Κεφάλαιο 20ο
Τότε.
Ορφέας,18 ετών.
Το χαμόγελο της.Αυτο το ηλίθιο χαμόγελο της.Πως μπορεί ένας άνθρωπος να σε κάνει να νιώθεις,ότι ανασαίνεις οξυγόνο και με την μία να στο παίρνει πίσω.
Είμαι μεθυσμένος.
Μαστουρωμενος.
Τρεις σειρές κόκα και ένα χαπακι έκαναν τη δουλειά.
Και ένα μπουκάλι βότκα στη λέσχη.
Αλλά ακόμα δεν μπορώ να το διώξω.
Περπατάω και κάνω οχταρακια για να πάω σπίτι.
Δεν πήρα την μηχανή .
Δεν είμαι τόσο ηλίθιος.
Αν και είμαι.
Από εκείνη την ημέρα πριν δυο χρόνια στο σπίτι της δεν μπορώ να βγάλω το χαμόγελο της από το μυαλό μου.
Με στειχειώνει.
Πόσο ηλίθιος ήμουν.
Πως γίνεται να την είχα ξεχάσει.
Πόσες κοπέλες άλλωστε έχουν αυτό το όνομα;
Ηρώ.
Η μικρή μου φίλη .
Που ήταν το φως μου.
Η δύναμη μου σε όλο εκείνο το σκοτάδι.
Είχα υποσχεθει να την προστατεύσω.
Ήμουνα αδύναμος όμως.
Ένας δειλός.
<<Είσαι ένα σκουπίδι.Κατέστρεψες τα πάντα.Τωρα το μόνο που πρέπει να κάνεις είναι να πεθάνεις.Κανείς δεν θα σε αγαπήσει ποτέ.Γιατι είσαι ένα τίποτα...>>
Μισώ την φωνή του Ντίνου,του πατέρα μου.
Είναι τόσο γελείος, όσο και το υποκοριστικό του.
Κωνσταντίνος και Εβελίνα.
Χα,γονείς.
Οι γονείς μου.
Ηλίθιοι.
Πως γίνεται να μη με αγάπησαν ποτέ;
Πως γίνεται να μου έκανε όλα αυτά τα πράγματα και εκείνη να μην είχε πάρει χαμπάρι;
Επιχειρηματίες,με πάθος για το χρήμα που θυσίαζαν τα πάντα .
Τους μίσησα .
Όλος ο πόνος που έχω μέσα μου δεν λέει να σταματήσει .
Όλα τα αγγίγματα .
Όλα τα δάκρυα.
Είναι ακόμα εδώ.
Ένα τέρας που το θρεφω.
Έχει γίνει φίλος μου πλέον.
Κανενας δεν θα με αγαπήσει ποτέ.
Το ξέρω .
Το έβλεπα στο βλέμμα της μάνας μου όταν πήγαινα στο μαγαζί της .
Όταν την έβλεπα στο σπίτι.
Την αηδία που ένιωθε.
Δεν καταλάβαινα αρχικά γιατί.
Αλλά μετά όλα μπήκαν στη θέση τους.
Και πατέρας μου.
Οι νύχτες που έρχονταν στο δωμάτιο μου.
Οι μέρες που με τράβαγε στην Αναμόρφωση στο δωμάτιο με τις πεταλούδες.
Όλοι οι δικοί του που με βίαζαν ,το σώμα και την ψυχή.
Μου έδειχναν πως κανείς δεν με αγαπάει.
Νιώθω βάρος ,ακομα και για του φίλους μου.
Δεν το λένε αλλά εγώ ξέρω πώς θα ήταν όλοι τους καλύτερα χωρίς εμένα.
Ντρέπονται να το πουν.
Σκοντάφτω και πέφτω στο έδαφος.
Δεν ξέρω πως έκανα όλο το δρόμο, από τη λέσχη μέχρι το σπίτι μας με τα πόδια.
Δεν θυμάμαι τίποτα.
Πεσμένος στο τσιμέντο του δρόμου ,εύχομαι απλά να περάσει αμάξι και να με πατήσει.
Γιατί προσπαθώ να πεθάνω.
Δυο φορές προσπάθησα και σχεδόν τα κατάφερα.
Αλλά πάντοτε με έφερναν πίσω .
Θελω απλά να πεθάνω; τι δεν καταλαβαίνετε;
Δεν ήμουν καλός φίλος .
Καλός μαθητής.
Τίποτα δεν έκανα σωστά στη ζωή μου.
Ακόμα και τα όνειρα μου, τα ειχα πετάξει στον κάδο.
Το όνειρο μου να γίνω σεφ.
Στη σχολή με το ζόρι πήγαινα.
Αν και την αγαπούσα.
Αργοπεθαινα.
Αλλά ο χαρος με απέφευγε όσο και να τον προκαλούσα.
Αλλά εκείνη,εκείνη την ημέρα
Όλες τις μέρες από τη στιγμή που την γνώρισα.
Εκείνη ποτέ δεν με κοίταξε διαφορετικά.
Με αηδία.
Με περιφρόνηση.
Πάντοτε με κοιτούσε με ....
Με αγάπη.
Και εγώ ο μαλάκας τι έκανα μετά από εκείνο το βράδυ;
Την απέφευγα.
Έπνιγα τον ευατό μου ξανά στα ναρκωτικά.
Στο ποτό ,στο σεξ.
Να ξεχάσω θέλω .
Να μη θυμάμαι το όνομα της.
Γιατί εκείνο ισούται με αποτυχία.
Και την ξεχνώ .
Τις περισσότερες μέρες.
Δεν έχω πει σε κανέναν τίποτα.
Τις στιγμές που προσπαθώ να ανοίξω το στόμα μου να το πω στον Αχιλλέα
Σταματάω.
Γιατί νιώθω την αποτυχία.
Θα με κατηγορίσει.
Θα με σκοτώσει.
Που δεν την προσταυεσα .
Που δεν έκανα τίποτα.
Του λέω ψέματα ακόμα και για εμένα.
Δεν ξέρει όλα αυτά που πέρασα.
