Κεφάλαιο 41ο
Λίγα λεπτά μετά.
Ορφέας,22 ετών.
Η οργάνωση έχανε,που δεν είχε απορροφήσει την Ξένια και τα παιδιά
Και κυρίως ,τον Μπιλ.
Ο γέρος,είχε καταφέρει να μας βρει προσκλήσεις και πλαστά έγγραφα .Πλην έναν βέβαια.
Και αυτός ο πλην ένα ,γκρίνιαζε σε όλη τη διαδρομή,από το αεροδρόμιο μέχρι τη δεξίωση. μέσα στο φορτηγάκι που είχαμε νοικιάσει .
Η γκρίνια, με το όνομα Άγης ,έλεγε ξανά και ξανά πόσο ασήμαντοι ,άχρηστοι και ηλίθιοι είμασταν που δεν τον είχαμε υπολογίσει.
Σορρι που το μενού δεν έγραφε , σχιζοφρενής δολοφόνος.
Ο τύπος είναι προσβολή ακόμα και για τους σχιζοφρενής,που πλέον ζουν απολύτως φυσιολογικά με τις αγωγές τους.Απορώ σε αυτόν, γιατί δεν έχουν πιάσει.Αμφιβάλλω αν παίρνει και τίποτα.Ισως είναι έτσι από την αρχή που γεννήθηκε.
<<Χέστηκα έτσι και αλλιώς δεν τα χρειάζομαι για να μπω μέσα.Θα είναι ευκολάκι για εμένα,>>είπε γελώντας.
<<Ε,τότε σκάσε ,αλλιώς θα αναγκαστεί η Ξένια να σου ξανά ρίξει,>>του είπε ο Γαβριήλ .
<<Τιμή μου .Ποιο μάγουλο να στρέψω ελαφάκι;>>
Γύρισε προς την Ξένια που καθόταν λίγο πιο μπροστά του.
Αλλά εκείνη δεν έδωσε σημασία .
<<Εχ,δεν πειράζει.Τουλάχιστον κατάφερα για μια φορά να μη με φοβάσαι.Οχι, ότι θα σου έκανα κακό>>.
<<Ήθελες να με κάνεις κούκλα,>>του είπε μέσα από τα δόντια.
<<Ναι, αλλά θα ήσουν ωραία κούκλα,>>της έστειλε ένα φιλάκι και έπειτα της έκλεισε το μάτι.
<<Για όνομα, πότε φτάνουμε;>>Αναφώνησε ο Μάρκος προς τον Μπιλ που οδηγούσε.
<<Ναι, πότε φτάνουμε γιατί λίγο ακόμα και θα τον πνίξω,>>είπε ο Πέτρος.
<<Το λιγότερο είναι αυτό που θα του κάνω ,>>είπε ο Άρης.
<<Έλεος πια.Από πότε έχουν άποψη τα στρουμφάκια,>>είπε ο Άγης και μειδίασε, Τα νεύρα των παιδιών βάρεσαν κόκκινο.
<<Πως μας είπε;>>
Γρυλισε ο Άρης.
<<Μην δίνεις σημασία,>>του έκανα νόημα.
<<Στρουμφάκια σας είπα.Να ,ορίστε, έχετε και τον Μπαμπαστρούμφ,>>έδειξε τον Μπιλ στο τιμόνι.Ο Γέρος πήγε να πνιγεί στο σάλιο του.
<<Μάλλον πρέπει να ξεκινήσω τα χάπια που είπε η Έλενα ,>>είπε ο Αχιλλέας από την θέση του συνοδηγού.
<<Βγάλε τον σκασμό Άγη,>>του φώναξε ο Γαβριήλ και σχεδόν σηκώθηκε να τον αρπάξει.
<<Καλαααα,.Πωωω,ούτε αστεία δεν μπορούμε να κάνουμε.Πολύ στην τσιτα είστε όλοι>>.
<<Αστεία;Αστεία;Σου μοιάζει όλο αυτό για αστείο;Δε φτάνει που δεν σε έχουμε στείλει στον κάτω ,κόσμο έχεις στόμα και μιλάς.Το καλό που σου θέλω να μη κάνεις καμιά μαλακία,γιατί αλλιώς...>>τον απειλησε ο Αχιλλέας.
<<Αλλιώς τι ;Θα κλάψεις για βοήθεια όπως την προηγούμενη φορά;>>
Τον ειρωνεύτηκε ο Άγης.<<Πρέπει να αρχίσετε να με εμπιστεύεστε σιγά σιγά>>.
<<Αυτό τώρα ήταν αστείο,>>του είπα γελώντας.<<Προσπάθησες να μας σκοτώσεις αν θυμάσαι παίζοντας α ,μπε, μπα ,μπλομ με το όπλο.Συμμαχισες με τον εχθρό.Και πόσα άλλα ακόμα.Λιστα ολόκληρη μπορώ να γράψω .Άρα πως στο διάολο θες να σε εμπιστευτούμε μετά από αυτό;>>
Ο ηλίθιος κόντεψε να μας στείλει αδιάβαστους τότε .Μεγαλύτερο φόβο δεν είχα νιώσει.Δεν με ένοιαζε ο εαυτός μου.Ημουν τελειωμένη υπόθεση τότε.Απλά δεν ήθελα να πάθουν τίποτα οι φίλοι μου .
<<Ακόμα μου το κρατάτε αυτό;Περσινά ξινά σταφύλια,>>κούνησε αδιάφορα το χέρι.
<<Μας κάνει πλάκα τώρα;>>
Ξεφυσηξε ο Αχιλλέας.
<<Προσπάθησε τουλάχιστον να μη κάνεις τίποτα και μας δώσεις στεγνά,>>συνέχισα.
<<Μην ανησυχείς πρώην πρεζάκι.Παρεπιπτόντως μπράβο τα κατάφερες.Ειμαι τόσο περιφανος ξανά για εσένα ,>>θα τον σκοτώσω δεν υπάρχει άλλη λύση <<Θα έχω την καλύτερη συμπεριφορά του κόσμου.Αλλωστε έχω έρθει εδώ για έναν και μοναδικό λόγο που δεν αφορά εσάς Δέκαρα δεν δίνω για την επιχείρηση σας>>.
<<Ναι ναι το μυστικό σου που δεν λες σε κανέναν .Το έχουμε ακούσει πόσες φορές.Εχει καταντήσει αηδία.Αμφιβάλλω αν λες την αλήθεια,>>πετάχτηκε ο Μάρκος.
Ο Άγης του έτριξε τα δόντια.
<<Δεν σε φοβάμαι,>>του είπε απότομα ο Μάρκος δείχνοντας τον με το δάχτυλο.
Έτρεμε από την κορυφή εώς τα νύχια Προσπαθουσε, με όχι τόση μεγάλη επιτυχία , να μη το δείξει.
<<Μη κατουρηθείς πάνω σου, δεν έχουμε πάρει βρακιά μαζί,>>του έκλεισε ο Αγης το μάτι και μειδίασε.
<<Άγη ,τι δεν κατάλαβες από πριν;>>Τον άρπαξε απότομα από την μπλούζα ο Γαβριήλ.Ήταν από τις λίγες φορές που είχε απλώσει χέρι πάνω του.
