Κεφάλαιο 35ο


Λίγες ώρες πριν.
Έρη.

<<Εσύ;Τι κάνεις εδώ;>>

Κοιτάζω προς την πόρτα και δεν πιστεύω στα μάτια μου.

Αυτό μου έλειπε τώρα.

Ο Τζόσουα με κοιτάζει με βλέμμα "Στα έλεγα εγώ" και απλά θέλω να τον πνίξω.

<<Τι ;Δεν μπορώ να έρθω να κάνω επίσκεψη στην πιο όμορφη γυναίκα του κόσμου;>>Είπε ο άντρας με τα σπαστά του ελληνικά.

Στροβηλίζω τα μάτια.

<<Ποιος είναι αυτός;>>
Με ρωτάει ψιθυριστά η Ηρώ για να μην την ακούσει.

<<Μπελάς.Αυτό είναι,>>της λέω και στρέφω ξανά τα ματια μου σε εκείνον.

Είναι πολύ διαφορετικά ντυμένο,ς από ότι τον έχω συνηθίσει.

Κοστούμι μαύρο με άσπρο πουκάμισο.

Λουστριν παππούτσι.Κοκκινη γραβάτα.

Τα μαύρα μαλλιά του πιασμένα σε χαλαρό κότσο ψιλά,αναδεικνύουν το ξύρισμα του στο πλαι.

Οι γωνίες του προσώπου του χαραγμένες με χάρακα και με ένα μικρό μούσι να αχνωφενεται στο πιγούνι και γύρω από το στόμα του

Δεν μπορώ να πω φενεται ωραίος.

Δηλαδή είναι.Αλλά μα το Θεό,πολλές φορές κάνω μαλακίες.

Ο Τζοσουα πάει να του κλείσει την πόρτα στην μούρη.

Ενα μικρό ποδαράκι με ξύλινα παππούτσια σαν σανδαλια με άσπρη κλατσα , ξεπροβάλλει από τα δεξιά,πίσω απο τον άντρα και την σταματά.

<<Είναι αγενεια να κλείνεις την πόρτα στον δάσκαλο,>>του λέει το μικροσκοπικό κοριτσάκι ντυμένο με στολή γκέισας, μπλε με άσπρα λουλούδια που αντίστοιχα στολίζουν τα καρέ μαύρα μαλλιά της και μια κόκκινη ζώνη ομπι.

<<Έχει δίκαιο,>>πετάγεται η δεύτερη φωνή από τα αριστερά καρφώνοντας με το βλέμμα της τον Τζοσουα.Ενα μικρό κεφαλάκι ξεπροβάλλει επίσης από τα αριστερά.Ιδια φορεσιά αλλά κοκκινη με άσπρα λουλούδια την στολιζει, όπως και τα δικά της καρέ μαύρα μαλλιά με μπλε ζώνη.Στα χέρια της κρατάει μια βεντάλια,ξύλινη ανοιχτη με ζωγραφισμένα βουνά και κερασιές.

Ο Τζόσουα με κοιτάζει με βλέμμα απόγνωσης.

Μια όπερα ήθελα να πάω.

Ο τύπος γελάει.

<<Χανακο ,Χινάτα.Τι είπαμε να είστε φρόνιμες;>>

Η Χανακο από τα δεξιά κατέβασε το κεφάλι και πήρε το πόδι της ψελλιζοντας συγγνώμη.

Η Χινάτα ,κατσουφιασε και γύρισε το κεφάλι.

Έπειτα εκείνος γύρισε προς εμένα.

<<Δε θα με συστήσεις στην καλεσμένη σου;>>
Ρώτησε κοιτάζοντας την Ηρώ.

Αναστέναξα.

<<Ηρώ απο εδώ ο Άσαχι. Άσαχι η Ηρώ,>>κούνησα το χέρι μου αντίστοιχα.

Εκείνο έκανε μια υπόκλιση με τα δύο κορίτσια να ακολουθούν.<<Είναι δάσκαλος και εκπαιδευτής πολεμικών τεχνών στο Τόκιο.Και αρχηγός μιας οργάνωσης αντίστοιχης με την δικιά μας>>.

Η Ηρώ γούρλωσε τα μάτια.

<<Ω,χάρηκα πολύ,>>έκανε αμηχανα μια υπόκλιση με το σώμα της
<<Σας έχω άκουστα από την Εύα.Λεει τα καλύτερα για εσάς;>>.

<<Αλήθεια; Περίεργο,>>σήκωσε το βλέμμα του και γέλασε δυνατά.

Έμοιαζε με καρικατούρα όταν έκανε έτσι.

<<Καλά η Εύα δεν έλεγε πως αυτός ήταν αυστηρός και σοβαρός;>>Μου ψυθήρισε ξανά η Ηρώ.

<<Δεν έχεις ιδέα,>>της είπα καθώς ο Τζόσουα απομακρυνόταν από την πόρτα.