Ούτε αυτός ,ούτε ο Γαβριήλ.
Φοβάμαι,πως αν το μάθουν θα με διώξουν.
Δεν θα με αποδεχτούν.
Γιατί είμαι ένα σκουπίδι.
Δεν αξίζω τίποτα.
Κάνω όλο μαλακίες ,όπως λέει ο Αχιλλέας.
Τους θέτω όλους σε κίνδυνο.
Κανείς δε θα με θρηνήσει αν φύγω.
Έτσι δεν είναι ;
Σηκώθηκα ,με το ζόρι από το έδαφος .
Τρίκλισα πιο διπλα και κρατήθηκα από τον κορμό ο ενός δέντρου.
Είναι βράδυ ,ποιον ξεγελώ.
Εδώ που μένουμε αυτή την ώρα είναι όλα έρημα.
Ούτε ένα αμάξι δεν περνάει.
Χάρε,με αποφεύγεις πάλι.
Εκεινη την νύχτα ,όπως και πολλες αλλαγές.
Περίμενα τον Αχιλλέα στο σπίτι του.
Δεν μπορούσα να τον αφήσω μόνο του από τη στιγμή που κατάλαβα τι του συνέβαινε.
Τι τον έβαζε ο Γιάννης να κάνει.
Όταν τον είδα στο ντουζ να τρίβεται με μανία.
Ήξερα.
Γιατί το ίδιο έκανα εγώ.
Το δέρμα μου δεν το ένιωθα δικό μου.
Το ένιωθα βρώμικο.
Αμαρτία.
Και ήθελα να φύγει.
Να διώξω τα αγγίγματα.
Αλλά όσο και να το εξινα ,δεν έλεγαν να φύγουν .
Δεν τον άφησα μόνο.
Δεν ήθελα να μείνει μόνος.
Δεν μιλησαμε ποτέ γι'αυτό με λεπτομέρειες.
Κάθε φορά ερχόταν έκανε μπάνιο και περνούσαμε το υπόλοιπο βράδυ μπροστά στην τηλεόραση σιωπηλά και τρωγαμε ότι είχα ετοιμο
Ήξερε τον πόνο μου ,από τότε που με είχε δει με τραύματα έξω από το σπιτι του.
Τότε του είπα για τον πατέρα μου την μισή αλήθεια.
Ήταν εξάλλος.
Κόντευε να εκραγεί.
Μου υποσχέθηκε πως όταν έρθει η ώρα εγώ θα είχα την ευκαιρία να τον σκοτώσω.
Να πατήσω την σκανδάλη.
Όχι δεν θα μπορέσω.
Είμαι ένα δειλός.
Δεν γνώριζε όμως ,πως όλα τότε ήταν πολύ πιο περίπλοκα.
Καθόμουν στην κουζίνα με την Ηρώ,περιμένοντας τον.
Ποτέ δεν με ρώτησε αν όλα όσα της είχα πει ,πως δεν με επαιρνε ο ύπνος ,ήταν ο λόγοςο πραγματικός που ερχόμουν.
Ποτέ δεν με πίεσε.
Απλά καθόταν μαζί μου,από τη στιγμή που με είχε ανακαλύψει έξω στις σκάλες να τον περιμένω.
Κάθε νύχτα μαζί μου.
Να παίζουμε επιτραπέζια.
Να μιλάμε.
Μέχρι τότε δεν ήξερα ποια ήταν στην πραγματικότητα.
Εκείνο το μικρό ξανθό κορίτσι με τα πιο μαγευτικά πράσινα μάτια που είχα δει ποτέ.
Το είχα κλείσει βαθιά μέσα μου.
Και το ξέχασα
Πως μπόρεσα;
Όταν μου χαμογέλασε και την παρατήρησα όλα τα κομμάτια ενώθηκαν.
Πως δεν το ειχα καταλάβει νωρίτερα;
Τόσες φορές μου χαμογελούσε και εγώ δεν την κοιτάζα.
Δεν την πρόσεχα.
Οι αγκαλιές της, η φωνή της.
Τα κλάματα της και οι κραυγές της.
Όλα σαν κύμα έπεσαν πάνω μου και ξύπνησα από τον βαθύ ύπνο.
Ήταν εκείνη.
Η μικρή μου φίλη.
Η φίλη μου.
Που την άφησα μόνη.
<<Ορφέα;Τι έχεις;>>
Με ρώτησε.
Και εγώ απλά την κοιτούσα σαν υπνωτισμενος.
Πρέπει να της το πω.
Πρέπει να ξέρει.
Όχι.
Θα σε μισήσει.
Θα αισθανθεί αηδία.
Δεν πρέπει να μάθει.
Δεν πρόλαβα να κάνω τίποτα όταν το τηλέφωνό μου χτύπησε.
Ο Αχιλλέας στην άλλη γραμμή να ουρλιάζει.
<<Έλα γρήγορα στο πατρικό του Γαβριήλ>>.
Σηκώθηκα απότομα και άρχησα να τρέχω προς την εξώπορτα.
Έπρεπε να είχα καταλάβει πως κάτι συνέβαινε γιατί είχε αργήσει .
<<Ορφέα,>>φώναξε η Ηρώ .
<<Μείνε εδώ και κλείδωσε την πόρτα,>>της είπα.
<<Τι έγινε;Ο Αχιλλέας είναι καλά;>>
Φυσικά θα καταλάβαινε πως κάτι είχε γίνει.
Αλλά δεν μπορούσα να την τραβήξω σε όλο αυτό.
<<Καλά είναι μην ανησυχείς.Απλα κλείδωσε την πόρτα>>.
Ανέβηκα στη μηχανή .
Έφτασα τόσο γρήγορα που δεν το κατάλαβα.
Όλο το σπίτι είχε πάρει φώτα.
Σειρήνες ακούγοντας από μακριά.
Ο Γαβριήλ πεσμένος να κλαίει στο πάτωμα.
Ήταν πρώτη φορά που τον έβλεπα να κλαίει.
Δεν έκλαιγε ποτέ.
Τι συμβαίνει;
Όλα έγιναν γρήγορα .