Μπορεί ο Άγης να ήταν μεγαλύτερος του, αλλά ο Γαβριήλ δεν χαμπάριαζε.Απλά πάντοτε ήταν προσεκτικός.Γιατι το φαινόμενο Άγης, ήταν απρόβλεπτο.
Παρκάραμε λίγα μέτρα πιο μακριά από το κάστρο,για να μη μας δεί κανείς.
Λίγο πιο έξω από το σκοτεινό δάσος.
Ο αέρας ήταν κρύος και η νύχτα πυκνή.
Έτοιμη η βροχή να πέσει απάνω μας, για να μας πνίξει,όπως και όλο αυτό το βάρος της στιγμής.
Ανατρίχιασα καθώς κατέβαινα από το να βανάκι.
Παρόλο που έβλεπα το δάσος,πρώτη μου φορά Ήταν τόσο γνώριμο.
Το σκοτάδι,η αίσθηση του η απόκοσμη.
Χωρίς φως όλα μοιάζουν τρομακτικά.
Και αυτή η σιωπή του έρπει μέσα από το δέρμα μου ,με μια γνώριμη αίσθηση, όπως...
Γαμώ, έτσι ακριβώς ένιωθα μέσα στο δάσος με την Έμιλι.
Τι στον πούτσο;
Σιγά σιγά,άλλαξαμε και βάλαμε τους μανδύες με τις μάσκες.
<<Έχω τερματίσει με αυτές τις ηλιθιότητες,>>είπε ο Αχιλλέας φορώντας τον μαύρο του μανδύα ,με την ασημένια μάσκα.
<<Αυτό ξανά πες το.Τοσα χρόνια και ακόμα να συνηθίσω αυτό το τσίρκο,>>είπε ο Γαβριήλ βάζοντας τον κόκκινο του μανδύα με την χρυσή μάσκα.
<<Ω, ελάτε τώρα,>>αναφώνησα.Εφερα την κουκούλα του σκούρου μπλε μανδύα μου, πάνω από το κεφάλι μου και φόρεσα την χρυσή μασκα.<<Πόσο καιρό έχουμε να σκίσουμε κώλους.Εχω αρχίσει και εκνευρίζομαι που τους έχουμε αφήσει στην ησυχία τους>>.
<<Ένα δίκαιο το έχεις.Ας τελειώνουμε Να φέρουμε το κορίτσι σου πίσω .Και την Σοφία.Οσο πιο γρήγορα τελειώνουμε ,τόσο πιο γρήγορα θα γυρίσω στο δικό κορίτσι μου,>>συνέχισε ο Αχιλλέας.
<<Το ότι θα ήθελες να φέρεις και την Σοφία πίσω,δεν πίστευα ποτέ πως θα το ακούσω από το στόμα σου,>>του είπα γελώντας.
<<Αυτός φταίει,>>έδειξε τον Γαβριήλ.
<<Είπε πως αν δεν τις φέρομαι σωστά θα δοκιμάσει κάτι καινούργια μαχαίρια που έχει πάρει>>.
<<Είναι η αδερφή μου ηλίθιε.Αν λες μαλακίες και κανείς μαλακίες θα υποστεις τις συνέπειες,>>του απάντησε ο Γαβριήλ.
<<Υπερπροστατευτικό σε βρίσκω ,>>είπε ο Αχιλλέας και ο Γαβριηλ του έκανε κωλοδάχτυλο..Επειτα συνεχισε<<Τα όπλα σας;>>
Έναν, έναν,μας κάρφωσε για να βεβαιωθεί ότι τα είχαμε κρύψει κάτω από τους μανδύες.
Η Ξένια φορούσε ένα χρυσό μανδύα με μαύρη μάσκα το ίδιο και ο Μάρκος.Ο Φίλιππος έναν μαύρο μανδύα με κόκκινη μάσκα .Όπως και ο Άρης με τον Πέτρο.
Αφού ο Αχιλλέας,βεβαιώθηκε πως όλοι μας είχαμε κάτι πάνω μας για να αμυνθούμε ,γύρισε προς τον Μπιλ.
<<Τι στο καλό;>>
Τον ρώτησε ξαφνιασμένος.<<Γιατί δεν ντύθηκες ακόμα;>>
Ο Μπιλ στεκόταν αμήχανος με τον άδειο σάκο στα χέρια.
<<Ωχ,όχι,>>αναφώνησε η Ξένια και του το άρπαξε από τα χέρια..
Έπειτα κοίταξε δεξιά και αριστερά , αγχωμένη .
Το ίδιο και ο Αχιλλέας.
<<Που σκατά είναι ο Άγης;>>
Ρώτησε και όλοι κοιτάξαμε γύρω μας έντρομη
<<Μου κάνεις πλάκα τώρα;Αυτό ήταν που καλά δεν τα χρειαζόταν για να μπει μέσα;Από την αρχή ήξερε πως θα μας την φέρει."Εμπιστευτείτε με" μετά έλεγε,>>με την γκαντεμιά που μας έδερνε, το λιγότερο που ήλπιζα ήταν πως δεν θα σκότωνε κανέναν ώστε να μην αποκαλυφθούμε.
Ο μανδύας του Μπιλ με την μάσκα έλειπε από τον σάκο όπως και δύο πιστόλια από την τσάντα.
<<Συγγνώμη , γέρο.Αλλα από ότι φαίνεται η διασκέδαση τελείωσε νωρίς για εσένα,>> τον χτύπησα απαλά στον ώμο.
<<Είναι επικίνδυνο να έρθεις έτσι. Καλύτερα να μείνεις εδώ να μας περιμένεις.Καλυτερα γιατί μπορεί να χρειαστεί να φύγουμε γρήγορα.Οποτε καλό είναι να είσαι στο αμάξι>>.
<<Μην ανησυχείτε.Θα μείνω εδώ να ελέγχω το μέρος.Αν χρειαστείτε κάτι πάρτε με τηλέφωνο.Και αν τον βρείτε ρίξτε του μια μπουνιά από εμένα,>>είπε στο τέλος και ακούμπησε στον ώμο με την παλάμη του τον Αχιλλέα.
<<Μην ανησυχείς.Έχεις το όπλο σου τουλάχιστον;>>Τον ρώτησε ο Γαβριήλ.
Ο Μπιλ άνοιξε το μπουφάν του και το έδειξε,ήταν ασφαλισμένο και δεμένο στον κορμό του.
<<Είναι ώρα να πηγαίνετε.Όσο αργείτε τόσο δύσκολα θα γίνονται τα πράγματα,>>συνέχισε .
<<Έχει δίκαιο πρέπει να πηγαίνουμε,>>συμφώνησα .
<<Ορφέα,>>με σταμάτησε ο Μπιλ.
Γύρισα και τον κοίταξα μέσα από τις σχισμές της μάσκας.
Ήξερα τι θα μου έλεγε.
Το είχα σκεφτεί .
Αλλά το απέφευγα σαν ο διάολος το λιβάνι.
<<Ξέρω.Μπορει να είναι και ο πατέρας μου εκεί και οι υπόλοιποι,>>τον πρόλαβα πριν το ξεστομίσει.
