Κεφάλαιο 39ο

Τώρα.
Ορφέας,22 ετών.

<<ΕΙΣΑΙ ΜΕ ΤΑ ΚΑΛΑ ΣΟΥ ;ΘΑ ΣΕ ΠΑΤΟΥΣΑ,>>ούρλιαζε ο Γαβριήλ , χτυπώντας δυνατά το τιμόνι με τις παλάμες του,καθώς οδηγούσε το μαύρο βανάκι .

<<Ω,σκάσε πια αν δεν ήμουν εγώ ακόμα στο ξενοδοχείο θα είσασταν,>>του φώναζε η Ξένια καθώς άνοιγε την πίσω πόρτα για να μπει μέσα.<<Μη με κοιτάς σαν ηλίθιος οδήγα,>>συνέχισε καθώς ο Μάρκος την βοηθούσε να ανέβει μέσα.

Θα έπρεπε κανονικά να είμασταν μόνο εγώ ,ο Γαβριήλ και ο Αχιλλέας μέσα στο φορτηγάκι,αλλά ξαφνικά βρεθήκαμε να κουβαλάμε τον Φίλιππο ,τον Μάρκο και την Ξένια.

Όλα ξεκίνησαν λίγη ώρα πριν,στο δωμάτιο του ξενοδοχειου..

<<Και το μήνυμα που έστειλες στα κινητά τους ,είσαι σίγουρος πως δεν θα καταλάβουν ότι δεν προέρχεται από την οργάνωση;>>Ρωτούσε ο Αχιλλέας τον Φίλιππο που πληκτρολογούσε στον υπολογιστή.

<<Δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να το καταλάβουν.Με τίποτα>>.Ο Φίλιππος είχε χακάρει το σύστημα τους,χωρίς να τον καταλάβουν.
Ο Ντέμιαν του το είχε δείξει για να ξέρει πως να το παρακάμψει, σε περίπτωση που υπήρχε η ανάγκη του.
Τώρα το χρησιμοποιούσε εναντίον τους.

Οι άντρες της ασφάλειας είχαν πάρει οδηγία να αλλάξουν τα πόστα τους,μια συγκεκριμένη ώρα.Αυτή θα ήταν η ευκαιρία μας για να μπορέσουμε να φύγουμε,χωρίς να το πάρουνε χαμπάρι .

Έπειτα ο Μπιλ είχε καταφέρει να ναυλώσει ένα τζετ που θα μας περίμενε στο αεροδρόμιο για να μας πάει στη Σκωτία.
Το πώς θα έφευγε από την οργάνωση ήταν άλλο θέμα . Γιατί από το πρωί ήταν εκεί για να αποχαιρετήσει την Έρη ,μαζί με τον Άρη και τον Πετρο.Δεν το είχε διευκρινίσει,αλλά έλεγε πως δε θα έπρεπε να ανησυχούμε.

Όλοι είχαν φύγει από νωρίς για την Σκωτία.
Όπως και η Εύα με την Σοφία .
Είχαν έρθει το πρωί να τους πάρουν.

Ο ήχος της ακόμα ήταν στο μυαλό μου.
Η αίσθηση από τα χείλη της στα δικά μου
Η μυρωδιά της.

Δεν είχαμε πει πολλά
Πέρα από ένα να προσέχεις και μη κάνεις καμία βλακεία.

Από τότε δεν είχα κανένα μήνυμα της .
Ούτε κάποιο τηλέφωνο,πέρα από το μοναδικό σημείο ζωής το μεσημέρι που έλεγε πως είχαν φτάσει.

Ήμουν στην τσίτα .
Τα νεύρα μου δεν ήταν στα καλύτερα τους και εκείνη δεν μου το έκανε και εύκολο.
Η ανησυχία μου δεν έλεγε να κοπάσει.
Δεν ήξερα τι θα αντικρίζαμε αν φτάναμε εκεί .

Ο Φίλιππος επίσης μας είχε πει πως θα έπρεπε να φτάσουμε στον χώρο του πάρκινγκ και να κλέψουμε το βανάκι από τους άντρες της ασφάλειας.
Εκεί μέσα θα υπήρχαν όπλα που θα μας χρησίμευαν.

Βέβαια το θέμα ήταν πως θα το βάζαμε μπρος.
Αλλά και γι'αυτό είχαν φροντίσει.
Η Ξένια πέρα από το να αποσπάσει την προσοχή του άντρα που φυλούσε την πόρτα μας θα έπρεπε να του πάρει και το κλειδι για το βανάκι.

<<Τέλεια.Θα βαλω τον καλύτερο μου λάγνο βλέμμα,>>είπε και τίναξε τα κόκκινα μαλλιά της στον αέρα.

Τα δόντια του Γαβριήλ έκαναν έναν κρότο .<<Ηλίθιος,>>μουρμούρισε από την καρέκλα που καθόταν.

<<Είπες κάτι;>>
Τον κοίταξε εκείνη και εκείνος γύρισε το κεφάλι από την άλλη.
Όσες μέρες ήμασταν εδώ στο ξενοδοχείο ,το δωμάτιο του Αχιλλέα είχε γίνει ένα ακόμα κοινόβιο.

Με τα βίας κρατούσαμε τις ισορροπίες και εδώ.

<<Έλα,αν είναι να μαλώσετε αφήστε το για μετά.Σε λίγο πρέπει να φύγετε ,>>είπε ο Μάρκος.

<<Να προσέχετε δεν έχω καλό προαίσθημα για όλο αυτό,>>είπε η Ηρώ καθισμένη στο κρεβάτι.

Την πλησίασα και της ακούμπησα το κεφάλι.Ανκατάψα τα μαλλιά της απαλά.

<<Μην ανησυχείς μικρή.Αφού μας ξέρεις όλα τα έχουμε υπό έλεγχο,>>της χαμογέλασα.

Η Ξένια γέλασε.

<<Επειδή σας ξέρω γι'αυτό ανησυχώ,>>ο Αχιλλέας ήρθε δίπλα της και την φίλησε στο στόμα.

<<Κλειδώστε την πόρτα και μην ανοίξετε σε κανέναν.Και όπως είπαμε αν γίνει κάτι κάτω από το μαξιλάρι είναι το όπλο,>>της είπε.

