Κεφάλαιο 25ο
Τώρα.
Ορφέας,22 ετών.
Πάντοτε είχα την φήμη του άστατου.
Η αδυναμία μου στο γυναικείο φύλο ήταν κάτι που ήταν φανερό.
Θυμάμαι την πρώτη μου φορά σαν τώρα.
Ήμουν μαστουρωμενος τέρμα βέβαια.
Ήταν ένα σπιρτοζικο κορίτσι με ζουμερά χείλη και σώμα που σε έκανε να λειώνεις.
Η σχέση μας δεν διήρκεσε πολύ.
Ένα δύο μήνες και μετά ήρθε η επόμενη.
Μέχρι να γίνω δεκαεννέα ο αριθμός είχε ανέβει.
Ακόμα και τα γούστα μου άρχησαν να αποκτάνε ποικιλια.
Μια δυο περιπέτειες μαζί με τον Γαβριήλ.
Μεγαλύτερες άρχισαν να μου γυαλίζουν το μάτι.
Ήταν πιο έμπειρες και ήξεραν τι ήθελαν και δεν ζητούσαν πολλά.
Σιγά σιγά όμως η φήμη μου άρχιζε να με δαγκώνει στον κώλο .
Γιατί πολλές φορές παρόλο που δεν ήθελα να πληγώσω καμία το έκανα.
Εξαιτίας του δικού μου φόβου.
Αν έδειχναν κατι παραπάνω εγώ κατευθείαν τραβούσα άμυνα.
Έχω κάνει χοντρές μαλακίες στη ζωή μου.
Και το σεξ με έφερνε σε μπελάδες.
Πόσο μάλλον και στις αποστολές .
Όπως πριν λίγους μήνες που κοιμήθηκα με την γυναίκα εκείνου του μαλακά ,που σκοτώσαμε και κοντέψαμε να χάσουμε την ζωή μας στην αποθήκη.
Καμία ομως δεν με έκανε να αισθανθώ ότι ανήκω κάπου .
Πως θέλω να αράξω κάπου.
Καμια δεν έδιωχνε το σκοτάδι μου.
Με έκανε να προσμένω την επόμενη μέρα χωρίς να θέλω να πεθάνω .
Τα ναρκωτικά με είχαν γαμησει.
Πριν πάω στο μαγαζί είχα περάσει από την λέσχη.
<<Μικρέ πως και από εδώ,>>μου φώναξε ο Μπιλ βγαίνοντας από το γκαράζ.
<<Είπα να δω πως είστε και αν όλα κυλάνε ρολόι>>.
Ο Μπιλ ήταν σαν πατέρας ου
Αυτός που δεν είχα.Πάντοτε νοιαζόταν για εμάς.Πόσες φορές με είχε κατσαδιασει, ούτε εγώ της θυμάμαι πόσες ήταν.
<<Έλα μέσα είναι και τα παιδιά μαζεμένα όλα>>.
<<Fox,>>αναφώνησαν δυο τρία άτομα .
Με χαιρέτησαν με αγκαλιές και κόλα πέντε.
Μετά το σκηνικό με τον Άρη και την Ιβόνη ,ήταν λίγο περίεργη η κατάσταση.
Τρία βλέμματα τα ένιωσα σαν καρφιά.
Τρεις κοπέλες.
Δεν πλησίαζαν ,ειδικά η μία που είχε κοντεψει να μου ξεριζώσει την πούτσα άπειρες φορές στην πίπα επειδή έκανα μαλακίες και φλέρταρα με άλλες.
Αλλά είχαμε τελειώσει εδώ και καιρό.
Στο μπαρ ήταν μαζεμένα αρκετά άτομα όπως και ο Πέτρος με τον Άρη και δίπλα του η Ιβόνη .
Γελούσε και το πρόσωπο της αστραφτε.
Δεν την είχα δει ξανά έτσι.Πόσο μάλλον μαζί μου.
Τους πλησίασα όταν το βλέμμα της έπεσε πάνω μου και σκούντηξε τον Άρη.
<<Ορφέα ,που είσαι μεγάλε;>>
Με ρώτησε ο Πέτρος .
Με αγκάλιασε και μου χτύπησε την πλάτη.
<<Πως είστε;>>Τους ρώτησα.
Ο Άρης δεν τολμούσε να με κοιτάξει.
Δεν ήμουν πλέον θυμωμένος .
Γιατί όλα είχαν μπει στη θέση τους.
Εγώ είχα πλέον την γυναίκα που ήθελα.
Και η Ιβόνη ήταν με αυτόν που ποθούσε.
Έτσι έπρεπε να ήταν από την αρχή, αν ο φόβος μας να μη μείνουμε μόνοι, δεν μας είχε κάνει να κάνουμε αυτό το λάθος.
<<Ω,έλα Άρη,>>τον χτύπησα στην πλάτη και γελάσα.Γύρησε και με κοίταξε.
Με αυτόν τον μαλάκα είχαμε περάσει άπειρες νύχτες με μπύρες και τσιγάρα να μιλάμε επί ώρες και να παίζουμε παιχνίδια στην κονσόλα.
Πόσο μάλλον στις αποστολές,που είμασταν πάντα όλοι μαζί.
Όλοι στην λέσχη ήταν οικογένεια.
Και πάντοτε θα έκανα τα πάντα για αυτούς και θα τους συγχωρούσα.
<<Δεν σου κρατάω κακία.Ουτε εσένα,>>
Γύρισα και την κοίταξα.
<<Αλήθεια;>>
Ρώτησε εκείνη.
<<Ναι.Ενταξει ήταν σοκ το κέρατο.Αλλα φταιω και εγώ.Ημουν χάλια σύντροφος,>>της είπα.
<<Και εγώ.Συγγμωμη.Ηθελα να τον κάνω να ζηλέψει γιατί δεν μου έδινε σημασία.Και ένιωθα μόνη...>>
<<Μη σκας.Ολα καλά>>.
<<Συγγνώμη αδερφέ,>>μου είπε ο Άρης.
<<Έπρεπε να σου πω την αλήθεια από την αρχή .Απλά τα σκατωσα>>.
<<Το ξέρω.Μπορεις να μου το επανορθώσεις ,με μπύρες και κάνα πεντάωρο Call of duty>>.
<<Όποτε θες,>>μου είπε και γέλασε.
Για μένα όλο αυτό ήταν αμελητέο.Δεν άξιζε να χάσω έναν φίλο από την ζωή μου ,από την στιγμή που είχα και εγώ το μερίδιο ευθύνης μου.
Γιατί μπορεί να με ξεγαλασαν.
Αλλά εγώ ξεγελουσα τον ίδιο μου τον ευατό.
<<Είσαι ευτυχισμένος;>>Με ρώτησε η Ιβονη.
<<Πολύ.Εσυ;>>
<<Και εγώ,>>μου χαμογέλασε>
Η ώρα πέρασε μέχρι να πάω στο εστιατόριο για δουλειά.
Μιλήσαμε με τον Μπιλ για όλη την κατάσταση.
Ο τύπος ήταν τέρμα ανήσυχος για όλα αυτά.
<<Υποσχέσου μου πως θα είσαι φρονημος και δεν θα κάνεις καμία μαλακία.Ουτε και οι άλλοι Να τους κρατάς τα χαλινάρια>>.
<<Μην αγχώνεσαι.Ολα θα πάνε ρολόι,>>πλέον αυτές οι εκφράσεις ηχούσαν στο μυαλό μου σαν ψέμα ,γιατί κάθε φορά το σύμπαν τις έβλεπε σαν πρόκληση και έκανε το αντίθετο
<<Απλά ανησυχώ.Νιωθω πως κάτι θα γίνει.Παρολο που έχω τα μάτια ανοιχτά.Η Λούσι νιώθει το ίδιο.Γιατι όλοι στον υπόκοσμο είναι ανήσυχοι.Φρόντισε να είσαι εντάξει και όχι παρορμήσεις όπως άλλες φορές>>.
<<Θα προσπαθήσω>>.
Του έκλεισα το μάτι.
Ο Μπιλ τα έβλεπε όλα, κάθε φορά στις αποστολές,από τότε που είχαμε μπλέξει με τον Γιάννη.
Ποτέ μου δεν είχα καταλάβει γιατί το είχε δεχτεί τόσο γρήγορα όλο αυτό.
Μετά κατάλαβα Ακομα και αυτό ήταν μεγάλη σύμπτωση.
<<Κάπως νιώθω περήφανος για το παιδί μου που ήταν εκεί και σε κράταγε,>>χαμογέλασε χαϊδεύωντας την φωτογραφία της,την πρώτη φορά όταν είχαμε κάνει αυτή την κουβέντα.
<<Τα βάζω με τον ευατό μου που δεν την προφύλαξα,>>τα μάτια του υγρανθηκαν και η φωνή του έσπασε.
<<Την απογοήτευσα>>.
<<Όχι δεν το έκανες.Δεν ήξερες ότι ήταν ζωντανή,>>του είχα πει.
<<Έπρεπε να ψάξω πιο πολύ>>.
<<Μην τα βάζεις με τον ευατό σου.Πιστευω πως θα είναι περιφανή για εσένα από εκεί που είναι,>>του είπα σκεπτόμενος αν έπρεπε να του πω για τα όνειρα μου.
<<Το πιστεύεις αυτό;>>
<<Με όλη μου την καρδιά>>.
Τον αγαπώ τόσο πολύ.Και δεν θέλω να τον βλέπω να υποφέρει.
Αρκετά τραβάει από εμάς τα βλαμμένα.
Ειδικά τόσα χρόνια με όλα τα σκηνικά μας.
Πως δεν έπαθε καρδιά απορώ;
Αλλά κρατιόταν αρκετά.Ποτε δεν μα είχε διώξει ούτε να μα τιμωρίσει.
Έπρεπε να κρατήσει τις ισσοροπίες
γιατί ο Αχιλλέας κόντευε να τρελαθεί κάθε φορά στις αποστολές μαζί μου και παρά λίγο θα με σκότωνε ,κάθε φορά.
Κάθε φορά προσπαθούσε να με μαζέψει πριν κάνω την μαλακια αλλά...
Μια φορά θυμάμαι ειδικα,μας είχε στείλει ο Ghost μαζί με τα παιδιά της λέσχης να εξουδετερώσουμε μια ομάδα από Ιρλανδούς μαφιόζους που είχαν τολμήσει να εκτελέσουν κάποιους δικούς του εν ψυχρώ σε αγοραπωλησία ναρκωτικών.
Η Ιρλανδική μαφία ήταν από τις πιο σκληρές και αδίστακτες.
Αλλά εμείς δεν χαμπαριαζαμε.
Ειδικά εγώ.