<<Δεν αξίζει,>>μου χαμογέλασε.<<Εισαι πολύ πιο δυνατός από εκείνους.Ήδη έχουν χάσει>>.
Σήκωσα την μάσκα μου,<<Το ξέρω,>>του χαμογέλασα και την κατέβασα.
Έπειτα γύρισα και αρχίσαμε να απομακρυνόμαστε .
Ήμουν δυνατός;
Ή απλά το επέβαλα στον ευατό μου;
Κάθε μέρα ερχόμουν για χρόνια αντιμέτωπος μαζί του. Πάντοτε φοβισμένος,να πνίγομαι στις ουσίες για να μη σκέφτομαι.
Με τους υπόλοιπους δεν είχα επαφή. Ούτε με τον δήμαρχο, ούτε με τον πατέρα της Εύας. Πόσο μάλλον με τον πατέρα της Ιφιγένειας,που τώρα βρισκόταν κάτω από το χώμα εκεί που του άξιζε.
Η Εύα με είχε σώσει χωρίς να το ξέρει τότε.
Είχε διώξει ένα από τα φάντασμα που με στείχιωναν.
<<Αν το ήξερα πως ήταν ένας από αυτούς θα του έκοβα το κεφάλι.Πολύ εύκολα τον άφησα να φύγει,>>μου είχε πει τότε.
Ήταν ένας από τους τύπος που ειχε κάνει το ίδιο και στην Έμιλι .
Δεν την είχα ξαναδεί τόσο στα χαμένα όταν μου μιλούσε.
Λες και όλο της το σώμα έβραζε από το μίσος.Ήταν όμως δυνατή.Οχι, σαν και εμένα που έτρεμα μόνο και στην σκέψη πως θα τους ξανά έβλεπα.
Όσο και να μην το έδειχναν.
Τοτε που είδα τον Δήμαρχο πάγωσα.Ολο το σώμα μου μουδιάσε.Ημουν μικρός ξανά.Αδύναμος.Ενας κλαψιαρης.
Δεν είμαι πια.
Μπορούν να έρθουν.
Αν εκείνη είναι δυνατή για εμένα,το χρωστάω στον ευατό μου να είμαι και εώ
Ελάτε καργιολιδες.
Δεν φοβάμαι πλέον.
Έβγαλα από την τσέπη μου ένα σακουλάκι με ζελαδακια καρπούζι.
Ήταν η παρηγοριά μου.Απο μικρός τα έτρωγα.Η μυρωδιά τους μου θύμιζε καλοκαίρι.Φωτεινες μέρες .
Γλυκιά μυρωδιά στην σαπιλα που ένιωθα.
Σήκωσα την μάσκα μου και πέταξα ένα στο στόμα μου.
<<Μαλάκα όχι και εδώ. Πως μπορείς;Σοβαρά θα πω την Εύα να σε πάει και για αποτοξίνωση ζελεδακίων,όταν τελειώσει όλο αυτό,>>πετάχτηκε ο Άρης.
<<Να δω πως θα της το πεις αυτό χωρίς να τα κάνεις πάνω σου,>>του είπα γελώντας.
<<Έλεος με την καζουρα.Ειναι τρομακτική φίλε μου η κοπέλα σου,>>γύρισα απότομα και τον κοίταξα καθώς περπατούσαμε στην αρχή του δάσους
Κατάλαβε πως ήμουν έτοιμος να τον αρπάξω και τραβήχτηκε πίσω. Τι στο καλό εννοεί με το ότι είναι τρομακτική;Ξέρω ,δηλαδή τι εννοεί.Αλλα έλεος ,είναι καύλα ολόκληρη όχι μόνο τρομακτική.Ετσι όπως το λεει,είναι σαν να μοιάζει με το τέρας του Λοχ Νες.
<<Είναι φίλε μου.Δηλαδη καταλαβαίνεις πως το λέω.Ειναι δυνατή γυναίκα και δεν δέχεται μαλακίες από κανέναν.Δεν ξέρω τι κόλλημα έχει φάει με εμένα και τον Πέτρο βέβαια...>>.
<<Σας συμπαθεί,>>φυσικά και τους συμπαθούσε και ας τους έκανε καψόνια.
Μου έλεγε ,ότι είχαν πολύ πλάκα οι φάτσες τους και ήταν πολύ δελεαστικό να μην τους πειράζει.
<<Γαμώ αν αυτός είναι ο τρόπος να μας το δείχνει ,φαντάσου τι κάνει όταν δεν συμπαθεί κάποιον,>>συνέχισε .
<<Ξέρεις>>.
Σταμάτησε απότομα.
<<Γαμώτο.Ναι ξέρω ,>>ξεφυσηξε.<<Σου κάνει καλό βέβαια.Δεν σε έχω ξαναδεί έτσι ,ούτε με την ...>>.
<<Τι σε έχει πιάσει ρε μαλακα τώρα με τους συναισθηματισμούς ,δεν είναι η ώρα.Αν νιώθεις τύψεις ακόμα, θα πάμε να κανουμε κόντρες με τις μηχανές ,να σου σκίσω τον κώλο, να ηρεμήσεις,>>του είπα σχεδόν εκνευρισμένα ,Γιατί μα το θεό, υποτίθεται τα είχαμε λύσει όλα αυτά και τώρα δεν είναι η ώρα>>.
<<Μην του την σπας , Άρη,>>πετάχτηκε ο Πέτρος <<Έχει δίκαιο, στις κόντρες θα το λύσουμε.Θα φάτε την σκόνη μου βέβαια >>.
<<Νομίζεις,>>γέλασα.
<<Κορίτσια όλα εντάξει εκεί;>>
Φώναξε στα ξαφνικά η Ξένια,Που περπατούσε μπροστά μας, με τους υπόλοιπους .
Άκουσα καλά;
<<Γιατί είσαι στην τσίτα τόσο πολύ εσύ σήμερα;>>Της φώναξα
<<Κορίτσια μας είπε;>>
Ρώτησε ο Πέτρος.
<<Να δεις που κόλλησε το χιούμορ του Άγη,>>είπε ο Άρης.
<<Ναι σας είπα κορίτσια, κάνατε πηγαδάκι εκεί και έχουμε σοβαρά θέματα εδώ.Δεν είναι ώρα για μαλακιες>>.
<<Ήρεμα κοκκινομάλλα μου,>>της είπα .
<<Κάτι πρέπει να κάνεις να ηρεμήσει,>>ήρθα κοντά στον Γαβριήλ και του ψυθήρισα.<<Λίγο σεξακι,>>μου γρυλισε κάτω από την μάσκα του .
<<Απλά λέω>>.
<<Ξένια,>>είπε ο Φίλιππος,καθώς όλοι είχαμε σταμάτησε λίγο πριν μπούμε μέσα στο δάσος.<<Δεν πειράζει>>.
<<Τι δεν πειράζει.Εχω ανγχωθει τέρμα και δεν είμαστε συγκεντρωμένοι,>>συνέχισε εκεινη.
