Κεφάλαιο 43ο
Τώρα.
Εύα,26 ετών.
Μια κραυγή έσχισε τα αυτιά μου.
Και τρεις πυροβολισμοί.
Εγώ είμαι αυτή που τσιριζω;
Ώπα,οι νεκροί δεν τσιριζουν.
Και αυτή είναι αντρική φωνή.
Η αίσθηση του όπλου στον κρόταφο μου με επανέφερε στη στιγμή.
Άνοιξα αργά τα μάτια μου.Στην αρχή έβλεπα θολά ,αλλά εστίασα σιγά σιγά.
Ο Αρμένης ήταν πεσμενος στο πάτωμα να κρατάει τον ώμο του.
Στο έδαφος ο Ορφέας να κρατάει το κεφάλι του.
Και από πίσω ο πατέρας του νεκρός με μια σφαίρα στο κεφάλι και ο Δήμαρχος από δίπλα να κρατάει την κοιλιά του.
Τι σκατά είχε γίνει;
Επενέβησαν οι δικοί μας;
<<Ορφέα,>>φωναξα χωρίς να με νοιάζει τίποτα άλλο και έτρεξα κοντά του .
<<Είσαι εντάξει;>>του έπιασα τα χέρια.
Σήκωσε το κεφάλι του αργά και με κοίταξε.
<<Είσαι ζωντανή,>>είπε με δυσκολία.<<Τι στο καλό σκεφτόμουν Ομορφη και πηγές να το κάνεις αυτό,>>πήγε να με μαλώσει.<<Πως στο διάολο θα το ξεπερνούσα αυτό;>>
Δεν το πίστευα πως τον έβλεπα μπροστά μου .Όλος ο φόβος ακόμα με βάραινε.Εξαιτιας μου είχε έρθει σε αυτή τη θέση. Και θα ξανά ερχόταν αργά η γρήγορα.Γιατι δεν σταματάει ποτέ όλο αυτο;Το κεφάλι της Λερναίας Ύδρας δεν πεθαινει ποτέ.Πολλαπλασιαζεται.Και όσο υπήρχα εγώ τόσο κινδύνευε.
Δεν μπόρεσα καν να τον προστατεύσω.
<<Πρέπει να φύγουμε Ορφέα,>>του είπα και πήγα να το άρπαξα .Δεν έδινα σημασία γύρω μου .Δεν με ένοιαζε .
Το μόνο που ήθελα ήταν να φύγουμε γρηγορα.
Ο Ορφέας κοίταξε τον πατέρα του.
<<Λυπάμαι ,>>του ειπα.
<<Μπορεί να σαπίσει στην κολαση,>>στηρίχτηκε πάνω μου.<<Λυπαμαι που δεν ήμουν εγώ που πάτησα τη σκανδαλη.Ποιος το έκανε....>>σήκωσε τα μάτια του στην πόρτα και πάγωσε.
Το ίδιο έκανα και εγώ.
Γαμω το κέρατο μου αυτό δεν είναι καλό
<<Τι στο διάολο νομίζεις πως κάνεις Μάρκου;>>Ουρλιαξε ο Αρμένης στον Γιάννη .
Οι δύο φρουροί που πριν λίγο με στόχευαν καθόντουσαν ακίνητοι στην πόρτα.
Εκείνος περπάτησε αργά προς το μέρος του.Το βλέμμα του εβγαζε σπίθες .
Μια ουλη στόλιζε το χτυπημένο του μάτι που είχε άσπρη κόρη από το τραύμα.
Ντυμένος με κοστούμι και με όψη σχεδόν γερασμένη σήκωσε το όπλο του.
Τελικά είχε εμφανιστεί.
Αλλά γιατί τους είχε πει ψέματα;
<<Γιάννη,>>φώναξε ο Δήμαρχος και εκείνος του κανά έριξε απότομα στο ένα πόδι .
Ουρλιαξε και μαζεύτηκε πιο πίσω.
<<Αξιολυπητοι.Αξεστοι και ηλίθιοι,>>είπε τελικά.<<Τι νομίζετε ότι κάνετε;>>.
<<Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό.Φρουροι πιάστε τον ,>>φώναξε ο Αρμένης,>>αλλά η φρουροί δεν κουνήθηκαν .<<Τι κάνετε σας μιλάω>>.
Ο Γιάννης γέλασε μανιακά.
Φαινόταν πως σιγά σιγά κατρακυλούσε και αυτός στην παράνοιαΑν τδεν το είχε κάνει ήδη.
<<Δεν σε υπακούνε πλέον,>>στάθηκε από πάνω του .
ο Αρμένης προσπαθούσε να σηκωθεί αλλά μάταια. Το πόδι του Γιάννη τον πάτησε στη κοιλιά και έσκυψε κατά πάνω του.
<<Προδότη,>>του φώναξε ο Αρμένης
<<Είμαι;Εγώ;Μπα;Λάθος κάνεις>>.
Ο ήχος από την βιβλιοθήκη να κλείνει ακούστηκε από πίσω μας .Γύρισα και ειδα πως ο Δήμαρχος είχε εξαφανιστεί.
<<Προβλέψιμος Πάντα αυτό κάνει.Την κοπαναει,>>.
<<Μάρκου εξηγήσου τι είναι όλο αυτό;>>
Του φώναξε ο Αρμένης προσπαθόντας να σηκώσει το πόδι του Γιάννη ,αλλά εκείνος τον πίεσε παραπάνω.
<<Είσαι έξυπνος άντρας.Εσυ θα μου πεις τι είναι όλο αυτό>>.
