια τους αλλά στο τέλος...

Ήταν νεκρος.

Το τέρας της παιδικής μου ηλικίας είχε ηττηθεί. Οχι,πως με ενοιαζε διαίτερα.Ας λιώσει με τα σκουλίκια παρέα με τον Αρσένη.
Και τον άλλον θα τον βρω που θα πάει.
Δήμαρχος σου λέει μετά.Με το που βρήκε την πρώτη ευκαιρία την έκανε .

Πως σκατά έγινε η κατάσταση σε δευτερόλεπτα τόσο παλαβη πάλι δεν το κατάλαβα;
Ποτέ εμφανίστηκε ο Γιάννης,πότε ο Άγης με τον μικρό.

Από εκεί και ύστερα ,το ένστικτο μου πήρε το τιμόνι.
Η Εύα προσπαθούσε να με βγάλει έξω αλλά με τον καργιόλη να μας σταματάει τα είδα όλα.

Πως γίνεται να μπλέκουμε πάντα έτσι;
Και ο ηλίθιος πάντοτε αυτό ήθελε τελικά Να πάρει τα ηνία της κοινότητας.
Αλλά νόμιζα πως δεν είχε τα αρχιδια.

Όλο αυτό θα έχει πολύ σοβαρές συνέπειες.
Γιατί ο Αρσένης μπορεί να ήταν μαλάκας αλλά κρατούσε τα ηνία της κοινότητας.
Και όσο τρομακτικά να ήταν αυτά που έκανε ,άλλο τόσο θα ήταν με τον Γιάννη στη θέση του.Γιατι πιο μεγαλύτερο κτήνος από αυτόν δεν υπήρχε.
Δυστυχώς με σα στη κοιλιά του θηρίου ειχε τραφεί καλά και ήταν έτοιμο για δράση

Τα είχε χάσει τελείως.
Πιστεύω πως από τότε που τον τραυμάτισε η Ηρώ στο μάτι και έπειτα το σκηνικό στην αναμόρφωση,το μυαλό του είχε ξεβιδωθει.

Γαμώ το κέρατο μου .
Απλά θέλω να πάω σπίτι με την Εύα.
Να πάρω αγκαλιά το Κάπκεικ και να κλειστούμε στο δωμάτιο για μέρες.

Έτρεξε πίσω από τον μικρό σε κλάσματα δευτερολέπτου ,χωρίς να προλάβω να την σταματήσω.

Απλά έτρεξα .Έτρεξα στις σκάλες,στο κτήριο,χωρίς να δίνω σημασία γύρω μου στον πανικό που γινόταν τριγύρω.

Σφαίρες , κραυγές εκρήξεις.

Όλος ο κόσμος μπορεί να καταστρεφόταν.
Τίποτα δε θα με σταματούσε να τρέξω από πίσω της.

Μέσα στο δάσος πίσω από την Όμορφη μου,σαν τρελός ανάμεσα από τα δέντρα εσμπρωχνα το σκοτάδι για να την προφτάσω.

Ήταν τόσο απερίσκεπτη που έτρεξε πίσω από τον μικρό μόνη της.
Ποιος ξέρει που του είχε πει να πάει ο Γιάννης .
Ποιος θα τον περίμενε στην άλλη άκρη που πηγαίνε;

Το μόνο σίγουρο σε όλα αυτά ήταν πως θα της τα έχω να ένα χεράκι.
Μέχρι εδώ είμαι με τα καπρίτσια της.
Μπορεί να είναι δυνατή .Μια δύναμη καταστροφής.
Αλλά για όνομα δεν μπορεί να λατινικά μόνη της.
Πρέπει να το καταλάβει πως πλέον έχει και άλλους να σηκώνουν τα βάρη.

Κυρίως εμένα.
Είτε το θέλει είτε όχι ,αυτό είναι.
Εγώ είμαι εδώ.

Και αν δεν το θέλει;.
Αν δε θέλει εσένα;
Της είπες σ' αγαπώ και εκείνη ούτε αντέδρασε.

Της είπα σε αγαπώ και δεν αντεδρασε.Δεν το έχω ξανά πει ποτέ μου ξανά σε καμία κοπέλα.Και εκείνη δεν είπα τίποτα.Το στο διάολο έχει πάθει;Από το ύφος της δεν μπόρεσα να καταλάβω τιποτα.
Ίσως δεν ήταν η κατάλληλης στιγμη
Αλλά γαμώ το κέρατο μου ,ποια είναι η κατάλληλη στιγμή για να πεις σε κάποιον τι νιώθεις.

Η βροχής και λάσπη έκανε δύσκολο το τρέξιμο.Μεσα σε όλου αυτό χάος δεν ξέρω που βρισκόταν.

Φώναζα το όνομα της αλλά τίποτα.
Μέχρι που δύο πυροβολισμοί με έκαναν να χάσω τα λογικά μου.
Δεν ήξερα που πατούσα και που βρισκόμουν.

Όχι,όχι ,δεν γίνεται.
Δεν γινεται να έχει πάθει κάτι.
Δε θέλω να τη χάσω.
Είναι τα πάντα μου.

Μέσα στις λάσπες ,στην βροχή ,ανάμεσα από τα δέντρα προσπαθώ να διακρίνω την έξοδο.

Η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελη
Ποιός πυροβόλησε ποιον;Προφτασε τον μικρό;Την περίμενε κάποιος εκεί;

Είναι νεκρός οποίος και να είναι.

Μια γνωριμη κραυγή με κάνει χάσω το οξυγόνο από τα πνευμόνια μου καθώς ξεπρόβαλλε στην άκρη του δάσους σχεδόν στον γκρεμό.

Από τον πανικό μου κοιτάω δεξιά αριστερά μα δεν είναι κανένας Ούτε η Όμορφη μου ούτε ο μικρός .

Τα μάτια στρέφονται προς την πλευρά που είναι η θάλασσα και ο γκρεμός ,διακρίνω μια λεπτή μικρή φυγουρα σκυμμένη σχεδόν στον γκρεμό.

Τα μαλλιά της από τον αέρα ανεμίζουν.
Το σώμα της είναι σε ταραχή καθώς τρέμη ολόκληρη.
Λίγα δευτερόλεπτα ήθελα να συνηδειτοποιήσω πως αυτή η φυγουρα ήταβ η Σοφία και φωνάζε το όνομα της Όμορφης μου.

Γιατί φωνάζει το όνομα της;
Όχι, όχι,δεν....
Δεν γίνεται...

<<Ορφέα ,>>ακούω την Σοφία να με φωνάζει καθώς είχε καταλάβει πως βρισκόμουν από πίσω της <<Δεν ξέρω τι να κάνω.Επεσε στο γκρεμό.Ο μικρός την πυροβόλησε.Εχει βράχια κάτω.Το νερό .Τα κύματα είναι φουρτουνιασμένη,>>παραλληρουσε .

