Κεφάλαιο 40ο
Τώρα.
Εύα,26 ετών.
<<Είναι αηδιαστικό,σιχαμένο και ανώμαλο.Ακόμα και μετά από τόσο καιρό δεν μπορώ να το χωνέψω ότι κάνουν δεξιώσεις.Να γιορτάσουν τι;Την ανωμαλία τους;>>Ψιθύριζε η Άλις κάτω από την κόκκινη της μάσκα και τον χρυσό μανδύα.
<<Σταμάτα θα σε ακούσουν,>>την μάλωσα καθώς περίμεναμε στην σειρά για να ελέγξουν τις προσκλήσεις μας και τα στοιχεία.
<<Ας το ακούσουν.Να τους τελειώσω μια ώρα αρχήτερα>>.
Αναστέναξα κάτω από την δική μου περίτεχνα στολισμένη χρυσή μάσκα.
Ο δικός μου μανδύας ήταν μαύρος με χρυσές λεπτομέρειες κεντημένες στην άκρη σαν κλαδιά.
Μπορεί να ήταν ψεύτικα αλλά εγώ ένιωθα ήδη να παίρνουν σάρκα και οστά .
Να τυλίγονται γύρω μου, έτοιμα να με πνίξουν.
Κάνεις μας δεν ήθελε να είναι εδώ.
Ήταν ήδη ένας εφιάλτης μόνο από τις πληροφορίες που γνωρίζαμε .
Πόσο μάλλον τώρα που θα το ζούσαμε από κοντά.
Είχε ήδη νυχτώσει.
Το καστρο απλώνονταν γύρω μας.
Χτισμένο τον δέκατο τέταρτο αιώνα.
Ένας τεράστιος κήπος ,με μια τεχνίτη λίμνη το περικύκλωνε.
Ανήκε σε έναν Δούκα της εποχης.
Αλλά είχε χαθεί μέσα στην ιστορία.
Με κάποιο τρόπο είχαν καταφέρει να το σβήσουν απο τους χάρτες και κανένας να μη μπορεί να το βρει,παρά μονο να ανήκε στην κοινότητα .
Κρυμμένο στην έξοδο ενός μεγάλου σκοτεινού δάσους με πανύψηλα δέντρα φάνταζε παραμυθενιο.
Μόνο που έκει μέσα ζούσαν τα τέρατα.
Αν περνούσες μέσα από το δάσος σε έβγαζε σε γκρεμό.
Από κάτω του ήταν η θάλασσα.
Ο καιρός είχε μια απίστευτη υγρασία στον αέρα.Τα μαύρα σύννεφα παρόλο την νύχτα,διέφεραν.Σαν πέπλο έτοιμο να μας σκεπάσουν.Αν δεν ήξερα πως ήταν σύννεφα θα πίστευα πως έκριναν αντίστοιχα τέρατα μέσα .
Αληθινά όπως και στις ιστορίες.
Τα σύννεφα ηταν έτοιμα να ρίξουν την βροχή ,με λίγες αστραπές ήδη να κάνουν την εμφάνιση τους στον ορίζοντα.
Στην αυλή διάφορα ακριβά αμάξια παρκάραν .Ο κόσμος το ίδιο ντυμένος με εμάς έβγαινε από τα αμάξια τους και έμπαινε έπειτα στη σειρά
Γέλια και διάφοροι ψίθυροι ακούγονταν τριγύρω.
Το διασκέδαζαν ήδη.Οχι για πολύ.
Κάτω από τις μάσκες κρύβονταν όπως πάντα ,οι αληθινές τους ταυτότητας.
Διάσημοι, πολιτικοί ,επιχειρηματίες
άνθρωποι υπεράνω πασα υποψίας.
Αν κατέβαζαν τις μάσκες η φούσκα που είχε δημιουργηθεί γύρω από το όνομα τους ,θα έσκαγε.Οποιος τους έβλεπε σίγουρα θα πάθαινε καρδιά.
Γιατί όλοι μας τους ξέραμε πάνω κάτω στην καθημερινότητα μας.Μπορει να ήταν και απλοί άνθρωποι με προνόμια σύζυγοι, ο γιατρός μας,ο ιδιοκτήτης του φούρνου στην γειτονιά.
Έχω δει σχεδόν τα πάντα και τίποτα δεν θα μου έκανε εντύπωση .
Γύρω μας η ασφάλεια ήταν στενή και η περίμετρος καλά φυλαγμένη.
Φρουροί με ημιαυτόματα όπλα ήταν στις εισόδους και εξόδους.
Ο Ντέμιαν είχε κάνει καλή δουλειά,στο να αποσπάσει πληροφορίες, από την προδότρα συνάδελφό του.Η συγκεκριμένη είχε φτάσει στα όρια της παράνοιας μέσα στο κελί της .
Ποιος θα άντεχε τόσο καιρό κλεισμένη εκεί μέσα και πόσο μάλλον με τον Άγη να τραγουδάει παιδικά τραγούδια μέσα στο σκοτάδι.
Εκείνη θεωρούσε πως ήταν μονη της εκεί κάτω και από το χακάρισμα που είχε κάνει είχε βρει μεγάλο μπελσ.
Η επίθεση κατά μέτωπο ήταν επικίνδυνη.Γι'αυτο έπρεπε να εισχωρήσουμε μέσα με αυτόν τον τρόπο.
Τρεις ουρές είχαν σχηματιστεί στην είσοδο για τον έλεγχο.Και εμείς είμασταν ανάμεσα τους.
Εγώ με την Άλις είμασταν στην κεντρική.
Στην αριστερή η Όλιβ με την Σοφία
Και στην δεξιά ο Ρεν με την Δάφνη.
Φυσικά δεν είμασταν οι μόνοι.