Στις φλέβες μου πάντα έρεε κάποιου είδους ουσία ή μαριχουάνα ,χάπι, κόκα.
Δεν ήμουν σαν τον Γαβριήλ που ακόμα και μαστουρα ήταν συγκεντρωμένος.
Εμένα με παρέσυρε η έκσταση της στιγμής.
Η ανυπομονησία της στιγμής.
Έτσι καθώς βρισκόμασταν σε διαπραγματεύσεις με τους μαλακες ,για κάποιο λόγο εμένα δεν μου άρεσε το βλέμμα του ενός που μας κοιτούσε.
Με τα ηλίθια κουστούμια τους και κασκετα ήταν απομιμήσεις των Pikie Plinders.
Πως τολμούσαν να μας στραβό κοιτάνε.
Ο Αχιλλέας προσπαθούσε με το βλέμμα του να με προειδοποιείση αλλά εμένα με έτρωγε το χέρι μου στη σκανδάλη.
Με νευριαζαν τόσο πολύ.
Έτσι την πάτησα και έριξα ση σφαίρα στο δόξα πατρι του τυπου.
<<Γαμώ την τρέλα μου,>>αναφώνησε ο Πέτρος.
<<Ω ,σκατά,>>είπε ο Άρης.
Και το χάος ξέσπασε.
Πυροβολισμοί έπεφταν.
Ένας ένας έπεφτε νεκρός.
Και εγώ γελούσα σαν μανιακός με κάθε λαιμό που έσπαγα.
Δεν ένιωθα πλέον.
Γιατί όλα ήταν μάταια.
Αργά η γρήγορα ήξερα πως θα έφευγα ,είτε από τα ναρκωτικά ή από κάποια σφαίρα.
Λίγο πιο μετά στεκόμασταν έξω από το κτήριο.
Ο Αχιλλέας οριόταν ,πως δεν ήταν αναγκαίο αυτό,από το πρώτο λεπτό.
<<Ήταν ήδη νεκροί από την ώρα που πάτησαν το πόδι τους εδώ,>>είπε ο Γαβριήλ κρατώντας το τσιγάρο στο στόμα του.
Με αίματα στο πρόσωπο του και σκισμενα ρούχα ,φαινόταν πως δεν έδινε δεκάρα, γενικότερα.
Αλλά για εμένα, δεν ήταν αρκετό όλο αυτό.
Χωρίς να το καταλάβουν,πήγα προς το αμάξι του Άρη και έβγαλα δύο μπετόνια με βενζίνη.
Όσο προχωρούσα προς το κτήριο ακόμα άκουγα τις φωνές τους ,να μαλώνουν.
Μέχρι που με πήρε χαμπάρι ο Πέτρος.
<<Έεε,Αχιλλέα;>>Είπε διστακτικά.
<<Τι ;>>Του είπε εκείνος με νεύρα.
<<Ο Ορφέας πήρε τα μπετονια .Θα βάλει το κτήριο φωτιά>>.
<<ΤΙ ΘΑ ΚΑΝΕΙ ΛΕΕΙ;>>Εγώ ήμουν ακριβώς στην πόρτα ,όταν με κοίταξε με το πιο σκοτεινό βλέμμα που είχα δει ποτέ μου.
Εγώ του έβγαλα την γλώσσα και έτρεξα μέσα.
Με κυνηγούσε σε όλο το κτήριο ,καθώς εγώ έριχνα την βενζίνη στο πάτωμα και στα πτώματα πάνω.
<<Θα σε σκοτώσω μικρέ.Θα τους μαζεύαμε.Δεν χρειάζεται να του βάλεις φωτιά.Θα μας πάρει χαμπάρι η αστυνομία Και θα βρεθούμε φυλακισμένη στην Ιρλανδία>>.
<<Χα,δε θα με πιασεις ποτέ,>>του φώναζα.<<Δε χρειάζεται η φωτιά θα τα σβήσει όλα και θα νομίζουν πως μπήκαν τίποτα άστεγοι μέσα και την έβαλαν καταλάθος>>.
Προσπαθούσε να με πιάσει αλλά δεν μπορούσε.
<<Ορφέα έλα εδώ.ΤΩΡΑ.Μα το Θεό ,είναι λες και έχω παιδί,>>φώναζε.
Ξαφνικά σταμάτησα απότομα με τον αναπτήρα στο χέρι.
Σαν μανιακός με την αδρεναλίνη στο αίμα μου τον αναβοσηνα .Ήταν Αχιλλέα, που χωρις να με πάρει χαμπάρι του τον είχα κλέψει.
<<Είναι ο αναπτήρας μου αυτός;Δωστον πίσω .ΤΩΡΑ>>.
<<Ποιο; Αυτό το ψεύτικο πράγμα που πήρες από τους κινέζους;Δεν νομίζω να σου λείψει,>>και με αυτό τον έριξα κάτω.
Ο Αχιλλέας τον ακολούθησε με το βλέμμα του ,καθώς έπεφτε στο πάτωμα.
Εγώ έτρεξα κατά πάνω μου και τον έπιασα από το χέρι.
Εκείνος αποσβολωμενος κοιτούσε την φλόγα που εξαπλώνονταν.
<<Μη κοιτάς σαν χάνος.ΤΡΕΧΑ,>>του φώναξα καθώς οι φλόγες άρχισαν να γλύφουν το πάτωμα ,τα σώματα και να λαμπαδιαζει όλο το κτήριο .
Στο παρατσακ προλάβαμε να πεταχτούμε εξω από το κτίριο, πριν εκραγεί.
Ευτυχώς ήταν σε χωράφια και δεν είχε σπίτια κοντά.
Όλοι έπεσαν στο πάτωμα.
Μόνο ο Γαβριήλ στεκόταν όρθιος και συνέχιζε να καπνίζει σαν να μη συνέβαινε τίποτα.
Πεσμένοι στο τσιμενυο Αχιλλέας μου έριξε μπουνιά στο στομάχι.
<<Στο ορκίζομαι μια μέρα θα σε σκοτώσω.Εκτός αν προλάβεις να το κάνεις μόνος σου ,κάνοντας καμία βλακεία και με αναγκάσεις να σε ακολουθήσω,>>χαμογέλασε ξεπνοος.
<<Σε αγαπώ αδερφέ,>>του είπα προσπαθόνυας να πάρω ανάσα και εκείνος με αγκάλιασε.
<<Τι θα κάνω μαζί σου;>>
Μου είπε.
Σειρήνες άρχισαν να ακούγονται από μακριά.
<<ΤΗΝ ΚΑΝΟΥΜΕ,>>φώναξε ο Άρης .
Οι μηχανές άρχησαν όλες να ανάβουν και φύγαμε πριν καν μας πάρει κανείς χαμπάρι πως είμασταν εκεί.
Κοιτόντας πίσω θα άλλαζα πολλά.
Το ότι τους έθετα σε κίνδυνο όλους δεν ήταν και το καλύτερο μου.
Αλλά δεν λειτουργούσα σωστά.
Τώρα όσο περνάει ο καιρός και όσο τα πράγματα γίνονται πιο δύσκολα ,με καθαρό μυαλό συνειδητοποιώ πως ίσως εκείνος ο Ορφέας κάτι ήξερε παραπάνω που με τις τρελές του ήθελε να τους αποτελειώσει όλους εντελώς.
Πάντοτε το μικρό παιδί μου μέσα μου ούρλιαζε για εκδίκηση και εγώ το έπνιγα ,για να μη νιώσω τον πόνο.
Τώρα φωνάζει να το αφήσω να πάρει τα ηνία.
Θέλουν να μου την πάρουν.
Την μόνη ουσία στη ζωή μου.
Το μόνο φως που με κάνει να θέλω να προχωρώ.
Πάνω από το πτώμα μου.
Κάθε λέξη που της είπα την εννοούσα.
Δεν έφταιγε αυτή για της αμαρτίες του πατέρα της.
Την βλέπω που παλεύει με τις σκέψεις της.
Το βλέμμα της να αλλάζει.
Σαν να έχει ένα ζουζούνι στο μυαλό της που το ροκκανιζει σιγά σιγά.
Θέλω να μπω μέσα στο του και να το λιώσω.
Νιώθω πως θέλει να φύγει να τρέξει.
Όπως και τότε με την Έμιλι.
Θυμάμαι ακόμα την αμηχανία της όταν μου έλεγε την ιστορία της.
Το παίζει παραπάνω δυνατή από ότι είναι.
Αλλά εγώ βλέπω πίσω από όλο αυτό.
Είναι φοβισμένν.
Ένα απλό κορίτισι που οι συνθήκες την έκαναν να γίνει ένα άγριο σκυλί.
Θέλω να πάρω το βάρος από πάνω της.
Ή έστω να το μοιραστούμε.
Όσο περνάει ο καιρός και την κοιτάζω, τόσο πιο πολύ καταλαβαίνω ότι όλο αυτό είναι καρμικκ και περίεργο.
Την προηγούμενη νύχτα είχα το ίδιο όνειρο με παλιά.
Ένα όνειρο χαοτικό ,που με πήγαινε από σκηνή σε σκηνή.Και κατέληγε σε μια αίθουσα λευκή.
Εκεί στη μέση έβλεπα μια ,φυγουρα να κλαίει.
Τότε δεν καταλάβαινα ποια ήταν και τι ήθελε εκεί.
Ούτε την φωνή της αναγνώριζα που με παρακαλούσε να μη φυγω.
Αλλά τώρα έχει πάρει σάρκα και οστά.
Είναι η Όμορφη μου.
Και όσο περίεργο ακούγεται,πιστεύω πως μια δύναμη έχει βάλει το χέρι της για να βρεθούμε .
Και αυτή η δύναμη είναι, η Έμιλι.
Θεέ μου ,είναι τόσο περίεργο.
Δεν ξέρω καν πως να της το εξηγήσω.
Δεν είχα ιδέα τότε ότι υπήρχε,πως ήταν αληθινή..
Αλλά κάθε φορά στα όνειρα μου εμφανίζονταν ο άγγελος μου και μου την έδειχνε.
Δεν πίστευα ποτέ στο παραφυσικό ,αλλά αυτό τώρα δεν μπορώ να το εξηγήσω.
Ακόμα και πριν λίγους μήνες που ανακαλύψαμε όλοι πως με κάποιο τρόπο είμασταν συνδεδεμένοι με την Έμιλι,δεν μπορούσαμε να το εξηγήσουμε.
Είναι πάντοτε εδώ.
Νιώθω την ύπαρξη της.
Και κατά κάποιο τρόπο με κάνει να επιμένω με την Εύα.
Να παρατηρώ περισσότερο.
Ήθελα να μάθω το τι της άρεζε .
Το τι την έκανε χαρούμενη.