Μειδίασε και έστρεψε το όπλο στο στόμα.Τον πίεσε να ανοίξει.Το ένα του χέρι του Αρμένη,πήγε να τον σταματήσει αλλά ο Γιαννης το πάτησε με το αλλο. του το πόδι .
<<Μόνο που δεν θα σε αφήσω να μιλήσεις.Κανε Α,>>Του ανοιξε τα χείλη με το ζόρι και έβαλε την κάννη ανάμεσα από τα δόντια του .
<<Ορφέα,μπορείς να περπατήσεις;>> .
Τον ρώτησα και εκείνος εγνεψε.
Ότι γινόταν τώρα δεν ήταν δουλειά μας .
Αν και τους είχαμε και τους δύο εδώ,ο Ορφέας ήταν η προτεραιότητα μου.
Πήγα να μας πάω προς την έξοδο ,αλλά.οι φρουροί μας στόχευσαν.
<<Επ,,δεν πρόκειται να πάτε πουθενά εσείς οι δύο,>>μας είπε ο Γιάννης .
Άρπαξα το όπλο μου και τον στόχευσα καθώς κρατούσα τον Ορφέα .
Μειδίασε.
<<Άσε μας να φύγουμε τώρα αλλιώς θα σου τιναξω τα μυαλά,>>του φώναξα.
<<Πρέπει να περιμένεις λίγο ακόμα για αυτό,>>μου ειπε και έπειτα στράφηκε προς τον Αρμένη.
<<Έχεις γίνει αδύναμος.Οι μέθοδοι σου δεν αποδίδουν και τώρα πας να συμμαχισεις με τον εχθρό.Να φέρεις το φίδι μέσα στη φωλιά μας,>>ο Αρμένης μουγκρισε <<Ναι καλά κατάλαβες.Αυτο ήθελα τόσο καιρό.Να πάρω την θέση σου.Να στήσω καινούργιο Βασίλειο.Να μας φτάσω στην κορυφή.Αλλα χωρίς εσένα .Είσαι ένα τίποτα Αρμένη.Δεν είσαι Θεός.Τοσα χρόνια το κατάλαβα δίπλα σου .Και κατέληξα πως εγώ ήμουν Θεός σε σχέση με εσένα .Όλες αυτές οι φανφάρες που έλεγες ήταν όλα μαλακίες Και δες που φτάσαμε.Στα πρόθυρα της καταστροφής με την Μέδουσα στα χνάρια μας.Και μη πεις πως φταίω εγώ και οι εμμονές μου. Ή το οτι πλαγιασα με την σκύλα την γυναίκα μου και τώρα μας κυνηγάει.Για όλα φταις εσύ που δεν κοιτάς μπροστά,>του πίεσε παραπάνω το όπλο μέσα στο στόμα.Ειχε παρανοήσει τελείως .
Ήταν άραγε μόνος του σε όλο αυτό;
Άραγε είναι και ο Ελάιζα μαζί του;
Πρέπει να βγάλω τον Ορφέα από εδώ και μετά να το ανακαλύψω αυτό.
<<Κρίμα που δεν θα μείνεις για να δεις πως θα τα διορθώσω όλα εγώ και θα κάνω τα πάντα να ανθίσουν,>>ο Αρμένης άρχησε να γουρλωνει τα μάτια και κραυγές πνιχτες να βγαίνουν από το στομα του.
Ο ήχος από το όπλο ακούστηκε και η φωνή του σιώπησε.
Αίμα κυλισε πίσω από το κεφάλι του.
Τα μάτια του άψυχα και γουρλωμένα ακόμα να κοιτάνε τον Γιάννη που σκούπιζε το αιμα που παταχτηκε πάνω στο όπλο του .
<<Τι θα κάνουμε;>>
Ρώτησε ο Ορφέας.
Δεν πρόφτασα όμως να απαντήσω ο Γιάννης στράφηκε προς τα εμάς.
<<Λοιπόν,>>είπε αναστενάζοντας.
<<Ήρθε η ώρα σας>>.
<<Τι θέλεις;Σε λίγα λεπτά θα είναι γεμάτο το μέρος από την οργάνωση.Εχεις τελειώσει ,>>του είπα και τον στόχευσα.
Εκείνος γέλασε δυνατά.
<<Αλήθεια;Ας έρθει .Είμαι έτοιμος να τους αντιμετωπίσω,>>σήκωσε το όπλο.
<<Όσο πιο γρήγορα έρθουν τόσο πιο γρήγορα θα βρουν το πτώμα σου Χριστίνα,>>ο Ορφέας γρυλισε από δίπλα μου.<<Σε αντίθεση με τον μαλάκα τον πατέρα σου εγώ ξέρω τι εισαι.Ενα φίδι κολοβό.Πλανωταν αν πίστευε πως συνεργαζοσουν.Εγω δεν πρόκειται να το αφήσω αυτό να συμβεί>>.
Το σχέδιο του να αναλάβει την κοινότητα έπαιρνα σάρκα και οστά.Σιγουρα εγώ θα ήμουν εμπόδιο.Και αυτό επιβεβαιώνε την υποψία μου πως ήταν αληθεια πως κρατούσα δύναμη στα χέρια μου.
Ήταν φοβισμένος το έβλεπα στο βλέμμα του.
Άραγε τι να συνέβαινε πίσω από την κουρτίνα;Κατέρρεε η δομή της κοινότητας;
<<Γιατί δεν με σκοτώνεις τότε;Είναι η ευκαιρία σου,>>του είπα <<Ή είσαι τόσο θρασύδειλος που ούτε αυτό δεν μπορείς να κάνεις πλέον,>>δεν ήταν καλό που του την έμπαινα τόσο αλλά έπρεπε να βρω κάτι να τον λυγίσω ώστε να βρω ενα κενό να φτάσω.