Όλοι οι υπόλοιποι σύνολο τριάντα,είχαν ήδη μπει μέσα ή ήταν αντίστοιχα πιο πίσω στην σειρά
Οι ψεύτικες ταυτότητες μας και προσκλήσεις είχαν περαστεί στα συστήματα τους, με την μαγική ικανότητα του Ντέμιαν ξανά.Οπότε δεν ήταν δύσκολο να περάσουμε μέσα .
Η υπόλοιπη ομάδα μας όπως και ο Άσαχι με την δική του και την Έρη ,περιμένανε λίγα χιλιόμετρα μακριά το σήμα μας.
Η όλη ιδέα της επιχείρησης ήταν να μπούμε μέσα να βρούμε τα μεγάλα κεφάλια και ειδικά τον πατέρα μου.Να διαλυσουμε όλο αυτό το τσίρκο και να σώσουμε όποιον είχε ανάγκη.
Με το πρώτο σήμα μας θα έκαναν ντου και όλο αυτό θα τελείωνε.
Η Δάφνη είχε την ίδια ελπίδα με εμένα.
Πως ίσως εκεί μέσα ήταν οι γιοι μας.'Η έστω θα βρίσκαμε έναν τρόπο να μάθουμε που ήταν.
Βέβαια εγώ είχα να αντιμετωπίσω και τον μαλάκα που αποκαλούνταν πατέρας μου.Ισως και την μητέρα μου.
Γιατί δεν ήταν ξεκάθαρο αν όλοι αυτοί ήταν εδώ.
Με όλα αυτά που συνέβησαν αυτό το διάστημα δεν ήταν σίγουρο αν εμφανίζονταν.Ηταν αξιοπερίεργο που έκαναν την δεξίωση τόσο φανερά.
Η Έρη όπως και εγώ δεν έπαυε να πιστεύει πως όλο αυτό ήταν μια παγίδα για να με πιάσουν ή ακόμα και να διαλύσουν την Μέδουσα.
Ας προσπαθούσαν.
Δεν έχω μάθει να πέφτω τόσο σύντομα.
Μπορώ να πω ότι το άγχος της ημέρας είχε μετατραπεί σε ωμή οργή κάθε φορά που σκεφτόμουν το σχέδιο.
Δεν ήθελα τίποτα να μου αποσπάσει την προσοχή.Δεν ήθελα κανένα λάθος
Γιατί αν έκανα, αυτό θα σήμαινε πως θα θα έχανα κάτι πολύ δικό μου και πολύτιμο.
Το κινητό μου συνέχεια χτυπουσε από τα μηνύματα και τηλέφωνα του Ορφέα.
Που το καλό που το θέλω,να έχει κάτσει στα αυγά του και να μην έχει κάνει καμία μαλακία.
Η Έρη μου διαβεβαίωσε πως τους φύλαγαν καλά στο ξενοδοχείο, οπότε δεν υπήρχε περίπτωση να γίνει κάτι τέτοιο.
Ήξερα πως θα ανησυχούσε , αρκέστηκα όμως στο να του στείλω μόνο ότι φτάσαμε .
Τι άλλο να του έλεγα;Όλες αυτές τις μέρες το μυαλό μου είχε γαμηθει.Δεν μπορούσα να σκεφτώ καθαρά.
Με την αποστολή ,την επιστροφή της Έρης και της Ηρώς ,και τον Ελάιζα στο μυαλό μου όλα τα άλλα ήταν δευτερεύοντα.Οχι επειδή δεν με ένοιαζαν.
Αλλά μόνο στην ιδέα πως έπρεπε να αντιμετωπίσω την σκέψη τους και ειδικά του Ορφέα ,με κατέκλυζε ο φόβος.
Αν πάθαινε κατι;
Αν πάθαιναν όλοι κάτι εξαιτίας μου;
Ήταν σαν έχω μια πέτρα στο στήθος μου και όλο αυτό δεν έλεγε να φύγει.
Γι'αυτό είχα σκεφτεί να φύγω εντελώς ολο το διάστημα.Για να αποφύγω όλα αυτά που ζούσαμε μεχρι τώρα.
Ένα κομμάτι μου ακόμα θέλει.
Αλλά το άλλο ,θέλει απεγνωσμένα να μείνει.
Δεν ξέρω για πιοιο πράγμα να παλέψω πρώτο.
Κάθε φορά που έφευγα τα πρωινά από το δωμάτιο μας, στεκομουν για ένα λεπτό στην πόρτα και τον κοιτούσα πως κοιμόταν.
Την πλάτη του.Τις μπούκλες του να πέφτουν στο πρόσωπο του.
Τα ηλίθια λακάκια που έκανε όταν χαμογελούσε ακόμα και στον ύπνο του.
Τον κωλ...
Ναι, τέλος πάντων.
Έτσι όπως τον έβλεπα ήθελα να τρέξω και να χωθώ κάτω από τα σκεπάσματα μαζί του και να μείνω εκεί.
Αλλά δεν μπορούσα.
Τις τελευταίες μέρες η Έμιλι συνέχεια ερχόταν στον μυαλό μου.Ενιωθα πως την έχω προδώσει.
Πως την υπόσχεση που της είχα δώσει να προσέχω τον μικρό μας την είχα ξεχάσει.
Και εκείνη ερχόταν να με στοιχειώσει.
Τα συναισθήματα μου ήταν μπερδεμένα.
Του είχα πει πως ήμουν ερωτευμένη.
Ήμουν όμως;Ή απλά είχα πέσει στην παγίδα μιας αυταπάτης που απεγνωσμένα αποζητούσαν να ζήσω ξανά.
Είχα ορκιστεί να μην το ξανά κάνω ποτέ .
Να ερωτευτώ.
Έκανα λάθος;Είμαι μια ψεύτρα;
Και αν είμαι ;Γιατί η καρδιά μου χτυπάει δυνατά κάθε φορά που τον σκέφτομαι.
Είναι ακριβώς το ίδιο με την Έμιλι.