Ποτέ μου δεν ήμουν παρατηρητικός ,
αλλά για κάποιο λόγο με εκείνη μου βγαίνει φυσικά
Όλα τα στοιχεία εμφανίζονται μπροστά μου.
Αν της πω πως θεωρώ ότι η γυναίκα της, κάνει την προξενήτρα από την άλλη ζωή, θα με περάσει για τρελό.
Δεν μπορώ όμως να το εξηγήσω.
Την ημέρα που μας είπε η Ηρώ για την εμπειρία της όταν ήταν σε κόμμα.
Όλες οι στιγμές με την Έμιλι πέρασαν από το μυαλό μου.
Όλα τα όνειρα.
Έτσι όπως μας περιεγραφε το μέρος έμοιαζε πολύ με εκείνο στα όνειρα μου.
Το σοκ που έπαθα όταν άκουσα το όνομα της κόρης της δεν λέγεται.
Προσπαθώ να κρατηθώ να μην δείξω ότι κάτι με απασχολεί.
Δεν θέλω να τους αναστατατωσω περισσότερο.
Πως στο καλό να εξηγήσω πως η Έμιλι εκει εκεί που είναι έχει χάσει την Βασιλική;
Δεν ξανά ήρθε στον ύπνο μου.
Κάτι περίεργο συμβαίνει.
Και νιώθω ότι κάτι απλά βράζει και κοντεύει να σκάσει.
Το νιώθω μέσα μου.
Όσο και να προσπαθώ να γυρίσω σε εκείνο το μέρος δεν μπορώ.
Έστω να ψαξω μαζί της.
Γαμώ,μπορώ κάλλιστα να κάνω παρέα με τον Άγη, νομίζω θα τα πάμε καλά.
Όταν φτάσαμε στο σπίτι ήταν όλοι μαζεμένοι στο σαλόνι.
Ο Μάρκος μάλωνε με τον Αχιλλέα, για το ποιος θα πάρει σειρά να μηλισει με βιντεοκλήση στην Ηρώ.
Ο Φίλιππος έπαιζε με τα σκυλιά.
Εκείνα μόλις την είδαν έτρεξαν κοντά της.
Έσκυψε και τα χάιδεψε. Ακόμα και τον Σπιθα που προσπαθούσε να καβαλήσει την Χάριβδη.
Εκείνη του γρυλισε και η Σκύλλα κλαψουρισε.
Καλα μιλάμε για το ερωτικό τρίγωνο εδώ.
Ο Γαβριήλ κάπνιζε έξω και η Ξένια ήταν στον καναπέ μουτρωμένη.
Ωραία είχαμε έρθει πάλι σε ναρκοπέδιο και εμείς θα ρίχναμε το τελειωτικό χτύπημα.
Πως θα της λέγαμε το τι είχαμε ανακαλύψει;
Αμφιβάλλω αν γνώριζε .
Έπρεπε να της το πούμε με το μαλακό.
<<Καλώς τους.Αποφασίσατε να έρθετε σπίτι επιτέλους ,;>>
Φώναξε όλο νεύρα ο Αχιλλέας.
<<Βασιλείου θα σε σκισω,>>φώναξε έπειτα,καθώς ο Μάρκος του έπερνε τον υπολογιστή από τα χέρια και πήγαινε προς τον καναπέ.
Ο Μάρκος του έβγαλε την γλώσσα.
<<Καθόλου ποικιλία στο λεξιλόγιο σου δεν έχεις .Κάπως πρέπει να ανανεώσουμε την σχέση μας γιατι θα ζητήσω διαζύγιο στο τέλος, Μάρκου>>.
<<Ηλίθιε ,>>του γρυλισε ο Αχιλλέας.
Είχε περάσει αρκετή ώρα και ήδη είχε νυχτώσει.
Μεγάλη νύχτα ερχόταν.
Η Εύα πήγε στην κουζίνα και άνοιξε το ψυγείο βγάζοντας μια μπύρα.
Ένιωθα την νευρικότητα της.
Για όνομα του Θεού την είχαν κάνει Μεσσία.
Και τι έπρεπε να κάνει;
Να μπει στον Κέρβερο και να πει για σας ήρθα;
Είμαι η βασίλισσα σας.
Προσκυνήστε με και αυτή να το κάνουν.
Είναι βασίλισσα.
Αλλα μόνο δική μου.
Γι'αυτό έκανα και το τατουάζ.
Την νεκροκεφαλή με την κορόνα.
Γιατί έκανε έναν νεκρό να νιώσει βασιλιάς.
Όλο αυτό ήταν καθαρή αυτοκτονία.
<<Ποιος προσέχει το τερατάκι;>>
Είπε ανήσυχα η Σοφία.<<Μόνο του τον αφήσατε;>>
<<Είναι αναίσθητος μην φοβάσαι,>>είπε ο Γαβριήλ καθώς έμπαινε μέσα κλείνοντας την μπαλκονόπορτα.
<<Αδερφούλη τα χέρια σου,>>αναφώνησε η Σοφία και έτρεξε ε κατά πάνω του.
Ξερό αίμα και σκασμένο δέρμα ,έδειχναν πως είχε διασκεδάσει για πολύ ώρα.
<<Θα τον σκοτώσω.Σε πείραξε;>>
Τον ρώτησε καθώς κοιτούσε τα χέρια του.
<<Είμαι καλά μικρή,μην ανησυχείς,>>τράβηξε το χέρι του και της χτύπησε απαλά το κεφάλι με την παλάμη του χαμογελόντας.
Έπειτα το βλέμμα του έπεσε στην Ξένια και εκείνη το απέφυγε .
<<Έπρεπε κάπου να ξεσπάσω>>.
<<Μπόρεσες να μάθεις τίποτα απ' το στόμα του;>>
Τον ρώτησε η Εύα και εκείνος κούνησε το κεφάλι αρνητικά.
Ο Αχιλλέας με πλησίασε.
<<Πρέπει να μιλήσουμε,>>Κοίταξα την Εύα που έπινε από το μπουκάλι και ερχόταν να κάτσει στο καναπέ.
Ο Αχιλλέας ξεφυσηξε.
<<Γιατί έχω την αίσθηση πως θα χρειαστώ ζαναξ μετά από αυτό.Πόσο κακό είναι ;>>
<<Πολυ,>>του είπα καθώς η Εύα έπαιρνε τον υπολογιστή από τον Μάρκο κΑΙ τον έβαζε στο τραπέζι.
Η Ηρώ φάνηκε τρώγοντας ποπκορν πάνω στο κρεβάτι .
Η Εύα την χαιρέτησε ,όταν ο Αχιλλέας την εσμπρωξε για να κάτσει ανάμεσα τους
Την φίλησε στον αέρα και ο Μάρκος γούρλωσε τα μάτια.
<<Ε,σε πιάνει μια αηδια όμως,>>του είπε .
<<Πως τα πάει η γιαγιά σου με τον γκόμενο;Ελπιζω να κάνουν πολύ σεξ.Κινκι σεξ,>>του είπε ο Αχιλλέας και εκεινος έκανε πως ξερνάει.
<<Σταματήστε ,>>είπε ο Φίλιππος.
<<Ορφέα.Ευα ,πείτε μας τι έγινε.Μαθατε τελικά ποιος ήταν αυτός που σας ακολουθούσε>>.
Τα μάτια μας μίλησαν και έπειτα πήγα κάθησα δίπλα από την Ξένια.
<<Ότι ακούσεις τώρα σε θέλω ψύχραιμη της είπα,>>με κοίταξε περίεργα.
Ο Γαβριήλ πετάχτηκε δίπλα μου.
<<Πρόσεξε τι θα πεις μικρέ ,δεν μου αρέσει το ύφος σου>>.
Και ξεκίνησα να δίνω τις πληροφορίες της ημέρας
<<Αυτό είναι τέρμα διεστραμμένο.Τι στον πούτσο;>>
Φώναζε ο Μάρκος.
Ο Αχιλλέας αφού είχε ακούσει όλα αυτά που είχαμε μάθει,μιλούσε σαν παλαβός στο τηλέφωνο με τον Μπιλ.
<<Θέλω να είστε σε επαγρύπνηση Να έχετε μάτια παντού.
Τα πράγματα φενονται....>>
Η Ξένια έτρεμε μετά από το άκουσμα της ιστορίας.
Ο Γαβριήλ περπατούσε πέρα δοθε έτοιμος να χτυπήσει κάτι.
Έπειτα έκατσε δίπλα της και την πήρε στην αγκαλιά του.
Η Σοφία καθόταν μπροστά από την πόρτα του υπογειου καραούλι και μας κοιτούσε και συγκεκριμένα την Ξένια.
<<Χρησιμοποιούν τον γιο σου εναντίον σου για να σε προκαλέσουν.
Θέλουν να τους βρεις ώστε να σε εξοντώσουν,>>είπε ο Φίλιππος.
<<Δεν είμαστε σίγουροι ότι είμαστε ασφαλείς.Δεν έχει τελειώσει τίποτα Μπιλ.Ποιος μου λέει ότι δεν θα επιτεθούν.Γαμω,τώρα στοχεύουν την Εύα.Που σημαίνει όλους μας.Και ξέρεις πως ο καργιόλης δεν έχει τελειώσει με την Ηρώ.Ξερει πως θα αντιδράσουμε και απλά ψάχνει να βρει τρύπα.Το κέρατο μου ,έκανε τον αδερφό μου φονική μηχανή μια είναι απλά ένα μικρό παιδι...>>συνέχιζε να ορίζεται ο Αχιλλέας.
Η Ηρώ απλά είχε μείνει άναυδη
<<Καλά είμαι εγώ εδώ ,μην ανησυχείτε.Ποιο ασφαλείς δεν γίνεται να είμαι.Αν και η Έρη δεν μου είπε τίποτα.Θα την σκοτώσω ....Το σπίτι φρουρειται παρά πολύ καλά....,>>ακουγόταν η Ηρώ να λέει στον Μάρκο.
Τα σκυλιά μας κοιτούσαν από την γωνία.
Εκτός από την Χάριβδη που είχε έρθει στα πόδια της Εύας και την κοιτούσε μέσα στα μάτια,ενώ εκείνη της χάιδευε το κεφάλι.
Ένιωθε πως το αφεντικό της ήταν σε ταραχή,σαν πιστή ακόλουθος της και αυτή.
Την μόνη που αποδεχόμουν.
Και εμένα φυσικά.
<<Τι σκοπεύεις να κάνεις;>>
Ρώτησε την Εύα,ο Φίλιππος.
<<Να τους σκοτώσω.Να πάρω το παιδί μου.Απλό>>.
<<Θα σκοτωθείς στην πορεία έτσι όπως το σκέφτεσαι.Ειναι αυτοκτονία,>>είπε ο Γαβριήλ καθώς χάιδευε το κεφάλι της Ξένιας.