<<Ωραία ,αφού το ξεκαθαρίσαμε,πάω να κάνω τα γλυκά μάτια στον τύπο απέξω,>>είπε η Ξένια.<<Να είστε έτοιμοι μόλις φύγουμε από τον διάδρομο προς τα κάτω να βγείτε από την πόρτα χωρίς να κάνετε φασαρία ή τίποτα ηλίθιο.Σε εσένα το λέω,>>έδειξε τον Γαβριήλ και εκείνος στροβιλισε τα μάτια.

Ξεκάθαρα του καθόταν ο τύπος στο λαιμό και ήθελε να του χώσει μπουνιά.
Πόσο μάλλον ακόμα πιο πολύ, όταν λίγα λεπτά αργότερα η Ξένια χτύπησε την πόρτα μας ,σημάδι πως έφευγαν και τους είδαμε αγκαζε να χασκογελάνε στον διάδρομο.

<<Πάμε,>>είπε ο Αχιλλέας και φύγαμε προς την αντίθετη κατεύθυνση.

Ο Γαβριήλ περπατούσε έτοιμος να σκάσει.

<<Έλα ρε φίλε τώρα, αν είναι να είσαι έτσι την κάτσαμε,>>του είπα χαμηλόφωνα καθώς στρίβαμε στη γωνία του διαδρόμου,για να πάμε στις σκάλες κινδύνου.

Ήμασταν ακριβώς πάνω στην αλλαγή της βάρδιας των φρουρών και είχαμε λίγα δευτερόλεπτα μέχρι να ξανά έρθουν όλοι στα πόστα τους.

<<Την είδες;Την είδες;Όλο γελακια και χαρες,>>ξεφύσηξε.

<<Προσπαθεί να μας βοηθήσει ηλίθιε,>>του συριξε ο Αχιλλέας.

<<Από εσένα θα περίμενα να ήσουν πιο υποστηρικτικός ,>>πήγε να συνέχισει ο Γαβριήλ ,αλλά το χέρι του Αχιλλέα τον σταμάτησε πριν βγει από την γωνία του διαδρόμου .

Βήματα ακούστηκαν.
Φυσικά με την τύχη που είχαμε ένας από τους φρουρούς είχε έρθει πιο νωρίς.

Ο Αχιλλέας έκανε σημα με το δάχτυλο του να μη μηλίσουμε και εμείς κολλήσαμε στον τοίχο.

Τα βήματα πλησίασαν σιγά σιγά .
Πριν προλάβει όμως ο τύπος να έρθει στο οπτικό μας πεδίο ο Αχιλλέας ήδη τον είχε αρπάξει από τον λαιμό από πίσω και τον έπνιγε.

Ο νεαρός, όχι πάνω από εικοσιπέντε, είχε γουρλώσει τα μάτια και με τα βίας προσπαθούσε να ξεφύγει από τα χέρια του.

Τα μάτια του άρχισαν να κλείνουν σιγά σιγά ,μέχρι που τα χέρια του έπεσαν στο πλάι του συνδυασμένου πλέον σώματος του.

<<Έλεος Αχιλλέα .Δεν είπαμε να τον σκοτώσεις,>>Πήγα κοντά του γρήγορα.
Έβαλα τα δάχτυλα του στον σφυγμό του στον λαιμό.Ευτυχώς χτυπούσε.

<<Τον έριξα αναίσθητο, βλάκα.Τι ήθελες, να μας πάρει χαμπάρι;>>
Άφησε τον τύπο να πέσει κάτω και τίναξε το χέρι του.

<<Πάμε,>>φώναξε ο Γαβριήλ καθώς είχε προχωρήσει μπροστά και ανοίξει την πόρτα από την έξοδο κινδύνου.<<Σαν χελώνες μια ώρα >>.

<<Συγγνωμη πρίγκιπα που σε καθυστερήσαμε .Τώρα ξαφνικά πήρες μπρος,>>του είπα καθώς περνούσα από μπροστά του.

<<Τον τύπο εκεί θα τον αφήσεις;>>
Ρώτησε τον Αχιλλέα κάνοντας νόημα στο αναίσθητο σώμα του φρουρού.

<<Ναι,δεν έχουμε χρόνο για να τον μαζέψω.Τελειωνε,>>του είπε εκείνος και άρχησε να κατεβαίνει τις σκάλες μαζί μου.Ο Γαβριηλ μας ακολούθησε κλείνοντας την πόρτα .

Βγαίνοντας από την πίσω πόρτα του ξενοδοχείου τρέξαμε στο πάρκινγκ.

Έβγαλα τα κλειδιά από την τσέπη μου .
Ευτυχώς τα είδα πεσμένα κάτω στο πάτωμα ,όταν βγήκα απ' το δωμάτιο,γιατί αν περίμενα από τα άλλα δύο βόδια θα την είχαμε βάψει.

Πως τα κατέφερε η Ξένια να τα αποσπάσει τόσο γρήγορα ,το είχα απορία.

<<Αυτό είναι,>>φώναξε ο Αχιλλέας δείχνοντας στο βάθος ένα μαύρο φορτηγάκι με φιμέ τζάμια ,στο πάρκινγκ.

Τρέξαμε γρήγορα προς τα εκεί.
Πέταξα τα κλειδιά στον Γαβριήλ.
Οι δύο τους μπήκαν μπροστά και εγω άνοιξα την συρόμενη πόρτα για να μπω στο πίσω μέρος.

<<Ώπα,>>αναφώνησα βλέποντας στοιβαγμένους δύο ανοιχτούς σάκους με όπλα μέσα,δίπλα από τις θέσεις.
Ο Αχιλλέας γύρισε προς τα πίσω μαζι με τον Γαβριήλ.

<<Ωραία. Δες τι έχουν μέσα και βάλτα μαζί με τον σάκο με τις φορεσιές μας για την δεξίωση που πήρε η Ξένια>>.
Ακόμα και γι'αυτό είχε φροντίσει με τον Μάρκο,όταν είχαν πάει για ψώνια.