Αλλά εγώ δεν την άκουγα.
Η φωνή της ήταν απλά μια βοή.
Ένα θόρυβος στα αυτιά μου.

Και χωρίς δισταγμό.Χωρις δεύτερη σκέψη .
Την προσπέρασα τρέχοντας και έπεσε από το γκρεμό.

Δεν θα σε αφήσω να φύγεις
Όχι,δεν πρόκειται απλά περίμενε με .

Το νερό ήταν παγωμένο και προς ανακούφιση μου δεν υπήρχαν βράχια.

Άρχησα να κολυμπάω όσο πιο γρήγορα .
Όσο πιο βαθιά μπορούσα.
Προσπαθούσα με όλη μου τη δύναμη της μην αφήσω το ρεύμα του νερού να παρασύρει.

Ήταν σκοτεινά μέσα στο νερό.
Τρόμος με διαπέρασε μόνο στη σκέψη πως είχα φτάσει αργά.
Πως δεν θα την έβρισκα.
Πως θα ήταν νεκρή.

Σαν τρελός με μανία χτύπησα τα πόδια μου πιο γρήγορα

Δεν με ένοιαζε που τα πνευμόνια μου πονούσαν .
Που τα αυτιά μου από την πίεση κόντευαν να σκάσουν .

Έπρεπε να την βρώ.
Ο χρόνος πήγαινε αντίστροφα και ταυτόχρονα είχα σταματήσει.

Μέχρι που με την άκρη του ματιού μου είδα το σώμα της να πέφτει στο βάθος.

Δεν ξέρω πόση δύναμη βρήκα και την έφτασα .
Δεν μπορούσα να την αφήσω .
Την ξεροκέφαλη όμορφη μου.
Που θέλει να τα κάνει όλα μόνη της
Ακόμα και να πεθάνει.
Ακόμα και αυτό δεν θα το επιτρέψω.

Θα πεθάνουμε μαζί.Γεροντάκια
Με άσπρα μαλλιά.
Αλλά πριν από αυτό ζήσουμε μια ζωή μαζί.
Θα ταξιδέψουμε.

Θα σου μαγειρεύω κάθε μερα.
Θα σε αφήνω να αφήνεις το σπίτι ακατάστατο.
Θεέ μου,ακόμα θα σταματήσω να σπάω τα νεύρα της Όλιβ αν το θες.
Γιατί μάντεψε θα είναι και αυτή μαζί μας
Όλοι θα είναι μαζί μας.

Δεν γίνεται να φύγεις.
Οι φίλοι σου σε χρειάζονται.
Ο Ελάιζα σε χρειάζεται.
Σηκωτό θα τον πάρουμε πίσω.

Εγώ σε χρειάζομαι.
Θα σε κάνω ευτυχισμένη.
Με πολλά παιδιά .
Με πολλά εγγόνια που θα μας σπάνε τα νεύρα.

Εγώ και εσύ μαζί.
Απλά μη φύγεις.

Το χέρι μου άρπαξε το δικό της.
Την αγκαλιασα και με όση δύναμη μου είχε απομείνει την τράβηξα προς την επιφάνεια.
Έπειτα κολύμπησα μέχρι την άκρη του γκρεμού και την έβαλα πάνω του.

Πανικός με κατέβαλλε καθώς δεν έβλεπα να ανασαίνει.
Η καρδιά μου άρχησε να χτυπάει δυνατά

<<Εύα ,>>άρχησα να φωνάζω καθώς ισιωσα το κορμί της.

Παγωμένη ,βρεγμένη ακίνητη.
Ήθελα να την βγάλω αυτή την εικονα από το μυαλό μου.

Αίμα έτρεχε από τις πληγές της.
Την είχαν πυροβολήσει δύο φορές.

Χωρίς σκέψης άρχησα να της κάνω ΚΑΡΠΑ.

Με τα χέρια μου στο στήθος της έδινα τον Ρυθμό.

<<Ένα ,δύο,τρία...>>μέχρι το τριάντα και έπειτα στο στόμα αέρα .

Στο βάθος σαν άκουγα φωνές πάνω από γκρεμό αλλά δεν με ένοιαζε τίποτα.
Συνέχιζα ξανά και ξανά.

<<Μη τολμήσεις και πεθάνεις ,θα σου μαυρίσω τον κώλο,>>έλεγα ξεπνοα καθώς συνέχιζα την διαδικασία..
<<Πως στο διάολο θα ζήσω χωρίς εσένα σε αυτό υον κόσμο>>.

Δεν ξέρω πόση ώρα προσπαθούσα να την επαναφέρω.Τα δάκρυα μου πλεον έτρεχαν ένα με την βροχή.
Το σώμα μου μουδιάζε.

Το χλωμό της πρόσωπο από τις στάλες της βροχής την έκαναν να φενεται σαν άγγελος που έπεσε από τον ουρανό.
Ο δικός μου άγγελος.

Ο πόνος με μουδιαζε.
Δεν ήμουν ποτέ τόσο φοβισμένος.Ουτε τις φορές που είχα πάρει υπερβολική δόσει ή όταν με στόχευαν με όπλο.

Είναι το ναρκωτικό μου.
Αν φύγεις θα μεινω εξαρτημένος χωρίς την δόση μου.
Η χειρότερη μορφή θανάτου.

Σε παρακαλώ.
Σε παρακαλώ.
Ανέπνευσε.

Ένα φως έσκισε από πίσω μου το σκοτάδι και μια μηχανή σκάφους ακούστηκε ανάμεσα από την θύελλα.

Ερχόντουσαν να μας πάρουν.
Και εκείνη ακόμα δεν ανέπνεε.

Μέχρι που το σώμα της τρανταχτηκε .
Το νερό βγήκε από το στόμα της και τα χερια μου την τυληξα στην αγκαλιά μου.

<<Είσαι ηλίθια,γαμώτο μου.Σου είπα να περιμένεις.Νόμιζες πως θα σε αφήσω.Ηλίθια είσαι μια ζωή. Όμορφη μου αν νόμιζες πως θα με αφήσεις εδώ μόνο.Δεν στο επιτρέπω,>>ξεφύσηξα καθώς εκείνη έσφηξε με τα χέρια της την βρεγμένη μου μπλούζα.
<<Θεέ μου με τρόμαξες τόσο πολύ,>>την φίλησα στο μέτωπο καθώς ακόμα κρατούσε τα μάτια της κλειστά.

Δεν μίλησε δεν είπε τίποτα .
Απλά χώθηκε στην αγκαλιά μου.
Μέχρι που το σκάφος σταματησε .
Η Όλιβ μαζί με την Σαρλίν και τον Ρεν κατέβηκαν και την ανέβασαν στο σκάφος.