Ένα μεγάλο κομμάτι της καρδιάς μου χτυπάει για εκείνη μαζί με τον δικό του ρυθμό.
Γιατι τα έχω κάνει τόσο σκατά;
Ίσως όντως εμείς που κάνουμε αυτή τη ζωή δεν έχουμε την πολυτέλεια να ζούμε την κανονική .Γιατί όμως και πάλι προσπαθούμε;
<<Την πρόσκληση και την ταυτότητα,>>ήχησε η φωνή του τύπου με την χρυση μάσκα και το μαύρο κουστούμι.
Χαμένη στη σκέψη μου δεν είχα παρατηρήσει καν ότι είχαμε φτάσει ήδη στην είσοδο.
Το άσπρο του γάντι ήταν απλωμένο.
Η Άλις με σκούντηξε και εγώ έβγαλα από μέσα από τον μανδύα μου τα έγγραφα και του τα έδωσα.
Τα επεξεργάστηκε για ένα λεπτό τσεκάρωντας την λίστα του.
<<Βαλέρια Ναούμ,>>είπε και εγώ του εγνεψα .
Τα έγγραφα επέστρεψαν στα χέρια μου και τα έβαλα μέσα.
<<Αντικείμενο προτίμησης που φέρατε μαζί;>>Με ρώτησε.
Κάτω από τον μανδύα μου έκρυβα δύο μαχαίρια και ένα πιστόλι.
<<Δύο μαχαίρια,>>του είπα αδιάφορα αποκρύπτοντας το πιστόλι.
Όλοι σήμερα θα οπλοφορούσαν με τον έναν ή άλλο τρόπο και φυσικά δεν θα κουβαλούσαν μόνο ένα.
Ήταν η ημέρα που θα γινόταν το "Κυνήγι".
<<Καλή επιλογή.Μπορείτε να περάσετε .Καλή διασκέδαση,>>έκανε νόημα με το χέρι του και εγώ ανέβηκα
τα σκαλοπάτια προς την μεγάλη σκαλιστεί σιδερένια πόρτα.
Μικρά πορτρέτα από δαίμονες που σκότωναν αγγέλους ήταν οι αναπαραστάσεις.
Μπαίνοντας μέσα μας έβαλαν να περάσουμε από έναν ανιχνευτή που μπορούσε να βρει οτιδήποτε άλλο ύποπτο πάνω μας.
Ντέμιαν ελπίζω να μην με απογοητεύσεις.
Πέρασα από μέσα και ευτυχώς δεν έδειξε τιποτα περίεργο
Για παράδειγμα την ψήρα στα αυτιά μου
Ο κυρίως διάδρομος είχε χαμηλό φωτισμό .
Ψηλό ταβάνι ,μπεζ τοίχους.
Έπιπλα της εποχής.
Το πλακάκι στο δάπεδο ήταν ασπρόμαυρα και ένα κόκκινο χαλί ήταν στρωμένο που οδηγούσε στην μεγάλη αίθουσα.
Πίνακες με αντίστοιχες περίεργες αναπαραστάσεις και περίτεχνα αγάλματα ήταν δεξιά και αριστερά
Οι υπόλοιπο είχαν ήδη προχωρήσει μπροστά μέσα από την μαύρη κουρτίνα που στόλιζε την κεντρική πόρτα της αίθουσας.
Απαλή κλασσική μουσική έπαιζε από κάπου.
Με την κόρη του ματιού μου έπιασα τον μπλε σκούρο μανδύα και την ασημένια μάσκα της Σοφίας λίγο πιο μπροστά να χάνεται στο πλήθος.
<<Είσαι εντάξει;>>
Ακούστηκε από την ψήρα στο αυτί μου η Όλιβ.
<<Όλα οκ.Εσεις;>>
<<Προχωράμε προς τα μέσα Όπως είπαμε.Δεν πρέπει να μας καταλάβουν Γι'αυτό ότι και να δεις ,προχώρα.Δεν είναι η πρώτη φορά,>>αναστέναξα.
<<Ευά ,το εννοώ απλά μην κάνεις τίποτα.Θα τα λύσουμε όλα μετά>>.
Είχε δίκαιο αλλα πως μπορούσα να μην δώσω σημασία.
Αυτό το μέρος ήταν η διαστροφή.
Όσο προχωρούσα προς τον διάδρομο δεξιά και αριστερά υπήρχαν αντίστοιχα δωμάτια με τεράστιες κοκκινες κουρτίνες να τις κρύβουν από τον διάδρομο.
Σκάλες δεξιά και αριστερά που πήγαινε στο δεύτερο πάτωμα οδηγούσαν αντίστοιχα στα ίδια δωμάτια .
Αλλά το πρόβλημα δεν ήταν αυτό.
Ήταν οι άνθρωποι τριγύρω μου.
Μέσα στα δωμάτια.
Με ποτά στο χέρι διασκέδαζαν,γελούσαν μιλούσαν.
Κάπνιζαν.
Ενώ δίπλα τους στέκονταν ακίνητα αμίλητα, ανέκφραστα παιδιά ,κορίτσια αγόρια.
Αλλά και γυναίκες και άντρες μικρής ηλικίας.
Σε ένα δωμάτιο ήταν γονατίσμένα.
Από άλλα ακούγονταν φωνές .
Δεν ήθελα να ακουσω δεν ήθελα να ξέρω.
Λίγη ακόμα υπομονή.
<<Σαμπάνια ;>>
Μια γυναικεία φωνή μου προσφέρεις στο δίσκο.
Ήταν ημίγυμνη μόνο με ένα λεπτό σουτιέν χρυσό και ένα αντίστοιχο εσώρουχο.
Η μάσκα της ήταν χρυσή με τεράστια φτερά που φανέρωναν μονο τα καφέ της αμυγδαλωτα μάτια,και τα κάστανα μαλιά της.
Σήκωσα το χέρι μου και πήρα ένα από τα ποτήρια με την γυαλιστερή γεμάτο μπουρμπουλήθρες σαμπάνια.