<<Ανάσες,>>της είπε και στράφηκε σε όλους <<Λοιπόν όπως μελέτησα από τον χάρτη,αν μπούμε από εδώ μέσα είναι η κοντινότερη διαδρομή μέχρι το κάστρο.Δεκα λεπτά απόσταση.Καλό είναι να χωριστουμε για να καλύψουμε έδαφος και να μην εμφανιστούμε μαζί.Εγω θα πάω με τον Άρη και τον Μάρκο.Πετρο εσύ θα πας με την Ξένια και τον Ορφέα Και Αχιλλέα, εσύ με τον Γαβριηλ,>>μας είχε χωρίσει ανάλογα με τις δυνατότερο μας ώστε ο καθένας μας να είναι καλυμμένος.<<Να είστε προσεκτικοί δεν ξέρουμε τι υπάρχει στο δάσος και αν έχουν κάποιους τριγύρω.Σε λίγο από ότι υπολογίζω θα ξεκινήσει και το κυνήγι,>>γαμώτο αυτό είχα ξεχάσει.<<Γι'αυτό να έχετε τον νου σας σε όποιον πετύχετε.Σίγουρα θα είναι οπλισμένοι>>.
Ο Γαβριήλ πήγε να διαμαρτυθεί φυσικά που δεν έβαλε την Ξένια μαζί του.
<<Λέξη.Ακομα δεν μετέπεισες την ηλίθια να μη πάω για νυφικό μαζί της .Οπότε τα δικαιώματα πάνω μου κομμένα>>.
<<Νομίζει πως είσαι ξαδέρφη μου.Θελει λέει να δεθεί με την οικογένειά μου,>>της είπε δυσανασχετισμενος με τα χέρια στον αέρα καθώς πηγαίναμε να χωριστούμε.
<<Και ποιος φταίει για αυτό;>>
Του συριξε και άρχισε να απομακρύνεται και εγώ την ακολούθησα μαζί με τον Πέτρο.
<<Όταν επιστρέψουμε θα τελειώσεις αυτή τη κωμωδία με το γάμο.Γιατι αν ξανά δω την φάτσα της θα τρελαθώ,>>τον προειδοποίησα.
<<Άντε γαμήσου,>>μου πέταξε.
<<Ε πες ότι ήθελες ένα γρήγορο μωρό μου.Λυπάμαι θα πρέπει να περιμένεις, έχουμε και μια επιχείρηση ,>>του έστειλα ένα φιλάκι κλείνοντας το μάτι και εκείνος κατέβασε και άλλο εκνευρισμένα την κουκούλα του μανδύα του .<<Να προσέχετε παιδιά,>>φώναξα στους υπολοιπους.Οτι είναι σφυριξτε>>.
<<Καλά ,>>άκουγα τον Φίλιππο να λέει στον Μάρκο ,ενώ εκείνος του ψυθήρισε κάτι στο αυτί .<<Μα το Θεό Μάρκο ,>>του παραπονέθηκε και εκείνος συνέχισε να του λέει κάτι.<<Καλά θα το δοκιμάσουμε όταν γυρίσουμε,>>του είπε καθώς ένα φιλί προσγειώθηκε στο μάγουλο του και άρχισαν να απομακρύνονται με τον Άρη μαζί.
Ένα μάτσο ηλίθιοι , που βαδίζουμε προς την καταστροφή ,αυτό είμαστε.Ουτε ήρωες ,ούτε τίποτα.Ακομα και αυτή τη στιγμή παραλογισμού δεν κρατάμε τα προσχήματα ,λες και πάμε για διασκέδαση.
Πάει κάτι στραβά μαζί μας ή απλά έχουμε γίνει αναίσθητοι σε όλο αυτό;
Η Ξένια με τον Πέτρο προχωρούσαν μπροστά.
Όχι ότι βλέπαμε και τίποτα.
Έναν μικρό φακό κρατούσε ο Πέτρος στα χέρι του ,που με τα βίας φώτιζε λιγοστά μέτρα πιο μπροστά.
Έμα θρόισμα παραδιπλα έκανε την Ξενια να τιναχτεί.<<Ελπίζω να μην έχει τίποτα αρκούδες και λύκους εδώ μέσα>>.
<<Μην αγχώνεσαι θα φοβηθούν και θα φυγουν από την διάθεση σου,>>την προσπέρασα παιρνώντας πάνω από κάτι ρίζες ενός δέντρου.
<<Τι στο διάολο σημαίνει αυτό; Υπονοείς κάτι;>>
Μου είπε εκνευρισμένα και επιτάχυνε το βήμα της .
<<Παιδιά δεν είναι ώρα να μαλώνετε τώρα,>>ψυθήρισε ο Πέτρος στρέφοντας τον φακό πάνω μας.
Στο δάσος δεν ακούγονταν τίποτα πέρα από τους ήχους της νύχτας.Ισως η Ξένια να είχε δίκαιο και να καραδοκουσαν τίποτα άγρια.Δεν έδινα όμως δεκάρα.Ας ερχόντουσαν.
Δεν είναι πιο τρομακτικά από τους ανθρώπους που έχουμε να αντιμετωπίσουμε.
<<Σε εμένα το λες;Σε αυτόν πες το,>>με έδειξε η κοκκινομάλλα.<<Ορφέα ,τι σκατά εννοείς με όλο αυτό.Υπονοεις πως έχω νευρα;>>
Ξεφύσηξα .Τι να της έλεγα;Πως ήταν τελευταία όλο στην τσίτα;Όλοι είμασταν.Αλλα η Ξένια περισσότερο από άλλες φορές.Δεν λέω όλη η κατάσταση με τον Άγη μέσα στο σπίτι δεν ήταν η καλύτερη.Ο τύπος έχει ψυχωση μαζί της.Βεβαια δεν έκανε κάποια κίνηση,ακόμα τουλάχιστον.Αλλα δεν έπαυε η Ξένια να φιλάει τα νότα της και μέσα στο σπίτι να περπατάει σε τεντωμένο σχοινί.
Δεν είναι μόνο αυτό όμως ,ειναι συνεχεία σκεφτικη.Ανησυχει για τον αδερφό της και λογικό με τον μαλακα.Και όλο το θέμα αυτό με την Ανδριάνα και τον Γαβριήλ ,που το έχει πάρει πολύ χαλαρά ,απ' ότι θα έπρεπε δεν βοηθάει τη κατάσταση.
Εδώ εγώ τεντώσει με αυτό ,και μόνο που ακούω το όνομα της.
Σαν σκυλάκι από πίσω του τρέχει η ηλίθια.
Και η Ξένια τον χαβα της .Δεν ξέρω τι ζόρι τραβάει ,ούτε αυτή αλλά ουτε Γαβριήλ .Με τόση προϊστορία έπρεπε να έχουν βρει μια λύση σε όλο αυτό.
Τόσα μυστικά δεν κάνουν σε κανέναν καλό.
Και ο μαλάκας, δεν λέει στη πραγματικότητα τι συμβαίνει,ούτε καν σε εμάς
Εγώ και ο Αχιλλέας ξέρουμε την μιση ιστορία.
Και από ταλίγα όμως που μπόρεσα να βγάλω από την Ξένια εκείνο το βράδυ,κατι κακό είχε συμβεί ,που δεν ήταν το προφανές και αυτό είναι τελικά που τους διαλύει.