<<Αιμοραγει γρήγορα πρέπει να την πάμε στην οργάνωση,>>φώναξε η Όλιβ στα υπόλοιπα άτομα που βρίσκονταν απανω καθώς ο Ρεν με την Σαρλίν την έβαζαν την Εύα πάνω στο ράντσο μεταφοράς.

Την κοιτούσε χωρίς να παίρνει το βλέμμα από πάνω της.Ο Ρεν της μιλούσε αλλά η Εύα δεν αντιδρούσε.

<<Όχι πάλι αυτές τις μαλακίες Τι σκεφτόμουν,>> της φώναζε η Σαρλιν.

Πλησίασα την Όλιβ για να επιβιβαστώ και εγώ στο σκάφος.

Το να βλέπω την Εύα να την ανεβάζουν πάνω στο σκάφος με όλους σε πανικό με έκανε να χάνω το μυαλό μου.
Αλλά αυτό που με έκανε να νιώθω ακόμα πολύ χειρότερα ήταν το βλέμμα της Όλιβ.
Που τοσ

Με κοίταξε με οίκτο και λύπηση και έπειτα τα λόγια της γεμάτο γρίφους έκαναν το μυαλό μου να μουδιάσει ,με αποτέλεσμα απλά να μείνω να την κοιτώ.

<<Συγγνώμη για ότι ακολουθήσει.Δεν φταις εσύ.Εκανες ότι μπορούσες,>>μου είπε και προχώρησε μέσα στο σκάφος καθώς την ακολουθούσα.
Ήθελα να στην ρώτησα τι εννοούσε.
Τι ήταν αυτό που έκρυβαν τα λόγια της.

Αλλά οι λέξεις δεν βγήκαν.Ηταν ο φόβος της αλήθειας που ήταν βαθιά κρυμμένη μέσα μου.
Ανέβηκα στο σκάφος καθώς έβαλε μπρος.

Το βλέμμα μου έπεσε στα βράχια που ήταν τα παιδιά.
Στέκονταν και μας παρακολουθούσαν από ψιλά μέσα στη βροχή που είχε κοπάσει και πλέον έπεφτε αργά.

Ήταν μια φουρτούνα τελικά.
Που μας πήρε και μας σήκωσε.
Μπορεί να είχε κοπάσει για τώρα αλλά το ξέσπασμα τις παραμόνευε ξανά.

<<Πρέπει να φύγεις,>>μου έλεγε η Εύα πάνω στο κρεβάτι του ιατρείου λίγες ώρες αφότου ξύπνησε .Τα τραύματα της δεν ήταν σοβαρά.Τις αφαίρεσαν τις σφαίρες και είχε διαφύγει τον κίνδυνο.

Εγώ την κρατούσα στην αγκαλιά μου και της χάϊδευα τα μαλλιά.

Η αγωνία μεχρι ξυπνησει με είχε καταβάλει .
Ήμουν συνέχεια δίπλα της δεν ήθελα να ξυπνήσει και να είναι μόνη της.

<<Έχεις και τις προετοιμασίες για την βράβευση,>>συνέχισε καθώς τόση ώρα συζητήσουμε για το τι είχε γίνει.Το ότι ο μικρός την είχε πυροβολήσει και έπεσε από τα βράχια το μετά.

<<Μπορώ να μείνω σου είπα,>>ήθελα να μείνω αν και έπρεπε να γυρίσω πίσω γιατί ήδη η κατάσταση πίσω ήταν τεταμένη και το εστιατόριο κόντευε να πάρει φωτιά χωρίς εμένα Με την βράβευση στα πρόθυρα αυτή η μικρή εξορμήση μας είχε πάει πίσω .
Δύο μέρες ακόμα όμως δεν θα έκανα την διαφορά
Αλλά η όμορφη μου δεν άκουγε κουβέντα.

<<Όχι, Ορφεα έτσι και αλλιώς θα επιστρέψουμε και εμείς σε δύο μέρες,>>ο τόνος της ήτανε μονότονος.Δεν μιλήσαμε γιατί δεν πάλεψε να βγει από το νερό μόνη της.Κρυφακουσα την Όλιβ να μιλάει με την Έρη λέγοντας πως είχε την δυνατότητα αλλά δεν το έκανε.

<<Είναι όπως και την προηγούμενη φορά στην Πράγα,Έρη.Θα γίνουν πάλι τα ίδια αν δεν κάνουμε κάτι,>>τι σκατά είχε συμβεί στη Πράγα;
Γιατί κανείς δεν μου λέει;

Κάτι είχε αλλάξει σίγουρα μαζί της.
Ήταν σαν να είχε παραιτηθεί.
Κοιτούσε απλά το κενό.
Ίσως να ήταν το σοκ.
Δεν ήταν λίγα όσα είχε περάσει.
Αλλά ήταν δυνατή αυτό ήξερα.
Θα το ξεπερνούσε έτσι δεν είναι;
Μαζι θα το ξεπερνούσαμε.
Δεν τολμούσα να την ρωτήσω.
Δεν ήθελα να την πιέσω.

Ένα γλυκό φιλί έπεσε στα χείλια μου.

<<Πάνε με τα παιδιά θα είμαι καλά και θα σε δω όταν έρθω.Άλλωστε έχουμε πολλά να κάνουμε μετα από όλο αυτό,>>μου χάιδεψε το πρόσωπο με το ένας της χέρι.

Τα μάτια της με κοίταξαν με δάκρυα στα μάτια .
Και για ένα λεπτό κοιταχτηκαμε χωρίς να πούμε τίποτα
Μα λέγανε τόσα πολλά.

Πες μου το συμβαίνει.
Κάτι συμβαίνει.
Γιατί όλος αυτό μου φενεται σαν...

Έδιωξα την σκέψη από το μυαλό μου και απλά συνέχισα να την κοιτώ.
Έφερα τα δάχτυλα μου στα χείλη της και χάιδεψα το κάτω μέρος.

<<Πες μου .Απλά πες μου.Μπορεις να μου πεις τα πάντα,>>την παρακάλεσα.
Το χέρι της κατέβηκε απαλά και προς το στομάχι της και στάθηκε εκει κοιτόντας το για λίγα δευτερόλεπτα.

Η ανάσα μου ταχύρυθμη.
Το σώμα μου έτρεμε.

Ο πληγωμένος μου άγγελος ήταν δίπλα μου.
Και εγώ δεν μπορούσα να κάνω τίποτα .

Σηκώθηκε στα ξαφνικά κρατώντας τον δεμένο όμως της.
Κάθισε στο κρεβάτι και έπειτα σηκώθηκε με μια κραυγή από την πληγή της στο πόδι.
Δυο σφαίρες είχε φάει σε όχι σοβαρά σημεία ευτυχώς .