Και που στο καλό ήταν οι υπόλοιποι;
Η φασαρία δυνάμωσε από κάτω αλλά δεν καταλάβαινα τι γινόταν .
Έστρεψα το βλέμμα μου προς την πόρτα .
<<Ξενινησε ,>>είπε μονότονα .<<Όσο το γιατί δεν σε σκοτώνω ,θα σου λύσω την απορεία .Δεν είναι δικιά μου δουλειά,Ω , Ελάιζα;Έλα να πεις γεια στην μαμά>>.
Το κορμί μου πάγωσε, καθώς άκουσα από την άλλη μεριά να ανοίγει σε ένα σημείο στη βιβλιοθήκη.
Τα μάτια μου δεν έφευγαν από το σημείο καθώς τον περίμενα να εμφανιστεί.
Τον είχε φέρει μαζί του με σκοπό να με σκοτώσει.Τον είναι κάνει πλύση εγκεφάλου,για να πιστέψει ό,τι του έλεγε.
Ange τα κατάφερα .
Θα τον φέρω πίσω.
Τα δευτερόλεπτα παιρνουσαν αλλά κανείς δεν φαινόταν να βγαίνει από το σκοτάδι.
<<Ελάιζα που είσαι;Ο μπαμπάς σε χρειάζεται.Δεν θες να δεις την μαμά σου;Είναι λίγο ντροπαλός,>>γύρισε και μας κοίταξε.
Ο Ορφέας μετακινήθηκε χωρίς να το καταλάβω λίγο πιο δίπλα μου.Φαινοταν πως συνέρχονταν σιγά σιγά αλλά πάλι τα βήματα του δεν ήταν σταθερά.
Στα χέρια του πλέον κρατούσε το όπλο που είχε φύγει από τα χέρια του πατέρα του.
<<Ghost,κάπως με ξίνουν τα δάχτυλα μου,>>έστρεψε το όπλο προς εκείνον.
<<Κόψε τα παιχνίδια και πες απλά που είναι ο μικρός.Ειμαι λίγο εκνευρισμένος ξέρεις με όλα αυτά,>>έδειξε τα πτώματα.
<<Και όλοι ξέρουμε τι γίνεται όταν είμαι εκνευρισμένος>>.
Όσο και να περιμέναμε όμως ,κανείς δεν έβγαινε από την κρυψώνα .
<<ΕΛΑΙΖΑ,>>φώναξε εκνευρισμένα ο Γιάννης ,πηγαινωνατς προς τη βιβλιοθήκη.
<<Έλεος.Τι έπαθες και ουρλιάζεις,>>ακούστηκε η γνώριμη φωνή.
<<Και είπα ποιος λείπει;Να που εμφανίστηκε,>>είπε ο Ορφέας καθώς η φυγουρα ξεπρόβαλλε κατεβάζοντας τον μανδύα του,σπρώχνοντας μια μικρότερη μπροστά.
<<Α...Α...Α,δεν θα κάνεις τίποτα παράτολμο μικρέ,>>προειδοποίησε τον Ελάιζα .
Ο Άγης κρατούσε ένα όπλο και τον στόχευε στην πλάτη.
Άλλος ένας λόγος για να τον σκοτώσω .
<<Ελάιζα,>>φώναξα και πήγα να πάω προς τα εκεί αλλά ο Ορφέας σταμάτησε όταν ο μικρός γύρισε και με κοίταξε απότομα.
Τα διαξιφιστικά μπλε μάτια με κάρφωσαν.Αλλα τίποτα δεν θύμισε το μικρό μου γλυκό αγόρι.Μονο εμφανισιακα ήταν το ίδιο μωρό ,λίγο πιο μεγάλο βέβαια,που κρατούσα στην αγκαλιά μου
Το βλέμμα του όμως έσταζε μίσος.
<<Εδώ ήρθες τελικά,>>του φώναξε ο Ορφέας.Αναθεμα την ώρα και τη στιγμή .Πως έγινε αυτό πάλι;Πως στο καλό ήρθε και αυτός μαζί και τι κάνει με τον μικρό μου;Μας την έφερε.
<<Άσε τον γιο μου,>>φώναξε ο Γιάννης και πήγε να τον αρπάξει.
<<Ένα βήμα ακόμα και του έριξα,>>απείλησε ο Αγης.
<<Σκοτώνεις και παιδιά τώρα;Άστον Άγη,>>φώναξε ο Ορφέας.<<Τι παιχνίδια παίζεις παλι;>>
<<Άγη ορκίζομαι αν πειράξει μια τρίχα του...>>τον απείλησα.
<<Ναι ναι ξέρω θα με ,>>κούνησε το κεφάλι με την γλώσσα απέξω σαν να πέθανε.<<Προτωτυπο.Δεν ήρθα όμως για να ασχοληθώ μαζί σας.Ηρθα να λύσω ένα πρόβλημα εδώ με τον ηλίθιο,>>έδειξε τον Γιάννη.
<<Άσε τον γιο μου τώρα,>>του φώναξε εκείνος.
<<Ωωωω,ο αξιολατρευτος γιος σου.Το παιδί θαύμα.Αυτος που θα πάρει όλη την κληρονομιά σου.Ειναι και όμορφος πανάθεμα τον,>>του μπέρδεψε τα μαλλιά στο κεφάλι.
<<Είσαι μαλάκας,>>είπε ο μικρός.