Ανήκει ο ένας στον άλλος, πότε θα το καταλάβουν;Ο Γαβριήλ δεν ανασαίνει αν δεν ξέρει τι κάνει η Ξένια.Ο τύπος έχει εγκαταστήσει και εφαρμογή στο κινητό του ,για να που ξέρει ,ανά πάσα στιγμή την τοποθεσία της .Έτσι την βρήκε στο πάρκινγκ της λέσχης με τον τύπο στο αμάξι.Φυσικά η Ξένια δεν έχει πάρει χαμπάρι από όλο αυτό Και δεν έχω σκοπό να της πω τίποτα.. Δεν θέλω να τα βαλω με την οργή της.
<<Ξένια κοίτα,>>ξεφύσηξα και σταμάτησα για να την περιμένω.
Εκείνη έκανε δυο τρία βήματα με τον Πέτρο να ακολουθεί.<<Δεν είναι πως το είπα για κακό,αλλά κοπελιά ,είσαι μέσα στα νεύρα συνέχεια.Και όλοι ξέρουμε ποιο είναι το πρόβλημα>>.
<<Αν πεις ξανά πως δεν πηδιεμαι με τον Γαβριήλ θα σου δώσω μπουνιά και έχω κάνει καλή εξάσκηση,>>γρυλισε.
Ο Πέτρος ήρθε μπροστα μας και συνέχισε να ανοίγει τον δρόμο μας με το φακό για το κάστρο.
<<Αυτό ακριβώς λέω>>.
<<Έλεος Ορφέα>>.
<<Τι έλεος;Δεν το εννοώ με την αισχρή πλευρά.Ο καθένας θα έβλεπε ότι γουστάρετε ο ένας τον άλλον.Δεν ξέρω τι σου συμβαίνει, αλλά σύνελθε.Γιατι με τον Γαβριήλ δεν πρόκειται να βγάλω άκρη με την ξερο κεφαλιά του. Είναι αδερφός, αλλά ξέρω πολύ καλά μέχρι που με παιρνει να τον πιεσω.Ο τοίχος μιλάει περισσότερο από αυτόν.Αλλα ρε συ Ξένια ,σε αγαπάει>>.
<<Μη,>>πήγε να με σταματήσει.<<Θα παντρευτεί άλλη>>.
<<Ωχου με αυτή τη μαλακία.Για κάποιο λόγο το κάνει .Που δεν έχει σκοπό να το πει Αλλά στο ορκίζομαι,>>γύρισα και την κοίταξα.<<αυτός ο γάμος πάνω από το πτώμα μου θα γίνει.Σιγα μην αφήσω τον ηλίθιο να παντρευτεί την ξινή και να μπαινοβγαίνει στο σπίτι και να μείνουμε άστεγοι.>>.Γέλασε.<<Ξένια αν είναι πάλι το θέμα του Άγη ,δε θα αφήσουμε να σου συμβεί τίποτα.Ειδικα ο Γαβριήλ.Σε αγαπάει>>.
Της έπιασα το χέρι και εκείνη σήκωσε την μάσκα της.Δακρυα έτρεχαν από τα μάτια της.
<<Ξένια δεν ήθελα να...>>
<<Κανεις λάθος,>>με σταμάτησε.Αρχισε να τρέμει.Μικρη ,αδύναμη .Ένα φοβισμένο θήραμα μέσα στο δάσος.Που πήγε όλη αυτή η σπιρτάδα που είχε πριν;<<Δεν με αγαπάει, είναι απλά μια εμμονή .Δεν μπορεί να με αγαπάει.Δεν πρέπει να με αγαπάει μετά από ότι εκαν....>χαμογέλασε λυπητερά.
<<Εμμονή;Δεν είναι ο Άγης,τι μαλακίες λες;>>Προσπάθησα να καταλάβω τι έλεγε αλλά...
Μια κραυγή έσχισε τη σιωπή .Τα βλέμματα μας, στράφηκαν απότομα προς το μερος
<<Τι στο διάολο είναι αυτό;>>
Φώναξα στον Πέτρο.
<<Γαμώ.Αργησαμε .Έχει ξεκινήσει το κυνήγι,>>είπε ο εκείνος
<<Τι κάνουμε;>>Ρώτησα. Οι κραυγές ξανά ακούστηκαν λίγα μέτρα πιο κοντά τώρα. Και ένας πυροβολισμός ακούστηκε.
Έπειτα γέλια ήχησαν και επιφωνήματα.
<<Προχωράμε και προσοχή .Αν πετύχετε κάποιον από αυτούς, κάνετε πως είστε δικοί τους.Και απλά προσπαθήστε να φτάσετε στο κάστρο.Μην ερθετε σε αντιπαράθεση με κανέναν>>.
Η Ξένια κατέβασε την μάσκα της.
<<Και με αυτούς που κυνηγάνε τι θα κάνουμε ;Είναι παιδιά σίγουρα ανάμεσα τους;Δεν μπορούμε να τα αφήσουμε έτσι;>>
Είχε δίκαιο.Ολο αυτό το αποτρόπαιο σκηνικό δεν γινόταν να το αγνοήσουμε Αλλά ήταν επικίνδυνο .
<<Πέτρο,Ορφέα, γιατί δεν απαντάτε;>>
Ρώτησε ξανά.
<<Όπως είπα όση λιγότερη αλληλεπιδράση έχετε τόσο καλύτερα,>>συνέχισε ο Πέτρος και άρχισε να προχωράει.
<<Μου κάνεις πλάκα; Δεν γίνεται να τα αφήσουν..>>παραπονέθηκε εκείνη
<<Ξένια,>> της έσφιξα το χέρι που κρατούσα ακόμα.<<Πρέπει να φύγουμε>>.
Ξέρω πως ένιωθε.Ουτε και εμένα δεν μου άρεζε η ιδέα να μην βοηθήσουμε.
Αλλά είμασταν τρεις.Οι δικοί μας ποιος ξέρει που ήταν ή αν είχαν φτάσει στο κάστρο.Και δεν είχαμε ιδέα πόσοι βρίσκονταν από αυτούς μέσα στο δάσος.
Εοιταχυναμε το βήμα μας .Το δάσος δεν είχε τελειωμό.
Και καλά η πιο κοντινή διαδρομή μη χέσω.Να δεις που κάτι έκανε λάθος.
Τραβούσα την Ξένια από το χέρι για να με ακολουθήσει.Σε κάθε πυροβολισμό σε κάθε κραυγή ,σε κάθε κλάμα εκείνη αναπηδουσε.
<<Είναι λάθος τόσο λάθος,>>έλεγε ξανά και ξανά.
<<Πρέπει να συνεχίσουμε Ξένια Πολλά εξαρτώνται από εμάς.Θα βοηθήσουμε μετά,>>της έλεγα προσπαθόντας να την παρηγορήσω.
<<Το μετά θα είναι αργά,>>ψέλλισε.