<<Περίμενε να σε βοηθήσω,>>της είπα και σηκώθηκα πηγαίνοντας προς το μέρος της.

Δύο πράγματα με φόβιζαν στην ζωή μου .
Οι διαμονές μου και η εναλλαγή του καιρό.
Ναι ακούγεται ηλίθιο .
Αλλά η εναλλαγή του καιρού με τρόμαζε πάντα από παιδί.

Μια ηλιόλουστη μέρα με καθαρό ουρανό.
Όλα να φαίνονται ήρεμα.
Και ξαφνικά ένας άνεμος σηκώνεται.
Σύννεφα εμφανίζονται.Καταιγιδα.
Και εσύ αναρωτιέσε πως έγινε αυτό έτσι γρήγορα.

Η ξαφνική αλλαγή που σε πιάνει απροετοίμαστο.
Αυτή είναι η μαγεία και η κατάρα του καιρού.
Όπως και της ζωής.

<<Ορφεάκο μου,>>μου χαμογέλασε καθώς σηκώθηκε.<<Είμαι καλά .Δεν έχετε να κάνετε κάτι άλλο εδώ.Σε δύο μέρες σου είπα θα γυρίσω κάνε λίγη υπομονή.Πανε να δεις τι γίνεται και στο εστιατόριο.Εχες τόσες προετοιμασίες,>>μου χάιδεψε καν το πρόσωπο.Ηταν ανέκφραστη αλλά τα μάτια της τα έλεγαν όλα.

Αλλά εγώ τα έδιωχναν.

<<Θα έρθεις σε δύο μέρες.Ενταξει θα πάω αλλά αν συμβεί κάτι θα με πάρεις τηλέφωνο,>>την φίλησα στα χείλη.<<Σ'αγαπώ,>>εκείνη απλά χαμογέλασε.Δεύτερη φορά και αυτή χαμογέλασε .
Τίποτα δεν είπε τίποτα.

Αυτή δεν είναι η όμορφη μου.

<<Εύα,>>μας διέκοψε η Σαρλιν καθώς στεκόταν στην πόρτα.

<<Έρχομαι ,>>της είπε εκείνη.

<<Δεν χρειάζεται απλά μπορώ να σε ενημερωσω,>>της είπε καθώς εκείνη προσπαθούσε να περπατήσει με δυσκολία.
Την άρπαξα από την ένεση να την κρατήσω μαλόνωντας την με το βλέμμα μου .

Και εκείνη μου απάντησε με τα μάτια και σαν να την άκουγα στο μυαλό μου να γελάει και να με μαλώνει.
'Το έχω Ορφεάκο με κάνεις να νιώθω γριά'

Τι δε θα έδινα να το άκουγα και από τα χείλη της αλλά δεν...

Γύρισε προς εμένα καθώς η Σαρλιν πλέον την κράταγε
<<Πάνε να φας κάτι με τα παιδιά και θα έρθω.Η Σοφία έφταιξε πανκεικς το ήξερες ότι η μικρή το εχει με τα γλυκά;Θα σε ξεπεράσει Τσεκο,>>γέλασε δυνατά.
Έπειτα το βλέμμα της χαμήλωσε και μου χαμογέλασε.<<Σε ευχαριστώ,>>μου είπε και έφυγε

Σε ευχαριστώ γιατί;
Που σε έσωσα;
Θα το έκανα ξανά.
Που ειμαι εδώ;
Πάντοτε θα είμαι εδώ.
Γιατί μου ζητάς ευχαριστώ;
Το σημαίνει;

Τα πανκεικ όμως δεν ήταν ικανά να αλλάξουν την κατάσταση στην οποία βρισκόμασταν.

Ήθελα να μείνω στο δωμάτιο μαζί της για να μην αντιμετωπίσω το χάος.

Η Σοφία πάντοτε όσο καιρό ήταν μαζί μας προσπαθούσε σε καταστάσεις κρίσιμες να κάνει τα πάντα να το αλλάξει.
Ήταν ο μηχανισμός άμυνας της.
Αλλά αυτός ήταν μάταιο.

Απολογισμός της κατάστασης.
Είκοσι τραυματίες.
Δέκα νεκροί.
Ένας αγνοούμενος .

Και αυτός ένας ήταν δικός μας.

Λίγη ώρα αφού φτάσαμε στην οργάνωση τα παιδιά ακολούθησαν.

Με ελάχιστα τραύματα ευτυχώς.
Η Ξένια κάτι γρατσουνιές
Ο Αχιλλέας με τον Γαβριήλ με σκισμένα τα χείλη Κάιντα φρύδια.
Η Σοφία μέσα στα αίματα.

<<Ευτυχώς είστε καλά,>>έτρεξα και τους αγκάλιασα έναν έναν.

Μέχρι που έφτασα στον Μάρκο
Εκείνος σαν φάντασμα απλά έμεινε ακίνητος στην αγκαλιά μου.
Και τοτε το βλέμμα μου έπεσε από πίσω του.

Στο κενό που δεν έπρεπε να υπήρχε.

<<Που είναι;>>Ρώτησα διστακτικά καθώς τον άφηνα από την αγκαλιά μου.

Ο Μάρκος δεν αντιδρούσε .
Το βλέμμα του σκληρό.
Δάγκωνε τα χείλη του με αμηχανία.

<<Δεν ξέρουμε,>>είπε η Ξένια.
<<Δεν τον βρήκαμε>>.

<<Τι;>>Είπα σοκαρισμένος.
<<Είναι...>>

<<Δεν είναι ανάμεσα από τους...>>πήγε να πει ο Αχιλλέας και ο Μάρκος τσιτωθηκε.

<<ΤΟΝ ΠΗΡΑΝ,>>φώναξε <<Απήγαγαν τον αγόρι μου.Πρεπει να κάνουμε κάτι,>>άρχισε να φωνάζει και να ορίζεται.

<<Μάρκο,>>πήγε να τον καθησυχάσει η Ξένια.

<<Άσε με,>>τις φώναξε χτυπώντας της το χέρι από τον ώμο του.

<<Τι σκατά ;Τι εννοείς τον απήγαγαν,>>ρώτησα κοιτόντας τον Γαβριήλ και τον Αχιλλέα

<<Όταν τρέξαμε από πίσω σου ,φτάνοντας στον γκρεμό συνειδητοποιήσαμε πως δεν ήταν από πίσω μας Έπειτα όταν ψάξαμε δεν ήταν πουθενά>>.