<<Ωχ,και αθυροστομος.Δεν σου είπαν πως δεν πρέπει να βρίζεις;>>
Είπε με δραματικό ύφος.<<Μην αγχώνεσαι όμως θα σε αφήσω αν ο πατέρας σου από εδώ συνεργαστεί και απάντησει σε μια απλή ερώτηση που θα του κάνω>>.
<<Ηλίθιε.Εισαι με την δική μου πλευρά το ξέχασες;Με την δική μου.Τόσο κόπο έκανα να σε πλάσω όπως θέλω.Να γίνεις όπως εγώ .Αλλά είσαι και εσύ μια απογοητεύση.Τι νομίζεις πως κάνεις;>>
<<Εσύ με έπλασες,>>γέλασε δυνατά.<<Παραισθήσεις έχεις;Νομίζεις πως έκανα ότι έκανα επειδή εσύ μου το είπες;Τι πάει στραβά μαζί σου;Δεν ξέρεις σε ποιον μιλάς;Απλα παίζω το παιχνίδι μέχρι εκεί που με παίρνει.Ποτε δεν είπα ότι είμαι με το μέρος σου.Μονο με το δικό μου ειμαι.Αργα η γρήγορα θα το καταλάβεις όταν θα γίνω καλύτερος από εσένα και θα με φοβάσαι>>.
Ο Γιάννης γέλασε δυνατά.<<Είσαι πιο τρελός από ότι νόμιζα>>.
<<Θα το έπαιρνα σαν κοπλιμεντο αλλά με κουράζεις.Απαντησε μου σε μια ερώτηση Γιάννη ,>>του είπε με τα δόντια σφιγμένα.Σηκωσε το όπλο του και έφερε τον μικρό κοντά του κρατώντας με το χέρι του.<<Που είναι;>>
Ο Γιάννης τον κοίταξε συνιφρυωμενος.
Ήξερα καλά τι τον ρωτούσε .
Το μυστικό που υποσχέθηκαν να μην αποκαλύψω.
Βέβαια δεν ήξερα την ατζέντα του Γιάννη.Ηταν σίγουρο ότι το είχε κάνει για να τον ελέγχει.Αλλα ήταν πιο έξυπνος από το να πιστεύει στα αλήθεια πως μπορούσε να ελέγξει τον Άγη.
Κάτι άλλο είχε στο μυαλό του.
<<Δεν σε έχω δει ξανά έτσι πέρα από την εμμονή σου με την κοκκινομάλλα.Πρωτόγνωρο που έχεις τόσα συναισθήματα που πίστευα πως δεν έχεις>>.
<<Σταμάτα να μιλάς και απάντησε την ερώτηση,>>του γρυλισε και το βλέμμα του άρχησε να γίνεται αλλόφρων.<<Είναι δικό μου.Μονο δικό μου.Και το θέλω πίσω>>.
Ο μικρός καθόταν ακουνητος στα χέρια του.
Δεν θρηνούσε να με κοιτάξει.
Εγώ ήθελα να τρέξω να τον άρπαξω να τον βάλω στην αγκαλιά μου.Αλλα φοβόμουν μη γίνει κάτι κακό με τα όπλα στραμμένα.
Έπρεπε να βρω ένα κενό.
<<Δεν πρόκειται να το βρεις ποτέ,>>του είπε ο Γιάννης και μειδίασε.
Ένας μεγάλος κρότος ακούστηκε από κάτω και φωνές άρχησαν να γίνονται πιο πυκνές.
Το βλέμμα του μικρού γύρισε προς εκείνον και με μια απότομη κίνηση δάγκωσε το χέρι του Άγη
Εκείνος ούρλιαξε .<<Κωλοπαιδο,>>φώναξε και πήγε προς τα πίσω.
<<Τρέχα.Ξερεις τι πρέπει να κάνεις ,>>του είπε ο Γιάννης και ο μικρός άρχησε να τρέχει προς την εξοδο.
<<Ελάιζα,>>φώναξα και άρχισα να τρέχω από πίσω του .
Την ώρα που Άγης στόχευε τον Γιάννη .
Πυροβόλησε αλλά αστιχησε καθώς ο Γιάννης έτρεχε προς την ανοιχτή βιβλίο.
<<Τρέξε όσο θες.Θα σε βρώ .Και Ω φίλε μου θα διασκεδάσω,>>φώναξε ο Άγης και άρχησε να τρέχει από πίσω του.
<<Σκατά ,>>άκουσα τον Ορφεα.Επειτα με φώναξε.<<Εύα περίμενε, γαμώτο>>.
Αλλά δεν άκουγα τίποτα απλά έτρεχα πίσω από τον μικρό .
Έξω από το δωμάτιο στον διάδρομο.
Πυροβολισμοί ακούγονταν από παντού .
Κόσμος έτρεχε γύρω μας .
Με την άκρη του ματιού μου είδα τους δικούς μας με τα όπλα και τους φρουρούς σε μάχη.
Τα αυτόματα χτυπούσαν παντού. Κομμάτια από τους τοίχους εσκαγαν και έπεφταν στο έδαφος .
Τζάμια έπεφταν .
Το απόλυτο χάος.
Φωνές από παντού ηχούσαν.
Ο μικρος προσπερνούσε τον κόσμο που έτρεχε στον διάδρομο να ξεφύγει.
Και εγώ αντίστοιχα τους εσπρωχνα.
<<ΕΛΑΙΖΑ,ΣΤΑΜΑΤΑ,>>του φώναξα, αλλά εκείνος δεν γυρνούσε .
Άρχησε να κατεβαινει τις σκάλες απότομα και εγώ από πίσω.
Ένας φρουρός του πήγε να μου επιτεθεί και γύρισα με το όπλο μου.