Με τα χέρια του μίλησε λεγοντας "Αυτά παθαίνεις αν αφήνεις πόρτες ανοιχτές.Να δω πως θα ξεφύγεις από αυτό".

Του έκανα εκνευρισμένα νόημα να σωπάσει.

<<Άσαχι τι κάνεις εδώ;>>
Τον ρώτησα καθώς έμπαινε μέσα και έκλεινε την πόρτα από πίσω του.<<Από ότι βλέπεις ήρθες σε ακατάλληλη στιγμή ,γιατί ετοιμαζόμαστε να πάμε σε όπερα>>.

<<Αλήθεια;Λατρεύω την όπερα,>>είπε εκείνος και τα μικρά κορίτσια τον κοίταξαν με απορία.<<Θα σας αρέσει δεν έχετε ξαναπάει>>.

<<Ποιος σου είπε πως θα έρθεις μαζί;>>Τον ρώτησα εκνευρισμένα.

<<Δεν απαντάς στα μηνύματα μου.Οποτε θεωρώ πως θα είναι ευκαιρία να μιλήσουμε,>>μου κούνησε τα φρύδια.

Θα τον χτυπήσω.

<<Σου είπα πως πέρα από επαγγελματικά πράγματα δεν έχουμε κάτι άλλο να πούμε.Τα είχαμε συζητήσει τα δικά μας.Ειμαστε πολύ διαφορετικοί και δεν ταιριάζουμε>>.

<<Εσύ και αυτός;>>
Έδειξε σοκαρισμένη η Ηρώ μία εμένα και μία τον Άσαχι.

<<Περσινά ξινά σταφύλια,>>της κούνησα αδιάφορα το χέρι διώχνοντας την άβολη στιγμή.

<<Ο Αχιλλέας το ξέρει;Ο Μπιλ;>>

<<Δεν δίνω αναφορά στον γιο μου για κάθε ερωτική περιπέτεια.Και ναι ο Μπιλ ξέρει.Τα πάνω πάνω δηλαδη,>>της είπα στα γρήγορα.
Ήθελα να τελειώνει αυτή η ηλίθια κουβέντα .

Ο Άσαχι ήρθε απότομα και γονάτισε μπροστά μου.

<<Ωχ,>>έκανε η Ηρω.

<<Τι στο διάολο;>>Αναφώνησα καθώς πήρε την παλάμη μου και την έβαλε στο μάγουλο του κλείνοντας τα μάτια του.

<<Ω,πανέμορφη και γλυκιά Ερη.Που η ομορφιά σου δεν συγκρίνεται ,ούτε καν με τα λουλούδια της Ανοιξης στο Τόκιο.Τόσο απαλά τα χέρια σου ,>>άρχησε ένα τρίβει την παλάμη μου στο πρόσωπο του,παίρνοντας το πιο ηλίθιο βλέμμα.<<Και σήμερα με αυτό το φόρεμα κάνεις και τους Θεούς να κοκκινίζουν>>.

Ο Τζοσουα γέλασε πνιχτα από πίσω μου και τον αγριοκοίταξα.

<<Γιατί δεν μου δίνεις την σημασία σου;Ω Θέα της δύσης;>>.

<<Τι ζω;>>Ψέλλισε η  Ηρώ.

Και εγώ αυτό αναρωτιέμαι.

Η Χινάτα ήρθε από πίσω του και τον χτύπησε στο κεφάλι με την κλειστή βεντάλια .

<<Συγκρατήσου δάσκαλε.Γινεσαι ρεζίλι,>>του είπε με το πιο σκοτεινό βλέμμα.Μπορει τα δύο κορίτσια γύρω στα δεκατέσσερα να φαίνονται ήσυχα,αλλά είναι από τις καλύτερες εκτελέστριες του.

Εκείνος άφησε το χέρι μου και εγώ το τράβηξα απότομα.

Κατέβασε τα μάτια κλαψουριζοντας και έσκυψε το κεφάλι ηττημένος.

<<Αυτό είναι τόσο ντροπιαστικό,>>είπε η Χάνακο με το χέρι στο πρόσωπο της.

<<Σας ζητάμε συγγνώμη κυρία Έρη εκ μέρους του δασκάλου,>>κινήθηκαν απότομα για να κάνουν την υπόκλιση τους.

Από πότε η ζωή μου έχει γίνει έτσι;

Όταν η Εύα μου είχε εξιστορήσει την εκπαίδευση της στον Άσαχι ,ήθελα πάρα πολύ να μάθω ποιος και τι ήταν.

Θεωρούσα πως θα ήταν μεγάλο πλεονέκτημα για εμάς και την οργάνωση να τον έχουμε μαζί μας.

Έτσι πήγα με την ομάδα μου στο Τόκιο να τον γνωρίσω.

Η Εύα με είχε προειδοποιήσει πως ο τύπος ήταν αυστηρός,στριφνος και απαιτητικός.

Οπότε πήγα προετοιμασμένη, να αντιμετωπίσω ακριβώς αυτό.