Έκανα αργά βήματα μέσα στην μεγάλη αίθουσα.
Ήταν γεμάτη .
Πάνω από εκατό άτομα θα πρέπει να ήταν .
Μπροστά μου στο βάθος δεξιά και αριστερά υπήρχαν σκάλες που οδηγούσαν στο πάνω μέρος .
Σκαλιστές με διάφορα σχήματα ,περίτεχνα.
Και αγάλματα στα άκρα από τα κάγκελα.
Ένα μεγάλο μπαλκόνι υπήρχε γύρω γύρω όπως και ανάμεσα τους.
Οι κολώνες που ήταν με την σειρά είχαν επίσης βαριές κουρτίνες.
Ένα τεράστιος πολυέλαιος φώτιζε τον χώρο .
Όπως και τα διάφορα φώτα δεξιά και αριστερά.
Κοπέλες όπως η προηγούμενη περιφέρονταν ανάμεσα από το πλήθος με ποτά και εδέσματα .
Το μέρος ήταν τεράστιο.
Έπρεπε με κάποιον τρόπο να κινηθούμε χωρίς καμία υποψία και να τους βρούμε.
<<Σοφία;>>
Ψιθύρισα.
<<Ρότζερ,>>ακούστηκε η φωνή της και στορβηλισα τα μάτια .
<<Που πήγες;>>
Την ρώτησα γιατί δεν την έβλεπα πουθενά εδώ μεσά .
Όλους του υπόλοιπους τους είχα εντοπίσει.
Την Όλιβ στο μπαλκόνι δεξιά
Η Δάφνη αριστερά.
Η Άλις κάτω μαζί μου λίγο πιο πέρα .
Όπως και ο Ρεν.
<<Στα δωμάτια ,>>ψιθύρισε.
<<Γύρνα πίσω δεν έχεις καμιά δουλεια να πας μόνη σου εκεί,>>σχεδόν της φώναξα.
Δύο κεφάλια γύρισαν και με κοίταξαν.
Μια γυναίκα με μαύρη μάσκα και κόκκινο μανδύα και έναν αντρα με άσπρο μανδύα και κόκκινη μάσκα.
Τους προσπέρασα και πήγα λίγο πιο πέρα.
Αυτό δεν ήταν καλό.
Όλοι οι υπόλοιποι μπορούσαμε να ελέγξουμε το ευατό μας σε ότι θα βλέπαμε αλλά η Σοφία ήταν βόμβα που ανά λεπτό μπορούσε να εκραγεί.
Παρόλο που η Έρη της είχε δώσει οδηγίες και όλες της λεπτομέρειες και ρητά της είχε απαγορεύσει να επέμβει πριν την ώρα μας.
<<Είμαι εντάξει,>>έσυρε τις λέξεις σαν να βαριοταν αυτά που άκουγε.<<Απλά κρατάω σημειώσεις στο μυαλό μου ,ποιον θα σκοτώσω πρώτο.Και η λίστα έχει φτάσει ήδη στου είκοσι>>.
<<Είναι επικίνδυνα Σοφία δεν ξέρουμε ποιοι είναι κάτω από τις μάσκες.Μπορει ήδη να ξέρουν ότι είμαστε μέσα και να μας παρατηρούν>>.
Πριν όμως προλάβει να μιλήσει τα φώτα έσβησαν και ένας μεγάλο προβολέας άναψε στο μπαλκόνι ανάμεσα από τις σκάλες.
<<Το σόου ξεκίνησε έτσι;>>Μου είπε και σχεδόν σαν να άκουσα μια ευχαριστήση στην φωνή της.
Τέσσερις τύποι στάθηκαν μπροστά.
Ο ένας στα αριστερά φορούσε ένα μαύρο χειτώνα και χρυσή μάσκα.
Ο από τα δεξιά κόκκινο με χρυσή μάσκα και ο ακριβός διπλα έναν μπλε με το ίδιο χρώμα.
Ο μεσαίος έκανε ένα βήμα μπροστά.
Μωβ σκούρο το ύφασμα του τον καλύπτει ολόκληρο και η μάσκα του μεν ίδια άλλα πιο περίτεχνη.
Αμέσως κατάλαβα ποιος ήταν.
Διέφερε από όλους τους άλλους .
Ήταν ο πατέρας μου.
Ο Οδυσσέας Αρμένης.
<<Αυτός είναι έτσι;>>
Άκουσα τον Ρεν στο αυτί μου.
<<Κρατήστε ψυχραιμία δεν είναι ώρα ακόμα,>>είπε η Έρη .<<Πρέπει να τους απομονώσουμε <<Εχετε ιδέα ποιοι μπορεί να είναι οι άλλοι;>>
<<Όχι,>>ακούστηκαν ταυτόχρονα.
Απο πίσω στου προέβαλαν και άλλα άτομα με μανδύες
Αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω ποιος από όλους ήταν ποιος.
Αν ήταν ο Γιάννης δεν μπορούσα να κατάλαβω.Ουτε έβλεπα δίπλα του τον γιο μου.
<<Αν είναι μαζί του,>>είπε η Δάφνη .<<Σίγουρα θα τα έχει σε κάποιο δωμάτιο.Θεε μου θέλω πάρα πολύ να τους ρίξω από εδώ χωρίς καν να προλάβουμε να βρούμε ποιος είναι ποιος>>.
<<Συγκεντρώσου Δάφνη,>>της είπε η Έρη .
Και εκείνη ξεφυσηξε στο ακουστικό.
<<Ξέρω ξέρω.Μην κάνεις καμία βλακεία θα πεις>>.
<<Καλησπέρα σε όλους ,>>ακούστηκε η φωνή του άντρα με τον μωβ μανδύα.
<<Αυτός είναι,θα αναγνώριζα την φωνή του από χιλιόμετρα,>>επισήμανε η Έρη.