Οι χειροπέδες γύρω από τα χέρια του
Εγώ να φωναζω να τον αφήσουν ,με τον Αχιλλέα να με κρατάει.
Τα είχαμε κάνει σκατά.
Δεν έπρεπε να γίνει αυτό.
Πως έγινε αυτό;
Ο Αχιλλέας μου έλεγε τι είχε συμβεί αλλά όλα μέσα μου δεν έβγαζαν νόημα.
Θα τον επερναν μακριά.
Θα τον έχανα.
Θα ήμουν μόνος μου.
<<Ε,μικρέ.Ψηλα το κεφάλι .Μην αφήνεις κανέναν να σε ρίχνει.
Είσαι πολύ πιο δυνατός.Δεν θέλω να σου συμβεί κάτι .Σε αγαπώ μαλακισμένο,>>ηχούσε η φωνή του στο μυαλό μου ,μαζί με την εικόνα της αγκαλιας του.
Είμασταν έφηβοι.
Δεν θέλω να τον χάσω
Κανέναν τους.
Θα διαλυθώ.
Μπορεί να λένε ψέματα.
Αυτό μου λέει η φωνή μου μέσα μου.
Που δεν λέει να σκάσει.
Αλλά εγώ τους αγαπώ ,είναι η οικογένεια μου.Θα σκωτωνα.
Θα πέθαινα για αυτούς
Απλά πάρτε εμένα .
Όχι ,αυτόν.
<<Πες της πως δεν φταίει.Με ακούς;Ορφέα,>>μου ούρλιαζε ο Γαβριήλ ξανά, την ώρα που τον έβαζαν στο περιπολικό.
Και εκείνος ο πατερας της Ξενιας,έβγαινε από το άλλο αμάξι που μόλις είχε φτάσει με εναηλιθιο χαμογελο στο πρόσωπο του.
Και εγώ έτρεξα στη μηχανή μου.
Δεν μπορούσα άλλο να βλέπω.
Την έψαξα παντού αλλά δεν την έβρισκα.
Μέχρι που θυμήθηκα τον Μάρκο.
Πολλές φορές αραζανε σε εκείνον.
Όταν έφτασα και μου άνοιξε ο Μάρκος την πόρτα,εκείνη έπεσε στην αγκαλιά μου.
<<Δεν ήθελα να συμβεί αυτό.Δεν ήθελα να....Εγώ φταίω...Τώρα θα τον πάρουν εξαιτίας μου. Εμένα έπρεπε να πάρουν...είμαι ένα τέρας...Εμένα έπρεπε...,>>έκλαιγε γοερα στην αγκαλιά μου.
Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια μου.
<<Κωλοπαιδο κλαις,οι άντρες δεν κλαίνε.Να το υπομένεις.Αλλα έτσι δειλός που είσαι ούτε αυτό δεν μπορείς να κάνεις,>>άκουγα τη φωνή του πατέρα μου.
Σε μισώ.
Μισό τον πόνο.
<<Όλα θα πανε καλά.Θα το διορθωσουμε.Δε φταις εσυ >>της χάιδεψα το κεφάλι.
<<Μη πεις σε κανέναν τίποτα>>.
Δεν διορθώθηκε όμως .
Ο Γαβριήλ μπήκε φυλακή.
Κανείς δεν έκανε τίποτα .
Όσο και να παρακαλουσα τον Ghost.
<<Fox, επιβαρύνεις την θέση σου .Αρκετές μαλακίες κάνετε.Εσυ περισσότερες.
Αν συνεχιστεί θα είσαι ο επόμενος.
Αρκετά.Θα του είναι ένα μάθημα,>>έλεγε.
Φοβόμουν.
Πως θα ήταν μέσα στη φυλακή.
Ο Αχιλλέας με διαβεβαίωνε πως δεν είχε ανάγκη.
Αλλά ...
Δεν μπορούσα να διαχειριστώ και το μυστικό της Ξένιας.
Ο Γαβριήλ δεν έμαθε ποτέ πως το ξέρω .
Και εκείνη όταν μου το είπε σιωπισα γιατί δεν το χωρούσε ο νους.
Εγώ έπεφτα ακόμα πιο πολύ στο βούρκο μου.
Δεν άντεχα το σπίτι να είναι άδειο χωρίς εκείνον.
Η δεύτερη υπερβολική δόση δεν άργησε .
<<Μείνε μαζί μου.Ορφεα,.Με ακους;>>
Μου φώναζε ο Αχιλλέας χτυπόντας με στο πρόσωπο με την παλάμη του.<<Μην τολμήσεις και φύγεις.Δεν μπορώ να το κάνω όλο αυτό μόνος μου>>.
Απλά άφησε με.
Είμαι άχρηστος.
Το ξέρεις ότι κάναμε λάθος.
Εμείς φταίμε που έγινε όλο αυτό.
Ο Γαβριήλ δεν φταίει.
Η Ξένια δεν φτάιει.
Τον κάναμε να νευριάσει.
Και αυτό ήταν το τίμημα.
Τους φοβάμαι τόσο πολύ.
Τον Ghost.
Τον Άγη.
Πως να σου πω τι έγινε στα αλήθεια εκείνη τη νύχτα.
Το ξέρεις το βλέπω.
Θα μας φάει αυτό το μυστικό.
Θα την τρώει την Ξένια για χρόνια.
Αυτή η νύχτα.
Ο θάνατος της μάνας της.
Πως να σου πω για την Ηρώ;
Θα με μισήσεις
Απλά άφησε με αν φύγω.
Θα είστε καλύτερα χωρίς εμένα.
Δεν με άφησε όμως.
Ξύπνησα στο νοσοκομείο με τον ορό στο χέρι μου.
Να ακούω τις φωνές του Αχιλλέα από έξω που δεν άφηνε την μάνα μου να μπει.
Απλά αφήστε με να φύγω.
Που είναι το δύσκολο;
Μπενω από την κεντρική καγκελόπορτα.
Το φώτα είναι όλα σβηστά από το σπίτι .
Μόνο στο δωμάτιο του Γαβριήλ είναι ανοιχτά.