Αυτοί οι δύο όσο και να τρώγονταν δεν μπορούσε ο ένας χωρίς τον άλλον.
Η Εύα αναστέναξε.
<<Δεν ξέρω Όλο αυτό είναι περίεργο και για εμέναΠρώτον δεν ξέρουμε καν που είναι αυτό το νησί και που είναι ο μικρός.
Υποψιαζόμαστε πως εκεί είναι και άλλα παιδιά όπως και της Δάφνης.
Αλλά δεν έχω σκοπό να τους παραδοθω.
Αν θέλουν πόλεμο θα τον έχουν.
Δεν θέλω να με ακολουθούν.
Δεν είμαι κάποιου είδους Μεσσίας ούτε θέλω να γίνω αλλά....>>
<<Αυτό μπορεί να είναι ο άσσος που χρειαζόμαστε για να τους χτυπήσουμε,>>είπε ο Φίλιππος.
<<Έστω και ένα μέρος του νησιού να είναι μαζί σου θα είναι για εμάς συν>>.
<<Ναι.Αλλα δεν θέλω να ανακατεύτειτε, είναι επικίνδυνο.Αφηστε το σε εμένα και στη οργάνωση>>.
<<Όχι ,>>φώναξα μαζί με τον Αχιλλέα ταυτόχρονα που παρόλο που μιλούσε ακόμα στο τηλέφωνο είχε τα αυτιά του εδώ.
<<Με την καμια Όμορφη.Αυτο αφορά όλους μας>>.
Είναι φοβισμένη και ανησυχεί για την ασφάλεια μας.
Την καταλαβαίνω .
Μετά από όλα αυτά ποιος δεν θα ήταν.
Αλλά και με το να μείνουμε αδρανής δεν έβγαινε κάτι.
Ούτε μας εγγυόταν κάνεις πως είμασταν ασφαλής αν καθόμασταν στα αυγά μας χωρίς να δρασουμε.
<<Είναι ο αδερφός μου Είσαι η μάνα του.
Γαμώ αυτό που είπα είναι είναι περίεργο...>>κούνησε το κεφάλι του.
<<Τέλος πάντων.Δεν θα κάνεις κάτι μόνη σου.Γιατι δε θέλω να πάθεις κάτι.
Συμφωνεί και ο Μπιλ>>.
Η Εύα σηκώθηκε από τον καναπέ.
<<Δωστο,>> του έκανε νόημα να δώσει το κινητό .
Εκείνος δυστασε και του το άρπαξε από το χέρι.
<<Μπιλ....Ξέρω...,>>άρχησε να λογομαχεί μαζί του.
<<Το καταλαβαίνω ...Αλλά...>>.
Εγώ γύρισα την προσοχή μου στην Ξένια.
Μετά την αποκάλυψη για την μητέρα της εκείνη ειχε παγώσει.
<<Δεν είχα καταλάβει κάτι,>>ψέλλιζε πριν λίγο.<<Γιατί δεν μου είχε πει κάτι;Θα μπορούσα να βοηθησω>>.
<<Ξένια,δεν θα μπορούσες να κάνεις κάτι.Το τάγμα είναι ορκισμένο να μην αποκαλύπτει πράγματα.
Και ειδικά την ταυτότητα των μελών της.Σε προστάτευε.Αμφιβαλλω αν ο πατέρας σου γνώριζε...>>
<<Ω Θεέ μου,>>αναφώνησε η Ξένια.
<<Τι έγινε σκιουράκι;>>Την ρώτησε ο Γαβριήλ.
<<Νομ..νομίζω..Όχι δεν ...Γαμώτο .>>.
<<Πιστεύεις πως ο θανατος της δεν ήταν απλή σύμπτωση,>>συμπλήρωσε ο Μάρκος και της χαμογέλασε.<<Ξέρω πάντα τι σκέφτεσαι>>.
Του χαμογέλασε και εκεινη
<<Σκατά,>>ξεφυσιξε.
<<Υπάρχει τέτοια πιθανότητα;>>
Ρώτησα.
<<Δεν ξέρω.Απλα είναι περίεργο.Ηταν μια χαρά και ξαφνικά έφυγε.Τα ανευρισματα έτσι είναι.Αλλα και πάλι ήταν περίεργο γιατί δεν μόλις είχε κάνει εξετάσεις και μαγνητική για την μέση της και τα πάντα ήταν καθαρά .Παντού όμως>>.
Η Εύα πληκτρολόγησε κάτι στο κινητό.
<<Θα βάλω να ψάξουνε περισσότερα για τον πατέρα σου>>.
<<Δεν χρειάζεται το έχουμε κάνει,>>είπε ο Γαβριήλ.<<Δεν φαίνεται πουθενά μπλεγμένος με την οργάνωση.Περα από τα προηγούμενα που έχει με μας δεν τον εμπλέκει κάτι...>>
<<Ναι αλλά στο τμήμα πριν λίγους μήνες μας έστειλε χαιρετίσματα από τον Ghost,>>του είπα.
<<Αυτό δεν δείχνει ότι είναι μπλεγμένος με την οργάνωση.Δεν έχουμε δει πουθενά το όνομα του.Μπορει απλά να είχε συνναλαγες χρηματικές και να τον λαδωνε ...>>
<<Δεν με πείθει,>>είπα.
<<Ούτε εμένα.Αλλα δεν έχουμε απτά στοιχεία για να τον συνδέσουμε,>>είπε ο Γαβριήλ.<<Εμπλέκεται σίγουρα απλά είναι έξυπνος και τα κρύβει.Ισως πρέπει να ψάξουμε το σπίτι σου Ξένια.Μπορει να βρούμε κατι και για την μάνα σου Θαυμάσια αμα κρατούσε κανένα ημερολόγιο κάτι;>>
Κούνησε αρνητικά το κεφάλι.
<<Θα μπορούσα να πάω να τα βρω όταν θα είναι στη δουλειά.Εχω ακόμα το κλειδί>>.
<<Με τίποτα .Είναι επικίνδυνο.Αν σε πιάσει φοβάμαι πως θα αντιδράσει,>>της είπε.
<<Το ξέρω.Αλλά τι άλλο μπορούμε να κάνουμε;Πρεπει να πάω>>.
<<Θα έρθω μαζί σου ,>>της είπε η Εύα.
<<Σε ευχαριστώ>>.
Ο Γαβριήλ τις ψυθήρισε κάτι στο αυτί.
<<Με παρακολουθείς;Πόσο καιρό το ξέρεις;>>
Του φώναξε.
<<Αρκετο.Και όχι δεν σε παρακολουθώ.Σας είδε ο Πασχάλης από τηλέσχη.Περνουσε μια μέρα με το αμάξι από το σχολείο.Θα μπορούσες να μου το πεις>>.
<<Δεν θα με άφηνες>>.
<<Φυσικά και δε θα το έκανα.Αλλα θα έβρισκα άλλον τρόπο να μην είσαι τόσο εκτεθειμένη και να δεις τον αδερφό σου>>.
<<Έχεις δίκαιο .Τν πετύχαμε σήμερα ακοντεψε να με...>>
<<Σε χτύπησε;>>
Την ρώτησε και άρχησε να την πασπατευει.
<<Όχι ,ευτυχώς τον πρόλαβε η Εύα,>>ο Γαβριήλ την κοίταξε
<<Σε ευχαριστώ,>>της είπε.
<<Σκέφτομαι ειλικρινά να βάλω την φάτσα του σε φωτογραφία σε σάκο του μποξ.Φτηνα την γλύτωσε,>>του απάντησε
<<Πρέπει κάπως να πάρω τον αδερφό μου από εκεί μέσα,>>είπε η Ξένια.
<<Φοβάμαι πως θα γίνει κάτι κακό>>.
Μετά την συζήτηση αυτή ξέσπασε το χάος το αναμενόμενο.
Η Εύα μιλούσε ακόμα στο τηλέφωνο με τον Μπιλ.
Η Ηρώ συζητούσε με τους υπόλοιπους.
Μέχρι που η φωνή της Σοφίας μας διέκοψε.
Έτρεξε στα ξαφνικά μπροστα από την Ξένια.
<<Σοφία τι έπαθες;>>
Την ρώτησε η Εύα καθώς έκλεινε το το κινητό..
Εκείνη επεξεργαζόταν την Ξένια .
Ξανά και ξανά.
<<Σοφία;>>
Είπε ο Γαβριήλ.
Το πρόσωπο της Σοφίας άλλαξε και συνοφριωθηκε σαν κάτι να σκεφτόταν.
Ξαφνικά γούρλωσε τα μάτια.
<<Αχα,>>αναφώνησε τόσο δυνατά που μας τρόμαξε.
<<Και αναρωτιόμουν γιατί δεν μοιάζεις τόσο με τον αδερφό σου>>.
<<Ορίστε;>>
Ρώτησε σαστησμενα η Ξένια.
<<Τι μαλακίες λες Σοφία>>.
Είπε ο Γαβριήλ.
<<Τι εννοείς;>>
Συνέχησε η Ξένια.
<<Πριν στο σχολείο μου είπε πως μοιάζεις ελάχιστα με τον αδερφό σου.Πως μοιάζεις πιο πολύ στον πατέρα σου παρά εσύ,>>της είπε η Εύα.
<<Δεν βγάζει νόημα αυτό>>.
Η Σοφία την κοίταξε ξανά.
<<Χμμμ,μπα δεν παίζει.Αλλά μοιάζουν.Αλλα αυτός δεν έχει αδερφή.Λες να μου το έκρυψε;Θα τον σκοτώσω,>>μονολογούσε η Σοφία.
<<Στο θέμα μας τρελοκοτσιδού,>>της φώναξε ο Αχιλλεας.<<Γιατί νομίζεις πως δεν μοιάζει με τον Παναγιώτη;>>
Η Σόφια κοίταξε ξανά καλά την Ξένια.
<<Γιατί νιώθω πως αυτό δεν θα μου αρέσει καθόλου;>>Είπε διστακτικά η Ξένια.
<<Ούτε και εμένα,>>πρόσθεσε ο Γαβριήλ.
Κάτι μου έλεγε πως σε κανέναν μας δεν θα άρεζε αυτό.
Η Σόφια άρχησε να παίζει με την μία κοτσίδα της.
<<Μοιάζεις πιο πολύ με τον Αναστάση μου,>>πέταξε την βόμβα και πήγε κοντά στην Εύα.
<<ΤΙ;>>
Φώναξε η Ξένια.
<<Ω , με τίποτα.Πανω από το πτώμα μου θα είναι συγγενής μαζί του,>>είπε ο Γαβριήλ έξαλλος.