Κατευθείαν στο κεφάλι
Ένας άλλος ήρθε από πίσω μου.
Τον αντιλήφθηκα και του έριξα δεξί κροσε.
Εμπόλεμη ζώνη ήταν όλο το μέρος.
Καλεσμένοι και μη ,πολεμούσαν ο ένας τον άλλον.
Με την άκρη του ματιού μου, έπιασα την Άλις ,που είχε ανέβει πάνω σε έναν και του έσπασε τον λαιμό.
Η Όλιβ παραδιπλα με τον Ρεν κρυμμένοι πίσω, από δύο κολόνες, να ρίχνουν σε όποιον βρουν.
Σήκωσα το βλέμμα και είδα την Δάφνη να τρέχει στο πάνω όροφο.
Άρχησα να κατεβαίνω τις σκάλες γρηγορα.Προσποαθωντας να μην χάσω τον μικρό από τα μάτια μου.
Με τις σφαίρες που έπεφταν τριγύρω ήταν θαύμα που δεν τον είχαν πετύχει.
Είχαν το μυαλό μου. Ο διακόπτης είχε γυρίσει .Έτρεχε μακρυά μου .Δεν ήθελε να είναι μαζί μου.
Πονάω .Ο ίδιος ο γιος μου δεν με ήθελε.Προτιμουσε τον μαλάκα .
<<Ανίκανος.Βαρετος.Ασχημος,>>
προσπέρασα την Χινάτα και την Χάνακο, που χωρίς κανέναν εκνευρισμό , με ηρεμία ,σχεδόν απάθεια, έριχναν το ένα μαχαίρι στιλέτο μετά το άλλο, σε όσους έρχονταν κατά πάνω τους ,χτυπώντας τους ίσα ίσα για να τους αφοπλισουν.
Συνηδειτοποιήσα, πως τριγύρω μας ήταν και άλλα άτομα από την ομάδα του Άσαχι.
<<ΕΥΑ,>>άκουσα την φωνή του Αχιλλέα καθώς έτρεχα προς την έξοδο που πήγαινε ο μικρός.
Φυσικά είχαν έρθει και αυτοί ,για να ήταν ο Ορφέας εδώ.Το βλέμμα του επεσε τον μικρό καθώς έριξε μπουνιά σε έναν .
<<Τον έχω,>>του φώναξα.
Λίγο πιο δίπλα ήταν η Ξένια με τον Μάρκο και τον Φίλιππο να παλεύουν αντίστοιχα με δύο με τον Μάρκο να έχει ανέβει πάνω στου τους ώμους του ενός και να τον χτυπάει στο κεφάλι.
Τρελοι είναι όλοι τους τρελοί.
Δεν έπρεπε να είναι εδώ Αν πάθουν τίποτα....
Ο Ελάιζα είχε φτάσει σχεδόν στην έξοδο.Που πήγαινε;Έπρεπε να τον προφτάσω.
<<ΦΙΛΛΙΠΕ,>>άκουσα τον Άρη να φωνάζει και ένας πυροβολισμός ακούστηκε.
Γύρισα έντρομη προς τα πίσω.
<<Όχι τον γκόμενο μου μαλακα,>>φώναξε ο Μάρκος και πήγε να πηδηξει πάνω του αλλά τον πρόλαβε ο Πέτρος .
Τον άρπαξε πριν τον πετύχει η σφαίρα του Γαβριήλ που στόχευε τον τύπο.
Ευτυχώς τον Φίλιππο το είχε πετύχει στον ώμο
<<Ένας,δύο, τρεις,>>άκουσα την γνώριμη τσηριχτή φωνή.
<<ΕΥΑ,.>>μου φώναξε η Σοφία .
<<Γιατί τρέχεις;>>Με ρώτησε χτυπώντας με ένα σιδερολοστο , μια τύπισσα που της ορμουσε.
Δεν έχω χρόνο μικρή.
Μέσα από το χάος και τα κορμιά δεν έβλεπα δεν άκουγα Απλά στοχευα με το όπλο .Με το χέρι μου.
Δεν έβλεπα τίποτα πέρα από τον Ελάιζα
Έχω την εντυπωση πως η Σοφία ήταν από πίσω μου.
Ο μικρός βγήκε από την έξοδο.
Έξω στην αυλή υπήρχε το ίδιο σκηνικό.
Κάτω Από την δυνατή βροχή,άνθρωποι, μάχονταν αναμεταξύ τους
Άλλοι έτρεχαν να διαφύγουν.
Παιδιά ,γυναίκες και αγόρια με άσπρες φορεσιές φευγαλέα έβλεπα να διαφεύγουν με τους δικούς μας.
Μια έκρηξη σε ένα δωμάτιο άναψε την νύχτα και με έκανε σχεδόν να χάσω την ισορροπία μου.Γυαλια πετάχτηκαν από τον ιερό και καπνός.
Αλλά συνέχισα να τον κυνηγάω.
Καθώς έβλεπα το κορμάκι του,με την άσπρη .πλούσια και τον τζιν να τρέχει μέσα στο δάσος.
Πήγαινε να βρει κάποιον;Αλλά ποιον; Την Πέρσα,για να τον φυγαδεύσει;
Μόνο αυτή έλειπε.Αλλα οι τρεις της Σοφίας δεν ήταν πουθενά.
Μπηκα μέσα στο δάσος.Το έδαφος ήταν λασπωμένο και γλυστρουσε από την βροχη.
Τα ρούχα μου ειχαν κολλήσει πάνω μου και τα μαλλιά μου έσταζαν από τις ατάκες νερού .Ο θόρυβος πνιγόταν μέσα του και το μόνο που άκουγα ήταν το θρόισμα των φύλλων και το σπάσιμο τον κλαδιών από το τρέξιμο του μικρού.