Ο Αχιλλέας είναι στην Ηρώ.
Περπατώ με δυσκολία.
Γαμώ την ζαλαδα μου γαμώ.
Έκανα εμετό πριν ξεκινήσω και νιώθω λίγο καλύτερα.
Φτάνω στην πόρτα και βάζω το κλειδί στην τρύπα
Την ανοίγω αργά
Το σπίτι είναι δικό μας.
Του Γαβριήλ δηλαδή.
Αλλά δεν το δέχεται
Είναι ολονών μου έλεγε.
Το σπίτι μου.
Και δεν άκουγε κουβέντα ,όταν του είχα πει πως δεν είναι σωστό να τον επιβαρύνουμε.
<<Είστε αδέρφια μου.Τελεια και παύλα.Και η οικογένεια μενει μαζί>>.
Όταν γύρισε από την φυλακή,ήταν διαφορετικός.
Πιο σκληρός.
Πιο επικίνδυνος.
Δεν έλεγε πολλά για το τι είχε συμβεί εκεί μέσα.
Αλλά εμεις ξέραμε τις φήμες που ακούγονταν.
Όταν τελικά κατάφερε να τον βγάλει ο παππού του και θα έμενε εκεί μέσα για καιρό εγώ ένιωσα σαν να φεύγει ένα βάρος από πάνω μου
Προσπαθούσα να τον κάνω να αισθάνεται καλύτερα.
Αλλά αυτός όπως και εγώ,κρυβόταν από το σκοτάδι.
Φοβόταν να το αντιμετωπίσει.
Τα πράγματα άρχησαν να γίνονται χειρότερα μετά την Ξένια.
Πάντοτε της είχε αδυναμία .
Και τώρα είχε λυγίσει .
Γιατί εκείνη τον παράτησε
Δεν μας έλεγε τον λόγο.
Δεν είχαμε καταλάβει καν ποτέ είχαν ξεκινήσει κάτι και πότε τελείωσε.
Ο καργιόλης δεν έλεγε τίποτα
Άρχησε να γίνεται χειρότερος.
Πάντοτε του άρεζαν οι γυναίκες και το σεξ
Το ποτό.
Η κόκα .
Τωρα ις διπλούν
Ακόμα και στις αποστολές είχε γίνει ακόμα πιο βάναυσος.
Είχε αποκτήσει μέσα στη φυλακή περισσότερους μυς μαζί με επιπλέον τατουάζ που τα έκανε όταν βγήκε έξω .
Το βλέμμα του είχε αλλάξει.
Ήταν πιο οξύθυμος.
Τα έλυνε όλα με τις γροθιές.
Λες και προσπαθούσε να διώξει τον δικό του πονο προκαλώντας χειρότερο.
Μαζί μου δεν είχε αλλάξει όμως, ούτε με τον Αχιλλέα.
Αντιθέτως είχε γίνει πιο προστατευτικός.
Ο Γιάννης τον εβαζε πάντα να καθαρίζει και εκείνον.
Έκανε πράγματα που ο ίδιος δεν μπορούσε να αρθρώσει με λέξεις.
Οπότε προτιμούσε να μην λέει τίποτα.
Άπειρες νύχτες είχε επιστρέψει αιματοβαμμένος.
Έπειτα καθόταν στο δωμάτιο του και καθαρίζε τα μαχαιρια του.
Σιωπηλός.
Και εγώ στεκόμουν στην πόρτα απλά να τον κοιτώ.
Μέχρι να αποφασίσει να πάει να κάνει μπάνιο.
Μισώ που τα περνάμε όλα αυτά
Μισω που πρέπει να σκοτώνω κόσμο.
Μισό που είμαι έτσι.
Αλλά δεν θέλω να αποτύχω ξανά.
Θέλω να τους προστατεύσω .
Να κάνω αυτό που δεν μπορεσα να κάνω τότε .
Ίσως τότε δεν είμαι τελείως άχρηστος.
Βογγητα ακούγονται από το δωμάτιο του.
Φυσικά για μια άλλη νύχτα ήταν με μία κοπέλα.
Διαφορετική κάθε φορά.
Ήταν πλέον συνήθεια για εμένα και για εκείνον.
Πνιγαμε τα πάντα μέσα στο σεξ.
Πολλές φορές δεν συμπεροφερομουν σωστά στις κοπέλες.
Τις πληγωνα .
Όχι επειδή ήθελα.
Απλώς το έκανα για να προλάβω , να μη πληγωθώ πρώτος.
Είμαι μαλάκας.
Δεν υπήρχε απόλαυση σε ότι έκανα.
Μόνο σαρκική.
Ήταν σαν να ψάχνω αυτήν την έλξη .
Την ένωση την μαγική.
Την απόκοσμη.
Μεσα στα φιλιά ,στα αγγίγματα.
Αλλά ποτέ δεν την βρίσκω.
Μέσα στην έκσταση της ηδονής ,δεν είναι τίποτα γνώριμο.
Τίποτα οικείο.
Δεν υπάρχει κάτι που να κάνει την καρδιά μου να ζεσταθεί.
Ίσως δεν αξίζω να ξέρω πως είναι η Αγάπη.
Ζηλεύω τον Αχιλλέα που το ξέρει ήδη .
Που μου το εξηγεί πως είναι ,επειδή το νιώθει και είναι αληθινό από την αρχή
Ζηλεύω τον Γαβριήλ που τον ανακάλυψε και πονάει επειδή τον απέρριψε.
Την θέλω και ας με απορριψει.
Για μια φορά θέλω να αισθανθώ πως υπάρχει
Πως είναι αληθινή.
Πως την αξίζω .
Αλλά άνθρωπι σαν και εμένα δεν αξίζουν κάτι τέτοιο.
Μόνο την λαγνεία,το σεξ,την άσκοπη επαφή που θα χαθούν μέσα τους .
Θα χάσουν τον ευατό τους κυνηγώντας μια μικρή ελπίδα μέσα στο ψέμα.
Αυτό μας αξίζει.
Ανοίγω την πόρτα του δωματίου του
αργά .
Δεν κατάλαβα πως ανέβηκα τις σκάλες .