Η Σόφια τον αγριοκοίταξε και εκείνος μαζεύτηκε.
<<Σοφία ξέρεις πως είναι,>>τις είπε διστακτικά μην του έρθει καμία από το πουθενά.
<<Ναι είναι λίγο τρελουλης αλλά...>>
<<Το ήξερα,>>ακούστηκε η φωνή της Ηρως.Και έλεγα ποιον μου θυμίζει.Ποιον μου θυμίζει>>.
Η Ξένια σηκωθηκε απότομα από την αγκαλιά του Γαβριήλ.
<<Πάω να ξαπλώσω.Με συγχωρείτε,
Όλες αυτές οι πληροφορίες είναι πάρα πολλές>>.
Ο Μάρκος πήγε να την ακολουθήσει και εκείνη του έκανε νόημα με την παλάμη της να σταματήσεις.
Εκείνος κοντοσταθηκε.
Ο Γαβριήλ ετρεξε από πίσω της
<<Υπόθεση είναι απλά Ξένια.δεν σημαίνει πως είναι αλήθεια>>.
Ανέβαινε τις σκάλες γρηγορα.
<<Και από πότε οι υποθέσεις μας δεν βγήκαν αληθινές;Δεν φτάνει που η μάνα μου είναι κρυφή σούπερ δολοφόνος.Εχω και άλλο αδερφό τώρα;>>
Η φωνή της έσβηνε.
<<Θέλω να μείνω μόνη Γαβριήλ.Σε παρακαλώ,>>του είπε.
<<Εντάξει.Αν θελήσεις κάτι φώναξε>>.
Η πόρτα του δωματίου έκλεισε και εκείνος άρχησε να κατεβαίνει τα σκαλοπάτια.
<<Απλά μου έμοιαζαν πολύ Αχιλλέα,από την πρώτη στιγμή που τον είδα...Δεν ξέρω..>>Έλεγε η Ηρώ.
<<Στεναχωριέμαι που δεν είμαι εκεί για εκείνη>>.
<<Καλά θα είναι ξωτικουλι,>>της είπε ο Μάρκος.<<Εγώ είμαι εδώ>>.
<<Αυτό τώρα καλό είναι;>>Είπε ο Αχιλλέας.
<<Σκάσε>>.
<Εσύ σκάσε>>.
<<Εχ και πίστευα πως τώρα που θα λείπω θα σας ένωνε η απουσία μου λίγο.Αλλά είχα φρούδες ελπίδες,>>τους είπε και το γέλιο της ακούστηκε.
Μου έλειπε το γέλιο της στο σπίτι.
Σε λίγες μέρες θα γέμιζε πάλι.
<<Χα,ποτέ,>>είπε ο Αχιλλέας.
<<Προτιμώ να πιώ βενζίνη ,παρά αυτό,>>είπε ο Μάρκος.
Η Εύα μιλούσε με την Σοφία και τον Γαβριήλ.
Πλησίασα κοντά.
<<Θα βάλω να ψάξουν περισσότερα για το παρελθόν του μήπως και βρούμε κάτι.Εισαι σίγουρη πως δεν έχει οικογένεια;>>
Ρώτησε την Σοφία.
<<Ναι,κανεις από τους τρεις δεν έχει.
Από μωρά μέσα στον Κέρβερο ήταν >>.
<<Αν ισχύει αυτό ,σημαίνει πως είναι από άλλον πατέρα και όχι του Μιχαηλιδη.Ειπε ο Γαβριήλ.Γαμώ νιώθω πως τα χάνω,>>συνέχισε.
<<Θα βρούμε την άκρη αδερφέ,>>του είπα και του χτύπησα τον ώμο.
<<Μη σε χάσουμε και εσένα τώρα>>.
Το κινητό του χτύπησε.
Κοίταξε την οθόνη .
<<Σκατά ,γαμω την πουτάνα μου,>>
Φώναξε.
<<Η ξινή;>>
Τον ρώτησα.
<<Ναι με έχει τρελάνει,>>Είπε και έφυγε παραπέρα για να μιλήσει στο κινητό.
<<Όχι, Ανδριάνα δεν πρόκειται να πληρωσω πέντε χιλιαρικα στον φωτογράφο ...Δεν θα έρθω...Γιατί είμαι κουρασμένος...>>τον άκουγα καθώς έβγαινε έξω ,κοπανοντας απότομα την μπαλκονόπορτα από πίσω του
<<Είσαι εντάξει;>>Γύρισα και κοίταξα την Εύα.
Έφερα το χέρι μου στο μάγουλο της.
<<Ναι>>.
<<Δε θα σου συμβεί τίποτα.Στο υπόσχομαι,>>της είπα και την φίλησα απαλά στα χείλη.
Ένα μουγκριτο βγήκε από τα χείλη της.
Θέλω να της ορμήξω εδώ και τώρα.
<<Το ξέρω.Απλα ανησυχω. Όλο αυτό είναι υπερβολικά πολύ και νιώθω ότι δεν θα τελειώσει..>>
<<Θα τελειώσει στο υπόσχομαι και αυτό.Απλα για τωρα τι λες να πάμε να κάνουμε μια επίσκεψη στον ηλίθιο κάτω;Εχω την εντύπωση πως όλα αυτά τα ξέρει>>.
<<Ναι αυτό πιστεύω και εγώ .Σοφία!>>
Την φώναξε καθώς εκεινη ειχε πάει δίπλα στον Φίλιππο και τον αγκάλιαζε.
<<Πάμε κάτω,έλα μαζί μας>>.
<<Ναιιιιι,έχω ώρα να τον χτυπήσω και μου έλειψε λίγο>>.Αναφωνησε.
<<Ο Φίλιππος τι κάνει εκεί;>>
Την ρώτησα .
Εκείνος είχε πάρει τον δικό του υπολογιστή και πληκτρολογούσε.
<<Έρευνα λέει.Για να βοηθήσει.Μιλησε και με τον Ντέμιαν ,οπότε νομίζω σίγουρα θα βρουν κάτι.Παμε γιατί ανυπομονώ,>>είπε χτυπόντας χαρούμενη παλαμάκια.
Όσο πιο γρήγορα τελειώναμε,τόσο καλύτερα.
Γιατί ήθελα σύντομα να την ξανά έχω στην αγκαλιά.
Ένας άρρωστος είμαι που δεν μπορώ ούτε λεπτό να μαζέψω τα χέρια μου.
Κάποια στιγμή το βλέπω θα με ρίξει νοκ άουτ ,απλά για να κοιμηθεί γιατί δεν αθα άντεχει άλλο.
Και είμαστε ακόμα στην αρχή.
<<Ξύπνα,βλαμμένο.Ηρθα,>>έλεγε η Σοφία στον Άγη χτυπώντας του σφαλιάρες στο πρόσωπο.
Αλλά εκείνος τίποτα.
Τα χείλη του ήταν πάλι σκασμενα και το ένα μάτι του σχεδόν κλειστό.
Σχεδόν άρχησα να τον λυπάμαι ,έτσι εκεί ανύμπορο στην καρέκλα.
Αλλά αυτή η σκέψη γρήγορα έφυγε από το μυαλό μου, ενθυμούμενος όσα είχε κάνει.
Δεν ξέρω για πόσο καιρό μπορούσαμε να τον κρατήσουμε εδώ κάτω.
Ένας δυνατό κρότος ακούστηκε.
Η Σόφια του είχε δώσει ακομα μια πιο δυνατή.
Το κεφάλι του τιναχτηκε προς τα δεξιά.
<<Αου, αυτό πονεσε,>>είπε εκείνος καθώς συνέρχονταν αργα.
<<Καλά ξυπνητουρια τερατακι,>>
του είπε η Σοφία καθώς εκείνος προσπαθούσε να ανοίξει τα μάτια του.
Εγώ και η Ευασταθήκαμε μπορούσα του.
<<Αν έχετε σκοπό να με χτυπήσετε πάλι.Σας πληροφορω ότι έχετε καταντήσει αηδία.Για όνομα δηλαδή,απορώ πως δεν σκέφτεσται πως αν ήθελα να σας βλάψω θα το είχα κάνει ήδη,>>τίναξε το σώμα του μπροστά ,αλλά τα σχοινιά τον κράτησαν στην θέση του.
Έδειξε τα δόντια του σαν θηρίο.
Η Σόφια έτρεξε να πάρει το ρόπαλο που βρισκόταν στην γωνία και το σήκωσε στον αέρα.
Η Εύα της έκανε νόημα να σταματήσει και εκείνη δυσανασχετησε, χτυπόντας το πόδι της στο πάτωμα.
Ο Άγης γέλασε.
<<Λοιπόν καιρός να μιλήσεις,>>του είπε η Εύα.
<<Αααα,από ότο βλέπω μάλλον ανακάλυψες την αλήθεια,>>της είπε με βραχνή φωνή και έφτυσε το αίμα από το στόμα του στο πάτωμα.
<<Τι ξέρεις;>>
Του ειπα.
<<Αφού τα μάθατε όλα γιατί με ρωτάτε;>>
<<Γιατί λες ψέματα,>>του είπε η Εύα.
<<Λέω;>>
<<Θα μας τρελάνει εντελώς δεν έχει σκοπό να πει κάτι,>>αναφώνησα.
<<Τι ξέρεις για το λευκό τάγμα;>>
Τον ρώτησε η Εύα.
Ο Άγης μειδίασε και εγλυψε τα χείλη του.
Για τόσες μέρες στο υπόγειο μια χαρά φαινόταν.
Παρόλο που χρειαζόταν μπάνιο.
<<Λοιπόν τι λέτε να κάνουμε μια συμφωνία;>>
Είπε στη συνέχεια.
<<Με τίποτα.Σιγα μην σε εμπιστευτούμε;>>
Του είπα.
<<Εντάξει,>>είπε στα ξαφνικά η Εύα.
<<Εύα όχι,>>διαμαρτυρήθηκα.
<<Είδες;Ξέρει πως παίζεται το παιχνίδι>>.
<<Λέγε τι θες,>>του είπε.
<<Μπορώ να έχω ότι θέλω;>>
<<Σχεδόν,>>του είπε.
<<Και όταν λέω σχεδόν.Εννοω δεν θα βλάψεις κανέναν από εμάς.Δεν θα απαγάγεις την Ξένια.Και δεν θα δραπετεύεις.Γιατι αν γίνει αυτό θα σου σπάσω τα πόδια>>.
Αυτό είναι το κορίτσι μου.
<< Δεν έχεις καθόλου πλάκα.Τελος πάντων.Πρωτον θέλω ένα στρώμα να κοιμάμαι.Δυετερον να με ανεβασεται πάνω να κάνω μπάνιο σαν άνθρωπος και να τρώω και να με βλέπει λίγο ο ηλιος.Να βλέπω λίγο τηλεόραση. Θα παίζουμε και επιτραπέζια.Θε έχει πλάκα.Ειμαι καλή παρέα..>>γέλασε.