<<Αχιλλέας ,Μάρκο,>>μας διέκοψε η Δάφνη.Και εκείνη ήταν σε άθλια κατάσταση.
Από ότι μου είπε η Όλιβ είχε πάθει αμόκ μέσα στο κτήριο.
Είχε μπει σε ένα δωμάτιο και εκεί βρήκε ένα αγοράκι νεκρό με έναν άντρα μαζί.
Μέσα στον πανικό της νόμιζε πως ήταν ο γιο της και...μας πούμε ότι ο τύπος απλά εξαϋλώθηκε.
<<Σας θέλει η Έρη,>>εκείνοι την ακολούθησαν .

<<Πως είμαι;>>Άκουσα την φωνή του Γαβριήλ να με ρωτάει.
Έφερα τα χέρια μου στα μαλλιά μου.

<<Δεν ξέρω.Θα διαφύγει τον κίνδυνο αλλά,>>το χέρι του ήρθε στον ώμο μου.

Ο μαλάκας πάντα με διάβαζε καλά.
Από την πρώτη στιγμή που με γνώρισε.

<<Ε ξανθούλη θα πάθεις ζάχαρο ,>>θυμάμαι να με φωνάζει την ώρα που έτρωγα μια σακουλιτσα ζελεδακια και εκείνος έσπαγε στο ξύλο δύο μαλακισμένα κωλοπαιδα που μου είχαν ανοίξει την μύτη.

<<Δεν είσαι η μαμά μου,>>του είχα πει γελώντας.

Μου έσφιξε τον ώμο.
<<Θυμάσαι που κάποτε σου είχα πει πως ο χειρότερος εχθρός μας είναι το μυαλό μας;Είναι το πιο δύσκολο θηρίο που μπορεί να δαμάσει κάνεις.Οτι και να γίνει δεν φταίει εσύ,>>συνέχισε και μου χαμογέλασε.

<<Τι στο διαολο σημαίνει όλο αυτό γιατί όλοι μιλάνε με γρίφους,>>δυσανασχετήσα αλλά δεν πρόλαβα να πάρω απάντηση γιατί η πόρτα άνοιξε στον κεντρικό χώρο της οργάνωσης που είμασταν.

<<ΕΠΈΣΤΡΕΨΑ ΚΑΡΓΙΟΛΑΚΙΑ.ΣΑΣ ΕΛΕΙΨΑ;>>

Και έλεγα ποιος έλειπε.Γιατι είναι ακόμα ζωντανός αυτός;Και τι σκατά έκανε πάλι.

Όλοι στραφηκαμε προς εκείνον.
Τα χέρια του ήταν στον αέρα και είχε μπει μέσα λες και ήταν ο βασιλιάς.
Δεν είχε ούτε μια γρατζουνιά πάνω του.
Αφού είδε ότι δεν υπήρχε αντίδραση καμία ξεφύσηξε.<<Πληβείοι>>είπε και άρχησε >>να απομακρύνεται.

Από πίσω τους ακούστηκε μια κραυγή πόνου.
<<Δάσκαλε ηρέμησε δεν έχεις τίποτα ,>>έλεγε η Χινάτα και η Χάνακο βαστώντας τον Άσαχι.

<<Δύο σπασμένα πλευρά είναι ,>>του είπε η Χινάτα .

<<Ακόμα ζωντανός;>>Τον ρώτησε ο Μπιλ καθώς είχε πλησιάσει κοντά του.
Μειδίασε και σταύρωσε τα χέρια στον κορμό του.
Τα σκυλιά της Εύας ήρθαν από δίπλα του.
Και αναρωτιόμουν που ήταν.
Φαίνονταν πως ήταν καλά.
Η Σκυλλα με το που με είδε ήρθε να χαϊδεύει πάνω μου ξαπλουρίζοντας.καο την χάιδεψα.<<Καλό κορίτισι.Εισαι μια χαρά>>.

<<Δεν με ξεφορτώνεσαι εύκολα μηχανοβιε της κακιάς ώρας .Σιγά μην σε άφηνα εδώ μόνο με την Θεά μου,>>συριξε από τον πόνο .

<<Έλα έλα πάμε στο ιατρείο ,>>του είπε η Χάνακο.

<<Καλά είμαι.Θελω να δω την Θεά μου>>.

<<Δεν είσαι .Πάμε είπα ,>>τον χτύπησαν και οι δύο με τη βεντάλια και με το χέρι στο κεφάλι .<<Μην είσαι ξεροκέφαλος>>.

Δύο άτομα από την οργάνωση ήρθαν και τον άρπαξαν να τον πάνε στο ιατρείο με τις νίκες να ακολουθούν

<<Πες την Θεά να έρθει να με δει,>>φώναξε στον Μπιλ.

<<Ζητάς και χαρές τώρα;>>
Του φώναξε εκείνος καθώς εγώ τον πλησίαζα.

<<Μικρέ,>>με αγακαλισε .<<Ευτυχώς είσαι καλά.Αλλα φενεσαι χάλια,>>με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω.
Ήμουν χαλιά γιατί ακόμα φορούσα τα μισό βρεγμένα ρούχα που πλέον είχαν στεγνώσει λίγο πάνω μου

<<Ξέρεις να αναπτερώνει το ηθικό,>>του είπα και γέλασα.

<<Πως είναι;>>
Με ρώτησα .
Χαμογέλασα.

<<Χμμμ,δύσκολα,>>συνέχησα χωρίς να πει τίποτα άλλο <<Εδώ είμαι να ξέρεις>>.

Γρίφοι τους μισό.

Στο τέλος της ημέρας η επιχείρηση ήταν σχεδόν επιτυχία.
Είχαμε απελευθέρωση αρκετά άτομα.
Κάποιους είχαμε αιχμαλώτους αλλά το βασικό.
Ο Γιάννης είχε δραπετεύσει πάλι.

Από την μικρή σύσκεψη που κάναμε με την Έρη μας ενημέρωσε πως έπρεπε να είμαστε προετοιμασμένοι για τα πάντα .

Γιατί πλέον ανά είχε αναλάβει αυτός τα ινία τα πράγματα ήταν δύσκολα.

Η προτεραιότητα μας ήταν να βρούνε και τον Φιλίππο .Δεν έβγαζε νόημα γιατί συγκεκριμένα τον είχαν απαγάγει.
Αλλά για εμάς ήταν πλήγμα.

Και ειδικά για τον Μάρκο που είχε σβήσει το φως του.

Μισούσα που όλο αυτό μας έκανε να γινόμαστε θηρία.
Η ζωή έχει μια ιδιαίτερη προτίμηση στις εκπλήξεις.
Αυτές που σε γαμανε το μέσα και το έξω.
Σαδιστικά και γλυκά.