Γαμώ,τι να κάναμε;Δεν είχα δει ποτέ μου από κοντά το κυνήγι.Απλά το είχα ακουστά από τον καργιολη.Που κάθε φορα που επέστρεφε ,καυχιόταν για τις μεθόδους που χρησιμοποιούσε για να κυνηγήσει τα θηράματα του .
Ήθελα να ξεράσω με τις ιστορίες που έλεγε.Ηταν απόκοσμες . Τραγικές.Απανθρωπες.
Φόβο αισθάνθηκα στα ξαφνικά.Ο ιδρώτας έτρεχε στην πλάτη μου .Τον ένιωθα.Ειχαμε αργήσει.Για ποια από όλα ομως;
Όσο εμείς είμασταν εδώ,μέσα στο κτήριο τι γινόταν.Που ήταν η Εύα;Και γιατί δεν επενέβαινε η οργάνωση ;
Όμορφη κρατήσου .
Έρχομαι.
Λίγο ακόμα.
<<Σας παρακαλώ μη,>>ακούστηκε μια πνιχτη φωνή με το που περάσαμε τους κορμούς δύο δέντρων .
Ο Πέτρος σταμάτησε απότομα.
Εκεί στο έδαφος ήταν πεσμένη μια κοπέλα .Ήταν δεν ήταν είκοσι χρονών .
Γύρω της ,τρεις άνθρωποι με μανδύες.
Από την κορμοστασιά τους ,σίγουρα οι δύο ήταν άντρες .
Ένιωσα τα νύχια της Ξένια να τρύπανε το δέρμα μου.
Ο ένας τους κρατούσε ένα κυνηγετικό μαχαίρι.Ο άλλος μια αλυσίδα και ο τρίτος μια καραμπίνα.
Ο Πέτρος γύρισε και έκανε νόημα με το δάχτυλο του να κάνουμε ησυχία .
Δεν μας είχαν καταλάβει ακόμα και ευτυχώς για εμάς που φορούσαμε τις στολές
<<Δεν μπορούμε να την...>>ψυθήρισε η Ξένια και της έσφηξα το χέρι.
<<Ορφεα,>>αν δεν σταματούσε να να μιλάει θα μας καταλάβαιναν.Και δεν ξέρω ποια θα ήταν ακριβώς η αντίδραση τους.
Όταν μια αγέλη κυνηγών βρίσκει μια άλλη, την ώρα που έχουν πιάσει το θήραμα τους ,κανείς δεν ξέρει την κατάληξη. Είναι νόμος στο ζωικό βασίλειο.Οποιος το έχει βρει πρώτος , το κρατάει .Κάνεις δεν το αγγίζει ,εκτός αν θέλει να πεθάνει.
Αλλά αυτό δεν ήταν ζώο μπροστά μας.
Ήταν άνθρωπος, με σάρκα και οστά.
Ένας φοβισμένος άνθρωπος. Ένα κορίτσι στην ηλικία της Ξένιας,της Ηρώς.
Έσπρωξε τα πόδια της το σώμα της προς τα πίσω ,για να αποφύγει τις σκοτεινές φιγούρες.Ηταν βρώμικη. Μέσα στα χώματα.Το άσπρο της φόρεμα σκισμένο.Χαρακιες στα χέρια της και αίμα την κάλυπταν.
Τόσο μικροσκοπική.
Αδύναμη.
Έρμαιο.
Οπως ήμουν και εγώ.
<<Δεν χρειάζεται να κλαίς,>>η φωνή κάτω από την μάσκα ακούστηκε τραχιά.Μιλούσε σπαστά αγγλικά .Σηκωσε την καραμπίνα και την στόχευσε.<<Όλα θα τελειώσουν πολύ σύντομα,>>συνέχισε και οι υπόλοιποι δύο γέλασαν.Ηταν όλοι άντρες τελικά. Αναρωτήθηκα ποιοι να ήταν κάτω από τις μάσκες.
Διάσημοι;Πολιτικοί;
Ποιον ένοιαζε.Με τον μανδύα ήταν όλοι το ίδιο. Η πραγματική τους ταυτότητα.Αποβρασματα.
Η κοπέλα τσηριξε καθώς πλησίασε εκείνος μπροστά στο πρόσωπο της και της γέλασε πνιχτά.
<<Όταν φοβούνται ανάβω τόσο πολύ.Κριμα που δεν θα διασκεδάσουμε μικρή.Ειχε άλλη σειρά,>>είπε ο δεύτερος με το μαχαίρι και εγώ κοντεψα να σπάσω το χέρι της Ξένιας.
Ήθελα να ξεράσω την οργή μου πάνω τους.
Τι σκατά πάει στραβά μαζί μας;Από ποτέ στεκόμαστε και δεν κάνουμε τίποτα;
Από πότε ο φόβος έγινε πιο δυνατός από την δικαιοσύνη.
Έκανα ένα βήμα μπροστά καθώς άκουγα τα γέλια τους.
Ο Πέτρος πήγε να με σταματήσει.
Δεν θα αφήσω να συμβεί ξανά το ίδιο.
Δεν μπόρεσα να προστατεύσω τότε την δική μου μικρή.Μπορω όμως να επανορθώσω.Δεν είμαι αδύναμος πλέον Εγώ γίνει θηρίο.Ενα γαμημενο θηρίο και θα σας κατασπαράξω όλους.
Ο Πέτρος γνώριζε τι επρόκειτο να συμβεί.Με είχε δει πολλές φορές ετσι.Νυφαλιο και μη.Ειναι σαν κάτι να γυρνούσε μέσα μου και άλλαζα. Οπως και ήξερε,πως δεν θα μπορούσε να με σταματήσει με τίποτα.
Δεν έβλεπα τίποτα άλλ,ο πέρα από την καστανή κοπέλα και την καραμπίνα .Την καραμπίνα και την κοπελα.Τις τρεις φιγούρες.Το άσπρο βρώμικο φόρεμα .Τα δάκρυα της.
Αλλα πριν προλάβω να κάνω οτιδήποτε η Ξένια από πίσω μου έσπασε ένα κλαδί από το βήμα της και οι δύο από τις τρεις φιγούρες γύρισαν προς το μέρος μας.
<<Σκατά ,>>ψελλισα κάτω από την μάσκα μου.
<<Για δείτε τι έχουμε εδώ;Παρεα,>>αναφώνησε ο ένας με την αλυσίδα και τα χέρια στον αέρα.
Μας πλησίασε καθώς εμείς βρήκαμε αργά από την κρυψώνα μας .
<<Σας παρακαλώ βοηθήστε με,>>φώναξε η κοπέλα.Ηταν κάπως οξύμωρο που ζητούσε βοήθεια από εμάς ενώ φορούσαμε τα ίδια με τους τύπους.Που να ήξερε ότι δεν είμασταν το ίδιο .
Αλλά πάνω στο φόβο το μυαλό παίζει παιχνίδια και ζητάει αδιέξοδο από παντού .Ακόμα και στο πρόσωπο του εχθρού.
Η καραμπίνα ήρθε στο πρόσωπο της και την χτύπησε δυνατά.
<<Σκάσε ,>>της φώναξε ο τύπος.<<Κανείς δεν θα σε σώσει,>>της είπε δυνατά ,ενώ εκείνη κρατούσε το πρόσωπο της και έκλαιγε από τον πόνο.