<<Ναι εντάξει.Δωστον μου,>>του άπλωσα το χέρι.Με κοίταξε με απορία.

<<Ποιον ;>>

<<Τον σάκο,>>άπλωσα τα χέρια μου δείχνοντας δεξιά και αριστερά .<<Βλέπεις κανέναν σάκο εδώ γυρω;>>Τον ρώτησα εκνευρισμένος ,γιατί ήξερα ότι παίχτηκε μαλακία.

<<Καλά εσύ δεν θα τον έπαιρνες,>>Φώναξε ο Αχιλλέας.

<<Όχι, είπες πως θα τον πάρεις εσύ ,γιατί δεν εμπιστεύεσαι κανέναν άλλον>>.

<<Μου κάνεις πλάκα τώρα.Εγω νόμιζα πως τον πήρες εσύ ,γιατί δεν ήταν στην ντουλάπα,>>ξεφύσηξε τρίβοντας το πρόσωπο τους<<ΓΑΜΩ>>.
Φώναξε.

<<Καλά κάτι θα σκεφτούμε πρέπει να...>>πήγε να πει ο Γαβριήλ αλλά μια τσηρίδα τον διέκοψε,που μας έκανε να κοιτάξουμε προς την μεριά του ξενοδοχείου.

<<Βλέπετε αυτό που βλέπω ;>>
Ρώτησα

<<Αχα,>>είπαν συγχρονισμένα έκπληκτοι και οι δύο.

Προς το μέρος μας έτρεχε ο Φίλιππος με τον σάκο στα χέρια ,με ένα Μάρκο από πίσω να ουριάζει με τα χέρια στον αέρα.<<ΞΕΚΙΝΑ.ΞΕΚΙΝΑ,>>κάνοντας νόημα στον Γαβριήλ να βάλει μπρος.

Από πίσω τους τέσσερις φρουροί στο κατόπι τους.

<<Γαμώ το κέρατο μου ,>>μουρμουρισε ο Γαβριήλ πετώντας το τσιγάρο που μόλις είχε ανάψει από το παράθυρο.
Έβαλε το κλειδί στο βανάκι και το έβαλε μπρος.

<<ΕΛΑ ΓΡΗΓΟΡΑ,>>τους φώναζα κάνοντας τους νόημα με την παλάμη,να τρέξουν προς το μέρος.

Πρώτος έφτασε ο Φίλιππος πετώντας τον σάκο μέσα και αρπάζοντας το χέρι μου.
Δεύτερος και καταλαχανιασμένος ο Μάρκος.
Έκανε ένα σάλτο και έπεσε πάνω στον Φιλίππο.

<<ΚΛΕΙΣΕ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ,>>μου φώναξε.
Με δύναμη την έκλεισα ,σχεδόν πριν φτάσουν οι φρουροί.

<<ΠΑΤΑ ΤΟ ,>>φώναξα στον Γαβριήλ.

Το αμάξι έφυγε απότομα, με εμάς πίσω να έχουμε πέσει ο ένας πάνω στον άλλον.

<<Τι στο διάολο έγινε ;>>
Φώναζε ο Αχιλλέας.

<<Ξεχάσατε τον σάκο,>>είπε με ένα σαρδονιο ύφος ο Μάρκος κα
κρατώντας τον αγκαλιά.

<<Γιατί κάτι μου λέει ότι τον έκρυψες για να τον χρησιμοποιήσεις σαν δικαιολογία για να έρθεις μαζί;>>
Του γρυλισε ο Αχιλλέας.

<<Εγώ;>>Είπε και καλά θιγμενα ο Μάρκος.<<Ποτέ,>>μου έκλεισε το μάτι.
<<Στην αρχή σκεφτήκαμε να μπούμε κρυφά στο αμάξι αλλά φοβήθηκαμε πως θα μας βρουν>>.

<<Πάλι όμως δεν θα έρθετε μαζί ,θα γυρίστε πίσω μόλις πάμε στο αεροδρόμιο,>>του είπε.

<<Δεν υπάρχει περίπτωση.Τωρα τελείωσε θα έρθουμε μαζί.Αλλωστε πρέπει κάποιος να προσέχει και τον σάκο.Μην τον ξεχάσει παααααα....>>.

Το αμάξι φρέναρε απότομα και πέσαμε πάνω στις μπροστινές θέσεις.

<<Τι στο διάολο πάλι;>>Αναφώνησα.

<<ΞΕΝΙΑ,>>φώναξε ο Γαβριήλ.
Τα μάτια μου έπεσαν πάνω στην κοκκινομάλλα που στεκόταν λαχανιασμένη μπροστά στο αμάξι.
Μόλις είχαμε βγει από το πάρκινγκ στη στροφή του κεντρικού δρόμου.

<<ΆΝΟΙΞΕ,>>φώναξε και ο Μάρκος τράβηξε την πόρτα για να μπει μέσα.
Με το που έκλεισε , ο Γαβριήλ πάτησε ξανα γκάζι.

<<ΕΙΣΑΙ ΜΕ ΤΑ ΚΑΛΑ ΣΟΥ ;ΘΑ ΣΕ ΠΑΤΟΥΣΑ,>>ούρλιαζε ο Γαβριήλ , χτυπώντας δυνατά το τιμόνι με τις παλάμες του,καθώς οδηγούσε το μαύρο βανάκι .

<<Ω,σκάσε πια αν δεν ήμουν εγώ ακόμα στο ξενοδοχείο θα είσασταν,>>του φώναζε η Ξένια καθώς άνοιγε την πίσω πόρτα για να μπει μέσα.<<Μη με κοιτάς σαν ηλίθιος οδήγα,>>συνέχισε καθώς ο Μάρκος την βοηθούσε να ανέβει.

<<Μα το Θεό αν δω στην στροφή και την Ηρώ με το καροτσάκι, θα πάθω εγκεφαλικό,>>αναφώνησε ο Αχιλλέας.

<<Μην αγχώνεσαι είναι στο δωμάτιο της και ήδη είναι ένας φρουρός εκεί,>>του είπε.

<<Καλά πως ξεφυγες και εσύ;>>
Την ρώτησα .

<<Είπα πως πάω στο μπάνιο>>.