Δεν ήταν και η πρώτη φορά που είχα να αντιμετωπίσω έναν τέτοιο τύπο.

Αλλά που να φανταζόμουν αυτό που έπαθα.

Ο Ντεμιαν που είχε έρθει μαζί μου είχε ενθουσιαστεί με τον ναό και όλα όσα έβλεπε όταν πρώτο πήγαμε.

<<Έρη δες ,έχουν συντριβάνι για ευχές στην αυλή.Ερη δες ,έχουν και ευχές για καλή τύχη σε γούρια,>>μου κουνούσε μπροστά στα μούτρα μου το ορθογώνιο χαρτί ,ύφασμα ότι ήταν τέλος πάντων , με τις γιαπωνέζικες λέξεις.

Έκανε σαν μικρό παιδί να τρέχει από εδώ και από εκεί.

<<Απίστευτο μου φενεται πως είναι αυτός ,το δεξί σου χέρι,>>μου είπε ο Τζόσουα.

<<Είναι ένα άλυτο μυστήριο,>>είπε η Σαρλίν που είχε έρθει μαζί μου.
<<Ρεζιλι θα μας κάνει,>>

<<Cherry blossoms,(Άνθη κερασιας),>>τσηριξε στα ξαφνικά ο Ντέμιαν.<<Είναι τόσο όμορφα,>>είπε στη συνέχεια κάνοντας τα χέρια του μια γροθιά.

Ένα τύπος που στεκόταν δίπλα του με άσπρη στολή πολεμικών τεχνων του χαμογέλασε όλο αμηχανα..

Ήδη είχαν αρχίσει να μας κοιτάνε περίεργα όσοι στέκονταν τριγύρω.

Ο Άσαχι τα είχε όλα στην εντέλεια.
Ο ναός ήταν τεράστιος
Η αυλή περιποιημένη.
Από δίπλα ακούγοντας φωνές και κραυγές μάχης.
Πιθανόν έκαναν κάποια εξάσκηση

Πρώτη φορά ερχόμουν στο Τόκιο και ήδη είχα ενθουσιαστεί .

Αισθανόμουν λίγο περίεργα βέβαια,όταν έμαθα πως εκπαίδευε παιδιά για να αντιμετωπίσει την κοινότητα πόσο μάλλον το παρακλάδι τους εδώ στην Ασία.

Η Εύα μου είχε πει πως όλα τα παιδιά είχαν παρόμοιο παρελθόν με αυτά που βλέπαμε.

Η εκπαίδευση τους ήταν σκληρή αλλά κυρίως επικεντρώνονταν στη άμυνα και αφόπλιση παρά στην εκτέλεση.

Μόνο ελάχιστα παιδιά κατέληγαν σε μεθόδους εκτέλεσης.

Συνήθως ήταν εκείνα ,που είχαν περάσει τα χειρότερα και είχαν την εκδίκηση μέσα τους.

Είχαν παραδόσει την παιδική τους ηλικία με την θέληση τους, για ένα σκοπό.

Ήταν λυπηρό ,αλλά παράλληλα και ελπιδοφόρο.

Η τεράστια ξύλινη πόρτα του εκθαμβωτικου ναού άνοιξε.

Ήμουν έτοιμη να γνωρίσωω τον μεγάλο Άσαχι.

Ένας επιβλητικός τύπος βγήκε με παραδοσιακή φορεσιά και δίπλα του δύο κορίτσια.

<<Αυτός είναι;Καλα είναι κούκλος.Εγω περίμενα κανεναν γερο με μακριά άσπρα μαλλιά και μακρύ μου αντιστοιχα>>
Πετάχτηκε ο Ντέμιαν που είχε έρθει δίπλα μου.

Ο Άσαχι υποκλίθηκε και εμείς κάναμε το ίδιο.

<<Καλώς ήρθατε.Ελπιζω το ταξίδι σας να ήταν ηρεμο,>>μας είπε.

Καλά μέχρι εδώ όλα.
Αλλά λίγο κράτησε η σοβαρότης.

Μια ώρα ;Μισάωρο;

Μας έδειξε τα πάντα και κάτσαμε κάτω να συζητήσουμε περί οργάνωσης.

Και συμφωνήσαμε αλληλεγγύη αναμεταξύ μας ,ακόμα και το να στείλω δικά μου άτομα να τα εκπαίδευσει.

Και τότε ξεκίνησε το παράλογο.

Στην αρχή δεν το είχα παρατηρησει μέχρι που μου το είπε η Σαρλίν.

<<Σε κοιτάζει σαν ερωτοχτυπημενο κουτάβι,>>μου ψυθήρισε την ώρα που έπινα το σακε μου στο τραπέζι που μας είχε κάνει.

Καθισμένες στο πάτωμα ,με το τραπέζι μπροστά μας ,στολισμένο και γεμάτο με όλες τις λιχουδιές του τοπου του,προσπαθούσαμε να βρούμε την κατάλληλη στάση για να κάτσουμε.
Γιατί εδώ που τα λέμε ,ο κωλος μας είχε πιαστεί.