Οι ομιλίες σταμάτησαν και όλοι γύρισαν προς το μέρος του.
<<Είμαι ενθουσιασμένος που βρίσκεται όλοι εδώ σήμερα στην καθιερωμένη δεξίωση της κοινότητας.Με μεγάλη μας χαρά σας καλό δεχόμαστε στη σημερινή βραδία.Ελπίζω να διασκεδάσετε με όλα τα δρώμενα μας σήμερα όπως και με την παράδοση μας που σε λίγη ώρα θα ξεκινήσει.Ελπίζω όλοι να φέρατε το αγαπημένο σας αντικείμενο,>>ο κόσμος γύρω ζητώ κραύγαζσε για λίγο .
Εμένα μου γύρισε το στομάχι
<<Εντάξει , εντάξει,>>γέλασε και έκανε κίνηση με τα χέρια του να ησυχάσουν όλοι.<<Σήμερα θα είναι μια εξαιρετική βραδιά από ότι βλέπω Αναγνωρίζω ανάμεσα σας πολλά πρόσωπα που έχουν έρθει για πρώτη φορά αλλά και ανθρώπους που είναι υποστηρικτές μας εδώ και χρόνια,>>γέλασε ξανά.<<Λοιπόν να μην σας καθυστερω άλλο από την διασκέδαση .ΕΥΛΟΓΙΜΕΝΗ ΝΑ ΕΙΝΑΙ Η ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ.ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟ ΤΟ ΤΡΙΓΩΝΟ,>>φώναξε δυνατά και όλοι τον μιμήθηκαν σηκώνοντας τα ποτήρια τους ψηλά.
<<Θα κάνω εμετό,>>ακούστηκε η Άλις από το ακουστικό.
Οι σιλουέτες εξαφανίστηκαν από το μπαλκόνι.Προσοαθησα να κρατήσω οπτική επαφή αλλά τους έχασα ανάμεσα από το πλήθος.
<<Θα πάω να τσεκαρω τον χώρο απάνω,>>τους είπα.
<<Θα έρθω μαζί σου,>>είπε η Όλιβ.
<<Όχι, θα πάω μόνη μου.Θελω όλοι να είστε έτοιμη .Θα δώσω σήμα αν χρειαστώ βοήθεια.Εσει να έχετε τον νου σας .Σε λίγο θα ξεκινήσει και το κυνήγι.Προσπαθηστε να κάνετε ότι μπορείτε>>.
<<Έχεις δει τι ασφάλεια έχουν;Δεν θα μπορούμε να πλησιασασουμε κανέναν.Πρεπει να δράσουμε γρήγορα αλλιώς θα πιαστούμε σαν τα ποντίκια στην φάκα,>>έλεγε η Άλις.
<<Μπορεί να είσαι λίγο αισιοδοξη.Το έχουμε κάνει πόσες φορές.Ευα ,το έχουμε,>>είπε ο Ρεν.<<Το ακούσατε όλοι.Τα μάτια σας ανοιχτά και ετοιμαστείτε>>.
<<Ω,τέλεια πάλι είσαι ο τύπος της ηρεμίας και εγώ η σπαστικιά αγχωτική τύπισσα,>>γκρινιαξε η Άλις.
Αλλά ήταν η αλήθεια.Ο Ρεν πάντα είχε την ικανότητα να ηρεμεί τις καταστάσεις ενώ η Άλις πάντοτε ήταν η πιο ανγχωμένη σε όλα.
<<Να προσέχετε.Παω,>>άρχησα να ανεβαίνω τα σκαλοπάτια σιγά σιγά .
Ανάμεσα από τον κόσμο που δεν μου έδινε σημασία
Σαν να ήμουν αόρατη.
Σαν μην υπήρχα.
Όπως και αυτοί πίστευαν το ίδιο για τον ευατό τους ,ανάμεσα στους κοινούς θνητούς .
<<Όταν ήμουν πιο μικρή,>>ακούστηκε η φωνή της Σοφίας.<<Νόμιζα πω ο Θεός με τιμωρούσε για κάτι,>>διάφορες φωνές ακούγονταν από πίσω.
<<Που είσαι;>>
Την ρώτησα καθώς η παλμοί ανέβαιναν.
Ήξερα πως για να ξεκινάει έτσι κάτι έβλεπε,κάπου ήταν που η ψυχολογία της δεν το αντέχε.
Ήθελα να τρέξω κοντα της .
Ένα ένα τα σκαλοπάτια έφευγαν από κάτω μου.
<<Δεν χρειάζεται να έρθεις,>>είπε σταθερά η φωνή της.
<<Τι έλεγα .Όταν ήμουν μικρή νόμιζα πως ο Θεός με τιμωρούσε για κάτι.
Ίσως ήμουν κακό παιδί γι'αυτό με είχε αφήσει η μαμά μου εδώ.Κατιν θα είχα κάνει έτσι;Ίσως ο Θεός πίστευε πως ήμουν κακός άνθρωπος και με είχε στείλει εκεί.Ετσι κάθε βράδυ προσευχόμουν,>>η φωνή της άρχιζε να γίνεται πιο σκληρή.
<<Σοφία όπου και αν είσαι φύγε,>>της είπε η Όλιβ.
<<Γαμώ κάτι βλέπει έτσι δεν είναι;>>
Είπε η Ρεν.
<<Αφήστε το πάνω μου θα την βρω,>>φώναξε ο Ρεν .
<<Περπατα Εύα .Απλά πρέπει να τους βρεις,>>μου είπε η Σοφία σαν να είχε καταλάβει πως εγώ είχα σταματήσει στις σκάλες, έντρομη με σταματημένη την ανάσα.Οπως και η δική της.
<<Προσευχόμουν και προσευχόμουν.Αλλα εκείνος ποτέ δεν απαντούσε.Δεν έκανε ποτέ τίποτα.