<<Ο Αχιλλέας θα μας σκοτώσει,>>είπα.
<<Δεκτά όλα αλλά θα παραμείνεις δεμένος,>>του είπε η Εύα.
<<Και δεν θα μενεις μόνος Ολο και κάποιος θα σε προσέχει όπως και τωρα.Μεχρι να λυθεί όλο αυτό εσύ θα είσαι με την μεριά μας και άμα τολμήσεις να κάνεις μαλακία θα σε στείλω πακέτο στην αστυνομία και θα φροντίσω να μη βγεις ποτέ αν δεν σε σκοτώσω πρώτα.....>>.
<<Καλά,>>στροβιλησε τα μάτια.
<<Αν και το να είμαι δεμένος δεν είναι ευχάριστο το δέχομαι.Θα σας βοηθησω.Αλλα δεν εγγυώμαι τίποτα ...Ξέρετε η τάξη δεν μου αρέσει και πολύ..>>γέλασε ειρωνικα.<<Α,και καθαρά ρούχα θέλω επίσης.Κατα προτιμήσει μαύρα>.
<<Μήπως να σε πάμε και για ψώνια;>>
Τον ρώτησα ειρωνικά.<<Κρατούμενος είσαι όχι,σε διακοπές>>.
<<Πως τον αντέχεις;>>
Ρώτησε την Εύα και εγώ ήθελα να τον χτυπήσω.<<Μην αλλάζεις κουβέντα.Τι άλλο θες γιατί νομίζω πως δεν τελείωσες>>.
<<Θέλω να μου υποσχεθείς πως θα βρεις αυτό που μου ανήκει,>>της είπε.
<<Άμα δεν ξέρουμε τι είναι ηλίθιε ,πως θα το βρούμε.Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο πουθενά ότι υπάρχει κάτι που να είναι τόσο σημαντικό για εσένα,>>του είπα.
<<Ναι γιατί δεν θέλουν να το βρει κανείς ούτε εγώ.Με ξεγέλασαν.Το είχα κρύψει καλά και μου το πήραν.Για να με κρατήσουν μαζί τους>>.
<<Δελεαστική προσφορά σου έκαναν.Γιατι δεν την δέχτηκες τους μοιάζεις άλλωστε,>>του πέταξα όλο μίσος.
<<ΜΗΝ ΤΟΛΜΗΣΕΙΣ ΝΑ ΤΟ ΠΕΙΣ ΞΑΝΑ ΑΥΤΟ,>>ουρλιαξε νευριασμενος.
Αν μπορούσε θα με είχε κάνει ήδη κομμάτια..
<<Δεν είναι σαν και εμένα αυτά τα υποκείμενα.Ειναι υπό μου,>>τίναξε το κορμί του
Ετοιμάστηκα να του ορμήξω για να σκάσει.
Η Σόφια έκανε και αυτή κίνηση με το ρόπαλο.
<<Άγη,>>του φώναξε η Εύα καθώς εκείνος έκανε σαν μανιασμένο σκυλί.
<<Έχει δίκαιο αν δεν μας πεις τι είναι ,δεν θα μπορούμε να το βρούμε.Και η συμφωνία μας θα είναι άκυρη.Σκεψου το>>.
Εκείνος σήκωσε το φρύδι του και με κοίταξε.
<<Αξιολυπητο.Που κατάντησα!>>
Είπε δραματικά με το βλέμμα προς τα επάνω.<<Καλά θα σου πω.Αλλα μονο σε εσένα γιατί ξέρω ότι δεν θα κάνεις καμία μαλακία>>.
<<Τι;Όχι σε όλους μα θα το πεις,>>είπα.
<<Δεκτό ,>>είπε εκείνη και εγώ αναστέναξα που μας αγνοούσε ετσι.
Δεν ξέρω γιατί το έκανε.
Ίσως για να πάρει την εμπιστοσύνη του.
Αλλά ο τύπος είναι κινούμενη νυφίτσα έτοιμη να σε κατασπαράξει,εκεί που δε θα το περιμένεις.
<<Έλα κοντά.Και υποσχέσου μου πως θα κάνεις τα πάντα για να το βρεις.Οτι και να γίνει. Ακόμα και αν εγώ σταθώ εμπόδιο,>>της είπε και εκείνη πλησίασε
<<Δεν είναι δίκαιο να έχουν μυστικά,>>παραπονέθηκε η Σοφία.
Δεν ήταν δίκαιο φυσικά και εμένα με έτρωγε η περιέργεια.
<<Έχεις τον λόγο μου,>>του είπε η Εύα σφραγίζοντας την συμφωνία με τον διάβολο.
Έπειτα έσκυψε κοντά στο στόμα του και εκείνος τις ψυθήρισε κάτι στο αυτί.
Δεν μπορούσαμε να ακούσουμε όσο και να προσπαθούσαμε.
Τα μάτια της Εύας γούρλωσαν και τον κοίταξε έντρομη.
<<Μου κάνεις πλάκα,>>του είπε.
<<Υποσχέσου μου ,>>της είπε επιτακτικά.
<<Γαμώτο.Στο υπόσχομαι θα το βρω>>.
<<Ωραία και τώρα που έχεις μυτσικα με την κοπέλα μου.Ξεκινα να μιλάς,>>του είπα.
<<Ουυυυ,κοπέλα σου.Αυτα είναι νέα,>> τον κορόιδεψε εμεκνος
<<Θα σε σπάσω αν δεν σκάσεις>>.
<<Καλά,πολλά νεύρα έχετε όλοι
Λοιπόν,>>πήγε να συνεχίσει.
<<Λυπάμαι που θα σας το πω αλλά ότι ξέρετε ξέρω,>>είπε και ανέβασα πίεση.
<<Το ήξερε,>>ξεφυσηξε η Εύα.
<<Ε ,τι θα έλεγε,>>συμφώνησα
<<Περίμενε δεν τελείωσα.Για εσένα, ξέρω όσα ξέρετε και εσείς,>>κοίταξε την Εύα <<Ξερεις είναι προτέρημα να σε φοβουνται.Δεν σου δίνει κανείς σημασία όταν μπαινεις κάπου που δεν πρέπει. Σε ένα γραφείο για παράδειγμα.Καιρό τις άκουγα της φημες και επιβαιωθηκα.Αυτα είναι που ανακάλυψε και η Έρη.
Οσο για την λευκή κοινότητα.
Όλοι πιστεύουν πως είναι μύθος.
Δεν είναι>>.
<<Ήξερες πως η μαμά της Ξένιας ήταν μέλος της και πως με έβγαλε αυτή από εκεί μέσα;>>
<<Ναι ,το ήξερα.Το έμαθα και αυτό μαζί με όλα τα άλλα.Αλλα μαζί και κάτι ακόμα...Νομίζω πως η Σοφία ήδη έχει κάτι καταλάβει>>.
Την κοίταξε.
<<Γαμώτο,>>ξεφύσηξα.
<<Πως είναι η Ξένια μου;>>
Ρώτησε έπειτα.
<<Δεν είναι δική σου ηλίθιε.Καλα θα είναι ,>>του είπα.
<<Είναι αδερφός της έτσι δεν είναι;>>
Τον ρώτησε η Εύα.
<<Ναι.Γεννηθηκε πρώτος.Η μάνα της είχε πάει σε ένα νοσοκομείο μόνη της.Ειχε κοντεψει να τα χάσει και τα δυο από αιμμοραγια.Ειναι διδυμα. Οταν ξύπνησε από το χειρουργείο το ενα βρεφος είχε εξαφανιστεί.Οσο και να το εψαξε δεν το βρήκε.Ήταν ήδη με τον Μιχαηλίδη.Αλλα η σχέση τους είχε ξεκινήσει δύο μήνες πριν την εγκυμοσύνη.Εψαξα τα ιατρικά της αρχεία.Και οι ημερομηνίες δεν κολλάνε.Ηταν ήδη έγκυος όταν τον γνώρισε Και με τον Μιχαηλίδη όλα έγιναν γρήγορα .Θεωρω πως όταν έμαθε για την εγκυμοσύνη κάπως τον χρησιμοποίησε για ασφάλεια και καλυψη>>.
<<Ώστε δεν είναι παιδί του.Σοφία πόσο είναι ο Αναστάσης;>>
Την ρώτησα για επιβίωση.
<<Είναι ο μικρότερος από τους τρεις.Νομιζω δεκαεννια, είκοσι>>.
<<Όσο και η Ξένια,>>μουρμουρισε η Εύα.
<<Όχι δεν είναι παιδιά του Και δεν έχω ιδέα ποιανου είναι.Πιθανολογώ κάποιου από το τάγμα>>.
<<Και ο Μιχαηλίδης δεν έχει ιδέα>>.
Είπα.
<<Πιθανόν.Ειναι ένα ποντίκι που χώνει την μύτη του παντού Αλλά κανείς δεν τον θέλει και αυτός απλά παρακαλάει για να πάρει μέρος.Ειμαι σίγουρος ότι έχει βάλει το χεράκι του όμως σε πολλα>>.
<<Και γιατί τα έψαξες εσύ όλα αυτά;>>.
Τον ρώτησα.
<<Για το ελαφάκι μου πρόκειται>>.
Έπρεπε να κάνουμε γρήγορες κινήσεις και να βρούμε τι στο καλό συνέβαινε.
<<Έχει αδερφή;Την Ξένια;Το καημένο το μωρακι μου.Δεν το ξέρει πως θα το μάθει;>>Είπε η Σοφία.<<Δεν θα είναι μόνος του πλέον>>.
<<Χαρά που θα κάνει η Ξένια,>>ξεφύσηξα παιρνώντας το χέρι μου από τα μαλλιά μου.
<<Ίσως αν μας έλεγες πως θα πάμε στον Κέρβερο θα το μάθαινε,>>της είπε ο Αγης.
<<Ορίστε;Δεν έχεις ιδέα στα αλήθεια τώρα που είναι αυτό το νησί;>>
Τον ρώτησα έκπληκτος γιατί μια ελπίδα είχα και εγώ από αυτόν
<<Εκεί με είχαν πάει για ένα διάστημα, αλλά όπως σας είπα κανείς δεν ξέρει πως πας εκεί και ήλπιζα πως θα ήξερε αυτή εδώ.Πως θα της είχαν πει τίποτα τα μαλακισμένα πάνω σε κάποια .>>κοίταξε την Σοφία κουνώντας τα φρύδια τους πάνω κάτω.<<Αλλά από το ύφος της ,καταλαβαίνω μαλλον δεν έχει ιδέα>>.