Το δωμάτιο είχε ξύλινες διαχωριστικές πόρτες με άσπρο ύφασμα.
Ξύλινα πατώματα και ελαφρύ φωτισμό.

Ο Άσαχι έπινε το τσάι του και έριχνε κλεφτιές ματιές αρχικά .

Ο Ντεμιαν έτρωγε σαν μανιακός ,ό,τι έβρισκε μπροστά του από τα μπολ.
Σχεδόν τα άρπαζε από τις κοπέλες που σερβιραν..

Οι μικρές η Χινάτα και Χάνακο
κοιτούσαν και χαμογελούσαν μπροστά στο θέαμα του.

Θα νόμιζαν πως είμασταν μη πω τι.

Η ιστορία των κοριτσιών ,ήταν λίγο πικρή και λυπητερή.

Ήταν ξαδερφες.Οι γονεις τους της είχαν πουλήσει λόγο φτώχιας σε κάτι λεχρίτες.

Όταν ο Άσαχι είχε φτάσει για να τις σωσει,η Χινάτα ήδη είχε σκοτώσει τους δυνάστες της.

Την βρήκε να κραταει ένα μαχαίρι στα χέρια με την Χάνακο κρυμμένη από πίσω της.

Το κρατούσε έτοιμη να ξανά χτυπήσει με τρεμαμενα χέρια γεμάτη αίματα.

Τα πτώματα των αντρών ήταν τριγύρω τους και εκείνα σαν θηρία πήγαν να ορμίσουν στον Άσαχι.

Εκείνος τα αγκάλιασε καθώς επαιφταν πάνω του και από τότε ήταν μαζί του.Τους πρόσφερε στέγη, θαλπωρή.

Αλλά δεν μπορούσε να δαμάσει το θηριο μέσα τους.

Ήταν ταραξίες και οι δύο.

Αλλά κατάφερε με πολύ υπομονή να τις κάνει να ελέγχουν τα συναισθήματα τους.

Έτσι έγιναν το δεξί του χέρι και η προσωπική του προστασία.

Κανείς δεν πίστευε πως δύο μικρά κορίτσια ,όταν τις έβλεπαν ,ότι θα ήταν κίνδυνος.Αυτο ήταν όμως το λάθος τους.

Γιατί οι μικρές χτύπουσαν σε κλάσματα δευτερολέπτου και δεν τις έπαιρνες χαμπάρι,το είχα δει μετέπειτα με τα μάτια μου.
Του Τζόσουα το χέρι απλώθηκε απότομα πάνω στα τσοπ στικ του Ντεμιαν και τον σταμάτησε την ώρα που πήγαινε να αρπάξει το δωδέκατο σούσι σολομού.

<<Τιιιι;>>
Τον κοίταξε ο Ντέμιαν με μπουκωμενο το στομα.

Ο Τζόσουα απλά τον αγριό κοίταξε και εκείνος μαζεύτικε.

<<Ρεζιλι μας κάνεις.Λες και δεν έχεις φάει για κάνα μήνα ,>>είπε η Σαρλίν.

<<Μα είναι νόστιμα,>>διαμαρτυρήθηκε αυτός.

Εγώ κοιτούσα τον Άσαχι.

Δεν μπορώ να πω ηταν πολύ ωραίος άντρας.Κολακευτικα με την φιλοξενία και με τον ευγενικό τρόπο που μας μιλούσε.

Ακόμα όταν έπιασα το βλέμμα του το θεώρησα χαριτωμένο.

Που να φανταζόμουν όμως πως ήταν ο μεγαλύτερος σαρδανάπαλος του κόσμου.

Μουντζωνω τον ευατό μου που γοητεύτικα μαζί του.
Ενα από τα βράδια που κάναμε βόλτα κάτω από τον έναστρο ουρανό , στην αυλη του ναού,λίγο το αερακι το βραδινό,λίγο το τοπίο,λίγο η μυρωδιά από τα άνθη.

Τα λόγια τα γλυκανάλατα.

<<Τέτοια ομορφιά κάνει τα άστρα να κρύβονται ,>>μου έλεγε πριν μου δώσει το πρώτο μας φιλί.

Καμιά φορά χρειάζεται να ακούμε και τέτοια.
Αλλά καμιά φορά ,όχι συνεχόμενα.

Και σαν έφηβη ,μεθυσμένη από αύρα του έρωτα ,επεσα στα δίχτυα του.

Έφταιγε και πως είχα να κάνω σεξ και εγώ δεν ξέρω από ποτε

Φοβόμουν πως αν ανάμεσα από τα πόδια μου θα πετάγονταν νυχτερίδες.

Ή το τέτοιο μου θα κατέβαινε σε απεργία.
Δυο βδομάδες κάτσαμε εκεί.

Ήταν αρκετό.