<<Γιατί δεν μου λέτε τι έγινε στην Πράγα,>>δεν ξέρω γιατί είχα κολλίσει να το ρωτάω συνέχεια στον Ρεν και την Άλις που κάναμε τσιγάρο έξω μετά τα πανκεικς.

<<Δεν είναι δουλειά μας να σου πούμε.Θα σου πεις εκείνη,>>έλεγα η Άλις.

<<Είσαι δώδεκα γαμώτο μη καπνίζεις ,>>της άρπαξα το τσιγάρο από το στόμα και το πετάξα με νεύρο.

<<Εεεε,είμαι αγχωμένη εντάξει δεν είναι και λίγο όλο αυτό που έγινε,>>διαμαρτυρήθηκε.

Έβγαλα από την τσέπη του παντελονιού μου που είχα χώσει φυσικά τα ζελεδακια αφού άλλαξα και τις τα έδωσα.

<<Τέλεια θα πάω από ζάχαρο.Πως είναι αυτό καλύτερο,>>είπε και μου τα άρπαξε από χέρι βάζοντας ένα στο στόμα.

<<Η ζάχαρη φέρνει εφορία.Δηλασηη δε θα μου πείτε τίποτα .Κλείνεται δεν τον βλέπεται;Γιατί δεν με ακούει κανένας;Την ξέρετε καλύτερα από εμένα .Πείτε μου γιατί είναι το βλέμμα της κενό Δεν είναι ο εαυτός της Δεν την έχω ξαναδεί έτσι >>
Σήκωσα τα χέρια τον αέρα καθώς στεκομουν όρθιος.

Ο Τεν καθόταν στο πεζοδρόμιο και με την Άλις.
Κοιταχτήκαν αναμεταξύ τους με νόημα.

Θα τους σκοτώσω.
Με βγάζουν στην απέξω.

<<Καλά είναι.Απλα είναι ο μηχανισμός άμυνας της.Την πυροβολησε ο γιος της πως θες να είναι;>>
Έσβησε το τσιγάρο ο Ρεν πετώντας το κάτω και σηκώθηκε.

Οι δρόμοι ήταν άδειοι .
Καθώς μόλις είχε ξημερώσει.

<<Μην ανησυχείς δώστης χρόνο,>>μου είπε.<<Καλά είναι όλα θα επανέλθουν.Για μια φορά σκέψου και τον ευατό σου.Προσπαθώ να σε προφυλάξω.>μου είπε χτυποντας απαλά τον ώμο.Εφυγε προς τα μέσα και η Άλις ακολούθησε.

<<Ξέρεις μια φίλη μου έλεγε αν αγαπάς κάτι πολύ άστο να φύγει.Αν ανήκει σε εσένα θα επιστρέψει αν όχι...αν όχι...δε θυμάμαι.Κατι του στυλ πάρτο σαν μάθημα και προχώρα,>>μου είπε και μπήκε προς τα μέσα .

Τι στον πούτσο;

Πάντοτε είχα τις καλύτερες ιδέες.Εγω τις έβλεπα έτσι δηλαδή.Ολοι οι άλλοι είχαν αντιρρήσει.

<<Μα το Θεό Ορφέα το είναι αυτό πάλι ,>>αναφώνησε ο Αχιλλέας .

Εγώ κατέβασα τα γυαλιά μου.
Ξαπλωμένος στην ξαπλώστρα έξω στην πισίνα.

Είχαμε επιστρέψει εδώ και τρεις μέρες στη Θεσσαλονίκη από την Αγγλία
Αν και μέσα Νοέμβρη ο καιρός περιέργως ήταν ζεστός.
Ή εμάς μας φαινόταν έτσι μετά τη μούχλα εκεί.

Πέντε μέρες εδώ στο τρέξιμο με το μαγαζί.Η βράβευση ήταν σχεδον σε μια βδομάδα και οι προετοιμασίες είχαν πάρει φωτιά.
Όλα μόνο μου τα έκανα.
Όλοι είχαν επιστρέψει στην καθημερινότητα.
Στις δουλειές τους.
Προσπαθόντας να ηρεμήσουμε.

Πεντε μέρες χωρίς τον Φίλιππο και νέα του.
Ο Μάρκος μέσα στα νεύρα συνεχόμενα είχει πριξει την Έρη στα τηλέφωνα.
Δεν μπορούσε για πολύ ακόμα να κρύβει από την μάνα του για το που ήταν ο γιος της.
Η δικαιολογία πως έκατσαν λόγο ακόμα Λονδίνο δεν θα κρατούσε για πολύ .
Γιατί ο Φίλλιπος έπρεπε να επιστρέψει στην προπόνηση.

Η Σοφία είχε επιστρέψει στο καφέ
Η Ξένια στο κανάλι.
Και ο Γαβριήλ έτρεχε να ξεχαστεί με τα σπίτια.

Η μόνη που προσπαθούσε να κρατήσει τις ισορροπίες ήταν η Ηρώ.
Που η καημένη με όλα αυτά τα είχε χάσει και μαζί με την Σοφία προσπαθούσε να μας κάνει να ξεχαστουμε .
Την είχε φάει η αγωνία για τον Φίλιππο και για την Εύα .

Πέντε μέρες χωρίς την Εύα .
Μιλούσαμε στα τηλεφωνα και στα μηνύματα .Της έλεγα για το εστιατόριο ,με ρωτούσε λεπτομέρειες.

<<Δεν το χάνω με τίποτα,>>μου ειπε.
Πάντοτε όμως μου τα έκοβε λέγοντας πως είχε δουλειά και θα τα λέγαμε από κοντά .

Ήταν να έρθει χτες αλλά δεν φάνηκε.
Και κανείς άλλος δεν μου έλεγε τίποτα

Ήμουν μέσα στην αγωνία και στο άγχος

<<Θα έχει δουλειά πολύ ,>>μου έλεγε η Ηρώ <<Δώσε λίγο χρόνο>>.

<<Όχι και εσύ,>>της είπα καθώς καθόμασταν στο δωμάτιο της πάνω στο κρεβάτι και την βοηθούσα να ξεχωρίσει κάτι ζωγραφιές της για τη σχολή.

<<Εμ,δεν ξέρω τι να σου πω άλλο Κάποιοι άνθρωποι χρειάζονται χρόνο.Μπορει να είναι δυνατοί αλλά δεν είναι και λίγο αυτο που πέρασε Ο ίδιος της ο γιος πήγε να την σκοτώσει>>.

Αν τον βρω θα μπει τιμωρία για ένα χρόνο χωρίς τηλεόραση και γλυκά.
Τι σκατά λέω θεέ μου;

<<Ειναι ερωτευμένη μαζί σου Δεν αλλάζει κάτι,>>μου έπιασε το χέρι.

<<Της είπα σε αγαπώ και δεν αντέδρασε>>.

<<Ωχ>>.