<<ΕΛΑΙΖΑ,>>ούρλιαξα.<<ΕΛΙ,>>.
Το μυαλό μου δεν μπορουσε να επεξεργαστεί την κατάσταση.Χαμενες σκόρπιες σκέψεις.Ολα τα γεγονότα στο μυαλό μου έκαναν ασταμάτητες σβούρες.
Ο πατερας μου.Ο Ορφέας
Η στιγμή που θα τον έχανα.
Το σ' αγαπώ.Πως του ήρθε και το είπε;Το έκανε στα αλήθεια;Πως ;Δεν είμασταν πολύ καιρό μαζί.Πως μπόρεσε να αγαπήσει τόσο γρήγορα;
Το να είσαι ερωτευμένος είναι εντελώς διαφορετικό από το να αγαπάς.
Και εγώ;Εγώ τι κάνω;
Πως νιώθω;Δεν πρόλαβα να ξεπεράσω το σοκ που θα τον έχανα.
Όλα μου θύμιζαν το ίδιο σκηνικό .
Θα έχανα κάτι δικό μου.
Από απροσεξία .Όπως τότε.
Έπρεπε να τον είχα κλειδώσει στο υπόγειο της οργάνωσης .
Δε θα αφήσω να ξανασυμβεί αυτό ποτέ.
Το ήξερα από την αρχή πως θα φτάναμε εδώ
Και ήμουν ηλίθια που πίστευα πως θα γινόταν κάτι διαφορετικό.
Όσο είναι δίπλα μου.Κινδυνευει.
Όλοι τους κινδυνεύουν.
Οι θόρυβοι στο δάσος σταμάτησαν.
Δεν ήξερα που πήγαινα.Ή τι άλλοι εφιάλτες με περίμεναν μέσα στο σκοτάδι.
<<ΕΛΙ,>>φώναξα σταματώντας και κάνοντας κύκλου γύρω από τον ευατό μου.
Που σκατά είναι.
Θα χαθώ έτσι όπως πάει.
Ο ήχος της θάλασσας από το βάθος με έκανε να τρέξω προς τα εκεί.
Ξεπροβαλλα σε έναν γκρεμό.
Τα νερά της θάλασσας από κάτω ήταν φουρτουνιασμένα.Τα κύματα εσκαγαν στα βράχια.
Ο αέρας εδώ φυσούσε πιο πολύ και έφερνε την βροχή στο πρόσωπο μου.
Κοίταξα δεξιά και αριστερά αλλά ο μικρός δεν ήταν πουθενά .
Η άκρη του γκρεμού φώτισε από μια αστραπή και έτρεξα προς τα εκεί.Επειταςτα κάτω .Φοβόμουν μήπως είχε πέσει .Αλλά δεν έβλεπα τίποτα .
Ο ορίζοντας ήταν σκοτεινός και αστραπές τον φώτιζαν αραια και που.
Που πήγε;
Θεέ μου που πήγε;
Πάλι τον έχασα
<<Εσύ φταίς,>>η φωνή του με τρόμαξε και γυρισα αργά προς τα πίσω.
Ήταν εκεί κάτω απ' την βροχή .
<<Ελάιζα,>>έκανα ένα βήμα για να τον πλησιάσω.Σταμαγησα απότομα όμως .
Το όπλο στα χέρια του με έδειχνε.
Η καρδιά μου άρχησε να χτυπάει δυνατά.
<<Ελι,>>έφερα τα χέρια στον αέρα δίπλα από το κεφάλι μου σε παραίτηση.
<<Όλα θα πάνε καλά μωρό μου.Η μαμά είναι εδω.Ασε το όπλο,μη τραυματιστείς,>>
<<Δεν είσαι η πραγματική μου μαμά>>.
<<Ελι>>.
<<Μη πλησιάζεις,>>φώναξε κουνώντας το όπλο και σταμάτησα απότομα.Μια αστραπή μας ρώτησε.Σαν ελπιδα μέσα στονσκοταδι,<<Ο μπαμπάς μου, λέει πως είσαι κακός άνθρωπος. Σκότωσες την μαμά μου>>.
<<Ελάιζα,δεν είναι η αλήθεια.Σου λέει ψέματα.Την αγαπούσα την μαμά σου.Οπως αγαπάω και εσένα Ποτέ δεν θα της έκανα κακο>>του είπα με ήρεμη φωνή.
Το παιδί μπροστά μου, δεν ήταν το παιδί μου.Ηταν ένα υποχείριο του Γιάννη της κοινότητας.Επικινδυνο.Γνωριζα ακριβώς τι κάνουν σε αυτά τα παιδιά για να τα έχουν με το μέρος τους .Διαστρευλώναν την οπτική τους στην πραγματικότητα .
Έκαναν τα ψέματα αληθείες.
<<Ο μπαμπάς δεν λέει ποτέ ψέματα.Σκοτωσες την μαμά μου,>>δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια μου.Κυλουσαν μαζί με τη βροχή στα μάγουλα μου.
Πως καταλήξαμε εδώ;
Ήθελα πάντοτε μια ήρεμη φυσιολογική ζωή.Δεν ήθελα ποτέ κάτι τέτοιο.
Απλά ήθελα την Αnge μου και τον Ελλι μου.Δεν το άξιζα;
Και τώρα όλα χάνονται.
<<Σε μισώ.Σκοτωσες την μαμά μου.Μου την πήρες,>>μου φώναξε κλαίγοντας.Ηθελα να τρέξω να τον σφιξω στην αγκαλιά μου.Να του πως, πως όλα θα πάνε καλά.