<<Μη τα ξανάπεις έτσι,>>του φωναξε εκείνη και σήκωσε το ρόπαλο.
<<Γιατί στα θίξαμε;Δεν είναι τόσο καλά τα αγόρια σου όσο νομίζεις.Εχουν κάνει απαίσια πράγματα Μέχρι και την αδερφή σου τρομοκρατ...>>
Το κεφάλι του έπεσε ξανά κάτω καθώς το ρόπαλο της Σοφίας κατέβαινε από την πρόσκρουση του στο πρόσωπο του.
<<Είπα μη μιλάς έτσι για αυτούς,>>γρύλισε μέσα από τα δόντια της.
Κάπως έτσι έκλεισε η αυλαία για σήμερα
Η Εύα λίγη ώρα αργότερα βγήκε από το δωμάτιο του Γαβριήλ ,που είχε πάει για να μιλήσει με την Ξένια,ενώ εγώ ενημέρωνα τους υπόλοιπους για τις εξελίξεις.
<<Πως είναι ;>>
Ρώτησε ο Γαβριήλ.
<<Καλά.Το πήρε πιο ψύχραιμα από ότι περίμενα>>.
<<Και μετά με λέγατε περίεργο που θεωρούσα ότι είναι μπλεγμένη η γιαγιά μου,>>αναφώνησε ο Μάρκος.
Ο Φίλιππος μουντσώθηκε.
<<Μία ακόμα λέξη για αυτό το θέμα Βασιλείου....>>του γρυλισε ο Αχιλλέας.
<<Θα μου κλάσεις όπως πάντα,>>του ανταπέδωσε.
Η ώρα είχε περάσει.
Ετοίμασα το βραδινό και μετά από λιγο είμασταν όλοι μαζεμένοι στην κουζίνα.
Ο Αχιλλέας ακόμα μάλωνε με την Εύα,για την συμφωνία που είχε κάνει με τον Άγη.
Μάταια προσπαθούσε να μάθει όπως και εγώ ποιο ήταν το μυστικό του.
Αλλά εκείνη το κρατούσε σφραγισμένο.
<<Δε θα μου πεις έτσι;>>
Την ρώτησα .
<<Η υπόσχεση είναι υπόσχεση Ορφεάκο>>.
<<Και αν είναι κάτι κακό που θα μας φέρει όλους σε κίνδυνο;>>
<<Είναι.Αλλα.οχι έτσι όπως το σκέφτεσαι>>.
<<Τι σημαίνει αυτό τώρα;>>
Χαμογέλασε.
<<Όλα στην ώρα τους Ορφέα>>.
<<Γιατί το είπε μόνο σε εσένα;>>
Την ρώτησα καθώς έφερνε το πιρούνι στο στόμα της.
<<Δεν ξέρω.Με εμπιστευτικε>>.
<<Ναι ,αλλά γιατί;>>
<<Τι υπονοείς πως δεν είμαι άνθρωπος εμπιστοσύνης;>>
<<Όχι, Όμορφη δεν είπα αυτό απλά...>>
<<Τρωγε να πάμε για ύπνο.Αντε...>>με μάλωσε.
Η Ξένια είχε κατέβει και κάθησε μαζί μας για να φάει χωρίς να πει λέξει.
Παρόλο την ένταση γ,έλια ακούγοντας στο τραπέζι.
Ο υπολογιστής ήταν πάνω στον πάγκο της κουζίνας.
Με την Ηρώ να την έχει πάρει ο ύπνος.
Αλλά δεν την ενοχλούσε η φασαρία.
Κοιμόταν του καλού καιρού.
Φαινόταν τόσο γαλήνια.
<<Με την καμία,>>δεν θα πας να δουλέψεις.<<Ασε την Έλενα να λέει ό,ι θέλει. Τι το θες; Αφού ότι θέλεις το έχεις από εμάς>>.
Έλεγε ο Αχιλλέας στην Σοφία .
<<Μα...>>
<<Δεν ακούω κουβέντα,>>συνέχισε εκείνος.
<<Πες Γαβριήλ,>>η Σόφια τον κοίταξε με κουταβισια μάτια.
<<Πιστεύω πως θα της κάνει καλό.Και ναι έχει ότι θέλει ,αλλά πρέπει να γίνει ανεξάρτητη.Κακ νομίζω πως θα συμφωνήσει και η Ηρώ σε αυτό>>.
<<Γιουπιιι,>>αναφώνησε στο καπκαι η Σοφία με τις γροθιές στον Αέρα
<<Μμμμμ,Αχιλλέα ναι εκεί..>>ακούστηκε το μουρμουριτό της Ηρώς από τον υπολογιστή.
Ο Μάρκος πετάχτηκε απότομα και πήγε κατά πάνω του και χαμήλωσε την φωνή.
<<Αυτό δεν χρειάζεται να το ακούσουμε θα έχω έχω εφιάλτες ,>>είπε και κάθησε πάνω κάτω
Ο Αχιλλέας μειδίασε έπειτα συνέχησε
<<Και τι δουλειά θα βρει μωρέ;Που θα την βάλουμε χωρίς να κινδυνεύει κανένας;Δεν είναι ακόμα έτοιμη ότι και να λέει η Ελενα.Φοβαμαι μη πάθει και κάτι και τρεχουμε...Και δεν ξέρει
να κάνει και τίποτα συγκεκριμένο.Καλα θα μάθει, αλλά και πάλι...Δεν ξέρω ...Ήδη πόνεσε το κεφάλι μου με αυτό>>.
Έφερε τα χέρια του στο μέτωπο του και άρχισε να το τρώει.
Άρχισαν να πέφτουν ιδέες στο τραπέζι για το τι θα μπορούσε να κάνει η Σοφία ως δουλειά.
Σερβιτορα.
Πωλήτρια.
Γραμματέας.
Ακόμα και οι δουλειές μα βγήκαν ακατάλληλες στον να την πάρουμε μαζί μας .
Όλες έβγαιναν εκτός και η Σοφία έχανε με την ωρα τον ενθουσιασμό της.
Για αρχή έπρεπε να βρούμε ενα μέρος που να μην έχει πολύ κόσμο.
Για να προσαρμοστεί σιγά σιγά.
Και να είναι φιλικό το περιβάλλον.
<<Ξέρω που θα την πάμε ,>>φώναξα στα ξαφνικά και με κοίταξαν όλοι.
<<Ο φίλος μου, που πήρα τα ντόνατς και έφερα στην οργάνωση,>>κοίταξα την Εύα .
<<Ζητάει άτομο για μέσα στο εργαστήριο αλλά και για ταμείο.Γιατι μια υπάλληλος του πήρε άδεια μητρότητας.Ειναι μικρός ο χώρος.Με λίγα τραπεζάκια .Λίγο κόσμο>>.
<<Ο Κοσμάς;>>
Ρώτησε ο Γαβριήλ.
<<Ναι.Και το μαγαζί δεν είναι και σε πολύ κεντρικό σημείο.Ειναι σε στενό.Αλλα δεν είναι δύσκολο.Θα την βοηθήσει κιόλας.Και είναι έμπιστος πολύ.Καα ξέρει από...>>σταμάτησα για λίγο και την κοίταξα
Τα μάτια της έλαμπαν.
Χαμογέλασα
<<Ας πούμε πως η αδερφή του μοιάζει στην Σοφία,>>της χαμογέλασα.
Ο Κοσμάς ήταν τριάντα πέντε χρόνων.
Αυτοδημιούργητος και με την επιχείρηση του φρόντιζε την οικογένεια του και κυρίως την αδερφή του.
Η αδερφή του είχε διαγνωσθεί με σχιζοφρένεια από μικρή ηλικία.
Η φαρμακευτική αγωγή την βοηθούσε αρκετά ώστε να λειτουργεί σε φυσιολογικά πλαίσια.
Και ο Κοσμάς κενά τα πάντα για εκείνη μιας και ήταν μικρότερη του και η χιαδεμένη του.
Οι γονείς του είχαν πεθάνει εδώ και καιρό απο κάποια ασθένεια.
Δεν είχα ρωτήσει λεπτομέρειες.
Και αυτό είχε αναλάβει πλέον να την μεγαλώσει.
<<Αυτό θα λειτουργούσε Αχιλλέα.Τον ξέρω τον Κοσμά είναι καλό παιδί>>.
Η Σόφια είχε ενώσει τα χέρια σε γροθιά στο πιγούνι της κα ιπαρακαλουσε με σουρφωμενα χειλη.
<<Σας παρακαλώ.Μπορω να το κάνω.Και τα ντόνατ είναι τόσο νόστιμα...Σας παρακαλώ ...Σας παρακαλώ...>>
Ο Αχιλλέας μας κοίταξε όλους.
<<Από εμένα έχεις το οκ,>>είπε ο Γαβριήλ και κοίταξε με νόημα τον Αχιλλέα .
<<Σε αγαπώ.Αδερδουλη>>.
Ένα λεπτό σιγής επικράτησε.
Έπειτα ο Αχιλλέας ξεφυσηξε.
Φαινόταν λίγο ηττημένος.
<<Καλά,θα πας και.>>
<<Γιουπιιιι, εισαι ο καλύτερος ,>>τον αγκάλιασε και εκείνος σαστησε από την κίνηση αυτή.
<<Δεν τελείωσα,>>είπε.
Η Σόφια τον κοίταξε.
Η Εύα ήταν έτοιμη να του φέρει το πιάτο στο κεφάλι αν έλεγε καμία μαλακία
<<Ξέρω θα πεις αν κάνω καμία βλακεία δε θα ξανά κάνω τιποτα,>>είπε με παράπονο και χαμήλωσε το βλέμμα της.
Ο Αχιλλέας χαμογελάσε και της σήκωσε το πρόσωπο με το χέρι του.
<<Και,>>κομπιασε.<<Θα δώσεις τον καλύτερο σου ευατό.Γιατι αν δεν το κάνεις το ορκίζομαι Σοφία θα θυμώσω τόσο πολύ...>>
Εκείνη τον αγκάλιασε πιο σφιχτά βγάζοντας μια κραυγή δραματικού κλαματος και όλοι σκάσαμε στα γέλια.
<<Όταν δεν είσαι ηλίθιος είσαι ο καλύτερος αν και ασχημομούρης,>>συνέχισε να κλαίει γοερά.
<<Πιστεύω σε εσένα Σοφάκι όπως όλοι...ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΑΣΧΗΜΟΜΟΥΡΗΣ,>>διαμαρτυρήθηκε με τα χέρια τον στον αέρα κρατοντας την ακόμα στην αγκαλιά του.
<<Ένσταση,>>είπε ο Μάρκος και γέλασε.