<<Ωχ>>.

<<Χμμμ,ίσως τις ήρθε απότομα . Εγώ ένα ξέρω από εμένα και τον Αχιλλέα αν είναι κάτι αληθινό αξίζει να παλέψεις ασχέτως με τις δυσκολίες.Και εγώ το νιώθω μεταξύ σας αυτό είναι αληθινό>>.

<<Το πιστεύεις;>>

<<Ακράδαντα,>>με φίλησε στο μάγουλο.

<<Εεεεεπ,>>ακούστηκε η φωνή του Αχιλλέα από πίσω μας .

Η Ηρώ στροβηλισε τα μάτια.

<<Δεν νομίζει ότι έχει παλιωσει όλο αυτό το να ζηλεύεις τον Ορφέα;>>
Του είπα καθώς εκείνος μας κάρφωνε.

<<Είμαι ο πιο όμορφος από τους τρεις γι'αυτό,>>τις εκλεισα το μάτι και ο Αχιλλέας μορφασε.

<<Τι σκατά κάνει μια φουσκωτή τσουλήθρα την πισίνα ,>>μου φώναξε ο Αχιλλέας αφού σηκώθηκα από την ξαπλώστρα.

Η Σοφία έπεφτε από την τσουλήθρα εμάς στο νερό με την Ηρώ από κάτω να της φωνάζει να προσέχει.

Κάπου έπρεπε να ξεπεράσω.
Και στην τελική δεν ήταν δική μου ιδέα της Σοφίας ήταν και εγώ συμφώνησα.

<<Είναι χειμώνας Ορφέα τις στον πούτσο>>.

<<Έχει είκοσι έξι βαθμούς,>>του είπα βγάζοντας τα γυαλιά και την άσπρη μπλούζα που φορούσα.

<<Α ωραία αυτό τα λύνει όλα,>>κοίταξε την τεράστια τσουλήθρα στην πισίνα.
<<Ο Γαβριήλ την είδε;>>

<<Ναι>>.

<<Και σε άφησε;Θα τον σκοτώσω>>.

<<Τον έπεισε η Σοφία>>.

<<Φυσικά και το έκανε.Ορφεα ,το συμβαίνει αρχησες πάλι τις κουλαμάρες>>.

Πλησίασα την άκρη της πισίνας και ξεφύσηξα .

Με πλησίασε αργά χωρίς να πει τίποτα και συνέχισε

<<Μπορείς να μου μιλήσεις αν θες >>.

<<Τα είπαμε,>>του είπα μονότονα.
Είχαν μιλήσει για ώρες όταν είχαμε περιστρέψει τι να λέγαμε άλλο.
Του τα είπα όλα τους φόβους μου .Τις ανησυχίες μου.
Όλα όσα μου είπε έβγαζαν νόημα.
Να προσπαθήσω να παλέψω
Να μην την αφήσω.
Αλλά καμιά φορά αυτό δεν είναι αρκετό .
Πόσο να το κάνεις όταν ο άλλος δεν προσπαθεί.

Στα μηνύματα και στα τηλέφωνα ήταν όλα καλά .
Μέχρι και πάω της έλειψα μου είπε .
Αλλά εγώ καταλάβαινα την αλλαγή.

Θεέ μου ,μου λείπει
Ολόκληρη
Τα φιλιά της.
Τα χάδια της.
Το κορμί της.
Απλά θέλω να γυρίσει.

Έπεσα στην πισίνα χωρίς να απαντήσω.

Ήθελα να χαθώ μέσα στο νερό.
Να την ψάξω όπως πριν λίγες μέρες για να την φέρω πίσω.
Αλλά ο πάτος έμοιαζε πιο βαθύς.

<<Γιατί είσαι έξω ρε πουστη μου από το υπόγειου;>>Άκουσα τον Αχιλλέα να φωνάζει στον Άγη που έπινε χαλαρά τον καφέ του στο τραπεζάκι έξω με τα πόδια στην σηκωμένα στην καρέκλα.

<<Εγώ τον έβγαλα,>>φώναξε ο Μάρκος με το κεφάλι του χωμένο στον υπολογιστή.

<<Βασιλείου σε είχα για ηλίθιο αλλά όχι και για τόσο,>>του γρυλισε.

<<Χρειάζομαι την βοήθεια του .Αν είναι κάποιος που μπορεί να με βοηθήσει είναι αυτός.Τοσα χρόνια ήταν μαζί τους,>>συνεχισε χωρίς να τον κοιτάζει.

Ο Αχιλλέας κοίταξε τον Άγη και εκείνος χαμογέλασε αυταρασκα με το καλαμάκι στα χείλη του

<<Χρειάζεται την βοήθεια μου και είπα να την προσφέρω,>>του είπε.

<<Δεν θέλω να μάθω το γιατί, πάω να πάρω την Ξένια τηλέφωνο >>είπε ο Αχιλλέας και έφυγε.
Η Ξένια ήταν στο κανάλι από το πρωί και προσπαθούσε να πάρει όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες για το συμβάν στην Αγγλία για τίποτα περίεργο και ασυνήθιστο .
Αλλά τίποτα όλα είχαν συγκαλυφθεί ξανά.

Η Σοφία φωναζε "Γιουπι" και έπεφτε στην πισίνα από πίσω μου.

<<Σοφία με το μαλακό,>>φώναζε η Ηρώ .
<<Θα χτυπήσεις>>.

Βγήκα αργά και τίναξα τα νερά από πάνω μου .

Πλησίασα τον Μάρκο.

<<Θα τον βρούμε,>>του είπα.

Άφησε το πληκτρολόγιο , πέρασε τα χέρια του από τα μαλλιά του και με κοίταξε.

<<Εβδομήντα δύο ώρες είναι οι κρίσιμες ώρες για να βρεις κάποιο αν εξαφανιστεί μετά....>>είπε χαμηλόφωνα και το βλέμμα του σκοτείνιασε.

<<Ναι αν είναι από τις κανονικές εξαγνίσει Μάρκο.Και αυτή δεν είναι φυσιολογική.Θα τον βρούμε...>>

Μια πνιχτη πνοή ακούστηκε από τον Άγη.

<<Σκάσε,>>του γρύλισα.

<<Δεν είπα τίποτα,>>σήκωσε τα χέρια του σε άμυνα.
Τον πλησίασα.
Στάθηκα μπροστά του και τον κοίταξα.

<<Κοίτα.Δεν ξέρω τι παιχνίδια παίζεις.Ή ποιος είναι ο σκοπός σου.Δεν ξέρω καν αν θέλω να μάθω αν είναι αλήθεια πως ψάχνεις κατι ή αν απλά παιζεις παιδιά για να μας την φέρεις .Το ότι είσαι εδώ μαζί μας είναι για να προσέχουμε τι κάνεις Αλλά μην παίρνεις αερα δεν θα κρατήσει πολύ.2να σου λέω.Αν κάνεις κάτι ηλίθιο εγώ θα σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια>>.