Το φως στο δωμάτιο είναι αχνό.
Οι κραυγές ηδονής της κοπέλας ακούγονται στο δωμάτιο καθώς εκείνος τις κυνηγάει πηδοντας την με μανία.
Τα μαχαιρια του στον τοίχο είναι γυαλισμένα στη σειρά.
Η σκέψη μου να κλέψω ένα και να τελειώσω την ζωή μου περνάει στιγμιαία.
Θα το καταλάβαινε όμως ότι θα έλειπε ένα.
Μετά θα με απειλούσε πως θα με σκωτωνε με αυτό για την βλακεία που θα έκανα.
Κοιτάζω απλά τα δύο κορμιά πάνω στα μαύρα σεντόνια.
Το βλέμμα μου ,στα χέρια του ποθτην κρατάει και εκείνη γραπωνει τα μακριά της κόκκινα νύχια , στην πλάτη του.
Το χέρι του στο λαιμό της.
Και τα μαύρα μακριά μαλλιά της ανακατεμένα στο ιδρώμενο της πρόσωπο .
Το θέαμα έχει κάνει το αίμα μου να βράζει..
Και η πίεση στο παντελόνι μου δεν λέει να φύγει.
Γαμώ.
Στεκομαι απλά στην πόρτα με τα χέρια μου ,μπλεγμένα στο στήθος.
Απολαμβάνοντας το θέαμα.
Αυτό είμαστε απλά ζώα χωρίς συναίσθημα.
Εκεί καταντησαμε.
Σε ανούσιες καταστάσεις.
Να κυνηγάμε την έκσταση.
Χωρίς να υπολογίζουμε τις συνέπειες.
Ποιον θα πληγώσουμε .
Θυμάμαι κάθε δάκρυ και κάθε βρισιά που έχω ακούσει από κοπέλα που την έδιωξα .
Δεν ήταν σωστό.
Δεν ήταν ο τρόπος σωστός
Να γίνω μαλάκας.
Μια μέρα ήμουν με τρεις κοπέλες ταυτόχρονα απλά και μόνο για να κάνω την τότε και καλά κοπέλα μου να νευριάσει και να με αφήσει.
Έτσι άφησα την πόρτα ανοιχτή να μπει
Και μας είδε στο δωματιο μου.
Ειμαι μαλάκας.
Ακομα θυμάμαι το βλέμμα της
Κενό ,σοκαρισμένο.
Να γεμίζει δάκρυα.
Το πρόσωπο της χλωμό.
Το πόσο γρήγορα έτρεξα και τους λυγμούς της.
Ήθελα να την πληγώσω απλά για να φύγει.
Γιατί έβλεπα πως με αγαπά.
Αλλά δεν το αξιζα.
Τα σκουπίδια δεν τα αγαπούν.
Τα πετάνε.
Τα καίνε.
Αναρωτιέμαι αν κάποια στιγμή βρω κάποια που δε θα με κάνει να θέλω να την διώξω .
Να την πληγώσω.
Που θα μου πει πως δεν φταίω.
Πως όλα είναι καλά.
Η Έμιλι το έκανε.
Και με εγκατέλειψε μετά.
Το αξιζα.
Θα με σιχαθηκε.
Μου λείπει.
Ήταν η δεύτερη άγκυρα μου.
Ένας άγγελος στην κόλαση.
Και έφυγε.
Ο Γαβριήλ την γύρισε απότομα στα τέσσερα με το πρόσωπο της προς εμένα.
Την αναγνωρισα αμέσως ήταν η Στέφη από την λέσχη .
Μια από τις σταθερές του.
Δεν ζητούσε πολλά όπως και εμείς.
Το χέρι του ήρθε στα μαλλιά της και τα τραβηξε με την μέση της να λυγίζει.
Εκείνος της χτύπησε τον κώλο με την παλάμη και έπειτα μπήκε μέσα της δυνατά.
Η Στέφη εβγαλε μια κραυγή και αυτό τον έκανε να την χτυπήσει ξανά.
<<Γαμώ,τον παίρνεις τόσο καλά.Καλο κορίτσι,>>της είπε με βραχνή φωνή.
<<Σκάσε και πήδα με,>>του είπε ξεπνοα .
Το βλέμμα της σηκώθηκε καθώς προσπαθούσε να στηριχτεί στους αγκώνες της.
Με κάρφωσε.
<<Πόση ώρα κοιτάς Ορφεάκο;Σου αρέσει αυτό που βλέπεις;Αν κρίνω από τον ενθουσιασμό σου,>>κοίταξε ανάμεσα από τα πόδια μου.Μειδιασε.<<Αν θες μπορείς να έρθεις.Μου αρέσεις,>>είπε και εγλειψε με την γλώσσα της το κάτω χείλος της .
Ο Γαβριήλ με κοίταξε αποτομα.
Συνέχιζε να την πηδάει.
Τα βήματα μου άρχησαν να με προδίδουν και να προχωρώ προς εκείνους.
Κοίταξα τον Γαβριήλ.
Πέρασα τα δάχτυλα μου ανάμεσα από τα μαλλιά μου.
Ύστερα έβγαλα την μπλούζα μου.
<<Γαμώτο,φενεσαι σκατά,>>μου είπε εκείνος,καθώς έβγαζα το παντελόνι μου.
<<Είμαι καλά,>>του απάντησα καθώς έπεφτε το παντελόνι μου μαζί με το εσώρουχο κάτω.
Γονάτισα πάνω στο κρεβάτι.
Πλησίασα την Στέφη.
Έφερα τα δάχτυλα μου στο πιγούνι της.
<<Δεν είσαι καλά και μη λες μαλακίες,>>συνέχισε ο Γαβριήλ ενώ κουνούσε τους γοφούς του δυνατά με αποτέλεσμα η Στέφη να τεντώνει το κορμί της και να κλείνει τα μάτια.
<<Δεν σου πάει να είσαι έτσι,>>μου είπε εκείνη <<Απλά άσε με να σε κάνω να περάσεις καλά.Να τα διώξω όλα>>.
Δεν μπορείς.