Έπειτα μια νύχτα εμφανίστηκαν τα τέρατα.Ρουφηξαν την ψυχή μου.Και εκεί κατάλαβα πως δεν υπάρχει Θεός>>.
<<Έχεις το ρόπαλο τα μαχαίρια σου μαζί,>>άρχισα να της λέω καθώς χώρος να το καταλάβω έφτασα στον διάδρομο πάνω.
<<Πως θα μπορούσε να το αφήσει ο Θεός να γίνει αυτό;>>
Βήματα ακούστηκαν δίπλα της.
<<Σκατά,>>αναφώνησε ο Ρεν.
<<Ρεν τι συμβαίνει;Που είστε;>>
Ρώτησε η Άλις.
<<Δεν ξέρω πως να σας το περιγράψω,>>ξεφύσηξε.
<<Ρεν,δεν αναπνέει,>>άκουσα την φωνή της Σοφίας .Σαν να λύγισε.<<Είναι κρύα γιατί δεν αναπνέει..Αν την κρατήσω και άλλο αγκαλιά θα ζεσταθεί έτσι δεν είναι;>>
<<Γαμώτο,>>είπε η Όλιβ
<<Ρεν;>>Είπα με σπασμένη φωνή.
<<Είναι ένα από τα δωμάτια .Ο τύπος είναι νεκρός>>.
<<Πόσα;>>
Ρώτησε η Άλις με τρεμάμενη φωνή.
<<Δύο.Ενα αγόρι και ενα κορίτισι>>.
<<Είναι....>>ψελλισα.
<<Δεν είναι ζωντανά>>.
Το αίμα μου πάγωσε.Οσο και να τα είχα ζήσει αυτά ξανα και ξανά κάθε φορα η αντίδραση μου ήταν ίδια.Δεν το χωνευτά.Δεν το χωνευά που κάθε φορά ενώ είμασταν τόσο κοντά καταφέρναμε να είμαστε πάντα αργά.
<<Ξεφορτώσου το σώμα του όσο πιο γρήγορα .Και των παιδιών.Θα τα πάρουμε μετά Μη σας δει κανείς .Κάντε γρήγορα και πάρε την Σοφία από εκεί>>.
<<Είμαι καλά,>>είπε με σταθερή φωνή.Μια αλλαγή που συχνότερα γινόταν Σαν να άλλαζε ο διακόπτης.
<<Απλά πρέπει να τους σκοτώσω,>>καινή φωνή της άλλαζε στο δευτερόλεπτο σαν να μην μπορούσε να την κρατήσει.
<<Το χω Εύα φύγε,>>μου είπε ο Ρεν.
Δεν ξέρω μέχρι πόσο μπορούσα να συγκρατήσω τον ευατό μου.
Η μοίρα αυτών των παιδιών δεν λέγε να σταματήσει.
Εκεί θα κατέληγε και ο Ελάιζα μου;
Δεν θα το άφηνα με τίποτα να συμβεί.
Ήδη τον είχε καταστρέψει
Τον είχε κάνει δολοφόνο.
Πως θα μπορούσε να το ξεπεράσει όλα αυτό ;
Και το χειρότερο .
Με μισούσε.
Από την πώληση εγκεφάλου που του είχε κάνει ο Γιάννης πιστεύω πως εγώ είχα σκοτώσει την Έμιλι.
Καθώς προχωρούσα ανάμεσα από τον κόσμο έβλεπα από κάτω τους υπόλοιπους.
Χόρευαν επιναν διασκέδαζαν.
Δεν έδιναν σημασία σε τίποτα.
Ούτε στα φαντάσματα γύρω τους .
Εμάς και αυτά που είχαν δημιουργήσει οι ίδιοι.
Τα ακουνητα και αμίλητα αγαλματάκια υπέμειναν τα πάντα
Γονάτιζαν.Σηκωνονταν.
Τα χλεύαζαν .Τα χτυπούσαν.
Έκλαιγαν σιωπηρά.
Αλλά εγώ άκουγα κάθε σιωπηλή κραυγή στα αυτιά μου.
Μου έδιναν ενέργεια.
Με έκαναν να βράζω.
Να έχω δύναμη εκεί που πίστευα πως θα την χάσω.
Ξαφνικά η κοπέλα που μου είχε προσφέρει την σαμπάνια στάθηκε μπροστά μου.
Την αναγνώρισα αμέσως κυρίως από τα κάστανα της μάτια.
Ήταν σίγουρο πως αργά η γρήγορα θα με έπαιρναν χαμπάρι.Εμενα ήθελαν έτσι μια αλλιως αυτό ήταν ξεκάθαρο.
Αν έβγαινα εγώ από την μέση δεν θα έτρεμαν μια επανάσταση .
Το έβλεπα στα μάτια της αυτό που θα μου έλεγε.
<<Σε περιμένει.Ακολουθα με,>>είπε χαμηλόφωνα και γύρισε την πλάτη της.
Το κορμί της ήταν μια οπτασία.
Και ήθελα πολύ να δω το πρόσωπο της .
Το κορμί της λικνιζονταν πάνω στα τακούνια της
Και αναρωτήθηκα πως να ήταν στην κανονική της ζωή .Είχε σχέση;Γελούσε;Τι φαγητό της άρεζε;Δεν θα έπρεπε να είναι εδώ.
Άσκοπες ερωτήσεις για να συγκεντρωθώ .
Την ακολούθησα αργά καθώς περνούσαμε ανάμεσα από τον κόσμο.
Προσπερνούσαμε διάφορα δωμάτια
Έπειτα στρίψαμε δεξιά σε έναν διάδρομο.
Αυτό το κάστρο ήταν πολύ πιο μεγαλύτερο από ότι φαινόταν.
Έπειτα σταμάτησε μπροστά από μια πόρτα από βαρύ ξύλο.
Ένα κεφαλή δαίμονα στη μέση με την γλώσσα με κοιτούσε .