Τον κάρφωσα και εκείνος σηκώθηκε απότομα και με κοίταξε.

<<Θα με σμπρώξεις από τις σκάλες;>>
Ρώτησε αυτάρεσκα και μειδίασε
Εγώ ήμουν έτοιμος να τον αρπάξω
Αλλά πήρα μια βαθιά ανάσα .

<<Οι σκάλες θα είναι το λιγότερο που θα έπρεπε να φοβάσαι,>>δεν πήρε το βλέμμα του από πάνω του.
Με κοιτούσε μα με μίσος.
Σαν αρπακτικό.
Έπειτα άλλαξε και χαμογέλασε πιάνοντας τον ώμο μου.

<<Μου αρέσεις περισσότερο έτσι.
Η αλήθεια είναι πως το να είσαι πρεζακι δεν σου πήγαινε.Κρατα το,>>και με αυτό ξανά κάθησε.<<Ανυπομονώ ,>>έφερε τα καλαμάκι στα χείλη του και συνέχισε να πεινάει τον καφέ του.

Έμεινα να τον κοιτώ όταν το κινητό που άρχησε να χτυπά από την ξαπλώστρα .
Δεν ήθελα άλλο να ασχοληθώ μαζί του.

Πλησίασα την ξαπλώστρα και άρπαξα το κινητό.

Περίμενα να δω το όνομα της αλλά ήταν ένα ηλίθιο μήνυμα για εκπτώσεις της Nike.

Που σκατά είσαι Όμορφη;

<<Μπορεί η νονά να φοβάται,>>μου έλεγε καθώς κουνούσε τα ποδαράκια της πέρα δώθε μέσα λίμνης καθώς καθομασταν στην όχθη της.

<<Σαν την μάνα σου και εσύ.Για όλα βρίσκεις μια δικαιολογία>>.

<<Δεν λέω δικαιολογίες,>>μούτρωσε και άρχησε να χτυπάει τα γυμνά της πόδια πιο δυνατά.

Της ακούμπησα το κεφάλι και και γέλασα δηνατά.

<<Τώρα είσαι ίδια ο πατέρας σου,>>με κοίταξε εκπληκτη και έπειτα έσκασε στα γέλια.

Τα όνειρα μου αυτές τις μέρες ήταν μόνο με την Βασιλική.

Για κάποιο λόγο είχα επιστρέψει σε αθτο το περιεργο μέρος.
Αλλα η Έμιλι δεν ήταν πουθενά.

Η Βασιλική μου είπε πως είχε πολλές δουλειές.
Αλλά εγώ ένιωθα πως με απέφευγε.
Η τελευταία φορά που την είδα ήταν σαν οπτασία μέσα στο δάσος.
Και είχα πολλές ερωτήσεις να τις κάνω αλλά απαντήσεις δεν θα έπαιρνα.

Ο ουρανός ήταν ένα μείγμα από ροζ και μωβ.
Η λίμνη είχε ένα περίεργο πράσινο χρυσαφί χρώμα.
Τα βουνά από μακρυά ήταν χιονισμένα και γύρω μας πολλά μωβ λουλούδια με πυγολαμπίδες.

Τα δύο τεράστια άστρα πλανήτες στον ουρανό φώτιζαν μεν αλλά το χρώμα γύρω μας ήταν σαν του δειλινού.

Το μέρος αυτό ήταν περίεργο.
Πολύ περίεργο.
Το ένιωθα πάντα σαν αυτά τα όνειρα που βλέπεις όταν έχεις πυρετό αλλά ήταν πέρα για πέρα αληθινό.

Δεν μπορούμε να καταλάβουμε πως λειτουργεί η ζωή ούτε το μέγα από αυτή.

Όσο περίεργο και αν φενεται υπάρχουν πράγματα που ο ανθρώπινος νους δεν μπορεί να τα συλλάβει.
Ούτε η επιστήμη .
Κάποια πράγματα είναι ανεξήγητα.
Όπως και αυτό

Εγώ με την Βασιλική.
Το παιδί της Ηρώς και του Αχιλλέα.

<<Κοίτα ,>>φώναξε στα ξαφνικά και έδειξε με το δάχτυλο της την μέση της λίμνης .

<<Τι στον πούτσο,>>αναφώνησα.

<<Νονέ,>>με μάλωσε.<<Κακοα λέξη>>.

<<Συγγνώμη.Αλλα τι στο καλο Βασιλική;>>.

Εκεί στη μέση της λίμνης στεκόταν σαν ένα άσπρο ελάφι με τεράστια κέρατα και έσκυβε να πιει νερό.
Ήταν παράλογο γιατί πατούσε πάνω στο νερό.

<<Τι είναι αυτό;>>.

<<Ελάφι βρε νονέ δεν το έμαθες στο σχολείο;Έλεος,>>στροβηλισε τα μάτια.

<<Το ξέρω μωρέ αλλά τι κάνει ένα ελάφι πάνω στη λίμνη; Πως γίνεται;>>

Εκείνη χαμογέλασε.

<<Είναι μαγικό.Ειναι η ελπίδα.Γιατι η ελπίδα είναι πάντα μαγική.Αλλαζει τα πάντα εκεί που δεν το περιμένεις>>.

<<Τέλεια άρχισες και εσυ με τους γρίφους...>>

<<ΒΑΣΙΛΙΚΗ,>>ακούστηκε μια κραυγή από πίσω μας

<<Ωχ,>>αναφώνησε η μικρή και σηκώθηκε απότομα.

<<Τι έγινε;>>ρώτησα καθως σηκώθηκα απότομα το ίδιο και κοίταξα προς το μέρος που ερχόταν η φωνή .

<<Μη κοιτάς νονε.Πρεπει α φύγεις,>>μου είπε αναστατωμένη καθώς ένα τσούρμο παιδιά έτρεχαν καταπάνω μας.

<<Μη κοιτάς Νονέ σου είπα.Θα με σκοτώσει η Έμιλι.Πρεπει να ξυπνήσεις Νονέ>>.

<<Μα ...>>με τραβούσε από την μπλούζα για να μην κοιτάξω.

<<Δεν έχει μα.Ξυπνα Νονέ,>>μου φώναξε .

Καθώς έπεφτα απότομα στο κενό το μόνο που πρόλαβα να δω ήταν τις φιγούρες τον παιδιών και να ακούσω και φωνή .

<<Ω έλα Βασιλική και ήθελα να τον δω.Δεν  είσαι δίκαιη.Τοσο καιρό περιμ...>>

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top