Τουλάχιστον ολοκληρωτικά.
Την άφησα και σήκωσα την μέση μου.
Στάθηκα μπροστά της.
Έπιασα τον πούτσο μου στα χέρια μου και της τον έφερα κοντά στο στόμα.
Είναι όλα λάθος.
Η αγάπη δεν υπάρχει.
Το σεξ είναι απλά έκσταση.Εθισμός.
Σαν τα ναρκωτικά.
Δεν ξεφεύγεις.
Ποτέ δεν γίνεται μοναδικό.
Γιατί το ένα και μοναδικό πρόσωπο δεν υπάρχει.
<<Γαμωτο,>>αναφωνησε ο Γαβριήλ καθώς τις έπιανε τους γλουτούς και την πηδούσε με βία.
Όλο το σώμα του ήταν σφιγμένο και το πρόσωπο του
Ήθελε να ξεχάσει.
Το έβλεπα
Το πρόσωπο της .
Την φωνή της.
Το κόκκινο χρώμα στα μαλλιά της.
Γιατί το μόνο που έβλεπε ήταν εκείνη.
Και εκείνη δεν τον ήθελε.
Εγώ δεν είχα κάτι να ξεχάσω .
Γιατί δεν υπήρχε.
Δεν με είχε αγαπήσει.
Δεν με είχε πληγώσει.
Ήταν ένα κενό.
Που το γέμιζα με ανούσια πράγματα.
<<Άσε με να διώξω την μοναξιά σου.
Αυτό έχουμε όλοι .Μαζί θα την διώξουμε.Απλά αφεσου,>>μου ψέλλισε η Στεφγ και πήρε στα χέρια της τον πούτσο μου.
<<Απλά σταματα να μιλάς και γλύψε,>>της είπα κει έφερα το χέρι μου στο κεφάλι της την ώρα που μου τον έπερνε στο στόμα.
Σταμάτα να μου μιλάς.
Μου τον εγλυφε γρήγορα.
Το στόμα της ,μου προκαλούσε ρίγος καθώς το κεφάλι της κινούνταν στον ρυθμό που της έδινε ο Γαβριήλ και τον έβαζε όλο μέσα.
Έγυρα το κεφάλι μου προς τα πίσω και δαγκωθηκα.
Σταμάτα να μου μιλάς .
Με μια κίνηση της τράβηξα το πρόσωπο μακριά πριν τελειώσω.
Την έφερα αποτομα πάνω μου.
Ο Γαβριήλ μου πέταξε ένα προφυλακτικό.
Το άνοιξα με μια κίνηση και το φόρεσα.
Εκείνη με αργές κινήσεις με άφησε να μπω μέσα της.
Το κεφάλι της εγυρε στον ώμο μου.
<<Τα σκουλαρίκια σου,γαμώ,>>είπε χαμηλόφωνα καθώς άρχησε να κουνάιί το κορμί της πάνω μου
Τα νύχια της να γρατσουνανε τον ώμο μου
Ήταν υγρή.
Δεν είχε σημασία ήταν όλα λάθος
Την άρπαξα και την φιλίσα.
Σταμάτα να με φιλάς.
Να μου θυμίζεις πως όλα είναι λάθος.
<<Είσαι τέρμα μαστουρωμένος,>>άκουσα τον Γαβριήλ να λέει καθώς πλησίαζε.
Το στρώμα υποχωρούσε στις κινήσεις του
Του έκανα κωλοδαχτυλο.,καθώς συνεχιζα να την φιλάω.
Να της δαγκώνω το χείλος
Να της ρουφάω απαλά τα τη γλώσσα.
Ακόμα και η γεύση της είναι λάθος.
Ήρθε από πίσω της και της τσίμπησε τις ρώγες από το στήθος
Εκείνη έσπασε το φιλί μας και αναστέναξε.
Το χέρι μου ήρθε στο λαιμό της.
Σταμάτα να είσαι τόσο λάθος
Δε θέλω να σε πληγώσω.
Δεν θέλω
Απλά φύγε.
Με κοίταξε με τα σκούρα καστανά υγρά μάτια της
Χαμογέλασε.
<<Της αρέσει,>>είπε ο Γαβριήλ κοιτάζοντας με.<<Έτσι δεν είναι Στέφη;>>
Την άρπαξε από τα μαλλιά και την έστρεψε προς εκείνον.
Εκείνη χασκογελασε
<<Μιλάς πολύ Γαβριήλ.Απλα κάντε με να νιώσω καλά.Θελω απλά να ξεχάσω>>.
Έκανε το ίδιο με εμάς.
Ήθελε να ξεχάσει .
Υπάρχουν και άλλοι εκεί έξω που απλά θέλουν να ξεχάσουν τα πάντα;
Που φοβούνται να αντιμετωπίσουν την αλήθεια;
Το πόσο μόνοι νιώθουν;
Το πόσο ανάξιοι για αγάπη;.
Ξάπλωσα με εκείνη από πάνω μου.
Ήταν όμορφη κοπέλα .
Πολύ όμορφη ,έτσι μου έλεγαν τα μάτια της,για να θέλει να ξεχάσει.
Είναι πληγωμένη από κάποιον αντίστοιχο σαν και εμένα.
Μια ψυχή όμορφη σε έναν κόσμο μαύρο και σαπισμενο.
Ο Γαβριήλ έβαλε το χέρι του στη μέση της και την εσμπρωξε απαλά πάνω μου.
<<Ξέρεις την συνέχεια,>>της απευθύνθηκε και εκείνη κούνησε το κεφάλι της.<<Χαλάρωσε το σώμα σου>>.
<<Απλά θέλω να νιώσω καλά,>>είπε ξεπνοα και έκλεισε τα μάτια .
Ο Γαβριήλ με αργές κινήσεις μπήκε από πίσω της καθώς εγώ κουνούσα αργά τους γοφούς μου μέσα της
Μαζί και οι τρεις στην έκσταση .
Για να ξεχάσουμε.
Οι ρυθμοί μας επιτάχυναν καθώς εκείνη έβγαζε τις κραυγές ηδονής
Ο ένας οργασμός της ακολουθούσε τον άλλον.