<<Τι έγινε ;Ήρθατε να δείτε το σόου;>>
Συνέχισε ο τύπος με την αλυσίδα ,ενώ ο άλλος με το κυνηγετικό μαχαίρι καθόταν δίπλα και δεν έβγαζε άχνα.<<Ελπίζω πως ναι. Γιατί αν ηρθατε να συμμετάσχετε θα πρέπει να σας υπενθυμίσω τους κανόνες.Οποιος το βρει πρώτος,>>έδειξε την κοπέλα,<<το κρατάει>>.
Εμείς καθόμασταν σιωπηλοί.Σαν να άκουσα την άχνη φωνή της Ξένιας να λέει το όνομα μου αλλά δεν έδωσα σημασία .
Κοιτούσα απλά ξανά και ξανά την κοπέλα
Το όπλο .Το βλέμμα της.Τα χείλη της που ετρεμαν.Τα δακρυα.Τα ρούχα της .Τους τρεις.Τους μανδύες .Τις μάσκες.
Θόλωνα.
Θόλωνα τόσο που οι μάσκες έγιναν πρόσωπα.Προσωπα που γνώριζα καλά.Και στο πάτωμα πλέον δεν ήταν η κοπέλα ήμουν εγώ
Μικρός .Αδύναμος.Κλαψιαρης.
<<Δεν μιλάτε;>>Συνεχισε ο τύπος.
<<Τελείωνε με αυτούς έχουμε να κάνουμε δουλειά ,Ας πάνε να ψάξουν αλλού.Αυτή είναι δική μας,>>είπε ο τύπος με την καραμπίνα.
Το όπλο με έκαιγε κάτω από τον μανδύα, έτοιμος ήμουν να το αρπάξω.
Ξαφνικά στεκόταν ο πατέρας μου.Οι μάσκες έγιναν πρόσωπα.
Οχι, δεν είναι .Είναι ένας τύπος με την μάσκα Ούτε ο δήμαρχος ούτε ο Αρμένης.Ειναι απλά τρεις άσχετοι τυποι.Και εγώ δεν είμαι πεσμένος εκεί κάτω.
<<Σας παρακαλώ αφήστε με να φύγω δεν θα το πω σε κανέναν.Δεν χρειαζεται να το κάνετε αυτό,>>έλεγε ξανά και ξανά η κοπέλα.
Πόσες φορές είχα παρακαλέσει δεν θυμάμαι.Καποια στιγμή απλά σταμάτησα.
Τα κλάματα .Τις κραυγές.Απλά το άφηνα να γίνει.Μετρούσα τις μέρες .Τις ώρες.
Κάθε μέρα ευχομουν να πεθάνω.
<<Που είναι οι τρόποι σου,>>του είπε ο άλλος που μας είχε απευθυνθεί.<<Δεν τους βλέπω να θέλουν να προκαλέσουν.Ετσι δεν είναι;Ισως έχουν έρθει λίγο να διασκεδάσουν με άλλο τρόπο και λέω να τους αφήσουμε,>>γέλασε δυνατά.<<Μου αρέσει να βλέπω>>.
<<Μου αρέσει να βλέπω,>>ήχησε η φωνή του Αρμένη στο μυαλό μου.Ηταν τα ίδια λόγια που είχε πει τότε εκείνος στο δωμάτιο με τις πεταλούδες.
Το στομάχι μου σφίχτηκε.Οι γροθιές μου ενωμένες. Δεν ξέρω παιζει να έσπασα και το χέρι της Ξένιας.Ισως και να το άφησα Δεν ξέρω τι γίνεται μπροστά μου.
Είναι όλα θολά.
Δεν μετράω τις μέρες.
Δεν μετράω τις ώρες
Δεν προσμένω την ώρα που θα πεθάνω.
Γιατί εκείνη είναι πάντοτε στο μυαλό μου.
Η μικρή μου ξανθιά φίλη .
<<Μη φοβάσαι.Μπορει τώρα να είσαι μικρός και να μη μπορείς να σκοτώσεις τα τέρατα.Αλλα μάντεψε.Καποια στιγμή θα μεγαλώσεις.Και τότε θα φοβούνται εκείνα εσένα>>.
<<Ω ,σκατά,>>αναφώνησε ο Πέτρος.
Δεν νιώθω τίποτα.Δεν βλέπω τίποτα .
Τράβηξα το όπλο.
Ναι ,το τράβηξα.
Στόχευσα.
Πέτυχα αυτόν με την ασορη στο στέρνο.
Ο άλλος με το μαχαίρι πήγε να μου επιτεθεί, αλλά ο Πέτρος έπεσε πάνω του.
Η Ξένια φωνάζει .
Δεν βλέπω ,δεν ακούω καθαρά.
Πλησιάζω .
Είναι αυτός
Όχι δεν είναι ο πατέρας μου.
Είναι απλά ένας άσχετος τυπος.
Ένα κάθαρμα όπως όλοι οι άλλοι.
Δεν με νοιάζει στην τελική ποιος είναι.
<<Τι στο διάολο νομίζεις πως κανείς;>>Άκουσα μια φωνή και σαν να βλέπω την καραμπίνα μπροστά μου.
Δεν είναι η μέρα που θα πεθάνω σήμερα.
Δεν νιώθω.Ο χρόνος κυλάει γρήγορα και αργά .Είμαι μαστουρωμένος από την αδρεναλίνη.
Το αίμα μου βράζει στις φλέβες μου.
Μειδιαζω.
Ο τύπος με κοιτάει έντρομος.
Λέει πως θα με σκοτώσει.Γελάω.
Η Ξένια με φωνάζει.
Ο Πέτρος παλεύει με το άλλον ακόμα, μέχρι που ακούγεται ένας πυροβολισμός και σηκώνεται.Ο τύπος δεν κουνιέται.
Η κοπέλα στο έδαφος κλαίει και τσιριζει.
Ο τύπος με την αλυσίδα κρατάει τον ώμο του.
Αστόχησα το στερνό ρε πουστη μου.
Θα ξεφύγει τώρα .
Αλλά ένας πυροβολισμός τον σταματάει.
Ο Πέτρος ήταν ;
Όχι ακούω βήματα
Κλαδιά να σπάνε
Τρέξιμο.
Ήρθαν και άλλοι;.
Ας έρθουν.
Δεν με σταματάει κάνεις.
Το χέρι μου άρπαξε την καραμπίνα και χτύπησε τον τύπο στο πρόσωπο.
Έπεσε στο πάτωμα με μια κραυγή κρατώντας την μύτη του .
Δεν νιώθω.
Τα χέρια μου γροθιές τον χτυπάνε ξανά και ξανά.Το κορμί μου τον ακινητοποιεί.
Ακούω φωνές γύρω μου.
Δικιες του είναι;
Δεν με νοιάζει.
Δεν σταματώ τον χτυπάω ξανά κι ξανά.
Χτυπάω τον πατέρα μου.
Χτυπάω τον πατέρα μου .
Τον αποτελειώνω .Όχι ,δεν είναι αυτός .
Αλλά νιώθω τόσο ωραια.