Ο Γαβριήλ πάλι μουρμούρισε κάτι ,αλλά η Ξένια δεν του έδωσε σημασία.

<<Καλά και τα κλειδιά πώς κατάφερες τόσο γρήγορα να τα αφαιρέσεις,>>
συνέχησα.

<<Έχω μαγικά χέρια,>>είπε και γέλασε.
<<Ο τύπος ηταν τόσο προσηλωμένος μαζί μου πριν καν φτάσουμε στο ζουμί ,που δεν πήρε καν χαμπάρι το χέρι μου που πήγε στην ζώνη του ,που τα είχε κραμασμενα>>

Ο Γαβριήλ ξανά κοπάνησε το τιμόνι.

<<Ω χαλάρωσε λίγο.Την ζώνη του έπιασα, όχι τον πούτσο;>>
Του φώναξε.

<<Άλλο που δεν ήθελες,>>της πέταξε.

<<Μπορείς να συγκεντρωθείς στην οδήγηση και να μη μιλάς;Θα τρακαρουμε και πουθενά>>.

<<Προσπαθώ γυναίκα αλλά το κάνεις πολύ δύσκολο με όλο αυτό,>>άλλαξε το μοχλό ταχύτητας απότομα.

Τα μάγουλα της Ξένιας κοκκίνισαν και δίπλωσε τα χέρια της θυμωμένα στο σώμα της.
Έπειτα πήγε και κάθησε στις θέσεις που είχα στον τοίχο από τον φορτηγάκι.

<<Είσαι εντάξει;>>
Άκουγα στο τηλέφωνο τον Αχιλλέα.
<<Δεν το πιστεύω ότι σε άφησαν μονη.Το ξέρω ότι θα είσαι καλά αλλά....Μα...Ηρώ .Καλααααα,>>έλεγε στο ακουστικό.

Εγώ είχα καθίσει στο πάτωμα.
Με το κινητό στα χέρια ήλπιζα να είχα κανένα μήνυμα η έστω τηλέφωνο.Αλλα τίποτα.
Ειχα ξαναπροσπαθήσει να την πάρω ξανά αλλά δεν το σήκωνε .

Ίσως ήταν απασχολημένη με την οργάνωση της επιχείρησης.
Και εγώ απλά ενοχλούσα.

<<Αχιλλέα,>>τον χαιρετήσε με μια αγκαλιά ο Μπιλ την ώρα που είχαμε φτάσει στην πίστα του αεροδρομίου.

<<Μπιλ,>>τον έσφιξε εκείνος.
<<Πες μου πως τα κατάφερες να πάρεις το τζετ;>>Του είπε γελώντας.

<<Ο γέρος σου έχει ακόμα κάποιους άσσους στο μανίκι.Ορφέα .Γαβριήλ,>>μας χαιρέτησε αντίστοιχα με μια αγκαλιά.
Ο Άρης βγήκε από το αεροπλάνο με τον Πέτρο και μας χαιρέτησαν και εκείνοι.

Τα μάτια τους γούρλωσαν όταν είδαν τους υπόλοιπους.

<<Καλά δεν ήταν να μην έρθουν;>>
Ρώτησε ο Μπιλ.

<<Μεγάλη ιστορία Θα στην πούμε μέσα Άντε αργούμε,>>είπε η Ξένια προσπερνώντας τον και χτυπώντας τον απαλά στον ώμο.
Εκείνος μας κοίταξε σαν να είχε δει εξωγήινο.

<<Μην αρχίσεις,>>τον προειδοποίησε ο Αχιλλέας.<<Ήδη έχω πονοκέφαλο>>.

Την ακολούθησε ο Μάρκος με ένα θριαμβευτικό χαμόγελο στα χείλη με τον Φίλιππο από πίσω ,παραδίδοντας τις τσάντες στα παιδιά .

<<Και γαμώ κόκκινη.Τους χορέψες στο ταψί για τα καλά,>>γέλασε ο Άρης.

<<Η Ηρώ;>>Ρώτησε έπειτα ο Μπιλ.

<<Σώα και αβλαβής στο κρεβάτι της.Αντε πάμε γέρο.Ωρα να κάνουμε λίγο χαμό,>>τον είπα αγκαλιάζοντας τον από των ώμο.

Με το που μπήκαμε , ο πιλότος βγήκε ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά από το πιλοτήριο.

<<Μια κουβέντα να πεις,>>τον προειδοποίησε ο Άρης.
Φοβισμένος κρύφτηκε πάλι μέσα χωρίς να πει τίποτα.

Ποιος ξέρει με τι τον είχαν τρομοκρατήσει τον καημένο.
Όχι, ότι τον λυπόμουν ιδιαιτερα ,αλλά δεν είχε καμία πιθανοτα να κερδίσει τον Μπιλ και τους υπόλοιπους αν διαμαρτύρονταν.

Το αεροπλάνο ήταν για λίγη ώρα στον αέρα.
Καθισμένοι στις θέσεις ,ο καθένας μας ήταν προσηλωμένος σε αυτό που έκανε .

Ο γορίλας ο Άρης κοιμόταν κλασικά.
Ο Πετρος με τον Αχιλλέα ,τον Γαβριήλ και τον Μπιλ συζητούσαν.
Και οι υπόλοιποι απλά ηρεμούσαν στην θέση τους.

Το ταξίδι δεν διαρκούσε πολύ.
Καμία ώρα και κάτι.
Ήδη ο ήλιος έδυε στον ουρανό.
Δίνοντας τα χρώματα του στα σύννεφα του.

Εγώ αγναντευα έξω από το παράθυρο.
Όλα ήταν τόσο ήρεμα εδώ πάνω.
Σχεδόν αθώα.
Τα σύννεφα σκέπαζαν το χάος που επικρατούσε κάτω.
Για μια στιγμή σε έκαναν να το ξεχνάς.

<<Μικρέ τι λέει;>>
Με ρώτησε ο Μπιλ καθώς ήρθε και κάθισε δίπλα μου.<<Είσαι ανγχωμένος;>>

<<Λίγο>>.