Όλη τη νυχτα τα κορμιά μας ενωμένα.
Να ξεχάσω αυτό πρέπει.
Να νιώσω ζωντανός για λίγο.
Ο Γαβριηλ την έφτανε σε ένα ακόμα οργασμό καθώς εγώ έπαιζα με την κελιτοριδα της και της φιλούσα το στήθος.
Δεν άργησε να τελειώσει και αυτός.
Βγήκε από μέσα της και πήγε στο μπάνιο.
Ένα λεπτό αργότερα ακούστηκε το νερό από την ντουζιέρα.
Η ζάλη και η μέθη με είχε κατακλύσει.
Το δέρμα της τόσο ζεστό ,καθώς ανέβηκα από πάνω της
Τα μάγουλα της κόκκινα.
Τα χέρια της ήρθαν στο πρόσωπο μου.
<<Απλά να ξεχάσουμε Ορφεάκο.Ολοι αυτό θέλουμε.Μη το σκέφτεσαι,>>μου ψελλισε κρατώντας με καθώς εγώ με μια κίνηση μπήκα μέσα της .
Έβγαζα όλη μου την μανία και τον πόνο πάνω της.
Καθώς έμπαινα και έβγαινα γρήγορα μέσα της
Μόνο τα κορμιά μας ακούγονταν
Η ζέστη με κατέκλυζε και ήμουν κοντα στο να τελειώσω.
Η φωνή της έβγαζε ξεπνοες κραυγές.
Τα βήματα του Γαβριήλ ακούστηκαν από πίσω μου.
Εγώ χανώμουν.
Ξεχνούσα .
Βίαια και ατσάλα την πηδούσα για να ξεχάσω.
Για να την κάνω να ξεχάσει ότι την είχε πληγώσει.
Είμαστε απλά διαλυμένοι άνθρωποι που κυνηγούν την ευτυχία.
Ο οργασμός μου ξέσπασε και έπεσα πάνω της καθώς και εκείνη προσπαθούσε να συνέλθει από τον δικό της,με το κορμί της σε σπασμούς.
Με αργές κινήσεις βγήκα από μέσα της.
Την φίλησα απαλά στο μέτωπο.
Τα μάτια της γούρλωσαν.
Λες και αυτή η απλή κίνηση οικειότητας ήταν κάτι καινούργιο πρωτόγνωρο .
Σου είπα.
Δε θέλω να σε πληγώσω.
Δεν με άκουσες.
Ξάπλωσα δίπλα της.
Ο Γαβριήλ της άπλωσε ο χέρι του και την οδήγησε στο μπάνιο.
Γύρισα από την άλλη προσπαθόντας να ηρεμήσω την ανάσα μου.
Έφερα το σεντόνι πάνω μου.
Δεν είχα κουράγιο να σηκωθώ .
Το κρεβάτι βάρυνε καθώς λίγα λεπτά αργότερα ξάπλωσαν δίπλα μου.
Αλλά δεν μπορούσα να γυρίσω.
Τα μάτια μου εκλειναν αργά .
Υπνος.
Ωραία.
Και αυτός θα με κάνει να ξεχάσω
Ίσως ονειρευτώ το ακατόρθωτο.
Όχι εφιάλτες πάλι.
Ίσως.
Ίσως απλά να είναι μια ευχή που δεν θα βγει αληθινή.
Δεν καταλαβαίνω τι γίνεται.
Δεν είχα τέτοιο όνειρο ξανά
Όλα εναλλάσονται γρήγορα.
Την μία είμαι στην αναμόρφωση.
Όλα συμβαίνουν γρήγορα.
Όλος ο πόνος.
Όλες οι εικόνες.
Η Ηρώ φεύγει μακριά μου και εμένα με πετάνε στο κρεβάτι.
Τα τέρατα έρχονται κατά πάνω μου.
Έπειτα είμαι στο σπίτι της και παίζουμε επιτραπέζια.
Μετά είμαι με τον Αχιλλέα και τον Γαβριήλ σε αποστολη.
Βλέπω όλα τα άτομα που έχω σκοτώσει.
Έπειτα βλέπω το σπίτι του Γαβριήλ να φλέγεται .
Την Ξένια να κλαίει.
Μεγάλος μικρός.
Στο σχολειο.
Στη λέσχη.
Όλα φεύγουν και έρχονται γρήγορα.
Νιώθω πως πέφτω σε ένα κενό.
Δεν ξέρω αν υπάρχει πάτος.
Φοβάμαι.
Δε θελω.
Θέλω να ξυπνήσω .
Αλλά δεν μπορώ.
Όλα είναι περίεργα.
Αλλά ακόμα πιο πολύ είναι περίεργα, γιατί είναι εκείνη εδώ.
Δεν την έχω δει ξανά .
Δεν έχει έρθει ξανά στον ύπνο μου.
Δεν ξέρω καν που βρίσκεται .
Όσο και να έψαξα δεν την βρήκα.
Με κοιτάζει από μακριά.
Με της μπούκλες της και το άσπρο φόρεμα.
<<Έμιλι ,>>φωνάζω αλλά δεν με ακούει.
Σε κάθε όνειρο είναι εκεί και με βλέπει.
<<Ορφέα,όλα θα πάνε καλά.Μην ανησυχείς .
Απλά κρατήσου,>>ακούω την φωνή της καθώς πέφτω από το ένα όνειρο στο άλλο.
Ξαφνικά βρίσκομαι σε ένα δωμάτιο.
Λευκό.
Κοιτάζω δεξιά και αριστερά.
Αλλά δεν είναι κανένας.
Ούτε εκείνη .
Δεν υπάρχουν παράθυρα ,ούτε πόρτες.
Δεν νομίζω πως είναι κα δωμάτιο.
Είναι άπειρο .
Δεν βλέπω γωνίες.
Είναι άδειο.
Και τόσο φωτεινό.
<<Είναι κάνεις εδώ,;>>
Φωνάζω αλλά δεν παίρνω απάντηση.
Μόνο την ηχώ της φωνης μου.