Τι το ήθελα να κοιμηθώ μαζί του;

Ήταν ωραίο δεν μπορώ να πω.

Ήταν γλυκός, σέξι,ήξερε τι έκανε.

Αλλά μετά ο τύπος έγινε κολλιτσίδα.

Κάθε μέρα με έπαιρνε τηλέφωνο.Μου έστελνε από την άλλη άκρη της γης λουλούδια,δωρα.

Παρόλο που είχαμε συμφωνήσει πως δεν είμασταν και οι δύο για σχέση και πως όλο αυτό θα διαρκούσε όσο ήμουν εκεί.
Γιατί έπρεπε να συγκεντρωθω στην οργάνωση και να μην μου αποσπά τίποτα την προσοχή

Αλλά αυτός ερωτοχτυπηθηκε τόσο πολύ που ακόμα μετά και από τόσο καιρό δεν έλεγε να ηρεμίσει.

Βέβαια η συνεργασία μας πάντοτε ήταν άψογη χωρίς να δημιουργεί θέμα.

Σηκώθηκε απότομα και ισιωσε την κόκκινη του γραβάτα.

<<Με συγχωρείς ,παραφερθηκα,>>είπε ο Άσαχι.

<<Αλήθεια ;Τι μας λες;>>
Είπε η Χινάτα και εκείνος την κάρφωσε.
Η βεντάλια άνοιξε και έκρυψε το πρόσωπο της από πίσω της.

Η όψη του είχε σοβαρεψει ξαφνικά.
Εβηξε και συνέχησε.

<<Έρη παρόλο που...ξέρεις...ήθελα να σε δω. Ήρθα επειδή έμαθα την κατασταση..Ολοι η κοινότητα είναι ανήσυχη και κανουν κινησεις πλέον.
Επιπλέον έμαθα πως αναζητούν την Εύα.Γι'αυτο αποφάσισα πως έπρεπε να έρθω να σου δώσω την βοηθεια μου.
Όταν τα βάζουν με μια μαθητευόμενη μου τα βάζουν με όλους μας>>.

<<Ευχαριστώ για την πρόταση θα την σκεφτώ ,>>ότι βοήθεια ερχόταν πάντοτε ήταν πλεονέκτημα,αλλά αυτό σήμαινε και παραπάνω βασαν.Ειδικα με αυτόν.<<Και για να μου λυθεί η απορία πώς στο καλό βρήκες που μένω;>>

Το σπίτι μου ήταν δηλωμένο σε άλλο όνομα.Μπαρμπαρα Στράους.Μια εβδομήντα χρονών γυναίκα από την Γερμανιά ,χήρα με δύο παιδιά.
Πως σκατά το βρήκε;

<<Όποιος ενδιαφέρεται ψάχνει,>>πηρε πάλι το ηλίθιο βλέμμα του και μου έκλεισε το μάτι.

Η βεντάλια τον ξανά χτύπησε στο κεφάλι.

<<Ω, όχι πάλι Χινάτα,>>της φώναξε αυτός.<<Τι είπαμε να μη με χτυπάς με αυτό>>.

<<Αν δεν έκανες σαν σαλιαρης δεν θα χρειαζόταν,>>του είπε με απόλυτη ηρεμία ,ενώ εκείνος είχε σφίξει της γροθιές του και την κοιτούσε με νεύρα.

<<Δάσκαλε ηρέμησε,>>του φώναξε η Χάνακο αναστατωμένη κουνόντας τα χέρια της στον αέρα, σε αναστάτωση.
<<Χινάτα ,μη νευριάζεις τον δασκαλο δεν θα μας πάει για ψώνια αύριο και θέλω πολύ να δω την αγορά του Λονδίνου>>.

<<Πάντοτε ενθουσιάζεσαι με τα πιο ηλίθια πράγματα,>>της είπε εκείνη.
<<Και όλο ξεφεύγει αυτός με τις βλακείες που κάνει,>>άρχισαν να μαλώνουν έτοιμες να αρπάζουν.

Ο Άσαχι έβαλε ξαφνικά πάνω στα κεφάλια τους τα χέρια τους ,γέλασε δυνατά και εκείνες σταμάτησαν.

<<Μη τις δίνετε σημασία,είναι πλάσματα με χαρακτήρα,>>μας είπε.

<<Μήπως είναι ώρα να φεύγουμε;>>
Είπε μέσα από τα δόντια η Ηρώ.
<<Ήδη έχουμε αργήσει>>.

<<Ναι, αλλά αυτός θα έρθει μαζί μας και δεν πρόκειται να του ξεφύγουμε.Τι στο διάολο θα κάνουμε,>>τις είπα με το χέρι στο στόμα για να μη με ακούσει.

Αν δεν βρίσκαμε έναν τρόπο αυτός  θα ξεκολλουσε από πάνω μας.
Αν εκρινα και από το βλέμμα του Τζόσουα καμία διάθεση δεν είχε να μας βοηθήσει.