<<Μίλησες μαζί της;>>

<<Όχι.Εσυ με την Έρη;>>

Εγνεψε θετικά.
<<Μια χαρά είναι .Ετοιμάζονται λέει για το βράδυ.Γυρω στης εννιά θα ξεκινήσει το σόου>>.

<<Άρα με αποφεύγει,>>είπα χαμηλόφωνα,κοιτάζωντας έξω από το παράθυρο.

<<Ορίστε;>>
Με κοίταξε με απορία.

<<Η Εύα με αποφεύγει>>.

<<Γιατί;Τι της έκανες;>>
Με ρώτησε σχεδόν απειλητικά.

<<Τίποτα>>.

<<Είσαι σίγουρος;>>

Ξεφύσηξα ξανά.<<Δεν ξέρω νομίζω πως ναι.Απλά έχω την εντύπωση ότι απομακρύνεται>>.

<<Σου είπε τίποτα που να σε κάνει να το πιστεύεις αυτό;>>.

<<Όχι , ξεκάθαρα.Αλλά την βλέπω.Μπιλ δεν ξέρω τι να κάνω αλήθεια. Νιώθω πάρα πολύ άχρηστος>>.

Ο Μπιλ με κοίταξε και μου έπιασε το χέρι.
Πάντοτε γνώριζε πως να μας επαναφέρει.
Ήταν ο πατέρας που δεν είχαμε.
Ότι μαλακία και να κάναμε αυτός πάντοτε ήταν δίπλα μας
Βέβαια απειλούσε πως θα μας στείλει αδιαβαστους πριν την ώρα μας άμα δεν υπακούγαμε.
Αλλά κάτι έπρεπε να πει και αυτός όχι πως έπιανε.

<<Ορφέα,κοίτα.Σε ξέρω σχεδόν από μικρό παιδί.Εισακ καλό παιδί.Τις περισσότερες φορές βέβαια,>>γέλασε .
<<Θεέ μου δεν ξέρω και εγώ πόσες φορές κόντεψα να πάθω καρδιά με εσάς.Ειδικα με εσένα.Ημουν πάντοτε τόσο ανήσυχος κάθε φορά που φεύγατε σε μια αποστολή ή όταν κάνατε τις παλαβομαρες σας>>.

<<Σου κάναμε την ζωή δύσκολη>>.

<<Μπα όχι και τόσο.Ησασταν απλά παιδιά και ακόμα είστε .Οι συνθήκες βέβαια σας έκαναν να μεγαλώσετε απότομα.Και αυτό είναι ένας βάρος που ήθελα πάρα πολύ να πάρω από πάνω σας>>.

<<Δεν χρειάζεται.Ξερεις πως τα καταφέρνουμε μια χαρά>>.

Κοίταξε στο κενό και δεν είπε τίποτα.
Έπειτα συνέχισε.

<<Πιο πολύ ανησυχούσα όμως πάντοτε για εσένα.Ο Αχιλλέας ήξερα πως μπορούσε να επανέλθει γρήγορα από καταστάσεις ,όσο βαριες και να ήταν.
Αντίστοιχα και ο Γαβριήλ.Θεε μου αυτό το παιδί αμ δεν τον έβλεπα να χαμογελάει ,κάποιες σπάνιες στιγμές, θα πίστευα πως είναι ρομποτ.Για εσένα όμως ανησυχούσα περισσότερο>>.

<<Για εμένα;>>

Εγνεψε.

Πρώτη φορά στη ζωή μου τον έβλεπα να με κοιτάζει έτσι.
Τις περισσότερες φορές το βλέμμα του, έκρυβε επίπληξη και αγανάκτηση μαζί μου.Τωρα όμως με κοιτούσε με αυτήν την πατρική θαλπωρή που δεν την είχα νιώσει ποτέ μου.

<<Τα ναρκωτικά.Η άστατη συμπεριφορά σου.Ολο αυτο το βάρος που κουβαλούσες μέσα σου.Ολα όσα πέρασες.Σε έκαναν αγρίμι.Μαστιγωνω τον ευατό μου που δεν έκαναν κάτι παραπάνω Να το καταλάβω πολύ πιο γρήγορα τι σου συνέβαινε.Οπως και στην Ηρώ και στον Αχιλλέα>>.

<<Δεν φταις εσύ>>.

<<Φταίω.Ενας πατέρας πρέπει να τα βλέπει αυτά .Όλοι παιδιά μου είστε στην λέσχη.Και εγώ σας απογοήτευσα>>.

<<Μη λες μαλαίιες.Εισαι ότι καλύτερο μπορούσε να μας συμβεί>>.

Αναστέναξε και έγειρε το κεφάλι προς τα πίσω στην θέση.

<<Την δεύτερη φορά που κόντεψες να φύγεις από υπερβολική δόση, ήπια ένα μπουκάλι ολόκληρο ουίσκι και έπεσα λιποθυμος στο γραφείο μου.
Πάλι καλά που με βρήκε η Άννα>>.

<<Τι στο καλό Μπιλ;Δεν το είπες ποτέ αυτό;Όταν ήρθες να με δεις ήσουν μια χαρα>>.

<<Ξέρω ξέρω δεν ήθελα να καταλάβεις κάτι . Απλά ένιωθα πως σε είχα απογοητεύσει παρά πολύ. Δεν ήξερα τι να κάνω .Η συμπεριφορά σου ήταν ανεξέλεγκτη.Και θυμωνα μαζί σου ,που ήσουν έτσι χωρίς να σκέφτεσαι τις συνέπειες. Έτρεμα όμως την στιγμή που δεν θα ήσουν μαζί μας και το αντίκτυπο που θα είχε στους υπόλοιπους.Ασε που θα είχαμε κλάματα καθε μέρα και από τα κορίτσια,>>μειδίασε.

Γέλασα αμήχανα.
<<Ε,σαν παιδι και εγώ....>>

<<Σαν παιδί και εσύ...Αλλά βραζιλιάνικο σίριαλ το είχαμε κάνει εκεί μέσα.Με τις κοκορομαχιες ,για την πάρτη σου και έπειτα τα κλάματα όταν τις απέριπτες>>.