Δύο χέρια με αρπάζουν από τις μασχαλες και με τραβάνε από πάνω του.
<<Ορφέα σταμάτα,>>ακούω μια φωνή.
<<Άσε με να τον σκοτώσω,.ΑΣΕ ΜΕ,>>ουρλιάζω ,προσπαθώντας να απεγκλωβιστώ από τα χέρια που με κρατάνε.
Είμαι θηρίο.
Δεν φοβάμαι.
Δεν είμαι κλαψιαρης.
<<Είναι νεκρός .Σταμάτα,>>ακούω την φωνή .Το νέφος που με σκέπασε ,άρχισε να φεύγει όταν δύο χέρια έβγαλαν την μάσκα μου και ακούμπησαν τα μάγουλα μου .
<<Ε,ε μικρέ,>>τα μάτια μου εστίασαν απότομα.
Η ανάσα μου, κοντεύει να σπάσει τα πνευμόνια μου.<<Εδώ εμενα κοίτα,>>με έκπληξη κοίταξα τον Αχιλλέα που είχε ανασηκώσει την μάσκα του.<<Ανάσες μικρέ. Ανάσες>>.
<<Τι...τι...κάνεις εδώ;>>
Ρώτησα με τρεμάμενη φωνή.
Κοίταξα γύρω μου.
Η Ξένια με τον Μάρκο και τον Φίλιππο βοηθούσαν την κοπέλα.Ο Άρης με τον Πέτρο ήταν λίγο πιο δίπλα και κλοτσουσαν ελαφριά τα άψυχα σώματα των τυπων ,για να βεβαιωθούν πως ήταν νεκροί.
Άρα αυτός που με κρατούσε κλειδωμένο.
Ήταν ο Γαβριηλ.
<<Ορφέα όλα καλά ,>>άκουσα την φωνή του.
Το σώμα μου χαλάρωσε απότομα όπως και τα χέρια τους.
Ξεφύσηξα.<<Τι έγινε;>>
Κοίταξα τον τύπο που ήταν μέσα στα αίματα στο πάτωμα .Η μούρη του αγνώριστη.Δεν ανέπνεε.
Έφερα τα χέρια μου στα μαλλιά μου και έπειτα ετριψα το πρόσωπο μου .
Τα είχα χάσει.Ειχε γυρίσει ο διακοπτης ξανά και βαρεσα κόκκινο.
<<Τι κάνετε εδώ;>>Ρώτησα ξανά.
<<Ξέσπασε η κόλαση.Πριν προλάβουμε να βγούμε ,πέσαμε πάνω στο κυνήγι.Εχει γίνει χαμός,>>είπε ο Μάρκος.
Πυροβολισμοί και κραυγές ακούστηκαν από γύρω.
Κοίταξα τον Αχιλλέα.
<<Η Μέδουσα είναι.Καθως είμασταν μέσα στο δάσος είδαμε λέιζερ και τυπους με όπλα .Επενέβησαν.Και έχει ξεσπάσει ο χαμός .>>.
<<Ε,όχι και αυτός,>>αναφώνησε ο Μάρκος ξανά.<<Και ήταν ένας από τους αγαπημένους μου ηθοποιούς.Μα κανένας δεν είναι καθαρός ποια;>>Συνέχησε και κατέβασε την μάσκα από τον τύπο με την αλυσίδα .
Το μυαλό μου κουδουνίζει με όλα αυτά.
Δεν έχω συνέλθει ακόμα.Πως είχε γίνει όλο αυτό, ετσι ξαφνικά;
<<Πρέπει να φύγουμε,> αναφώνησε ο Άρης .
<<Πρέπει να δούμε πως θα φτάσουμε στο κάστρο γρήγορα,>>είπε ο Αχιλλέας .
Τι συμβαίνει;
Πως τα έχασα έτσι;
Τι κάνω τώρα;.
Τι πρέπει να κάνω;
Καθως όλοι τους ετοιμάζοντας να φύγουν ,με την άκρη του ματιού μου πίσω από έναν κορμό είδα κάτι αχνό.Κατι σγουρό.Κατι, με άσπρο φόρεμα .
Κάτι ,μάλλον κάποια, που δυσανασχετουσε.
Κουνούσε τα χέρια της,έντρομη φοβισμένη ,σαν κάτι να ήθελε να μου πει.
Ωραια ,έπαψε να έρχεται στον ύπνο μου και τώρα την βλέπω και στον ξύπνιο μου.
"Συγκεντρώσου Ορφέα.Η Εύα βιάσου".
Ώπα περίμενε.Γιατι την βλέπω;
Η Εύα ;
Θεέ μου η Εύα.
Κάτι συμβαίνει.
<<ΟΡΦΕΑ,>>φώναξε ο Αχιλλέας καθώς τον είχα σπρώξει,τρέχοντας προς την μεριάς που ήταν η Έμιλι ,που πλέον δεν βρισκόταν εκεί.
Γαμώτο για να εμφανίστηκε ,σημαίνει πως άργησα.Κατι έχει γίνει.
Όμορφη έρχομαι.
Περίμενε.
Τρέχω μέσα στο δάσος.Βαζω όση δύναμη μου έχει απομείνει.
Προσπερνάω τα δέντρα.
Τους θάμνους .
Δεν με νοιάζει που έχει σκοτάδι .
Ξέρω που πάω.
Ακολουθώ τις φωνές.
Τους πυροβολισμούς.
Φτάνω σιγά σιγά στο κάστρο
Βλέπω τα φώτα.
Τρέχω πιο γρήγορα.
Belle έρχομαι.
Το θηρίο θα σε σώσει.
Απλά περίμενε.
Όμως τι είναι αυτό μπροστά μου;
Σκοτάδι ξαφνικό.Πονος ξαφνικός στο κεφάλι
Μυρωδιά από υγρό χωμα.
Τι εγινε;
Γιατί ζαλίζομαι ;
Γιατί έχω πέσει;
Κάτι με χτύπησε στο κεφάλι.
Πονάω.
Τα μάτια μου θολώνουν
Όλα γυρίζουν .Από το χτύπημα δεν έχω δύναμη να σηκωθώ.
Νιώθω αίμα να κυλάει στο πρόσωπο μου.
Νομίζω πως το σκοτάδι με κατακλύζει.
Χάνω το λίγο φώς.
Σκιές πλησιάζουν ,καθώς πέφτω σιγά σιγά σε λήθαργο.
Είμαι κοντά της τονιώθω.
'Οχι.
Belle.
Τα βλέφαρα μου πέφτουν,καθώς μια φιγούρα σκύβει και μου χαϊδεύει το πρόσωπο.
Έπειτα νιώθω ένα τσίμπημα στο χέρι μου.
Το σώμα μου παγώνει,μουδιάζει.
Και εκείνη η σκιά, η πιο τρομακτική από όλες ,είναι πλέον πολύ κοντά μου.
Σκύβει στο πρόσωπο μου.
Ανασαίνει.
Την βλέπω ανάμεσα από τα βαριά μου βλέφαρα,που με το ζόρι προσπαθώ να κρατήσω ανοιχτά.
Όχι.
Όχι, εσύ.
<<Γεια σου γιε μου>>.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top