Τα μάτια της Χινάτα ξαφνικά γούρλωσαν,σαν κάτι να αντιλήφθηκε.

Κοίταξε τον Άσαχι και την Χάνακο.
Συννενοηθηκαν μέσα στη σιωπή και ξαφνικά εκεί που πίστευα πως είχαν πάθει εγκεφαλικό.
Έτρεξαν κατά πάνω μας.

Ο Άσαχι με έριξε στο πάτωμα και υστερα αρπαξε τον Τσοσουα απο το χερι που ετρεχε πανικοβλητος πανω μου νομιζοντας πως ο Ασαχι θα με βλαψει.Το χερι ετοιμο στο οπλο.Η Χάνακο άρπαξε μαζί με την Χινάτα την Ηρώ από το καροτσάκι και την έριξαν αντίστοιχα κάτω.

<<Τι στο διάολο;>>Φώναξε η Ηρώ προσπαθωντας να φύγει.Αλλα η Χινάτα της έκλεισε το στόμα με την παλάμη της

Ήμουν έτοιμη να του δώσω κλοτσιά στα αρχιδια ενώ η Ηρώ έβγαζε πνιχτή κραυγή συγχισης ,με τον Τζόσουα να πανικοβαλλεται και να σηκωνεται ορθιος με το οπλο να στοχευει τη πορτα.Όταν ξαφνικά πυροβολισμοί γαζωσαν την πόρτα ,και η Χινάτα έπεσε πάνω του και τον τράβηξε πίσω από τον καναπέ.

Κομμάτια από την πόρτα εφευγαν δεξιά και αριστερά.Με τα βάζα μου να σπάνε στο τραπέζι, καθώς και οι τζαμαρίες από τα παραθυρα γίνονταν κομματια.Η τηλεόραση να γεμίζει τρύπες και γενικά το σπίτι μου να γίνεται καλοκαιρινό.

Ο Άσαχι μου έκανε νόημα να μην μηλίσω καθώς συνέχιζαν οι πυροβολισμοί.

Δεν ξέρω πόση ώρα διήρκησε όλο αυτό.
Όταν σταμάτησε εμείς είμασταν ακόμα πεσμένοι στο πάτωμα.

<<Έχεις από κάπου να διαφύγεις;>>
Με ρώτησε.

<<Ναι από το δωμάτιο μου,>>φυσικά είχα προνοήσει να υπάρχει έξοδος διαφυγής σε περίπτωση που γινόταν κάτι τέτοιο.
Μια κρυφή πόρτα στο δωμάτιο μου πίσω από την βιβλίοθηκη μου ,οδηγούσε σε έναν μικρό διάδρομο με σκάλες που έβγαζαν στην έξοδο κινδύνου της πολυκατοικίας.

Είχα αγοράσει και τα δύο διαμέρισμα σε αυτόν όροφο αλλιώς δεν θα ήταν εφικτό όλο αυτό.

<<Ωραία,>>έκανε νόημα στον Τζόσουα να αρπάξει την Ηρώ.
Προσπάθησε να την ανεβάσει στην πλάτη του αλλά το στενό της φόρεμα δεν το επέτρεπε.
Έτσι της το έσκισε.

<<Είσαι πολύ τυχερός που δεν είναι το αγόρι μου εδώ,>>του είπε και εκείνος στροβηλισε τα μάτια.Εσκιψε και την βοήθησε να τυλίξει τα πόδια της γύρω του.

<<Όπλο έχεις ;>>Με ρώτησε ο Άσαχι και του έκανα νόημα ανάμεσα από τα πόδια μου , δείχνοντας του δεξί που το είχα κρύψει με τη θήκη του δεμένο στο μπούτι μου.

Σήκωσε το φρύδι και με κοίταξε λάγνα ,βλέποντας το γυμνό δέρμα μου με το άνοιγμα του φορέματος μου.

<<Μα το θεό δεν είναι ώρα τώρα,>>του γρύλισα.

<<Έρχονται,>>ψυθήρισε η Χάνακο.

Καθώς η πόρτα ήταν έτοιμη να ανοίξει.

<<Φύγε,>>μου εκείνος και εγώ τιναχτικα πάνω .Πέταξα τις γόβες μου και έτρεξα δίπλα από τον Τζόσουα.
<<Και εσείς;>>

<<Αστούς πάνω μας ,>>είπε ο Άσαχι.

<<Ωραία.Μη σκοτωθείτε.Θα σας δω δύο τετράγωνα πιο κάτω.Στο ιταλικό εστιατόριο.Χτυπήστε την πίσω πόρτα και πείτε ότι είστε από εμένα>>.

Α ρε γλέντια που θα κάνει ο Λουίτζι σήμερα που θα μας δεί.