<<Εντάξει δεν ηταν τόσο υπερβολικά,>>του είπα αμήχανα και εκείνος με αγριοκοίταξε.<<Καλά έχω κάνει μαλακίες το ξέρω>>.

Το πρόσωπο του μαλάκωσε.
<<Χανόσουν όλο και πιο πολύ.Εβλεοα τον Αχιλλέα και τον Γαβριήλ που προσπαθούσαν να σε κρατήσουν και δεν το κατάφερναν.Και έλεγα μέσα μου.Συγγνωμη για αυτό που θα πω.
"Αυτό το παιδί έχει τόσο φως και ταλέντο.Αλλα καταδικάζει τον ευατό του
Και ίσως δεν θα ξεφύγει ποτέ">>.

Το να ακούω αυτές τις λέξεις από τον Μπιλ με πληγωναν μεν αλλά παράλληλα ήταν μια ανακούφιση.Δεν ήμουν περιφανος για ότι είχα κάνει μέχρι τώρα
Όλους τους έβαζα σε σκοτουρες και μπελάδες.

<<Συγγνώμη>>.

<<Μπα μην ζητάς συγγνώμη.Δεν πειραζει οτι έγινε έγινε,>>με κοίταξε.<<Ορφέα,σε άλλαξε,>>είπε μετά από λίγο και μου έσφιξε το χέρι.
Τα μάτια μου γούρλωσαν .

<<Εκεί που περίμενα πως όλα ήταν χαμένα.Ηρθε εκείνη και σε άλλαξε
Ήσουν πιο χαρούμενος.Πιο γεμάτος ζωή.Εκχες όρεξη να κάνεις πράγματα Να κυνηγήσεις το όνειρο σου.Σε βοήθησε να κόψεις τα ναρκωτικά>>.

<<Ναι ,αλλά σκότωσα...>>

<<Ήταν ατύχημα .Μη σκοτιζεις τον ευατό σου Μπορούσε να συμβεί στον καθένα.Πιστευω και η μαμά σου δεν σου κρατάει κακία>>.

<<Το πιστεύεις;>>

<<Φυσικά.Σε αγαπούσε παρόλο που έκανε λάθη.Πολλες φορές κάποιοι γονείς είναι τόσο καταγραμμένοι ψυχικά που δεν έχουν το κουράγιο να αλλάξουν καταστάσεις.Αυτο δεν αποκλείει ότι δεν αγαπάνε τα παιδιά τους Εκτός αν είναι τέρατα.Οπως ο πατέρας σου.Η μάνα σου απλά ήταν αδύναμη και φοβόταν .Σίγουρα το είχε μετανιώσει>>.

<<Μπορεί,>>έσκυψα το κεφάλι.
<<Με άλλαξε ε;>>Είπα κάνοντας μια παύση.

<<Ολοκληρωτικά>>.

<<Και γιατί με αποφεύγει;>>

<<Κοίτα, από το λίγο που την ξέρω είναι άνθρωπος που κρατάει μέσα της,ό,τι της συμβαινει.Το κάνει για να μη βαρύνει τους άλλους.Δεν είναι ότι δεν σε θέλει, απλά φοβάται λόγο τις καταστάσης>>.

<<Και εγώ τι μπορώ να κάνω; Προσπαθώ τοσο πολύ ,αλλά νιώθω ότι αποτυγχάνω.Ωρες ώρες,λέω πως θα ήταν καλύτερα να μεναμε φίλοι>>.

<<Θα το μπορούσες;>>

<<Θα προσπαθούσα,>>>αναστέναξα.
<<Γαμώ >>.

<<Δεν ήσουν ποτέ έτσι με γυναίκα .Σε έχω δει.Το αξίζει να προσπαθήσεις>>.

<<Και αν δεν το καταφέρω;Και αν δεν θέλει;>>

<<Προσπαθείς μέχρι εκεί που σε παίρνει.Μετα είναι όλα στο χέρι της Δεν μπορείς να πιέσεις κάποιον να είναι μαζί σου αν δεν το θέλει.Δεν είναι δίκαιο για εκείνον, αλλά ούτε και για εσένα να ζεις με το μέτριο>>.

<<Είπε πως είναι ερωτευμένη>>.

<<Είναι.Το βλέπω.Αλλα πολλές φορές δεν αρκεί>>.

<<Τι εννοείς;>>

<<Μικρέ, ο έρωτας είναι κάτι παροδικό.Δυνατό , καταστροφικό,όμορφο,αλλά παροδικό.
Αν δεν βρεις στην πορεία πράγματα στον άνθρωπο σου ,για να να αλλάξεις τον έρωτα σε αγάπη είσαι καταδικασμένος>>.

<<Εσύ είσαι ερωτευμένος;>>
Τον ρώτησα και κόντεψε να πνιγεί από το σάλιο του.

<<Ο Νονός ,>>τον χτύπησα στην πλατη.

<<Έχει πεθάνει εδώ και χρόνια .Και ήταν ένας μεθύστακας και μίσος.Καλά είμαι,καλά είμαι,>>εβηξε ξανά και έκλεισε τα μάτια έπειτα αναστεναζωντας.

<<Συγγνώμη για την ερώτηση>>.

<<Όχι εντάξει απλά μου ήρθε απότομα.Ναι είμαι.
Ήρθε από εκεί που δεν το περίμενα.Μετα την γυναίκα μου δεν περίμενα να ξαναζήσω κάτι τέτοιο.Αλλα να που ήρθε>>.

<<Την αγαπάς;>>

<<Είναι νωρίς μικρέ για να πω αυτή τη κουβέντα.Αλλα ένα θα σου πω.Ειμαστε πολύ κοντά μέρα τη μέρα.Εσύ;>>

<<Εγώ....>>.

Την αγαπούσα;
Δεν την είχα κάνει ποτέ αυτή την ερώτηση στον ευατό μου.
Ναι ήμουν ερωτευμένος.
Ξετρελαμενος μαζί της αλλά την αγαπούσα.

Δεν χορταινα να την κοιτάζω ότι και να έκανε.
Το πρόσωπο της, που όταν νευρίαζε σουφρωνε ελαφρά η μύτη.Την μικρή ελιά πίσω στο αυτί της.
Την απίστευτη ικανότητα της, να βρίσκει και να γνωρίζει που βρίσκονται τα πράγματα της,μέσα στην ακαταστασία.
Την έκπληξη στα μάτια της, όταν τις έδινα να δοκιμάσει μια καινούρια γεύση.