Δεν σε φοβάμαι.
Οι άνθρωποι είναι χειρότεροι από εσένα.
Η κοπέλα σταμάτησε μπροστά μου.
Τα χέρια της σηκώθηκαν στο πρόσωπο μου.Τα καλοσχηματισμένα κόκκινα μακριά νύχια της χάιδεψαν την μάσκα μου και πήγε ελαφρια να την σηκώσει.
Έκανα ταραγμένη ένα βήμα πίσω
Εκείνη μισό γέλασε και ο ήχος της φωνής της με ανατριχιασε.
Δεν ξέρω γιατί την άφησα τελικά να μου την βγάλει.
Ήμουν σαν να είχα μουδιάσει.
Φωνές ακούστηκαν από τριγύρω δυνατές.
<<Ξεκινάει,>>είπε χαμηλόφωνα και κοίταξε προς τον διάδρομο.
<<Πάνε για κυνήγι>>.
<<Γιατί μου εβγαλες την μάσκα,>>την ρώτησα.Αμεσως μου φάνηκε η πιο ηλίθια ερώτηση στον κόσμο .
Αλλά ήμουν περίεργη.
<<Θέλω απλά να ξέρει ποια βλέπει όταν όλα τελειώσουν για εκείνον>>.
<<Ορίστε;Τι εννοεις;Ποια είσαι;>>
<<Εύα τι συμβαίνει ;>Ακούστηκε η φωνή της Έρης αλλά δεν έδωσα σημασία.
<<Τίποτα .Τιποτα δεν είμαι Δεν είμαι καμία.Δεν υπάρχω.Το αντίθετο με εσένα,>>μου είπε και έσφιξε την μάσκα.
Έπειτα γύρισε και χτύπησε την πόρτα τρεις φορές.
<<Σε περιμένει.Δειξε του ότι υπάρχει ακόμα ελπίδα όσο και να προσπαθεί να την σβήσει,>>συνέχισε.
Έπειτα η πόρτα άνοιξε και εκεινη απομακρύνθηκε με τα τακούνια της να ηχούν στο δάπεδο.
Κοντό στάθηκα για ένα λεπτό πριν ανοίξω την πόρτα παραπάνω
Γύρισα να την κοιτάξω για τελευταία φορά.Ιδως ήλπιζα να ανακαλύψω ποια είναι.
Αλλά είχε εξαφανιστεί.
<<Εύα με ποιον μιλούσες,>>με ρώτησε η Όλιβ.
<<Με ένα τίποτα>>.
<<Εε;>>
<<Νομίζω πως δεν είμαστε μόνοι σε αυτή τη μάχη σήμερα.Νομιζω πως η Λευκή αδελφότητα είναι και αυτή στο παιχνίδι>>.
Σιωπή ακολούθησε στο ακουστικό καθώς η πόρτα άνοιξε διάπλατα.
Καπνός πούρου και ουίσκι με χτύπησε .
Έκανα ένα βήμα.Βρισκομουν σε μένα γραφείο,βιβλιοθήκη κάτι ενδιάμεσο.
Ένα τζάκι ήταν αναμένο στην γωνία
Και εκεί στη μέση σε μια δερμάτινη καρέκλα η φιγούρα ρουφούσε τον αέρα και το πούρο άναβε και έσβηνε.
Έσφηξα της γροθιές μου και πήρα μια ανάσα.
<<Χριστίνα σε περίμενα παιδί μου>>.
Και εγώ πατέρα.
Και εγώ.
Τρεις μέρες δεν έχω σηκωθεί από το κρεβάτι.Αν σηκωθώ θα χάσω την μυρωδιά της.
Η γειτόνισσα από κάτω στέκεται στην πόρτα μου και λέει κάτι στα γαλλικα.
Εγώ θέλω να σκάσει γιατί δεν καταλαβαίνω τι λέει.
Όχι επειδή δεν ξέρω γαλλικά
Αλλά η φωνή της είναι υπόκοφη.
Κλαίει κάθε φορά που έρχεται εδώ την ακούω.
Δεν καταλαβαίνε τι έχει συμβεί.
Πόσο μάλλον όταν την ανάγκασα να με βοηθήσει να την θαψω
Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς.
Έπρεπε να την μπλέξω.
Είχε ανοίξει με τα κλειδιά της γιατί χτυπούσε πόση ώρα και εγώ δεν άνοιγα.
Μας είχε φέρει μελόπιτα.
Μa leloute...
Εγώ έβριζα τον ευατό μου από την μία που της τα είχα αφήσει να τα κρατήσει και από την άλλη ήμουν ανακουφισμένη που ήταν εκεί .
Γιατί δεν ξέρω πόση ώρα θα περνούσε και εγώ θα στεκομαι ακόμα εκεί στο πάτωμα χωρίς να κουνιέται.
Απλά να κοιτώ το άψυχο της σώμα.
Έκλαψα στην αγκαλιά της πολύ.
Ρωτούσε ξανά και ξανά τι έγινε.
Που είναι το παιδί;.Αλλά δεν ήμουν σε θέση τα της απαντήσω.
<<Nous devons appeler la police. Ma fille>>.(Πρέπει να πάρουμε την αστυνομία κορίτσι μου,>>μου έλεγε χαϊδεύοντας μου τα μαλλιά.
Έσφηξα τα δάχτυλα μου στην μπλούζα της.
Κούνησα αρνητικά το κεφάλι και την κοίταξα στα μάτια.
Δεν ρώτησε κάτι άλλο.
Δεν ξέρω γιατί με βοήθησε .
Σίγουρα δεν πίστευε πως το είχα κάνει εγώ.
Μας ήξερε,μάς είχε ζήσει.
Γνώριζε την αγάπη μας .
Και μας φερόταν σαν μαμά μας.
Ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω αυτό που εκανε.