<<Εντάξει.Τωρα φύγετε,>>φώναξε και εμείς αρχησααμε να τρέχουμε προ το δωμάτιο

Δεν ξέρω πόσοι ήταν από πίσω.
Και πόσο γεματα ήταν τα οπλα τους ακόμα.
Αλλά από ότι είδα από την στάση που είχαν πάρει οι μικρές κρυμμένες πίσω από τα έπιπλα και από την όψη τους.
Αυτό δεν θα διαρκούσε και πολύ.

Λαχανιασμένη έφτασα την βιβλιοθήκη,άρπαξα από την τσάντα μου στο κομοδίνο δίπλα, το κινητό και κατέβασα προς τα κάτω το βιβλίο του Πόε από το δεύτερο ράφι .
Η βιβλιοθήκη αποχώρησε και έστειλα τον Τζόσουα μπροστά .

Εγώ έβγαλα το οπλο μου και ακολούθησα.

Τρεχαμε στον σκοτεινό διαδρομο με μόνο φως αυτό από το φακό του κινητού μου μέχρι να φτάσουμε στις σκάλες.

<<Τι στο καλό έγινε μόλις τώρα;>>
Ρώτησε η Ηρώ.

<<Κάποιος μας πρόδωσε μάλλον.Δεν εξηγείται πως βρήκαν την τοποθεσία μας.Πιθανολογω πως στοχευαν και εσένα και εμένα.Φοβαμαι όμως πως δεν είμασταν οι μόνοι στόχοι,>>φόβος με κατέκλυσε πως πιθανόν θα είχαν χτυπηθεί και άλλα κρυφά μας σημεία.

Φτάνοντας στο τέλος του διαδρόμου ο Τζόσουα κλώτσησε με δύναμη την πόρτα για να ανοίξει.
Εκείνη υποχώρησε και φτάσαμε επιτέλους στις σκάλες της εξόδου κινδύνου.

<<Έρη, ο Άσαχι και τα...>>συνέχησε η Ηρώ .

<<Θα είναι μια χαρά,>>της είπα καθώς κατεβαίναμε τις σκάλες γρήγορα .

Βγαίνοντας έπειτα από την πίσω έξοδο στρίψαμε αριστερά αντί δεξιά που έβγαινε στον κεντρικό .

<<Τζόσουα ,είσαι εντάξει;>>
Τον ρώτησα και εκείνος έκανε νόημα με το χέρι του.

Ξυπόλυτη εγώ έτρεχα μαζί τους μέσα στα στενά.

Έκανε και κρύο την τρέλα μου μέσα .
Και να τα ρούχα που φορούσαμε πηγαίναμε για πνευμονία.

Μια έκρηξη δυνατή ακουστηξε και γυρίσαμε απότομα το βλέμμα μας πίσω.

Φωτιά και καπνός έβγαινε από το διαμέρισμα μου.

Πάει και αυτό .
Και είχα ρίξει πόσα λεφτά.

Καριολιδες.
Πάει και όλη μου η γκαρνταρόμπα.

<<Θεέ μου,λες να γλύτωσαν;Είχα και το κινητό μου μέσα πως θα ειδοποιήσουμε;>>
Φώναξε η Ηρώ .

<<Το ελπίζω.Γρήγορα πρέπει να πάμε στο εστιατόριο.Οσο για το πώς θα ειδοποιήσουμε άστο πάνω μου,>>πληκτρολόγησα γρήγορα σε μήνυμα την λέξη κόκκινα παπούτσια και το έστειλα.
Ελπίζω να το έβλεπε ο Ντέμιαν αν ήταν ζωντανός ,ή τουλάχιστον κάποιος από την οργάνωση και να καταλαβαινε πως είμασταν εντάξει.
Ήλπιζα να μην είχαν χτυπηθεί οι εγκαταστάσεις μας.

Αυτός ο κωδικός ενεργοποιούσε ένα κρυφό μήνυμα στο σύστημα μας από όπου και να το έστελνα στον συγκεκριμένο αριθμό.Οποιος είχε πρόσβαση στο κεντρικό μας υπολογιστη θα έβλεπε πως το σήμα της Μέδουσας είχε αλλάξει από πράσινο σε κόκκινο.
Εκτός αν βέβαια είχαν εισχωρήσει τόσο πολύ και είχαν παρακάμψει το σύστημα μας.

Όσο για τον Άσαχι και τα κορίτσια παρακαλούσα να ήταν ζωντανοί αν και αμφέβαλλα πως ήταν αυτό εφικτό μετά από τέτοια έκρηξη .

Τα νεύρα μου.
Οχι, πως δεν περίμενα να χτυπήσουν.
Αλλά όχι και τόσο γρήγορα.

<<Εδώ είμαστε,>>χτύπησα την πίσω πόρτα του εστιατορίου που ήταν η δικλείδα ασφαλείας μας.

Του πληρωνα αδρά λεφτά ,όπως και άλλους με στην πόλη για να κρατησει στόμα του κλειστό μια να μας παρέχει ασυλο.

Λίγο ακόμα να τρέχαμε θα αφήναμε τα πενευμονια μας στο δρόμο.