Μα η καρδιά μου έσφιγγε.Μπορει να μην έλεγε την αλήθεια, αλλά κατά κάποιο τρόπο εγώ την είχα σκοτώσει.
Γιατί δεν ήμουν προσεκτική.
Δεν την προστάτευσα.
Ήταν η μόνη δουλειά που έπρεπε να κάνω σωστά ,όπως είχα υποσχεθεί.
Και απέτυχα.Οπως και τώρα,να προστατεύσω τον μικρό.
Τον Ορφέα.
<<Ελι,σε παρακαλώ άσε με να σου εξηγήσω.Η μαμά σε αγαπάει>>.
<<ΔΕΝ ΕΙΣΑΙ Η ΜΑΜΑ ΜΟΥ.ΣΕ ΜΙΣΩ,>>τα χείλη του έτρεμαν τις λέξεις που σαν μαχαιριές έμπαιναν στην καρδιά μου.
Με μισεί. Ο γιος μου με μισεί.
Δεν έχω τίποτα.
Έχασα την αγάπη του πριν καν γίνει δική μου.
Έχασα το χαμόγελο τουΤο γέλιο του
Τα χάδια του.
Έχασα τον γιο μου.
Μου τον πήρε και δεν θα τον έχω ποτέ ξανά όπως ήταν .
Τον κατάστρεψε.
Τον έκανε θηρίο.
<<Ελάιζα,>> έκανα ένα βήμα μπροστά.
Θροισματα ακούστηκαν από γύρω.
Μια βροντή και ένας κρότος όπλου.
Ο ώμος μου με έκαψε.Το αίμα άρχισε να κυλά ζεστό πάνω στο υγρό μου δέρμα .
Ο πόνος εξαπλωθηκε καθώς άγγιξα την πληγή
Παραπάτησα προς τα πίσω.
<<Ελάιζα,>>είπα ξεπνοα καθώς εχανα την εστίαση στα μάτια μου.
<<Πρέπει να σκοτώσω την μαμά,>>είπε και με πλησίασε .
<<Ελ...>>μια δεύτερη σφαίρα με χτύπησε στο πόδι και με έκανε να χάσω την ισορροπία.
Με πυροβόλησε.
Με θέλει νεκρή.
Δεν με θέλει.
Απέτυχα.
Έχασα τον γιο μου.
Δεν έχω τίποτα πια.
Ενιωσα την άκρη του γκρεμού να φεύγει από τα πόδια μου καθώς παραπατουσα.
Ας είναι.
Ας φύγω.
Αυτό δεν ήθελα.
Θα πάω να την βρω
Δεν έχω τίποτα πλέον.
Έχασα τα πάντα.
Δεν με θέλει.
Ο Ελλι μου δεν με θέλει.
Μια ελπίδα είχα όσο και να έλεγα πως θα έφευγα ακομα και αν τον έβρισκα.
Την αγάπη του
Αλλά την έχασα .
Θέλω να πεθάνω.
Νιώθω τον αέρα να με προσπερνάει καθώς πέφτω στο κενό.
Ο Ελι δεν είναι πια στο σημείο που ήταν .
Καθώς πέφτω το μόνο που βλέπω είναι ένα χέρι να απλώνεται προς τα έμενα και δύο κοτσίδες να τις φυσάει ο αέρας.
Τα δικά μου χέρια θέλουν να την πιάσουν για μια στιγμή ,αλλά δεν την φτάνουν και μαζεύονται
Η Σοφία φωνάζει το όνομα μου ,αλλά εκεινο πλέκεται με τον αέρα και με τον ήχο του νερού που πέφτω μέσα .
Αν έχει βράχια θα πάω πιο γρήγορα.
Συγγνώμη Ορφεακό .
Απέτυχα.
Θα πρέπει να το ξεπεράσεις.
Αυτό ήταν το πεπρωμένο μου.
Ελλι ,να είσαι καλό αγόρι κάποια στιγμή.
Ελπίζω να μην γίνεις στο τέλος σαν εκείνον.
Γιατι είσαι και παιδί της .
Και εκείνη ήταν φως
Πέφτω όλο και πιο βαθιά μέσα στο νερό.
Όλα μοιάζουν σαν όνειρα
Ένα συνονθύλευμα από εικόνες ,σκέψεις.
Είμαι εγκλωβισμένη.Στο μυαλό μου .
Στη σκέψη μου.Δεν ήθελα τίποτα από όλα αυτά.
Όλα έχουν τελειώσει.Έτσι δεν είναι;
Μπορώ να αφεθώ;Να αφήσω να με πάρει ο άνεμος να γίνω σκόνη;
Αλλά εδώ που είμαι πνίγομαι.
Όμορφα δεν είναι να ξέρεις ότι φεύγεις;
Αυτό ήθελα πάντοτε ,από εκείνη τη μέρα ακόμα.
Να φύγω μαζί της.
Μα με κράταγε με την κατάρα της εδώ σε αυτή τη ζωή.
Που νόημα δεν έβγαζε χωρίς εκείνη αλλά...
<<Υποσχέσου μου Εύα ,αν μου συμβεί...>>
<<Τίποτα δε θα σου συμβεί..>>της απάντησα απότομα και εκείνη άρπαξε το πρόσωπο μου στα χέρια της και με έφερε κοντά στο δικό της .
Μάταια προσπαθούσα να φύγω.
Τα μάτια της πάντοτε ήταν φωτεινά.
Σου λύγιζαν τα πόδια.Σου μούδιαζαν το κορμί.Έκλεισα τα δικά μου για να μη με μαγεύει πια.Να φύγω από τα δεσμά της.