Θυμάμαι τόσα πολλά.
Την πρώτη ,όταν έφαγε από τα ζελεδακια καρπούζι.

<<Πως τρως αυτές τις αηδίες,>>είπε βγάζοντας την γλώσσα από την όξυνση γεύση.Εκλεισε τα μάτια,κουνώντας το κεφάλι δεξιά και αριστερά για να διώξει την αίσθηση.

Το γέλιο της.
Το κλάμα της.

Ακόμα και τα δάκρυα που έτρεχαν από τα μάτια της θυμάμαι.
Το σχήμα τους σαν μικρές χάντρες .
Μοναδικά το καθενα.

Τα χείλη της .
Το σώμα της.
Κάθε οργασμό της.

Κάθε σφαλιάρα στο κεφάλι μου.
Κάθε άγγιγμα, όταν με σήκωνε για να με κάνει μπάνιο όταν ήμουν αδύναμος.
Τις φωνές τις όταν με μάλωνε.

Το δάγκωμα τον χειλιών της όταν ήταν αμήχανη.

Είναι τόσα πολλά.

Την αγαπώ;
Φυσικά την αγαπάς ηλίθιε.

Ειχα απομακρυνθεί μέσα στη σκέψη μου όταν η φωνή του Μπιλ με διέκοψε.

<<Νομίζω πως ξέρεις την απάντηση ήδη.Καταλαβαινω πως φοβάσαι ,πως δεν νιώθει το ίδιο.Δωστης χρόνο.Στον τέλος αν είναι γραφτό θα γίνει.Απλα να είσαι εκεί για εκεινη>>.

Χαμογέλασα.Ειχε δίκαιο . Ήξερα την απάντηση.Να της το έλεγα όμως;Δεν ήταν νωρίς;
Γαμώ γιατί πρέπει όλα να είναι τόσο δύσκολα στον έρωτα;

<<ΤΑ ΝΤΑ.ΣΑΣ ΕΛΕΙΨΑ;>>Ακούστηκε η δυνατή φωνή και ο ήχος τις κουρτίνας που χώριζε την καμπίνα από τον πίσω χώρο, να ανοίγει ξαφνικά.

<<Ε όχι ,όχι ,όχι,>>>είπε ο Αχιλλέας απο την θέση του

<<Γαμώ την πουτάνα μου,>>είπε ο Γαβριηλ και τινάχτηκε πάνω.

<<Ονειρεύομαι;>>
Είπε άναυδη η Ξένια.

<<Είπα και εγώ ήταν πολύ καλό για να είναι αληθινό όλο αυτό,>>είπε ο Μάρκος.

Εκεί στον διάδρομο έκανε εμφάνιση ο Άγης ,ντυμένος στα δερμάτινα του .
Με τον κλασικό θεατρινισμό του ,είχε κάνει αισθητή την παρουσία του.

<<Τι με κοιτάτε έτσι;Περίμενα ένα χειροκρότημα.Ενα επιφώνημα.Κατι τέλος παντων.Τι νομίζατε οτι θα έχανα εγώ όλη αυτή τη φάση;Έχω ένα στόχο και εγώ . Ένα σκοπό,>>είπε απλονωντας τα χέρια στον αέρα δεξιά και αριστερά.

<<Φυσικά ,λείπει ο Μάρτης από την Σαρακοστή;>>Είπε πνιχτα ο Μάρκος.

Το πρόσωπο του Άγη ,πετάχτηκε απότομα προς την μεριά του.
Το βλέμμα του σκοτείνιασε.

<<Ω ,να σου γαμησω,>>είπε ο Μάρκος και ανέβηκε στην αγκαλιά του Φίλιππου.

<<Μην το προκαλείς,>>του είπε εκείνος.

Ο Άγης περπάτησε προς την θέση που βρισκόταν δίπλα του και έπεσε πάνω της.

Άπλωσε το σώμα του οριζόντια στα χερούλια ,με το χέρι στα μάτια του .
Το κεφάλι του κρέμονταν από το χερούλι που ήταν στον διάδρομο και τα πόδια του πάνω ,σε εκείνο προς στο παράθυρο.
Τα μαλλιά του ανέμελα, πεσμένα προς τα πίσω.

<<Τι συμφορά.Κανείς δεν εκτιμάει την βασιλική μου παρουσία,>>είπε αναστενάζοντας .

<<Πως στο διάολο βρέθηκες εσύ εδώ;>>
Ήρθε μπροστά του ο Άρης.<<Εσένα δεν σε είχαν κλεισμένο στο υπόγειο;>>

Τα δάχτυλα του Άγη άνοιξαν και φάνηκαν τα μάτια του .
Σχεδόν με απόλυτη αδιαφορία τον κοίταξε.

<<Α,και εσείς εδώ;>>Τον κοίταξε και έπειτα κατέβασε περισσότερο ανάποδα το κεφάλι του για να δει τον Πέτρο που στεκόταν πίσω από τον Άρη .<<Φέρνουν και άχρηστα αντικείμενα στο αεροπλάνο;Δεν πιάνουν χώρο;Τι θα γίνει πια;Δεν θα κουρευτείς επιτέλους;Με αυτό το μαλλί και το μούσι μοιάζεις με απομίμηση του Τζέισον Μομόα.Κακή απομίμηση>>.

<<Πως με είπες;>>
Αγρίεψε ο Άρης και πήγε ένα βήμα μπροστά.

Ο Μπιλ είχε φτάσει στο πλευρό του και με το χέρι του τον σταμάτησε, πριν κάνει την βλακεία.
Ο Άγης μειδίασε με το πρόσωπο του ανάποδα.

<<Δεν αξίζει,>>του είπε ο Μπιλ.
Ο Άρης έτριξε τα δόντια ,κατέβασε τις γροθιές που τις είχε έτοιμες και έκανε πίσω .