Από το βάθος όμως στη συνέχεια,αρχίζει να ακούγεται ένα κλάμα γοερο.
Η φωνή δεν είναι όμως γνώριμη.
<<Που είσαι;>>
Φωνάζω ξανά αλλά δεν ακούω απάντηση .
Μόνο το κλάμα να δυναμωνει.
Για κάποιο λόγο η καρδιά μου πονάει.
Το είναι μου,μου φωνάζει να τρέξω.
Και αυτό κάνω .
Τρέχω προς τα εκεί.
Σταμάτα να κλαίς.
Έρχομαι.
Δε χρειάζεται να κλαίς εγώ είμαι εδώ.
Ξαφνιαζομαι με τη σκέψη μου.
Δεν έχω νιώσει ξανά έτσι.
Αυτή η φωνή.
Σε ποιον ανήκε;
Τρέχω προς το μέρος της.
Μέχρι που ξαφνικά εμφανίζεται στο βάθος κατι μαύρο.
Όσο πλησιάζω παίρνει μορφή.
Σχήμα ,υπόσταση.
Και καθώς σταματώ και πλησιάζω αργά βλέπω μπροστά μου,μια κοπέλα ,καθισμένη στο πάτωμα να αγκαλιάζει τα γόνατα της .
Η πλατη της γυρισμένη προς τα έμενα.
Το κεφάλι της χωμένο στα χέρια της.
Κλαίει τόσο δυνατά .
Η έτσι νομίζω, γιατί δεν κουνιέται από το γοερο κλάματα.
Ειναι ακίνητη
Εγώ την ακούω μέσα στο μυαλό μου .
Πλησιάζω από μπροστά της .
<<Ει,δεν χρειάζεται να κλαίς.Πες μου τι συμβαίνει;>>
Την ρωτάω, αλλά εκείνη δεν κουνιέται,ούτε απαντάει.
Μόνο όταν βάζω την παλάμη μου στα χέρια της σηκώνει το βλέμμα της.
Τόσο ζεστή.
Και απλά με κοιτάζει.
Με μάτια καστανά μεσα στα δάκρυα,πρισμένα
Τα πιο όμορφα μάτια που έχω δει ποτέ.
Τα κάστανα της μαλλιά πεσμένα στο πρόσωπο της.
Με τις άκρες τον δαχτύλων μου τα τραβώ από μπροστά της.
<<Πες μου τι έγινε;Σε πείραξε κανένας;Τι κάνεις εδώ μόνη σου;>>
Δεν ξέρω καν που βρισκόμαστε.
Πόσο μάλλον γιατί είναι εδώ αυτή κι εγώ.
Σουφρωνει τα χείλη της.
Είναι πάνω κάτω στην δικια μου ηλικία .Ίσως και λίγο μεγαλύτερη.
Δεν την έχω ξαναδεί.
Δεν μου είναι γνώριμη.
Αλλά.οσο την κοιτώ αυτό το περίεργο συναίσθημα που είχα πριν , όλο και δυναμώνει.
Ξαφνικά εκείνη πέφτει στην αγκαλιά μου και αρχίζει να κλαίει δυνατά στο στέρνο μου.
Οι γροθιές της να σφίγγουν το ύφασμα από την μπλούζα μου.
Η καρδιά μου σκριρτησε.
Σαστησα.
Την αγκάλιασα απότομα .
Δεν ξέρω τι μου συμβαίνει
<<Σσσσσ όλα θα πανε καλά,>>της είπα καθώς της χάϊδευα απαλά την πλάτη.
Αυτή η άγνωστη κοπέλα κρατιόταν,με όλη της τη δύναμη από πάνω μου.
Σαν να μην ήθελε να με αφήσει .
Λες και φοβόταν πως αν το έκανε θα εξαφανιζομουν.
Και έκλαιγε τόσο δυνατά που με έκανε να θέλω να κάψω όλο το κόσμο.
Να βρω ποιος της έκανε κακό.
Θα τον σκοτώσω
Δεν ξέρω τι μου συμβαίνει.
Δεν έχω ξανά νιώσει έτσι.
Αυτή η κοπέλα είναι...
Είναι....
Ακόμα και που κλαίει είναι τόσο Όμορφη.
Ένα όμορφο πλάσμα.
Στον άσχημο κόσμο.
Με κάνει ...
Με κάνει να νιώθω...
Με κάνει να νιώθω ζεστασιά...
Πως δεν είμαι μόνος μου.
Τι είναι αυτό το συναίσθημα;.
Δεν θέλω να την αφήσω ούτε εγώ.
Αν την αφήσω θα φύγει σίγουρα .
Αλλά δεν είναι αληθινή.
Δεν υπάρχει .
Δεν γίνεται να υπάρχει.
Είναι όνειρο.
Όλο αυτό το συναίσθημα είναι...
Είναι αυτό που νομίζω...
Αγάπη;
Όχι.
Δεν είναι.
Γιατί δεν αξίζω να με αγαπούν.
Η αγάπη είναι σαν τα όνειρα ,που δεν γίνονται πραγματικότητα.
Όπως και αυτό.
Γιατί αυτή είναι απλά ένα ονειρο.
Δεν πρόκειται να την βρώ ποτέ μου.
<<Ορφεάκο ,απλά δε θέλω να μείνω μόνη μου.Μεινε μαζί μου>>.
Η φωνή της με ξάφνιασε.
Το όνομα της στα χείλη μου.
Πως με ξέρει;
Προσπάθησα να την ρωτήσω αλλά τα χείλη της ακούμπησαν τα δικά μου.
Και με αγκάλιασε .
Έκλεισα τα μάτια μου και την έσφιξα στην αγκαλιά μου
Η γεύση της είναι τόσο ...
Τόσο...
Σωστή...
Ο κόσμος εξερράγει μέσα μου.
Ναι σίγουρα είναι αγάπη.
Που είσαι ;
Ποια είσαι;
Γιατί αργείς;
Είσαι αληθινή;
Αν είσαι.
Έλα γρήγορα.
Γιατί δε θέλω να ξεχάσω.
Δε θέλω να ξεχάσω.
Εσένα.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top