<<Ακόμα μιλάς εσύ;>>Του συριξε.
Αυτό.
Όλο αυτό ήταν ευτυχία.
Ενωμένοι σαν οικογένεια.
Αυτό θέλω να κρατήσει και να μη σβήσει ποτέ.
<<Κάνεις χρήση πάλι,>>άκουγα την μάνα μου να μου φωνάζει καθως ανέβαινα τις σκάλες.
<<Παράτα με,>>της φώναζα.
Το κεφάλι μου πονούσε.
Χρειαζομουν κάτι επειγοντος να σταματήσει όλο αυτό.
Δεν είχα πάρει εδώ και μέρες κατι και η στέρηση με βαρουσε άσχημα.
Ιδρωνα.
Η καρδιά μου κόντευε να σπάει όπως και το κεφάλι μου.
Η φωνή της βαρουσε μαχαιριές στο κρανίο μου.
Δεν άντεχα .
Ήθελα να ξεχάσω.
Μετά από όλο αυτό με την Ηρώ.
Ήταν η φίλη μου.
Πως δεν το κατάλαβα;
Δεν την προσταυεσα.
Θέλω να φύγει ο πόνος.
Να φύγει.
Έχω να εμφανιστω στο σπίτι μας δεν ξέρω και εγώ πόσες μερες.
Μέχρι και στον δρόμο κόντεψα να κοιμηθώ.
Μέχρι που βρήκα το κουράγιο να πάω στη λέσχη και να κοιμηθώ στο αμάξι του Μπιλ χωρίς να με καταλάβει
Γιατί ποτέ δεν το κλειδώνει.
Σίγουρα θα ανησυχουσαν τα παιδιά.
Αλλά καλύτερα να πέθαινα ,αν επρόκειτο να μάθαιναν όλη την αλήθεια.
Δεν ήθελα να έρθω αντιμέτωπος με την πραγματικότητα.
Αλλά δεν άντεξα τα συμπτώματα.
Νόμιζα πως ήμουν δυνατός ,πως δεν χρειάζομαι τα ναρκωτικά.
Πως θα τα άλλαζα ολα για πάντα .
Ήθελα να γινω καλύτερος για όλους
Για την Ηρώ
Για την Εύα.
Αλλά έτσι όπως είμαι δεν θα με κοιτάξει ποτέ.
Ποιος θέλει να είναι με ένα τελειωμένο πρεζακι;
Πονάω.
Άνοιξα την πόρτα από το δωμάτιο μου.
Η μάνα μου με ακολούθησε και μπήκε μέσα.
Δεν θέλω να σε βλέπω μου θυμίζεις εκείνον.
Απλα φύγε.
Άρχισα να ψάχνω με μανία τα συρτάρια για να βρω την κρυμμένη ηρωίνη.
Δεν ήθελα ποτέ να το πιάσω αυτό το ριμαδι.
Αλλά οι εφιάλτες δεν έλεγαν να φύγουν.
Ανάμεσα από τα δάχτυλα το χτύπησα για να μην δει κανένας τις τρύπες.
Ο πόνος ,οι φωνές ήθελα να κοπάσουν.
Πέταγα τα πράγματα από εδώ και από εκεί ,αλλά τίποτα.
Δεν ήταν πουθενά.
<<Που είναι;Που είναι;>>
Μουρμουριζα και συνέχιζα να ψάχνω σε όποιο σημείο έβλεπα μπροστά μου πανικόβλητος.
Αν δεν το έβρισκα σύντομα θα πέθαινα ,το ένιωθα.
<<Τα πέταξα,>>την άκουσα να λέει από πίσω μου.
Γύρισα και την κοίταξα.
Είχε αδυνατισει πολύ .
Μαύροι κύκλοι κάτω από μάτια της.
Δεν θύμιζε την γυναίκα που ήξερα.
Μόνο τα ξανθιά μαλλιά της μου θύμιζαν κάποτε πόσο ζωντανή ήταν.
Δεν με ένοιαζε όμως, τι είχε πάθει .
Με είχε ξεχάσει εδώ καιρό .
Ποτέ δεν νοιάστηκε.
Ούτε πρόκειται να το έκανε τώρα.
<<Τι έκανες;>>
Την ρώτησα.
<<Μωρό μου σε παρακαλώ δεν είσαι καλά.Τα πέταξα .Κάτι έπρεπε να κάνω>>.
<<ΜΗΝ ΑΝΑΚΑΤΕΥΕΣΑΙ ΣΤΗΝ ΖΩΗ ΜΟΥ,>>της ούρλιαξα με όλη μου την δύναμη.
Εκείνη πήγε να με αγγίξει και τις χτύπησα το χέρι με την παλάμη μου και βγήκα έξω προς τις σκάλες.
<<Με με ακουμπάς,>>της είπα.
Με ακολουθησε.
<<Αγάπη μου σε παρακαλώ,>>να σε βοηθήσω θέλω>>.
<<Να με βοηθήσεις;>>
Έστρεψα το βλέμμα μου προς εκείνη.
Να με βοηθήσει σε τι;
Δεν ήταν ποτέ κοντά μου όταν την χρειαζομουν.
Τώρα γιατί έκανε πως νοιάζεται.
<<Μη κάνεις πως νοιάζεσαι ;Ποτέ δεν το έκανες>>.
<<Ορφέα σε παρακαλώ...>>
<<Πες μου ένα πράγμα και δεν θέλω να σε δω ξανά στα μάτια μου...,>>εκείνη με κοίταξε ξαφνιασμένη.
<<Το ήξερες;Και μη ρωτήσεις ποιο;Την αλήθεια θέλω μαμά...>>
<<Ορφέα...>>ψέλλισε και τα δάκρυα άρχησαν να τρέχουν από τα μάτια της.
Πήγε να με αρπάξει ξανά.
Το βλέμμα της τα έλεγε όλα.
Γνώριζε
<<Γιατί μαμά;>>
Άρχησα να κλαίω και να τρέμω ολόκληρος.
<<Γιατί δεν έκανες τίποτα;ΓΙΑΤΙ;>>
Την άρπααξα και άρχησα να την ταρακαουνάω.
Έλεγα ξανά και ξανά την ίδια λέξη .
Γιατί.
Μηχάνημα χωρίς σταματημό
Εκείνη εκελακγε τόσο πολύ.
Ήθελα να σταματήσει, να σκάσει.
<<Δεν μπορούσα να κάνω κάτι.Προσπαθησα...>>
<<ΜΑΛΑΚΙΕΣ,>>της ούρλιαξα.
Ο φόβος σχηματίστηκε στα μάτια της.
Το βλέμμα αυτό γνώριμο.
Το είχα δει σε πολλά μάτια όταν ήμουν σε τέτοια κατάσταση.
Φύγε .
Μη με κοιτάς έτσι δεν το θέλω.
Έσφηξα τα χέρια μου στου ώμους της.
<<Απείλησε πως θα σε σκωτωσει.Κακ πως δε θα είχα τίποτα να θάψω....>>
<<Και προτιμήσει να...>>γέλασα πνιχτα.
<<Θα σου δώσω το βρεβειο της καλύτερης μάνα αν είναι αυτή η προσπαθεί σου>>.
<<Ξέρω δεν ξεπλένει τίποτα τις αμαρτίες που έχω κάνει...ήμουν αδύναμη .Δεν είχα τίποτα, που θα πήγαιναμε;Θα μας έβρισκε.Θα μας σκωτωνε.Ολα τα λεφτά μας τα έχει αυτός .Ελέγχει τα πάντα ...Συγγνώμη Ορφέα μου ...>>έπεισε το πρόσωπο μου στα χέρια της.
<<Συγγνώμη αν ήμουν απόμακρη.Συγγνωμη που σου φέρνουν ασχημα.Δεν μπορουσα να σε κοιτώ έβλεπα την αποτυχία μου στα μάτια σου.
Και σε απομάκρυναν για να μην αντιμετωπίσω την αλήθεια. Έπρεπε να ήμουν κοντά σου. Να το περάσουμε μαζί.Ημουν δειλή.Δεν σου αξίζω για μάνα ...Σε απογοητεύσα..Συγχώρεσε με..>>
Τα δάκρυα έτρεχαν ποτάμι.
Μου φιλούσε το πρόσωπο.
Μετά από τόσο καιρό θυμόμουν τα φιλιά της σαν μικρό παιδί .
Και ήθελα να ουρλιάξω.
Την αγαπούσα πολύ.
Αλλά δεν μπορούσα να την συγχωρέσω ακόμα.
Έφυγα από την αγκαλιά της απότομα.
<<Άσε με,>>της φωναξα καθώς πήγε να με αρπάξει ξανά .
<<Ορφέα, σε παρακαλώ μείνε να μιλήσουμε .Όλα καλά θα πάνε..>>άρχησε να με τραβάει πριν κατέβω τις σκάλες.
<<ΣΟΥ ΕΙΠΑ ΑΣΕ ΜΕ,>>της φώναξα ξανά με τα χέρια μου να την σμπρωχνου. μακριά μου.
Και εκεί σε αυτό το σημείο έγινα ο χειρότερος άνθρωπου στον κόσμο.
Δεν έλεγα την δύναμη μου.
Εκείνη έκανε βήματα προς τα πίσω από την ώθηση μου, χωρίς να μπορέσεις
να κρατήσει ισσοροπία.
Όλα έγιναν μεσα σε δευτερόλεπτα.
Δεν πρόλαβα να κάνω τίποτα .
Έμεινα να κοιτώ το χέρι μου που είχα απλώσει για να προλάβω να την πιασω πριν πέσει.
Αλλά ήταν αργά
Τα μάτια της γεμάτα τρόμο καθως έπεφτε από τα ξύλινα κάγκελα της σκάλας.
Όλα έγιναν γρήγορα και τόσο αργά ταυτόχρονα.
Πάντοτε φώναζε τον πατέρα μου ότι ήταν πολύ κοντά αυτά τα γαμημένα και πως ήταν επικίνδυνα για εμένα σαν παιδί.
<<Μαμά,>>μουρμουρισα καθώς έβλεπα το άψυχο σώμα της πεσμένο στο πλακάκι κάτω.
Τόσο πολύ αίμα.
Ούρλιαξα τόσο πολύ.
Ήθελα να βγει όλος ο αέρας από τα πνευμόνια μου και να πεθάνω.
Δεν ήθελα να την σκοτώσω.
Γονάτισα στο πάτωμα κάτω.
Αγκάλιασα τα γόνατα μου
Ήθελα να κάνω εμετό.
Ζαλιζομουν.
Άρχησα να κλαίω.
Δεν το ήθελα μαμά.
Σε συγχωρώ .
Γύρνα πίσω μαμά.
Τι θα κάνω;
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top