Σειρήνες από πυροσβεστικά και αστυνομία άρχησαν να ακούγονται από παντού.

Ο ηλίθιος όμως ο Λουίτζι αργεί να ανοίξει και εκνευρίζομαι ακομα πιο πολύ γιατί είμασταν εκτεθειμένοι και δεν ήξερα αν κάποιος μας είχε ακολουθήσει.

<<Θεά της Δύσης,>>ακούω την γνώριμη φωνή από τη στροφή και για μια στιγμή μετανιώνω που ευχήθηκα να ήταν ζωντανός.

<<Αχ,πάλι καλά είστε εντάξει,>>είπε η Ηρώ .<<Τι έγινε;>>

<<Ήταν δύο τύποι από το Τρίγωνο.Αρκετά δυνατοί βέβαια ο ένας  ήταν πιο ψηλός από τον άλλον.Τον ψηλό τον ανέλαβε ο Άσαχι τον άλλον εμείς,>>είπε η Χινάτα.<<Μας δυσκόλεψαν λιγο αλλά τα καταφέραμε>>.

<<Σας ευχαριστούμε πολύ.Μας σώσατε την ζωή,>>είπε η Ηρώ.<<Και η έκρηξη;>>.

<<Άνοιξα το γκάζι της κουζίνας την ώρα που ήταν πεσμένοι οι τύποι στο πάτωμα και πετάξαμε τον αναπτήρα του Άσαχι καθώς διαφεύγαμε από την κρυφή έξοδο>>.

<<Ήταν ανάγκη να ανατιναξετε το σπίτι;>>Είπα συνεχίζοντας να βαράω με την πόρτα με μανία.

<<Αναγκαίο κακό, αμφιβάλλω αν εμεινε τίποτα από τους τύπους,>>είπε ο Άσαχι .

Ξαφνικά άνοιξε με νεύρο και ένας κοντός ,παχουλός κύριος με στολή μάγειρα την άνοιξε.

Με το που με είδε άρχισε να βρίζει στα ιταλικά και μας έκανε νόημα να μπούμε μέσα.

<<Φανφακουλο,>>τον έβρισα και εγώ γιατί με είπε κάτι σαν γριά κότα που όλο τον βάζω σε μπελάδες.Από τα λίγα δηλαδή ιταλικά που ήξερα, αυτό κατάλαβα.Μαλλον θα αρχίσω να τον πληρώνω λιγότερα.

Μας οδήγησε στο κάτω μέρος του εστιατορίου, που ήταν το κρυσφήγετο το μας για την ώρα.

Ο Τζόσουα άφησε την Ηρώ στον έναν τον καναπέ από τους δύο ,και στον άλλον κάθισαν οι μικρές.

<<Ελπίζω να μην χτύπησαν και τις εγκαταστάσεις εδώ και να έπαθε κάποιος κάτι.Τι θα κάνουμε τώρα;>>
Ρώτησε η Ηρώ.

Ο Τζόσουα άρχησε να της μιλά με τα χέρια.

<<Θα περιμένουμε μέχρι να επικοινωνήσει κάποιος μαζί μας,>>της εξήγησα τι έλεγε και μετά συνέχησα εγω.<<Ξέρουν πάνω κάτω ποια είναι τα κρυσφήγετα μας εδώ γύρο.Και γνώριζαν πως είμασταν σπίτι .Απο το κινητό δεν μπορώ άλλο να επικοινωνήσω,για να δω σε τι κατάσταση είναι η άλλοι, γιατί δεν ξέρω αν το έχουν χακάρι.Και ποιος ακούει τον βλάκα αν του χαλάσουμε το εστιατόριο.Καλο θα ήταν να μη χρησιμοποιήσετε και τα δικά σας ,>>είπα στους υπόλοιπους.

Ο Τζόσουα σηκώθηκε πήρε τα κινητά από τα χέρια τον κοριτσιών και του Άσαχι, τα έβαλε στο πάτωμα και τα έσπασε με το παπούτσι του.

<<Ε αυτό είναι ακριβό,>>είπε η Χάνακο
Καθώς το έβλεπε να διαλύεται,αλλά δεν γινόταν αλλιώς.

Έπειτα έκανε το ίδιο με το δικό μου.

<<Λοιπόν Θέα μου,>>ήρθε δίπλα μου Άσαχι.

<<Τι θες ;>>
Τον ρώτησα με νεύρο.
Ορκίζομαι πως αν πει καμία ηλιθιότητα ,θα τον βαρεσω.

<<Τι λες μετά από όλο αυτό, να βγούμε ραντεβουδακι τα δυο μας;>>

Δεν έλεγα κάτι άλλο;

<<Χινάτα,>>με κοίταξε απότομα εκείνη.
<<Την βεντάλια παρακαλώ>>της άπλωσα το χέρι.

<<Με μεγάλη μου ευχαρίστηση ,>>μου την πέταξε και την έπιασα στον αέρα.

Θα τον βαρέσω ,ήρθε η ώρα.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top