Ο Άγης σηκώθηκε απότομα και κάθησε στην θέση του σωστά.<<Άκου τον παππού.Ξέρει να διαβάζει την ατμόσφαιρα>>.

<<Δεν θα κάτσω να ασχοληθώ με όσα λες Απλά λύσε μας την απορία πώς εμφανίστηκε εδώ,>>του είπε ο Μπιλ.

<<Δεν ήταν δύσκολο.Βγηκα από το κελί μου.Και κρύφτηκα στο αμάξι που έκλεψες, πίσω στο πορτμπαγκάζ>>.

<<Ναι αυτό το φαντάστηκα.Το θέμα είναι πως βγήκες από το κελί σου ,ενώ έχει ασφάλεια,>>τον ρώτησα.

<<Να δεις που σκότωσε κάποιον,>>ψιθύρισε ο Μάρκος στον Φίλιππο και στην Ξένια.
Και ο Άγης τον ξανά κάρφωσε και με αποτέλεσμα να χώσει πιο πολύ το πρόσωπο του στην αγκαλιά του Φίλιππου.

<<Γεια σου ελαφάκι,>>είπε έπειτα στην Ξένια και της έκλεισε το μάτι <<Θα μου δώσεις ένα φιλί που έχεις τόσες μέρες να με δεις;>>

<<Προτιμώ να ανοίξω την πόρτα του αεροπλάνου και να πέσω στο κενό,>>του ανταπάντησε .

Το χέρι του ήρθε ξανά στο μέτωπο.
<<Αχ πάντοτε τόσο σκληρή μαζί μου. Με πληγώνεις,>>είπε σχεδόν κλαψουριζοντας.Αλλα το ύφος του άλλαξε απότομα και εγινε πονηρό.
<<Αλλά αυτό με ερεθίζει ακόμα πιο πολύ>>.

<<Αυτό ήταν σε σκότωσα ,>>φώναξε ο Γαβριήλ , πετάχτηκε από την θέση του και πήγε να του επιτεθεί ,αλλά ο Αχιλλέας τον κράτησε.

Το γέλιο του Άγη ακούστηκε δυνατά.
Το διασκέδαζε ο μαλάκας.

<<Άγη λέγε πως βγήκες από εκεί;>>
Τον ρώτησε ο Αχιλλέας.

<<Αχ,για να σας φύγει το άγχος δεν σκότωσα κανέναν.Αλλα παίζει ο φρουρός να είναι για ώρες αναίσθητος.Μπήκε μέσα για να με σώσει,από την κρίση επιληψίας που έκανα πως πάθαινα.Ο καημενούλης,>>είπε ξανά δραματικά.<<Τόσο θάρρος .Τόση αφοσίωση για τον συνάνθρωπο.Σχεδόν με συγκίνησε ο αλήτης,>>έκανε πως σκουπίζει ένα δάκρυ από το μάτι του ,με την άκρη του δαχτύλου του και ρούφηξε απαλά την μύτη του.

<<Δεν το κόβω να αντέχουμε μια ώρα και μεσα στο αεροπλάνο με αυτόν,>>είπα στον Αχιλλέα που είχα έρθει δίπλα του.

<<Δεν είναι και η Σοφία εδώ για να τον ρίξει νοκ άουτ,>>είπε εκείνος.

Ο Άγης δεν σταματούσε να μιλάει μέχρι που ξαφνικά σιώπησε.

<<Ω,σκατά,>>αναφώνησε ο Μάρκος.

<<Καλό δεξί κοπελιά,>>φώναξε ο Άρης.

Γύρισα προς την μεριά του.
Η Ξένια στεκόταν μπροστά από τον Άγη ,που είχε πέσει αναίσθητος.
Η γροθιά της κουνιόταν στον αέρα καθώς την τίναζε.<<Γαμώ αυτό πόνεσε ,>>αναφώνησε.<<Ευχαριστώ,>>
του είπε και χαμογέλασε .<<Δεν θα άντεχα τόση ώρα μαζί του ,θα τον πετούσα από το αεροπλάνο>>

Ο Γαβριήλ την κοιτούσε χαμογελώντας .

Η Ξένια πήγε στην θέση της.
Ο Μάρκος της άπλωσε το χέρι για να κολλήσει πέντε και εκείνη ανταπέδωσε.

<<Άσε με να δω το χέρι σου,>>της είπε ο Φίλιππος.Το πήρε στα δικά του και το επεξεργάστηκε.<<Πάω να φέρω λίγο πάγο από το ψυγειο.Θα εισαι εντάξει.Ισως μελανιάσει λίγο,>>συνέχισε και σηκώθηκε να πάει προς τα πίσω.
Μετά από λίγο επέστρεψε με τον πάγο και της το έβαλε πάνω στα δάχτυλα.

<<Εντάξει.Τωρα ξεκουραστείτε λίγο .Γιατί έχουμε μεγάλη νύχτα μπροστά μας,>>μας είπε ο Μπιλ.

Έκατσα ξανά στη θέση μου και έκλεισα τα μάτια.
Μια μεγάλη ανάσα γέμισε με οξυγόνο τα πνευμόνια μου.
Έπρεπε να κοιμηθώ λίγο.
Δεν γνωρίζα τι θα μας περίμενε εκεί.

Η σκέψη μου όμως έφευγε στην Εύα.
Στο τι έκανε.Στο πως να ήταν.

Γαμώτο ακομα και τα όνειρα μου σταμάτησαν .
Τουλάχιστον να ρωτούσα την Έμιλι για καμιά συμβουλή.
Που σιγά να μην μου έδινε.

Την αγαπούσα αυτό ήταν σίγουρο.
Όσο παράλογο και να ακουγόταν
Αυτό είχε συμβεί από την πρώτη στιγμή ,που την είδα .

Αυτά τα νιώθεις.Δεν χρειάζεσαι επιβεβαίωση.
Είμαι όμως φοβισμένος .
Αν το ξεστομίσω τι θα γίνει;.Αν της το πω θα νιώθει το ίδιο;
Ή θα γελάσει, λέγοντας μου πως είναι νωρίς.
Ίσως με απορρίψει.

Αλλά όπως και να έχει εγώ δεν μπορώ να την αφήσω.

Belle , έρχομαι.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top