Και ας μη θέλω.
<<Εύα,κοίτα με ,>>με πρόσταξε.
Άνοιξα τα βλέφαρα μου αργά.
Ήξερα τι θα μου έλεγε, αλλά δεν ήθελα να το ακούσω .
Γιατί γαμώτο μου, δε θα το άφηνα να συμβεί.
Έτσι πίστευα τότε .
<<Υποσχέσου μου,πως αν μου συμβεί οτιδήποτε .Θα τον προσέχεις>>>.
<<Όχι,>>της τίναξα τα χέρια και απομακρύνθηκα .
<<Μη το συνεχίζεις δε θέλω να το ακούσω>>.
Της γύρισα τη πλάτη και πήγα στη κούνια του.
Της έμοιαζε τόσο πολύ .
Το δερματάκι του λίγο πιο ανοιχτό από το δικό της .Μπούκλες τα μαλάκια του .
Τα μάτια του ανοιχτά και φωτεινά.
Εκείνη ξεφύσηξε και με αργά βήματα με πλησίασε τυλίγοντας τα χέρια της γύρω από το κορμί μου .
<<Υποσχέσου ,>>μου είπε καθώς το πρόσωπο της ακούμπησε την πλάτη μου.
Τα χέρια μου ακούμπησαν τα δικά της.
Μηχανικά .Γιατί εκεί ανήκαν.
Ο μικρός ,μας κοιτούσε από τη κούνια του,παίζοντας με ένα από τα αρκουδάκια του.
<<Είναι και δικός σου γιος.Είσαι η δεύτερη μαμά του .Σε αγαπάει,>>μου είπε και με έσφηξε περισσότερο.
<<Είναι ούτε ένα. Παίζει να μη ξέρει τι σημαίνει η λέξη αγάπη>>.
<<Δε ξέρει αλλά το νιώθει και αυτό μόνο αρκεί>>.
Όχι δεν αρκεί.
Γιατί εκείνος τώρα που μεγάλωσε δεν με αναγνωρίζει πλέον.
Ο Ελάιζα ,τώρα που τον βρήκα δε θέλει να με δει ,με μισεί.
Με κατηγορεί ,πως φταίω εγώ.
Ίσως φταίω.
Γιατί ποτέ δεν είμαι αρκετή όσο και να προσπαθώ.Για κανέναν.
Μόνο καταστροφές προκαλώ.
Μόνο για εκείνη ήμουν.
Και εκείνη με άφησε.
Εγώ θέλω να πάω κοντά της.
Δε θέλω να δείχνω δυνατή πλέον
Κουράστηκα.
Λίγο ακόμα θέλω .Το βλέπω το περιμένω.
Το φεγγάρι σαν να βγήκε ανάμεσα από τα σκούρα σύννεφα για τελευταία φορά να ρίξει το φως του πάνω μου αλλά χάνεται μέσα στο νερό.
Το κορμί μου παραδίδεται.Τα πνευμόνια μου πιέζονται.Πονάνε.
Και ας μπορώ να κολυμπήσω στην επιφάνεια, το σώμα μου αρνείται.
Όλα γύρω μου βάφονται κόκκινα από τις πληγές μου.
Όλα βαραίνουν.
Στο μυαλό μου ηχεί η φωνή της.
Μου λέει πόσο ηλίθια είμαι που δε παλεύω.
Μα εγώ ανεμένω τον πάτο.
Που θα με πάει κοντά της.
Κλείνω τα μάτια μου.
Βυθίζομαι πιο πολύ
Όλα πονάνε.
Μα είναι γλυκός ο πόνος.
Λυτρωτικός.
Αφήνω πίσω τόσο πολλά που με θλίβουν .
Και εκείνον.
Δε θα με συγχωρέσει ποτέ που τον ξεγέλασα και έγινα δειλή.
Συγγνώμη Δεν γνώριζα πως θα σε συναντήσω.
Αλλά είμαι σπασμένη κούκλα και όσο και να θέλω να σε αφήσω να κολλήσεις τα κομμάτια μου τόσο πολύ σπάω.
Δε θέλω να σπάσεις και εσύ.
Καθώς φεύγω στο βάθος της θάλασσας ,εκείνη ξαφνικά κολυμπά προς το μέρος μου.
Με γρήγορες κινήσεις έρχεται κοντά μου και μου απλώνει το χέρι.
Νομίζω πως επιτέλους θα με πάρει στον παράδεισο μαζί της.
Της απλώνω το δικό μου και εύχομαι να μας τραβήξει και άλλο κάτω.
Μα εκείνη με τραβά προς την άλλη πλευρά.
Πάνω .
Δε μπορώ να φωνάξω ,δε μπορώ να κουνηθώ.
Να της πω πως δε θέλω να ζω άλλο.
Να είμαι χωρίς εκείνη.
Όσο και να την τραβώ δεν αντιδρά.
Το σώμα μου καταρρέει όσο και να προσπαθώ και λίγο πριν την επιφάνεια τα μάτια μου κλείνουν και το κορμί μου μουδιάζει.
Κρυώνω.
Πέθανα;
Και αν πέθανα γιατί δεν είμαι μαζί της;
<<Είσαι ηλίθια,γαμώτο μου.Σου είπα να περιμένεις.Νόμιζες πως θα σε αφήσω.Ηλίθια είσαι μια ζωή. Όμορφη μου αν νόμιζες πως θα με αφήσεις εδώ μόνο.Δεν στο επιτρέπω>>.
Καρπούζι;
Γιατί μυρίζω καρπούζι;
Υπάρχει καρπούζι στον παράδεισο;
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top