Χωρίς κουβέντα έκανε ένα τηλέφωνο
Λίγα λεπτά αργότερα ήρθε ένας γεροδεμένος μεσήλικας.
Τους άκουγα που λογομαχουσαν στον διάδρομο.
Εγώ σκυμμένη πάνω στο κορίτσι μου να της χαϊδεύω ακόμα τα μαλλιά.
Όλα εκείνη την στιγμή ήταν σαν ταινία που την έβλεπα από τον καναπέ.
Μου εξήγησε πως ήταν φίλος της που δούλευε στο κοντινότερο νεκροταφείο.
Μου είπε να την καθαρίσω και να την ντύσω ώστε να μπορούσαμε να την μεταφέρουμε.
Θα την βάζαμε μέσα σε ένα ξεχασμένο τάφο τάφο ενός μακρινού της συγγενή που κανείς δεν επισκέπτονταν πια.
Μου είχαν στερήσει ακόμα και να την θάψω με σωστό τρόπο.
Σε έναν τάφο μη δικό της χωρίς όνομα χωρίς τίποτα.
Γιατί ακομα και στο θάνατο της ήμουν σίγουρη πως δε θα την άφηναν σε ησυχία.
Έτσι έγινε .
Της είπαμε αντίο χωρίς καμία ευλογία,χωρίς λουλούδια χωρίς τίποτα.
Τον όρκισε να μη τίποτα .
Τον απείλησε δηλαδή πως αν έλεγε κάτι θα έλεγε στην γυναίκα του πως μέχρι τα ξημερώματα ήταν στα μπουρδέλα και όχι στο νεκροταφείο .
Και αυτή η απειλή τον έκανε να ασπρίσει
Μάλλον γι'αυτον ήταν χειρότερο να φάει παντόφλα από τα να αποκάλυψει κάτι τόσο φρικτό.
Τα σεντόνια της μύριζαν ακόμα και δεν ήθελα να τα αλλάξω.
Τρεις μέρες δεν είχα γυρίσει να κοιτάξω την κούνια του μικρού
Έκανε τον πόνο πιο ζωντανό από όσο ήταν.
Την άκουσα να λέει από την πόρτα πως έπρεπε να σηκωθώ να κάνω μπάνιο και να φάω
Είχε ετοιμάσει λαζάνια.
Ένα από τα αγαπημένα μου.
Δεν ξέρω πως στεκόταν ακόμα στα πόδια της μετά από όλα της είπα.
Την αλήθεια δηλαδή.
Βέβαια εγκατέστησε έναν πανάκριβο συναγερμό και πήρε περίστροφο από έναν λοποδήτη στην αγορά.
Αλλά κατά τα άλλα ήταν γενικά ψύχραιμη.
Με φρόντιζε.
Όταν είδε πως δεν ανταποκρινομουν ακουσα τα βήματα της να με πλησιάζουν.
Πονούσα πολύ
Όλο μου το σώμα.
Όλα πονούσαν
Ακόμα και τα δάκρυα που δεν έλεγαν να στερέψουν.
Ένιωσα το χέρι της πάνω στα μαλλιά μου ενώ ήμουν γυρισμένη πλάτη και εκεί είναι που με ξάφνιασε.
<<Δεν θα το ήθελε,>>είπε με σπαστά ελληνικά.<<Σε αγαπούσε.Θα ήθελε να είσαι δυνατή για τον μικρό.Και πρέπει να είσαι δυνατή.Πιστευω σε εσένα.Το έχεις μέσα σου Μπορείς να το κάνεις>>.
Γυρισα και την κοίταξα .
Μου σκουπησε τα δάκρυα.
<<Πως;Δεν έχω δύναμη το κανω.>>Την ρώτησα.
<<Καλό μου παιδί .Την δύναμη δεν την αναζητάμε εμείς Εκείνη μας βρίσκει Και ξέρει να διαλέγει το μέρος που θα πάει.Μεχρι τότε βήμα βήμα,>>μου χαμογέλασε.
Εγώ είχα μένει να την κοιτώ σαστισμένη.
<<Και τώρα,>>με άρπαξε από την μασχάλη για να με στήριξε.<<Άσε αυτή τη γριά να σε βοηθήσει.Θα κάνεις ένα μπάνιο γιατί βρώμας σαν ρακουν.Και μια κοπέλα σαν τα κρύα τα νερά δεν πρέπει να είναι έτσι. Και επειτα θα φάμε μαζί λαζάνια.Τα υπόλοιπα άσε θα τα κάνω εγώ>>.
Με σήκωσε και άρχησε να περπατάμε προς τα έξω.
Ημουν ευγνώμων για εκείνη
Αν και στην αρχή την είχα παρεξηγήσει ,τώρα ήταν το σωσίβιο μου.
<<Πως στο καλο ξέρεις ελληνικά;>>
Την ρώτησα γιατί δεν ήξερε ούτε μισή λέξη.
<<Έκανα μαθήματα τόσο καιρό για να μπορώ να συννενοούμε με εσάς τις τρελές και με τον μικρό όταν έβριζε κυρίως.Γιατι δεν μου λέγατε τι λέει.Σας το κρατούσα έκπληξη,>>είπε και η φωνή της έσπασε.
<<Βρήκες χόμπι γρεντζο;>>
Δεν ξέρω που βρήκα δύναμη για να την πειράξω,έτσι υποβασταζόμενη.
<<BÊTE COMME SES PIEDS,(Είσαι τόσο ηλίθια όσο τα πόδια σου,)>>φώναξε την γαλλική βρισιά.
Γέλασα και με κοίταξε.
Έπειτα χαμόγελασα εκεί εκείνη.
Μπάνιο και ζεστό φαγητό.
Βήμα βήμα.
Ελάιζα βήμα βήμα και εσύ.
Η μαμά θα έρθει να σε πάρει σύντομα.
Έμιλι ,εσύ θα με περιμένεις λίγο παραπάνω.
Λίγο όμως.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top